ΑΡΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΕΠΗΓΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΟΣΤΑΤΗΝ ΜΟΥ ΤΟΝ ΑΙΓΙΑΝΝΗΝ ΤΟΝ ΦΙΛΟΝ ΚΑΙ ΕΥΕΡΓΕΤΗΝ ΜΟΥ
Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί τραγουδήσαμεν κ᾿ εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι᾿ ο Παπακώστας να τραγουδήσω ότ᾿ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήση -τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ᾿διοτελείς και ᾿γγιχτήκαμεν δια-να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι...
Ο Ήλιος εβασίλεψε Έλληνα μου, βασίλεψε
και το Φεγγάρι εχάθη
κι᾿ ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια,
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει
Εψές οπού βασίλεψα πίσου-από μια ραχούλα,
άκ᾿σα γυναίκεια κλάματα κι᾿ αντρών τα μυργιολόγια
γι᾿ αυτά τα ᾿ρωϊκά κορμιά ᾿σ τον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ᾿ το αίμα το πολύ είν᾿ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγανε ᾿σ τον Άδη, τα καϊμένα».
Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει «Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη. -Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν». Ότι εις τα ᾿ρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν. Άρχισε ο πόλεμος κι᾿ άναψε ο ντουφεκισμός πολύ. Πήρα τους ανθρώπους μου, πήγα εκεί, καθώς ήμουν διορισμένος και στάθηκα καμπόσο και πολεμήσαμεν. Ήφερα απόξω γύρα τα πόστα. Πήγα εις το κονάκι μου ό,τι έπαιρνε να βασιλέψη το φεγγάρι, να βγάλω τον πεζό δια την Κυβέρνησιν. Έρχονται μου λένε «Τρέξε, σκοτώθη ο Γκούρας εις το πόστο του. Έρριξε αναντίον των Τούρκων απάνου-εις την φωτιά τον βάρεσαν εις τον αμήλιγγα και δεν μίλησε τελείως». Πήγα, τον πήραμεν εις το νώμο και τον βάλαμε ᾿σ ένα μπουντρούμι. Τον συγύρισε η φαμελιά του και τον χώσαμεν.
Δεκατέσσερων χρονών πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με εκείνον μιαν ημέρα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ᾿ Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι μό᾿ ᾿δωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ᾿ έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ᾿ έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μό᾿ ᾿γινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα-εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι᾿ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες τ᾿ είναι αυτό οπού ᾿γινε ᾿σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν;» Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι᾿ ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιο...Πιάνω όλα αυτά τα χρήματα. Την άλλη χρονιά τον χειμώνα τα πιάνω αραποσίτι από έντεκα γρόσια το ξάι το συνάζω εις τ᾿ αλώνια, το πουλώ εις την Άρτα τριάντα-τρία. Ότ᾿ ήταν πανούκλα εις την Άρτα και ήταν έλλειψη το ψωμί. Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιον, πιστιόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι᾿ αληθινόν φίλον, τον Αϊγιάννη, και σώζεται ως τον σήμερον- έχω και τ᾿ όνομά μου γραμμένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα με δάκρυα από-μέσα-από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες οπού δοκίμασα...
Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνι είναι ένα χωριόν το Μέγα-Σπήλαιγο. Έκαμα κονάκι εκεί. Είχα κονάκι ᾿σ ενού παππά το σπίτι. Τότε τους λέγω «Σαν τραβάτε τόση τυραγνίαν, δεν το αφίνετε το χωργιόν σας να φύγετε να πάτε ᾿σ άλλο χωργιόν εθνικόν, οπού ᾿ναι τόσα;» Μου λέγει η παππαδιά «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, εμείς ήμαστε μέσα-εις το βάλτο, ᾿σ το νερό τόσες ψυχές, να γλυτώσουμεν και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες -μας φάγαν και τα παιδιά πεταμένα μέσα -γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν κι᾿ άλλα ζωντανά κι᾿ άλλα τελείωναν. Και μ᾿ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα-οχτώ και μ᾿ αφάνισαν κ᾿ εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήσαμεν αυτά; Δι᾿ αυτείνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο και απάτη». Κ᾿ έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κ᾿ έκλαψα κ᾿ εγώ. Πήγαν τα παιδιά να βάλουν εις το μετόχι τ᾿ άλογό μου, το παίρνουν οι καλογέροι τ᾿ απολούνε έξω και κλείνονται μέσα. Είναι σαν κάστρο. Τους λένε τα παιδιά «Είναι του Μακρυγιάννη τ᾿ άλογον». Κρίναν τόσα αναντίον μου. Τότε λέγω των παιδιών «Απάνου τους να τους πιάσωμεν!» Πιάστηκαν μ᾿ άρματα. Κολλήσαμεν, τους πιάσαμεν. Τους έρριξα ένα ξύλο παστρικό και τους διάταξα διατί να φέρνωνται τοιούτως και τυραγνικώς εις τους ανθρώπους πώς θα πάμε ομπρός μ᾿ αυτό; Έφυγα από-᾿κεί. Πήγα εις τον Κυβερνήτη και το᾿ ᾿δωσα το ριπόρτο...
* Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου