Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

AΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

AΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

1.Γιά τή μετάνοια


                         Ο Κύριος πού κατέβηκε στή γη από τήν αγκάλη[1] του Θεου Πατρός καί εγινε γιά μας δρόμος[2] σωτηρίας, μας διδάσκει γιά τή μετάνοια μέ τήν ευλογημένη καί θεϊκή φωνή του, λέγοντας· «Δέν ηρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους αλλά τούς αμαρτωλούς[3]· ουτε, πάλι εχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιεις, αλλά οι αρρωστοι[4]».  Αν εγώ τά λέω αυτά, ποτέ νά μή μέ ακούσεις· αν ομως τά λέει ο ιδιος ο Κύριος, γιατί δείχνεις καταφρόνηση, αμελώντας γιά τή ζωή σου;  Αν συναισθάνεσαι οτι εχεις μέσα σου τραύματα λογισμων καί πράξεων, γιατί αδιαφορεις εσύ γιά τά κρυφά τραύματά σου; Γιατί φοβασαι τόν Γιατρό; Δέν ειναι αγριος, ουτε επίσης σκληρός, ουτε ασπλαχνος. Δέ μεταχειρίζεται τό μαχαίρι, ουτε επίσης μεταχειρίζεται φάρμακο πικρό καί καυστικό· γιατρεύει μόνο μέ τό λόγο.  Αν θέλεις νά ερθεις σ΄ αυτόν, ειναι γεμάτος αγαθά καί γεμάτος ευσπλαχνία. Γιά σένα ηρθε από τήν αγκάλη του Πατρός· γιά σένα εσαρκώθη· γιά νά ερθεις σ΄ αυτόν δίχως φόβο· γιά σένα εγινε ανθρωπος· γιά νά σέ γιατρέψει από τά φοβερά τραύματά σου. Μέ πολλή αγάπη καί μέ ολη τήν αγαθότητά του σέ καλει κοντά του.
                        Πλησίασε, αμαρτωλέ· γιατρέψου ευκολα· πέταξε από πάνω σου τό βάρος των αμαρτιων· πρόσφερε τήν προσευχή, καί βάλε πάνω στό σάπιο μέρος δάκρυα. Αυτός ο Γιατρός ειναι ουράνιος.  Επειδή ειναι αγαθός, μέ δάκρυα καί στεναγμούς θεραπεύει τά τραύματα. Πλησίασε, αμαρτωλέ, στόν αγαθό Γιατρό προσφέροντας τά δάκρυα, σάν τό καλύτερο φάρμακο. Διότι καί ο ουράνιος Γιατρός ετσι θέλει, νά θεραπευθει ο καθένας μέ τά δικά του δάκρυα, καί νά σωθει· διότι αυτό τό φάρμακο δέν ενεργει περισσότερο απ΄ οσο πρέπει, ουτε ερεθίζει τό τραυμα, αλλά σέ γιατρεύει αμέσως.  Ο Γιατρός περιμένει νά δει τά δάκρυά σου· πλησίασε· μή φοβηθεις· δειξε του τό τραυμα σου, προσφέροντας καί φάρμακο, τό δάκρυ καί τό στεναγμό. Νά, λοιπόν, εχει ανοιχθει η θύρα της μετανοίας· σπευσε, αμαρτωλέ, προτου νά τήν κλείσει. Δέν περιμένει τόν καιρό, γιά νά αδιαφορεις εσύ, ουτε αυτή η θύρα της μετανοίας, καθώς σέ βλέπει ράθυμο, ανέχεται νά περιμένει τή δική σου καταφρόνηση.
                        Γιατί μίσησες τή ζωή σου, αθλιε; Τί λοιπόν υπάρχει ανώτερο από τήν ψυχή σου, ανθρωπε;  Εσύ ομως, αμαρτωλέ, τήν περιφρόνησες. Δέ γνωρίζεις, αγαπητέ, ποιά ωρα θά προστάξει ο ουράνιος Γιατρός νά κλείσει η θύρα της γιατριας του.
                        Πλησίασε, παρακαλω. Σπευσε νά γιατρευθεις. Θά κάνεις νά χαρει η ουράνια στρατιά μέ τή μετάνοιά σου.  Ο ηλιος κόντεψε πρός τό βράδυ· γιά χάρη σου περιμένει, γιά νά προφθάσεις στόν προορισμό σου[5].  Ως πότε θά ανέχεσαι τόν σιχαμερό  Εχθρό σου, κάνοντας χωρίς ντροπή τό θέλημά του; Διότι εκεινος θέλει καί στή φωτιά νά σέ ρίξει· αυτό ειναι τό δικό του μέλημα· αυτό ειναι τό δωρο του σ΄ εκείνους πού τόν αγαπουν. Αυτός εκμεταλλευόμενος τίς κακές καί σιχαμερές επιθυμίες, κάνει πόλεμο μέ ολους τούς ανθρώπους· αυτός πάλι ο σιχαμερός οδηγει στήν απελπισία οσους πειθαρχουν σ΄ αυτόν· σκληραίνει τήν καρδιά, ξηραίνει τά δάκρυα, γιά νά μήν αισθανθει κατάνυξη ο αμαρτωλός.  Απόφευγέ τον εντελως, ανθρωπέ μου, μίσησε καί σιχάσου τίς δικές του γοητειες. Μίσησε τόν Πονηρό καί απόφευγε τόν Πανουργο· διότι ειναι ανθρωποκτόνος από τήν αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου[6]   ως τή συντέλεια.  Απόφευγέ τον, ανθρωπέ μου, γιά νά μή σέ φονεύσει.  Ακουσε, αγαπητέ, τήν μακαρία φωνή πού καθημερινά λέει· « Ελατε σ΄ εμένα ολοι εσεις πού ειστε κουρασμένοι καί φορτωμένοι, καί εγώ θά σας δώσω ανάπαυση. Πάρτε τόν ζυγό μου επάνω σας, καί μάθετε από μένα οτι ειμαι ησυχος, πράος καί επιεικής, καί θά βρειτε ανάπαυση στίς ψυχές σας»[7]. Καθημερινά σου ομιλει γιά ανάπαυση, καί σου υπόσχεται ζωή. Πλησίασε, μή φοβηθεις.  Ο Κύριος ειναι αγαθός καί δέν εχει ανάγκη από τίποτε· δέ ζητα λογαριασμό γιά καμιά αμαρτία. Ειναι καταφύγιο γιά νά προστατευθει κανείς από ολα τά κακά· γιατρεύει τά τραύματα· πλουσιοπάροχα χαρίζει τή ζωή, επειδή ειναι αγαθός· μέ ευκολία δέχεται αυτούς πού γονατιστοί τόν ικετεύουν, επειδή ειναι Θεός μέγας καί προγνώστης, καί γνωρίζει ολες μας τίς σκέψεις.  Οταν κάποιος ερχεται σ΄ αυτόν νά γιατρευθει, ο Θεός βλέπει τήν καρδιά του καί ολη τήν προθυμία του.  Οταν πλησιάζοντας κανείς εχει σταθερό τόν ευσεβή λογισμό του, ο ιδιος ο αγαθός Θεός, χάρη στήν αγαθότητά του, αμέσως αποκαλύπτεται σ΄ εκείνους πού τόν ζητουν· και προτου νά σηκώσει ο ανθρωπος τά μάτια του στόν Θεό, ο Θεός του λέει, «Ειμαι εδω» · καί προτου ο ανθρωπος νά τόν πλησιάσει, ανοίγει τό θησαυρό του μπροστά σ΄ αυτόν πού τόν ζητα· προτου νά χύσει[8] δάκρυα, χύνει τούς θησαυρούς του, καί προτου νά τόν παρακαλέσει ο ανθρωπος, ο Θεός συμφιλιώνεται μαζί του· προτου ο ανθρωπος νά προσευχηθει, βρίσκει τό ελεος, διότι η αγάπη του Θεου ετσι ποθει καί θέλει νά ειναι αυτοί πού μέ ειλικρίνεια τόν πλησιάζουν. Δέν αργει νά ακούσει· ουτε πάλι κατηγορει τόν ασεβή, πού τόν πλησίασε, λεγοντας· «Γιατί τόσον καιρό υπηρέτησες ως δουλος τόν  Εχθρό, καί περιφρόνησες μέ τή θέλησή σου εμένα τόν Κύριό σου;». Δέν εξετάζει τήν ποσότητα του καιρου πού πέρασε, αλλά μονάχα τήν ταπείνωση.  Ο Κύριος βλέπει τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς εκείνου πού τόν ικετεύει γονατιστός.  Επειδή ειναι προγνώστης, ως Θεός καί πλάστης μας, αμέσως συγχωρει ολες τίς αμαρτίες μας, ολα τά σφάλματα των λογισμων καί των πράξεων· καί ορίζει νά φέρουν τήν πρώτη στολή[9] γι΄ αυτόν πού ερχεται κοντά του, καί πάλι του βάζει δαχτυλίδι στό δεξί χέρι· καί προστάζει ολους τούς  Αγγέλους νά χαρουν μαζί του γιά τήν ανεύρεση αυτης της ψυχης του αμαρτωλου.
                        Μακάριοι πραγματικά ειμαστε ολοι εμεις οι ανθρωποι, γιά τό πόσο αγαπητό Κύριο εχουμε, πόσο αμνησίκακο, αγαθό, πονετικό, σπλαχνικό, μακρόθυμο, πού συγχωρει πάντοτε τίς ασέβειές μας, αν εμεις θέλουμε. Διότι τόν βλέπουμε νά μας παρακινει καί συγχρόνως νά μακροθυμει· τόν βλέπουμε νά μας προσφέρει ολα τά αγαθά του σ΄ αυτή τή ζωή, αλλά καί σ΄ εκείνη τή ζωή, αν θέλουμε.  Ελατε λοιπόν, ας τόν παρακαλέσουμε, οσο ακόμη υπάρχει καιρός· εδω, οσο ακόμη βρισκόμαστε εμεις σ΄ αυτή τή ζωή, μπορουμε πάντοτε νά παρακαλέσουμε καί νά λυγίσουμε τόν Κύριο. Ειναι ευκολο σ΄ εμας νά ζητήσουμε συγχώρηση· ειναι κατάλληλος καιρός, ακόμη καί νά χτυπουμε τήν θύρα της ευσπλαχνίας του.  Ας χύσουμε δάκρυα, οσο ακόμη ειναι καιρός νά δεχθει τά δάκρυά μας, γιά νά μήν κλάψουμε ανώφελα, οταν φύγουμε καί παμε στήν αλλη ζωή· διότι εκει δέν εχουν καμία αξία τά δάκρυα.  Οσο θέλουμε εμεις, τόσο καί ο αγαθός Θεός συγχωρει. Διότι εδω μας ακούει, οταν τόν παρακαλουμε, καί σ΄ αυτή τή ζωή μας συγχωρει, οταν τόν ικετεύουμε.  Εδω σβήνει τίς αμαρτίες μας, οταν εμεις ενεργουμε μέ φρόνηση. Σ΄ αυτή τή ζωή υπάρχει παρηγορία, σ΄ εκείνη ομως τή ζωή γίνεται εξέταση.  Εδω υπάρχει μακροθυμία, εκει υπάρχει σκληρότητα.  Εδω υπάρχει συγκατάβαση, ενω εκει υπάρχει αυστηρότητα.  Εδω υπάρχει η δυνατότητα νά ενεργει κανείς οπως θέλει, εκει υπάρχουν δικαστήρια.  Εδω υπάρχει ανεση, εκει θλίψη. Σ΄ αυτή τή ζωή απόλαυση, ενω εκει βασανιστήρια.  Εδω πλεονεξία, ενω εκει τιμωρία.  Εδω γέλια, ενω εκει θρηνος.  Εδω αμέλεια, ενω εκει κόλαση.  Εδω καταφρόνηση, εκει αιώνιο πυρ.  Εδω καλλωπισμός, ενω εκει κόλαση.  Εδω επαρση, ενω εκει εξευτελισμός.  Εδω οι αρπαγές, εκει τό τρίξιμο των δοντιων.  Εδω τά χρυσοστόλιστα ενδύματα, εκει σκότος καί μαυρίλα.  Εδω αδιαφορία, εκει τελείως ασυγχώρητα αμαρτήματα.
                         Αφου τά γνωρίζουμε αυτά, αγαπητοί αδελφοί μου, γιατί παραμελουμε τή σωτηρία μας;  Ας μήν προσηλωθει, αδελφοί μου, ο νους μας σ΄ αυτή τή ζωή· καί ας μήν αισθανθουμε ευχαρίστηση από τήν αγάπη γιά τά γήινα, γιά νά μήν αισθανθουμε σ΄ εκείνη τή ζωή πίκρα από τό θρηνο μας. Γιά ποιό λόγο δείχνουμε καταφρόνηση, μή θέλοντας, οσο ακόμη ειναι καιρός, νά γιατρευθουμε; Μέ λίγα δάκρυα του σύντομου αυτου καιρου, καί μέ τή μετάνοια, ο Θεός συγχωρει ολα τά παραπτώματά μας. Κλάψε λίγο εδω, γιά νά μήν κλάψεις εκει στούς ατέλειωτους αιωνες, μέσα στό σκότος τό εξώτερο. Γίνε εδω φρόνιμος, γιά νά μή ριχθεις εκει στήν ασβεστη φωτιά. Ποιός δέ θά μας θρηνήσει; Καί ποιός δέ θά μας κλάψει; Μέ τό νά μισήσουμε τή ζωή, αγαπουμε τό θάνατο. Σκέψου ο ιδιος, αδελφέ μου γνήσιε, καί διάλεξε αυτό πού ειναι καλύτερο καί συμφέρει στήν ψυχή σου. Τί σέ εμποδίζει νά κλάψεις σ΄ αυτή τή ζωή γιά τίς αμαρτίες σου, καί νά παρακαλέσεις σ΄ αυτή τή ζωή ενεργώντας συνετά μέ τή μετάνοια, παρά νά κλάψεις εκει, μέσα στή φωτιά, χωρίς καμιά ωφέλεια; Διότι ενω εχεις ανεση νά χύσεις δάκρυα καί νά βρεις κάθε παρηγορία· ενω εκει παρόλα τά δάκρυα πηγαίνεις στήν κόλαση καί στήν τιμωρία του χρεώστη των μυρίων ταλάντων[10]. Ξεπλήρωσε ενα μικρό μέρος από τό χρέος σου, παρακαλώντας τόν Κύριο, ωστε νά συγχωρήσει τά χρέη της ψυχης σου· αν ομως δέ θελήσεις νά επιστρέψεις σ΄ αυτή τή ζωή ενα μικρό μέρος από τά πολλά χρέη σου, θά ξεπληρώσεις σ΄ εκείνη τή ζωή ολα τά χρέη σου μέ πολλά βασανιστήρια. Καί τά λέω αυτά, αγαπητοί αδελφοί καί φιλόθεοι, ανταποκρινόμενος στόν δικό σας πόθο, οχι γιατί τάχα ειμαι κανείς αξιος καί καθαρός στή ζωή μου, επειδή εζησα μέ αγνότητα· αλλά τά λέω παρακινημένος από πολύ πόνο καί λύπη της καρδιας μου, καθώς αναλογίζομαι γιά τόν εαυτό μου, τί μας περιμένει, καί ομως εμεις αμελουμε.  Εγώ μάλιστα, αδελφοί μου, ειμαι ακάθαρτος, ειμαι ασεβής στή ζωή μου, στίς πράξεις καί στούς λογισμούς, καί δέν αναγνωρίζω διόλου στόν εαυτό μου νά εχει κάποιο καλό· απεναντίας, τώρα καί πάντοτε ημουν αμαρτωλός καί νωθρός κατά τήν προαίρεσή μου.
                        Αυτά τά απευθύνω εγώ σ΄ εσας πού εχετε τό ιδιο φρόνημα, διότι συνεχως σφίγγει τήν καρδιά μου η λύπη γιά τή μέλλουσα φοβερή κρίση του Θεου. Διότι ολοι ειμαστε συνεχως καταφρονητές, καί νομίζουμε οτι θά ζήσουμε σ΄ αυτή τή μάταιη ζωή στούς ατέλειωτους αιωνες.  Η ζωή περνα, καί ολα οσα υπάρχουν σ΄ αυτή· καί από μας αγαπητοί, θά ζητηθει λόγος γιά ολα αυτά, επειδή ξέραμε τό καλό, αλλά κάναμε τό κακό. Καταφρονώντας σ΄ αυτή τή ζωή τήν αγάπη του Θεου καί τή βασιλεία του, προτιμήσαμε τή γη καί ολα οσα υπάρχουν σ΄ αυτή. Τό ασήμι καί τό χρυσάφι δέ μας σώζει από τή φοβερή φωτιά της κολάσεως. Τά ενδύματα καί η φιληδονία ειναι σ΄ εκείνη τή ζωή αιτία γιά καταδίκη.  Ο αδελφός δέ σώζει τόν αδελφό του· ουτε πάλι σώζει ο πατέρας τό παιδί του, αλλά ο καθένας στέκεται στή δική του τάξη, στή ζωή η στή φωτιά της κολάσεως.  Υπάρχουν πολλοί αγιοι, δίκαιοι καί οσιοι, πού απογύμνωσαν τόν εαυτό τους από τή ζωή καί από τά πράγματα της ζωης, μέ τήν καλή προαίρεση της βούλησής τους, καί μέ τήν αγαθή ελπίδα πού προέρχεται από τήν εργασία των εντολων του Θεου, διότι πίστεψαν οτι θά απολαύσουν τά αγαθά του Θεου στόν παράδεισο της τρυφης· επειδή πόθησαν τόν Χριστό, τόν προτίμησαν περισσότερο από ολα τά φθαρτά πράγματα· καί γι΄ αυτό καθημερινά αγάλλονται εν Θε?ω, φωτίζονται εν Χριστ?ω, χαίρονται διαρκως εν  Αγί?ω Πνεύματι.  Αγάλλεται γι΄ αυτούς η  Αγία Τριάς· αγάλλονται[11] γι΄ αυτούς οι  Αγγελοι καί οι  Αρχάγγελοι· αγάλλεται γι΄ αυτούς ο παράδεισος της τρυφης.  Αληθινά, αυτοί ειναι πάντοτε επαινετοί, ενδοξοι, μακάριοι. Οι  Αγγελοι καί οι ανθρωποι τούς μακαρίζουν, διότι προτίμησαν τήν αγάπη του Θεου περισσότερο από ολο τόν κόσμο. Καί γι΄ αυτό ο Θεός ο αγιος, ο δίκαιος καί αληθινός, τούς χάρισε τή βασιλεία του· καί μάλιστα τούς εδωσε ως δωρο ακόμη μεγαλύτερη δόξα, νά τόν βλέπουν πάντοτε μέ χαρά μαζί μέ τούς αγίους  Αγγέλους. Πολλοί ομως από τούς ανθρώπους πόθησαν τή γη καί τά φθαρτά πού υπάρχουν σ΄ αυτήν· καί ηταν ο νους τους προσηλωμένος πάντοτε στά φθαρτά, καί σχεδόν σάν αλογα ζωα ετρεφαν τά σώματά τους μέ τίς τροφές, σάν νά ειναι αθάνατη αυτή η μάταιη ζωή.
                        Τί κάνεις ανθρωπέ μου, ζώντας σάν αλογο ζωο;  Ο Θεός σέ δημιούργησε νά εισαι ανθρωπος συνετός, διακριτικός[12]· μήν εξομοιωθεις ο ιδιος μέ τά ανόητα ζωα[13] εξαιτίας της αδιακρισίας σου. Πρόσεξε, ανθρωπε, λιγάκι, καί ελα στόν εαυτό σου, καί γνώρισε ως συνετός ανθρωπος, οτι γιά σένα ηρθε από τόν ουρανό ο υψιστος Θεός, γιά νά σέ ανυψώσει από τή γη στόν ουρανό.  Εχεις προσκληθει στούς γάμους του ουράνιου Νυμφώνα· γιά ποιό λόγο δείχνεις καταφρόνηση; Γιατί δυσανασχετεις; Πως θά αναχωρήσεις γιά τούς γάμους, πές μου, χωρίς νά εχεις ακριβό ενδυμα καί αντάξιο μέ τούς γάμους; Μπαίνεις περιφρονητικά; Θά ακούσεις αμέσως εκείνη τή φοβερή φωνή· «Φίλε, πως μπηκες στούς γάμους, χωρίς νά εχεις ενδυμα γιά τό γάμο[14] της βασιλείας μου; Μπηκες περιφρονητικά, γιά νά προσβάλεις μέ τή γύμνια σου τό επίσημο τραπέζι μου;». Καί θά πει ο Βασιλιάς στούς υπηρέτες του· «Δέστε χέρια καί πόδια τόν ελεεινό, καί ρίξτε τον μέσα στό καμίνι της φωτιας, γιά νά τιμωρηθει αιώνια, διότι εγώ ο ιδιος ηρθα πρίν από αρκετό καιρό, καί ολους τούς κάλεσα στούς γάμους, αυτός ομως περιφρονώντας τήν πρόσκλησή μου, δέν ετοίμασε γιά τόν εαυτό του ενδυμα γιά νά ερθει στούς γάμους· γι΄ αυτό σας προστάζω νά τιμωρήσετε τόν ελεεινό, διότι περιφρόνησε τή βασιλεία μου».
                         Αραγε, δέν τά φοβασαι αυτά; Δέν τρέμεις, ανθρωπέ μου, διότι ο Νυμφίος κοντεύει νά εμφανισθει καί νά λάμψει; Δέν ξέρεις οτι ολα ειναι ετοιμα, καί οτι η ουράνια σάλπιγγα περιμένει τήν προσταγή; Τότε τί θά κάνεις εκει, τήν ωρα εκείνη, αν δέν προετοιμασθεις γιά τήν ωρα εκείνη του μακαρισμου, πού θά απευθύνει ο Θεός; Διότι ο μακαρισμός πού θά απευθύνει ο Θεός απονέμεται σ΄ εκείνους πού τόν αξίζουν.  Η ουράνια σάλπιγγα σαλπίζει από τόν ουρανό, καί λέει· « Αναστηθειτε, αγαπημένοι του Χριστου. Νά, ηρθε ο ουράνιος Βασιλιάς γιά νά σας δώσει ανάπαυση καί χαρά στήν αιώνια ζωή, ως ανταμοιβή γιά κεινον τόν κόπο της ασκήσεώς σας.  Αναστηθειτε, δειτε τόν Βασιλιά Χριστό, τόν αθάνατο Νυμφίο πού εσεις ποθούσατε· διότι, μέ τό νά τόν ποθήσετε, γίνατε προσωρινοί επάνω στή γη.  Αναστηθειτε, δειτε τή βασιλεία του πού τήν ετοίμασε γιά σας· αναστηθειτε, δειτε τόν Χριστόν πού ποθειτε· αναστηθειτε, δειτε τόν Κύριο πού δέν χορταίνει κανείς νά τόν βλέπει, τόν οποιο καί αγαπήσατε, γιά τόν οποιο καί δοκιμάσατε θλίψεις, γιά τόν οποιο καί κοπιάσατε.  Ελατε τώρα, καί δειτε μέ πολλή παρρησία τόν ιδιο τόν Κύριο πού ποθειτε, καί χαρειτε μαζί του τήν ανέκφραστη χαρά, καί τή χαρά σας κανείς δέ θά σας τήν αφαιρέσει[15].  Ελατε, απολαυστε αυτά πού μάτι δέν τά ειδε, ουτε αυτί τά ακουσε, ουτε νους ανθρώπου τά συνέλαβε[16], τά οποια μας τά χαρίζει ο ιδιος ο Κύριος, πού ποθουμε». Διότι οι αγιοι αρπάζονται μέσα σέ φωτεινές νεφέλες[17] γιά τήν προϋπάντησή του. Πετουν καί οι δίκαιοι καί οι αξιοι δουλοι του Θεου, ψηλά στόν αέρα, μέσα σέ απερίγραπτη δόξα, γιά νά δουν τόν ουράνιο αθάνατο Νυμφίο. Ποιός λοιπόν ειναι αξιος νά αρπαγει τήν ωρα εκείνη μέσα σέ νεφέλες, γιά νά συναντήσει τόν Χριστό μέ μεγάλη χαρά;  Ολοι οι αξιοι δουλοι αρπάζονται μέ δόξα, ενω ολοι οι ασεβεις παραμένουν κάτω στή γη μέ μεγάλη ντροπή.  Ακολουθουν μακαρισμοί καί χαρά γιά κείνους πού εδειξαν προθυμία εδω, σ΄ αυτή τή ζωή, τιμωρία καί ντροπή γιά ολους τούς αμαρτωλούς. Ειναι μακάριος εκεινος πού φρόντισε απ΄ αυτή τή ζωή νά ειναι αξιος γιά κείνη τήν ωρα· καί ειναι αθλιος εκεινος πού εκανε επίσης τόν εαυτό του ανάξιο γιά κείνη τήν ωρα. Οι νεφέλες αρπάζουν ολους τούς αγίους καί τούς μεταφέρουν από τή γη στόν ουρανό· αντίθετα καί τούς ασεβεις αρπάζουν οι  Αγγελοι γιά νά τούς βάλουν μέσα στό καμίνι της ασβεστης φωτιας.
                        Ποιός θά χύσει στό κεφάλι μου αφθονο νερό; Καί ποιός πάλι θά προσφέρει στά μάτια μου πηγή πού νά αναβρύζει συνεχως δάκρυα[18], χωρίς διακοπή;  Οσο ειναι καιρός νά δεχθει ο Θεός τά δάκρυά μου, εκλαψα τόν εαυτό μου μέρα καί νύχτα, παρακαλώντας τόν Θεό νά μή βρεθω ανάξιος τήν ωρα της παρουσίας του, καί νά μήν ακούσω εκείνη τή φοβερή απόφαση του Δεσπότου Χριστου· «Φύγε σύ από μπροστά μου, εργάτη της ανομίας[19], δέ σέ ξέρω από που εισαι[20]».
                         Ο Θεός ο υψιστος, ο μόνος αθάνατος, δώρισε σ΄ εμένα τόν αμαρτωλό τούς πολλούς οικτιρμούς σου, τήν ωρα εκείνη, γιά νά μή φανερωθει η κρυμμένη ασέβειά μου μπροστά στούς θεατές  Αγγέλους,  Αρχαγγέλους, Προφητες,  Αποστόλους, Δικαίους καί  Αγίους.  Απεναντίας, σωσε εμένα τόν ασεβή μέ τή θεία σου χάρη καί μέ τούς οικτιρμούς σου, καί βάλε με μέσα στόν παράδεισο της τρυφης μαζί μέ τούς τελείους δικαίους. Δέξου τή δέησή μου, Δέσποτα, μέ τίς πρεσβειες των  Αγίων, πού εγιναν αρεστοί σ΄ εσένα. Δόξα πρέπει στόν Χριστό.  Αμήν.

                                                               2.Γιά τήν κατάνυξη

                        Χορηγός ολων των αγαθων, καί πηγή από τήν οποία πηγάζουν οι θεραπειες, καί θησαυρός των οικτιρμων, εισαι μόνο εσύ, ο Θεός· αγαθός καί ευσπλαχνος, πού χορηγεις πάντοτε αγαθά σ΄ αυτούς πού τά ζητουν.  Επειδή καί εγώ ο ιδιος γνώρισα μέ τήν πείρα μου συνεχως αμέτρητες θεραπειες καί αγαθές δωρεές, πού μου χαρίζεις καθημερινά, γι΄ αυτό χωρίς φόβο σέ ικετεύω, Χριστέ, εσένα τόν ανεξίκακο Θεό, νά ερθει σ΄ εμένα κατά τή συνήθειά της η θεία σου χάρη, γιά νά συγκεντρώσει τή διάνοιά μου, καί νά θεραπεύσει πάλι τά κρυφά τραύματά μου. Διότι, νά, οι περισπασμοί καί οι μετεωρισμοί ξαναερεθίζουν διαρκως τά τραύματά μου, πού δέ φαίνονται.  Εσύ ομως, μακρόθυμε, πού πάντοτε θεραπεύεις μέ τήν θεία χάρη σου καί μέ τούς οικτιρμούς σου, θεράπευσε ως ευσπλαχνος τίς αφθονες αδυναμίες εμένα του αμαρτωλου.  Εγώ απεναντίας, καθόλου δέν μπόρεσα νά σου ανταποδώσω, Δέσποτα Κύριε, κάποια αμοιβή γιά τίς θεραπειες· διότι από που μπορουν νά βρουν αντάξια τιμή οι δικές σου θεραπειες; Γιατί ουτε ο ουρανός, ουτε η γη μπορει νά ανταποδώσει τήν τιμή, οπως αξίζει, στίς θεραπειες σου -καί ειναι θεραπειες της αγαθοσύνης σου οι πολλοί οικτιρμοί σου- επειδή δέν ειναι δυνατό νά αγορασθουν οι ουράνιες καί αγιες θεραπειες, γιατί δέ βρίσκουν αντάξια τιμή.  Ομως, Σωτήρ μου, τά προσφέρεις αυτά διά μέσου των δακρύων, καί τά χαρίζεις σέ ολους διά μέσου του πικρου θρήνου. Ποιός λοιπόν δέ θά θαυμάσει; Ποιός λοιπόν δέ θά μείνει εκπληκτος; Καί ποιός δέ θά δοξολογήσει τήν πολλή ευσπλαχνία της αγαθοσύνης σου, Σωτήρ των ψυχων μας, διότι ευδοκεις νά δεχθεις δάκρυα αντί γιά μισθό, σάν πληρωμή γιά τίς θεραπειες σου;
                         Ω δύναμη των δακρύων, ως ποιό σημειο εφθασες; Στόν ιδιο τόν ουρανό μπαίνεις ανεμπόδιστα μέ πολλή παρρησία.  Ω δύναμη των δακρύων, διότι τά τάγματα των  Αγγέλων μέ ολες τίς αγγελικές δυνάμεις χαίρονται πάντοτε μέ τή δική σου παρρησία.  Ω δύναμη των δακρύων, πως κατορθώνεις νά παρουσιάζεσαι μέ χαρά, αν θέλεις, μπροστά στόν αγιο καί υψηλό θρόνο του αχραντου Δεσπότου Χριστου;  Ω δύναμη των δακρύων, πως σέ μιά στιγμή πετώντας, υψώνεσαι στόν ουρανό, καί παίρνεις από τόν Θεό αυτά πού ζήτησες; Διότι σέ συναντα μέ χαρά κρατώντας τή συγχώρηση.
                        Δώρισε λοιπόν, Κύριε, σ΄ εμένα τόν ανάξιο δάκρυα κάθε μέρα, καί δύναμη, ωστε καθώς θά αναβρύζει διαρκως η καρδιά μου πηγές δακρύων, μαζί μέ τή γλυκύτητά τους, νά φωτισθει μέ τήν καθαρά προσευχή, γιά νά εξαφανισθει τό μεγάλο χρέος μέ λίγα δάκρυα, καί νά σβησθει εντελως σ΄ εκείνη τή ζωή η αναμμένη φωτιά μέ λίγο κλάμα. Διότι, αν κλάψω εδω, θά γλυτώσω σ΄ εκείνη τή ζωή από τήν ασβεστη φωτιά.  Επειδή καθημερινά παροργίζω, Δέσποτα, τή μακροθυμία σου, εχω μπροστά στά μάτια μου τή δική μου σκληρότητα καί τή δική σου ευσπλαχνία.  Αλλά νικα η αγαθότητα της μακροθυμίας σου τή δική μου σκληρότητα. Καί διότι τά πουλιά μέ πολλή ευσπλαχνία τρέφουν τά παιδιά τους, καί αν ακόμη παραμερίζονται από τά ιδια τά παιδιά τους, ποτέ δέν αδιαφορουν, ωστε νά φθάσουν νά τά εγκαταλείψουν, διότι υπερισχύει μέσα τους η στοργή. Καί αν συμβαίνει τά πουλιά νά ειναι τόσο ευσπλαχνα, πόσο περισσότερο, Δέσποτα, νικιέται η θεία χάρη σου από τούς δικούς σου οικτιρμούς, ωστε νά ελεήσεις ολους αυτούς πού σέ ποθουν; Τό ιδιο μάλιστα καί η μητέρα πού προσβάλλεται από τό παιδί της, δέν τό βαστα η καρδιά της νά τό εγκαταλείψει, διότι νικιέται από τή στοργή της. Καί αν μάλιστα αυτή πού θηλάζει νικιέται από τή στοργή, πόσο περισσότερο νικιέται καθημερινά από τούς οικτιρμούς σου η χάρη της φιλανθρωπίας σου, Δέσποτα, πού αγαπας τίς ψυχές των ανθρώπων, ωστε νά σώσεις καί νά ελεήσεις εκείνους πού διαρκως σέ ποθουν;
                         Επειδή λοιπόν υποφέρω από τόν αγριο  Εχθρό πού διαρκως μέ ενοχλει, θά κραυγάσω μέ δάκρυα πρός τήν ευσπλαχνία σου νύχτα καί μέρα, γιά νά μέ ελευθερώσεις από τούς πολέμους του. Καί διότι ποιός θά μπορέσει νά υπομείνει τίς ενέργειες του Πονηρου, αν απομακρυνθει καί γιά μιά στιγμή η χάρη σου, Δέσποτα; Διότι τήν κάθε ωρα μέ λόγια καί μέ εργα καταθλίβει τήν ψυχή μου.  Η δύναμή σου, Χριστέ, πού επέπληξε τά κύματα της θάλασσας[21], ας τόν επιπλήξει, ωστε νά αχρηστευθει καί νά απομακρυνθει από μένα τόν δουλο σου, διότι καθημερινά ανανεώνει εναντίον μου τά τεχνάσματά του· γιατί φροντίζει νά εξουσιάζει τή διάνοιά μου, γιά νά τήν απομακρύνει από τή γλυκύτητα καί τήν καλή μελέτη των θείων εντολων σου. Στειλε, Δέσποτα, τή χάρη σου γρήγορα, γιά νά διώξει μακριά από τόν δουλο σου τόν μεγάλο Δράκοντα μαζί μέ ολους τούς αισχρούς καί πονηρούς λογισμούς.  Η δική σου η παραβολή[22], Δέσποτα, θά σέ κάνει νά δεχθεις τήν προσευχή μου· διότι εχεις πει οτι σέ κάποια πόλη ηταν ενας δικαστής, πού δέ φοβόταν τόν Θεό, καί επίσης δέν ντρεπόταν εντελως κανένα ανθρωπο· καί οτι στήν ιδια πόλη ηταν μιά φτωχή χήρα πού καθημερινά τόν παρακαλουσε καί του ελεγε, «Δός μου τό δίκαιό μου, προστατεύοντάς με από τόν αντίδικό μου» · καί γιά αρκετό καιρό περιφρόνησε ασπλαχνα τή χήρα πού ηταν συνεχως λυπημένη· ομως η υπομονή της χήρας κατάφερε νά εχει τό ποθούμενο αποτέλεσμα, καί νά φέρει σέ ισιο δρόμο αυτόν τόν ασπλαχνο καί σκληρό δικαστή.  Η αδικημένη χήρα πλησιάζει τόν ασπλαχνο καί παραβάτη δικαστή, γιά νά τήν προστατεύσει από τόν αντίδικό της· ενω εγώ πλησιάζω τόν ευσπλαχνο, τόν μακρόθυμο καί αγαθό Κύριό μου, πού εχει τή δύναμη στή γη καί στόν ουρανό νά ακούει τίς προσευχές γρήγορα.
                         Αγιο θειο στόμα, διότι εισαι Θεός δοξασμένος, πού δέν ψεύδεσαι, δωσε τό δίκαιο γρήγορα καί προστάτευσε ολους αυτούς πού νύχτα καί μέρα ελπίζουν σ΄ εσένα. Μήν καθυστερήσεις, Κύριε, νά μέ προστατεύσεις. Γλύτωσέ με από τόν  Εχθρό, καί ευκόλυνέ με νά πορευθω πρός εσένα, ωστε νικώντας τόν  Εχθρό μέ τήν θεία χάρη σου νά ευλογήσω μόνο εσένα καί νά δοξάσω μόνο εσένα, ευσπλαχνε, μακρόθυμε, πού θέλεις νά σωθουν ολοι οι ανθρωποι.  Επειδή χάθηκε ο χρόνος της ζωης μου μέσα στή ματαιότητα καί στούς αισχρούς λογισμούς, δώρισέ μου φάρμακο γιά νά θεραπευθω εντελως από τά κρυφά τραύματά μου, καί δωσε μου δύναμη, ωστε εστω καί μιά ωρα νά εργασθω μέ προθυμία στόν αμπελώνα σου.  Ο καιρός της μάταιας ζωης μου βρίσκεται στήν ενδεκάτη ωρα[23]. Κυβέρνησε τό πλοιο πού μεταφέρει τήν πραμάτεια μου, οδηγώντας το μέ τίς εντολές σου, καί δώρισε σ΄ εμένα τόν τιποτένιο εμπορο[24] σύνεση, ωστε νά εμπορευθω τήν πραμάτεια μου, οσο εχω καιρό· διότι πραγματικά τό ταξίδι του πλοίου πλησίασε στό τέλος· μέ πρόλαβε μεγάλη κακοκαιρία, καί ο καιρός φωνάζει σ΄ εμένα τόν διστακτικό· « Ελα, δειξε, οκνηρέ, ολη τήν εμπορική δραστηριότητα του χρόνου της ζωης σου» · καί η ωρα του θανάτου μέ φοβίζει εμένα τόν αθλιο. Διότι κοιτάζω τά εργα μου, καί τρέμει η ψυχή μου· καί βλέπω τήν αμέλειά μου, πού οφείλεται στήν οκνηρία μου, καί ριγουν τά κόκκαλά μου· διότι η ωρα του χωρισμου ηρθε μπροστά στά μάτια μου, καί φοβήθηκα πάρα πολύ μόλις τήν αντιλήφθηκα. Νά, αντί νά χαρω, περισσότερο φοβήθηκα, επειδή δέν εκανα εργα αντάξια μέ τήν θεία χάρη σου. Διότι τήν ωρα του θανάτου μεγάλος φόβος κυριεύει ολους τούς αμαρτωλούς πού μοιάζουν μ΄ εμένα· αλλά επίσης η ωρα του χωρισμου της ψυχης από τό σωμα ειναι χαρά γιά ολους τούς αγίους καί γιά ολους τούς δικαίους καί γιά ολους τούς ασκητές. Καί επίσης η ωρα του χωρισμου ειναι λύπη γιά τούς απρόθυμους καί νωθρούς, οταν φέρνουν στή μνήμη τους τήν αμέλειά τους καί τήν απροθυμία του περασμένου καιρου της ζωης τους. Καί τότε η μεταμέλεια βασανίζει φοβερά τήν καρδιά του ανθρώπου πού εδειξε σ΄ αυτή τή ζωή αδιαφορία γιά τή σωτηρία του. Μεγαλύτερος απ΄ αυτόν τό φόβο του θανάτου καί του χωρισμου ειναι ο βασανισμός εξαιτίας της μεταμέλειάς του.  Αντίθετα ομως οι δίκαιοι, οι αγιοι καί οι ασκητές χαίρονται τήν ωρα του θανάτου καί του χωρισμου, επειδή βλέπουν μπροστά στά μάτια τους νά ειναι μεγάλος ο κόπος από τήν ασκησή τους, ο κόπος από τίς αγρυπνίες καί τίς προσευχές, τίς νηστειες καί τά δάκρυα, τίς χαμαικοιτίες καί τούς σάκκους[25]. Σκιρτα από χαρά η ψυχή τους, διότι παροτρύνεται νά βγει από τό σωμα της γιά νά αναπαυθει. Ειναι επίσης φοβερή η παρουσία του θανάτου γιά τούς αμαρτωλούς καί τούς νωθρούς καί γιά κείνους πού δέν ενδιαφέρονται νά ζουν μέ καθαρότητα στή μάταια αυτή ζωή. Καί ειναι πολύ μεγάλη λύπη η ωρα του χωρισμου γιά τόν αμαρτωλό ανθρωπο· γιατί δέν επιτρέπεται διόλου νά πει κανείς κάτι, καί μάλιστα εκείνη τήν ωρα τό πρόσταγμα του Θεου μεταχειρίζεται αυστηρότητα.
                         Αλίμονο, αλίμονο, ψυχή μου, γιά ποιό λόγο αραγε αδιαφορεις γιά τή ζωή σου; Γιατί ζεις ολες τίς μέρες της ζωης σου αναποφάσιστα; Δέν ξέρεις οτι τό κάλεσμα γίνεται ξαφνικά; Καί τί θά κάνεις εκει, μπροστά στό βημα του φοβερου Δικαστη, αν αμελήσεις εδω; Ποιά απολογία εχεις νά απολογηθεις; Δέν καταλαβαίνεις, αθλιε, πως σέ ξεγελα ο  Εχθρρός; Καί αγνοεις, αναποφάσιστε, πως επίσης κλέβει καθημερινά τόν ουράνιο πλουτο; Πρόσεξε, πρόσεξε, ψυχή μου τήν ωρα του πολέμου[26]. Παρακάλεσε τόν Θεό προσευχόμενη μέ δάκρυα. Κραύγασε στόν Θεό μέ πόνο της καρδιας, καί αμέσως ο Θεός θά στείλει, γιά νά σέ βοηθήσει, σπλαχνικό  Αγγελο, καί θά σέ ελευθερώσει από αυτό τόν πόλεμο καί τήν ταραχή πού προκαλει ο  Εχθρός. Φρόντισε νά μή βρεθεις τήν ωρα του χωρισμου μέσα σέ λύπη καί στεναγμούς, καί κλάψεις ανώφελα στόν αιώνα του αιωνος, καί ερθουν τήν ωρα εκείνη ολα στή σκέψη σου, καί πεις, ψυχή μου, μέσα σου, θρηνώντας πικρά· « Εγώ κάθε ωρα ολα αυτά τά εφερνα στή μνήμη μου· καί διακηρύττοντας από πιό πρίν, ελεγα στόν εαυτό μου· θά προσπαθήσω νά περάσω τίς μέρες πού ειμαι πάνω στή γη ετσι, ωστε νά μήν αμαρτήσω. Ουτε πάλι θά απομακρυνθω από τίς εντολές του Θεου, αλλά θά κάνω πάντοτε μέ πολλή προθυμία αυτά πού αρέσουν στόν Θεό. Τώρα ομως βρέθηκα αδειος, χωρίς νά εχω εντελως, ουτε ενα καλό εργο».
                         Ελα, ψυχή μου, στά σύγκαλά σου· κάνοντας συνεχως τόν αγώνα σου, νά εχεις πάντοτε φόβο· πόθησε τόν Θεό σου καί δειξε τήν αγάπη σου σ΄ αυτόν μέ τά καλά εργα, γιά νά σέ βρει ολοπρόθυμη νά τόν περιμένεις μέ μεγάλη χαρά, οταν ερθει η ωρα του θανάτου καί του χωρισμου. Νά εχεις τό νου σου, ψυχή μου, στό δικό σου πολίτευμα καί στό κάλεσμα του Θεου. Διότι η ωρα της αναχώρησης δέ φέρνει λύπη σ΄ αυτόν πού ελευθερώθηκε από ολα τά γήινα, αλλά ο θάνατος φέρνει λύπη στόν αναποφάσιστο ανθρωπο, φέρνει λύπη στόν αμαρτωλό, φέρνει λύπη στόν αδιάφορο, φέρνει λύπη στόν οκνηρό, πού εδειξε απροθυμία νά κάνει αυτά πού αρέσουν στόν Θεό, φέρνει λύπη στόν πολυκτήμονα, πού εδεσε τήν ψυχή του σέ πράγματα υλικά, φέρνει λύπη καί στόν πλούσιο, διότι τόν χωρίζει από τόν πλουτο του, φέρνει λύπη στόν κοσμικό ανθρωπο, διότι τόν χωρίζει από τή ζωή χωρίς νά τό θέλει, φέρνει λύπη καί στούς γονεις, διότι τούς χωρίζει από τά ποθητά παιδιά τους, φέρνει λύπη καί στούς αδελφούς, διότι τούς χωρίζει μεταξύ τους μέ κλάμα.  Ολοι αυτοί λυπουνταιι τήν ωρα του θανάτου, επειδή ειναι δεμένοι μέ πράγματα αυτου του κόσμου.  Εσύ ομως γιά ποιό λόγο στενάζεις καί λυπασαι, ψυχή μου ελεύθερη, πού απομακρύνθηκες από τόν κόσμο καί από τά πράγματα του κόσμου;  Ετσι νά μένεις πάντοτε, οπως ο Κύριος σέ κάλεσε νά εισαι ελεύθερη, καί βάδιζε μέ αρχοντιά τό δρόμο του Θεου, κάνοντας μέ πολλή προθυμία οσα ειναι αρεστά σ΄ αυτόν.  Αν εισαι δοσμένος στόν Θεό μέ ολη σου τήν ψυχή, ποτέ δέ θά φοβηθεις τήν ωρα του θανάτου, αλλά κυρίως ο θάνατος καί ο χωρισμός από τό σωμα θά σου δώσουν χαρά.
                        Σωσε με, μακρόθυμε, σωσε με, Υιέ του Θεου, αναμάρτητε Χριστέ, καί χάρισέ μου, Σωτήρα μου, ως δωρο τή μελέτη της ζωης[27], γιά νά μήν εχω ποτέ στήν καρδιά μου αλλη μελέτη καί φροντίδα εκτός απ΄ αυτή· ωστε νά εκτελω πάντοτε τά δικά σου θελήματα· καί καθώς θά βοηθα η θεία χάρη σου εμένα τόν αμαρτωλό, θά γίνω ολοπρόθυμος, θά βαδίσω επαινετά μέσα στίς εντολές σου[28], γιά νά διαχειρισθω καλά τό χρημα, πού ο ιδιος μου εδωσες, Βασιλευ ουράνιε, καί αφου διαχειρισθω τήν καλή πραμάτεια μέσα στόν αγρό σου, Σωτήρ μου, νά επαινεθω από σένα, Δέσποτά μου· καί νά πω θαρρετά μέ καθαρή καρδιά, οταν θά ερθεις, Κύριε· «Ειμαι μακάριος, διότι ηρθες, Δέσποτα». Ντύσε με ενδυμα αντάξιο μέ τούς γάμους του αθανάτου Νυμφίου, πού τό απέκτησα εγώ μέ τή βοήθεια της θείας χάριτός σου. Θά ανάψω καί τό λυχνάρι, πού μου χάρισε η δική σου θεία χάρη, Χριστέ, καί η μακροθυμία σου· θά βγω μέ χαρά γιά νά σέ προϋπαντήσω, δοξάζοντας καί υμνώντας τόν αθάνατο Νυμφίο, ωστε νά αξιωθω νά γίνω συμμέτοχος των Δικαίων καί των  Αγίων, πού σέ ευαρέστησαν, στούς αιωνες.  Αμήν.




[1]  Ιω. 1, 18.
[2]  Ιω. 14, 6.
[3] Ματθ. 9, 13.
[4] Μαρκ. 2, 17· Λουκ. 5, 32.
[5]  Ιω. 14, 2.
[6]  Ιω. 8, 44.
[7] Ματθ. 11, 28-30.
[8] «δάκρυον, εκχέει» · μόνο στόν Assemani.
[9] Λουκ. 15, 22.
[10] Ματθ. 18, 24.
[11] «αγάλλονται εις αυτούς { Αγγελοι καί  Αρχάγγελοι» · μόνο στόν Assemani.
[12] Διακριτικός· εδω, ο {ανθρωπος πού διακρίνει τό αγαθό από τό πονηρό. Αυτό πού ωφελει στήν ψυχή από εκεινο πού τήν βλάπτει.
[13] Ψαλ. 31, 9· 48, 13.
[14] Ματθ. 22, 11.
[15]  Ιω. 16, 22.
[16] Α΄ Κορ. 2, 9.
[17] Α΄ Θεσ. 4, 17.
[18] Πρβλ.  Ιερ. 9, 1.
[19] Ματθ. 7, 23.
[20] Λουκ. 13, 25.
[21] Ματθ. 8, 26.
[22] Λουκ. 18, 1 κ.ε.
[23] Ματθ. 20, 9.
[24] Ματθ. 13, 45.
[25] Σάκκος· ασκητικό {ενδυμα τραχύ, κατασκευασμένο από μαλλιά κατσίκας.
[26] Α΄ Πέτρ. 4, 7.
[27]  Εννοει τήν αληθινή ζωή.
[28] Στόν Thwaites· «πράγμασιν». Προτιμήσαμε τόν Assemani.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου