Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Ο πόλεμος των κακών λογισμών ...να μη χάνεις το θάρρος σου από τους λογισμούς που σου έρχονται...


Ο πόλεμος των κακών λογισμών. Αδελφέ, να το ξέρεις ότι, όσο είμαστε σε αυτή τη ζωή, βαδίζουμε ανάμεσα σε παγίδες· γι’ αυτό, ας προσέχουμε πάντοτε τον εαυτό μας να μην πέσουμε μέσα σε παγίδα θανάτου. Γιατί είναι γεμάτες γλυκύτητα οι παγίδες του πονηρού, τις οποίες συνεχώς βάζει κρυφά μπροστά στην ψυχή μας, για να την παγιδεύσει και να την γκρεμίσει στην αιώνια κόλαση. Είναι δηλαδή πολύ βλαβερό να χαλαρώνουμε με τη μελέτη των κακών λογισμών και να τους αφήνουμε να μπαίνουν μέσα στην ψυχή μας.

Ας μη χαλαρώσουμε λοιπόν από τη γλυκύτητα των παγίδων του θανάτου και αφεθούμε στη μελέτη των κακών λογισμών. Γιατί αν ο κακός λογισμός βρει είσοδο στην ψυχή, την κάνει να νιώσει γλυκύτητα με την κακή μελέτη, και πλέον γίνεται γι’ αυτήν σαν μια παγίδα θανάτου, αν δεν διωχτεί με προσευχή και δάκρυα. Εμείς όμως ας μη χαλαρώσουμε ούτε μία στιγμή μελετώντας τους κακούς λογισμούς, αλλά ας καταφεύγουμε πάντοτε στον Θεό με προσευχή και στεναγμό και δάκρυα, για να γλιτώσουμε από όλα τα σκάνδαλα και τις παγίδες του πονηρού.

Επίσης, αδελφέ, να μη χάνεις το θάρρος σου από τους λογισμούς που σου έρχονται, γιατί είναι η αρχή του αγώνα. Να καταλάβεις αυτό που σου λέω από τη στέρνα με το βρόχινο νερό. Όταν δηλαδή βρέξει και μαζευτεί η ευλογία του νερού στη στέρνα, στην αρχή το νερό είναι θολό· όσο όμως περνά ο καιρός, γίνεται πιο καθαρό.

Και εσύ λοιπόν, αγαπητέ, να μη χάνεις το θάρρος σου. Γιατί λέει στη Γραφή: «Οι χείμαρροι της ανομίας με τάραξαν» (Ψαλμ. 17:5), αλλού όμως λέει: «Ο Θεός είναι για εμάς καταφύγιο και δύναμη, βοηθός στις σφοδρές θλίψεις που μας βρήκαν. Γι’ αυτό και δεν θα φοβηθούμε όταν θα σείεται η γη» (Ψαλμ. 45:2-3).

Όταν λοιπόν έρθει στον νου σου κακός λογισμός, φώναξε στον Κύριο με δάκρυα, λέγοντας: «Κύριε, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό, και κάνε ανίσχυρο τον πονηρό απέναντί μου». Γιατί ο Θεός είναι καρδιογνώστης και γνωρίζει ποιοι από τους λογισμούς προέρχονται από την κακή μας προαίρεση και ποιοι προξενούνται σ’ εμάς από την κακία των δαιμόνων.

Να γνωρίζεις και τούτο· ότι όσο αγωνίζεσαι και υπομένεις υπηρετώντας τον Κύριο, τόσο καθαρίζουν ο νους και οι λογισμοί σου. Γιατί ο Κύριος είπε: «Κάθε κληματόβεργα επάνω μου που δεν κάνει καρπό, την κόβω· και καθεμία που κάνει καρπό, την καθαρίζω, για να κάνει καρπό περισσότερο» (Ιω. 15:2). Μόνο να θέλεις να σωθείς· γιατί ο Κύριος βοηθά εκείνους που αγωνίζονται να βρουν τη σωτηρία.

Άκουσε και μία άλλη παραβολή για τους κακούς λογισμούς. Το καινούργιο κρασί, όταν το μαζέψουν από το πατητήρι και το βάλουν στα πιθάρια, στην αρχή τόσο πολύ βράζει, σαν να καίει από κάτω του πολύ δυνατή φωτιά, ώστε μερικά από τα πιθάρια δεν αντέχουν τη σφοδρότητα και σπάζουν από την πίεση· έπειτα όμως σιγά-σιγά ηρεμεί και μένει ακίνητο και καθαρίζει.

Μεγάλη Τεσσαρακοστή στο σπίτι Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή (Σαρακοστές) καλό είναι να γνωρίζεις μόνο εκκλησία και σπίτι, τίποτ’ άλλο.

 

Η ζωή στο σπίτι κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή (Σαρακοστές) καλό είναι να γνωρίζεις μόνο εκκλησία και σπίτι, τίποτ’ άλλο.

Φτάνεις, λοιπόν, στο σπίτι τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τί θα κάνεις εκεί; Θα αγωνιστείς μ’ όλη σου τη δύναμη να διατηρήσεις την προσήλωση του νου και της καρδιάς στον Κύριο. Αμέσως μετά την εκκλησία, τρέξε στο δωμάτιό σου και κάνε αρκετές μετάνοιες, ζητώντας ευλαβικά από τον Θεό να σε βοηθήσει, ώστε να αξιοποιήσεις το χρόνο της παραμονής σου στο σπίτι με τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή σου. Ύστερα κάθησε και ξεκουράσου για λίγο. Αλλά και τότε μην αφήνεις τους λογισμούς σου να ξεστρατίζουν. Διώχνοντας κάθε σκέψη, επαναλάμβανε νοερά την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!».

Αφού ξεκουραστείς πρέπει ν’ ασχοληθείς με κάτι, είτε προσευχή είτε εργόχειρο.

Τί εργόχειρο θα κάνεις δεν έχει σημασία∙ ξέρεις ήδη τί σου αρέσει. Είναι, βλέπεις, αδύνατο να ασχολείσαι όλη την ώρα με πνευματικά πράγματα∙ χρειάζεται να έχεις και κάποιο ευχάριστο εργόχειρο. Μ’ αυτό θα καταπιάνεσαι, όταν η ψυχή σου είναι κουρασμένη, όταν δεν έχεις τη δύναμη να διαβάσεις ή να προσευχηθείς. Αν, βέβαια, οι πνευματικές σου ενασχολήσεις πηγαίνουν καλά, το εργόχειρο δεν είναι απαραίτητο. Εκπληρώνει μόνο την ανάγκη αξιοποιήσεως του χρόνου, που αλλιώς θα σπαταλιόταν σε απραξία. Και η απραξία είναι πάντα ολέθρια, πολύ περισσότερο όμως στον καιρό της νηστείας.

Πώς πρέπει να προσεύχεται κανείς στο σπίτι; Σωστά σκέφθηκες ότι τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή οφείλουμε να προσθέτουμε κάτι στον συνηθισμένο κανόνα προσευχής. Νομίζω, ωστόσο, πως αντί να διαβάζεις περισσότερες προσευχές από το Προσευχητάρι, είναι καλύτερο ν’ αυξήσεις τη διάρκεια της άμεσης επικοινωνίας σου με τον Κύριο. Κάθε μέρα, πριν αρχίσεις και αφού τελειώσεις τη την ορθρινή και βραδυνή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Κύριο, την Υπεραγία Θεοτόκο και τον φύλακα άγγελό σου, ευχαριστώντας τους για την προστασία τους και παρακαλώντας τους για την ικανοποίηση των πνευματικών σου αναγκών.

Ζήτα τους να σε βοηθήσουν, ώστε, πρώτα απ’ όλα να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία και, όταν την αποκτήσεις, να σου χαρίσουν ζήλο και δύναμη, ώστε να θεραπεύσεις τις πληγές της ψυχής σου. Ζήτα τους, ακόμα, να γεμίσουν την καρδιά σου με το αίσθημα της ταπεινώσεως και της συντριβής. Η ταπείνωση είναι η πιο ευάρεστη στον Θεό θυσία. Έτσι να προσεύχεσαι. Μην επιβάλεις, όμως, στον εαυτό σου έναν προσευχητικό κανόνα μακρύ και βαρύ, έναν κανόνα που θα υπερβαίνει τα μέτρα των ψυχοσωματικών σου δυνάμεων και θα σε καταβάλλει. Καλύτερα είναι να προσεύχεσαι συχνότερα στη διάρκεια της ημέρας και, όταν ασχολείσαι μ’ οποιαδήποτε άλλη εργασία, να έχεις το νου σου στο Θεό.

Μετά την προσευχή, διάβαζε για λίγο με αυτοσυγκέντρωση. Η μελέτη δεν αποσκοπεί στο φόρτωμα του μυαλού σου με διάφορες πληροφορίες και γνώσεις, αλλά στην ψυχική σου ωφέλεια και εποικοδομή. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να διαβάζεις πολλά. Διάβαζε όμως με προσοχή μεγάλη και με καρδιακή συμμετοχή.

Τι συμβαίνει στη ψυχή που γνήσια μετανοεί; «Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού!»

 


Τι συμβαίνει στη ψυχή που γνήσια μετανοεί; – Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα και ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας σώμα και ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες.

Όποιος πέφτει στην αμαρτία για δεύτερη φορά, με την ελπίδα της κατοπινής μετάνοιας, αυτός πορεύεται με πανουργία ενώπιον του Θεού.

Τον άνθρωπο αυτόν τον βρίσκει απροσδόκητα ο θάνατος. Κι έτσι δεν φτάνει στον καιρό πού, σύμφωνα με την ελπίδα του, θα μετανοούσε.

Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό:

– Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού! Στείλε μου λοιπόν κεραυνό ή καμιάν άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι έτσι έρθει σε φόβο η πωρωμένη μου ψυχή.

Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε:

– Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, και πώς είναι αναρίθμητα τα σφάλματά μου. Γι αυτό και δεν τολμώ να Σου ζητήσω να με συγχωρέσεις. Αν όμως είναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαχνία Σου.


Τις ώρες της σιωπής τελεσιουργούνται τα μεγάλα θαύματα


Κουραστήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία. Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά...

Η ομορφιά της σιωπής και η συντροφιά των αγίων και των μυστηρίων. Κουραστήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία. Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά… Τις ώρες της σιωπής τελεσιουργούνται τα μεγάλα θαύματα!

Η ομορφιά της σιωπής

Η σιωπή συντροφεύει τις μεγάλες ώρες των αγίων, τις ιερές ώρες της περισυλλογής, της αυτοσυγκέντρωσης, της αυτομεμψίας, της μελέτης, της προσευχής. Η σιωπή καλύπτει την έρευνα, την αγρυπνία, την ανακάλυψη του σοφού επιστήμονα.


Η σιωπή σκεπάζει το μαρτύριο του πονεμένου, του αναγκεμένου, του δυστυχισμένου.

Τις ώρες της σιωπής τελεσιουργούνται τα μεγάλα θαύματα, οι αδιαφήμιστες ηρωικές πράξεις, οι μυστικές προσωπικές επαναστάσεις, η γνωριμία με τον άγνωστο εαυτό μας.

Έτσι έχουμε τη σημαντική σιωπή του αγίου, την κορυφαία σιωπή του σοφού, την υπομονετική σιωπή του ήρωα, την ακριβή σιωπή του υπομονετικού κι επίμονου, την ευαγγελική σιωπή του αυτοθυσιαζόμενου.

Κουραστήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία. Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά.

Έχουμε ανάγκη από την ανάπαυση στη χρυσή σιωπή, την πολύτιμη ακοή, τη βιωματικότητα των απαραίτητων λόγων.

Χρειάζεται μια αντίσταση στους πρόχειρους κι εύκολους λόγους.

Αξίζει να καταλαγιάσουμε, να ησυχάσουμε, να ξαποστάσουμε για ν’ ακούσουμε μέσα στην ησυχία τη χαμηλή φωνή του Θεού, την εναγώνια φωνή της συνειδήσεως μας, τη διδακτική φωνή του ιερού παρελθόντος, για να μετανοήσουμε ειλικρινά.

Μερικές ψυχολογικές ἐπισημάνσεις στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Παύλου Κυμίση Καθηγητοῦ Ψυχιατρικῆς




Ἔγραφε ὁ μεγάλος Ρῶσος ὀρθόδοξος θεολόγος π.Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅτι στήν ἐποχή μας ὑπάρχει “πείνα θεολογίας“, τόσο μεταξύ τῶν κληρικῶν, ὅσο καί μεταξύ τῶν λαϊκῶν. Αὐτή τήν πείνα ἔρχεται νά ἱκανοποιήσει αὐτό τό Συνέδριο…

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑποστηρίζοντας τούς ἡσυχαστές καί ἑρμηνεύοντας τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέκρουσε τόν φιλόσοφο Βαρλαάμ, πού ἦταν δεμένος στό ἅρμα τοῦ δυτικοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ οὑμανισμοῦ. Ἐπηρεασμένος ἀπό τή φιλοσοφία τῆς Δύσης, πού εἶχε ἔντονα χρωματισθεῖ ἀπό τήν Πλατωνική σκέψη, προσπαθοῦσε νά γελοιοποιήσει τούς ἡσυχαστές, ἰσχυριζόμενος ὅτι οἱ ἐμπειρίες τους ἦταν ἀποτέλεσμα φαντασιώσεων ἤ ἁπλές ἐκδηλώσεις φυσικῶν κτιστῶν φαινομένων. Θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ Βαρλααμισμός ἀποτελεῖ καί ἕνα σύγχρονο φαινόμενο, γι᾿ αὐτό καί ἡ παρουσίαση τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου σήμερα εἶναι ἐπίκαιρη, χρήσιμη καί καθοδηγητική.

Στήν ἐποχή μας γίνεται μιά ἔντονη προσπάθεια γιά διάλογο καί συνεργασία μεταξύ τῆς Θρησκείας καί τῆς ἐπιστήμης τῆς Ψυχολογίας. Ἡ σκέψη καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μποροῦν νά γίνουν ὁδηγοί, ἔτσι ὥστε ἕνας τέτοιος διάλογος νά μή δημιουργήσει περισσότερη σύγχυση, παρανοήσεις καί προβλήματα. Σ᾿ αὐτόν τό διάλογο χρειάζεται νά καθοριστοῦν σαφῶς τά ὅρια μεταξύ τῆς λογικῆς, τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης καί ἀπόδειξης, τῶν φυσικῶν φαινομένων, καί τῶν μεταφυσικῶν ἐμπειριῶν καί ἀποκαλύψεων. Ἡ ἐπιστήμη μελετᾶ φαινόμενα πού ἐλέγχονται ἀπό φυσικούς νόμους. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τά θαύματα, οἱ ἀποκαλύψεις παριστοῦν ὑπερβάσεις τῶν φυσικῶν νόμων.

Στό Δυτικό κόσμο ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας ἔχει καταντήσει μιά ἁπλή ἐπιλογή ἤ προτίμηση. Εἶναι κάτι ἀνάλογο μέ τήν ἐπίσκεψη στήν ὑπεραγορά (Super Market), ὅπου διαλέγεις ὅ,τι προτιμᾶς. Σέ μιά τελευταία σύναξη στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος τόνισε ὅτι ὁ Δυτικός Σχολαστικισμός ἔχει ἐλαττώσει τίς θεϊκές ἀλήθειες σέ ἔννοιες. Ἔτσι ὁ Θεός γίνεται ἀντιληπτός σάν ἰδέα ἤ ἔννοια. Ἀλλά μέ αὐτήν τήν προσέγγιση ἡ Δύση χάνει τή δυνατότητά της γιά τή συμμετοχή στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βλέπουμε στή Δύση νά γίνεται λόγος γιά μεταφυσικές ἐμπειρίες διαφόρων θρησκειῶν, πού συνδέονται μέ παραισθήσεις, ὑπνωτικά φαινόμενα ἤ φαντασιώσεις.

Μερικοί μάλιστα εἶπαν ὅτι κβαντομηχανική θά εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ μέλλοντος. Ἄλλοι προσπάθησαν νά ἐξηγήσουν ἐπιστημονικά τό θαῦμα σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς φύσης. Εἶπαν ὅτι ἕνας ἄνεμος ἄνοιξε τήν Ἐρυθρά θάλασσα, ἕνας νεκρός πού ἀναστήθηκε ἦταν σέ κατατονική κατάσταση, τό μάννα ἦταν μύκητες γεννημένοι στόν ἀέρα καί οἱ δαιμονισμένοι ἦσαν ὑστερικά ἄτομα.

Ἕνα ἄλλο παράλληλο σύγχρονο φαινόμενο εἶναι ἡ θρησκειοποίηση τῆς κοινῆς γνώμης. Ἡ κοινή γνώμη γίνεται τό ἔσχατο κριτήριο γιά τό τί πιστεύει ὁ ἄνθρωπος, ποιές πρέπει νά εἶναι οἱ ἀξίες του καί ποιά ἡ ἠθική του. Ὅ,τι εἶναι κοινῶς γενικά ἀποδεκτό, μπαίνει στά πλαίσια μιᾶς εὐλύγιστης ἠθικῆς ἤ δημιουργεῖ νέα ἱεράρχηση ἀξιῶν. Ἔτσι οἱ ὀρθολογιστές βλέπουν τή θρησκευτική πίστη σάν ἕνα προϊόν καί δημιούργημα τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἔγραφε ὁ ἀείμνηστος ὀρθόδοξος θεολόγος στή Νέα Ὑόρκη π.Ἰωάννης Meyendorff, πού ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὅτι ἡ διαμάχη μεταξύ Ἁγίου Γρηγορίου καί Βαρλαάμ ἦταν συμβολική τῶν διαφορῶν μεταξύ τῶν Γραφῶν καί τῆς Ἑλληνικῆς Σκέψης, μεταξύ τῆς Ἱερουσαλήμ καί τῆς Ἀθήνας, μεταξύ τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Φιλοσόφων, μεταξύ τῆς θρησκείας τῆς ἐνσαρκώσεως καί τῆς Ἀνάστασης καί μεταξύ τῆς θρησκείας τῆς ἀπωλείας καί καταστροφῆς τοῦ σύμπαντος. Ἡ βάση τῆς Παλαμικῆς Σκέψης δέν περιορίζεται στό “γνῶθι σ᾿ αὐτόν“, ἀλλά καθορίζεται ἀπό τό “ἐλθών εἰς ἑαυτόν“, ὅπου ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό γίνεται ὁ ὑπέρτατος σκοπός τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

Εἶναι γεγονός ὅτι στό χῶρο τῶν ἐπιστημῶν τῆς συμπεριφορᾶς ἔγιναν γιγαντιαῖα ἅλματα τίς τελευταῖες δεκαετίες. Ἀπό τήν πρόοδο στή γενετική βλέπουμε τό σημαντικό ρόλο πού παίζει ἡ κληρονομικότητα σέ πολλές ψυχολογικές καί ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Μποροῦμε νά δοῦμε τή σημασία τῆς νευρολογίας, ὅπου χημικές διεργασίες καί νευροαπεικονίσεις ἀντικατοπτρίζουν συναισθηματικές καί νοητικές καταστάσεις καί λειτουργίες.

Εἶναι γνωστό ὅτι ψυχικά νοσήματα πού ἔχουν σχέση μέ νευροφυσιολογικές διαταραχές μπορεῖ νά ἐκδηλωθοῦν μέ ψευδαισθήσεις ὀπτικές ἤ ἀκουστικές. Ἄτομα ἐπίσης κάτω ἀπό ἔντονες συνθῆκες stress (ψυχοσωματικῆς καταπόνησης), μπορεῖ νά ἔχουν παραληρήματα ἤ ψευδαισθήσεις. Ἐπίσης, ἄτομα πού χρησιμοποιοῦν χημικές οὐσίες, ὅπως ναρκωτικά, LSD, κοκαΐνη κ.λ.π., μπορεῖ νά ἔχουν ἀκουστικές, ὀπτικές ἤ ἀπτικές ψευδαισθήσεις. Θά πρέπει νά γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ τῶν ἐμπειριῶν αὐτῶν, πού ἔχουν φυσική προέλευση καί ἐξηγοῦνται ἐπιστημονικά, καί τῶν ὑπερφυσικῶν ἐμπειριῶν, πού δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τή φυσικοχημεία τοῦ ὀργανισμοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης προειδοποιεῖ τούς μαθητές του μέ τήν ἑξῆς παραίνεση: ” Ὁτανδεῖςφῶςἤφλόγαμέσασουἤἔξωἀπόσέναμήντήνπαραδεχθεῖς. Πολλοί Πατέρες τόνισαν τόν κίνδυνο τῆς φαντασίας, πού μπορεῖ νά ἀποτελέσει τόν πιό ἐπικίνδυνο ἐχθρό τῆς ἕνωσης μέ τόν Θεό. Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο θά ἤθελα νά τονίσω τό ρόλο τῆς ὑποβολῆς στή δημιουργία “ψευτομεταφυσικῶν ἐμπειριῶν”.

Πολλά σύγχρονα φιλοσοφικο-θρησκευτικά συστήματα παρουσιάζουν τέτοια φαινόμενα καί ὑπόσχονται γαλήνη, ψυχική ἠρεμία, σωματική καί ψυχική ὑγεία. Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου συγχρόνου φαινομένου εἶναι τό ἐνδιαφέρον πού παρατηρεῖται στή Δύση γιά ὁρισμένες ἀνατολικές θρησκεῖες, ὅπως παραδείγματος χάριν ὁ Βουδισμός. Ὁ Βούδας ἦταν ἕνας Ἰνδός μοναχός πού ἔζησε τόν 5ο π.Χ. αἰώνα. Ἀσκήθηκε γιά ἑπτά χρόνια καί μέ ἄσκηση καί αὐτοσυγκέντρωση ἦλθε σέ ἔκσταση κάτω ἀπό μιά συκιά. Γιά ἑπτά μέρες, ἀναφέρεται στή βιογραφία του, ἔχασε τήν ἐπαφή μέ τόν κόσμο καί ἀνέβηκε τά σκαλοπάτια τοῦ νιρβάνα καί ἐκεῖ, πάντοτε κατά τό βιογράφο του, “ξαναθυμήθηκε τίς μετεμψυχώσεις του καί κατάλαβε τούς νόμους τῆς τάξης τοῦ σύμπαντος”. Δηλαδή, ξεκίνησε χωρίς Θεό καί τελικά κατέληξε στόν Πανθεϊσμό. Στό Βουδισμό ἡ “σωτηρία” ἔρχεται ἀπό τόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἀπό ἔξω.

Ὁ Ἐπίσκοπος Πίτσμπουργκ Μάξιμος, σέ μιά εἰσήγησή του μέ θέμα μεταφυσικές ἐμπειρίες ἐντός καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρεται στό ρόλο τής αὐθυποβολῆς καί στίς πιθανές παρενέργειες ἐμπειριῶν πού στηρίζονται στίς Ἀνατολικές φιλοσοφίες καί περιλαμβάνουν κατάθλιψη, αὐτοκτονίες, ἀκόμη καί δαιμονική ἐπίδραση. Ὑπάρχουν πολλές προσπάθειες, πού ἐνῶ ξεκινοῦν ἀπό μιά ἁπλῆ φυσιολογική ἤ φιλοσοφική ἀρχή καταλήγουν νά ἐμποτίζονται ἀπό Ἰνδουϊστικές καί Πανθεϊστικές ἰδέες.

Μιά πιό ἐπιστημονική μέθοδος γιά χαλάρωση καί ἠρεμία ἐπρότεινε ὁ καθηγητής τοῦ Harvard H.Benson. Τό βιβλίο του (ἡ ἀπάντηση τῆς χαλάρωσης) ἔσπασε ρεκόρ πωλήσεων στήν Ἀμερική, ὅταν εἶχε πρωτοεκδοθεῖ.

Περιγράφει μιά πολύ ἁπλῆ τεχνική χωρίς μεταφυσικά στοιχεῖα. Αὐτή ἡ τεχνική περιλαμβάνει ἥσυχο περιβάλλον, ἐπανάληψη μιᾶς λέξεως (οὐδέτερης ἤ καί προσευχῆς) καί μιά παθητική στάση.Τήν περιγράφει ὡς ἑξῆς:

“Κάθησε ἥσυχα σέ μιά ἀναπαυτική θέση, κλεῖσε τά μάτια σου, χαλάρωσε τούς μῦς σου, ἀνάπνεε μέ τή μύτη ἐπαναλαμβάνοντας μέ κάθε ἀναπνοή μία λέξη. Συνέχισε γιά 15-20 λεπτά καί ὕστερα κάθησε ἥσυχα γιά λίγα λεπτά”. Εἶναι μιά ἰατρική μέθοδος, πού δέν ἔχει θρησκευτικές προϋποθέσεις. Ἀπό συστηματικές μελέτες πού ἔκανε διαπίστωσε ὅτι ὅταν ἐφαρμόζεται ἡ χαλάρωση αὐτή δύο φορές τήν ἡμέρα γιά ὁρισμένες μέρες, μπορεῖ νά ἐλαττώσει τήν ἔνταση τῶν μυῶν, νά ἐλαττώσει τήν ἀρτηριακή πίεση, νά ἐλαττώσει τήν κατανάλωση ὀξυγόνου καί νά βελτιώσει τήν ἀντίσταση τοῦ ἀτόμου στό stress.

Ἐδῶ πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι τά ἴδια εὐεργετικά ψυχοφυσιολογικά ἀποτελέσματα μπορεῖ νά ἔχει καί ἡ ἡσυχαστική μέθοδος ἀπό τήν ὁποία ὁ Benson δανείστηκε μερικά στοιχεῖα. Ἡ διαφορά ὅμως ἔγκειται στό ὅτι ἡ ἡσυχαστική μέθοδος δέν παραμένει ἁπλῶς σάν μιά ψυχοφυσιολογική τεχνική χαλάρωση, ἀλλά ἀποτελεῖ ἕνα στοιχεῖο τῆς γενικότερης προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου νά πλησιάσει καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Ἀναφέρθηκα στήν ἀπάντηση χαλάρωσης τοῦ Benson, γιατί ὑπάρχει μιά τάση τόσο στήν ὀρθολογιστική Δύση, ὅσο καί στήν Δυτικίζουσα Ἀνατολή, νά ἑρμηνεύσουμε ὅλες τίς ἐμπειρίες, καί αὐτές ἀκόμη τῶν ἁγίων, μέ βάση ὀρθολογιστικά καί ψευτοεπιστημονικά κριτήρια. Εἶναι ὁ σύγχρονος πειρασμός τοῦ Βαρλααμισμοῦ, τῆς μίμησης δηλαδή τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου, στήν ὀρθολογιστική τους στάση ἀπέναντι στήν ἐμπειρία τῶν ἡσυχαστῶν.

Αὐτή ἦταν ἡ σπουδαία συμβολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅπου τόνισε ὅτι ἐνῶ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη, μπορεῖ ὅμως ὁ Θεός νά γίνει γνωστός στούς ἀνθρώπους μέ τίς ἐνέργειές του. Αὐτές οἱ ἐνέργειες, ἤ θεϊκές ἀποκαλύψεις καί παρουσίες, εἶναι ἐλεύθερες πράξεις τοῦ Ζῶντος Θεοῦ καί δέν ἐλέγχονται ἀπό καμιά ἀνθρώπινη λογική οὔτε ὑπακούουν καί περιορίζονται ἀπό κανένα φυσικό νόμο. Στήν ἀσκητική ζωή ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ, ἀλλά στή μυστική ζωή ὑφίσταται τή θεία ἐνέργεια .Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόνισε πώς καί τό ἄκτιστο φῶς εἶναι φαινόμενο πού ὑπερβαίνει τούς φυσικούς νόμους καί βρίσκεται πέραν πάσης λογικῆς, ἐπιστημονικῆς ἤ πειραματικῆς ἐμπειρίας. Ἡ ἡσυχαστική μέθοδος περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεῖα.

α) Κίνηση πρός μιά κατάσταση ἀπόλυτης ἡσυχίας καί ἠρεμίας, πού δέν περιλαμβάνει οὔτε διάβασμα οὔτε ψαλμωδία.

β) Ἄσκηση στή συγκέντρωση τοῦ νοῦ, φυσική ἀκινησία, ἔλεγχο τῆς ἀναπνοῆς, προσήλωση τῶν ματιῶν στήν καρδιά ἤ τό στομάχι.

γ) Αἴσθηση μιᾶς ἐσωτερικῆς θερμότητας ἤ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός. Αὐτή ἡ θέα δέν εἶναι οὔτε ψευδαίσθηση οὔτε εἰδικό ἀτμοσφαιρικό φαινόμενο, οὔτε ἐλέγχεται ἤ καθορίζεται ἀπό τούς φυσικούς νόμους.

δ) Οἱ ὀφθαλμοί τοῦ ἀνθρώπου μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετασκευάζονται (γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς “μετασκευασθεῖσι γάρ ὑπό τοῦ Πνεύματος ὦπται) καί ἔτσι ἔχουν τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός.

Οἱ ἡσυχαστές ξεκινοῦν ἀπό τήν ἡσυχία καί προχωροῦν στήν ἐκστατική ἕνωση. Γίνεται μιά κυκλική κίνηση, πού ἐπαναφέρει τήν ψυχή πίσω στόν Θεό. Ἡ νοερά προσευχή χρησιμοποιεῖται ὄχι μόνο ὡς ἀφετηρία ἀλλά καί ὡς συνεχής ὑποστήριξη στή μυστικιστική αὐτή πορεία.

Μελετώντας κανείς τόν Ἅγιο Γρηγόριο ἐντυπωσιάζεται βλέποντας ἰδέες πού περιέγραψε πρίν ἕξι-ἑπτά αἰῶνες νά ταυτίζονται μέ σύγχρονα δεδομένα τῆς Ψυχολογίας.

Ἀναφέρθηκε στήν παιδική σεξουαλικότητα αἰῶνες πρίν γίνει λόγος γι᾿ αὐτό τό θέμα στήν ψυχανάλυση. Ἔγραφε ὅτι, “αἱ πρός τεκτογονίαν φυσικαί κινήσεις ἐπισημαίνουσιν ὑπομαζίοις ἔτ᾿ οὖσι τοῖς παισί” . Ἀλλά πολύ σοφά ἐτόνισε ὅτι τά πάθη αὐτά στή βρεφική ἡλικία “οὐκ ἔστι δείγματα ψυχῆς νοσούσης”. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκρινε τρία χαρακτηριστικά τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τό λογιστικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό.

Σήμερα, γίνεται πολύς λόγος στή σύγχρονη ψυχολογία καί ψυχιατρική γιά τή σημασία πού ἔχει ἡ νοητική ἐπεξεργασία μιᾶς καταστάσεως ἤ ἑνός γεγονότος.

Ἔγραφε ὁ Ἐπίκτητος: “Ταράσσει τούς ἄνθρώπους οὐ τά πράγματα, ἀλλά τά περί τῶν πραγμάτων δόγματα”. Οἱ νοητικές δραστηριότητες καί ὁ ρόλος τους κατέχουν πρωταρχική σημασία στήν ψυχική ζωή τοῦ ἀτόμου.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τόνισαν τή σημασία τοῦ νοῦ καί εἶπαν ὅτι ὁ νοῦς πρέπει νά εἶναι βασιλεύς καί δέν ἀνήκει στήν τάξη τῶν ὑπηκόων. Ἐπίσης εἶπαν ὅτι ὁ νοῦς πρέπει νά εἶναι λογικός, δόκιμος καί φωτισμένος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε ὅτι ἡ ἀνακαίνηση τοῦ νοῦ εἶναι βασική προϋπόθεση γιά τήν πνευματική ἀνανέωση.

Οἱ γνωσιακές διεργασίες καί ἡ γνωσιακή ἀναδόμηση (cognitive restructuring) συνιστοῦν βασικά συστατικά τῶν συγχρόνων γνωσιακῶν θεραπειῶν. Αὐτές στηρίζονται στό γεγονός τό ὅ,τι σκεπτόμαστε μέ τό νοῦ, ἔχει ἄμεση σχέση μέ τά συναισθήματα καί τή συμπεριφορά μας.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἔγραφε ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ γίνεται μέ τήν κακοπάθεια τοῦ σώματος, τήν ἐγκράτεια καί τήν προσευχή “ἐκ ταπεινωμένης καρδίας” . Ἡ ἀλλαγή πού ἐπιδιώκεται στίς γνωσιακές θεραπεῖες ἔχει σάν σκοπό τήν ἀλλαγή τοῦ τρόπου τοῦ σκέπτεσθαι μέ τή γνωσιακή ἀναδόμηση, μέ συνέπειες ἀλλαγές στά συναισθήματα καί τή συμπεριφορά.

Ἕνα σημαντικό θέμα στή σύγχρονη Ἰατρική εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀλληλεπίδρασης μεταξύ ψυχῆς καί σώματος καί ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου σάν ψυχοσωματικοῦ συνόλου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁμιλεῖ γιά τή συμμετοχή καί τοῦ σώματος στήν προσευχή καί τή μέθεξη τῆς θεϊκῆς παρουσίας. Ἡ ἄσκηση καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ἔργο τῆς ὅλης ὕπαρξης καί τό σῶμα συμμετέχει στίς Θεῖες δωρεές ἀπό τήν παρούσα ζωή.

Ὁ γνωστός ψυχολόγος Skinner τόνισε τή σημασία πού ἔχει ἡ μάθηση καί ἡ ἀνταμοιβή στή διαμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς. Περιέγραψε τό φαινόμενο operant conditioning (ἐπεμβατικῆς ἐξάρτησης) ὅπου τό ἄτομο ἐνεργεῖ ἀναμένοντας ὁρισμένα ἀποτελέσματα καί ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορά ἐνισχύεται συνεχῶς ἀπό τά ἀποτελέσματά της. Ἐλέχθη ὅτι ἡ θρησκευτικότης ἀποτελεῖ τήν ὑψηλότερη μορφή ἐμπειρίας στόν ἄνθρωπο. Τά ἀποτελέσματα καί οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἐνισχύουν τή συνέχιση τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς χαμένης σχέσης του μέ τόν Δημιουργό του.

Ὁ ἄνθρωπος περιγράφηκε σάν ἕνα φοβισμένο ζῶο, μόνο, χαμένο, σ᾿ ἕνα ἀχανές καί ἄγνωστο σύμπαν. Ὁ Einstein ἔλεγε ὅτι “τό αἰώνιο μυστήριο τοῦ κόσμου εἶναι ἡ τάξη πού τόν διακρίνει”. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, μοναδικό ὄν, μέ Θεῖο σπινθήρα, ἀναζητεῖ μέ ἀγωνία τό δρόμο τῆς ἐπαφῆς μέ τόν Δημιουργό του, πού εἶναι καί ὁ Δημιουσγός τοῦ φυσικοῦ Σύμπαντος.

Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἐπιβίωση τῆς πίστης σέ ὅλους τούς αἰῶνες. Πολλοί ἐπροφήτευσαν τό τέλος τῆς θρησκείας καί εἶπαν ὅτι κάποτε θά ἀντικατασταθεῖ ἀπό τήν ἐπιστημονική γνώση. Ὅλοι ὅμως αὐτοί οἱ ”προφῆτες” (ἀπό τούς Ρωμαίους, μέχρι τούς ὑλιστές, μέχρι τούς ἐπιστημονιστές), ἀπεδείχθησαν λανθασμένοι. Γιατί ὁ ἄνθρωπος συνεχῶς ἀναζητεῖ αὐτήν τήν κυκλική κίνηση, τῆς ἐπιστροφῆς στόν Δημιουργό του.

Ἡ προσευχή δέν εἶναι ἕνας μαγικός τρόπος ἐξαναγκασμοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέσο γιά ἀνύψωση. Ἡ προσευχή δέν εἶναι μονόλογος, ἀλλά κυρίως διάλογος. Ἡ ἀπάντηση μπορεῖ νά εἶναι ἕνα γεγονός στή ζωή ἤ μιά ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι περιγράφουν τέτοιες ἐμπειρίες πού φτάνουν στό φωτισμό ἤ αἰσθάνονται μιά κατάσταση πού τά λόγια δέν μποροῦν νά περιγράψουν (”οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι” κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο) καί πού χαρακτηρίζεται ἀπό μιά χαρά ἀνεξήγητη πού κατακλύζει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη. Σ᾿ αὐτή τή στιγμή μποροῦν νά ποῦν ὅ,τι εἶπαν οἱ μαθητές στό Θαβώρ “καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”.

Πολλοί διερωτῶνται, γιατί οἱ ἡσυχαστές ἀφήνουν χαρές τῆς ζωῆς, σταδιοδρομία, δόξα, πλοῦτο καί ἀκολουθοῦν τό δρόμο τῆς πτωχείας καί τῆς ἄσκησης. Γράφει ὁ καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης, πώς ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ προσφέρεται ὡς Θεῖον δῶρον, δέν παύει ὅμως νά ἔχει καί τόν χαρακτήρα τῆς ἀμοιβῆς ἤ ἐπιβράβευσης γιά τό μόχθο, τήν ἄσκηση καί τή διαρκή προσπάθεια γιά κάθαρση.

Ἡ πείνα γιά θεολογία στήν ἐποχή μας, πού περιέγραψε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ μέ τόν ὅρο πού πρότεινε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, “πείνα γιά θεοπτία”. Ἄλλο εἶναι “τό περί Θεοῦ λέγειν καί ἄλλο τῷ Θεῷ συντυγχάνειν” .

Οἱ ἐμπειρίες τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, ὅπως τίς περιέγραψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, εἶναι ἡ ἀπάντηση στό ἄγχος ἀνυπαρξίας πού βασανίζει τό σύγχρονο ἄνθρωπο. Ὄχι μόνο οἱ ἡσυχαστές καί οἱ κληρικοί, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ”ἐν συζυγίᾳ ζῶντες”, καλοῦνται στή δυνατότητα αὐτῆς τῆς συνάντησης τοῦ δημιουργήματος μέ τόν Δημιουργό ἤ τῆς ἀμοιβαίας ἔκστασης, πού ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς περιγράφει: ” Ὁ νοῦς ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται καί ὁ Θεός ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται”. Τό Ἅγιο Πνεῦμα δείχνει τά μέλλοντα ἀγαθά καί ὁ ἄνθρωπος, ψυχή καί σῶμα, βρίσκει τό Θαβώρ μέσα του, σάν προοίμιο καί ἀπαρχή τῆς διαρκοῦς θέας τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ πού θά τελειοποιηθεῖ στό μέλλοντα αἰώνα.

Η χρήση των αποδείξεων στη Θεολογία ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης




1. Ενδιαφέρον και βασικό θέμα της Πατερικής παραδόσεως
 

Είναι εις όλους πλέον γνωστόν ότι η σπουδή και η έρευνα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εσημείωσε τις τελευταίες δεκαετίες εκπληκτική πρόοδο. Αυτό που επεδίωξαν να πράξουν τον 18ο αιώνα οι εκπρόσωποι του φιλοκαλικού ησυχαστικού κινήματος, οι λεγόμενοι «Κολλυβάδες», με την σχεδιασθείσα από τότε έκδοση των έργων του μεγάλου πατρός και διδασκάλου, πραγματοποιήθηκε στις ημέρες μας. Η έκδοση των έργων έχει σχεδόν ολοκληρωθή, κυκλοφορεί μάλιστα και σε νεοελληνική μετάφραση· πλήθος επίσης μελετών έχουν γραφή γύρω από τα βασικά θέματα της διδασκαλίας του. Οι «Κολλυβά­δες» Άγιοι Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσι­ος Πάριος διέβλεπαν εμφανή τον κίνδυνο να εισέλθουν λάθρα με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό στο χώρο της Θεολογίας ο ορθολογισμός και ο σχολαστικισμός, και να αγνοηθεί η ορθόδοξη πατερική παράδοση στη μέθοδο της θεολογήσεως, να μετατραπεί η Θεολογία σε διαλεκτική και φιλοσοφία. Αυτό δεν αποφεύχθηκε εν πολλοίς, όπως ήδη διαπιστώ­θηκε από πολλούς εισηγητάς στο πρώτο συνέδριο Ορθοδόξου Θεολο­γίας που έγινε στην Αθήνα το 1936, όπου επισημάνθηκαν πολλές δυτι­κές επιδράσεις και τονίσθηκε η ανάγκη απανόδου εις τον οίκον των Πατέρων της Εκκλησίας. 

Η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά τροφοδοτεί τώρα ικανοποιητικά όλους σχεδόν τους κλάδους της Θεολογίας, την οποία επαναφέρει επί της παραδοσιακής γραμμής, αφού άλλωστε ο Άγιος Γρηγόριος ούτε εκαινοτόμησε ούτε δικό του σύστημα θεολογίας οικοδόμησε, αλλά απλώς εκωδικοποίησε και συνήρμοσε σε ενότητα όσα οι προηγούμενοι Πατέρες εδίδαξαν γύρω από τα ζητήματα που προκάλε­σε ο ουμανιστής μοναχός Βαρλαάμ Καλαβρός, μεταφέροντας στην Κωνσταντινούπολη και στην Θεσσαλονίκη δυτική νοοτροπία και προβληματική. Γι' αυτό, όπως έχουμε τονίσει, δεν δικαιολογείται η χρή­ση από τους Ορθοδόξους του όρου «Παλαμισμός» ή «Παλαμική Θε­ολογία», όπως πράττουν οι Δυτικοί, οι οποίοι θεωρούν ως αιρετικές τις απόψεις του, γι' αυτό μαζί με τον Αρειανισμό, τον Νεστοριανισμό και άλλες αιρέσεις τοποθετούν και τον Παλαμισμό ως προσωπική καινοτομία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ας μνημονεύσω απλώς εδώ διά του λόγου το αληθές, ότι στους Indices του Cavallera, τη γνω­στή κλείδα που χρησιμοποιούμε όλοι για την Patrologia Graeca του Αββά Migne, ο Ησυχασμός τοποθετείται μεταξύ των αιρέσεων[1]. 

Η μελέτη της διδασκαλίας του Αγίου κατόρθωσε μέχρι τώρα να παρουσιάσει πράγματι τα σημαντικώτερα και βασικώτερα θέματα· ου­σία και ενέργειες, κτιστό και άκτιστο, πάθη και απάθεια, θεοπτία, θεολογία, θέωση, γνώση του Θεού, μοναχισμός, άσκηση, φως και φωτισμός, μεταμόρφωση, θεία και ανθρώπινη σοφία, Αγία Τριας και πολλά άλλα. Ειδικά συνέδρια και συλλογικοί εόρτιοι τόμοι προσέφεραν πολλά στη σπουδή της διδασκαλίας του Αγίου Πατρός, όπως αναμφίβολα, θα προσφέρει και το παρόν λαμπρό συνέδριο που οργανώνει η Ι. Μονή Βατοπαιδίου προς τιμήν του μεγάλου αγιορείτου μονάχου, ο οποίος ξεκίνησε τους ασκητικούς του αγώνες ως υποτακτικός του διασήμου ασκητού Νικόδημου έξω από την τότε λαύρα του Βατοπαιδίου, όπου δέχθηκε και την πρώτη θεϊκή ανταπόκριση στο επίμονο μυστικό αίτη­μα της προσευχής του προς την Υπεραγία Θεοτόκο· «Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος». 

Μέσα στο πλήθος των θεμάτων της ογκώδους τώρα βιβλιογραφί­ας ελάχιστα έχουν γραφή για το θέμα της αποδεικτικής μεθόδου που χρησιμοποίησε ο Άγιος Γρηγόριος στη θεολογία του έναντι της διαλε­κτικής ή συλλογιστικής μεθόδου του αντιπάλου του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Το θέμα αυτό βρίσκεται στην αφετηρία των θεολογικών του αγώνων, αφού με αυτό ξεκίνησε η σύγκρουση των δύο κόσμων, της Αγιοπνευματικής Ανατολής και της Ουμανιστικής Δύσης στα πρό­σωπα των δύο αντιπάλων, αλλά και σε άμεση συνάρτηση με το βασικό θέμα της διακρίσεως ουσίας και ενεργειών εν τη θεότητι, το οποίο γεν­νήθηκε από τη διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος της χρήσεως των αποδείξεων στις συζητήσεις περί του Θεού, στο θέμα δηλαδή της Θεολογίας υπό κυριολεκτική έννοια. Ο Βαρλαάμ Καλαβρός ηρνείτο παντελώς την αποδεικτική, ισχυριζόμενος βάσει του Αριστοτέλους, ότι άπαντα τα του Θεού δεν υπόκεινται σε αποδείξεις, είναι αναπόδεικτα, είναι «υπέρ απόδειξιν», υιοθετώντας έτσι ένα θεολογικό αγνωστι­κισμό και μεταβάλλοντας τη θεολογία σε πιθανολογία, αφού δεν έχει να στηριχθεί σε κάτι σταθερό που αποδεικνύεται αλλά σε όσα λογικά μόνο, αλλά ασταθή και ευπρόσβλητα, προκύπτουν κατά τις συζητήσεις επί θεμάτων πίστεως. 

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, γνήσιος παραδοσιακός θεολόγος, γνωρίζει από την προηγούμενη πατερική παράδοση ότι στα συγγράμ­ματά τους οι Άγιοι Πατέρες και άλλοι θεολόγοι χρησιμοποιούν και στους τίτλους των θεμάτων, αλλά και κατά την διαπραγμάτευση την αποδεικτική μέθοδο και ορολογία, όπως π.χ. ο Άγιος Ιωάννης Δαμα­σκηνός που συνόψισε την πατερική διδασκαλία στο γνωστό δογματικό του έργο Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, αλλά και ο Ευθύ­μιος Ζιγαβηνός στην Δογματική Πανοπλία. 

Μνημονεύουμε εδώ προκαταρκτικώς για την καλύτερη κατανόηση του θέματος ότι ένα από τα πρώτα θεολογικά κεφάλαια της Δογματικής του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού φέρει τον τίτλο «Απόδειξις ότι έστι Θεός» με ανάλογο αποδεικτικό περιεχόμενο, από το οποίο προκύπτει ότι όχι μόνον οι δεχόμενοι την Αγία Γραφή, αλλά και των Ελλήνων πλείστοι, δεν αμφιβάλλουν για την ύπαρξη του Θεού, την οποία αναγ­καστικά δέχεται ο μη σκοτισμένος από την αμαρτία ανθρώπινος νους, διότι «η γνώσις του είναι Θεόν φυσικώς ημίν εγκατέσπαρται», αλλά και διότι «και αυτή η της κτίσεως συνοχή και συντήρησις και κυβέρνησις διδάσκει ημάς, ότι έστι Θεός, ο τόδε το παν συστησάμενος και συνε­χών και συντηρών και αεί προνοούμενος». Η απιστία και η αθεΐα δεν οφείλονται στην αδυναμία της Θεολογίας να διατυπώσει αποδεικτικό λόγο, γιατί δεν υπάρχουν δήθεν αποδείξεις, αλλά στη μη σωστή λειτουρ­γία του νου όσων δεν πιστεύουν, οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ασθενείς, ως άρρωστοι. Η απιστία και η αθεΐα δεν έχουν καμμία λογική στήριξη, είναι παραλογισμός και τρέλλα· οι άπιστοι δεν είναι λογικοί, αλλά αλογώτατοι, παράλογοι, γι' αυτό και ονειδίζονται από τον προφήτη Δαβίδ για την αφροσύνη τους· «είπεν άφρων εν τη καρ­δία αυτού ουκ έστι Θεός»[2]. Δεν παραλείπουν οι Άγιοι Πατέρες να το­νίσουν επίσης ότι η απιστία στην ύπαρξη του Θεού οφείλεται στην πο­νηρία των ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να αμαρτάνουν ελεύθερα σαν να μην υπάρχει Θεός που εφορά και παρακολουθεί τον βίο των ανθρώπων, δι' αυτό και όσοι αμαρτάνουν συνεχώς και εκ συνηθείας αρνούνται εν τοις πράγμασι τον Θεό, έστω και αν δεν το διακηρύσσουν με το στόμα τους. Ερμηνεύων π.χ. ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας το μνημονευθέν ψαλμικό χωρίο «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός» γρά­φει· «Κορυφή τούτο πάσης πονηρίας εστί. Το γαρ οίεσθαι μη είναι Θεόν, αλλά από ταυτομάτου γεγενήσθαι το παν, αρχή πάσης ακολασίας και παρανόμου καθέστηκε πράξεως. Δηλοί ουν ο λόγος ως εις τοσούτον ασεβείας το γένος ελήλακεν, ως μηδέ Θεόν εφιστάνειν τοις ούσιν, αλλ' ηγείσθαι τον σύμπαντα τούτον κόσμον, τυχαίαν και αυτόματον ειληφέναι την σύστασιν». Και συμπληρώνει· «Και πας ο ανέδην αμαρτάνων, δι' ων οράται καταφρονών καν ει μη λέγοι φωναίς αλλ' έργοις αυτοίς και τη του βίου σκαιότητι μόνον ουχί διακέκραγε το "Ουκ έστι Θεός". Οι γαρ ούτως ζην ειωθότες, ως μη εφορώντος Θεού, πάντα τε δρώντες απερισκέπτως, έργοις αυτοίς και πράγμασιν αρνούνται Θεόν»[3].
 

 

2. Αγιογραφική Θεμελίωση 

Εκτός από την επίκληση της πατερικής παραδόσεως υπέρ των αποδείξεων ο Άγιος Γρηγόριος συνιστά στον Βαρλαάμ που ισχυριζό­ταν ότι δεν υπάρχει γνώση των θείων και απόδειξη, αλλά μόνον στην πίστη στηρίζεται η Θεολογία -«ουδενός των θείων είναι γνώσιν ουδέ απόδειξιν, αλλά πίστιν μόνην»[4]- να μελετήσει όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής, όπου καθι­στά αναπολόγητους όχι τους πιστούς Ιουδαίους, αλλά τους απίστους Έλληνες, οι οποίοι, ενώ έπρεπε με τη σοφία τους να οδηγηθούν στον Θεό και στην κατά Θεόν ζωή και πολιτεία, εν τούτοις κατέληξαν στην ασέβεια της ειδωλολατρίας και σε ποικίλα πάθη και κακίες. Είναι αδι­καιολόγητοι, έστω και αν ζουν έξω από το χώρο της Π. Διαθήκης και θα αντιμετωπίσουν την οργή του Θεού, διότι «το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς· ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε». Εξηγώντας δε ο Απόστολος πώς ο Θεός φανερώνει και αποδεικνύει την ύπαρξη και τη σοφία του λέγει την γνωστή και κλασική θέση, ότι ο αόρατος Θεός καθοράται μέσω των κτισμάτων, μέσω της δημιουργίας· «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης εις το είναι αυτούς αναπολο­γήτους»[5]. Αλλά και στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλών ο Παύλος προς τους ειδωλολάτρες κατοίκους των Λύστρων, οι οποίοι μετά το θαύμα της θεραπείας ενός χωλού ενόμισαν πως είναι θεοί αυτός και ο Βαρνάβας και ετοιμάζονταν να προσφέρουν θυσίες, τους εχειραγώγησε προς την αληθινή θεογνωσία λέγοντας ότι ο Θεός άφησε τα έθνη προ Χριστού να ακολουθήσουν ελεύθερα τον δρόμο της πίστεως ή της απι­στίας, μολονότι υπήρχαν μαρτυρίες και αποδείξεις της υπάρξεως και παρουσίας του, δεν άφησε δηλαδή τον εαυτό του αμάρτυρο και αναπόδεικτο· «ος εν ταις παρωχημέναις γενεαίς είασε πάντα τα έθνη πορεύεσθαι ταις οδοίς αυτών·  καίτοι γε ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν αγαθοποιών, ουρανόθεν υμίν υετούς διδούς και καιρούς καρποφόρους, εμπιπλών τροφής και ευφροσύνης τας καρδίας υμών»[6]. Αν λοιπόν η μόνη οδός γνώσεως του Θεού είναι η πίστη, και δεν οδηγείται κανείς στον Θεό με αποδεικτικούς συλλογισμούς, οι οποίοι στηρίζονται στις ενέργει­ες του Θεού στον κόσμο, τότε θα έπρεπε οι εκτός πίστεως να δικαιολο­γούνται, να μη θεωρούνται αναπολόγητοι και άξιοι της οργής του Θεού, όπως διδάσκει ο Απόστολος Παύλος[7].
 
Ας σημειώσουμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι οι θέσεις αυτές δίδουν απάντηση και στο πολύ συχνά και από πολλούς προβαλλόμενο στις ημέρες μας ερώτημα, που βέβαια τις πιο πολλές φορές οφείλεται ή σε διάθεση συγκρητιστικής ισοπεδώσεως όλων των ανθρώπων είτε ανήκουν σε κάποια θρησκεία είτε όχι ή σε επιθυμία ελαφρύνσεως των ευθυνών όσων εγνώρισαν τον Θεό μέσα στην Εκκλησία. Και το ερώτημα είναι· τι θα γίνει με όσους δεν είναι Χριστιανοί, με όσους βρίσκονται έξω από την Εκκλησία; Έχουν και αυτοί κάποια ευθύνη και θα δώσουν λόγο για την απιστία τους, αφού δεν εγνώρισαν τον Θεό; Η απάντηση με βάση τα λεχθένα είναι εύκολη· τον Θεό πρέπει όλοι να τον γνωρίσουν και να τον δεχθούν, γιατί είναι έμφυτη σε όλους η γνώση του, αλλά και γιατί βοά και κραυγάζει ο κόσμος, η κτίση, το παναρμόνιο σύμπαν για την ύπαρξη και την σοφία του·  «διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν έστιν εν αυτοίς»[8]. Εμείς απλώς που ζούμε μέσα στην Εκκλησία έχομε μεγαλύτερη ευλογία και ευεργεσία, αλλά και μεγαλύτερη ευθύνη· γιατί η γνώση μας, δεν στηρίζεται μόνο σε φυσικά μέσα, δεν είναι μόνο φυσική γνώση, αλλά στηρίζεται και στα αυτόπιστα και αυταπόδεικτα λόγια του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, στον φανερωθέντα εν τω προσώπω του Χριστού Θεό, και φανερούμενο διαρκώς μέσα στην Εκκλησία, με τις θεοπτίες και τις θεωτικές εμπειρίες των Αγίων.
 

 

3. Η διπλή μέθοδος. Ουσία και ενέργειες 

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς πάντως γνωρίζει και αποδέχεται ότι τα του Θεού δεν είναι όλα γνωστά και αποδεδειγμένα. Δεν διαπράτ­τει το λάθος του Βαρλαάμ να γενικεύσει, και όπως εκείνος εδίδαξε ότι όλα στο Θεό είναι άγνωστα και αναπόδεικτα, να διδάξει αυτός αντιθέ­τως την άλλη ακρότητα ότι όλα είναι γνωστά και αποδείξιμα, και στη θέση του βαρλααμικού αγνωστικισμού να επαναφέρει την αρειανική-ευνομιανική γνωσιαρχία, κατά την οποία ο ανθρώπινος νους μπορεί να κατανοήσει και την ουσία του Θεού, να εισέλθει και στο χώρο τον αγνώστου, του ακαταλήπτου, του κρυφίου μέρους της θεότητος. Δικαιο­λογεί τον Βαρλαάμ, όταν αυτός επικαλείται χωρία της Αγίας Γραφής, όπως το «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» ή το «έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού», και παρατηρεί ότι όντως υπάρχει η άγνωστη και αναπόδεικτη πλευρά του Θεού, η οποία παραμένει απρόσιτη και ακατάληπτη στον άνθρωπο. Αξιοποιεί όμως την διάκριση ουσίας και ενεργειών στην θεότητα, την οποία είχαν ήδη αναπτύξει οι Καππαδόκες Θεο­λόγοι, και ιδιαίτερα ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος εδίδαξε ότι «ημείς εκ των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία αυτή προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γαρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος»[9]. Απαντώ­ντας μάλιστα ο Καππαδόκης πατήρ στο ερώτημα αν προηγείται στη Θεολογία η γνώσις της πίστεως, λέγει ότι πράγματι προηγείται η γνώσις· «Ηγείται η έννοια η περί του ότι έστι Θεός, ταύτην δε εκ των δημιουργημάτων συνάγομεν. Σοφόν γαρ και δυνατόν και αγαθόν και πάντα τα αόρατα από της του κόσμου κτίσεως νοούντες επιγινώσκομεν»[10]. 

Με βάση λοιπόν αυτή τη διάκριση ουσίας και ενεργειών ο Θεός δεν είναι ούτε μόνον άγνωστος ούτε μόνον γνωστός· είναι και τα δύο, άγνωστος και γνωστός, αναπόδεικτος και αποδεικτός, άγνωστος κα­τά την ουσία, γνωστός κατά τις ενέργειες. Έχομε εδώ την περίφημη διπλόη, την διπλή θεολογική μέθοδο των Πατέρων, την οποία διά πολλών αναπτύσσει ο Άγιος Γρηγόριος, εμείς όμως θα περιορισθούμε σε ελάχιστες διατυπώσεις του. 

Απέναντι στον ισχυρισμό του Βαρλαάμ κατά τον οποίο «ουδέν γνωστόν ουδέ αποδεικτόν των θείων», ο Άγιος Γρηγόριος λέγει ότι «των θείων τα μεν γινώσκεται, τα δε ζητείται, έστι δ' α και αποδείκνυται, έτερα δε έστιν ανεξερεύνητα πάντη και ανεξιχνίαστα[11]. Αυτό που είναι ακαταμάχητο και σύμφωνο με την Αγία Γραφή είναι ότι τα θεία είναι και δεν είναι αποδείξιμα· άλλα είναι και άλλα δεν είναι· απαναλαμβάνει ότι «τα μεν των θείων γινώσκεται και αποδείκνυται, τα δε απερινόητά εστι και ανεξιχνίαστα». Γι' αυτό είναι λάθος να ισχυ­ρίζεται κανείς «ως ουκ έστιν απόδειξις επ' ουδενός των θείων·  το θείον αποδεικτόν τέ εστι και ουκ αποδεικτόν»[12]. Επικαλείται στη συνάφεια αυτή και τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, τα οποία επικαλείται και ο Βαρλαάμ, μονομερώς όμως, για να κατοχυρώσει μόνον το άγνωστο και ακατάληπτο του Θεού. Του λέγει λοιπόν ότι ο συγγραφεύς «διττήν σαφώς είναι διδάσκει την θεολογίαν· την μεν μυστικήν, τελεστικήν, απόρρητον, άρρητον, η δρα και ενιδρύει τω Θεώ ταις αδιδάκτοις μυσταγωγίαις, την δε εμφανή και φιλόσοφον και αποδεικτικήν, η πείθει και καταδείται των λεγομένων την αλήθειαν»[13]. 

Ακόμη και στον ισχυρισμό που προβάλλει ο Βαρλαάμ ότι ο άνθρω­πος δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι έχει αποδείξεις περί του Θεού, διότι οι αποδείξεις περιορίζονται μόνον στα αισθητά που είναι ομογενή του ανθρώπου, «Θεώ δε ουδέν ομογενές», ο Άγιος Γρηγόριος προβάλλει την θεοπτική εμπειρία των Αγίων, η οποία κατά χάριν και κατ' ενέργειαν τους μεταβάλλει εις ομογενές του Θεού, τους θεώνει· «ίσασιν οι κεκαθαρμένοι την καρδίαν διά τεκμηρίου της εγγινομένης εν εαυτοίς ιεράς φωτοφανείας ότι έστι Θεός και οίον φως εστι, μάλλον δε πηγή φωτός νοερού τε και αΰλου». Η καθαρότης της καρδίας τους καθιστά δεκτικούς και δεικτικούς της θείας ελλάμψεως. Όσοι βέβαια δεν έχουν προχωρήσει στην θεωρία και στη θέωση μπορούν να ιδούν και να γνω­ρίσουν «εκ της περί πάντα προμηθείας τον κοινόν προμηθέα, εκ των αγαθυνομένων την αυτοαγαθότητα, εκ των ζωοποιουμένων την αυτοζωήν, εκ των σοφιζομένων την αυτοσοφίαν και απλώς εκ πάντων τον τα πάντα όντα». Με όλα αυτά ως τεκμήρια σχηματίζεται αψευδής απόδειξις «ότι έστι τις προαγωγεύς και προμηθεύς προάναρχος απάντων, παντοδύναμος, παντεπίσκοπος, πανάγαθος, παναίτιος, υπερφυής»[14].
 

 

4. Οι σύγχρονοι δογματικοί βαρλααμίζονν
 

Το θέμα της χρήσεως των αποδείξεων στη θεολογία έχει και άλλη ενδιαφέρουσα πλευρά που αναφέρεται στη σύγχρονη θεολογία, την δογματική κυρίως. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ισχυρίζεται ότι ο Βαρλαάμ Καλαβρός αποτελεί μοναδική περίπτωση θεολόγου καθ’ όλους τους αιώνες που βρήκε και εδίδαξε πρώτος ότι δεν υπάρχει από­δειξη για τίποτε από τα θεία· «'Εντεύθεν μηδ' είναι απόδειξιν επ' ουδενός των θείων άρτι πρώτος των εκ του παντός αιώνος θεολόγων και εξεύρε και απεφήνατο»[15]. Αυτό πράγματι φαίνεται να ισχύει σε όλες τις περιόδους της παραδόσεως μέχρι και του 18ου αιώνος. Αν μετά τη βυζαντινή πατερική παράδοση μελετήσει κανείς τα δύο γνωστά δογματικά εγχειρίδια των χρόνων της Τουρκοκρατίας, το «Θεολογικόν» του Ευγενίου Βουλγάρεως και την «Επιτομήν των θείων της πίστεως δογμάτων» του Αγίου Αθανασίου Παρίου, διαπιστώνει ότι συνεχίζε­ται η πατερική παράδοση ως προς την χρήση των αποδείξεων, με την αποδοχή της διπλόης, της διπλής δηλαδή γνώσεως· ο Θεός είναι άγνω­στος κατά την ουσία, αλλά γνωστός κατά τις ενέργειες. 

Η κατάσταση όμως αλλάζει τον 19ο αιώνα, και η αλλαγή στο θέ­μα αυτό εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Η επικράτηση των Νεοελλήνων Διαφωτιστών στην παιδεία με την παράλληλη στροφή προς την αρχαιολατρία και τον κλασικισμό, όπως και η μεταφορά της σχολαστικής μεθόδου θεολογήσεως στις ορθόδοξες θεολογικές σχολές από τους υποχρεωτικώς σπουδάζοντας στη Δύση καθηγητάς, με την σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντος για τους Πατέρες και τη διδασκα­λία τους, δημιούργησαν σοβαρό ρήγμα στη συνέχεια της δογματικής παραδόσεως, με συνέπεια τώρα ο Βαρλαάμ να μην είναι ο μόνος που ισχυρίζεται ότι επί του Θεού δεν ισχύουν οι αποδείξεις, δεν ισχύει η αποδεικτική μέθοδος. Νεώτεροι δογματικοί θεολόγοι που αγνοούν την πατερική διάκριση ουσίας και ενεργειών αγνοούν και τη διπλή θεολογική μέθοδο. Όταν εξετάζουν στις Δογματικές τους το θέμα των αποδείξεων βρίσκονται σε αμηχανία, γνωρίζουν ότι οι αποδείξεις ωφελούν και βοηθούν, παγιδευμένοι όμως στην σχολαστική φιλοσοφική άποψη ότι ο Θεός ως υπεραισθητός είναι υπέρ απόδειξιν, δέχονται ότι οι αποδείξεις δεν μπορούν να οδηγήσουν στον Θεό, αλλά απλώς μπορούν να ενισχύσουν την προϋπάρχουσα πίστη, που μένει έτσι η μό­νη οδός θεογνωσίας, ενώ, όπως ήδη είδαμε, η γνώση προηγείται της πίστεως και συνάγεται αποδεικτικώς μέσω των κτισμάτων.

Έτσι ο Χρ. Ανδρούτσος γράφει ότι «αι αποδείξεις της υπάρξεως του υψίστου όντος δεν πορίζουν λοιπόν τω ανθρώπω την έννοιαν του Θεού, την άλλοθεν προϊούσαν, αλλά, argumenta ad hominem ούσαι, διασαφούσιν αυτήν προϋπάρχουσαν… Εν δε τω Χριστιανισμώ αποβαίνουσι μεν περιτταί παντί πιστώ, ζέον έχοντι το της πίστεως συναίσθημα και υπό του φωτός της θείας Αποκαλύψεως ελλαμπομένω (και εκ τοιαύτης επόψεως απέκλεισαν πολλοί αυτάς της Δογματικής) προσφέρουσι δ' έρεισμα τω ασθενεί έχοντι την πίστιν και προς στιγμήν κυμαινομένω Χριστιανώ». Ο ίδιος συμπεραίνει ότι απλώς «δύνανται να αξιώνται μνείας εν τη Δογματική», ενώ ως πραγματικές αποδείξεις δεν έχουν ισχύ[16]. Ο Π. Τρεμπέλας ακολουθεί το ίδιο δρόμο, δεχόμενος ότι πράγμα­τι οι αποδείξεις δεν είναι πραγματικές και αληθινές, δεν είναι argumenta ad veritatem, αλλά argumenta ad hominem, διότι αν ήσαν αληθινές, «θα ήσαν λογικώς αναγκαίαι, ήτοι ουδέ ο ορθώς διανοούμενος είναι δυ­νατόν να μη αποδεχθή ό,τι αύται αποδεικνύουσι». Αυτό όμως διδάσκουν η Αγία Γραφή και οι Πατέρες, ότι ο ορθώς διανοούμενος οδηγείται στον Θεό· ο άθεος είναι άφρων, σκοτισμένος και ασθενής. Διορθώνει πάντως την άποψη του Ανδρούτσου ότι απλώς ενισχύουν την προϋπάρχουσαν πίστη, που προέρχεται άλλοθεν· για τους καλής διαθέσεως ανθρώπους που δεν έχουν τυφλωθή από αμαρτωλές και ένοχες προκα­ταλήψεις έχουν ισχύ οι αποδείξεις, διότι διαφορετικά ο Παύλος κακώς αποδίδει ευθύνη και ενοχή στους εθνικούς, που τους χαρακτηρίζει ως αναπολόγητους, διότι, ενώ «το γνωστόν του Θεού φανερόν ην εν αυτοίς», αυτοί εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα»[17]. Πιστεύει πάντως και ο Τρεμπέλας ότι η συστηματική διαπρα­γμάτευση των αποδείξεων δεν ανήκει στη Δογματική αλλά στην Απολο­γητική[18]. Νεώτερος δογματικός θεολόγος απαντώντας στο ερώτημα αν υπάρχουν λογικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού λέγει ότι τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν υπάρχουν. Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδει­κνύει τις φυσικές αλήθειες...Τις φυσικές αλήθειες ο άνθρωπος αποδει­κνύει επιστημονικά, ώστε αυτοί που τις αρνούνται να είναι παράλογοι. Την ύπαρξη όμως του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει με επιχειρήματα λογικά, ώστε, αυτός που την αρνείται να παραλογίζεται. Καταλήγει λέγοντας ότι δεν πρόκειται περί αποδείξεων, αλλά περί ενδείξεων είναι επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες που προσαναλίζουν τη σκέψη προς το δυνατό της υπάρξεως του Θεού. Δεν αποδεικνύουν αναγκαίως αυτήν, αλλ' υπάρχουσαν την καθιστούν λογικοφανή ή του­λάχιστον όχι παράλογη[19]. 

Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι η έρευνα των νεωτέρων δογματικών εγχειριδίων μπορεί να παρουσιάζει και άλλες παραλλαγές ενδιαφέ­ρουσες, είτε συγκλίνουσες στην αποδεικτική θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είτε αποκλίνουσες προς τον αγνωστικισμό του Βαρλαάμ. Δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε την έρευνα, την οποία θα συνεχίσουμε.
 

 

Επίλογος 

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναπτύσσει εκτενώς το θέμα της αποδεικτικής μεθόδου σε πολλά του συγγράμματα. Οι δύο Αποδεικτι­κοί λόγοι περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος έδωσαν αφορμή με τον τίτλο τους μόνο να αρχίσει η συζήτηση του θέματος. Το αναπτύσ­σει διά πολλών σε δύο επιστολιμαίες πραγματείες προς τον Ακίνδυνο και σε άλλες δύο προς τον Βαρλαάμ. Εμείς επισημάναμε απλώς το πρόβλημα στη βασική του διάσταση σε σχέση μάλιστα με την σύγχρονη δογματική μας γραμματεία. Αξίζει πάντως να υπογραμμίσουμε αυτό που άλλοι έχουν σημειώσει· ότι δηλαδή η Θεολογία δεν είναι θεωρη­τική επιστήμη, αλλά θετική και εμπειρική. Όχι μόνον γιατί τα ίδια τα δημιουργήματα βοούν και κραυγάζουν και μας οδηγούν στον Θεό, η ίδια η ανθρώπινη φύση και ο παναρμόνιος κόσμος, αλλά και η πραγμα­τική εμπειρία των Αγίων, των φίλων του Θεού, οι οποίοι αφού εκαθάρθησαν, είδαν τον Θεό, ο οποίος φανερώνεται στους καθαρούς και αξίους. Αυτόπτες αυτοί της θείας μεγαλειότητος μας βεβαιώνουν για την ύπαρξη και την αγαθότητα του Θεού με αποδεικτικό και όχι με συλλογιστικό και διαλεκτικό λόγο.
 

[1] Βλ. σχετικώς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 21997, 6.
[2] Ιωάννου Δαμάσκηνου, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, ΕΠΕ (=Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας) 1, 60. Ψαλμ. 13,1.
[3] Κυρίλλου Αλεξάνδρειας, Ερμηνεία εις τους Ψαλμούς, PG 69,801.
[4] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 2,12, ΕΠΕ 1, 526.
[5] Ρωμ. 1,18-32.
[6] Πράξ. 14,16-17.
[7] Γρηγοριου Παλαμά, Προς Βαρλαάμ 1, 31-33, ΕΠΕ 1,480 κ.ε.
[8] Ρωμ. 1,19
[9] Μ. Βασιλείου, Επιστολή 234, 1, ΕΠΕ 1, 152.
[10] Επιστολή 235,1, ΕΠΕ 1,156-158.
[11] Προς Βαρλαάμ 2, 19, ΕΠΕ 1, 530.
[12] Αυτόθι 22, ΕΠΕ 1,540.
 
[13] Αυτόθι 20, ΕΠΕ 1, 538.
[14] Προς Ακίνδυνον 1,11-12, ΕΠΕ 1,422-426.
[15]Προς Βαρλαάμ 2, 9, ΕΠΕ 1, 524.
[16] Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 21956, σ. 38-39.
[17] Π. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1959, τομ. 1, σ. 155.
[18] Αυτόθι, σ. 157.
[19] Ανδρ. Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά, Αθήναι 1995, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 12-14.

ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
Τριμηνιαία έκδοση Ορθοδόξου Διδαχής
Έτος 13 - Τέυχος 1 - Ιανουάριος Μάρτιος 2011

Ησυχασμός και γνώση του Θεού Πάντα επίκαιρη μέθοδος Θεογνωσίας Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


 

Πηγή: Ομιλία στο Συνέδριο που διοργανώθηκε από το «Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ερευνών» στην Βενετία, με την ευκαιρία της παρουσίασης της μετάφρασης των έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στα ιταλικά (βλ. τ. 129, Φεβ. 2007).

 

Όπως είναι γνωστόν ο άγιος Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς έζησε τον 14ο αιώνα και έδρασε στην Κωνταντινούπολη, το Άγιον Όρος και την Θεσσαλονίκη. Η εποχή αυτή ήταν δύσκολη για την Ρωμαϊκή - Βυζαντινή Αυτοκρατορία από πάσης πλευράς.

Στην εισήγηση αυτή δεν προτίθεμαι να παρουσιάσω τα βιογραφικά στοιχεία της ζωής του, ούτε να αναπτύξω τα ιστορικά και εκκλησιαστικά γεγονότα που έγιναν την εποχή του και στα οποία ο άγιος Γρηγόριος έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο, ούτε βέβαια να αναλύσω την όλη θεολογική του διδασκαλία την οποία θεωρώ δεδομένη. Άλλωστε η εισήγηση αυτή πρέπει να είναι σύντομη για να δοθή η δυνατότητα να γίνη συζήτηση για θέματα που απασχολούν το ακροατήριο.

Εκείνο που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι θεωρώ μεγάλη ευλογία την μετάφραση των έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην Ιταλική γλώσσα, γιατί έτσι θα γνωρισθή καλύτερα η διδασκαλία του, που είναι μεγαλειώδης, αλλά και θα συντελέση σημαντικά στον διάλογο σε θεολογικά, εκκλησιαστικά, επιστημονικά, και κοινωνικά θέματα. Και αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό γιατί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στα έργα του αναλύει διεξοδικά την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας την οποία συναντούμε και σε πολλούς Λατίνους Πατέρας των πρώτων αιώνων και αυτό έχει μεγάλη σημασία για τον σύγχρονο άνθρωπο, αφού τα κύρια προβλήματα που τον απασχολούν είναι τα υπαρξιακά και οντολογικά, από τα οποία εκπηγάζουν και πολλά άλλα προβλήματα.

Για παράδειγμα να αναφέρω την παράδοση που περιγράφεται στο βιβλίο «Διάλογοι» που συγγράφηκε από τον Πάπα Ρώμης άγιο Γρηγόριο Μέγα, τον επονομαζόμενο Διάλογο. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο αυτό, στο οποίο αναλύεται η ζωή πολλών Επισκόπων, Κληρικών, ασκητών και λαϊκών, αλλά και ο βίος του αγίου Βενεδίκτου, του ιδρυτού του ομωνύμου μοναχικού τάγματος, βλέπει ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου και του αγίου Διαδόχου Φωτικής, που έζησαν την ίδια εποχή, καθώς επίσης κοινά στοιχεία αμφοτέρων με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά που έζησε τον 14ο αιώνα και έκανε διάλογο με τον Βαρλαάμ. Στο συγκεκριμένο αυτό βιβλίο του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, γίνεται λόγος για νου, καρδιά, ησυχία του νου και της καρδιάς, για άσκηση και γνώση του Θεού, για νοερά προσευχή και θέα του ακτίστου Φωτός, για κάθαρση, φωτισμό και θέωση του ανθρώπου, για πνεύμα της προφητείας κλπ. Αυτά τα θέματα που συναντούμε στο βιβλίο του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου αποτελούν την ουσία του ησυχασμού που ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και μπορούμε να τα δούμε στα κείμενά του.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο –και επαναλαμβάνω– θεωρώ μεγάλη ευλογία την μετάφραση των έργων του στην Ιταλική γλώσσα, γιατί έτσι θα δοθή η δυνατότητα να δούμε τα κοινά στοιχεία της παραδόσεως Ανατολής και Δύσεως και να βρούμε τις παραδόσεις μας και κυρίως την μέθοδο και τον τρόπο της γνώσεως του Θεού, οπότε και ο διάλογος για την ένωση των Εκκλησιών θα αποκτήση νηπτικό εσωτερικό θεολογικό χαρακτήρα μέσα από τον Ορθόδοξο ησυχασμό.

Στην συνέχεια θα εντοπίσω δύο σημεία που θεωρώ σημαντικά και δείχνουν την επικαιρότητα της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

 

1. Η γνώση του Θεού

Ο σύγχρονος άνθρωπος διακατέχεται από έναν προβληματισμό γύρω από τον Θεό, προσπαθεί να απαντήση στα ερωτήματα τι είναι ο Θεός και πως μπορεί να αποκτήση γνώση του Θεού. Άλλοι επηρεασμένοι από τον διαφωτισμό διακρίνονται για τον δεϊσμό, τον αγνωστικισμό και την αθεΐα, και άλλοι πιστεύουν λογικά στον Θεό, αλλά δεν γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίον μπορούν να τον προσεγγίσουν εμπειρικά. Στο θέμα αυτό η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είναι σημαντική.

Κατ αρχάς η διδασκαλία του είναι κατ εξοχήν εμπειρική. Καίτοι σπούδασε στο Πανεπιστήμιο την φιλοσοφία του Αριστοτέλη, την οποία γνώριζε καλά, εν τούτοις ακολούθησε εντελώς διαφορετική μέθοδο για την προσέγγιση του Θεού. Στο Άγιον Όρος επιδόθηκε στην άσκηση και την προσευχή, και έφθασε στην γνώση του Θεού. Οπότε, όταν μιλούσε για τον Θεό, το έκανε μέσα από την προσωπική του εμπειρία. Γνώρισε εμπειρικά τις άκτιστες ενέργειες του Θεού και ομιλούσε γι' αυτές.

Έπειτα, του δόθηκε αφορμή να αναλύση όλη αυτήν την θεογνωσία -«ιερογνωσία», όπως την χαρακτηρίζει. Τόνιζε στα έργα του ότι ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια, και εφ' όσον η ουσία του Θεού είναι άκτιστη και η ενέργειά του είναι άκτιστη. Ο Θεός επικοινωνεί με τους ανθρώπους με την άκτιστη ενέργειά Του. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος μετέχει ποικιλοτρόπως της ακτίστου ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του.

Όταν κάνουμε λόγο για την ενέργεια του Θεού, δεν πρέπει να υποπίπτουμε σε υπερβάσεις και παραθεωρήσεις, δηλαδή δεν μπορούμε να την υπερτιμούμε από θεολογικής πλευράς και να την εξετάζουμε ανεξάρτητα από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

Από την θεολογία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι τα Πρόσωπα-Υποστάσεις του Τριαδικού Θεού έχουν κοινά και ακοινώνητα γνωρίσματα. Τα κοινά είναι η ουσία-φύση και η ενέργεια, ενώ τα ακοινώνητα είναι τα υποστατικά ιδιώματα, ήτοι ο τρόπος υπάρξεως των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, η ενέργεια του Θεού είναι κοινή και στα Τρία Πρόσωπα.

Το θέμα αυτό δεν είναι φιλοσοφικό, αλλά εμπειρική γνώση του Θεού από τον θεούμενο άνθρωπο που μετέχει της θεοποιού ακτίστου ενεργείας του Θεού και δι' αυτής της γνώσεως αποκτά και την γνώση του Τριαδικού Θεού. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε, όπως το συναντούμε στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ότι η ενέργεια του Θεού είναι ενυπόστατη. Αυτό σημαίνει ότι ο ενεργών είναι το Πρόσωπο-Υπόσταση, η ουσία-φύση είναι το ενεργητικό και η ενέργεια του Θεού είναι η ουσιώδης κίνηση της φύσεως. Έτσι, ούτε η ενέργεια του Θεού διαχωρίζεται από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ούτε θεωρείται ότι υπερέχει η διακρίνεται διαλεκτικά από την ουσία του Θεού. Η επισήμανση αυτή είναι σημαντική, γιατί είναι ενδεχόμενο να ερμηνευθή η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί της ενεργείας του Θεού, ως απρόσωπη, πράγμα που δεν είναι αληθές.

Έπειτα, όταν ομιλούμε για ενέργεια του Θεού, κάνουμε λόγο και για ενέργειες. Βεβαίως, μία είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά λαμβάνει διάφορα ονόματα από τα αποτελέσματά της. Έτσι, γίνεται λόγος για ουσιοποιό ενέργεια που δίνει οντότητα στα όντα, για ζωοποιό ενέργεια που δίνει ζωή, για σοφοποιό ενέργεια που προσφέρει σοφία, λογική και αυτεξουσιότητα, για θεοποιό ενέργεια που θεώνει τον άνθρωπο. Επίσης, εκτός από αυτήν την διάκριση, γίνεται λόγος για δημιουργική και προνοητική ενέργεια του Θεού, για καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού. Επί πλέον η αγάπη, η δικαιοσύνη, η ειρήνη, η φιλανθρωπία κλπ. του Θεού είναι άκτιστες ενέργειες του Θεού, που λαμβάνουν ονόματα ανάλογα με τα αποτελέσματά τους.

Η ενέργεια του Θεού μερικές φορές, όταν θέλη ο Θεός και υπάρχουν απαραίτητες προϋποθέσεις, θεάται από τον άνθρωπο ως Φως, δηλαδή εκείνος που αξιώνεται της κοινωνίας με τον Θεό, βλέπει την ενέργειά Του ως Φως. Και αυτό το Φως είναι άκτιστον, δηλαδή είναι θείο. Αυτό φαίνεται από το ότι γίνεται σαφέστατη διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου Φωτός. Όπως ο Απόστολος Παύλος, πορευόμενος στην Δαμασκό κατά την διάρκεια της μεσημβρίας, έβλεπε την λάμψη του ηλίου και συγχρόνως έβλεπε ένα άλλο Φως, λαμπρότερο από τον ήλιο και έκανε την διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου φωτός, το ίδιο συμβαίνει και με τον θεόπτη άνθρωπο.

Έπειτα, αυτή η θέα του ακτίστου Φωτός δεν είναι συμβολική, ηθική και εξωτερική, αλλά κοινωνία και ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό, δια της ενώσεώς του μαζί Του. Αυτό σημαίνει ότι ενώνεται με τον Θεό και βλέπει τον Θεό.

Ακόμη αυτή η ένωση προσφέρει την γνώση του Θεού. Ο θεούμενος σε αυτήν την κατάσταση αποκτά την εμπειρική γνώση του Θεού, γνωρίζει τι είναι ο Θεός, διακρίνει τα υποστατικά ιδιώματα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, γνωρίζει την διαφορά μεταξύ του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά και την ενότητα μεταξύ τους.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας που είχαν αυτήν την εμπειρική γνώση του Θεού, όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν διαφόρους φιλοσόφους χρησιμοποίησαν την φιλοσοφική ορολογία και έκαναν λόγο για ουσία και ενέργεια, για κοινή ουσία - φύση και ιδιαίτερα πρόσωπα, για δόξα του Θεού και υποστατικά ιδιώματα κλπ. Αυτές οι διατυπώσεις των Πατέρων δεν είναι φιλοσοφικοί όροι για να κατανοηθή λογικά η ύπαρξη και παρουσία του Θεού, αλλά εκφράσεις της προσωπικής τους εμπειρίας για να απαντήσουν στα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής τους.

Και βεβαίως, αυτή η εμπειρική γνώση του Θεού είναι υπερτέρα της εγκεφαλικής και κοσμικής γνώσης. Άλλη είναι η γνώση που προέρχεται από τα μαθήματα και την μελέτη των φιλοσοφικών και θεολογικών θεμάτων, δια της λογικής, την οποία κανείς δεν αρνείται όταν πρόκειται για πράγματα του κόσμου τούτου, άλλη όμως είναι η γνώση που προέρχεται από την εμπειρία του ακτίστου Φωτός και την ένωση με τον Θεό.

Ετσι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η αληθινή θεολογία είναι η θεοπτία. Αυτό το βλέπουμε στο όρος του Θαβώρ που οι Μαθητές αξιώθηκαν να δουν την θεότητα του Χριστού, και την ημέρα της Πεντηκοστής που αξιώθηκαν να δεχθούν την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού και, βεβαίως, μέλη της Εκκλησίας.

 

2. Η μεθοδολογία της εμπειρικής θεολογίας

Ο άνθρωπος της εποχής μας θέλει να αποκτήση την εμπειρική γνώση του Θεού, αλλά πρέπει να μάθη και την αληθινή μέθοδο πορείας προς αυτήν την γνώση. Αυτήν την μέθοδο έχει αναλύσει εκτενώς στα κείμενά του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και σε αυτό το σημείο φαίνεται η επικαιρότητα της διδασκαλίας του.

Η μέθοδος αυτή διαφέρει από την λογική επεξεργασία και από τον υπερβατικό διαλογισμό. Δηλαδή, πολλοί άνθρωποι της εποχής μας προκειμένου να γνωρίσουν τον Θεό, χρησιμοποιούν την λογική και τον στοχασμό, αλλά καταλήγουν σε φάσματα της αληθείας. Και άλλοι για να υπερβούν τον στοχασμό και την λογικοκρατία, που συνδέεται με την φαντασία, ακολουθούν την μέθοδο του υπερβατικού διαλογισμού που οδηγεί σε ένα υπερπροσωπικό απόλυτο, που και αυτό τελικά είναι προϊόν της φαντασίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναλύει στα έργα του την πραγματική μέθοδο, η οποία συναντάται στην Αγία Γραφή και τα έργα των Πατέρων και αυτή είναι η ησυχαστική μέθοδος. Έτσι, ο ησυχασμός είναι διάφορος από την λογικοκρατία και τον υπερβατικό διαλογισμό, ο οποίος χρησιμοποιεί την γιόγκα για να φθάση στην νιρβάνα.

Στα έργα του αναλύει ότι ο άνθρωπος αποτελείται από νου και αίσθηση. Με τον νου του έρχεται σε κοινωνία με τον Θεό, αφού αυτός (ο νους) είναι το κατάλληλο όργανο για την κοινωνία αυτή, και με την αίσθηση αποκτά γνώση των κτισμάτων και του περιβάλλοντος κόσμου. Μεταξύ νου και αισθήσεως υπάρχει ο λόγος, η φαντασία και η δόξα. Με τον λόγο κρίνει και ερευνά τα πράγματα, με την φαντασία αποκτά αίσθηση των πραγμάτων που έρχονται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου δια των αισθήσεων, και με την δόξα σχηματίζει γνώμη - άποψη για κάθε πράγμα.

Οι ενέργειες αυτές της ψυχής πρέπει να λειτουργούν κατά φύσιν και υπέρ φύσιν και όχι παρά φύσιν. Και μάλιστα, όπως ο ίδιος άγιος διδάσκει, για να φθάση κανείς στην γνώση του Θεού θα πρέπη κατά τον καιρό που προσεύχεται να αδρανοποίηση την αίσθηση, από την οποία επηρεάζεται η λογική, η φαντασία και η δόξα, και να ενεργοποιήση τον νου. Αυτό γίνεται με την άσκηση και την νοερά ησυχία και προσευχή. Έτσι, έρχεται σε κοινωνία με τον Θεό δια του νοός, αποκτά την εμπειρική γνώση του Θεού και στην συνέχεια διατυπώνει αυτήν την εμπειρία με την δόξα και την διάνοια.

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος έρχεται σε κοινωνία με τον Θεό δια του νοός και έχει σχέση με την κτίση δια της αισθήσεως και της λογικής. Η σύγχυση μεταξύ των δυνάμεων αυτών και η ταύτιση μεταξύ του νου και του λόγου δημιουργεί ψυχικές και πνευματικές ασθένειες, ήτοι άγνοια Θεού, ειδωλοποίηση της κτίσεως, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλές φυσικές θρησκείες, με όλα τα παρεπόμενά τους.

Αυτήν την μέθοδο ακολούθησε η Παναγία στα άγια των αγίων και έφθασε στην θεωρία του Θεού και την θέωση και έτσι αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον λόγο του στα Εισόδια της Θεοτόκου αναλύει με καταπληκτικό τρόπο την μέθοδο που ακολούθησε η Παναγία που είναι ο ησυχασμός, ήτοι νέκρωσε την αίσθηση και την λογική, την δόξα και την φαντασία, που προέρχονται από αυτήν, και επί πλέον ενεργοποίησε τον νου - την νοερά ενέργεια. Μέσα από τα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την ερμηνεία που δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον θείο σαββατισμό.

Μέσα στα δυό αυτά σημεία (ησυχασμός και γνώση του Θεού) βρίσκεται η κεντρική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως φαίνεται στα κείμενά του, κυρίως στις ομιλίες που έκανε στο ποίμνιο της Θεσσαλονίκης. Πρέπει δε να σημειωθή ότι αυτές οι ομιλίες είναι δείγματα θεολογικού λόγου, αφού συνδέουν την θεολογία με την ποιμαντική. Ο άγιος Γρηγόριος δεν αναπτύσσει μια στοχαστική θεολογία χωρίς να ποιμαίνη, ούτε ποιμαίνει χωρίς να θεολογή. Στις ομιλίες αυτές φαίνεται η ικανότητά του να θεολογή, να ερμηνεύη την Αγία Γραφή, και να ποιμαίνη οδηγώντας τους πιστούς στην ελευθερία του πνεύματος.

 

3. Ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα από σύγχρονη εμπειρία

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν εκφραστής της θεολογίας και του ησυχασμού της Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε στα έργα των αγίων Πατέρων. Δεν έκανε ένα δικό του φιλοσοφικό, θεολογικό και ησυχαστικό σύστημα, αλλά εξέφρασε αυτό που συνάντησε στους γονείς του, που ζούσαν στο «πνεύμα» της ησυχαστικής παραδόσεως, τους πνευματικούς του διδασκάλους, όπως του Θεολήπτου Φιλαδελφείας, και την ζωή που βρήκε στο Άγιον Όρος, όπου μαθήτευσε σε ησυχαστές Πατέρες, οι οποίοι ζούσαν την ιερά ησυχία, όπως την είχε εκφράσει και ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης και άλλοι Πατέρες.

Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να διαβάζη κανείς τα κείμενα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στοχαστικά και σχολαστικά, αλλά να εξετάζη παράλληλα και την όλη ατμόσφαιρα που τα δημιούργησαν. Και είναι σημαντικό να λεχθή ότι αυτή η παράδοση διασώζεται και σήμερα ζωντανή στο Άγιον Όρος. Πολλοί Αγιορείτες Πατέρες την εκφράζουν, αλλά κατά καιρούς εμφανίζονται περισσότερο μερικοί από αυτούς. Θα ήθελα να επισημάνω τα έργα του Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, ιδρυτού της Σταυροπηγιακής και Πατριαρχικής Μονής του Τιμίου Προδρόμου στο Essex Αγγλίας, ο οποίος ασκήθηκε ησυχαστικά στο Άγιον Όρος, ακόμη και μέσα στην έρημο του Αγίου Όρους για μια εικοσιπενταετία και εξέφρασε αυτήν την εμπειρία στα βιβλία που κυκλοφορούν.

Ακόμη την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά πρέπει να την ερμηνεύση κανείς μέσα από τα κείμενα ικανών θεολόγων των Θεολογικών Σχολών (να θυμηθώ τον πρωτεργάτη Καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου και τους μαθητές του, τους Καθηγητές π. Ιωάννη Ρωμανίδη, Γεώργιο Μαντζαρίδη, π. Γεώργιο Μεταλληνό, π. Θεόδωρο Ζήση κ.α.), οι οποίοι μελέτησαν την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου μέσα από την ζωντανή εμπειρία των Πατέρων του Αγίου Όρους, αλλά και χρησιμοποιώντας αυθεντικές θεολογικές και ιστορικές πηγές. Μέσα από το πνεύμα αυτό δημοσίευσα και το βιβλίο μου με τίτλο: «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης».

Η παράλληλη μελέτη των έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με, κατά το πλείστον, σύγχρονη εμπειρική ερμηνευτική, θα βοηθήση στην καλύτερη κατανόησή της. Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί αν διαβάση κανείς τα έργα του αγιορείτου Αγίου, μέσα από άλλες προοπτικές –ορθολογιστικές, ηθικιστικές, συντηρητικές– είναι ενδεχόμενο να τα παρερμηνεύση.

Ο κίνδυνος της παρερμηνείας παρατηρήθηκε και κατά την εποχή που έζησε και δίδαξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Πράγματι, υπήρχαν τρεις τάσεις την εποχή του που ήλθαν αντιμέτωπες στον άγιο Γρηγόριο και την διδασκαλία του. Η πρώτη τάση ήταν ο ορθολογισμός (δυτικός η ανατολικός), όπως εκφραζόταν με την ποικιλόμορφη σχολαστική θεολογία που συνδεόταν με την κλασσική μεταφυσική, με τον πλατωνισμό, τον αριστοτελισμό και τον νεοπλατωνισμό. Η δεύτερη τάση ήταν ο ηθικισμός, όπως εκφραζόταν από τον ουμανισμό που βιωνόταν και στην Δύση και την Ανατολή. Άλλωστε υπήρχε μια αλληλεπίδραση Ανατολής και Δύσης στο θέμα του ουμανισμού. Και η τρίτη τάση ήταν ο συντηρητισμός (σε Δύση και Ανατολή) που εκφραζόταν με την μηχανική και θεσμική προσέγγιση και βίωση της χριστιανικής διδασκαλίας, που στεκόταν σε τύπους και σε λέξεις και παραθεωρούσε όλη την εσωτερική διδασκαλία της Εκκλησίας που περιλαμβάνεται στα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Αυτές οι τρεις τάσεις –ορθολογισμός, ηθικισμός και συντηρητισμός– υπάρχουν και σήμερα και, όπως ελέχθη πιο πάνω, είναι ενδεχόμενο, αν διαβασθούν τα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα από την προοπτική αυτή, να παρερμηνευθούν, ακόμη δε χειρότερα να πολεμηθούν.

Πρέπει να εντοπισθή το γεγονός ότι οι δύο από τους βασικούς μεταφραστές των έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην ιταλική γλώσσα (Μελέτης Μελετιάδης και Ettore Perrella) δεν είναι θεολόγοι και φιλόσοφοι, αλλά ψυχαναλυτές. Αυτό δείχνει ότι αυτοί διέκριναν την σημασία του ορθοδόξου ησυχασμού για την θεραπεία του ανθρώπου από τα τόσα ψυχολογικά υπαρξιακά προβλήματα που τον διακατέχουν.

Πράγματι, ο ησυχασμός δείχνει ότι ο Χριστιανισμός, όπως εκφράζεται από τους αγίους Πατέρας και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, και όπως βιώνεται μέσα στην Εκκλησία με τα μυστήρια και την άσκηση, έχει έντονο «ψυχοθεραπευτικό» χαρακτήρα, και φανερώνει ότι αν εμφανιζόταν ο Χριστιανισμός στην εποχή μας, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, δεν θα τον αντιλαμβανόμασταν ως θρησκευτικό, φιλοσοφικό, ηθικό, κοινωνικό σύστημα, αλλά ως ψυχοθεραπεία-νευρολογία με την ιδιαίτερη, βέβαια, ανθρωπολογία, σωτηριολογία και θεολογία.

Επομένως, δίνουμε μεγάλη σημασία όχι μόνον στην ανάγνωση των έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά και στην αυθεντική ερμηνεία τους, βάσει της σύγχρονης πραγματικής ησυχαστικής εμπειρίας.

 

4. Επικαιρότητα της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

Από όσα ελέχθησαν προηγουμένως φαίνεται η αξία και η επικαιρότητα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά σε πολλά ζητήματα. Μερικά από αυτά είναι η άγνοια του Θεού, το υπαρξιακό κενό, τα κοινωνικά προβλήματα που προέρχονται από την ανυπαρξία νοήματος για την ζωή, οι διάφορες ψυχαναλυτικές σχολές, η ταύτιση νου και λογικής, που συνδέεται με την ενιαία μεθοδολογία της γνώσης, τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, όπως και τα ρεύματα του διαφωτισμού, του ρομαντισμού, του νεωτερισμού και του μετανεωτερισμού, ο ανατολικός μυστικισμός με τον υπερβατικό διαλογισμό και το υπερπροσωπικό απόλυτο, η ταύτιση επιστήμης και θεολογίας, και πολλά άλλα.

Η ησυχαστική μέθοδος που αναλύεται στα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είναι επίκαιρη περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί η λογικοκρατία, όπως φάνηκε με τον διαφωτισμό και την νεωτερικότητα, δημιούργησε πολλά προβλήματα στον άνθρωπο, και γι’ αυτό ο άνθρωπος αναζητά την εσωτερικότητα, αυτό το κάτι άλλο που βρίσκεται κάτω και πέρα από την λογική. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σήμερα η φιλοσοφία γίνεται υπαρξιακή, η ψυχολογία ψυχαναλυτική, η τέχνη σουρεαλιστική κ.ο.κ.

Θα ήθελα να εντοπίσω δύο σημεία, στα οποία φαίνεται η επικαιρότητα της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Το ένα είναι ο κλονισμός της κλασσικής μεταφυσικής. Είναι γνωστόν ότι η κλασσική μεταφυσική, με τις διάφορες εκφράσεις της, τόνιζε την ύπαρξη ενός κόσμου πέρα από τα φυσικά, ήτοι τις ιδέες η τα είδη, ο οποίος κόσμος καθορίζει όλα τα φυσικά, τις επιστήμες και τον άνθρωπο. Όταν, όμως, κατά την Αναγέννηση και κυρίως τον Διαφωτισμό κλονίσθηκαν τα θεμέλια της μεταφυσικής κτυπήθηκε και η σχολαστική θεολογία που συνδέθηκε με την μεταφυσική, με αποτέλεσμα να αναπτυχθή η αθεΐα, ο δεϊσμός και ο αγνωστικισμός.

Όμως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδαξε ότι η θεολογία της Εκκλησίας δεν συνδέεται με την μεταφυσική –δεν είναι μεταφυσική– αλλά κατ' εξοχήν ιατρική επιστήμη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η ορθόδοξη θεολογία, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, δεν συνδέεται με την φιλοσοφία, αλλά με την ιατρική, τις θετικές επιστήμες, ήτοι την ιατρική, τα μαθηματικά, την φυσική. Οι ιατροί θεραπεύουν τον άνθρωπο και δεν στοχάζονται, οι φυσικοί κάνουν πειράματα και φθάνουν στην θεωρία και οι μαθηματικοί κάνουν πράξεις και τις επιβεβαιώνουν. Αυτό συμβαίνει και με την θεολογία, όπως εκφράζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, δηλαδή είναι ιατρική του πυρήνα της προσωπικότητος του ανθρώπου, συνδέεται με την θεωρία (θέα) του Θεού που ακολουθεί την πράξη, διδάσκει την αλήθεια περί του Θεού και όποιος θέλει μπορεί να την επιβεβαιώση.

Το άλλο σημείο είνα η εμφάνιση της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης. Βέβαια, γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η ψυχιατρική - νευρολογία, άλλο η ψυχοθεραπεία, άλλο η ψυχανάλυση, άλλο η ψυχολογία. Έχουν μεταξύ τους κοινά σημεία, αλλά και σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Το γεγονός είναι ότι η ψυχανάλυση εμφανίσθηκε στην Δύση ως αποτέλεσμα της επικρατήσεως εκεί του ορθολογισμού και του ηθικισμού. Ο ορθολογισμός –όχι απλώς ο ορθός λόγος– θεώρησε κέντρο του ανθρώπου την λογική, και ο ηθικισμός περιόρισε την προσοχή του ανθρώπου στην εξωτερική πλευρά του. Στην πραγματικότητα ο ορθολογισμός και ο ηθικισμός παραθεώρησαν την ησυχαστική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η μηχανιστική θεώρηση της ιατρικής δημιούργησε πολλά προβλήματα στον άνθρωπο, γιατί πέρα από τον ορθό λόγο και τον τρόπο λειτουργίας των οργάνων του σώματος, υπάρχει και η ψυχή που αποτελεί το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου. Έτσι, η εμφάνιση της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης ήταν, χωρίς να το συνειδητοποιή κανείς, μια αναζήτηση του ησυχασμού. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι οι δυτικοί κυρίως ψυχαναλυτές ενδιαφέρθηκαν και ενδιαφέρονται για τον ορθόδοξο ησυχασμό.

Βεβαίως, είναι γνωστόν ότι στην Δύση αναπτύχθηκαν πολλές ψυχαναλυτικές σχολές με πατέρα τον Freud, που έδωσε σημασία στο libido, στο γενετήσιο ένστικτο στην διαμόρφωση της ζωής του ανθρώπου. Όμως, υπήρξαν και άλλοι συνεργάτες και μαθητές του Freud που δεν δέχθηκαν αυτήν την άποψη, όπως οι δύο συνεργάτες του, ο Adler που διετύπωσε τον καθοριστικό ρόλο για την διαμόρφωση του ανθρώπου της ορμής για κοινωνική αναγνώριση, και ο Jung που είδε αυτήν την διαμόρφωση του ανθρώπου από τις πνευματικές-αρχετυπικές αρχές που είναι έμφυτες στον άνθρωπο. Επίσης υπήρξαν και μαθητές του Freud, όπως ο Fromm, που εντόπισε τις κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις μέσα στις οποίες ζη και αναπτύσσεται ο άνθρωπος για την διαμόρφωση της προσωπικότητός του, και ο Frankl που ανεκάλυψε ότι τα υπαρξιακά προβλήματα που συνδέονται με το νόημα ζωής είναι εκείνα που καθορίζουν η θεραπεύουν τον άνθρωπο. Επίσης πρέπει να σημειωθή ότι σήμερα το θέμα της ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπείας αναπτύσσεται περισσότερο με την ανάπτυξη της «μοριακής ψυχολογίας» και την συνάντηση της ψυχιατρικής με την υπαρξιακή φιλοσοφία.

Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να δη και την αξία της ησυχαστικής-νηπτικής παραδόσεως και διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Όπως φαίνεται στα έργα του, στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει διπλή γνωσιολογική μεθοδολογία, δηλαδή άλλη είναι η μέθοδος γνώσεως του κόσμου και των επιστημών, που γίνεται με την λογική, και άλλη είναι η μέθοδος γνώσεως του Θεού που γίνεται δια του νοός. Νους και λόγος είναι δύο παράλληλες ενέργειες της ψυχής. Η σπουδή στην ανθρώπινη γνώση γίνεται με την λογική-διάνοια και η σπουδή στην θεία γνώση γίνεται με τον νου, δια της ιεράς ησυχίας. Έτσι, ούτε παρατηρείται σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης, αλλά και ούτε ο άνθρωπος καταλήγει σε φανατισμούς, επιθετικότητες, αρνήσεις και ειδωλοποιήσεις.

Πάντως, ο σύγχρονος άνθρωπος πάσχει από ψυχολογικά και υπαρξιακά προβλήματα, αναζητά την εσωτερική ηρεμία και ελευθερία, και γι’ αυτό είναι ανάγκη να προσέξη την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο οποίος κάνει λόγο για τα θέματα αυτά και οδηγεί τον άνθρωπο στην ουσιαστική επίλυση αυτών των προβλημάτων.

 

Κατακλείοντας αυτήν την σύντομη εισήγηση θα ήθελα και πάλι να σημειώσω ότι η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν είναι άσχετη και ανεξάρτητη, στα βασικά της σημεία, από την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου, του Διαλόγου, Πάπα Ρώμης. Είναι μια θεολογία που απαντά στις αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος για να βρη απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα καταλήγει στην υπαρξιακή φιλοσοφία και τον ανατολικό διαλογισμό, χωρίς να αποφεύγη τον εγκλωβισμό του σε ανθρωποκεντρικά σχήματα. Όταν την μελετήσουμε με τα κατάλληλα ερμηνευτικά κλειδιά και όταν βρούμε τον τρόπο να την εφαρμόσουμε στην πράξη, τότε θα μπορέσουμε να την εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο και να βοηθήσουμε ουσιαστικά τον ανήσυχο και πονεμένο άνθρωπο της εποχής μας, ο οποίος υποδουλώνεται σε ιδεολογίες, ιδεοληψίες, φανατισμούς και ποικίλες εξαρτήσεις.

Τελικά αυτή η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είναι λόγος αληθινής ελευθερίας.

Η σχέση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τη φιλοσοφία Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης


[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/2cisEsV]

Στην εποχή του αγ. Γρηγορίου Παλαμά και των ησυχαστικών ερίδων, δηλαδή το 14ο αιώνα μ.Χ., δεν υπήρχε πλέον η ελευθερία της εποχής του Μ. Αθανασίου, γιατί είχε α) είχε διατυπωθεί το ανατολικό χριστιανικό δόγμα β) βρισκόμαστε στην εποχή της «βυζαντινής φιλοσοφίας» ακόμα και για τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος αν και ο ίδιος δεν υπηρετεί τη «βυζαντινή φιλοσοφία», όπως την περιγράψαμε, αναπνέει μόνο σε αυτή την εποχή και γ) είχε προηγηθεί η διαφορετική χρήση του Αριστοτέλη στο δυτικό χριστιανικό δόγμα, δηλαδή ούτε σε αρχαία αθηναϊκά «τείχη», ούτε στα αχανέστατα βυζαντινά εδάφη, αλλά στα συγκεκριμένα φεουδαρχικά «σύνορα» του παπικού κράτους, και είχε παγιωθεί η ταύτιση της αριστοτελικής «οὐσίας», όχι με το ακριβές περιεχόμενο του Αριστοτέλη, αλλά με το θεολογικό περιεχόμενο που έδωσαν οι Λατίνοι θεολόγοι στον, «πρώην» αριστοτελικό, όρο «οὐσία», στον οποίο δεν έκαναν την διάκριση μεταξύ «οὐσίας» και «ἐνεργειῶν» στο Θεό.

Grigorios_Palamas in

Γι’ αυτό ανησυχούσε ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Οι Λατίνοι θεολόγοι ονόμαζαν τις αριστοτελικές «πρῶτες οὐσίες», ή αλλιώς την «ὑπόσταση», ως «οὐσία» και όχι ως «πρόσωπο», όπως έκανε ο Μέγας Βασίλειος στο ανατολικό χριστιανικό δόγμα τον 4ο αιώνα. Με το να ονομάζουν την «ὑπόσταση» ή την «πρώτη οὐσία» ως «οὐσία» και όχι ως «πρόσωπο», δεν εισέρχονταν σε περαιτέρω διευκρίνιση για τη διάκριση «ἐνέργειας» και «οὐσίας», όπως συνέβη στην Ανατολή. Στην αριστοτελική «οὐσία» οι δυτικοί θεολόγοι έβλεπαν τα πάντα, και «οὐσία» και «ἐνέργεια» και «πρόσωπο», χωρίς να προβαίνουν σε περαιτέρω διευκρινίσεις. Το λατινικό χριστιανικό δόγμα, έβλεπε ο Γρηγόριος ο Παλαμάς πίσω από τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό και σήμερα στους Λατίνους θεολόγους θα κατευθυνθούμε για να βρούμε τη διάκριση μεταξύ «οὐσίας» και «ἐνέργειας», που είναι η άμεση γέφυρα, και όχι στον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν πιο μακρυνός και πλέον μακρυνό παρελθόν (εφόσον έπεσαν τα «τείχη» της αρχαίας Αθήνας). Αν δεν είχε προηγηθεί η πρόσληψη του Αριστοτέλη στο δυτικό χριστιανικό δόγμα με διαφορετικό τρόπο από ότι στο ανατολικό χριστιανικό δόγμα, δεν θα υπήρχε πρόβλημα με τη χρήση του αριστοτελικού όρου «οὐσία», όπως ακριβώς δεν υπήρξε όταν χρησιμοποιήθηκε ο συγκεκριμένος όρος από τον Μεγάλο Αθανάσιο κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και από τους Καππαδόκες Πατέρες. Καταλαβαίνουμε πως οι αρχαίοι ελληνικοί φιλοσοφικοί όροι δεν χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις εποχές του Βυζαντίου, και ο διαφορετικός τρόπος θα καθορίσει και τη διάκριση μεταξύ «βυζαντινής φιλοσοφίας» και χριστιανικού δόγματος.
Μία ανάλογη διατύπωση παρατηρούμε και στον συγγραφέα φιλόσοφο Στέλιο Ράμφο. Ο Στέλιος Ράμφος πιστεύει πως η διατύπωση του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά για το ότι οι «ἐνέργειες» της Αγίας Τριάδος δεν είναι των «ὑποστάσεων» – «προσώπων» αλλά της «οὐσίας» – «φύσεως», μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως «τα πρόσωπα δεν είναι ενέργειες, όπως ήθελε ο Ακίνδυνος – αλλά οι ενέργειες είναι εννυπόστατες σ’ αυτά».[43] Αν όμως δεχτούμε μία τέτοια άποψη πιστεύει ο Στέλιος Ράμφος πως τότε δημουργείται ένα πρόβλημα που ο ίδιος ο Ράμφος το χαρακτηρίζει ως «κενό» της παλαμικής θεολογίας : οι θείες ενέργειες ως απρόσωπες, γενικές, υφιστάμενες συγχρόνως και στα τρία πρόσωπα της θεότητος θέτουν εντός εισαγωγικών τον προσωπικό τους χαρακτήρα (πιστεύω πως εννοεί σε αμφισβήτηση). Επομένως θα έφθανε ένα και μόνο πρόσωπο για να εκδηλωθούν.


Ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος

Το «κενό» που παρατηρεί είναι ότι δεν φαίνεται πώς μπορεί να γίνει η κοινωνία του κτιστού ανθρώπου με το άκτιστο. Το Εγώ θα ταυτίζεται πάντα με την αμαρτία και η θεραπευτική αγωγή της Χάριτος θα συνοψίζεται στην ενέργεια της προσευχής και στην ασκητική της αποχής και της στερήσεως.[44] «Μεταξύ των ουσιωδών μορφών, του απείρου της Χάριτος (π.χ. του τύπου της αληθείας, της δικαιοσύνης κ.λ.π.) και της πεπερασμένης υποστατικής – προσωπικής μορφής του πνεύματος μας δημιουργείται αναντιστοιχία[45]». Όμως αν είναι έτσι, γιατί δεν υπήρξε πρόβλημα δέκα αιώνες πριν, όταν διατύπωσαν για πρώτη φορά οι Μ. Αθανάσιος και Μ. Βασίλειος τη διάκριση «οὐσίας» και «ἐνέργειας» και διευκρίνισαν, κυρίως ο Μ. Βασίλειος, ότι οι «ἐνέργειες» είναι της «φύσεως» – «οὐσίας» και όχι του «προσώπου» – «ὑποστάσεως»; Η απάντηση είναι, κατά τη γνώμη μου, γιατί οι αρχαίοι ελληνικοί φιλοσοφικοί όροι, ένας εκ των κυριοτέρων είναι σίγουρα ο αριστοτελικός «ἐνέργεια», δεν χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις εποχές της βυζαντινής περιόδου. Δέκα αιώνες νωρίτερα η αρχαία ελληνική φιλοσοφία ζούσε σε μία πλήρη ελευθερία που τις χάριζαν οι αχανέστατες εκτάσεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ στην εποχή του Γρηγορίου Παλαμά η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, χωρίς καμία επαφή με την κλασική αρχαιότητα, είχε περάσει στη δυτική φεουδαρχία του λατινικού χριστιανικού δόγματος και στο πεδίο του σχολιασμού της «βυζαντινής φιλοσοφίας». Αν εξετάσουμε μόνο τους αρχαίους ελληνικούς όρους στο χριστιανικό δόγμα, απογυμνώνοντας τους από την ιστορική τους πορεία δεν θα τους κατανοήσουμε. Τότε μόνο θα καταλάβουμε πως η «ὑπόσταση δεν μπορεῖ να συνδεθεῖ με τις ἐνέργειες πέρα και ἔξω ἀπό την ἀναφορά τους στην οὐσία, στην ὁποία ἄλλωστε ἔχουν και την οὐσία τους[46]», όπως σημειώνει ο Χρυσόστομος Σταμούλης σχολιάζοντας κριτικά την συγκεκριμένη αναφορά του Στέλιου Ράμφου[47].

Η διαφορά μεταξύ προστατευτικών «τειχών» των αρχαίων ελληνικών πόλεων και «αχανέστατων εκτάσεων» είναι μία εκ των πρωταρχικών αιτιών της πλήρους αποστάσεως μεταξύ Αριστοτέλους και εθνικών φιλοσόφων, σχολιαστών του Αριστοτέλη, των ελληνιστικών ετών. Οι «πρῶτες οὐσίες», ως απόρροια του τερματισμού της συνεχούς κινήσεως των «δευτέρων οὐσιῶν», εδραιώνουν για τον Αριστοτέλη τον Αθηναίο πολίτη, του οποίου το «πρόσωπο» (η «πρώτη οὐσία») απαιτεί συγκεκριμένη ιερότητα και ευθύνη – την υποχρεωτική συμμετοχή του με κλήρο στα δημόσια αξιώματα της Αθήνας, την έλλειψη ενός ισόβιου άρχοντα που αφαιρεί την ευθύνη των πολιτών, τη βουλή των πεντακοσίων, την εκκλησία του Δήμου και τους υπόλοιπους θεσμούς της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας – καθώς έχει μεταφυσική προέλευση (τις «δεύτερες οὐσίες»), ενώ για τους εθνικούς αριστοτελικούς σχολιαστές της ελληνιστικής εποχής είναι μία φιλοσοφική διδασκαλία με προεκτάσεις προσωπικές, υπαρξιακές και ελάχιστα, ίσως και καθόλου, πολιτικές. Για τους κλασικούς φιλοσόφους το ενδιαφέρον τους ήταν μόνο η πολιτική καθώς πίστευαν πως από τα πολιτικά ζητήματα εξαρτάται και η πιο κρυφή πτυχή της προσωπικής ζωής των πολιτών.

 

[43] Στέλιου Ράμφου, Το χρονικό ενός καινούριου χρόνου Αρμός Αθήνα 2008 σελ. 277, 283.
[44] Ράμφου, Χρονικό, σελ. 277, 283.
[45] Ράμφου, Χρονικό, σελ. 283.
[46] Χρυσοστόμου Σταμούλη, Περί Φωτός (Προσωπικές ή φυσικές ενέργειες; Συμβολή στη σύγχρονη περί Αγίας Τριάδος προβληματική στον Ορθόδοξο χώρο) «Το Παλίμψηστον» Θεσσαλονίκη 22007, σελ. 137.
[47] Εξειδικευμένους εμπεριστατωμένους σχολιασμούς στο προαναφερθέν έργο του Στέλιου Ράμφου και συγκεκριμένα το χαρακτηρισμό «κενό» της Παλαμικής Θεολογίας, βλ. Σταμούλης, Περί Φωτός, σελ. 65 – 87.