Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

’Τό ἀλλοιωμένο δυτικό πνεῦμα καί ἡ Ὀρθοδοξία’’ 2ο Μέρος, Πατερική Θεολογία, π. Ἰωάννου Ρωμανίδη.Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


α.Ὀρθοδοξία, πολιτική καί ὑπαρξισμός β.Φιλοσοφία καί θεολογία, Πατερική Θεολογία 22ο Μέρος,Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης



Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία, τά κεφάλαια αὐτά πού εἶναι παραδόσεις πανεπιστημιακές τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη. Τό πρῶτο κεφάλαιο πού θά δοῦμε σήμερα εἶναι «ρθοδοξία καί ἰδεολογία». Θά δοῦμε μιά χαριτωμένη, θά λέγαμε, ἐρώτηση καί ἀπάντηση πάνω στό θέμα: «Ἔχει σχέση ἡ Ὀρθοδοξία μέ τήν πολιτική; Μπορεῖ νά πολιτικοποιηθεῖ;» καί νά δοῦμε τί ἐννοεῖ.
Λέει, λοιπόν, ὁ π. Ἰωάννης: «Στήν διαδικασία τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως ἔχουμε μπροστά μας μία ἐπιστήμη» καί μάλιστα, ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλες φορές, μιά θετική ἐπιστήμη διότι οὐσιαστικά εἶναι ἰατρική τῆς ψυχῆς καί βασίζεται σέ ἐμπειρικά δεδομένα. Δέν εἶναι μιά θεωρία ἀλλά εἶναι κάτι πού, ἄν κανείς τό ἐφαρμόσει, θά ἔχει πάντοτε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα, ὅπως γίνεται καί στίς θετικές ἐπιστῆμες. Ἄν κανείς λ.χ. ἔχει τίς ἴδιες συνθῆκες καί κάνει ἕνα πείραμα, θά ἔχει πάντοτε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ἄν κανείς μπεῖ στήν ταπεινή διαδικασία τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό, τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, θά ἔχει αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, θά ἔχει τήν ἀνάπαυση, θά ἔχει τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, τήν θέα τοῦ Θεοῦ, τήν θέωση.
Αὐτή τώρα ἡ ἐπιστήμη, λέει ὁ π. Ἰωάννης, «μπορεῖ νά πολιτικοποιηθεῖ;. Δηλαδή νά γίνει ἕνα ἐξάρτημα τῆς πολιτικῆς, νά ἐπηρεαστεῖ ἀπό τήν πολιτική; «Μπορεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι νά ποῦν π.χ. ὅτι μόνο οἱ Ἀριστεροί μποροῦν νά ἔχουν νοερά προσευχή; Ἤ ὅτι ἐκεῖνος πού ἔχει νοερά προσευχή εἶναι ὑποχρεωμένος νά εἶναι Ἀριστερός ἤ Δεξιός; Ὄχι βέβαια». Δέν ὑπάρχει τέτοιο θέμα. «Ὁπότε ἔχουμε μία ἐπιστήμη, πού λέγεται Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ ποτέ νά συσχετισθεῖ μέ τήν Πολιτική». Γι’ αὐτό ἀκριβῶς δέν πρέπει οἱ Ἱεράρχες καί οἱ ἱερεῖς νά κομματίζονται. Βεβαίως, ψηφίζουν ὡς πολίτες, ἀλλά ὀφείλουν ν’ ἀγαπᾶνε τούς πάντες. Ὁ ὁποιοσδήποτε πιστός ἐπίσης, δέν πρέπει νά κομματίζεται. Θά πρέπει νά ἀγαπάει ὅλους. Μπορεῖ νά ψηφίζει κάτι πού τοῦ ἀρέσει περισσότερο, τό ὁποῖο, βεβαίως, θά πρέπει νά εἶναι καί σύμφωνο μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὄχι κάτι ἀντίθετο, κάτι δαιμονικό, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ μασονία. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως δέν πρέπει νά ἔχει μιά ἰδιαίτερη προτίμηση σέ κάποιο πολιτικό κόμμα καί νά ἀντιπαθεῖ τούς ὑπόλοιπους πού δέν εἶναι στό ἴδιο κόμμα. «Ὁ ἀγαπῶν τόν συνάνθρωπό του μεριμνᾶ γιά τόν συνάνθρωπό του, ὁποιοσδήποτε καί ἄν εἶναι αὐτός ὡς πρός τίς πεποιθήσεις του». Ὅπως, ὅταν κανείς πάει στό Νοσοκομεῖο, ὁ γιατρός δέν ἐξετάζει τά πολιτικά του φρονήματα καί ἄν ταιριάζουν τόν περιποιεῖται κι ἄν δέν τοῦ ταιριάζει λέει «φύγε, τό νοσοκομεῖο εἶναι γιά ἀριστερούς ἤ μόνο γιά δεξιούς…». Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα. Ἔτσι καί στήν Ὀρθοδοξία καί στήν Ἐκκλησία.
«Ἐκεῖνο πού ἀπασχολεῖ τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό στά ἰδεολογικά θέματα εἶναι πρῶτα-πρῶτα τό ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ἐλευθερία νά κάνει τό ἔργο Της, πού εἶναι τό νά θεραπεύει τούς ἀρρώστους Της». Αὐτό πρέπει νά ἀπασχολεῖ καί ἐμᾶς τούς πιστούς, γιατί εἴπαμε ὁ κάθε πιστός ἀσκεῖ θεραπευτική. Ὅταν μάλιστα κανείς θεραπευτεῖ μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καθαριστεῖ, φωτιστεῖ, θεωθεῖ, ἄς μήν εἶναι κἄν μοναχός, καί ἁπλῶς λαϊκός νά εἶναι, γίνεται Γέροντας. Γίνεται, δηλαδή, ὁδηγός τῶν ἄλλων, γιατί μπορεῖ νά τούς δείξει τόν δρόμο πού περπάτησε κι αὐτός, τῆς κάθαρσης καί στή συνέχεια τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Ἑπομένως, θά πρέπει, ἀφοῦ μιλᾶμε κι ἐμεῖς γιά τήν πολιτική, νά ἐξετάζουμε οἱ πιστοί, καί ὁ λαϊκός καί ὁ ἱερέας καί ὁ ἐπίσκοπος, ἐάν τό πολιτικό σύστημα πού ὑπάρχει ἤ πού μᾶς προτείνεται, ἐπιτρέπει στήν Ἐκκλησία νά ἀσκεῖ τό θεραπευτικό της ἔργο ἤ τή φιμώνει ἤ τήν ἀναστέλλει, τήν ἐμποδίζει. Αὐτό πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ. Τό ἴδιο καί τά κόμματα, τά ὁποῖα ἐνδεχομένως καλούμαστε νά ἐπιλέξουμε ποιό νά ψηφίσουμε. Νά ἐξετάσουμε ἄν αὐτό τό κόμμα θά ἐμποδίσει ἤ ὄχι τήν Ἐκκλησία στό ἔργο Της, τό θεραπευτικό Της ἔργο.
Νά πῶ καί ἕνα ζωντανό παράδειγμα, ἐπίκαιρο, τό ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Εἶναι νομοσχέδιο τό ὁποῖο οὐσιαστικά ἐμποδίζει τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἄν ἐφαρμοστεῖ (γιατί πολλά ψηφίζονται ἀλλά στήν πράξη εἶναι ἀνενεργά). Γιατί; Διότι ἐμποδίζει τό κήρυγμα. Ὅταν βγεῖ ὁ ἀρχιερέας ἤ ὁ ἱερέας καί πεῖ ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι διαστροφή, θά μπορεῖ κάποιος ὁμοφυλόφιλος ἄν ὑπάρχει ἤ κάποιος ἄλλος νά κάνει μήνυση καί νά πεῖ ὅτι κάνει, ὅπως τό λένε μάλιστα ἔτσι ὡραῖα, «ρητορική μίσους»(!) σ’ αὐτή τήν ὁμάδα τῶν ἀνθρώπων. Ἑπομένως, φιμώνεται ἔτσι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἄν ὁ  ἀρχιερέας ἤ ὁ ἱερέας δέν κάνει τό σωστό κήρυγμα, δέν πεῖ τά πράγματα ὅπως εἶναι, πῶς θά θεραπευτεῖ ὁ ἄλλος; Μέ τό νά λέμε ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί καί ὅλα τά πράγματα πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι εἶναι καλά, διορθώνεται τίποτα; Καί τό κακό δηλαδή μετά γίνεται καλό. Ἄν πεῖς ὅτι τό κακό εἶναι κακό καί δέν πρέπει νά τό κάνουμε, εἶσαι ρατσιστής, κάνεις μία ρητορική μίσους ἐναντίον τῶν κακῶν, τό ὁποῖο δέν ἐπιτρέπεται. Μά τότε πῶς θά πᾶμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Πῶς θά θεραπευτοῦν οἱ ἄνθρωποι; Ἄν δηλαδή ὁ γιατρός τήν ἀρρώστια λέει ὅτι δέν εἶναι ἀρρώστια, ὅτι εἶναι καλό πράγμα καί ἡ ἀρρώστια, τότε γιατί νά θεραπευτεῖ ὁ ἄλλος; Γιατί νά μπεῖ στήν διαδικασία νά θεραπευτεῖ; Γιατί νά πάει στό νοσοκομεῖο; Καταλάβατε ποῦ φτάνουμε; Σέ μιά σχιζοφρένεια.
Αὐτό εἶναι πού θά πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ, ἄν αὐτά πού ὑπάρχουν στά διάφορα πολιτικά συστήματα, οἱ νόμοι κ.λ.π., ἐπιτρέπουν στήν Ἐκκλησία ἤ ὄχι νά ἀσκεῖ τό θεραπευτικό της ἔργο. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἔχει αὐτή τήν ἐλευθερία, γιά νά θεραπεύει τίς ἀνθρώπινες προσωπικότητες. Καί γιατί μίλησα γιά τό ἀντιρατσιστικό; Διότι τό κύριο θεραπευτικό μέσο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ λόγος, τό κήρυγμα καί φυσικά ὁ Λόγος, ἡ Θεία Κοινωνία. Αὐτά εἶναι τά βασικά θεραπευτικά μέσα πού ἔχουμε, ἡ ὅλη ἀσκητική ζωή καί μεθοδολογία. Ἀλλά, πῶς θά μάθει κάποιος τήν ὅλη ἀσκητική ζωή καί μεθοδολογία, ἄν δέν ὑπάρχει ἐλευθερία στό κήρυγμα; Πῶς θά μάθει νά καθαριστεῖ ἀπό τά σαρκικά πάθη, ἐάν ἡ πολιτεία σοῦ λέει, ἀπαγορεύεται νά μιλᾶς γιά τέτοια πράγματα καί ὅτι εἶναι κακά πράγματα αὐτά. Γιατί εἶναι κακά; «Εἶναι ἁπλῶς μιά ἰδιαιτερότητα!» αὐτή ἡ διαστροφή τῆς ὁμοφυλοφιλίας, «εἶναι μία ἄλλη ἐπιλογή»….
«Ἐκείνη λοιπόν ἡ ἰδεολογία πού ἐμποδίζει τήν Ἐκκλησία νά κάνει τό ἔργο Της εἴτε αὐτή λέγεται ἄθεος Μαρξισμός εἴτε δεξιά Μασονία…», βλέπετε; Τά λέει μέ τό ὄνομά τους! Εἴτε Νέα Ἐποχή, θά λέγαμε σήμερα, εἴτε Νέα Τάξη Πραγμάτων εἴτε ρατσισμός καί ὅλη αὐτή ἡ ρητορική περί ρατσισμοῦ πού κυκλοφορεῖ, εἴτε φονταμενταλισμός κ.λ.π… Ὅποιος μιλάει σήμερα καί λέει τήν ἀλήθεια εἶναι φονταμενταλιστής, εἶναι ταλιμπάν… Εἴτε λοιπόν εἶσαι ἄθεος Μαρξιστής εἴτε δεξιός Μασόνος «γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι τό ἴδιο πράγμα», ἐμποδίζεις τό ἔργο Της. «Εἶναι ἐχθρός Της καί ὀφείλει –ἡ Ἐκκλησία– ἐξ ἴσου νά ἀμυνθεῖ» καί στούς μέν καί στούς δέ. Θυμᾶμαι, πήγαινα στά σχολεῖα καί ἔκανα ἐξομολόγηση στά παιδιά… ἑκατοντάδες παιδιά ἐρχόταν καί κάποια στιγμή ἔμαθα ὅτι ἡ Κυβέρνηση -δεξιά Κυβέρνηση παρακαλῶ- ἀπαγόρευσε νά πηγαίνουμε στά σχολεῖα οἱ Πνευματικοί. Δέν εἶναι ἐμπόδιο αὐτό στήν Ἐκκλησία; Καί τό ἔκαναν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ἐμεῖς εἴμαστε μέ τήν Ἐκκλησία καί πήγαινουν καί Ἐκκλησία στίς μεγάλες γιορτές καί ἀνάβουν καί κεριά κ.λ.π. Δέν εἶναι αὐτοί ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας; Ἐχθροί εἶναι κι ἄς λένε ὅτι δέν εἶναι… Ἤ θυμᾶμαι τώρα γιά τό Gay Pride πού διοργανώθηκε διαμαρτυρία… Τό καλοκαίρι πού ὁ δήμαρχος Θεσσαλονίκης ἔκανε παρέλαση ὁμοφυλοφίλων, ἕνα ἱστολόγιο ἔφτιαξε ἕνα video στό διαδίκτυο πού καλοῦσε τούς πιστούς νά συμμετάσχουν σ’ αὐτή τή διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς παρέλασης ὁμοφυλοφίλων πού θά ἔκανε ὁ γνωστός δήμαρχος. Καί τί ἔκανε τό youtube; Τό κατέβασε αὐτό τό video!… γιατί λέει κάνει ρητορική μίσους! Βλέπετε πῶς ἐνεργεῖ ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων μέσα ἀπό ὅλα αὐτά τά δίκτυα… καί μετά βέβαια τό ξανανέβασαν, γιατί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί ἄνθρωποι καί τούς νοιάζει αὐτό… Πολύ τούς νοιάζει ἄν διαμαρτυρόμαστε ἤ ὄχι…
«Ἐκείνη λοιπόν ἡ ἰδεολογία πού ἐμποδίζει τήν Ἐκκλησία εἶναι ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας. Συμβαίνει σήμερα –εἶναι τό 1983, τότε μιλοῦσε ὁ π. Ἰωάννης– νά ἔχουμε ἀπό τό ἕνα μέρος τούς Δεξιούς, πού κατευθύνονται ἀπό τούς Μασόνους, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος τούς Ἀριστερούς, πού κατευθύνονται ἀπό τήν Μόσχα». Τώρα νομίζω κι αὐτοί ἀπό τούς Μασόνους κατευθύνονται. «Ἡ ὁποία», Μόσχα, «ἐπίσημα τουλάχιστον ἀνέχεται σήμερα τήν θρησκεία ἀλλά ἐπιτρέπει ἀνέντιμη προπαγάνδα ἐναντίον της». Τό 1983 ἀκόμα δέν εἶχε πέσει τό ἀνατολικό μπλόκ.
«Πῶς π.χ. ἡ παλαιά μητρόπολις τοῦ Λένινγκραντ», μιλάει γιά ἐκεῖνα τά χρόνια, ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, «ἡ μητρόπολις τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας ἔγινε μουσεῖο ἀθεΐας;». Τήν εἶχαν μετατρέψει οἱ Κομμουνιστές σέ μουσεῖο. «Αὐτός δυστυχῶς εἶναι ὁ κομμουνισμός στήν πράξη» κι ἐνῶ ἔλεγαν ὅτι σέβονται τήν θρησκευτική ἐλευθερία, στήν πράξη τήν καταργοῦνε. Αὐτοί εἶναι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα τό Λένινγκραντ ἔχει πάρει τό παλιό του ὄνομα Ἁγία Πετρούπολις. Ἔχουν ἀλλάξει τά πράγματα. «Δέν εἶναι βέβαια ὑποχρεωμένος ὁ κομμουνισμός νά ἐφαρμοσθεῖ ἔτσι, ὅμως στήν πράξη ἐφαρμόζεται πάντα εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας». Ἐνῶ, ὅπως λέγαμε χθές, τό σύστημα τῶν πρώτων χριστιανῶν μοιάζει στό Κομμουνιστικό, γιατί ὑπῆρχε ἡ κοινοκτημοσύνη. Βέβαια, ἐκεῖ ἦταν ἑκούσια, ἐδῶ εἶναι ὑποχρεωτική.
Ἀλλά, δυστυχῶς, συνδέθηκε ὁ Κομμουνισμός μέ τήν ἀθεΐα. Γιά ποιόν λόγο; Δέν ὑπῆρχε λόγος, ἀλλά στήν πράξη ἐφαρμόζεται ἔτσι, ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ὅταν ἀντιμετωπίζει ἀνέντιμο ἀγῶνα ἐναντίον της, εἶναι ὑποχρεωμένη νά ἀμυνθεῖ» καί ὁ πλέον ἀνέντιμος ἀγώνας εἶναι αὐτός πού κάνουν οἱ Μασόνοι. Αὐτό τό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Οἱ χειρότεροι ἐχθροί εἶναι οἱ Μασόνοι, διότι ἐμφανίζονται ὡς καλοί ἄνθρωποι καί ὡς ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας πολλές φορές καί μπαίνουν ἀκόμα καί μέσα στίς Ἐπιτροπές, στά ἐνοριακά συμβούλια, γίνονται ἐπίτροποι. Καί μοῦ ἔλεγαν στήν Ἀμερική βλέπεις ὁ ἐπίτροπος νά φοράει καί τήν κονκάρδα τή μασονική μέσα στήν Ἐκκλησία. Τόσο πολύ ἔχουν εἰσχωρήσει! Καί ἐμφανίζονται ὡς μία φιλανθρωπική ὀργάνωση! Πολεμᾶνε τήν Ἐκκλησία δηλαδή ἀπό μέσα. Ὁπότε, οἱ ἱερεῖς εἶναι μέ δεμένα χέρια, δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτα, γιατί ὑπάρχουν τά συμβούλια αὐτά τά ἐκκλησιαστικά πού τούς ἐμποδίζουν. Πῶς δηλαδή ὁ διάβολος κάνει τήν δουλειά του μέ τόσο ἀνέντιμο τρόπο! Εἶναι ὑποχρεωμένη ἡ Ἐκκλησία βεβαίως νά ἀμυνθεῖ σ’ ὅλα αὐτά καί πρέπει νά ἀμυνθεῖ.
«Λοιπόν, σύμφωνα μέ τά προηγούμενα, εἶναι ὑποχρεωμένη ἡ Ἐκκλησία νά ὑποστηρίξει κάποια συγκεκριμένη ἰδεολογία; Ὄχι, βέβαια. Ἡ ἰατρική ἐπιστήμη ὀφείλει νά ὑποστηρίξει ὁποιοδήποτε πολιτικό κόμμα ἐνδιαφερθεῖ γιά τήν ὑγεία τοῦ λαοῦ σωματική καί ψυχική». Λένε, ἄς ποῦμε, στό Βυζάντιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑποστήριξε τό Κράτος, γιατί τό Κράτος υἱοθέτησε τά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἦταν πολύ ἔξυπνος, ἀλλά κυρίως ἦταν φωτισμένος, Ἅγιος ἄνθρωπος. Κατάλαβε ὅτι ὁ χριστιανισμός, ἡ ὀρθοδοξία, θεραπεύει τήν ψυχή τῶν πολιτῶν του καί ἤθελε νά ἔχει ὑγιεῖς πολίτες, οἱ ὁποῖοι νά εἶναι ταπεινοί, νά εἶναι ὑπάκουοι, νά εἶναι ἐργατικοί, νά εἶναι φιλάνθρωποι… Τί πιό καλό ἀπό αὐτό! Καί ἔκανε τήν ἀνεξιθρησκεία. Ὁ Μέγας Θεοδόσιος μετά προχώρησε ἀκόμα περισσότερο καί τήν ἔκανε ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους. Ὅταν λοιπόν ἕνα τέτοιο πολιτικό σύστημα υἱοθετεῖ τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, γιατί νά μήν τό ὑποστηρίξει ἡ Ἐκκλησία; Γιατί νά μήν τό βοηθήσει; Ὁ Μέγας Ἰουστινιανός πῆρε τούς Ἱερούς κανόνες καί τούς ἔκανε νόμους τοῦ Κράτους, γιατί δέν βρῆκε καλύτερο νόμο ἀνθρώπινο ἀπό τούς Ἱερούς κανόνες.
«Ὁ γιατρός ὡς γιατρός εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἔχει ἰατρικά κριτήρια στήν περίπτωση αὐτή». Καί ὁ πολιτικός πού εἶναι γιά νά προστατεύει τόν λαό, θά πρέπει νά φροντίζει γιά τήν ὑγεία τοῦ λαοῦ, νά ἔχει τέτοια κριτήρια πάλι, ἰατρικά κριτήρια θά λέγαμε, καί νά προωθεῖ καί νά ὑποστηρίζει τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ λαοῦ. Αὐτά ὡς πρός τή σχέση Ἐκκλησίας καί πολιτικῆς.
Τώρα ἔχει ἕνα ἄλλο κεφάλαιο ὁ π. Ἰωάννης πού εἶναι λίγο φιλοσοφικό «Περί Ὑπαρξισμοῦ». Λέει: «Ἕνας ὁπαδός τοῦ ὑπαρξισμοῦ δέν πιστεύει στήν ὀντολογία. Γιά τόν ὑπαρξιστή δέν ὑπάρχει ὀντολογία». Τί εἶναι ὀντολογία; Τό ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, εἶναι φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἐξετάζει τά ὄντα καί προσπαθεῖ νά ἀνιχνεύσει τήν οὐσία τῶν ὄντων. Γι’ αὐτό τήν λένε ὀντολογία. Υπάρχει καί ἕνας ἄλλος κλάδος τῆς φιλοσοφίας πού λέγεται φαινομενολογία. «Ὑπάρχει ἡ φιλοσοφική φαινομενολογία, δηλαδή τό φαινομενικό, ὅ,τι φαίνεται, ἐν ἀντιθέσει πρός τό ὀντολογικό, πρός ἐκεῖνο δηλαδή πού κατά τήν ὀντολογία ὑπάρχει. Ἡ ὀντολογική πραγματικότητα εἶναι ἐκείνη πού ὑπάρχει γιά τόν μεταφυσικό», τόν φιλόσοφο πού ἀσχολεῖται μέ τήν μεταφυσική, «ἐνῶ τό φαινομενικό εἶναι ἐκεῖνο πού φαίνεται ὅτι ὑπάρχει. Καί ἡ μέν ὀντολογία προσπαθεῖ διά τῆς μεταφυσικῆς νά εἰσέλθει στήν οὐσία τοῦ ὄντος (ἐκείνου πού ὑπάρχει) καί γι’ αὐτό λέγεται ὀντολογία καί εἶναι ταυτόσημη μέ τήν μεταφυσική». Ταυτίζονται αὐτά τά δύο. «Ὁπότε γιά τούς ὁπαδούς της ἡ ὀντολογία εἶναι ἡ ἐπιστήμη πού ἐρευνᾶ τήν οὐσία τῶν πραγμάτων, ἀλλά διά τῆς φιλοσοφίας καί τοῦ στοχασμοῦ». Προσπαθεῖ νά μπεῖ στήν οὐσία, νά βρεῖ τήν οὐσία, ἀκόμα καί τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ φαινομενολογία ἀντίθετα, λέγει ὅτι ἡ ἔρευνα τῆς οὐσίας τοῦ ὄντος εἶναι χαμένος κόπος. Καί περιορίζεται μόνο στό φαινόμενο ὡς φαινόμενο. Οἱ ὑπαρξιστές θεωροῦν ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά εἰσέλθει στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, ἄρα εἶναι μέσα στά πλαίσια τῆς φαινομενολογίας, διότι ἀσχολοῦνται μέ τά πράγματα, ὅπως αὐτά ὑπάρχουν, ὅπως ὁ ἄνθρωπος τά γνωρίζει, πεπεισμένοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προχωρήσει πέραν τῶν φαινομένων πού γνωρίζει, πού εἶναι γι’ αὐτούς αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξις». Ἐξ οὗ καί ὑπαρξιστές, μένουν στό φαινόμενο. Λένε δέν μποροῦμε νά βροῦμε τήν οὐσία. Αὐτό πού βλέπουμε, αὐτό πού φαίνεται, αὐτό εἶναι ἡ ὕπαρξη. «Γι’ αὐτό οἱ ὑπαρξιστές συνήθως ἤ ἀπορρίπτουν τήν μεταφυσική», πού εἴπαμε προσπαθεῖ νά μπεῖ στήν οὐσία τῶν ὄντων, «ἤ δέν τήν ἀπορρίπτουν μέν, βάζουν ὅμως ἕνα μεγάλο ἐρωτηματικό, μήπως καί βρεθεῖ τρόπος νά μπορέσουν νά ἀσχοληθοῦν μέ ἕνα τέτοιο θέμα. Ἀλλά καί οἱ θετικιστές κάνουν τό ἴδιο». Ἄλλος κλάδος τῆς φιλοσοφίας.
«Σύμφωνα τώρα μέ ὅσα εἴπαμε προηγουμένως, οἱ διακρίσεις πού κάνουν οἱ Πατέρες μεταξύ Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος στήν οὐσία οὔτε ὀντολογικές εἶναι», γιατί δέν μιλᾶνε οἱ Πατέρες γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ οὐσία εἶναι παντελῶς ἄγνωστη, «οὔτε φαινομενολογικές εἶναι, διότι δέν ἀσχολοῦνται μέ μία γνώση πού ἤδη προϋπάρχει στόν ἄνθρωπο καί τήν ὁποία φιλοσοφικά ἀναλύουν. Ὁμιλοῦν μέ τήν προσωπική τους ἐμπειρία, ἐκείνη τῆς θεώσεως. Ἡ δέ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι μία γνώση ὄχι ἀνθρώπινη, ἀλλά μία γνώση πού δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί ἡ ὁποία δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Καί, ἐφόσον ὁ Θεός δέν γίνεται γνωστός στόν ἄνθρωπο κατά τήν οὐσία Του», ὅπως μᾶς τό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, δέν ξέρουμε καθόλου τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, «ἐπειδή τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ παραμένει καί κατά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου». Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάνει στή θέωση πάλι δέν βλέπει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, βλέπει τό φῶς, τό ἄκτιστο φῶς.
Ὁ Θεός παραμένει μυστήριο ἀκόμα κι ὅταν θεώνεται ὁ ἄνθρωπος, γι’ αὐτό «δέν ὑπάρχει καμία ἀπαίτηση ἀπό ἀπόψεως Ὀρθοδόξου θεολογίας νά μᾶς μιλήσει κάποιος πού ἔφθασε στήν θέωση γιά τά ἐρωτήματα πού θέτουν οἱ διάφορες μορφές τῆς ἀνθρωπίνης διανόησης (μεταφυσική, θετικισμός, ὑπαρξισμός κ.λ.π.). Καί τοῦτο, ἐπειδή τά ἐρωτήματα πού θέτουν οἱ διάφοροι φιλόσοφοι ἀφοροῦν κυρίως στά κτίσματα» καί ὄχι στό ἄκτιστο πού εἶναι ὁ Θεός. Ἐνῶ ἡ θεολογία μᾶς μιλάει γιά τό ἄκτιστο, ὅσο μπορεῖ νά μᾶς μιλήσει. «Κατ’ ἐπέκτασιν αὐτοί –οἱ φιλόσοφοι– ἀσχολοῦνται μέ τό κατά πόσον μπορεῖ νά γίνει κάτι γνωστό ἀπό ἐκεῖνα πού δέν ὑποπίπτουν στήν ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου καί τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά ἐλεγχθοῦν ἀπό τήν ἐμπειρική ἐξακρίβωση. Γι’ αὐτό τό νά χρησιμοποιοῦμε στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ὅρους, ὅπως μεταφυσική, ὀντολογία, ὑπαρξισμός, φαινομενολογία κ.λ.π. δέν βοηθᾶ σέ τίποτα». Λέει ὅτι οἱ φιλόσοφοι ἀσχολοῦνται μέ πράγματα θεωρητικά, τά ὁποῖα δέν μποροῦν στήν πράξη νά τά ἐπιβεβαιώσουν. Ἐνῶ οἱ Πατέρες μιλᾶνε γιά πράγματα ἐμπειρικά. Ὁπότε, αὐτά πού χρησιμοποιοῦν οἱ φιλόσοφοι, τούς φιλοσοφικούς ὅρους, μεταφυσική, ὀντολογία, ὑπαρξισμός, φαινομενολογία, δέν ἔχουν θέση στήν θεολογία, γιατί στήν θεολογία μιλᾶμε γιά πράγματα καί ὄχι γιά ἰδέες.
«Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν περί Θεοῦ, ἀρχίζουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καθώς καί ἀπό τό τί εἶπαν οἱ προηγούμενοι ἀπό αὐτούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μετά, μέχρις ὅτου ἀποκτήσουν τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ, δέν θεολογοῦν οἱ ἴδιοι. Διότι, πρίν φθάσουν στόν φωτισμό, εἶναι ἁπλῶς μαθητές. Μαθητεύουν δηλαδή κοντά σέ πνευματικούς πατέρες, οἱ ὁποῖοι τούς προετοιμάζουν γιά τόν φωτισμό. Τούς δίνουν δηλαδή νά διαβάσουν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, κάθονται μαζί τους καί κάνουν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιά νά κατατοπισθοῦν ἱστορικά ἐπάνω στήν Ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση, τούς δίνουν νά ἀχοληθοῦν μέ τήν νοερά προσευχή, κάνουν νηστεία κ.λ.π.», δηλαδή αὐτό πού λέμε ἀσκητική ἀγωγή «καί γενικά τούς ἀσκοῦν, ὥστε νά συντελεσθεῖ ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καί νά φύγουν ὅλες οἱ σκέψεις, καλές καί κακές, ἀπό τόν νοῦ. Ἔτσι, ἔχοντες καθαρό νοῦ, νά μπορέσουν οἱ μαθητές αὐτοί νά δεχθοῦν τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μᾶς μιλάει, λοιπόν, ὁ π. Ἰωάννης γιά τήν διαδικασία πού γίνεται ὁ ἀληθινός θεολόγος. Πρέπει πρῶτα νά μαθητεύσεις κοντά σέ ἔμπειρους καθηγητές, νά μελετήσεις τήν Καινή καί τήν Παλαιά Διαθήκη, νά ἀκούσεις τή σωστή ἑρμηνεία ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες καί νά τή μελετήσεις, νά κατατοπιστεῖς ἱστορικά πάνω στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί μετά νά κάνεις τήν πράξη. Ἡ πρᾶξις εἶναι θεωρίας ἐπίβαση, λένε οἱ Πατέρες. Καί ποιά εἶναι ἡ πράξις; Εἶναι ἡ ἄσκηση. Εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νοερά προσευχή, ἡ ὑπακοή. Ὅλα αὐτά εἶναι πράξις, τά ὁποῖα, ὅταν τά κάνει ὁ ἄνθρωπος, καθαρίζει τόν νοῦ. Ὄχι τήν διάνοια, προσέξτε! Εἶναι διαφορετικά πράγματα. Ὁ νοῦς εἶναι τό ὄμμα τῆς ψυχῆς, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ἡ μεγαλύτερη καί σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος καί μόνο μ’ αὐτή μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Ἡ διάνοια εἶναι αὐτό πού λέμε ἡ σκέψη, ἡ λογική, εἶναι στόν ἐγκέφαλο. Ἡ ἕδρα τοῦ νοῦ εἶναι στήν καρδιά. Ὅταν λοιπόν καθαρίζεται ὁ νοῦς, καθαριστεῖ δηλαδή ἡ ψυχή, τό ἐσώτερο εἶναι μας, τό κέντρο τῆς προσωπικότητάς μας, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται δεκτικός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μπορεῖ νά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά κατοικήσει στόν νοῦ του καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν νοῦ του. Ἀλλιῶς εἶναι ἀδύνατο, ὅπως λέγαμε, ὁ Θεός νά ἑνωθεῖ μέ ἀκάθαρτο νοῦ καί ἡ κάθαρση γίνεται μέ ὅλη αὐτή τή διαδικασία πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, μαθητεία σέ ἔμπειρο Γέροντα-Πνευματικό, ὑπακοή σ’ αὐτόν, μελέτη Ἁγίας Γραφῆς καί πράξη: νηστεία, ἀγρυπνία, νοερά προσευχή, ὑπακοή. Καί τότε τί γίνεται; Ὅταν λέμε κάθαρση, τί ἐννοοῦμε; Ὅτι ὁ νοῦς ἀπαλλάσσεται ἀπό ὅλους τούς λογισμούς καί τούς καλούς. Ὄχι, ὅπως ἴσως μᾶς λέγανε, ὅτι πρέπει νά διώχνουμε τούς κακούς λογισμούς. Πρέπει νά φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοί ἀπό τόν νοῦ. Νά μήν ὑπάρχει κανένας λογισμός. Ὁ νοῦς νά εἶναι καθαρός καί ὅλοι οἱ λογισμοί νά περιοριστοῦν στή διάνοια. Ἀλλά καί ἡ διάνοια, βεβαίως, πρέπει νά καθαρίζεται καί νά μήν ἔχει κι αὐτή κακούς λογισμούς.
Ἄν δέν φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοί ἀπό τόν νοῦ, δέν μπορεῖ νά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Ὅταν ἔλθει τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀρχίσει νά προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε ἀρχίζουν νά θεολογοῦν» καί τότε γίνεται πηγαία ἡ θεολογία. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «θά ρεύσουν ποταμοί ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7,38) ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς τούς φωτισμένους, οἱ ὁποῖοι ποταμοί ξεδιψοῦν καί τούς ἴδιους καί πολλούς ἄλλους. Ἔτσι γίνονται οἱ ἀληθινοί θεολόγοι, ὅταν δηλαδή ἔχουν τόν Θεό ἐγκάτοικο, τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους. Τότε οὐσιαστικά εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού τούς λέγει καί τούς φωτίζει νά θεολογήσουν.
«Μέσα ἀπό μία τέτοια πορεία καί διαδικασία συντελεῖται ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Στήν πράξη, αὐτή ἐπιτυγχάνεται μέ συνεχή, ἔντονο καί μακροχρόνιο ἀγῶνα». Βλέπετε πόσο δύσκολο εἶναι νά καθαρίσει ὁ νοῦς ἀπό τούς λογισμούς. Πᾶς νά προσευχηθεῖς μέ τήν καρδιά σου καί ἔχεις μέσα ἕνα σωρό λογισμούς καί σκέψεις. Εἶναι εὔκολο; Δέν εἶναι καθόλου εὔκολο. Μοῦ ἔλεγε μιά ψυχή πού ἔκανε νοερά προσευχή, μετά τίς δύο ὧρες ἀρχίζω καί καταλαβαίνω μιά καθαρότητα μέσα στόν νοῦ. Μέχρι τίς δύο ὧρες ἔχω παρεμβολές ἀπό τέτοιους λογισμούς. Ἔπρεπε νά κάνει δύο ὧρες νοερά προσευχή, γιά νά μπορέσει νά ἀρχίσει νά λέει σωστά τή φράση αὐτή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με.
«Κατ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα ἡ Χάρις ἔρχεται καί φεύγει ἐπανειλημμένα», θά λέγαμε μέ τήν ἔννοια ἐνεργοποιεῖται καί ἀπενεργοποιεῖται. Ὄχι ὅτι φταίει ἡ ἴδια. Φταῖμε ἐμεῖς, γιατί δέν μποροῦμε νά τήν κρατήσουμε λόγω τῶν παθῶν μας κι ἐκεῖ πού πᾶς νά μιλήσεις στόν Θεό, σοῦ ἔρχεται μιά ἄλλη σκέψη, μιά μέριμνα, μιά φροντίδα πού ἔχεις νά κάνεις ἤ πού δέν ἔκανες ἤ πού σοῦ συνέβη ἐχθές καί χάνεις τήν προσευχή, χάνεις τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ. «Κατ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα ἡ Χάρις ἔρχεται καί φεύγει ἐπανειλημμένα μέχρις ὅτου καθαρίσει τόν ἀγωνιστή ἀπό τά πάθη του καί τόν καταστήσει δόκιμο κατά τῶν παθῶν». Ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί μᾶς καθαρίζει, μᾶς προσκαλεῖ, μᾶς λέει ἄς ποῦμε ‘πήγαινε τώρα νά κάνεις προσευχή..’, Αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο, οὔτε μᾶς ἦρθε ἔτσι. Εἶναι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μᾶς παρακινεῖ ὁ Θεός νά καθαριστοῦμε.
«Σέ ὅλο αὐτόν τόν ἀγῶνα -γιά τήν κάθαρση– δέν βοηθάει καθόλου, μά καθόλου ἡ φιλοσοφία. Διότι αὐτό πού τελικά καθαρίζεται καί φωτίζεται δέν εἶναι ἡ λογική, ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου», ἡ ὁποία εἴπαμε ἔχει ἕδρα τόν ἐγκέφαλο, «ἀλλά ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου», πού ἔχει ἕδρα τήν καρδιά. «Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου καθαρίζεται γρήγορα, στό ἀρχικό στάδιο τοῦ ἀγῶνα. Ὁ νοῦς, ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου χρειάζεται πολύ περισσότερο καιρό γιά νά καθαρισθεῖ, ἐφόσον, ἐννοεῖται, τηροῦνται οἱ ἀσκητικές προϋποθέσεις». Κι αὐτό τό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι εὔκολα καθαρίζεις τήν σκέψη, τή διάνοια, ἀλλά δύσκολα τήν καρδιά. Ὅταν καθαριστεῖ, βέβαια, ἡ καρδιά, δύσκολα καί μολύνεται. Δύσκολα καθαρίζεται καί δύσκολα μολύνεται. Ἡ διάνοια εὔκολα καθαρίζεται καί εὔκολα μολύνεται.
«Ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα πράγμα, καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄλλο πράγμα. Στίς ἀνθρώπινες ἐπιστῆμες, ἐκεῖνο πού φωτίζεται ἀπό τήν ἐπιστημονική γνώση εἶναι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου» ὁ ἐγκέφαλος θά λέγαμε ἁπλά καί ὄχι ἡ καρδιά. Γι’ αὐτό βλέπουμε καί ἐπιστήμονες-ἐγκεφάλους μεγάλους, ὑδροκέφαλους ἐνδεχομένως…, ὑπερτροφικούς ἐγκεφάλους, χωρίς καρδιά ὅμως, ἄσπλαχνους, σκληρούς, ἄτεγκτους, γιατί ἡ ἐπιστήμη δέν βοηθᾶ νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά. Καθαρίζεται ἡ διάνοια ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν κάνει πνευματικό ἀγῶνα, φουσκώνει, ἐπαίρεται. Ἡ καρδιά γίνεται ἀκόμα πιό βρώμικη μέ τίς πολλές γνώσεις. Ὄχι ὅτι φταῖνε οἱ γνώσεις, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος φουσκώνει καί τρέφει τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφάνειας στηριζόμενος στό γεγονός ὅτι ἔχει πολλές γνώσεις.
«Ὁ πραγματικός θεολόγος ὅμως φωτίζεται διπλά» καί κατά τόν νοῦ, κατά τήν καρδία καί κατά τήν διάνοια, κατά τόν ἐγκέφαλο. Σ’ αὐτόν πρέπει νά φωτισθεῖ καί ἡ λογική, διά τῆς Κατηχήσεως». Γι’ αὐτό χρειάζεται τό κήρυγμα, ἡ κατήχηση, ἡ μελέτη ἡ πνευματική, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται στή διάνοια. Πρέπει καί ἡ διάνοια νά καθαριστεῖ. «Κυρίως ὅμως φωτίζεται ὁ νοῦς» διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ προηγηθοῦν ὅλα αὐτά πού εἴπαμε προηγουμένως, τά ὁποῖα τόν καθαρίζουν. Φωτίζεται ὁ νοῦς, «δηλαδή ἡ καρδιά του, ἡ πνευματική καρδία».
«Στήν Δυτική Θεολογία ὅμως, ἐπειδή οἱ θεολόγοι τους ταύτισαν τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν ἐναρμόνιση τῆς λογικῆς σύμφωνα μέ τά ἀρχέτυπα τοῦ Πλάτωνα, τά ὁποῖα κατ’ αὐτούς εἶναι μέσα στόν Θεό, συνέβη ὥστε ἡ φώτιση νά ταυτίζεται μέ τό νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τά ἀρχέτυπα αὐτά». Εἶναι ἡ θεωρία τῶν ἀρχετύπων τοῦ Πλάτωνα ὅτι ὑπάρχει ἔνας ἄλλος κόσμος ἰδεατός, ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν, στόν ὁποῖο ὑπάρχουν κάποια ἀρχέτυπα μέ βάση τά ὁποῖα ὑπάρχουν αὐτά πού βλέπουμε. Κι ἄν κανείς γνωρίσει αὐτά τά ἀρχέτυπα, λένε στή Δύση, τότε φωτίζεται. Δηλαδή μιά διαδικασία ἐγκεφαλική. Ἀφήνω πού δέν ὑπάρχουν τά ἀρχέτυπα… αὐτό εἶναι φαντασία τοῦ Πλάτωνα. Ἔλεγαν ὅμως οἱ Δυτικοί ὅτι αὐτός εἶναι ὁ φωτισμός, νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος αὐτά τά ἀρχέτυπα τοῦ Πλάτωνα, «ἄν ὄχι ἀπ’ εὐθείας, τουλάχιστον μέσω τῶν κτισμάτων. Συγκεκριμένα μέσω τῆς μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τοῦ στοχασμοῦ ἐπάνω στήν Ἁγία Γραφή καί τῆς φιλοσοφίας». Αὐτά λένε οἱ Δυτικοί. «Ἔτσι, λένε, γνωρίζοντας ὁ ἄνθρωπος τά ἀρχέτυπα, αὐτόματα γνωρίζει τούς νόμους τῆς ἀληθείας, τῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς κ.λ.π.». Ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία τί λέει; Δέν μπορεῖς ἔτσι νά φωτιστεῖς. Πότε φωτίζεσαι; Ὅταν διώχνεις τά πάθη σου, ὅταν καθαρίσεις τήν καρδιά σου. Τότε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί σέ φωτίζει.
«Ἐξ ἐπόψεως Δυτικῆς θεολογικῆς παράδοσης ἔχει μεγάλη σημασία ἡ ὀντολογία», ἡ φιλοσοφία δηλαδή τῶν ὄντων, «διότι ἡ ὀντολογία εἶναι τό θεμέλιο τῶν θεολογικῶν διακρίσεων πού διατυπώνονται στήν Δυτική Θεολογία. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἀπεκόπησαν οἱ Δυτικοί ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως τῆς Πατερικῆς παραδόσεως. Ὁπότε, ἀντί νά θεολογοῦν βάσει τῆς ἐμπειρίας τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, οἱ μέν Προτεστάντες πιστεύουν ὅτι ἡ μόνη πηγή ἀληθείας εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή»,… λένε μόνο Ἁγία Γραφή… Κατήργησαν καί τήν Ἱερά Παράδοση. Γιατί; Γιατί ἀπεκόπησαν ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Δέν ὑπάρχει σ’ αὐτούς κάθαρση, δέν ὑπάρχει φωτισμός, δέν ὑπάρχει θέωση.
«Οἱ δέ Παπικοί πιστεύουν ὅτι εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ προφορική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας». Ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι τί πιστεύουν; Ποιά εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀλήθειας; Ὁ Θεός εἶναι. Δέν εἶναι τά βιβλία, οὔτε τά κείμενα, οὔτε τά λόγια. Ὁ Θεός! «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14,6). Ὁ Θεός εἶναι Αὐτός πού θά ἔρθει καί θά σέ φωτίσει. Δέν θά φωτιστεῖς διαβάζοντας. Διαβάζοντας φωτίζεται μόνο ἡ διάνοια, ὄχι ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἡ καρδιά, πού εἶναι ὁ κυρίως ἄνθρωπος. Οἱ Παπικοί, λοιπόν, πιστεύουν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀλήθειας, ἡ Ἁγία Γραφή, τά κείμενα τῶν Πατέρων. Γι’ αὐτό θά δεῖτε παπικούς πού κάνουν μελέτες στούς Πατέρες, μεγάλες καί λεπτομερειακές μελέτες. Καί ἡ προφορική παράδοση ἐπίσης θεωροῦν ὅτι εἶναι πηγή τῆς ἀλήθειας. Ἀλλά καί οἱ Προτεστάντες καί οἱ Καθολικοί «κάθονται ἁπλῶς καί διαβάζουν τά βιβλία αὐτά». Χωρίς νά κάνουν δηλαδή κάθαρση, χωρίς νά κάνουν ἄσκηση, χωρίς νά κάνουν νηστεία, χωρίς νά κάνουν ἀγρυπνία, χωρίς νά κάνουν νοερά προσευχή. Δυστυχῶς, αὐτό τό πνεῦμα ἔχει περάσει τώρα καί στίς «ὀρθόδοξες» θεολογικές σχολές. Καί μιλᾶνε στούς πρωτοετεῖς καί στούς δευτεροετεῖς φοιτητές πού δέν ἔχουν κάνει καθόλου κάθαρση καί ἀσκητική ζωή, γιά θέωση. Καί τά μαθαίνουν παπαγαλιστί τά παιδιά… Τί νά κάνουν κι αὐτά;… Αὐτά τούς δίνουν, αὐτά μαθαίνουν. Καί δέν ἔχουν ἰδέα τί εἶναι αὐτά τά πράγματα, γιατί δέν τά ἔχουν ζήσει. Τά μαθαίνουν μόνο ἐγκεφαλικά. Φωτίζεσαι ὅμως ἔτσι; Δέν φωτίζεσαι. Μᾶλλον σκοτίζεσαι, γιατί εἴπαμε αὐξάνει ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια. Δηλαδή πᾶμε ἀνάποδα κι ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι. Ἐνῶ οἱ Πατέρες μᾶς λένε «πράξις θεωρίας ἐπίβασις», διαμέσου τῆς πράξεως φτάνεις στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, στή θεοπτία δηλαδή, διαμέσου τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνίας… ἀφοῦ καθαριστεῖς… ἐμεῖς κάνουμε θεωρία γιά νά πᾶμε στόν Θεό. Δέν γίνεται! Ἀρχίζουμε ἀπό τήν θεωρία. Εἶναι τελείως ἀνάποδο τό σχῆμα.
Διαβάζουν καί οἱ Προτεστάντες καί οἱ Παπικοί τά βιβλία «πιστεύοντας ὅτι τήν ὥρα πού τά διαβάζουν ὑπάρχει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους, τό ὁποῖο τούς φωτίζει νά κατανοοῦν ὀρθά ἐκεῖνα πού διαβάζουν». Δηλαδή κάνουν λήψη τοῦ ζητουμένου. Μά αὐτό εἶναι τό ζητούμενο, νά ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου ἐνεργό. Πῶς θά τό ἔχεις ὅμως, ἄν εἶσαι βρώμικος; Ἄν δέν κάνεις κάθαρση, νηστεία κ.λ.π.; Αὐτοί θεωροῦν ὅτι τό ἔχουν. «Μάλιστα οἱ Προτεστάντες, ἐπειδή πιστεύουν ὅτι τό χάρισμα τῆς ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν ἐδόθη σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, τήν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς τήν κάνει ὅλος ὁ σύλλογος, δηλαδή ὅλα τά μέλη μιᾶς Προτεσταντικῆς Ὁμολογίας, ἄσχετα ἄν κάποιος εἶναι παπάς ἤ δέν εἶναι παπάς». Ὅλοι, λένε, εἴμαστε φωτισμένοι, κι ἐμένα τώρα μέ φωτίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα… Καί ἀπό αὐτό ἔχουμε ἐπηρεαστεῖ καί ἐμεῖς. Θυμηθεῖτε στούς κύκλους μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, καθόμαστε γύρω-γύρω καί λέμε, πές τί σκέφτεσαι ἐσύ, πές τί σκέφτεσαι ἐσύ… Χωρίς νά ὑπάρχει κάθαρση, χωρίς νά ὑπάρχει φωτισμός, χωρίς νά ὑπάρχει ἀσκητική λέει ὁ καθένας τήν σκέψη του. Φιλοσοφία θά κάνουμε; Εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπό αὐτό τό πνεῦμα τῶν Προτεσταντῶν, πού λέει ὅλους μᾶς φωτίζει ὁ Θεός. Τί σέ φωτίζει; Ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου γιά νά φωτιστεῖς;
«Στήν Παπική «Ἐκκλησία», ὅμως, πιστεύουν ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐδόθη κυρίως στήν Ἱεραρχία», ἐνῶ οἱ Προτεστάντες εἴπαμε πιστεύουν ὅτι ἔχει δοθεῖ σέ ὅλους. Οἱ Παπικοί πιστεύουν ὅτι δόθηκε στούς «ἐπισκόπους», ἐντός εἰσαγωγικῶν γιατί δέν ὑπάρχει ἱερωσύνη οὔτε στούς Παπικούς οὔτε στούς Προτεστάντες. «Γι’ αὐτό καί κατά τίς χειροτονίες οἱ ἐπίσκοποί τους λένε στόν χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεῦμα Ἅγιο»!», τό ὁποῖο εἶναι μεγάλη ὑπερηφάνεια. Ἐγώ δηλαδή σοῦ δίνω Ἅγιο Πνεῦμα. «Θέλουν νά δείξουν δηλαδή οἱ χειροτονοῦντες ὅτι εἶναι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων». Ἐνῶ, ἡ ὀρθόδοξη χειροτονία λέει «Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προχειρίζεται τόν τάδε εἰς πρεσβύτερον ἤ σέ ἐπίσκοπο…». Δέν λέει ὁ ἐπίσκοπος ἐγώ σέ κάνω πρεσβύτερο.. Γι’ αὐτό εἶναι μεγάλο θεολογικό σφάλμα αὐτό πού λένε κάποιοι ὅτι «ξέρεις μέ χειροτόνησε ὁ τάδε καί τοῦ ἔχω ὑποχρέωση». Δέν σέ χειροτόνησε ὁ τάδε, τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ χειροτόνησε καί εἶσαι ἰσότιμος μέ τόν τάδε πού σέ χειροτόνησε, γιατί ἔχεις τήν ἴδια Χάρη. Καταργοῦμε ἔτσι τήν ἰσοτιμία τῶν ἐπισκόπων καί μετά ἔχουμε πολλά παρατράγουδα… ἀνθρώπινες ὑποχρεώσεις δηλαδή! Μέ χειροτόνησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἄρα ἔχω ὑποχρέωση καί ἐγώ νά τοῦ κάνω ὑπακοή. Δέν ἔχεις καμία ὑποχρέωση. Ὑποχρέωση ἔχεις στό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό σέ χειροτόνησε. Ἀλλά βλέπετε πῶς κι ἐμεῖς προτεσταντίζουμε καί παπίζουμε… Αὐτό εἶναι παπισμός… νά λές μέ χειροτόνησε ὁ τάδε… τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ χειροτόνησε..
«Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», ἔτσι καί αὐτοί ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν καί δίνουν Πνεῦμα Ἅγιον», ὅτι εἶναι χριστοί δηλαδή. «Καί δίδεται Πνεῦμα Ἅγιον στούς ἐπισκόπους τους, γιά νά μποροῦν αὐτοί μαζί μέ τόν Πάπα τῆς Ρώμης, πού ἔχει καί αὐτός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, νά ἀποφαίνωνται σωστά περί τῶν θεμάτων πού τούς ἀπασχολοῦν… Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὅμως ἔχουμε τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἁπλῶς αὐθεντίες ἀφ’ ἑαυτοῦ των», ἐπειδή εἶναι ἐπίσκοποι ἄς ποῦμε εἶναι αὐθεντίες, «ἀλλά εἶναι αὐθεντίες ἐξ αἰτίας τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως καί μόνον». Τότε εἶναι αὐθεντίες. Καί βλέπεις τόν Ἅγιο Νικόλαο πού εἶναι ἀγράμματος κι ὅμως εἶναι αὐθεντία πίστεως καί βάζει στή θέση του τόν Ἄρειο. Καί μπορεῖ ἄλλος νά ἔχει καί διδακτορικά, νά εἶναι καθηγητής πανεπιστημίου Θεολογίας καί νά μήν ἔχει ἰδέα ἀπό κάθαρση καί φωτισμό καί θέωση. Ἑπομένως εἶναι αὐθεντία; Καμία αὐθεντία δέν εἶναι… Τίποτα δέν εἶναι καί θά πεῖ καί πάρα πολλά ἐσφαλμένα πράγματα, γιατί δέν ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
«Ὁπότε καί ὁ καθένας, ὁ ὁποῖος φθάνει στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, γίνεται καί αὐτός αὐθεντία, ἐπειδή μετέχει στήν αὐθεντία ἐκείνων» τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων δηλαδή. «Αὐτός δέν λέγει τίποτε διαφορετικό ἀπ’ ὅτι εἶπαν ἐκεῖνοι, διότι ἀπέκτησε κοινή ἐμπειρία μέ ἐκείνους». Ἄν διαβάσετε τόν Ἅγιο Πορφύριο, λέει ἀκριβῶς τά ἴδια μέ αὐτά πού λένε οἱ Πατέρες ἐδῶ καί 2000 χρόνια, δέν παρεκκλίνει καθόλου. Γιατί, ἀκριβῶς, ἔχει τήν ἴδια ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
«Ὅσοι ἔχουν τήν ἴδια ἐμπειρία, λένε τά ἴδια πράγματα». Γι’ αὐτό, σᾶς ἔλεγα, ὅτι ἄν γίνει -πού ἔχουν προγραμματίσει νά γίνει- αὐτή ἡ Σύνοδος το 2016, ἄν δέν ποῦνε τά ἴδια πράγματα μέ τίς προηγούμενες Συνόδους, θά εἶναι ἄκυρη. Δέν θά εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος, θά εἶναι μία ληστρική Σύνοδος, ἄν ποῦνε ἀντίθετα πράγματα μ’ αὐτά πού εἶπαν μέχρι τώρα οἱ ἅγιοι Πατέρες.
«Ὁ ὁρισμός τῆς Μεταφυσικῆς ἤ τῆς Ὀντολογίας εἶναι ὅτι εἶναι μία ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀσχολεῖται μέ ἐκεῖνο πού δέν ἀλλάζει, μέ ἐκεῖνο πού παραμένει ἀναλλοίωτο, μέ τό «ὄντως ὄν» ἤ ἀκόμη καί μέ ἐκεῖνο τό ὁποῖο παραμένει ἀναλλοίωτο γιά ἕνα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, τό ὁποῖο ὅμως δέν μπορεῖ νά ἐλεγχθεῖ. Συμβαίνει ὅμως σήμερα οἱ θετικές ἐπιστῆμες νά ἔχουν ἀποδείξει ὅτι στόν κτιστό κόσμο τά πάντα εἶναι σχετικά, τά πάντα ἀλλάζουν» ἐξ οὗ καί ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας. «Γι’ αὐτό σήμερα ἔχει πλήρως ἐγκαταλειφθεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ὑπάρχει κάτι τό «ὀντολογικόν», ἐξ ἐπόψεως τοῦ παραμένοντος, τοῦ αμεταβλήτου». Τίποτα δέν εἶναι ἀμετάβλητο ἀπό τά κτιστά τά ὁποῖα μελετάει ἡ φιλοσοφία. «Ἀπό τήν Ἀστρονομία κυρίως ξέρουμε ὅτι ἐδῶ καί περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια, ὅσο εἶναι ἡ ἡλικία τοῦ σύμπαντος, ὁ κόσμος συνεχῶς ἀλλάζει καί μαζί του ὅλα τά κτίσματα». Μᾶς λένε οἱ Ἀστρονόμοι πώς κινοῦνται τά οὐράνια σώματα μέ τεράστιες ταχύτητες μέσα στό ἀχανές σύμπαν.
«Στήν Ὀρθοδοξία ὅμως, ὅταν μιλᾶμε γιά τόν Θεό, λέμε ὅτι ὁ Θεός «πάντοτε ὑπῆρχε καί πάντοτε θά ὑπάρχει». Εἶναι ὁ ὄντως ὤν καί ὁ ἀεί ὤν καί ὁ ἀΐδιος. Αὐτό τί σημαίνει; Μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Θεολογία ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει πάντοτε καί ὑπῆρχε πάντοτε καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ἀλλά αὐτό τί μᾶς ἀποκαλύπτει; Μᾶς ἀποκαλύπτει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ; «Μᾶς ἀποκαλύπτει τό εἶναι τοῦ Θεοῦ;», τήν ὀντολογία τοῦ Θεοῦ; «Ὄχι, βέβαια». Τί εἶναι στήν ὀντολογία ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποκαλύπτει, δέν τό ξέρουμε. «Εἶναι κάτι τό ἀποφατικό. Σημαίνει δηλαδή ἡ παραπάνω ἔκφρασις ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι σάν αὐτά τά πράγματα τοῦ κτιστοῦ κόσμου πού μεταβάλλονται καί τά ὁποῖα κάποτε δημιουργήθηκαν», ὁπότε ἔχουν ἀρχή. Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀρχή. «Ὑπάρχουν γιά ἕνα διάστημα καί μετά σταματοῦν νά ὑπάρχουν». Θά ἔχουν ἕνα τέλος. Ὅλος ὁ κόσμος θά ἔχει ἕνα τέλος, εἶναι ἡ συντέλεια. Ὁ Θεός ὅμως οὔτε ἀρχή ἔχει οὔτε τέλος. Εἶναι κάτι τελείως διαφορετικό ἀπό αὐτά τά ὄντα πού ξέρουμε. «Ὁ Θεός πάντα ὑπῆρχε καί πρίν ὑπάρξει αὐτός ὁ κόσμος καί θά ὑπάρχει καί μετά τό τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀναλλοίωτος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀΐδιος καί ἀθάνατος κατά φύσιν», ὄχι κατά χάρη. Ἀπό τήν φύση Του ὁ Θεός εἶναι ἀθάνατος. Ἐμεῖς γινόμαστε ἀθάνατοι κατά χάρη, ἐπειδή τό θέλει ὁ Θεός καί μᾶς τό δίνει.
Αὐτή ὅμως ἡ ἔκφρασις – ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀΐδιος καί ἀθάνατος κατά φύσιν – μᾶς λέγει τί δέν εἶναι ὁ Θεός», εἶναι ἔκφραση ἀποφατική. «Ὄχι τό τί εἶναι. Ἡ Μεταφυσική ὅμως ἐπιστήμη εἶναι – σύμφωνα μέ τούς ὁπαδούς της – ἡ ἐπιστήμη τοῦ ὄντος» καί μᾶς λέει τί εἶναι στήν οὐσία του κάτι. «Ὄχι τοῦ μή ὄντος. Ἐξετάζει, δηλαδή, αὐτό πού ὑπάρχει, αὐτό πού εἶναι. Ὄχι ἐκεῖνο πού δέν εἶναι, πού δέν ὑπάρχει». Ἄρα δέν ἔχει θέση ἡ Μεταφυσική στή Θεολογία.
Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν γιά τόν Θεό, λένε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος κατά τήν οὐσία Του. Δέν γνωρίζουμε τό «εἶναι» τοῦ Θεοῦ, τό τί εἶναι ὁ Θεός, τό ὄντως ὄν. Λένε μάλιστα ὅτι οὔτε μποροῦμε ποτέ νά γνωρίσουμε τόν Θεόν κατά τήν οὐσία Του. Ξέρουμε μόνον ὅτι ὑπάρχει. Πῶς τό ξέρουμε αὐτό; Ἐπειδή μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει τήν δόξα Του, τήν ἐνέργειά Του, τό Φῶς Του. Καί, ὅταν βλέπει κανείς τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, δέν καταλαβαίνει, δέν γνωρίζει, δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τό «τί εἶναι ὁ Θεός» στήν οὐσία Του. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Μυστήριο».
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Περί Θεοπνευστίας – Σχέση Θεοπνευστίας καί ἀλαθήτου hristospanagia5 16 Ιουλίου 2017 π. Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη (+) Καθηγητή Πανεπιστημίου


 π. Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη (+) Καθηγητή Πανεπιστημίου
Δυστυχώς σήμερα στην Ορθοδοξία υπάρχουν επιρροές παπικές και προτεστάντικες. Προσπαθούν να μας πείσουν είτε πως η Αγία γραφή είναι η μόνη πηγή πίστεως, είτε πως μόνο οι «εκπαιδευμένοι» και «διαβασμένοι» μπορούν να την ερμηνεύσουν.
Στην πραγματικότητα το μόνο κριτήριο ερμηνείας Θεόπνευστων γραφών είναι ο Φωτισμός και η Θέωση. Εαν κάποιος δεν βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, τότε η οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας πιθανότατα θα πέσει στο κενό. βεβαίως σε κατάσταση φωτισμού και

θέωσης δεν βρίσκονταν μόνο οι αρχαίοι Πατέρες αλλά και οι σημερινοί. Όμως πολλοί σήμερα, ενώ καμία σχέση δεν έχουν με αυτά έχουν τηνψευδαίσθηση πως μπορούν να ερμηνεύσουν ΠΛΗΡΩΣ τα Θεόπνευστα κείμενα. Αυτό οφείλεται, απλά στον εγωϊσμό και την υπερηφάνεια τους. Ανθρωποι όπως ο Teillard de Chardin, στην παπική Εκκλησία, εφαρμόζοντας έναν κίβδηλο «επιστημονισμό», κατάφεραν να εισάγουν ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΙΚΕΣ αντιχριστιανικές αντιλήψεις. Ορισμένοι δικοί μας «Ορθόδοξοι» θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο.
 Όπως λέει και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος:
«Τι γαρ ακαθαρτότερον, ειπέ μοι, του μετά οιήσεως
και υπερηφανίας διδάσκειν επιχειρούντος τα του Πνευματος άνευ Πνεύματος; Τι μιαρώτερον του μη μετανοήσαντος και προκαθάραντος εαυτόν, αλλά τούτο μεν αφέντος δια μόνης δε της ψευδωνύμου γνώσεως και της έξω σοφίας βουλομένου Θεολογείν και περί των όντων και αεί ωσαύτως όντων τολμηρώς διαλέγεσθαι; » .
(Θεολογικός, 1, 271-277, S.C. 122, 116)
 Βλέπουμε πως θεωρείται αμαρτία, ΜΙΑΣΜΑ, κατα τον Αγιο, η χωρίς να είμαστε καθαρισμένοι από τα πάθη, Θεολογική ερμηνεία.
 Αλλού λέει :
«Ει γαρ δια γραμμάτων και μαθημάτων η επίγνωσις της αληθούς σοφίας και της του Θεού γνώσεως έμελλεν ημίν, αδελφοί, δίδοσθαι, τις ην άρα χρεία της πίστεως η του θείου βαπτίσματος η της των μυστηρίων αυτών μεταλήψεως; ουδεμία μενούν «
(Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά 3, 84-86, S.C. 51, 106-108)
Ας δούμε όμως, τι λέει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης για την έννοια της Θεοπνευστίας.
_________________________
Ας πάμε τώρα στο θέμα της θεοπνευστίας. Μεταξύ των Προτεσταντών και των Παπικών έχει δημιουργηθή η εντύπωσις, η οποία έχει επηρεάσει πάρα πολύ την μοντέρνα Ορθόδοξη σκέψι ότι την Αγία Γραφή ο Θεός την έδωσε στην Εκκλησία. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι και οι Προτεστάντες και οι Παπικοί και οι Ορθόδοξοι. Επί πλέον οι Ορθόδοξοι και οι Παπικοί συμφωνούν στο ότι ο Θεός έδωσε και την Ιερά Παράδοσι στην Εκκλησία. Οι Προτεστάντες στο θέμα της Παραδόσεως δείχνουν ότι αναθεωρούν μερικές από τις σκέψεις τους.
Συμβαίνει όμως σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία να αντιμετωπίζει ένα παράξενο φαινόμενο: και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Παράδοση συναντά κανείς απόψεις, τις οποίες εδώ και τουλάχιστον 150 χρόνια η επιστήμη απέδειξε λανθασμένες με την πρόοδο στην έρευνα που είχαν κατ’ εξοχήν οι θετικές επιστήμες. Αυτό βέβαια δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε έναν ο οποίος δεν καταλαβαίνει σωστά τι εννοούν οι Πατέρες όταν μιλάνε για θεοπνευστία. Αυτό το πρόβλημα αφορά κυρίως στην μελέτη της Αγίας Γραφής.
Στην Φράγκικη Παράδοσι που ακολούθησε τον Αυγουστίνο, η Αποκάλυψις ταυτίστηκε με την αποκάλυψι νοημάτων εκ μέρους του Θεού στον άνθρωπο. Μάλιστα, όχι μόνο νοημάτων, αλλά και ρητών, δηλαδή όρων και λέξεων, που συνοδεύουν τα ρήματα αυτά. Αν όμως δεχθή κανείς αυτήν την άποψι τότε έχομε την λεγόμενη κατά γράμμα θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, κατά την οποία ο Θεός εμφανίζεται να υπαγορεύη τρόπον τινά τα ρητά και τα νοήματα στούς συγγραφείς της Αγίας Γραφής. Άπαξ όμως και υιοθετηθή αυτή η γραμμή, τότε συνάγεται ότι ουσιαστικά συγγραφεύς της Αγίας Γραφής είναι ο ίδιος ο Θεός και όχι οι Προφήτες ή οι Ευαγγελισταί.
Επειδή λοιπόν η Δυτική Θεολογία ακολούθησε αυτήν την γραμμή, προκλήθηκε μεγάλο πρόβλημα με την εμφάνιση της μοντέρνας επιστήμης, η οποία ανέτρεψε ωρισμένες θέσεις της Αγίας Γραφής, όπως π.χ. την ηλικία του κόσμου, οπότε είναι σαν να αποδεικνύεται ψεύστης ο Θεός σε εκείνα που ο ίδιος υπαγόρευσε, παλαιότερα.
Η κοινή άποψις που έχει επικρατήσει περί θεοπνευστίας είναι ότι το έργο της θεοπνευστίας περιορίζεται μόνο σε ό,τι έχει κατατεθή μέσα στην Αγία Γραφή. Όταν λέμε θεοπνευστία, έρχεται αμέσως στο νού μας η Αγία Γραφή, δηλαδή οι Προφήτες και οι Απόστολοι. Αν τώρα κανείς είναι και συντηρητικός, θα έλθη στο μυαλό του και καμμία Οικουμενική Σύνοδος, εκτός από την Αγία Γραφή . Διότι για έναν τέτοιο άνθρωπο και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι θεόπνευστες. Και, αν είναι περισσότερο συντηρητικός, φέρνει στον νου του και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν είναι ακόμα πιο συντηρητικός, φέρνει στο νου του τους Κανόνες της Εκκλησίας, την Λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, και τα ράσα και τα καλυμμαύχια. Αυτός ο τελευταίος είναι πλήρως συντηρητικός. Αν δηλαδή το 50 είναι η βάσις και το 100 το μέγιστο, αυτός πιάνει το 100. Έχει δηλαδή 100 κιλά συντηρητικότητος!
Εκείνο που έχει όμως σημασία είναι τούτο: Η θεοπνευστία έχει επικρατήσει να θεωρήται ότι καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του χώρου της εκκλησιαστικής ζωής, αν όχι ολόκληρο τον χώρο αυτόν. Στην δε σύχρονη Ορθόδοξη Θεολογία υπάρχει μεγάλη σύγχισις επάνω στο θέμα αυτό. Στο τι είναι, τι σημαίνει δηλαδή θεοπνευστία και πού είναι η θεοπνευστία.
Εκεί που συμφωνούν όλοι οι Χριστιανοί, Ορθόδοξοι και αιρετικοί, είναι ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη. Ακόμη βέβαια δεν εξετάζομε το τι είναι η θεοπνευστία, κατά πόσον δηλαδή η Αγία Γραφή είναι όντως θεόπνευστη. Πρός το παρόν ας κρατήσωμε τούτο: Ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη.
Βάσει λοιπόν αυτού ισχύει εκείνο που αναφέρεται μέσα στην Αγία Γραφή, ότι δηλαδή ο Χριστός υπεσχέθη στους Αποστόλους ότι θα έστελνε το Πνεύμα το Άγιο, το Οποίο θα τους οδηγούσε «εις πάσαν την αλήθειαν» [Ιω 16, 13]. Οπότε ο Χριστός είναι Εκείνος που αποστέλλει το Πνεύμα το Άγιον και Εκείνο είναι που οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν.
Τώρα όμως τίθεται το ερώτημα : σε ποιούς ακριβώς δίνει ο Χριστός το Πνεύμα το Άγιο και ποιούς ακριβώς οδηγεί στην πλήρη αλήθεια;
Οι Παπικοί απαντούν και λένε ότι το Πνεύμα το Άγιον εδόθη κατ’ αρχήν εις τους Αποστόλους και μέσω των Αποστόλων το λαμβάνουν και όλοι οι επίσκοποι, όταν χειροτονούνται και ότι εις Αυτό μετέχουν και οι παπάδες κατά κάποιον τρόπον. Αυτή η πεποίθησις εις τους Παπικούς φαίνεται καθαρά στον τρόπο χειροτονίας των επισκόπων τους, κατά την οποίαν λένε οι χειροτονούντες επίσκοποι στον χειροτονούμενο: Λάβε Πνεύμα Άγιον! Αυτό δίνει την εντύπωσι ότι ο χειροτονούμενος είχε ζήσει την όλη μέχρι τότε ζωή του χωρίς Πνεύμα Άγιο, το οποίο παίρνει εκείνην την στιγμή της χειροτονίας του.
Το ερμηνευτικό έργο της Αγίας Γραφής είναι αναμφισβήτητα έργο του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο πνεύμα είναι Εκείνο που καθοδηγεί τους ερμηνευτές στην ορθή ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Πώς όμως γίνεται αυτό το πράγμα;
Συνήθως στην ιατρική επιστήμη, όταν λέμε ότι το τάδε φάρμακο θεραπεύει την τάδε αρρώστια, γνωρίζουν, από προηγηθείσες έρευνες και πώς λειτουργεί θεραπευτικά το φάρμακο αυτό μέσα στόν οργανισμό. Σε κάθε επιστήμη, όταν λέμε ότι κάτι συμβαίνει, αυτό το κάτι συνήθως μπορεί να εξακριβωθή.
Εδώ όμως έχομε το ερώτημα: Πώς το Πνεύμα το Άγιο καθοδηγεί, ποιους καθοδηγεί και σε τι συνίσταται αυτή η καθοδήγησις; Εκείνο που λένε μερικοί ότι, όταν μία Οικουμενική Σύνοδος αποφασίσει κάτι, αυτό είναι αλήθητο, επειδή η Οικουμενική Σύνοδος είναι θεόπνευστη κλπ., είναι σαν να μας υποχρεώνουν να δεχθούμε ως αλάθητη διδασκαλία ό,τι αποφασίζει και διακηρύσσει μία Οικουμενική Σύνοδος. Αυτό είναι και το πνεύμα περί του αλάθητου του Πάπα.
Βέβαια είναι σωστό ότι μια Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη, ότι διδάσκει αλαθήτως, ότι είναι ωφέλιμη για την πίστι μας κλπ. Ναι, αλλά πώς γίνεται και είναι αλάθητη; Γιατί είναι αλάθητη; Γιατί οι αποφάσεις της είναι αλάθητες;
Η μοντέρνα Ορθόδοξη θεολογία μιλάει πάρα πολύ για θεοπνευστία. Από όσα έχω διαβάσει, βλέπω να μιλάνε περί θεοπνευστίας, αλλά δεν έχω βρει περιγραφή της θεοπνευστίας εκείνης για την οποία μιλάνε. Είπαμε ότι και οι Ορθόδοξοι και οι Παπικοί και οι Προτεστάντες συμφωνούν στο ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος. Τι σημαίνει όμως θεοπνευστία; Και, εάν σώζεται κάπου, που σώζεται;
Θα πει όμως κάποιος: Καλά, θεόπνευστοι ήταν μόνο οι Προφήτες και οι Απόστολοι; Μετά τους Αποστόλους δεν έχομε θεόπνευστους ανθρώπους; Δεν έχομε θεόπνευστα συγγράμματα εκτός της Αγίας Γραφής; Και, εάν ναι, ποιοι είναι αυτοί οι θεόπνευστοι άνθρωποι; Και αν υπάρχουν, πώς ξέρομε ότι είναι θεόπνευστοι; Οι προφήτες ξέρομε ότι ήσαν θεόπνευστοι. Ομοίως και οι Απόστολοι ήσαν θεόπνευστοι. Εκτός όμως από αυτούς, ποιοι άλλοι ήσαν ή είναι θεόπνευστοι; Επίσης ποια είναι τα διάφορα στάδια αυτής της θεοπνευστίας, και πώς διακρίνονται; Πώς ο άνθρωπος εμπνέεται από τον Θεόν και πώς ξέρομε ότι ένας είναι εμπνευσμένος από τον Θεόν και όχι από τον Διάβολον ή από φαντασιοπληξίες;
Ο Χριστός, όταν είπε ότι θα μας δώση το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο θα μας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν, δεν μιλούσε για Οικουμενικές Συνόδους. Δεν είπε δηλαδή ότι αυτό θα γίνεται στις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Αυτό δηλαδή το καινόν περί του αλαθήτου των Οικουμενικών Συνόδων δεν περιλαμβάνεται μέσα στην Αγία Γραφή. Ο Χριστός είπε απλά ότι το Πνεύμα το Άγιον θα είναι Εκείνο που θα μας οδηγήση στην πλήρη αλήθεια. Προηγουμένως όμως, πριν δηλαδή από αυτό, είπε ότι εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας, εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθωμε και θα κατοικήσωμε μέσα σας, καθώς επίσης είπε ότι τώρα, με βλέπετε, αλλά αργότερα δεν θα με βλέπετε. Αλλά, εάν έχετε αγάπη, πάλι θα με βλέπετε. Και, το Πνεύμα θα έλθη να κατοικήση μέσα σας και θα σας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν.
Όλα αυτά που λέγει ο Χριστός και αναφέρονται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και που τα διαβάζουν οι παπάδες την Μεγάλη Πέμπτη, είναι βασικά κεφάλαια. Αλλά γιατί είναι βασικά κεφάλαια; Αυτή η προσευχή του Ιησού, η Αρχιερατική, γιατί έχει τόσο μεγάλη σημασία; Γιατί προσεύχεται ο Χριστός για την ενότητα των Αποστόλων; Για ποια ένωσι προσεύχεται; Μήπως των Εκκλησιών; Ποια ένωσις είναι αυτή; Αυτό, το «οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν», όταν το λέγη ο Χριστός, το εννοεί ασφαλώς μέσα σε ωρισμένα πλαίσια. Ποια είναι τα πλαίσια αυτά;
Τα κεφάλαια αυτά, 14 έως 17, του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου κάνουν ολόκληρη ανάπτυξη περί της πνευματικής καταστάσεως των Αποστόλων σε σχέσι με την αγάπη και αναφέρουν ποια θα είναι τα αποτελέσματα της αγάπης. Η πλήρης μορφή όμως της αγάπης αποκαλύπτεται στην εμπειρία της θεώσεως. Η θέωσις είναι η πλήρης μορφή της αγάπης. Δι’ αυτής της αγάπης, που πηγάζει από την εμπειρία της θεώσεως, γίνεται η πλήρης θεραπεία του ανθρώπου.
Η αγάπη αυτή αρχίζη να ενεργήται, όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιον μέσα στον άνθρωπο, οπότε γίνεται ο άνθρωπος κατοικητήριο και ναός του Αγίου Πνεύματος. Και, όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο και κατοικήση μέσα στόν άνθρωπο ,φέρνει μαζί Του και τον Πατέρα και τον Υιόν. Τότε στον άνθρωπο κατοικεί ολόκληρη η Αγία Τριάδα. Αλλά πώς γνωρίζει ο άνθρωπος ότι έγινε ναός του Αγίου Πνεύματος; Πώς γίνεται αυτή η διαπίστωσις; Ο αληθινός πνευματικός πατέρας γνωρίζει πότε ένα πνευματικό του παιδί έχει λάβει το Άγιο Πνεύμα και έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος. Έχομε συγκεκριμένα Πατερικά κριτήρια στο θέμα αυτό. Ποιά είναι αυτά;
Όταν ο Χριστός μιλάει για την έκχυση του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και στους πιστούς, δεν μιλάει αφηρημένα, δεν μιλάει ότι θα το στείλη σε όλη την Εκκλησία γενικά. Ούτε ότι, επειδή οι δεσποτάδες και οι παπάδες έχουν μία αλληλοδιαδοχή με τις χειροτονίες, θα το λάβη γενικά όλη η Εκκλησία. Ούτε εννοεί ότι εξ’ αιτίας της χειροτονίας των επισκόπων υπάρχει οπωσδήποτε η εγγύησις ότι το Πνεύμα το Άγιο θα κατοικήση μόνιμα μέσα στην Ιεραρχία. Διότι, δεν είναι η ύπαρξις του επισκόπου η εγγύησις ότι μία Σύνοδος εμφορείται από το Άγιο Πνεύμα. Απόδειξις είναι ότι υπήρξαν μέσα στην Εκκλησία πολλοί επίσκοποι, που κατεδικάσθησαν ως αιρετικοί. Αν είχαν εκείνοι οι επίσκοποι Πνεύμα Άγιο, δεν θα έπεφταν σε αίρεσι. Άρα, δεν είναι η εις επίσκοπον χειροτονία κάποιου απόδειξις ούτε εγγύησις ότι στον επίσκοπο αυτόν κατοικεί οπωσδήποτε το Άγιο Πνεύμα. Άρα, δεν είναι η Χάρις της Αρχιεροσύνης εκείνη που οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν».
Ο Χριστός μιλάει εδώ για κάτι άλλο. Οι Πατέρες λένε καθαρά ότι ο Χριστός εδώ μιλάει για δύο καταστάσεις. Από το ένα μέρος μιλάει για την φώτιση και από το άλλο μέρος μιλάει για την θέωσι. Όταν λέγη ο Χριστός ίνα πάντες έν ώσι, για ποιους μιλάει; Για τους Αποστόλους βέβαια. Δηλαδή παρακαλεί τον Πατέρα να γίνουν οι Απόστολοι «έν , καθώς έν εσμέν» [Ιω 17,11]. Δέν λέγει εις, αλλά έν.
Πώς όμως ο Πατήρ, ο υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι έν; Απάντησις: Είναι ενωμένοι εις έν, κατά την δόξαν (ενέργειαν) και κατά την ουσίαν. Κατά τα Πρόσωπα, τις υποστάσεις, δεν είναι ενωμένοι. Διότι τα Πρόσωπα στην Αγία Τριάδα, λένε οι Πατέρες, είναι ακοινώνητα μεταξύ τους. Τα κοινά στην Αγία Τριάδα είναι η ουσία και η φυσική ενέργεια της ουσίας, δηλαδή η Δόξα.
Και κατά τι είναι έν ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, με το οποίον έν και εμείς θα γίνωμε έν,δηλαδή και μεταξύ μας και με την Αγία Τριάδα; Ποιο θα είναι αυτό το κοινό γνώρισμα; Απάντησις: Είναι το έν κατά την δόξαν.
Δηλαδή, όπως ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι ένα κατά την δόξαν, διότι έχουν κοινήν την δόξαν, έτσι και εμείς θα γίνωμε ένα, όταν όλοι μας μετάσχωμε στην δόξα του Θεού, όταν δηλαδή όλοι μας ή όσοι από εμάς γίνουν άξιοι, γίνουν μέτοχοι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, του ακτίστου Φωτός. Διότι, όταν ένας άνθρωπος δοξάζεται, τότε γίνεται κοινωνός της ακτίστου δόξης της Αγίας Τριάδος, οπότε ενώνεται και με την Αγία Τριάδα, αλλά και με όσους συνανθρώπους είναι εκείνη την στιγμή ενωμένοι και εκείνοι με την δόξαν του Θεου.
Οπότε εκείνο, για το οποίο προσεύχεται ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο είναι, πρώτα – πρώτα για την κάθαρσι τους, μετά για την φώτισι τους και τέλος για την θέωσι τους. Επομένως το «οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» αναφέρεται όχι γενικά σε όλους τους ανθρώπους, αλλά ειδικά σε όσους θα λάβουν μέρος στην εμπειρία της θεώσεως. Δηλαδή, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέωσι, τότε μόνον οδηγείται εις πάσαν την αλήθειαν. Επομένως η πάσα αλήθεια (όχι περί του κτιστού κόσμου, αλλά περί του Θεού) γίνεται μόνη στην εμπειρία της θεώσεως.
Επειδή όλοι οι Πατέρες είχαν αυτήν την εμπειρία ή παρόμοια, διότι είτε ήσαν σε κατάστασι φωτισμού είτε σε κατάστασι θεώσεως, γι’ αυτό και όλοι τους έχουν την ίδια ακριβώς αντίληψι για την Αγία Γραφή και κάνουν όλοι τους την ίδια ερμηνεία στην Αγία Γραφή στα βασικά της σημεία και την ίδια ερμηνεία στα κείμενα των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας.
Από τα παραπάνω τι συνάγεται; Όσοι βρίσκονται σε κατάστασι φωτισμού ή θεώσεως, αυτοί είναι θεόπνευστοι ή δεν είναι θεόπνευστοι; Απάντησις: Αυτοί φυσικά είναι θεόπνευστοι. Διότι θεοπνευστία σημαίνει τι; Σημαίνει να είναι κάποιος εμπνευσμένος από τον Θεόν. Εν αντιδιαστολή προς τι; Προς το να είναι κανείς εμπνευσμένος από τον διάβολο και τους δαίμονες. Εκείνος θα είναι διαβολόπνευστος και δαιμονόπνευστος.
Η υψηλότερη μορφή της Αποκαλύψεως όσον αφορά στην θεοπνευστία, ήταν εκείνη που συνέβη στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Το κλειδί λοιπόν της Ορθοδόξου θεολογίας σχετικά με την θεοπνευστία είναι η Πεντηκοστή. Εάν κανείς μπορέσει να κατανοήσει την σημασία της Πεντηκοστής για την Πατερική παράδοση, τότε και θεολόγος να μην είναι, τουλάχιστον θα ξέρει τι είναι Θεολογία και τι θεολόγος. Όπως δεν χρειάζεται να είναι κανείς γιατρός για να ξέρει τι είναι Ιατρική επιστήμη και τι είναι γιατρός, κατά τον ίδιο τρόπο κάποιος μπορεί να ξέρει τι είναι Θεολογία, ποιος είναι ο θεολόγος και ποιος είναι ο θεολογών, χωρίς να είναι ο ίδιος θεολόγος ή θεολογών.
Πηγή: Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, «Πατερική Θεολογία» , Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004, σελ 115 –124, Πρόλογος Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Επιμέλεια – Σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου.
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/06/blog-post_912.html

α. Στοχασμός, θεολογία καί ἐπιστήμη β. Διαφορά Ὀρθοδόξων – αἱρετικῶν καί ὁ ἀληθινός Θεολόγος Πατερική Θεολογία, 23ο Μέρος, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Συνεχίζουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννη τοῦ Ρωμανίδη τό κεφάλαιο «Στοχασμός στήν Ὀρθόδοξη θεολογία». Ἔχουμε πεῖ ὅτι ἡ θεολογία δέν εἶναι στοχαστική ἀλλά εἶναι ἀληθινή, εἶναι ἐμπειρική θεολογία. Στήν Ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχει ἄραγε στοχασμός; Λέει ὁ π. Ἰωάννης «ὑπάρχει καί στοχασμός, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει στοχασμός καί στίς θετικές ἐπιστῆμες. Στίς θετικές ἐπιστῆμες ὁ κάθε ἐρευνητής, γιά νά προχωρήσει στήν ἔρευνά του, προβάλλει συνεχῶς ὑποθέσεις καί δέν τολμάει νά υἱοθετήσει τίς ὑποθέσεις αὐτές καί νά τίς μεταβάλει σέ ἀξιώματα, πρίν ἐλεγχθεῖ ἡ ὀρθότητά τους ἀπό τήν ἐμπειρία, δηλαδή τήν ἐμπειρική γνώση μέ βάση τίς ἐπιστημονικές μεθόδους». Κάνει πειράματα καί ἐπαληθεύει αὐτό πού ὑποθέτει πώς εἶναι ἀληθινό. «Στίς θετικές ἐπιστῆμες δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πρόοδος, ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ στοχασμός ἐπάνω στίς κτηθεῖσες γνώσεις. Μέ βάση αὐτόν τόν στοχασμό οἱ ἐπιστήμονες δημιουργοῦν θεωρίες καί προβάλλουν ὑποθέσεις, τίς ὁποῖες ἐν συνεχεία ἐλέγχουν μέ τήν παρατήρηση καί τό πείραμα, ἄν εἶναι ὀρθές». Ἔχουν κάποια δεδομένα, τά συνθέτουν μέ τή σκέψη τους καί φτιάχνουν μιά θεωρία, ἡ ὁποία ἑρμηνεύει, θά λέγαμε, αὐτά τά δεδομένα πού ἔχουν. Ἀλλά θά πρέπει μετά αὐτή τήν θεωρία νά τήν ἐπαληθεύσουν καί μέ τό πείραμα.
«Ὁ στοχασμός ὅμως, πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξο Θεολογία, συνεχῶς λιγοστεύει ὅσο κανείς προχωρεῖ στήν θεογνωσία». Ὅσο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί τά περί τοῦ Θεοῦ τόσο ὁ στοχασμός μειώνεται, «διότι ὁ στοχασμός αὐτός ἐλέγχεται καί περιορίζεται συνεχῶς ὑπό τό φῶς τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» καί δέν χρειάζεται πλέον ὁ ἄνθρωπος νά στοχάζεται ἀλλά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. «Οἱ στοχασμοί καί οἱ ὑποθέσεις ἀντικαθίστανται ἀπό τήν γνώση», πού βιώνει ὁ ἄνθρωπος πού καθαρίζεται καί φωτίζεται. «Προχωρώντας κανείς ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό, ὁ στοχασμός μειώνεται. Πλήρης κατάργηση τοῦ στοχασμοῦ συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν θέωση, ὅταν δηλαδή ἀντικρύσει τήν ἴδια τήν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία τοῦ ἀποκαλύπτεται καί ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός». Μάλιστα ἐκεῖ, στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, καταργεῖται καί ἡ προσευχή, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει βρεῖ αὐτό πού ζητάει μέ τήν προσευχή του, τόν Θεό.
«Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ἀναλλοίωτη δια μέσου τῶν αἰώνων, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο, διότι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἴδια δια μέσου τῶν αἰώνων». Ὁ Θεός καί τῆς Παλαῖας Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Παράδοση εἶναι ἀναλλοίωτη. «Ἦταν καί εἶναι πάντα ἡ ἴδια, σέ ὅλους τούς θεούμενους ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ μέχρι τώρα. Ὅλοι οἱ θεούμενοι (Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Ἅγιοι), δέχονται τήν ἴδια ἐμπειρία ἐν Ἁγίω Πνεύματι κατά τήν θέωση, ὅταν δηλαδή τούς ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός». Δηλαδή, τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχε ὁ προφήτης Μωυσῆς πού εἶδε τήν βάτο τήν φλεγομένη καί μή καταφλεγομένη, τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχαν καί οἱ Ἀπόστολοι στό Θαβώρ καί τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχε καί ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ ἅγιος Σιλουανός, οἱ σύγχρονοι ἅγιοι.
«Ἡ μόνη διαφορά σέ αὐτήν τήν ἐμπειρία εἶναι ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται ἄσαρκος, ὡς ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ἐνῶ στήν Καινή Διαθήκη, ὅπου μεσολαβεῖ ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Λόγου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται μέ τήν δεδοξασμένη Του ἀνθρώπινη φύση, κατά ἀνάλογο τρόπο μέ ἐκεῖνον πού ἀποκαλύφθηκε στό ὄρος Θαβώρ στούς τρεῖς Ἀποστόλους. Αὐτά σημαίνουν ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ γνῶσις περί τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνεται ἐπανααποκαλυπτομένη στούς θεουμένους τῆς κάθε ἐποχῆς». Ὁ κάθε θεούμενος πού ἔχει μία ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ἐπιβεβαιώνει τούς προηγουμένους θεουμένους, πού ἔχουν περιγράψει τήν ἴδια ἐμπειρία. «Ἡ γνῶσις αὐτή, ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, εἶναι πάντα τῆς αὐτῆς φύσεως». Εἶναι δηλαδή ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου. «Ἔχει ὅμως διαβαθμίσεις, δηλαδή διαφορετικό βαθμό πληρότητος στόν κάθε θεούμενο. Ὅταν ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται σέ ἕναν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτεται στό μέτρο πού ὁ Θεός θέλει καί πού ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος μπορεῖ νά δεχθεῖ, νά χωρέσει, τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ». Δέν μποροῦν νά χωρέσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τό ἴδιο. «Ὁ μέγιστος βαθμός ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἐκεῖνος τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁδήγησε τούς Ἀποστόλους «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», ὅπως τούς εἶχε προείπει ὁ Κύριος, ὅτι θά ἔρθει ὁ Παράκλητος καί θά «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Αὐτός εἶναι ὁ μέγιστος βαθμός ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Τώρα ἔχει ἕνα κεφάλαιο «Δυτική Θεολογία καί μοντέρνα -σύγχρονη- ἐπιστήμη».
«Στόν Μεσαίωνα οἱ Εὐρωπαῖοι εἶχαν μία γεωκεντρική ἀντίληψη περί τοῦ σύμπαντος. Πίστευαν, δηλαδή, ὅτι ἡ γῆ εἶναι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος καί ὅτι τά ἄστρα περιστρέφονται γύρω ἀπό τήν γῆ. Ἔρχονται κατόπιν οἱ πρῶτοι ἀστρονόμοι τῆς μοντέρνας ἐποχῆς, συγκεκριμένα ὁ Γαλιλαῖος καί ἀποδεικνύει ὅτι δέν περιστρέφεται ὁ ἥλιος γύρω ἀπό τήν γῆ», ὅπως πίστευαν μέχρι τότε, «ἀλλά ἡ γῆ γύρω ἀπό τόν ἥλιο. Αὐτό τό συμπέρασμα τό ἔβγαλε ἀπό παρατηρήσεις πού ἔκανε μέ τό τηλεσκόπιό του. Ἀπέδειξε δηλαδή ἐκεῖνο πού ὑπεστήριζε μέ τήν παρατήρηση. Δέν τό ἀπέδειξε μέ φιλοσοφικά ἐπιχειρήματα», ἀλλά μέ τήν ὅραση, τό εἶδε. «Οἱ τότε ἐκκλησιαστικές ἀρχές δέν ἐπείσθησαν (παρ’ ὅ,τι ὁ ἴδιος παρότρυνε καί αὐτούς τούς ἐπισκόπους -τῆς Δύσης, τούς παπικούς ἐπισκόπους- νά κοιτάξουν μέσα ἀπό τό τηλεσκόπιό του καί τούς ἐξηγοῦσε τί ἔβλεπαν) καί κόντεψε νά καεῖ ἐπάνω στήν πυρά ὡς αἱρετικός ἀπό τήν Ἱερά Ἐξέταση!». Βλέπετε, ὅταν κανείς δέν ἔχει αὐτή τήν μεθοδολογία τῆς γνώσεως ἐξ ἐμπειρίας, ἀλλά βασίζεται στόν στοχασμό, στήν φιλοσοφία, στή λογική, κάνει λάθη. Ἡ ἐμπειρία τόν διαψεύδει. Καί πρέπει νά ἔχει τουλάχιστον τήν ταπείνωση νά πεῖ ὅτι: ναί, ἔκανα λάθος. Ἀλλά αὐτοί δέν εἶχαν τέτοια ταπείνωση. Ἀπείλησαν, λοιπόν, ὅτι θά τόν κάψουν τόν Γαλιλαῖο. «Ἀναγκάσθηκε νά δηλώσει μετάνοια (!) γιά νά ἀποφύγει τόν θάνατο». Μετανοοῦσε, δηλαδή, γιά αὐτά πού ἔλεγε, ἐνῶ ἦταν ἀλήθεια. «Ἔκτοτε δημιουργήθηκε ἡ ὑποψία ὅτι τά γνωστά περί τοῦ φυσικοῦ κόσμου δέν ἦσαν ὅπως τά περιέγραφαν -μέχρι τότε- οἱ θεολόγοι (οἱ ὁποῖοι τότε στήν Δύση, ἦταν οἱ γραμματισμένοι, οἱ σπουδασμένοι τῆς κοινωνίας καί οἱ διανοούμενοι τῆς ἐποχῆς), ἀλλά ἀλλιῶς ἦταν ὁ κόσμος καί ἀλλιῶς περιεγράφετο μέχρι τότε». Γίνεται μία ἀνατροπή δηλαδή τῆς γνώσης τῶν θεολόγων ἀπό τήν ἐπιστήμη.
«Στόν Μεσαίωνα» τῶν δυτικῶν θεολόγων, πάντοτε μιλᾶμε γιά τήν Δύση, «ὁ Ἀριστοτέλης ἀπέκτησε τόσο μεγάλο κύρος», στήν Δύση πάλι, «ὥστε ἡ αὐθεντία του ἦταν ἰσάξια ἐκείνης τῆς Ἁγίας Γραφῆς». Ὁ Ἀριστοτέλης πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὑπεστήριζε ὅτι ἡ γῆ εἶναι ἐπίπεδη καί ὄχι στρογγυλή. «Τότε ἡ Ἁγία Γραφή ἑρμηνευόταν ὑποχρεωτικά βάσει τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἀριστοτέλους. Ὅποιος διαφωνοῦσε μέ τόν Ἀριστοτέλη, ὅπως τόν ἑρμήνευαν οἱ Φράγκοι, κινδύνευε νά χάσει τήν ζωή του!». Βλέπουμε, πού φτάνει ἡ πλάνη καί ἡ ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό καί στόν στοχασμό. «Γιά τόν λόγο αὐτό μεταξύ τῶν θετικῶν ἐπιστημόνων τῆς Δύσεως ὑπάρχει μία ὑποσυνείδητη ἐμπάθεια πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἀριστοτέλους, ὄχι διότι ὁ ἴδιος δέν ἦταν σπουδαῖος φιλόσοφος καί ἐρευνητής περί τῶν φυσικῶν πραγμάτων, ἀλλά ἐπειδή ὁ Φραγκικός Μεσαίωνας βασίσθηκε τόσο πολύ στόν Ἀριστοτέλη. Ἕνας λόγος πού σήμερα ἔχουμε αὐτήν τήν σπουδαία ἐξέλιξη στίς θετικές ἐπιστῆμες στήν Δύση εἶναι ὅτι οἱ θετικοί ἐπιστήμονες γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ἤσκησαν αὐστηρή κριτική στό λογικό σύστημα τοῦ Ἀριστοτέλου,ς γιά νά φθάσουν ἐκεῖ πού ἔφθασαν. Σκοπός τους βέβαια ἦταν νά ρίξουν τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ἐπάνω στά θέματα τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν». Γι’ αὐτό καί ἀμφισβήτησαν τόν Ἀριστοτέλη καί ἔτσι προχώρησε ἡ ἐπιστήμη. «Αὐτό βέβαια δημιούργησε προβλήματα στήν Δυτική Παράδοση ὄχι μόνο γιά τούς Παπικούς, ἀλλά καί γιά τούς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι τώρα μᾶς κάνουν καί τούς μοντέρνους οἱ περισσότεροι καί ξεχνοῦν ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ Μεταρρυθμιστές (Λούθηρος κλπ), ἦσαν ἐπίσης ἀφοσιωμένοι στήν παλαιά ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου». Δηλαδή, βλέπετε, ὅτι καί τίς ἐπιστημονικές ἀντιλήψεις τίς ἔκαναν δόγματα, ἐνῶ δέν εἶναι σωστό αὐτό. Μέ τόν τρόπο αὐτό λειτουργοῦσαν ἀνασταλτικά γιά τήν ἐπιστήμη.
«Αὐτή ἡ παλαιά ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου φαίνεται σαφῶς καί στίς ἀντιλήψεις τῶν Δυτικῶν τοῦ Μεσαίωνα γύρω ἀπό τά θέματα Παραδείσου – Κολάσεως ὡς καί τῆς σχέσεως τῆς γῆς μέ τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση. Καί ἐδῶ ἔχομε τά ποιήματα τοῦ Dante (Δάντη), ὁ ὁποῖος στήν πραγματικότητα ἦταν ἕνας δεισιδαίμων καί στενοκέφαλος, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ἰδέα περί Πατερικῆς Παραδόσεως, ὅπως τήν γνωρίζουμε ἐμεῖς. Ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἦταν ἁπλῶς ἕνας σκοταδιστής, καί δή τοῦ Μεσαίωνος. Ὁ Dante ἦταν ὁ πατέρας τῆς Ἀναγεννήσεως στήν Δύση καί ἦταν ἕνα παιδί ἀφοσιωμένο στήν θεολογική καί θρησκευτική παράδοση τῶν Φράγκων καί τίποτε ἄλλο. Τό ἴδιο ἱσχύει καί γιά τόν Boccacio (Βοκκάκιο) καί γιά τόν Petrarch (Πετράρχη), οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται καί αὐτοί συμπατέρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἀναγεννήσεως».
«Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἀναγέννηση (Renaissance) καί ὁ λεγόμενος Ἀνθρωπισμός» τί εἶναι; «Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία ἐπιστροφή στίς ἀρχαῖες Ἑλληνικές κλασσικές σπουδές». Ἐνῶ εἴχαμε τό Εὐαγγέλιο, εἴχαμε τούς Ἅγιους Πατέρες, στή Δύση ἀγνοοῦνται οἱ Πατέρες καί ἐπιστρέφουν στήν πρό Χριστοῦ γραμματεία καί γνώση, φιλοσοφία καί κατάσταση. Καί αὐτό τό ὀνομάζουν ἀναγέννηση, ἐνῶ οὐσιαστικά εἶναι ὀπισθοδρόμηση. «Εἶναι δηλαδή μία ἐπιστροφή στήν Κλασσική ἐποχή καί μία ἀναγέννηση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γραμματείας γενικότερα, ἀλλά καί τῆς φιλοσοφίας. Αὐτήν τήν ἀναγέννηση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας δέν τήν προκάλεσε ὁ ἴδιος ὁ Dante, διότι αὐτή εἶχε ἀρχίσει τουλάχιστον δύο αἰῶνες πρίν. Ὁ Dante εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι ἦταν ὁπαδός τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη». Ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης εἶναι ἀπό τούς κορυφαίους θεολόγους τῆς Δύσης. «Τό δέ ἔργο του μέ τίτλο Θεία Κωμωδία (Divina Commedia) εἶναι μία ποιητική ἀπόδοση τῆς θεολογίας τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου», ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπό τούς θεμελιωτές τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, τῆς θεολογίας δηλαδή πού βασίζεται στήν λογική.
«Ὅμως ἄρχισε νά ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη ἐπάνω στόν Ἀριστοτέλη δέν ἦταν σωστή, ὅτι δηλαδή ἦταν μία παρερμηνεία. Συνέβη, ὅμως, μετά τήν ἐξέλιξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν στήν Δύση, κυρίως ὅμως μέ τίς ἐπαναστατικές μελέτες πού ἀρχίζουν μέ τήν Ἀστρονομία, μέ τό ἀστρονομικό σύστημα πού ἀρχίζει νά καθιερώνεται ἀπό τόν Γαλιλαῖο καί ἐντεῦθεν, νά κλονίζεται σοβαρά ἡ αὐθεντία τοῦ Ἀριστοτέλους. Ἔτσι φθάνουμε σήμερα στό σημεῖο νά μήν ὑπάρχει, νομίζω, σοβαρός ἄνθρωπος – ἐκτός βέβαια ἀπό κάποιους πού ζοῦν στήν Ἑλλάδα!», ἐδῶ εἰρωνεύεται λίγο… «πού νά εἶναι ὁπαδός τοῦ Ἀριστοτέλη ἤ τοῦ Πλάτωνα. Δέν ὑπάρχουν πλέον ὁπαδοί τους. Ὑπάρχουν βέβαια μελετητές», ὅπως ὑπάρχουν μελετητές, «πού μελετοῦν ὁποιονδήποτε διανοούμενο τῆς ἱστορίας».
«Αὐτή ὅμως ἡ διάκριση μεταξύ φιλοσόφου καί ἱστορικοῦ τῆς φιλοσοφίας δέν εἶναι ἀντιληπτή ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, διότι ἐκεῖνο πού παρετήρησα ἀπό τότε πού ἦλθα ἐδῶ», εἶχε ἔλθει στήν Ἑλλάδα ὁ π. Ἰωάννης ἀπό τήν δεκατία τοῦ ’50, «εἶναι ὅτι οἱ Νεοέλληνες μελετοῦν μέ μεγάλη ἀγάπη μόνο ἀνθρώπους τοῦ παρελθόντος, μέ τούς ὁποίους συμφωνοῦν. Δηλαδή, ἔχουμε ἐδῶ τό καλός καί τό κακός. Ἄν κάποιος εἶναι καλός, μᾶς ἀρέσει καί ὅλα ὅσα λέγει εἶναι σωστά! Ἐνῶ, ἄν εἶναι κακός, ὅλα ὅσα λέγει δέν εἶναι σωστά! Δηλαδή ἤ μαῦρο θά εἶναι ἤ ἄσπρο. Γίνεται δηλαδή μία ἁπλοποίηση, μία διαστροφή τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας. Ὁπότε, ἄν ποῦμε ὅτι ὁ Πλάτων εἶναι σπουδαῖος, αὐτό σημαίνει ὅτι ὀφείλουμε νά δεχώμεθα ὅ,τι ὁ Πλάτων διδάσκει. Διότι, ἄν ὁ Πλάτων εἶναι σπουδαῖος, πρέπει νά διδάσκει τήν ἀλήθεια! Ἄν κάποιος δέν διδάσκει τήν ἀλήθεια, τότε εἶναι ἕνας ἄχρηστος. Ἔτσι, ἄν ὁ Πλάτων δέν διδάσκει τήν ἀλήθεια, τότε εἶναι ἕνας ἄχρηστος! Ἔτσι ὅμως γίνεται μία σύγχυση». Θέλει νά πεῖ ὁ π. Ἰωάννης ὅτι ὑπάρχουν καί καλά στοιχεῖα στόν Πλάτωνα, δέν μποροῦμε νά τά ἀπορρίψουμε ὅλα. Ἀλλά οὔτε πάλι, ἐπειδή τά ἄλλα εἶναι σωστά εἶναι κι αὐτό σωστό. Δέν μποροῦμε νά τά δεχόμαστε ὅλα ἀβασάνιστα.
«Αὐτό τώρα σέ συνδυασμό μέ τόν Νεοελληνικό πατριωτισμό σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦσαν σπουδαῖοι». Ὑπάρχει μιά τέτοια ἀντίληψη. Ἀλλά δέν εἶναι ὅλα ὅσα εἶπαν καί ἔγραψαν οἱ ἀρχαῖοι ὡραῖα καί καλά. «Καί ὁ Πλάτων καί ὁ Ἀριστοτέλης ἦσαν σπουδαῖοι. Ἔτσι, καί μόνο γι’ αὐτόν τόν λόγο, πρέπει καί σήμερα νά ὑπάρχουν ὁπαδοί τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη!». Πάλι ἐδῶ μιά λεπτή εἰρωνεία… «Δέν ξέρω βέβαια ἄν ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ὑπάρχει σήμερα κανένας ὁπαδός τοῦ Πλάτωνα, μεταξύ ὅμως τῶν θρησκευομένων ἤ ἐξ ἐπόψεως τῆς κουλτούρας τῶν θρησκευομένων ὑπῆρχε μία ἀδυναμία γιά τόν Πλάτωνα. Ἀλλά βλέπουμε ὅτι μεταξύ τῶν θεολογικῶς φιλοσοφούντων στούς θεολογικούς κύκλους τῆς Ἑλλάδος ὑπάρχει μία τάση νά ρέπουν πρός τόν Ἀριστοτέλη. Τά τελευταῖα χρόνια ὅμως ἐμφανίζονται μερικοί, οἱ ὁποῖοι μᾶλλον ἀρέσκονται στόν Ὑπαρξισμό», μιά φιλοσοφία ἀπό τήν Δύση.
«Γιά νά ἀποδείξουμε λοιπόν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μοντέρνοι, λέμε ὅτι οἱ Πατέρες εἶναι Πλατωνικοί, ἐάν ἡ μόδα εἶναι ὁ Πλάτων. Ἄν ὅμως ἡ μόδα ἀπαιτεῖ, γιά νά εἶναι κανείς μοντέρνος, νά εἶναι Ἀριστοτελικός, τότε ξεθάβουν τίς Πατερικές ἀναφορές στόν Ἀριστοτέλη, γιά νά δείξουν ὅτι ἕνας π.χ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τόν Ἀριστοτέλη καί κάνει ἑρμηνεῖες σχετικές· ἔτσι δημιουργοῦν καί ἕνα Πατέρα Ἀριστοτελικό, ὥστε ἔτσι νά διασώζεται ἡ ὑπόληψις τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως…». Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι διαφορετική. Οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν φιλοσοφικές γνώσεις καί ὁρολογίες, ἀλλά δέν ὑποτάχτηκαν στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία. «Ὅσοι ὅμως σπούδασαν στήν Εὐρώπη ἤ στήν Ἀμερική, εἶδαν ὅτι δέν ἔχει καί πολλή πέραση οὔτε ὁ Πλάτων οὔτε ὁ Ἀριστοτέλης καί ὅτι στόν μέν Ἀγγλοσαξονικό κόσμο ἐπικρατεῖ ὁ λογικός θετικισμός, ἐνῶ στήν Εὐρώπη καί κυρίως στήν Γαλλία ἐπικρατεῖ ὁ ὑπαρξισμός».
«Οἱ ὑπαρξιστές διαιροῦνται στούς ἄθεους ὑπαρξιστές», ὅπως ἦταν ὁ Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ἄν τόν εἴχατε ἀκούσει «καί στούς θρησκευομένους ὑπαρξιστές. Ὁπότε αὐτοί, γιά νά στηρίξουν τήν Ὀρθοδοξία νά μή πέσει κάτω» καί ἐδῶ εἰρωνικά τό λέει, «διαβάζουν τούς θρησκευομένους ὑπαρξιστές!». Θέλουμε, δηλαδή, ὁπωσδήποτε νά ὑποτάξουμε τούς Πατέρες στήν φιλοσοφία! Ἐνῶ δέν εἶναι σωστό αὐτό. Καί νά λέμε ὁ τάδε πατέρας εἶναι ὑπαρξιστής, ὁ ἄλλος εἶναι Ἀριστοτελικός, ὁ ἄλλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Πλατωνικός… «Βέβαια δέν ξέρω ἄν τούς καταλαβαίνουν, πάντως τουλάχιστον τούς μιμοῦνται», ἐννοεῖ τούς ὑπαρξιστές. «Ἔρχονται λοιπόν στήν Ἑλλάδα καί γράφουν βιβλία περί ὑπαρξισμοῦ γιά νά εἰσαγάγουν τά Ἑλληνικά νιάτα στά νάματα τοῦ ὑπαρξισμοῦ, ὥστε νά γίνουμε καί ἐμεῖς μοντέρνοι. Ἔτσι, ὅλο καί περισσότερο μοντέρνοι γινόμαστε καί πιθηκίζουμε καί ἀληθινά μοντέρνοι ποτέ δέν γινόμαστε». Ἀληθινά σύγχρονοι εἶναι μόνο οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶπαν κάτι πού εἶναι διαχρονικό. Ἄρα εἶναι πάντα σύγχρονο. Ἐνῶ ὅλα αὐτά πού ἔρχονται ὡς μοντέρνα φροῦτα ἀπό τήν Εὐρώπη εἶναι κάτι προσωρινό καί πρόσκαιρο, τό ὁποῖο ἤδη ἔχει παλιώσει.
«Ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν».
«Ἐξ ἐπόψεως τώρα τῆς Παραδόσεως δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα ἡ μοντέρνα Ὀρθοδοξία μέ τήν παραδοσιακή Ὀρθοδοξία. Ὑπάρχει βέβαια κάτι τό κοινό, ἡ Ἁγία Γραφή· αὐτή ὅμως εἶναι μέρος τῆς Παραδόσεως. Τό πρόβλημα ὄμως εἶναι ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς Παραδόσεως· ποιός εἶναι ὁ πυρῆνας τῆς Παραδόσεως. Αὐτόν θά τόν βρεῖ κανείς, ἄν προσεγγίσει τό θέμα, ὅπως θά ἔκανε σέ μία ὁποιαδήποτε θετική ἐπιστήμη».
«Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχουμε ἐκτός τῆς προφορικῆς Παραδόσεως καί γραπτά κείμενα. Ἔχουμε τήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχουμε τήν Καινή Διαθήκη, ἔχουμε τίς ἀποφάσεις καί τά πρακτικά τῶν Οἱκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ἔχουμε τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοια ὅμως γραπτά κείμενα ἔχουν σέ ποσότητα καί οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες. Ὁπότε τίθεται τό θέμα, ποιά εἶναι ἡ βασική διαφορά μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν πιστῶν τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν δογμάτων. Γιατί οἱ μέν νά εἶναι Ὀρθόδοξοι καί οἱ ἄλλοι αἱρετικοί; Ποιά εἶναι ἡ οὐσιαστική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν;». Κι ἐκεῖνοι ἔχουνε βιβλία κι ἐκεῖνοι ἔχουνε -ὑποτίθεται- οἰκουμενικές συνόδους καί -ὑποτίθεται- ἔχουν κι αὐτοί τήν Καινή καί τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως κι ἐμεῖς. Ἄν καί σέ μερικά σημεῖα εἶναι ἀλλοιωμένη, ἰδιαίτερα ἀπό τούς προτεστάντες. Ποιά εἶναι ἡ βασική διαφορά ὅμως;
«Νομίζω τήν βασική διαφορά μποροῦμε νά τήν κατανοήσουμε, ἄν πάρουμε γιά παράδειγμα τήν Ἰατρική ἐπιστήμη. Ἐκεῖ ἔχουμε τούς γιατρούς πού ἀνήκουν στόν Ἰατρικό Σύλλογο. Ἄν δέν εἶναι κάποιος γιατρός μέλος τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου, δέν μπορεῖ νά ἐξασκήσει τό ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ. Γιά νά εἶναι ἕνας γιατρός νόμιμος, πρέπει ὄχι μόνο νά εἶναι ἀπόφοιτος μιᾶς ἀναγνωρισμένης Ἰατρικῆς Σχολῆς, ἀλλά καί μέλος τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου. Τά ἴδια ἰσχύουν καί γιά τούς δικηγόρους. Στίς ἐπιστῆμες αὐτές ὑπάρχει μία συνεχής δοκιμασία· διότι, ἄν παρεκτραπεῖ κάποιος, ὡς πρός τήν ὀρθή ἐξάσκηση τοῦ ἐπαγγέλματός του, τότε δικάζεται ἀπό τό ἁρμόδιο ὄργανο τοῦ ἐπαγγελματικοῦ Συλλόγου στόν ὁποῖο ἀνήκει καί ἀποβάλλεται τοῦ ἐπαγγελματικοῦ Σώματος». Τοῦ ἀφαιροῦν τήν ἄδεια ἐξάσκησης ἐπαγγέλματος, ὅταν ἀποδειχτεῖ ὅτι δέν ἐξασκεῖ σωστά τό λειτούργημά του.
«Τό ἴδιο ὅμως συμβαίνει καί στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀντίστοιχη διαδικασία μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀποβολή δηλαδή ἤ ἡ ἀποκοπή κάποιου μέλους Της, ὀνομάζεται ἀφορισμός· προκειμένου δέ περί ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος καθαίρεσις». Ἔχουμε κληρικούς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καθαιρεθεῖ. Καί ἀνώτατους κληρικούς καί πατριάρχας καί ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους καί κάθε βαθμίδος. Γιατί αὐτό; Διότι ἀποδείχτηκε ἐν τοῖς πράγμασι ὅτι δέν λειτουργοῦν σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί τί σημαίνει δέν λειτουργῶ σωστά, νά τό ποῦμε ἁπλά; Δέν θεράπευαν. Γιατί οἱ λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου, οἱ πρεσβύτεροι κατεξοχήν καί οἱ ἐπίσκοποι, εἶναι ἰατροί τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ βασική διαφορά, ἑπομένως, εἶναι ὅτι στήν μέν Ὀρθοδοξία καί ὅσοι εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν ἔχουν καθαιρεθεῖ ἤ ἀφοριστεῖ, εἶναι γιατροί, πραγματικοί γιατροί τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, οἱ δε εὑρισκόμενοι στήν αἵρεση εἶναι αὐτοί πού ἔχουν ἀποβληθεῖ, ἄρα δέν θεραπεύουν. Ἡ αἵρεση, ἑπομένως, δέν θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
«Ἔτσι οἱ αἱρετικοί ἀφορίζονται ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας», γιατί ἀκριβῶς δέν λειτουργοῦν θεραπευτικά γιά τά μέλη τοῦ Σώματος. «Ὅπως στόν ἰατρικό χῶρο σέ ἕναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δέν εἶναι δυνατόν νά τοῦ ἐπιτραπεῖ νά θεραπεύει, ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτραπεῖ σέ ἕναν αἱρετικό νά θεραπεύει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Διότι, ἐπειδή εἶναι αἱρετικός, δέν γνωρίζει, δέν μπορεῖ νά θεραπεύει». Θά ἰσχύσει ἐκεῖ ἡ Παροιμία «ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν» (Λουκ. 4,23). Ὁ αἱρετικός εἶναι αὐτός πού δέν ἔχει σωστή δόξα γιά τόν Θεό, ἄρα δέν ἔχει ὁ ἴδιος πρόσβαση στήν ἀλήθεια καί στό φῶς, ἄρα στή ζωή, στήν ὑγεία τήν πνευματική. Πῶς θά δώσει ὑγεία στούς ἄλλους; Νά ἡ βασική διαφορά αἵρεσης καί Ὀρθοδοξίας. Ἡ αἵρεση δέν θεραπεύει, ἡ Ὀρθοδοξία θεραπεύει.
«Ὁπότε, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει ποτέ ἕνωση μεταξύ κάποιου Συλλόγου κομπογιαννιτῶν γιατρῶν καί τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου», ἀλλοίμονο ἄν γίνει αὐτό τό πράγμα… «ἔτσι δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά γίνει ἕνωση μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν», τῶν Παπικῶν ἄς ποῦμε καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέν εἶναι δυνατή ἡ ἕνωση ποτέ, γιατί εἶναι τελείως ἀντίθετα πράγματα. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, μή φοβᾶστε τόν Πάπα, γιατί εἶναι τελείως διαφορετικά πράγματα, εἶναι κτιστό καί ἄκτιστο, εἶναι φῶς καί σκότος, εἶναι ἀλήθεια καί πλάνη.
«Ἕνας πραγματικός γιατρός δέν εἶναι ἐκεῖνος πού ἁπλῶς διαβάζει πολλά ἰατρικά βιβλία». Καί στήν Δύση ἔχουν πλῆθος βιβλία, ἐγκυκλοπαίδειες κ.λ.π. Ἀλλά δέν γίνεσαι ἔτσι γιατρός, οὔτε φτάνεις στήν ἀλήθεια μόνο μέ τήν μελέτη. Ἕνας πραγματικός γιατρός εἶναι «ἐκεῖνος πού ἔχει μέν ἀποφοιτήσει ἀπό τήν Ἰατρική Σχολή ἑνός Πανεπιστημίου, συγχρόνως ὅμως ἔχει μαθητεύσει γιά ἕνα σημαντικό διάστημα κοντά σέ ἕναν πεπειραμένο καθηγητή ἀποδεδειγμένης ἱκανότητας νά θεραπεύει ἀρρώστους». Ἔτσι καί στήν θεολογία, γιά νά γίνει κανείς ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων τῶν ἀνθρώπων δέν ἀρκεῖ μόνο νά διαβάσει ἤ ἀκόμα καί νά πάει στήν Θεολογική Σχολή, ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό πρέπει νά κάνει κάθαρση, ἀγῶνα στήν ψυχή του, κάνοντας ὑπακοή. Γιατί δέν μπορεῖ κανείς νά κάνει κάθαρση, ἄν δέν κάνει ἐργασία ἀνάλογη μ’ αὐτή πού γίνεται στά μοναστήρια, ὅπου κανείς πηγαίνει σ’ ἕναν Γέροντα, κοντά σ’ ἕναν θεραπευμένο ἄνθρωπο δηλαδή καί τοῦ κάνει ὑπακοή. Καί τί σημαίνει τοῦ κάνει ὑπακοή; Ὑποτάσσεται καί ἀκολουθεῖ τίς ὁδηγίες πού τοῦ δίνει ἐκεῖνος, ὥστε νά προχωρήσει στή διαδικασία τῆς κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ. Τότε, ἀφοῦ θεραπευτεῖ, μπορεῖ κι αὐτός μετά νά θεραπεύει καί ἄλλους.
«Ποιός εἶναι, τώρα, ὁ ἀληθινός θεολόγος; Θεολόγος εἶναι μόνο ἐκεῖνος πού διάβασε πολλά θεολογικά βιβλία καί εἶναι ἐνημερωμένος ἐπάνω στήν σχετική βιβλιογραφία;». Ὄχι, βέβαια! «Αὐτός ὅμως μοιάζει μέ ἕναν μικροβιολόγο π.χ. πού διάβασε μέν πολλά βιβλία ἐπάνω στήν ἐπιστήμη του, ἀλλά δέν χρησιμοποίησε ποτέ ἕνα μικροσκόπιο οὔτε ἔκανε ἐργαστηριακές ἀναλύσεις κλπ». Δέν ἔχει κάνει δηλαδή καθόλου πράξη. Αὐτός φυσικά δέν εἶναι γιατρός. Ἔτσι καί στή θεολογία λέμε τό γνωστό ρητό «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Γιά νά φτάσεις στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ δηλαδή, γιά νά δεῖς τόν Θεό καί νά ἔχεις ἑπομένως λόγο γιά τόν Θεό, νά μπορεῖς νά μιλήσεις γιά τόν Θεό, νά εἶσαι θεολόγος, θά πρέπει νά περάσεις πρῶτα ἀπ’ τήν πράξη. Καί ἡ πρᾶξις εἴπαμε εἶναι ἡ ὑπακοή καί ὅλα ὅσα περιλαμβάνει αὐτός ὁ ὅρος, δηλαδή νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, κακοπάθεια καί ταπείνωση.
«Σέ ὅλες τίς θετικές ἐπιστῆμες, ἐκεῖνος πού ἔχει ὁ λόγος του κύρος καί εἶναι αὐθεντία στήν ἐπιστήμη του, εἶναι πάντα ἐκεῖνος πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ ἀντικειμένου ἤ τοῦ φαινομένου στό ὁποῖο ἀναφέρεται καί τό ὁποῖο ἔχει μελετήσει, δηλαδή ἐκεῖνος πού ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς παρατηρήσεως καί κατανοεῖ τά φαινόμενα πού παρατηρεῖ». Ὄχι ἁπλῶς μιλάει θεωρητικά, ἀλλά τά ἔχει δεῖ κιόλας. Ἔχει ἐμπειρία διαμέσου τῶν αἰσθήσεων.
«Στήν Πατερική ὁρολογία αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς παρατηρήσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λέγεται θεωρία. Τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς θεωρίας» ἤ ἀλλιῶς θεοπτίας, «εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς αὐτενεργούσης προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐμπειρία τῆς εὐχῆς». Ἡ πρώτη ἐμπειρία δηλαδή τοῦ Θεοῦ εἶναι νά αἰσθανθεῖ μέσα του ὁ ἄνθρωπος τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται. Ἡ προσευχή του δηλαδή δέν γίνεται ἀπό τόν ἴδιο ἀλλά εἶναι αὐτενεργοῦσα, γίνεται ἀπό μόνη της. «Μέ τήν εὐχή, ὅταν εἶναι ἐνεργουμένη ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀρχίζει νά θεμελιώνεται ἡ ἐνδιάθετος πίστις στόν ἄνθρωπο». Αὐτή ἡ ἐνδιάθετος πίστη, ἡ ἐσωτερική πίστη, δέν εἶναι πλέον μία πίστη ἔτσι ἁπλή, ἀλλά εἶναι μία πίστη πού ἐπιβεβαιώνεται ἀπό ἐμπειρικά δεδομένα. Αὐτό τό γεγονός τῆς αὐτενεργούσης προσευχῆς εἶναι ἕνα ἐμπειρικό γεγονός, ἕνα ἐμπειρικό δεδομένο καί ὁ ἄνθρωπος πού τό ἔχει αὐτό πλέον καταλαβαίνει ὅτι κάτι ὑπάρχει, κάτι συμβαίνει. Ὁ Θεός, στόν Ὁποῖο πιστεύει βέβαια θεωρητικά, ὑπάρχει καί ἐνεργεῖ μέσα του καί ἑπομένως προχωράει ὁ ἄνθρωπος σ’ ἕναν ἀνώτερο βαθμό πίστεως πού ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τά γεγονότα. «Διά τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Χριστιανός ἀρχίζει νά θεωρεῖ τόν Θεόν, νά γνωρίζει τόν Θεόν. Ὁ Χριστιανός τώρα ἔχοντας τήν βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ ὁδηγούς τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, δηλαδή τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους, καθώς καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν ἐν Ἁγίω Πνεύματι τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, μπορεῖ νά κάνει καί ὁ ἴδιος σωστή ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί νά ἐμβαθύνει στά ρητά καί στά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν κειμένων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας». Γιατί; Γιατί ἔχει τό ἴδιο Πνεῦμα μέ τό Ὁποῖο γράφτηκαν αὐτά τά κείμενα. Ἔχει δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργό μέσα του. Ὁπότε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν διδάσκει καί τήν ἑρμηνεία αὐτῶν πού διαβάζει, τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.
«Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις κατά διαστήματα μπορεῖ ὁ Χριστιανός αὐτός νά ἀνεβαίνει σέ ὑψηλότερα στάδια θεωρίας», ἐκτός ἀπό τό βασικό πού εἴπαμε τήν αὐτενεργοῦσα προσευχή. Νά ἀνεβαίνει «π.χ. σέ ἔλλαμψη ἤ, ὅταν θέλει ὁ Θεός, σέ μέθεξη τοῦ ἀκτίστου Φωτός, δηλαδή σέ θέωση. Ἀπό Πατερικῆς ἀπόψεως θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφθασε σέ θέωση, διότι τότε γίνεται ἀπλανής, ὁπότε μπορεῖ νά θεολογεῖ χωρίς φόβο νά πέσει σέ πλάνη. Δηλαδή θεολόγοι κατά τούς Πατέρες εἶναι μόνον οἱ θεόπτες». Αὐτοί πού εἶδαν τόν Θεό εἶναι ἀληθινοί θεολόγοι καί ὄχι αὐτοί πού ἔχουν ἕνα πτυχίο Θεολογίας. Αὐτοί εἶναι θεολογοῦντες καί ὑπάρχει βέβαια μεγάλη πιθανότητα λάθους, ὅταν θεολογοῦν, ἐκτός ἄν ἀκολουθοῦν τούς θεόπτες, δηλαδή τούς ἁγίους Πατέρες. Τό βασικό δόγμα εἶναι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», νά ἀκολουθοῦμε τούς ἁγίους Πατέρες. Εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό πού λένε κάποιοι ὅτι ἐμεῖς σήμερα δέν χρειαζόμαστε τούς Πατέρες… οἱ λεγόμενοι μεταπατερικοί θεολόγοι. Μά πῶς θά πορευτεῖς ἄν δέν ἔχεις ὁδηγούς τούς ἁγίους Πατέρες, ἐφόσον ἐσύ ὁ ἴδιος δέν εἶσαι Πατέρας; Ἐκτός ἄν ἔχεις φτάσεις στήν θέωση. Ἄν εἶχες φτάσει στήν θέωση ὅμως, σέ καμιά περίπτωση δέν θά ἔλεγες ̔ἄς ἀφήσουμε τούς ἁγίους Πατέρεςʾ. Θά ἤσουν ταπεινός καί θά ἔλεγες ̔ναί, νά πάω πίσω ἀπό τούς ἁγίους Πατέρεςʾ.
«Ἡ Ἐκκλησία τόν τίτλο τοῦ κατ’ ἐξοχήν θεολόγου τόν ἔδωσε σέ πολύ λίγους Πατέρες, ἄν καί πολλοί Ἅγιοι θεολόγησαν. Οἱ θεολογοῦντες σέ ἀντιδιαστολή μέ τούς θεολόγους εἶναι ὅσοι ἔφθασαν μόνο στήν κατάσταση φωτισμοῦ, τῆς ἀδιαλείπτου δηλαδή καρδιακῆς εὐχῆς, οἱ ὁποῖοι ὅμως, ἐπειδή ἔχουν φωτιστεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μποροῦν καί θεολογοῦν ἐπάνω στήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, χωρίς οἱ ἴδιοι νά παράγουν καινούργια Θεολογία». Αὐτοί οἱ θεολογοῦντες μιλοῦν σωστά γιά τόν Θεό, ὅταν βασίζονται πάνω στούς θεουμένους καί στήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων.
«Βέβαια ὑπάρχουν καί οἱ διανοητικά θεολογοῦντες, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦν, ἐπειδή ἔχουν ἁπλῶς διαβάσει μερικά θεολογικά βιβλία, πράγμα ὅμως πού ἀπαγορεύεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας». Κανονικά δηλαδή, γιά νά μιλήσεις γιά τόν Θεό, θά πρέπει νά ἔχεις προχωρήσει τουλάχιστον μέχρι τό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

α. Περί οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό β. Περί τῆς Ἐνσαρκώσεως καί τῆς Ἁγίας Τριάδας. Πατερική Θεολογία, 19ο μέρος, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης



Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη καί τό θέμα σήμερα εἶναι γιά τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό. Στόν Θεό πράγματι διακρίνουμε οὐσία καί ἐνέργεια. Ὁ Θεός δηλαδή ἔχει οὐσία, ἔχει καί ἐνέργεια. Τά πράγματα αὐτά βέβαια δέν εἶναι κάτι ξεχωριστό. «Ὅταν μιλᾶμε, λέει ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, «στήν Ὀρθόδοξη παράδοση γιά διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, ἐννοοῦμε τήν φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάτι τό διαφορετικό καί ξεχωριστό ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ». Καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι καί αὐτή Θεός. «Δέν εἶναι ἄλλο ἡ οὐσία καί ἄλλο ἡ ἐνέργεια τῆς οὐσίας». Ἡ ἐνέργεια, θά λέγαμε, ἐκπηγάζει ἐκ τῆς οὐσίας.
«Ὁρισμένοι δικοί μας θεολόγοι μιλᾶνε γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σάν νά εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Λένε δηλαδή ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς οὐσίας. Πράγματι αὐτήν τήν ἐντύπωση μπορεῖ νά ἀποκομίσει κάποιος, ὅταν διαβάζει τούς Πατέρες, ὅτι δηλαδή ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ οὐσία καί ἄλλο ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐκφράζονται ἔτσι οἱ Πατέρες μόνο γιά νά τονίσουν τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού αὐτοί οἱ θεολόγοι», πού συγχέουν τά πράγματα, «δέν παρατηροῦν εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὅτι εἶναι οὐσιώδης ἐνέργεια. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἔχει μία φυσική ἐνέργεια, ἡ ὁποία ὀφείλεται στήν ὕπαρξη τῆς οὐσίας. Γι’ αὐτήν τήν φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας μιλᾶνε οἱ Πατέρες». Ὅταν λοιπόν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, γιά νά τό ποῦμε μ’ ἕνα σχῆμα πού ἔχουμε ὑπόψη μας, τί ἐννοοῦμε; Ὅτι ὁ Θεός εἶναι κατ’ ἐνέργεια πανταχοῦ παρών. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα. Καί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ἀλλά -προσέξτε- δέν εἶναι μεθεκτή ἀπό ἐμᾶς, ὁπότε εἶναι ὡσεί ἀποῦσα, σάν νά μήν ὑπάρχει. Ἀλλά ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτή, μποροῦμε νά μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, ἐννοοῦμε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα.
«Τό ἄλλο πού τονίζουν οἱ Πατέρες εἶναι ὅτι αὐτή ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπολύτως ἁπλή. Αὐτή ὅμως ἡ μία ἁπλή ἐνέργεια μερίζεται – προσέξτε τήν ἔκφραση πού λένε οἱ Πατέρες – ἀμερίστως –χωρίς νά χωρίζεται– ἐν μεριστοῖς», σέ ξεχωριστά πάλι κομμάτια. «Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Στόν νόμο τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἀριστοτέλους αὐτό εἶναι μία ἀνοησία». Πῶς μπορεῖ καί νά χωρίζεται καί νά μή χωρίζεται…; Ἀλλά εἴπαμε στόν Θεό δέν ἰσχύει ἡ λογική τοῦ Ἀριστοτέλη. Οὔτε ἔχουμε λέξεις γιά νά ἐκφράσουμε τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιοῦμε τέτοιες ἐκφράσεις: ‘γνωρίζεται ἀγνωρίστως’ ἤ ‘ὑπεραγνώστως’. Δηλαδή, Τόν ξέρουμε καί δέν Τόν ξέρουμε. Ἤ ‘μερίζεται ἀμερίστως’. Μοιράζεται καί δέν μοιράζεται. Ὅπως λέμε στήν Θεία Κοινωνία, «ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος». Ποιός; Ὁ Χριστός. Μοιράζεται ἀλλά δέν διαιρεῖται. Μετέχεται ἀπό ἐμᾶς καί πάλι δέν ἐλαττώνεται. Θά πεῖτε: εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό; Γιά τόν Θεό ὅλα εἶναι δυνατά! Κι ὅταν παίρνουμε στήν Θεία Κοινωνία ἕνα μικρό κομμάτι, αὐτό δέν εἶναι ἕνα κομμάτι ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά εἶναι ὅλος ὁ Χριστός. Μέγα μυστήριο εἶναι κι αὐτό!
«Τί σημαίνει λογικά μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς; Δηλαδή τί σημαίνει ὅτι αὐτή ἡ ἐνέργεια κομματιάζεται χωρίς νά κομματιάζεται; Πῶς δηλαδή κάτι μπορεῖ νά γίνεται πολλά καί ταυτόχρονα νά παραμένει ἕνα; Ὅμως ὄντως αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς!», ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Νά πῶ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά κτιστά. Ὅταν ἔχουμε ἕνα κερί, δέν μποροῦμε νά ἀνάψουμε καί ἄλλα κεριά; Πάλι ἡ φλόγα δέν μειώνεται, δέν ἐλαττώνεται. Μεταδίδεται τό φῶς καί στά ἄλλα κεριά, χωρίς νά ἐλαττώνεται ἀπό τό πρῶτο. Οὔτε κομματιάζεται νά πάρει κάθε κερί ἕνα κομμάτι τῆς ἀρχικῆς φλόγας.
Αὐτό λοιπόν «τό λένε οἱ Πατέρες. Τό λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος», ὅτι μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς. «Ἀλλά ἡ ἴδια ἔκφρασις ὑπάρχει καί στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, καθώς καί στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ὅλοι τους λένε ὅτι αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια –τοῦ Θεοῦ– πολλαπλασιάζεται. Πῶς; Ἀπολλαπλασιάστως». Πάλι λέμε κάτι καί τό ἀναιροῦμε. Τό παίρνουμε πίσω, γιατί δέν ἔχουμε λέξεις. «Ποῦ; Ἐν πολλοῖς». Ποῦ πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως; Ἐν πολλοῖς. Σέ πολλούς. Σέ ποιούς; Σ΄ αὐτούς πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά μετέχουν στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἔχει πολλές φανερώσεις. Ἔτσι ἔχουμε πολλές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ τίς ὁποῖες χαρακτηρίζουμε μέ βάση τά ἀποτελέσματά τους. Ὑπάρχει μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται δημιουργική ἐνέργεια, μέ τήν ὁποία δημιουργήθησαν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν, τά ὄντα. Σ’ αὐτή τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μετέχουν ὅλα τά ὄντα, τά δημιουργήματα. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἐνέργεια, δέν θά ὑπῆρχε τίποτε ἀπό αὐτά πού γνωρίζουμε. Κι ἐμεῖς δέν θά ὑπήρχαμε. Σ’ αὐτή τήν ἐνέργεια μετέχουν ὅλοι.
Ὑπάρχει μία ἄλλη ἐνέργεια πού λέγεται προνοητική καί συνεκτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί σ’ αὐτή μετέχουν ὅλα τά ὄντα γιά τά ὁποῖα ὁ Θεός προνοεῖ, τά συγκροτεῖ, τά συνέχει καί τά διατηρεῖ στήν ὕπαρξη. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἐνέργεια, ἡ Θεία Πρόνοια ὅπως τήν λέμε ἁπλούστερα, δέν θά συντηρεῖτο ἡ Δημιουργία, θά καταστρεφόταν. Αὐτό ἐπαληθεύεται καί ἐπιστημονικά. Ὑπάρχει κάποιος νόμος πού λέγεται δεύτερο ἀξίωμα τῆς θερμοδυναμικῆς, πού λέει ὅτι αὐξάνει ἡ ἀταξία σέ ἕνα σύστημα ὅσο περνάει ὁ χρόνος. Αὐτό δέν συμβαίνει στό σύμπαν. Τό σύμπαν μέσα στόν χρόνο ἔχει μία σταθερή τάξη, πράγμα τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά γίνει ἀπό μόνο του. Αὐτό γίνεται ἐξαιτίας τῆς προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ὑπάρχει καί συντηρεῖται αὐτή ἡ τάξις τοῦ σύμπαντος. Ἀλλιῶς τό σύμπαν θά εἶχε διαλυθεῖ. Βλέπετε, ἄν μία νοικοκυρά δέν μπαίνει κάθε μέρα μέσα σέ ἕνα δωμάτιο σέ λίγο χρόνο αὐτό θά εἶναι ἀκατοίκητο. Αὐξάνεται ἡ ἀταξία τοῦ συστήματος. Ἔτσι γίνεται σ’ ὅλο τό σύμπαν. Ποιός εἶναι ὁ νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος ὅμως; Εἶναι ὁ Θεός! Εἶναι ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία λέγεται προνοητική καί συνεκτική καί στήν ὁποία, εἴπαμε, μετέχουν ὅλα τά ὄντα.
Ὑπάρχει, ἐπίσης, μιά ἄλλη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται καθαρτική, πού καθαρίζει τόν ἄνθρωπο. Σ’ αὐτή ὅμως τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν μετέχουν ὅλοι. Μετέχουν μόνο τά νοήμονα αὐτά ὄντα, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, οἱ ὁποῖοι μετανοοῦν καί θέλουν νά καθαριστοῦν. Γιατί, ὅταν μετανοεῖς, θέλεις νά καθαριστεῖς. Σ’ αὐτή λοιπόν τήν ἐνέργεια τήν καθαρτική μετέχουν οἱ μετανοοῦντες καί ὄχι ὅλοι. Διαφορετικά θά ἦταν ὅλοι μετανοοῦντες, ἀλλά δέν εἶναι ὅλοι μετανοοῦντες, τό ξέρουμε πολύ καλά.
Ὑπάρχει μετά ἡ φωτιστική ἐνέργεια, στήν ὁποία μετέχουν πάλι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πρῶτα καθαρθεῖ. Ἔχουν ὑποστεῖ τήν κάθαρση διά τῆς καθαρτικῆς ἐνεργείας καί μετά μετέχουν στήν φωτιστική ἐνέργεια, ἐφόσον πάλι τό θέλουν. Γιατί, μπορεῖ κανείς ν’ ἀρχίσει νά μετανοεῖ καί νά μείνει στή μέση, νά μήν ὁλοκληρώσει τήν κάθαρση, ὁπότε δέν δέχεται τόν φωτισμό. Καί ὑπάρχει καί ἡ τρίτη ἐνέργεια, ἡ ὁποία λέγεται θεωτική ἤ θεοποιός στήν ὁποία πάλι μετέχουν αὐτοί πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις. Ἔχουν φτάσει στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί ὁ Θεός τούς δίνει καί τήν κατάσταση τῆς θεώσεως ἐφόσον τό θέλει. Ἑπομένως, ὑπάρχουν ἐνέργειες στίς ὁποῖες μετέχουμε ὅλοι καί ὑπάρχουν καί ἐνέργειες στίς ὁποῖες μετέχουμε ἐάν θέλουμε. Ὁ Θεός δέν μᾶς βάζει μέ τό ζόρι στόν Παράδεισο οὔτε στήν κόλαση. Μόνοι μας πᾶμε. Ἄν ἐπιλέξεις τήν ἀμετανοησία, ἐπιλέγεις τήν κόλαση. Ἄν ἐπιλέξεις τήν μετάνοια, ἐπιλέγεις τήν ἀρχή τῆς σωτηρίας, τή θέωση.
«Ἡ ἐνέργεια», λοιπόν, «τοῦ Θεοῦ πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως ἐν πολλοῖς. Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ προφήτης ἔλθει σέ θέωση, κατά τήν ὁποία βρίσκεται σέ ἐπαφή μέ τόν Θεό, βλέπει ὅτι αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει μέσα σέ ὅλα τά κτίσματα», γιατί εἴπαμε ὅτι ὅλα τά κτίσματα μετέχουν τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καί τῆς προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ἕνας λοιπόν πού φτάνει στήν θέωση, τήν βλέπει αὐτή τήν ἐνέργεια. Γι’ αὐτό βλέπει καί τό σύμπαν μέ ἄλλα μάτια, εἶναι ἡ λεγόμενη ‘φυσική θεωρία’.
Αὐτή ἡ μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἔχει «πολλά ἀποτελέσματα. Καί ἡ μία αὐτή ἐνέργεια, εἶναι σέ καθετί μία ἐνέργεια. Καί μέσα σέ κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἐνέργειες ὅλος ὁ Θεός εἶναι παρών!». Ὄχι ἕνα μέρος τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ Θεός. «Ὁ Θεός, ὅταν δημιουργεῖ τόν κόσμο, δημιουργεῖ τόν κόσμο ὄχι κατ’ οὐσίαν, ἀλλά κατ’ ἐνέργειαν καί κατά βούλησιν». Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι τά ὄντα δέν ἔχουν πάρει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιατί τότε τά ὄντα θά ἦταν θεοί καί θά εἴχαμε πολλούς θεούς, ἀλλά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μετέχουν στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέμε ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο ὄχι κατ’ οὐσία ἀλλά κατ’ ἐνέργεια. Δέν ἔριξε κομμάτια Του ὁ Θεός ἐδῶ κι ἐκεῖ καί ἔφτιαξε τό σύμπαν, ὅπως ἔλεγαν κάποιοι… μυθολογίες καί τέτοια πράγματα, ἀλλά κατ’ ἐνέργεια δημιουργεῖ τόν κόσμο.
«Ὁπότε ὑπάρχει ἕνωση τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μέ τά κτίσματα. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ ἁπλή. Διακρίνεται ὅμως σέ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ», ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, «σέ προνοητική (συντηρητική) ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σέ καθαρτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σέ φωτιστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σέ θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μεταξύ αὐτῶν τῶν μορφῶν τῆς μίας καί μόνης ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ταυτότητα. Ἄν ὑπῆρχε ταυτότητα, τότε ὅλα τά κτίσματα θά μετεῖχαν π.χ. στήν θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τί θά σήμαινε ὅμως αὐτό; Ὅτι ὅλα τά κτίσματα θά ἔβλεπαν τόν Θεό. Πῶς τό ξέρουμε ὅμως ὅτι δέν ὑπάρχει ταυτότητα; Ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Θείας Χάριτος ἡ Ἐκκλησία ξέρει πολύ καλά ὅτι ἡ φωτιστική π.χ. ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τήν θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Διότι ἐκεῖνοι πού φθάνουν στήν θέωση εἶναι οἱ Ἅγιοι. Οἱ ἄλλοι δέν φθάνουν στήν θέωση. Ὁπότε τό μερίζεται ἐν μεριστοῖς δέν σημαίνει ὅτι αὐτό πού εἶναι μεγάλο (ὁ Θεός) μεριζόμενο, γίνεται μικρό, ὅτι λιγοστεύει δηλαδή ὁ Θεός». Ὁ Θεός παραμένει Αὐτός πού εἶναι καί πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως ἐν πολλοῖς.
«Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ οὐσία τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Διότι τί λέγει ὁ ἱερεύς μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων ἐκεῖ στίς εὐχές;», λίγο πρίν κοινωνήσουμε; Τό λέει καθ’ ἑαυτόν, δέν ἀκούγεται ἔξω. Παίρνει τόν ἅγιο Ἄρτο καί τόν μελίζει. «Μελίζεται ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος…». Τί σημαίνουν ὅμως αὐτά; Ὅτι στό Μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, στήν Καινή Διαθήκη μετέχει καί ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ». Γι’ αὐτό, ὅταν κοινωνοῦμε, παίρνουμε τήν τεθεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνοῦμε τόν Χριστό. Ὄχι ψωμάκι καί κρασάκι πού λένε μερικοί ἤ τό χρυσό δοντάκι πού λένε στά παιδιά… Ἀνοησίες… Ἀπαράδεκτα πράγματα! Πρέπει νά πεῖς στό παιδάκι ὅτι αὐτό πού παίρνει εἶναι ὁ Χριστός καί μετέχει ὄχι βέβαια στήν οὐσία τοῦ Χριστοῦ ἀλλά στήν ἐνέργεια.
«Ὁπότε τώρα ὁ τρόπος τῆς παρουσίας καί φανερώσεως τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι καί διά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία καί αὐτή τώρα μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς!». Δέν λιγοστεύει δηλαδή καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐπειδή κοινωνοῦμε, παραμένει ἀκέραιη. «Ἔτσι ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως γνωρίζουμε ὅτι ἡ μία ἁπλή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς. Ἐκεῖνο δέ, πού γίνεται κατά τήν Θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἀπόρροια τῆς Ἐνσαρκώσεως. Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου γνωρίζουμε τόν Χριστό μόνον κατά δόξαν, δηλαδή ἐν δόξη. Δέν γνωρίζουμε τώρα τόν Χριστόν κατά σάρκα». Δέν Τόν ἔχουμε μπροστά μας, ὅπως Τόν εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά Τόν γνωρίζουμε ἐν δόξη. «Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἄσαρκος». Ἔχει σάρκα, ἁπλῶς δέν Τόν βλέπουμε ἐμεῖς ὅπως Τόν ἔβλεπαν οἱ Ἀπόστολοι ἐν σαρκί. «Ὁ Χριστός εἶναι ἔνσαρκος καί ἔχει πλήρη ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία τώρα, δηλαδή μετά τήν Ἀνάληψή Του, εἶναι δεδοξασμένη». Καί βεβαίως, ἐάν θέλει ὁ Χριστός μας, μᾶς ἐμφανίζεται. Πολλοί ἄνθρωποι, καί ὁ π. Παΐσιος, Τόν εἶχαν δεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του τήν δεδοξασμένη βέβαια καί ἀναστημένη, ὅπως Τόν εἶχε δεῖ ἡ ὁμήγυρις τῶν Ἀποστόλων μετά τήν Ἀνάσταση.
«Ὅταν κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, δέν παίρνουμε μόνο ἕνα κομμάτι τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, ἀλλά ὁ καθένας πού κοινωνεῖ παίρνει ὁλόκληρο τόν Χριστό μέσα του». Δέν ἔχει σημασία ἄν θά πάρεις μεγάλο ἤ μικρό κομμάτι, γιατί λένε μερικοί θά μοῦ δώσει μεγάλο κομμάτι σήμερα ὁ ἱερέας ἤ μικρό; Δέν ἔχει σημασία. Καί μικρό νά εἶναι, εἶναι ὁλόκληρος ὁ Χριστός.
«Ὅμως ἐξαιτίας αὐτοῦ δέν ὑπάρχουν πολλοί Χριστοί. Ἕνας εἶναι ὁ Χριστός καί αὐτός ὁ Χριστός, πού εἶναι ἕνας, βρίσκεται ὁλόκληρος μέσα σέ κάθε πιστό πού κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἐπάνω δηλαδή στό ἅγιο Ἀρτοφόριο, ἐκεῖ πού κομματιάζεται ὁ Ἀμνός ἀπό τόν ἱερέα, δέν κομματιάζεται ὁ Χριστός, ἀλλά πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως στούς πολλούς. Ὑπάρχει δηλαδή ὁλόκληρος ὁ Χριστός σέ κάθε ἕνα τεμάχιο τοῦ Θείου Ἄρτου» καί σέ ἕναν μικρότατο μαργαρίτη.
Γι’ αὐτό προσέχει τόσο πολύ ὁ ἱερέας καί ὀφείλει νά προσέχει νά μαζέψει καί τόν ἐλαχιστότατο μαργαρίτη, νά τόν βάλει μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο ἤ νά τόν καταλύσει. Δέν ἐπιτρέπεται νά πέσει τίποτα κάτω. Πρέπει νά προσέχουμε πάρα πολύ, ὅταν κοινωνοῦμε. Καί ἐσεῖς νά βοηθᾶτε τόν ἱερέα. Μερικοί δέν βοηθοῦν τόν ἱερέα. Τώρα κάνω μιά παρένθεση, ἀλλά εἶναι σημαντικό. Δέν ξέρουν νά κοινωνήσουν οἱ ἄνθρωποι. Κρατοῦν τό ἅγιο μαντήλιο μακριά, ἐνῶ πρέπει νά τό βάζουν κάτω ἀπό τό πηγούνι τους. Ἤ μερικοί τό βάζουν μέν κάτω, ἀλλά τό ὑψώνουν καί οὐσιαστικά κλείνουν τό στόμα τους. Βάζουν δηλαδή κι ἕνα ἐμπόδιο στόν ἱερέα καί δέν μπορεῖ νά δώσει τήν Θεία Κοινωνία. Καί διάφορα ἄλλα πράγματα… δέν εἶναι τοῦ παρόντος. Ἀλλά πρέπει νά βοηθοῦμε καί νά προσέχουμε πάρα πολύ, γιατί ἄν γίνει ζημία, ὅπως λέμε, εἶναι ἁμάρτημα καί γιά τόν ἱερέα καί γιά ἐμᾶς, ἄν δέν προσέξουμε.
«Τό ἴδιο τώρα συμβαίνει καί στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης». Κι αὐτοί μετεῖχαν τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ ἀλλά «ὁ Χριστός ἐδῶ ἐμφανίζεται ἄσαρκος. Ἐμφανίζεται ὁ Λόγος, ὁ Ἄγγελος», ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἅγγελος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. «Ἦταν παρών ὁ Ἄγγελος, δηλαδή ὁ Θεός καί στόν Προφήτη, ἀλλά καί στήν ὑπόλοιπη κτίση».
«Ὁ Θεός δέν εἶναι περιορισμένος κατ’ οὐδένα τρόπο. Γι’ αὐτό τονίζουν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ Θεός Πατήρ εἶναι πανταχοῦ παρών». Τώρα πρέπει νά ποῦμε λίγα λόγια καί γιά τόν Χριστό, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, γιά νά καταλάβουμε κάτι στή συνέχεια πού θά σᾶς πῶ. Ὁ Θεός Λόγος εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός ἤ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἡ Ἁγία Τριάδα, τά τρία Πρόσωπα. Ὁ Πατήρ εἶναι Πρόσωπο, ὁ Υἱός εἶναι Πρόσωπο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Πρόσωπο. Στό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Θεοῦ καί Λόγου, ἑνώθηκαν ὑποστατικά, δηλαδή πραγματικά, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ὡς ἀνθρώπινη φύση ἐννοοῦμε τό σῶμα καί τήν λογική ψυχή μέ ὅλες τίς ἰδιότητές τους, χωρίς βέβαια τήν ἁμαρτία. Ὁ Θεός δηλαδή πῆρε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, ὄχι μόνο τό σῶμα μας, καί τήν ψυχή μας. Πῆρε ἀνθρώπινη ψυχή, ἀνθρώπινο σῶμα καί ὅλα τά τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί γιατί τά πῆρε ὅλα; Γιά νά τά ἁγιάσει ὅλα, νά τά θεώσει ὅλα. Γιατί, ἀπό τή στιγμή πού τά πῆρε στό Πρόσωπό του καί ἑνώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία φύση, θεώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση.
Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου εἶναι τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Δέν εἶναι δύο πρόσωπα. Ἕνα πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστός ἐν δύο φύσεσιν, μέ δύο φύσεις, τήν ἀνθρώπινη καί τήν θεία. Τό πρόσωπο αὐτό, ὅπως μᾶς τό περιγράφει ἡ 4η Οἰκουμενική Σύνοδος, εἶναι ἐν δυσί φύσεσι, στήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση καί αὐτές οἱ δύο φύσεις στό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι ἑνωμένες ἀδιαιρέτως, χωρίς διαίρεση, ἀτρέπτως, χωρίς τροπή, χωρίς δηλαδή ἀλλοίωση ἡ θεία φύση παραμένει ἀκέραιη καί ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀκέραιη, χωρίς νά ἀλλάζουν σέ τίποτα, ἀμερίστως, χωρίς νά μερίζονται, χωρίς νά διαιροῦνται καί ἀσυγχύτως, χωρίς νά συγχέονται. Εἶναι ξεχωριστές ἀλλά εἶναι καί ἑνωμένες. Ἐνῶ δηλαδή ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων εἶναι ἀδιαίρετη, καθεμία ἀπό τίς δύο φύσεις διατηρεῖ τά φυσικά ἤ ἀλλιῶς οὐσιώδη προσόντα, θά λέγαμε, τά χαρακτηριστικά της.
Ἔτσι, ὑπάρχουν δύο φυσικές ἐνέργειες καί θελήσεις, ἡ θεία θέληση καί ἡ ἀνθρώπινη θέληση. Ὁ Χριστός δηλαδή ἔχει δύο θελήσεις, γιατί ἔχει δύο φύσεις. Ἔχει τήν θεία φύση, τήν θεία ἐνέργεια καί τήν θεία θέληση καί τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀνθρώπινη ἐνέργεια, ἀνθρώπινη θέληση. Ἔχει δύο φυσικά αὐτεξούσια, τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο. Ἔχει δύο σοφίες, τήν θεία σοφία καί τήν ἀνθρώπινη σοφία. Ἔχει δύο γνώσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη γνώση. Οἱ δύο φυσικές θελήσεις, ἐνῶ διατηροῦν τήν ἰδιαιτερότητά τους, δέν ἀντίκειται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Ὅπως κατ’ ἀναλογία σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους, θά πρέπει ἡ δική μας ἀνθρώπινη θέληση νά ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Νά μήν ἔχει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος δικό του θέλημα, ‘ἐγώ θέλω, ἐγώ ἀποφασίζω, ἐγώ κανονίζω τή ζωή μου’, ἀλλά νά ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά λέει ‘ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὅποτε θέλει ὁ Θεός’. Αὐτός εἶναι ὁ χριστιανός. Γι’ αὐτό ὀνομαζόμαστε καί δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί τό χαρακτηριστικό τοῦ δούλου εἶναι ὅτι δέν ἔχει θέλημα δικό του, ἔχει τό θέλημα τοῦ κυρίου του. Νά, γιατί ἔχουν σημασία τά δόγματα. Ὅπως στόν Χριστό μας ἡ ἀνθρώπινη θέληση ὑποτάσσεται στήν θεία θέληση, ἔτσι καί στόν ἄνθρωπο θά πρέπει ἡ δική του θέληση ἡ ἀνθρώπινη νά ὑποτάσσεται στήν θεία θέληση, γιά νά μοιάζουμε στόν Χριστό. Ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἑνότητος τοῦ Προσώπου Του. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας εἶναι ἀναμάρτητος, γιατί πάντοτε ἔκανε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ ὅλα.
Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἀλληλοπεριχωροῦνται κατά ἀσύγχυτο τρόπο. Ὅταν λέμε περιχώρηση ἐννοοῦμε τήν ἐνοίκηση τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Κατά τήν περιχώρηση τῶν δύο φύσεων, ἡ θεία φύση ἐνεργεῖ καί μεταδίδει, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση δέχεται τήν θεία ἐνέργεια. Συνέπεια τῆς ὑποσταστικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων εἶναι αὐτό πού λέγεται στήν Θεολογία ἀντίδοση ἤ κοινοποποίηση τῶν ἰδιωμάτων. Τί θά πεῖ αὐτό; Ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων σημαίνει μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων καί ὀνομάτων τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως καί μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων τῆς μιᾶς φύσεως στήν ἄλλη φύση καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Θά τό ἐξηγήσουμε μέ ἕνα παράδειγμα. Ὁ Χριστός λέγεται Θεός καί ἄνθρωπος, ἄκτιστος καί κτιστός. Τό Πρόσωπο, ὁ Χριστός, εἶναι καί ἄκτιστος καί κτιστός. Δέν μποροῦμε, ὅμως, νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄκτιστη. Ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὄχι στήν κάθε μία φύση καθ’ ἑαυτήν. Ἡ θεία φύση εἶναι ἄκτιστη, ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει κτιστή. Δέν μποροῦμε νά ὀνομάσουμε τήν Θεότητα κτιστή καί παθητή, οὔτε νά ἀποδώσουμε στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καθ’ ἑαυτήν θεία ἰδιώματα καί νά τήν ὀνομάσουμε ἄκτιστη, ἀπαθῆ, πάνσοφη, πανταχοῦ παροῦσα. Δέν εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό γιατί οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ παραμένουν ἀκέραιες, μέσα δηλαδή στά ὅριά τους.
Ἐδῶ εἶναι τώρα πού μέ αὐτή τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία συμφωνοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀλλά ἀπό τούς Προτεστάντες οἱ Λουθηρανοί ἀντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικά τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στόν Χριστό καί δέχονται δηλαδή ὅτι, ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, τά ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως ἀποδίδονται καί στήν ἀνθρώπινη φύση ὡς ὀντολογικά ἰδιώματα. Καί αὐτή ἡ πίστη τους, τούς κάνει νά ὑποστηρίζουν ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανταχοῦ παρόν, τό ὁποῖο εἶναι λάθος. Εἶναι αἵρεση αὐτό, δέν ἰσχύει, γιατί τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι κτιστό, ἔχει περίγραμμα καί δέν εἶναι πανταχοῦ παρόν.
Ὅλη αὐτή τήν εἰσαγωγή, τήν διδασκαλία ἄν θέλετε, τήν ἔκανα γιά νά ξέρουμε κάποια πράγματα γιά τόν Χριστό μας καί γιά τήν λεγόμενη αὐτή ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία, δηλαδή ἡ σωστή διδασκαλία γιά τόν Θεό καί τό θεμέλιο τῆς διδασκαλίας αὐτῆς εἶναι, ὄχι ὁ στοχασμός ἤ μιά φιλοσοφία πού κάθησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἔγραψαν, ἀλλά εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού εἶχαν. Ἐπειδή εἶχαν φτάσει στή θέωση καί εἶδαν τόν Θεό, μᾶς εἶπαν τί εἶναι ὁ Θεός καί πῶς εἶναι ὁ Θεός καί πῶς εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί πῶς πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως καί ὅλα αὐτά πού εἴπαμε μέχρι τώρα. Ἑπομένως, δέν βασιζόμαστε σέ κάποια θεωρία, σέ κάποια στοχαστική σύλληψη, διανοητική σύλληψη καί μιλᾶμε γιά τόν Θεό, ἀλλά σέ ἐμπειρία, σέ πραγματικότητα. «Οἱ διακρίσεις πού κάνουν οἱ Πατέρες δέν εἶναι ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, γιατί γνωρίζουν ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας ὅτι στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ θεούμενος εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό κατ’ ἐνέργειαν». Καμιά φιλοσοφία δέν ὑπεισέρχεται ἐδῶ. «Ἡ ὑποστατική ἕνωσις ὅμως τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θεία φύση δέν εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστός μέ τόν Λόγο κατ’ ἐνέργειαν ἤ ἁπλῶς κατά τήν βούλησιν τοῦ Θεοῦ», ὅπως γίνεται μέ τόν ἄνθρωπο, «ἀλλά εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστός (ἡ ἀνθρωπίνη Του φύσις) μέ τόν Λόγο κατά φύση». Ἐμεῖς ἑνωνόμαστε κατ’ οὐσία δηλαδή. Ἐνῶ ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό κατ’ ἐνέργεια, κατά χάρη. Εἴμαστε θεοί κατά χάρη, μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά στόν Χριστό δέν γίνεται ἔτσι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων. Ἑνώνεται ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία φύση κατ’ οὐσίαν. Σέ μᾶς γίνεται κατ’ ἐνέργειαν. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἡ δική μας ἑνώνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μέ τήν οὐσία, γιατί τότε θά γινόμαστε κι ἐμεῖς θεοί κατ’ οὐσίαν.
Θέωσις τώρα τοῦ ἀνθρώπου τί εἶναι; «Εἶναι ἡ μετοχή του, στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ θέωσις ὅμως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ὀφείλεται στήν ἕνωσή Της μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ (ἀτρέπτως καί ἀναλλοιώτως). Ὁ ἄνθρωπος, ὁ Ἅγιος, βλέπει τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ὅμως βλέπει, γνωρίζει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἔχουμε ὑποστατική ἕνωση τοῦ Λόγου μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ γνωρίζει μόνον ὅ,τι καί ὅσα ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτει. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος μετεῖχε κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θά εἶχε ὅλη τήν γνώση πού ἔχει ἡ Ἁγία Τριάς. Καί, ἐφ’ ὅσον γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν ἔχει ὅλη τήν γνώση τῆς Ἁγίας Τριάδος, γι’ αὐτόν τόν λόγο θεωρεῖται βλασφημία νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι μετέχει στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἀμέτοχος ὁ ἄνθρωπος». Γι’ αὐτό δέν ξέρουμε τί εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Μερικοί, σᾶς ἔλεγα καί ἄλλη φορά, λένε ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἄρα ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη. Λάθος! Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἤ ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς; Ὄχι. Τί εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ; Δέν ξέρουμε. Δέν μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ.
«Κάτοχοι τῆς Θείας οὐσίας εἶναι μόνον ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο». Αὐτοί μόνο γνωρίζουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. «Τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ γνωρίζει μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Πατήρ γνωρίζει τήν οὐσία Του, ὁ Υἱός γνωρίζει τήν οὐσία Του, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο γνωρίζει τήν οὐσία Του», ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἴδια. Δέν ἔχει διαφορετική ὁ Πατήρ, διαφορετική ὁ Υἱός, διαφορετική τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ταυτή.
«Ὁπότε ἡ γνώση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι κτῆμα μόνον τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν εἶναι κτῆμα τῶν ἀνθρώπων ἡ γνῶσις αὐτή. Διότι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει περί Θεοῦ μόνον ὅσα γνωρίζει ἐξ ἀποκαλύψεως κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ὅμως αὐτή ἡ γνώση τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, δέν εἶναι γνώση» μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια. Εἶναι ἄλλου εἴδους γνώση. «Διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση βασίζεται στήν ὁμοιότητα καί τήν διαφορά». Βλέπεις ἕνα πράγμα καί τό συγκρίνεις μέ κάτι ἄλλο. Τό περιγράφεις σχετικά μέ κάτι ἄλλο πού ἤδη γνωρίζεις καί λές αὐτό μοιάζει μέ αὐτό ἤ διαφέρει ἀπό τό ἄλλο. Ἔτσι κάπως τό περιγράφεις. Δέν εἶναι ἔτσι ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, δέν βασίζεται σέ κριτήρια ὁμοιότητας καί διαφορᾶς. Γιατί; Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα ὅμοιο μέ τόν Θεό. Οὔτε τίποτα διαφορετικό. Δέν ἰσχύουν αὐτά τά κριτήρια τῆς ὁμοιότητας καί τῆς διαφορᾶς. Γι’ αὐτό καί ἡ γνῶσις γιά τόν Θεό εἶναι πολύ διαφορετική καί ἄλλου εἴδους ἀπό τή γνώση πού ἔχουμε γιά τά πράγματα.
«Γι’ αὐτό καί ἡ γνῶσις αὐτή, τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως λέγεται καί ἀγνωσία!». Αὐτό πού λέμε γνωρίζουμε ἀγνώστως. Δέν ἔχουμε λέξεις γιά νά περιγράψουμε τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ. «Καί λέγεται ἀγνωσία, διότι ὁ ἄνθρωπος, πού ἀξιοῦται τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ὑπερβαίνει τόν ἑαυτό του» καί τήν γνώση του καί τόν τρόπο τοῦ νά γνωρίζει. Γνωρίζει μέ ἄλλο τρόπο. Τοῦ ἀποκαλύπτεται δηλαδή ὁ Θεός. «Κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπ’ ὅ,τι ἤξερε μέχρι τότε, εἰσέρχεται στόν χῶρο τοῦ ἀκτίστου, ὅπου δέν γνωρίζει τίποτε καί γνωρίζει τόν Θεό μέσω τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό λέμε «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς», μέ τό φῶς Σου θά Σέ δοῦμε. Ὁ Θεός γνωρίζεται διά τοῦ Θεοῦ. «Τό μέσο τῆς γνώσεως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τότε γνωρίζει τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίω διά τοῦ Λόγου. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα». Τό εἶπε στόν Ἅγιο Φίλιππο, ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Φίλιππος «δεῖξε μας τόν Πατέρα» καί τοῦ λέει «Τόσα χρόνια δέν Μέ ξέρεις Φίλιππε; Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (Ἰω. 14,8-9). Καί τί ἤθελε νά τοῦ πεῖ; Τό ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: ὅτι ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά δεῖς Ἐμένα, τήν Θεότητά μου, οὔτε τόν Πατέρα μπορεῖς νά δεῖς.
«Ἀναφέρεται στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνο μέσω τοῦ Θεοῦ, καί μετά τήν Ἐνσάρκωση μέσω τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό. Σ’ αὐτήν τώρα τήν γνώση μετέχει καί ἡ διάνοια (λογική) καί ὁ νοῦς (ἡ νοερά ἐνέργεια καί αἴσθηση) καί οἱ αἰσθήσεις καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μετέχει» καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή, τά πάντα. «Ὁπότε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος θεοῦται. Θεοῦται καί τό σῶμα του γι’ αὐτό καί εὐωδιάζει». Τά ἅγια λείψανα βλέπετε πού εὐωδιάζουν; Αὐτό τί εἶναι; Εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτυπωμένη, ὑπάρχει καί στά ἅγια λείψανα. Καί δέν εἶναι κάτι τυχαῖο. Εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς θέωσης. Ὁ Θεός εἶναι εὐωδία. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό, θεώνεται, εὐωδιάζει κι αὐτός. Οἱ ἅγιοι εὐωδιάζουν, γιατί εἶναι θεωμένοι. Κι αὐτό βέβαια δέν γίνεται μετά θάνατον, ἀλλά ξεκινάει ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ἔχουμε ἀνθρώπους πού στή γῆ, ἀπό αὐτή τήν ζωή εὐωδιάζουν, ζωντανοί! Δέν ξέρω ἄν ἔχετε συναντήσει…
Ὄχι μόνο ἡ ψυχή του ἀλλά καί τό σῶμα εὐωδιάζει, «διότι μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος βλέπει». Δέν βλέπει μόνο μέ τά μάτια. Μέ ὅλο τό σῶμα καί τήν ψυχή βλέπει. Γι’ αὐτό, κι ἄν κλείσει τά μάτια τήν ὥρα ἐκείνη πού ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, πάλι βλέπει. «Ἀλλά τί βλέπει; Αὐτό εἶναι τό θέμα. Τί βλέπει; Οὔτε χρῶμα βλέπει, οὔτε σχῆμα βλέπει, οὔτε διαστάσεις βλέπει, οὔτε μέγεθος βλέπει, οὔτε φῶς βλέπει, οὔτε σκότος βλέπει. Δέν βλέπει τίποτε πού νά μοιάζει μέ τά ἀνθρώπινα, ἐκτός ἀπό τήν δεδοξασμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό κέντρο αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. Καί, βλέποντας τόν Χριστό, τότε βλέπει καί τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίω».
«Τώρα ἐρχόμεθα στό ἑξῆς: Ἄλλη εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδή ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν τριῶν Προσώπων, ἄλλη εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Λόγο καί ἄλλη εἶναι ἡ ἕνωση τῶν θεουμένων – τῶν ἀνθρώπων ἡμῶν δηλαδή – μέ τόν Θεό. Εἰδικώτερα αὐτά τά δύο τελευταῖα εἶναι δύο διαφορετικά πράγματα ἐξ ἐπόψεως ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας. Διότι, ἑνωμένος ὁ θεούμενος μέ τόν Θεό Πατέρα μέσω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, διαπιστώνει ὅτι διαφορετικά μετέχουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι στό ἄκτιστο, διαφορετικά μετέχει ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ στό ἄκτιστο καί ἄλλη σχέση ἔχουν μεταξύ τους τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
«Γιά νά μπορεῖ λοιπόν νά γίνει σωστή κατάταξη αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας καί πραγματικότητος, ἔκαναν οἱ Πατέρες τίς παραπάνω διακρίσεις. Γιά ποιόν ἀπώτερο λόγο; Δέν τίς ἔκαναν γιά νά κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, ἀλλά τίς ἔκαναν γιά νά πολεμήσουν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἐσφαλμένες ἑρμηνεῖες ἐπάνω στά θέματα αὐτά. Τό ἔργο αὐτό τῶν Πατέρων, τό νά χρησιμοποιοῦν δηλαδή τέτοια εἰδική ὁρολογία, δέν ἔγινε γιά τήν κατανόηση κανενός δόγματος, διότι ὁ σκοπός τοῦ δόγματος δέν εἶναι ἡ κατανόησή του, ἀλλά ἡ κατάργησή του». Γιατί τό δόγμα τί εἶναι; Εἶναι μία λεκτική περιγραφή. Ἀλλά ὅταν ζήσεις τόν Θεό, μετά δέν ἔχεις λέξεις νά περιγράψεις αὐτό πού ζεῖς. Καταργεῖται τό δόγμα. Ἀλλά χρειάζεται τό δόγμα, αὐτή ἡ περιγραφή ἡ λεκτική πού ἔχουμε, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά φτάσουμε στήν ἐμπειρία. Κι ὅταν φτάσεις στήν ἐμπειρία καταργεῖται, γιατί ἐκεῖ καταλαβαίνεις ὅτι κι αὐτό πού ἔλεγες δέν περιγράφει αὐτό πού ζεῖς, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος.
Ἔτσι λοιπόν «καταργεῖται τό δόγμα ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τό ἴδιο τό Μυστήριο -τοῦ Θεοῦ– πού ἐκφράζει τό δόγμα. Τότε καταργεῖται τό δόγμα τό ὁποῖο οὕτως ἤ ἄλλως δέν ἔγινε ποτέ κατανοητό ἐξ ἐπόψεως νοησιαρχικῆς». Δέν μπορεῖς νά τό καταλάβεις ἐγκεφαλικά τό δόγμα. Μπορεῖς νά τό καταλάβεις ὅταν θά φτάσεις στήν θέωση. Καί τότε θά καταλάβεις ὅτι κι αὐτό πού εἶχες ὑπόψη σου καταργεῖται. «Καταργεῖται τό δόγμα, ἐφόσον ὑπάρχει πιά ἕνωσις μέ τό ἴδιο τό Μυστήριο. Ἡ ἕνωσις ὅμως μέ τό Μυστήριο δέν σημαίνει ὅτι καταργεῖται τό Μυστήριο. Τό Μυστήριο παραμένει. Ὁ ἄνθρωπος ἑνωμένος μέ τό Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἑνωμένος μέ Κάποιον, ὁ ὁποῖος ξεφεύγει ἀπό ὅλα τά νοήματα τῶν ἀνθρώπων». Ὁ Θεός εἶναι ἀπερινόητος. Εἶναι ἀκατάληπτος. Εἶναι πάνω ἀπό κάθε νόημα. Δέν μποροῦμε νά σκεφτοῦμε γιά τόν Θεό κάτι γιά νά Τόν περιγράψουμε. Κάποιος ὁ ὁποῖος ξεφεύγει ἀπό ὅλα τά νοήματα τῶν ἀνθρώπων.
«Διότι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει ὅραση, ἐμπειρία τοῦ Μυστηρίου, ὅταν δηλαδή βρεθεῖ σέ κατάσταση θεώσεως, ἀντιμετωπίζει κάτι τό ἀπερίγραπτο». Δέν μπορεῖ νά τό περιγράψει αὐτό πού ζεῖ. Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἄκουσα ἄρρητα ρήματα, δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ τί ἄκουσα. Δέν μποροῦσε νά περιγράψει τί ἔζησε, γιατί δέν εἶχε λέξεις. «Ὄχι μόνο οἱ ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπερίγραπτες -τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος– (ἐκτός ἀπό τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι στήν κυριολεξία ἀπερίγραπτη. Δέν ἐντάσσεται ἡ γνῶσις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μέσα στίς γνωσιολογικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου». Λέμε ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί τί εἶναι αὐτό τό πράγμα; Πάλι δέν μποροῦμε νά ποῦμε τί εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ γνῶσις τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τίς ἀνθρώπινες δυνατότητες». Γιατί; Γιατί καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ἑπομένως δέν συγκρίνεται μέ ὅλα αὐτά πού ξέρουμε πού εἶναι ὅλα κτιστά. Τό ἄκτιστο, εἴπαμε, δέν ἔχει καμία σχέση καί ὁμοιότητα μέ τό κτιστό. «Γι’ αὐτόν τόν λόγο, ὅταν λέμε ὅτι στόν Θεό ὑπερβαίνεται ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἀριστοτέλους, αὐτό δέν ἰσχύει μόνο γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν π.χ. οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ μέσα σέ Φῶς («φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον»)», κατοικεῖ μέσα σ’ ἕνα ἀπρόσιτο φῶς, «ἤ μέσα σέ Σκότος («Γνόφος ὑπό τούς πόδας Αὐτοῦ», 17ο Ψαλμός), καθώς καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι λόγος, ἄλογος, ὑπέρλογος, δέν ἐννοοῦν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ», ἀλλά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία εἶναι κι αὐτή ἀπερίγραπτη.
«Ὁπότε ἡ Ἀποφατική λεγομένη Θεολογία», ἡ Θεολογία πού μᾶς λέει τί δέν εἶναι ὁ Θεός, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄναρχος, ἀναλλοίωτος, ἀπερίγραπτος κ.λ.π., «δέν ἰσχύει μόνο γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει καμία ὁμοιότητα μέ καμία ἀπό τίς γνωστές μορφές ἐνεργείας τοῦ κόσμου τούτου». Νά ποῦμε δηλαδή ὁ Θεός εἶναι φῶς καί μοιάζει μ’ αὐτό τό ἠλεκτρικό φῶς. Ὄχι, δέν μοιάζει. Δέν ὑπάρχει σύγκριση. «Διότι ποιό κτίσμα, ποιά ἐνέργεια «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς»; Μόνο τό γεγονός τῆς παρουσίας, τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στόν θεούμενο, καθιστᾶ γνωστό σέ μᾶς τό γεγονός ὅτι δέν ὐπάρχει καμία ὁμοιότητα, ὄχι μόνο μεταξύ τῆς οὐσίας ἤ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ ἀφενός καί τῶν κτισμάτων ἀφετέρου, ἀλλά καί μεταξύ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων». Δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα. «Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὑπερβαίνει τήν γνωστική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου. Στήν Ἀποφατική Θεολογία ἔχουμε ὅλες αὐτές τίς ἐκφράσεις, ὅπως «γνωρίζει ἀγνώστως», «γνωρίζει ὑπεραγνώστως» κ.λ.π. Αὐτή ἡ περίεργη ὁρολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεός ὡς γνωστικό ἀντικείμενο δέν ὑποπίπτει στίς γνωστικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως οἱ διακρίσεις, πού γίνονται στούς Πατέρες μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας ἤ μεταξύ τῶν ὑποστάσεων τῆς οὐσίας, δέν ἔχουν καμία σχέση μέ μεταφυσική, ὀντολογία, Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα», φιλοσοφία. Δέν κάνουν φιλοσοφία οἱ Πατέρες. «Μέ κανένα ἀπό αὐτά τά πράγματα δέν ἔχουν σχέση». Ἀλλά, εἴπαμε, κάνουν αὐτές τίς διακρίσεις μέ βάση τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως πού εἶχαν, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς αἱρετικούς καί γιά νά βοηθήσουν κι ἐμᾶς νά ἔχουμε τήν ἴδια ἐμπειρία.
«Παρατηρεῖται ὅμως ὅτι, οἱ Πατέρες ἄλλαζαν ὁρολογία ἀπό καιρό σέ καιρό καί ἔκαναν προσαρμογή τῆς ὁρολογίας τους, γιά νά βροῦν τούς σωστούς ὅρους ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς», ὥστε νά τούς καταλαβαίνουν καί οἱ ἄνθρωποι τῆς κάθε ἐποχῆς, νά βρίσκονται πάντοτε μέσα στήν ἀλήθεια καί νά περιγράφουν ὅσο τό δυνατό καλύτερα αὐτό τό ἐμπειρικό δεδομένο τῆς θεώσεως πού βίωναν.
«Αὐτό τό ἔκαναν, ὄχι γιά νά κατανοήσουν καλύτερα τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά νά χτυπήσουν τίς αἱρέσεις πού ἀνεφύοντο. Διότι ἡ κατανόησις τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἀπό τόν φωτισμό καί τήν θέωση καί ὄχι ἀπό φιλοσοφική ἤ φιλολογική διεργασία ἤ ἀπό φιλοσοφικό στοχασμό ἐπάνω σέ αὐτήν τήν διδασκαλία. Ὁ σκοπός τοῦ δόγματος, πού διατυπώνουν οἱ Πατέρες, δέν εἶναι ἡ κατανόησίς του, ἀλλά ἡ διά τοῦ δόγματος ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό». Γι’ αὐτό μᾶς χρειάζονται τά δόγματα. Δέν μᾶς τά δίνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, γιά νά μᾶς βάλει ἕναν πονοκέφαλο γιά νά ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτά νά τά καταλάβουμε, ἀλλά γιά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὡς ἕναν ὁδηγό, ὥστε νά φτάσουμε κι ἐμεῖς στήν ἴδια ἐμπειρία πού εἶχαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες πού διατύπωσαν αὐτά τά δόγματα, στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἡ διά τοῦ δόγματος ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἔχει τεράστια σημασία νά φυλάξουμε τά δόγματα, γιατί εἶναι ὁδηγοί πρός τήν σωτηρία κι, ἄν ἀλλοιωθοῦν τά δόγματα, δέν μποροῦμε νά φτάσουμε στήν σωτηρία. «Ὅταν συμβεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ κατά χάριν μέ τόν Θεό, ὅταν δηλαδή τοῦ ἀποκαλυφθεῖ τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τότε καταργεῖται τό δόγμα». Τότε δέν χρειάζεται. Τότε πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε μέ τίς ὁδηγίες, τά δόγματα δηλαδή, μέσω τῶν δογμάτων, ἔφτασε στόν σκοπό του, στήν θέωση.
Ἴσως κάποια εἶναι πρωτάκουστα καί εἶναι δύσκολο νά τά παρακολουθήσει κανείς, ἀλλά ἄς γίνει τουλάχιστον μία ἀρχή. Πρέπει νά τά ξέρουμε. Καί χίλιες φορές νά ἀσχολούμαστε μ’ αὐτά καί ἄς μήν τά καταλαβαίνουμε ὅλα κατευθείαν, παρά νά ἀσχολούμαστε μέ πράγματα ἀνούσια, ψυχοφθόρα καί ζημιογόνα.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Θέλω νά ρωτήσω τό ἑξῆς: εἴπαμε ὅτι ὅταν κοινωνοῦμε μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σέ ποιά μορφή ἐνέργειας; Κατά τήν δύναμη τοῦ καθενός; Δηλαδή εἴπαμε ὅτι ἔχουμε καί κάποιες μορφές ἐνέργειας, τήν καθαρτική, τήν θεωτική κ.λ.π. Μετέχουμε σέ ὅλη τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἤ μετέχουμε ἐκείνη τή στιγμή σέ κάποια μορφή ἀνάλογα μέ τήν δύναμή μας;
Ἀπ. : Ναί, ἀνάλογα μέ τό στάδιο πού εἶναι ὁ καθένας. Σίγουρα παίρνουμε ἐνίσχυση. Κι ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι στό στάδιο τῆς μετανοίας, τῆς καθάρσεως, καθαίρεται ἀκόμα περισσότερο. Δέν λέμε ὅτι «τό αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α΄Ἰω. 1,7); Μετέχοντας τοῦ Αἵματος καί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μας καθαριζόμαστε. Ἀλλά ὄχι μόνο καθαριζόμαστε, καί φωτιζόμαστε καί θεωνόμαστε. Ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητα καί τίς προϋποθέσεις πού ἔχει ὁ καθένας. Ὁ καθαιρόμενος καθαίρεται ἀκόμα περισσότερο, ὁ φωτιζόμενος φωτίζεται ἀκόμα περισσότερο καί ὁ θεούμενος θεώνεται ἀκόμα περισσότερο.
Εἶναι ἀπαραίτητο νά κοινωνοῦμε συχνά. Δυστυχῶς δέν τό ἔχουμε καταλάβει οἱ ἄνθρωποι, γι’ αὐτό καί ἀρρωσταίνουμε ψυχολογικά καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, γιά νά μήν πῶ ἡ συντριπτική πλειοψηφία, εἶναι καταθλιπτικοί καί μέ ψυχολογικά προβλήματα, εἴτε διεγνωσμένα, εἴτε ἀδιάγνωστα. Διότι δέν μετέχουμε τῆς Ζωῆς. Γιατί ὁ Χριστός εἶπε, γιά νά ζήσουμε, πρέπει νά φᾶμε τόν Ἴδιο, «ἄν δέν φᾶτε τήν σάρκα Μου καί πιεῖτε τό αἷμα Μου, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. 6,53). Ξεκάθαρα πράγματα. Αὐτό τώρα τί σημαίνει; Τρεῖς φορές τόν χρόνο νά κοινωνᾶμε φτάνει; Ὄχι, δέν φτάνει. Ὅπως γιά νά ζήσεις βιολογικά, τρῶς κάθε μέρα καί πολλές φορές τήν ἡμέρα, ἔτσι καί πνευματικά πρέπει νά τρῶμε, ὅσο γίνεται πιό συχνά. Δέν εἶναι σωστό αὐτό πού λένε μερικοί ‘δέν κοινώνησα, γιατί δέν ἔχω ἐξομολογηθεῖ’. Γιατί δέν φρόντισες νά ἐξομολογηθεῖς; Ὄφειλες νά φροντίσεις. Τό λέει καί σάν κατόρθωμα… δέν κοινώνησα, εἶμαι ἐντάξει. Δέν εἶσαι καθόλου ἐντάξει, γιατί δέν ἔχεις μετοχή στή Ζωή. Κι ἄν δέν τρῶς μιά, δύο, δέκα, τριάντα, πενήντα μέρες, τί παθαίνεις; Βιολογικά πεθαίνεις. Ἔτσι, δέν εἶναι; Μέχρι σαράντα μέρες, πενήντα, ἀντέχει ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός βιολογικά. Κάτι ἀνάλογο εἶναι καί στά πνευματικά.
Ὑπάρχει μιά ὡραία ἱστορία πού τό ἐπιβεβαιώνει αὐτό, γιατί εἴπαμε στήν Θεολογία δέν κάνουμε θεωρία. Θά πεῖ κανείς: Ποῦ τό βρῆκε αὐτό ὁ πάτερ ὅτι ἡ ψυχή ἀντέχει, ὅπως καί τό σῶμα, τό πολύ σαράντα μέρες; Τό βρήκαμε στήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει στό Γεροντικό μιά ἱστορία μέ τόν Ἅγιο Μακάριο, πού δέχτηκε τήν ἐπίσκεψη ἑνός ἀνθρώπου καί τῆς γυναικός του, ἡ ὁποία εἶχε μεταμορφωθεῖ σέ φοράδα διά μαγγανειῶν. Τῆς εἶχαν κάνει μάγια καί φαινόταν σάν ἄλογο. Ὁ ἄνθρωπος ἀπελπίστηκε, τῆς ἔβαλε καπίστρι ὅπως βάζουν στά ζῶα καί τήν πῆγε στόν Ἅγιο Μακάριο. Τόν κορόιδευαν, τοῦ ἔλεγαν ‘τί ἔφερες τό ἄλογό σου;’. Καί ἔλεγε αὐτός ‘δέν εἶναι τό ἄλογό μου, ἡ γυναίκα μου εἶναι’. Καί ἔλεγαν, παλαβός θά εἶναι ὁ ἄνθρωπος… Πῆγαν στόν Ἅγιο Μακάριο, τούς λέει: ‘ἐσεῖς εἶστε παλαβοί, φέρτε ἐδῶ τόν ἄνθρωπο’. Τῆς ἔριξε ἁγιασμό καί φάνηκε κανονικά, γυναίκα, ὅπως ἦταν. Καί τό σημαντικό εἶναι πού τῆς εἶπε ὅτι τό ἔπαθε αὐτό, γιατί εἶχε πέντε ἑβδομάδες νά κοινωνήσει. Πέντε ἑβδομάδες… Δηλαδή, ξεπέρασες τά ὅριά σου καί σέ ἔπιασαν τά μάγια.
Ἔρχονται ἔντρομοι… πάτερ, μᾶς κάνανε μάγια… μᾶς ρίχνουν λάδια.. ξύδια.. Καί γιατί τρέμεις δηλαδή; Κοινωνᾶς; Ἅμα δέν κοινωνᾶς, βέβαια θά σέ πιάσουν τά μάγια. Ἅμα δέν προσεύχεσαι, βέβαια θά σέ πιάσουν τά μάγια. Ἅμα δέν διαβάζεις Ἁγία Γραφή καί δέν ἔχεις σπίτι σου Ἁγία Γραφή νά διαβάζεις κάθε μέρα, βέβαια θά σέ πιάσουν. Ἅμα δέν φροντίζεις νά ἔχεις καθαρή τήν ψυχή σου, νά ἐξομολογήσαι τακτικά, ὥστε νά μπορεῖς νά κοινωνᾶς τακτικά καί ἅμα δέν πολεμᾶς τά πάθη σου… βέβαια… Ἐκεῖνα νά φοβᾶσαι… κι ὄχι ἄν σοῦ ρίχνουν ἤ δέν σοῦ ρίχνουν ὁτιδήποτε. Μετά ἔρχεται καί ὁ πονηρός καί σοῦ λέει ‘νά πᾶς σέ ἕναν ἄλλο μάγο νά σοῦ λύσει τά μάγια’. Τότε νά δεῖς τί θά γίνει. Ὁ διάβολος διώχνει διάβολο; Θά γίνεις τρισχειρότερα. Τόση εἶναι ἡ ἀνοησία μας… Ἐνῶ ὁ Χριστός μας μᾶς τά λέει ὅλα πολύ ὡραῖα καί πολύ ἁπλά, γιά νά ἔχουμε ζωή καί περίσσεια ζωῆς μάλιστα, γιατί λέει «ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν» (Ἰω. 10,10). Περίσσεια ζωῆς εἶναι ἡ θεία Χάρις, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία διώχνει κάθε κατάθλιψη, κάθε ψυχολογικό, τά πάντα διώχνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχει σ’ αὐτή καί ζεῖ τόν Θεό. Ζεῖ τουλάχιστον τήν κάθαρση. Δέν σᾶς λέω τήν θέωση πού εἶναι πολύ ὑψηλό. Τουλάχιστον τήν κάθαρση νά ζήσουμε, νά μποῦμε στή διαδικασία τῆς κάθαρσης πού σημαίνει μετάνοια.
Ἑπομένως, χρειάζεται καί εἶναι ἀναγκαῖο νά ἔχουμε τίς προϋποθέσεις νά κοινωνοῦμε τακτικά, πολύ τακτικά. Πόσο τακτικά; Οἱ πρῶτοι χριστιανοί κοινωνοῦσαν σχεδόν κάθε μέρα. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει τέσσερις φορές τήν ἑβδομάδα κάνω Θεία Λειτουργία καί ὄχι γιά ἄλλο λόγο, ἀλλά γιατί δέν μποροῦσε, εἶχε πάρα πολλές ὑποθέσεις. Ἀλλά τετράκις τῆς ἑβδομάδας λειτουργοῦσε, πού σημαίνει κοινωνοῦσε. Καί δέν κοινωνοῦσε μόνος του φυσικά, κοινωνοῦσαν καί οἱ πιστοί. Γιατί ἡ Θεία Λειτουργία αὐτό ἔχει ὡς σκοπό, νά κοινωνήσουμε, ὄχι ἁπλῶς νά ἔχουμε ἕνα ἀκρόαμα καί ἕνα θέαμα. Νά πάω στήν Ἐκκλησία, ὅπως πάω σ’ ἕνα θέατρο. Ὅπως τό ἔχουν καταντήσει σήμερα πολλοί καί βέβαια, γιατί νά πᾶνε νωρίς καί νά χάσουν καί τόν ὕπνο τους οἱ ἄνθρωποι; Πᾶνε στό Χερουβικό ἤ πᾶνε γιά τόν καφέ πού θά ἔχει μετά, ἄν ἔχει καφέ στό Μοναστήρι. Τραγικά πράγματα! Καί λένε: ἐκκλησιάστηκα κιόλας… ἄναψα τό κεράκι μου… καί εἶναι ἐντάξει καί μέ τόν Θεό. Μετά αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά ἔχει ὑγεία; Πνευματική ὑγεία ἐννοῶ. Δέν μπορεῖ νά ἔχει πνευματική ὑγεία, γιατί δέν μετέχει στή Ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Νά φροντίζουμε νά κοινωνοῦμε τακτικά, ὥστε νά ἔχουμε αὐτή τή Ζωή καί νά ζοῦμε μέ ὑγεία ψυχῆς καί σώματος. Γιατί, ὅταν ἡ ψυχή εἶναι ὑγιής, καί τό σῶμα εἶναι ὑγιές. Τότε δέν κόβουμε καί χρόνια ἀπό τήν ζωή μας. Γιατί ὁ Θεός ἔχει δώσει στόν καθένα τό καντηλάκι του μέ τό λαδάκι του, ἀλλά πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μέ τίς αὐτοκαταστροφικές ἐνέργειες πού κάνουμε -καί ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτοκαταστροφή- μειώνουμε καί τό λαδάκι μας ἤ τό χύνουμε ὁλόκληρο τό καντήλι καί φυσικά δέν φταίει ὁ Θεός, ἐμεῖς φταῖμε.
Ἐρ. : Στό θέμα πού εἴπατε νά κοινωνᾶμε συχνά. Ὅταν κάποιος ἐξομολογεῖται συχνά καί ἔχει κανόνα ἀπό τόν Πνευματικό νά μήν κοινωνήσει κάποιο διάστημα, ἔχει πάλι τήν ἴδια χάρη ἀπό τόν Θεό;
Ἀπ. : Ἄν ἔχει κανόνα, βέβαια. Καλύπτεται ἀπό τόν κανόνα. Τότε δέν ὑπάρχει πρόβλημα. Κοινωνεῖ πνευματικά. Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στόν Ἀόρατο πόλεμο, πῶς ὁ χριστιανός μπορεῖ νά μετέχει τοῦ ποτηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας καί μέ πνευματικό τρόπο, ὅταν ὑπάρχει λόγος εὔλογος.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε. Τό καταλαβαίνω σ’ ἕνα σημεῖο τό ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ τό σῶμα Του δέν εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλά εἶναι μέ τό πνεῦμα Του… μέ τήν ἐνέργειά Του…
Ἀπ. : Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δηλαδή δέν εἶναι πανταχοῦ παροῦσα… Γιά τόν Χριστό μιλᾶμε. Ὁ Πατέρας δέν ἔχει ἀνθρώπινη φύση, οὔτε τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί δέν σαρκώθηκαν. Μόνο ὁ Λόγος πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό τί σημαίνει ὅμως; Ὅτι, ἄν σοῦ κάνει ὁ Χριστός τή χάρη νά ἐμφανιστεῖ μπροστά σου, ὅπως ἔχει γίνει σέ ἀνθρώπους, ὄχι στόν ὕπνο τους, ἀλλά πραγματικά, ὅπως μέ βλέπετε καί σᾶς βλέπω, αὐτό σημαίνει ὅτι σοῦ κάνει μιά πολύ μεγάλη τιμή, γιατί ἐκείνη τή στιγμή ὁ Χριστός εἶναι μόνο ἐκεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι μπροστά σου ἐκείνη τή στιγμή, πουθενά ἀλλοῦ. Καταλάβατε; Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ἡ ἀνθρωπίνη φύση. Κάπου εἶναι πάντοτε, κάπου, ὄχι παντοῦ.
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Ἔχω παρατηρήσει -καί νομίζω πολλοί- ὅταν κάποιος κοινωνάει συχνά στίς ἐνορίες τουλάχιστον στίς πόλεις παρεξηγεῖται ὄχι μόνο ἀπό αὐτούς πού εἶναι στήν Ἐκκλησία ἀλλά καί ἀπό τούς παπάδες. Καί γενικά παρατηρῶ ὅτι πολλοί πού ἔχουν εὐλογία νά κοινωνᾶνε συχνά, πηγαίνουν κάθε φορά σέ ἄλλη ἐνορία, γιά νά μήν σκανδαλίζουν τούς γύρω. Κάτι γιά αὐτό νά μᾶς πεῖτε. Εὐχαριστῶ.
Ἀπ. : Ἔχουμε ἀντιστρέψει πλήρως τά πράγματα πρός τό χεῖρον. Γιατί σκανδαλίζω τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι βάζω ἐμπόδιο στή σωτηρία. Σκάνδαλο εἶναι ἕνα ξύλο πού περπατᾶς στόν δρόμο, σκοντάφτεις καί πέφτεις. Αὐτό λέγεται σκάνδαλο στήν κυριολεξία, μιά παγίδα. Ὅταν, λοιπόν, λέμε σκανδαλίζω κάποιον, σημαίνει ὅτι τοῦ ἔχω στήσει μιά παγίδα, γιά νά πάει στήν κόλαση. Αὐτό σημαίνει σκανδαλίζω. Ὅταν λοιπόν λέμε ὅτι σκανδαλίζεται, ἐπειδή σέ βλέπει πού κοινωνᾶς, δέν στέκει, εἶναι παράλογο. Σκανδαλίζεται, ὅταν δέν κοινωνᾶς. Αὐτό λένε οἱ Κανόνες. Γιατί; Γιατί, λέει ὁ Κανόνας, ἄν ὁ χριστιανός πάει στήν Θεία Λειτουργία καί δέν κοινωνήσει, πρέπει νά πεῖ τόν λόγο, γιατί δέν κοινώνησε. Σέ ποιόν; Στόν Πνευματικό, στόν προϊστάμενο ἐκεῖ τῆς συνάξεως, στόν ἱερέα. Γιατί; Διότι, λέει, ποιεῖ ἀταξία πού δέν κοινωνεῖ! Τώρα ἔχουμε ἀντιστρέψει πλήρως τά πράγματα καί θεωροῦμε ὅτι κάνει ἀταξία αὐτός πού κοινωνεῖ! Πόσο ἔχουμε ἀλλοτριωθεῖ, βλέπετε; Εἴμαστε ἀντίθετα ἀπό τούς Πατέρες. Πλήρως διεστραμμένα. Ἐμεῖς δέν πρέπει νά συμπλεύσουμε μ’ αὐτό τό πνεῦμα καί οὔτε σκανδαλίζουμε, ὅταν δέν συμπλέουμε μ’ αὐτό τό πνεῦμα. Ἴσα-ἴσα ἐπανερχόμαστε στό σωστό, στό ὀρθόδοξο. Σκανδαλίζουν αὐτοί πού δέν ἔρχονται καί ὄχι μόνο δέν ἔρχονται ἀλλά λοιδοροῦν κι αὐτούς πού προσπαθοῦν νά ἐπανέλθουν στό σωστό.
Ἑπομένως, δέν τίθεται θέμα σκανδαλισμοῦ γιά μᾶς ἀλλά γιά αὐτούς πού δέν κοινωνοῦνε. Αὐτοί σκανδαλίζουν σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἄν λειτουργοῦσε σωστά ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, αὐτοί πού δέν κοινωνοῦν θά ἔπρεπε νά πάρουν ἐπιτίμιο, θά ἔπρεπε νά τιμωρηθοῦν. Ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς τιμωρίας. Τό ἐπιτίμιο, ξέρετε, ἔχει τήν ἔννοια τῆς παιδαγωγίας, γιά νά βοηθήσει τόν χριστιανό νά μετανοήσει. Θά ἔπρεπε ὁ Πνευματικός, ὁ ἱερέας δηλαδή, ὅλους αὐτούς πού δέν κοινώνησαν τήν Κυριακή νά τούς πιάσει… ἐσύ γιατί δέν κοινώνησες; Ἐσύ γιατί δέν κοινώνησες; Ἔχεις κανόνα ἀπό τόν Πνευματικό σου; Ἄν ἔχεις κανόνα, ἐντάξει. Ἄν δέν ἔχεις κανόνα ὅμως, τί σημαίνει; Ἤ εἶσαι ἀμετανόητος ἤ εἶσαι ἀμελής ἤ εἶσαι ράθυμος. Εἶσαι παράνομος καί θά πρέπει νά διορθωθεῖς, νά μετανοήσεις, νά τακτοποιηθεῖς, νά ἐξομολογηθεῖς, νά βρεῖς Πνευματικό… Ἀφήνω πού μερικοί δέν ἔχουν κἄν Πνευματικό ἤ τόν ἔχουν καί τόν βλέπουν «κομητικῶς» ἔλεγε κάποιος, σάν κομήτη! Πῶς περνάει ὁ κομήτης κάθε 70 χρόνια;… Αὐτό δέν εἶναι Πνευματικός. Πνευματικός σημαίνει ὅτι τόν βλέπεις τουλάχιστον μιά φορά τόν μήνα, ἔστω στόν ἑνάμισι μήνα, καί ἐξομολογεῖσαι.
Ἐρ. : Μετά τήν Ἀνάσταση ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν κτιστή ἤ ἄκτιστη;
Ἀπ. : Πάλι κτιστή.
Ἐρ. : Καί πῶς περνοῦσε ἀπό τίς πόρτες;
Ἀπ. : Θεωμένη. Ἐμπλουτισμένη μέ τήν θεότητα. Δέν ἀλλάζει ἡ φύσις, παραμένει ἀλλά εἶναι ἐμπλουτισμένη πλέον ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία καί μέ τίς ἐνέργειες τῆς θείας φύσεως. Χωρίς νά ἀλλοιωθεῖ. Παραμένει ἀναλλοίωτη ἡ ἀνθρώπινη φύση, κτιστή. Καί ἡ θεία φύση ἄκτιστη.
Ἐρ. : Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τούς Ἁγίους; Γιά παράδειγμα, ὅταν ἐπέμβουν πρός βοήθειά μας βρίσκονται μόνο ἐκεῖ ἐκείνη τή στιγμή;
Ἀπ. : Ἄν τούς δοῦμε ὀφθαλμοφανῶς μπροστά μας, βέβαια ναί. Ἀλλά κατ’ ἐνέργεια καί οἱ Ἅγιοι -προσέξτε αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο- εἶναι πανταχοῦ παρόντες. Πῶς; Κατ’ ἐνέργεια. Δηλαδή, ἔχεις ἐδῶ τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί προσεύχεσαι καί ἕνας ναυτικός στόν Εἰρηνικό ὠκεανό κι αὐτός ταυτόχρονα ἐκείνη τήν ὥρα προσεύχεται καί κάποιος ἄλλος στήν Ἀμερική ταυτόχρονα. Καί οἱ τρεῖς βοηθιοῦνται. Βοηθιοῦνται, γιατί ἡ ἐνέργεια πού ἔχει ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Νικολάου, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα. Ὁπότε ταυτόχρονα ὁ Ἅγιος βοηθάει παγκοσμίως. Γι’ αὐτό πρέπει νά γίνουμε ἅγιοι! Καί ὄχι μόνο γιά αὐτό βέβαια… Ἀλλά , ἄν θέλεις νά βοηθήσεις τήν ἀνθρωπότητα, αὐτό εἶναι ἡ πιό μεγάλη βοήθεια. Μπορεῖς νά βοηθᾶς ταυτόχρονα ὅλους μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης