Η απόρριψη της ενοχής ως αποδοχή της αμαρτίας
Η ενοχή στην πλέον ύποπτη εκδοχή της
παραπέμπει σε ασθένεια ψυχική, αδυναμία να χαρείς τη ζωή, θρησκευτικού τύπου
αγκυλώσεις που έχουν να κάνουν κυρίως με τον δυτικό χριστιανισμό που βλέπει τον
Θεό ως κυρίαρχο σαδιστή και όχι ως στοργικό Πατέρα. Όντως η εμπειρία των αγίων
πιστοποιεί για την αγάπη του Θεού που η πίστη μας τη βλέπει σε όλο της το
μεγαλείο στη Σταυρική θυσία του Χριστού. Όπως και η ανθρώπινη εμπειρία φανερώνει
την κόλαση που ζουν άνθρωποι ενοχικοί, μην ξέροντας πώς να υπερβούν – αν θέλουν
να υπερβούν όντως – την ενοχή. Στον θρησκευτικό χώρο ιδιαίτερα, η ενοχή
συνδέεται με την πουριτανική σκληρότητα, όπου ο τιμωρός Θεός εξοντώνει τον
αμαρτωλό άνθρωπο (βλ. λ.χ. την ταινία του Bergman Φάννυ και
Αλέξανδρος).
Είναι, όμως, εντελώς άχρηστη ή
επικίνδυνη η ενοχή; Εξαρτάται από το πώς αντιμετωπίζει κανείς την ενοχή ή είναι
προγραμματικά εξοβελιστέα; Εδώ θα σταθούμε σε ένα κυρίαρχο επιχείρημα σχετικό με
το θέμα μας. Λέγεται συχνά ότι η αμαρτία πρέπει να συνειδητοποιηθεί ως έλλειμμα
αγάπης εκ μέρους μας και όχι ως ενοχή. Η συνειδητοποίηση αυτή, προφανώς, θα μας
οδηγήσει σε μία νηφαλιότερη ψυχολογική κατάσταση και σε μία πιο ορθή εκτίμηση
του ίδιου του Θεού.
Αν, ας πούμε, η συκοφαντία έχει ως
συνέπεια μια πολύ συγκεκριμένη βλάβη, τι πρέπει να αισθανθεί ο συκοφάντης; Ότι
έχει έλλειμμα αγάπης; Ότι κάτι του λείπει; Μα σε αυτή την περίπτωση πρέπει να
συμβαίνουν δύο πράγματα: Ή φταις ακριβώς επειδή σου λείπει η αγάπη και άρα
αισθάνεσαι ενοχή, ή δεν φταις και απλά διαπιστώνεις ότι για κάποιους
αδιευκρίνιστους λόγους – το περιβάλλον, η ανθρώπινη αδυναμία, η μεταπτωτική
κατάσταση και πάει λέγοντας – βρίσκεσαι σε αδυναμία να αγαπήσεις. Η έλλειψη
αγάπης όμως δεν είναι μια απλή θεωρία, αλλά ένα πολύ οδυνηρό χαρακτηριστικό της
ανθρώπινης κατάστασης που συνεπάγεται αναρίθμητα κακά. Το να ομολογεί σήμερα o
πιστός ότι του λείπει η αγάπη – και γι’ αυτό επομένως αμαρτάνει –, τείνει να
γίνει μια απλή συγκατάβαση στη δυνατότητα-επιθυμία του ανθρώπου να αμαρτάνει. Ο
άνθρωπος δεν παραδέχεται μόνο ότι είναι αμαρτωλός αλλά και το αποδέχεται. Αλλά η
απλή παραδοχή ότι «είμαι αμαρτωλός» δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν
εγκαταλειφθεί η αμαρτία. Το πρώτο βήμα για τη μετάνοια, λέει ο αγ. Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, είναι «η των αμαρτημάτων κατάγνωσις», δηλαδή αποδοκιμασία,
καταδίκη των αμαρτημάτων, όχι η απλή επίγνωσή τους. Και αυτή η αποδοκιμασία δεν
είναι απλή συνέπεια μιας λογικής διαπίστωσης της έλλειψης αγάπης.
Καταγγέλλοντας την ενοχή, ίσως νομίζει
κανείς ότι καταπολεμά τον ηθικισμό, ξεχνώντας ότι απλά μπορεί να καλλιεργεί μία
θεωρητική σχέση με τον χριστιανισμό και μια ηθική αδιαφορία. Η ενοχή σε
παραπέμπει στο νόμο, στις εντολές του Θεού, σε μια προσωπική αρχή που θέτει
όρια, έτσι ώστε ο άνθρωπος να μη χαθεί εντός του εγωισμού του. Το κουκούλωμα
αυτής της ενοχής πιθανώς εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια του νεωτερικού ανθρώπου
να μην αναφέρεται ακριβώς σε κανέναν πέραν του εαυτού του και στην αναζήτηση
ενός κανονιστικού κόσμου νοήματος που προέρχεται, αντιθέτως, μέσα από τον εαυτό
του. Γι’ αυτό προσπαθεί να τακτοποιήσει το πώς αισθάνεται όχι από κανόνες που
προέρχονται απ’ έξω – κοινωνικούς θεσμούς η εντολές του Θεού –, αλλά
αυτοκαθοριζόμενος. Αν ο παθολογικά ενοχικός βλέπει παντού κριτές και καταδίκες
για τον ίδιο, ο «αποενοχοποιημένος» δεν θέλει να φανταστεί καν ότι ο Θεός είναι
και Κριτής, ενώ η αλήθεια γι’ αυτόν έχει αποσυντεθεί σε μυριάδες ατομικές
αλήθειες, όπου ο καθένας μπορεί να αναπαύει τους λογισμούς του. Σύμφωνα με αυτά,
η ζωή δεν πρέπει να ταλαιπωρείται από ηθικές προσταγές και ενοχές που
συνεπάγεται η παράβασή τους. Το να αισθανόμαστε την αμαρτία λοιπόν όχι ως ενοχή
αλλά ως έλλειμμα αγάπης, ενδέχεται να μην είναι, συχνά, παρά μια σοφιστεία, όπου
ούτε την ενοχή αποδεχόμαστε ούτε βέβαια καμιά έλλειψη αγάπης συναισθανόμαστε –
αν και την ομολογούμε –, προφανώς ούτε την αμαρτία.
Εδώ θα προτρέξει κανείς λέγοντας ότι ο
άνθρωπος διαπιστώνοντας αυτό το έλλειμμα της αγάπης απευθύνεται στον Θεό.
Συνειδητοποιώντας ακριβώς την ανθρώπινη αδυναμία βρίσκει καταφύγιο στη θεϊκή
δύναμη και παρηγοριά. Βιαζόμαστε όμως διότι σε αυτή την ιδανική περίπτωση η
στροφή προς τον Θεό θα πρέπει, λογικά, να είναι αποτέλεσμα της ενοχής,
συναισθημάτων δυσάρεστων που σε ειδοποιούν ακριβώς γι’ αυτό το έλλειμμα αγάπης,
διότι από την έλλειψη της αγάπης έκανες κακό στον άλλον, κακό για το οποίο εσύ
προσωπικά ευθύνεσαι και κανείς άλλος. Σε διαφορετική περίπτωση ο άνθρωπος
ενδέχεται απλά να αναζητάει παρηγοριά και αποποίηση των ευθυνών του. Ενδέχεται
να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως θύμα, σαν άρρωστο, που αυτός χρειάζεται φροντίδα
και κατανόηση από τον Θεό.
Με άλλα λόγια, η επισήμανση ότι μου
λείπει η αγάπη – αν δεν γίνει βαθιά συνειδητοποίηση και άρα πόνος βαθύς και
ενοχή – είναι κούφιες λέξεις. Η αμαρτία είναι συγκεκριμένο κακό απέναντι στον
Θεό και –περισσότερο φανερό– απέναντι στον άλλον. Το να θεωρείται η ενοχή μόνο
πρόξενος ή προπομπός ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, είναι συνήθως μια προσπάθεια
να μειώσουμε το βάρος της αμαρτίας και των προσωπικών μας ευθυνών. Είναι,
λοιπόν, κανείς ένοχος όχι τόσο με την έννοια ότι υπόκειται σε μια κατηγορία και
βρίσκεται απέναντι σε έναν ανελέητο δικαστή, αλλά ότι εμπλέκεται προσωπικά σε
μια κατάσταση, της οποίας ο ίδιος είναι δέσμιος. Η συνειδητοποίηση της ενοχής
ακριβώς θα τον οδηγήσει σε αναγνώριση της ευθύνης του και της υποχρέωσής του να
απεμπλακεί στρεφόμενος στον Θεό και τον πλησίον. Ενοχή είναι η επισήμανση μέσα
μας, όταν ξεχνάμε ότι είμαστε δέσμιοι των άλλων, ότι έχουμε ευθύνη απέναντί
τους, ότι δεν πορευόμαστε μόνοι μας στη ζωή. Και η επισήμανση αυτής της
δέσμευσης μας κάνει και πιο συγχωρητικούς έναντι των άλλων. Η ενοχή εδώ όχι μόνο
δεν απομονώνει αλλά στρέφει την προσοχή μας στον άλλον και όχι στον εαυτό μας. Ο
συκοφάντης πρέπει να ζητήσει συγχώρεση όχι για να συγχωρέσει τον εαυτό του και
να αισθανθεί καλύτερα αλλά γιατί είναι δεσμευμένος απέναντι στον άλλον και γιατί
μόνο έτσι θα ξεπεράσει το εγώ του, θα μάθει να αγαπά και θα γνωρίσει τον Θεό.
Και τότε μόνο θα απαλλαγεί από την ενοχή, και τότε μπορεί να νιώσει και αθώος.
Αν δεν μπορείς να νιώσεις ένοχος, δεν μπορείς να νιώσεις και αθώος. Αντίθετα, οι
προσπάθειες αποενοχοποίησης περισσότερο έχουν ως κέντρο τον εαυτό, και πώς αυτός
θα νιώσει καλύτερα, παρά τον άλλον.
Το ότι η αντιμετώπιση της ενοχής μπορεί
να γίνει με εντελώς λανθασμένο τρόπο, δεν χρειάζεται καν να ειπωθεί εδώ. Μπορεί
η ενοχή να προκύπτει επειδή φανταζόμαστε τον εαυτό μας τέλειο και να μην του
συγχωρούμε το παραμικρό λάθος, έτσι ώστε στο τέλος να μη μπορεί κανείς να σταθεί
στα πόδια του. Άλλοτε ο ναρκισσισμός μας εστιάζεται σε ιδεοληψίες του τύπου πόσο
αρκετά καλός είμαι, τι μου λείπει, τι λάθη έκανα, πόσο επαρκής είμαι κλπ,
ιδεοληψίες που γενούν άγονες ενοχές. Ύστερα, οι νομικιστές, οι πουριτανοί, οι
ηθικιστές και οι καθαροί – οι αλαζόνες της αρετής –, μας θυμίζουν πως η
προσπάθεια αντιμετώπισης-εξαφάνισης της ενοχής με μια αντικειμενοποιημένη ηθική,
όπου τα πάντα μετρώνται ηθικά, καταλήγει σε μια ηθική καταδυνάστευση όπου
εντέλει παραμερίζεται και ο ίδιος ο Θεός. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο
χιλιοειπωμένο θέμα.