θαυματουργία δια της ύλης
ΕτικέτεςSophia-Siglitiki,αγια γραφή καί αιρετικοί προτεστάντες,η εικόνα στό φώς τής ορθόδοξης ερμηνείας
Πρόλογος
Το άρθρο αυτό αποτελεί απάντηση σε όσους μας μέμφονται επειδή πιστεύουμε ότι ο Θεός ενεργεί ΚΑΙ δια της ύλης, που ο Ίδιος έφτιαξε εκ του μηδενός, όταν Εκείνος το θελήσει. Κατ’ επέκταση, αρνούνται την θαυματουργία των ιερών εικόνων, των αγίων λειψάνων, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με την ύλη.
Μάλιστα, μας κατηγορούν ως «ειδωλολάτρες» επειδή προσφέρουμε τιμή στον Θεό δια των υλικών αυτών αντικειμένων. Παρακάτω θα αναφερθούμε:
α) στο ότι η τιμή έχει αποδέκτη τον Θεό και όχι την ύλη αυτήν καθεαυτή,
β) την Ορθόδοξη θέση για την ύλη,
γ) ότι η άρνηση αυτή έχει τις ρίζες της στην ειδωλολατρία, και
δ) θα στηρίζουμε αγιογραφικά ότι ο Θεός ΟΤΑΝ θέλει ενεργεί ΚΑΙ ΔΙΑ της ύλης, αποδεικνύοντας το εσφαλμένο και αντιβιβλικό της Προτεσταντικής αυτής θεώρησης των πραγμάτων.
Α) Η τιμή έχει αποδέκτη τον ίδιο τον Θεό και όχι την ουσία της κτίσης.
Βέβαια, εμείς ξέρουμε ότι η τιμή αυτή έχει αποδέκτη τον ίδιο τον Θεό, μιας και ΔΕΝ πιστεύουμε ότι αυτά καθ’ αυτά τα αντικείμενα έχουν την δύναμη, αλλά ο αιώνιος Τριαδικός Θεός. Δεν είμαστε «ειδωλολάτρες», διότι πρώτον δεν λατρεύουμε τίποτα άλλο και κανένα άλλο πρόσωπο πέρα από τον Θεό, και δεύτερον διότι δεν πιστεύουμε ότι το υλικό αντικείμενο είναι θεός. Η Εκκλησία ξεχωρίζει την ουσία του Θεού από την ουσία του κόσμου. Υπάρχει διάκριση μεταξύ κτιστού και Άκτιστου. Το αντίθετο συμβαίνει στις φυσικές ειδωλολατρικές θρησκείες όπου η ουσία του κόσμου ταυτίζεται με τον απρόσωπο (για αυτούς) θεό, κάτι που οδηγεί στον πανθεϊσμό που είναι ειδωλολατρία. Κατά τους πανθεϊστές, ο κόσμος προέκυψε από την ουσία του θεού με απορροή. Κατά την χριστιανική πίστη, ο κόσμος (ορατός και αόρατος) ΔΕΝ προέκυψε από την ουσία του Θεού.
Αυτό γίνεται φανερό ήδη από το πρώτο χωρίο της Αγίας Γραφής, όταν διαχωρίζεται ο Άκτιστος Θεός ως πρόσωπο από όλη την κτίση. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γένεση α 1). Επομένως, άλλο πράγμα ο Θεός και άλλο η κτίση η οποία δημιουργείται «εν αρχή». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στα «Εκατόν πεντήκοντα κεφάλαια», ένα έργο βαθειάς θεολογίας, αναφέρει: «Κάθε φύσις είναι πολύ απομακρυσμένη και εντελώς ξένη από τη θεία φύση. Διότι, αν ο Θεός είναι φύσις, τα άλλα δεν είναι φύσις. Και αν το καθένα από τα άλλα είναι φύσις, Εκείνος δεν είναι φύσις […]», ενώ όλα τα όντα μετέχουν στον Θεό με την μέθεξη της ενέργειας και όχι της απρόσιτης φύσης του Θεού, «[…] όλα μετέχουν σε Αυτόν και συγκροτούνται με τη μέθεξη Αυτού· όχι με τη μέθεξη της φύσεώς Του, μακριά μια τέτοια σκέψις, αλλά με τη μέθεξη της ενέργειάς Του […]», ενώ ο άγιος μας διαβεβαιώνει ότι «[…] δεν έχει ούτε θα έχει καμία κοινωνία ή εγγύτητα προς την ανώτατη φύση κανένα από όλα τα κτιστά» (ΕΠΕ 8, κεφάλαιο 78, σελ. 171-173).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο μέγας δογματολόγος της Ορθοδοξίας, αναφέρει σαφέστατα ότι λατρεία δίνουμε μόνο στον Ένα Τριαδικό Θεό: «[…] μία ουσία υπερούσια, υπέρθεη θεότητα, σε τρείς υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και αυτόν μόνο λατρεύω και σε αυτόν μόνο προσφέρω τη λατρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μία θεότητα αλλά λατρεύω και τρείς υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, ένα Θεό […]. (ΕΠΕ 3, Α’ Λόγος Περί των Εικόνων, κεφάλαιο 4, σελ. 27).
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, στην Ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως, αναφέρει το ίδιο: «Ημείς γαρ μόνω τω εν Τριάδι Θεώ λατρεύομεν και ουδενί ετέρω».
Τιμή όμως μπορούμε να αποδώσουμε και στο ΣΧΗΜΑ των σεβασμάτων μας.
Ας δούμε πάλι, πως το εκφράζει η Ορθόδοξη πίστη:
Ο Άγιος Λεόντιος Κύπρου, στον 5ο λόγο «Προς Ιουδαίους», αναφέρει: «Ούτε από εμάς προσκυνούνται ως θεοί οι μορφές και οι εικόνες και οι τύποι των αγίων […] έτσι και εμείς, τα παιδιά των Χριστιανών, προσκυνώντας τον τύπο του σταυρού, δεν προσκυνούμε την φύση του ξύλου […]». (ΕΠΕ 3, Τρίτος λόγος περί Εικόνων, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 299)
Ο ίδιος επίσης διευκρινίζει: «Όταν λοιπόν δεις Χριστιανό να προσκυνά το σταυρό, να ξέρεις ότι δεν προσκυνά την φύση του ξύλου, αλλά για το Χριστό που σταυρώθηκε. Γιατί αλλιώς θα προσκυνούσαμε όλα τα δέντρα του αγρού…» (ΕΠΕ 3, Τρίτος λόγος περί Εικόνων, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 305).
Ο Ιερώνυμος, πρεσβύτερος Ιεροσολύμων: «[…] οι Χριστιανοί, δεν ασπαζόμαστε το σταυρό ως Θεό, αλλά το κάνουμε δείχνοντας την ειλικρινή διάθεση της ψυχής μας προς Εκείνον που σταυρώθηκε» (ΕΠΕ 3, Τρίτος λόγος περί Εικόνων, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 341).
Ο άγιος Νικόδημος, μέγας κανονολόγος, αναφέρει ότι είναι «αλλότριον», δηλαδή ξένο προς την πίστη μας η απόδοση λατρείας στα υλικά• «[…] την ούτε ως θεούς τας αγίας εικόνας λατρεύομεν, καθώς κατηγορούσι ημάς οι εικονομάχοι, άπα γε • αλλότριον γαρ τούτο της εκκλησιαστικής εστί παραδόσεως» (Πηδάλιο, σελ. 318).
Ο π. Α. Αλεβιζόπουλος, αναφέρει• «…οι χριστιανοί που βλέπουν τις άγιες εικόνες φέρουν στην μνήμη τους και επιποθούν το «πρωτότυπον», δεν μένουν στην θέα της εικόνος δεν ταυτίζουν την εικόνα με το πρωτότυπο. Έτσι ο ασπασμός, η προσκύνηση των αγίων εικόνων αποτελεί πράξη τιμής και σεβασμού, όχι λατρεία• η λατρεία αρμόζει μόνο στην Θεία φύση. Η τιμή των αγίων εικόνων μεταβαίνει στο πρωτότυπο, αυτός που προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί την υπόσταση του εικονιζόμενου» (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 435-436).
«[…] Προσκυνούμε μάλιστα και το σχήμα του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, ακόμη κι αν είναι κατασκευασμένο από διαφορετικό υλικό· διότι, αλίμονο, δεν τιμάμε την ύλη, αλλά το σχήμα σαν σύμβολο του Χριστού […] Και την ύλη πάλι, από την οποία είναι φτιαγμένο το σχήμα του σταυρού, είτε είναι χρυσάφι είτε πολύτιμοι λίθοι, μετά τη διάλυση του σχήματος, εάν τυχόν συμβεί, δεν πρέπει να το προσκυνάμε. Διότι προσκυνάμε όλα τα αφιερώματα στο Θεό απονέμοντας το σεβασμό σ’ Αυτόν» (Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Κεφάλαιο 84, Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως)
Β) Η Ορθόδοξη θέση για την ύλη.
Ας θυμηθούμε την Ορθόδοξη θέση για την ύλη. Η ύλη, ανήκει στην δημιουργία του Θεού. Ως εκ τούτου, είναι καλή, διότι ο Θεός είναι αγαθός και μόνο αγαθά κατασκευάζει.
Η Αγία Γραφή είναι ξεκάθαρη: «και είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποιησεν και ιδού καλά λίαν» (Γένεση, α 31).
Το κακό δεν έχει υπόσταση, αλλά είναι η απουσία του καλού. Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, αντικρούοντας τους Γνωστικούς που πρέσβευαν ότι το κακό έχει υπόσταση, έλεγε το εξής απλό παράδειγμα: «[…] Κοινωνία δε Θεού, ζωή και φως […] χωρισμός δε Θεού θάνατος και χωρισμός φωτός σκότος […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 167).
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει: «Δεν είναι βέβαια ευσεβές ούτε και να το ειπεί κανείς ότι το κακόν εδημιουργήθη από τον Θεόν, διότι κανένα από τα αντίθετα πράγματα δεν παράγεται από το αντίθετόν του. Ούτε η ζωή γεννά θάνατον, ούτε το σκότος είναι πηγή του φωτός, ούτε η νόσος δημιουργεί υγείαν […] το κακόν είναι όχι ύπαρξις ζωντανή και έμψυχος, αλλά μία διάθεσις ψυχική αντίθετος προς τη αρετήν, η οποία διάθεσις εμφανίζεται εις τους ράθυμους, όταν εκπίπτουν από το καλόν» (2η Ομιλία Εις την Εξαήμερον, 21, ΕΠΕ 4).
Ο Π. Μπρούσαλης, στα σχόλιά του στον πρώτο Λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης στον Εκκλησιαστή, αναφέρει για τον άγιο: «[…] Πιστεύοντας μάλιστα στη διαβεβαίωση του Αποστόλου «παν κτίσμα καλόν και ουδέν απόβλητον» (Α’ Τιμοθέου, 4,4), αρνείται κατηγορηματικά ότι η ύλη είναι κακή, επειδή και αυτή είναι ένα από τα λίαν καλά δημιουργήματα του Θεού (Γέν. 1, 31) […] από τη στιγμή που ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος και ανέλαβε το υλικό ανθρώπινο σώμα, καθαγιάστηκε και εξυψώθηκε και η ίδια η ύλη. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δέχονται την ύπαρξη μιας αγαθής κτιστής πραγματικότητας […]» (σελ. 292).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνοψίζει: «ο αγαθός και υπεράγαθος Θεός δεν επαναπαύθηκε στη θεωρία του εαυτού του, αλλά από υπερβολική αγαθότητα θέλησε να δημιουργηθούν ορισμένα δημιουργήματα που θα ευεργετηθούν και θα μετάσχουν στην αγαθότητα του· γι’ αυτό, παράγει και δημιουργεί εκ του μηδενός τα σύμπαντα, ορατά και αόρατα […]» (Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. 16, Περί της Δημιουργίας).
Επόμενο είναι λοιπόν, ότι «Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα «καλά λίαν» (Γένεση, α 31), δεν εδημιούργησε το κακό. Το υλικό σώμα και όλα τα υλικά αντικείμενα αποτελούσαν πηγή ευλογίας» (π. Αλεβιζόπουλος, Η Ορθοδοξία μας σελ. 454).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει: «[…] εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν […] αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας […]» («Λόγος εις τα Θεοφάνεια», έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5, σελ. 50- 51).
Γ) Η άρνηση της ύλης έχει ειδωλολατρικές καταβολές.
Οι Προτεστάντες που αρνούνται την θαυματοποιία του Θεού μέσα από την ύλη, πίπτουν στην αίρεση του δυαλισμού (είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα) που είναι μανιχαιστικής προέλευσης, από την μυθολογία του Ιράν.
Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, «[…] Ο κόσμος και ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον δημιουργό Θεό και όχι από τον αγαθό Θεό, επειδή η ύλη είναι καθ’ εαυτήν κακή […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 168).
Αυτό είχαν υιοθετήσει και οι Γνωστικοί, που ήταν συγκρητιστές.
«Οι Γνωστικοί, κατά το μάλλον ή ήττον, ήσαν δυαλισταί. Εδέχοντο, δηλονότι, δύο αρχάς, εκτός του αγαθού θεού, ανεξάρτητον και αιώνιαν ύλη, ως έδρα του κακού. Δυαλισμός υπήρχεν εν τη συγχρόνω τότε ελληνική φιλοσοφία […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία Β. Στεφανίδη, σελ. 63).
Ο Χ. Ανδρούτσος, στην Δογματική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην σελίδα 292 αναφέρει: «Το αισθητόν δεν είναι ούτε ακάθαρτον τι και φύσει κακόν, ώστε να μη δύναται να συνδεθεί προς τα πνευματικά, ως εξεδέχοντο οι Μανιχαίοι, ούτε οξέως διακεχωρισμένον του υπερφυσικού, ως εκδέχεται η διαρχία και ο Πνευματισμός».
«[…] Βασικό πρίσμα στο γνωστικισμό θεωρήσεως του Θεού, του κόσμου, του κακού, είναι η διαρχία ή δυαλισμός. Διακρίνει ριζικά ύψιστη αρχή και θεότητα, τον αγαθό Θεό αφ’ ενός, και τη δημιουργική δύναμη και θεότητα του κακού, τον κακό ή δημιουργό θεό αφ’ έτερου […] Αποτέλεσμα της ριζικής διαρχίας είναι η περιφρόνηση της ύλης […]» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 146, Ά τόμος).
Ο Μαρκίωνας ο οποίος δέχονταν δύο θεούς, ένας εκ των κυριοτέρων εκπροσώπων του Γνωστικισμού, δίδασκε (κατά τον άγιο Ιππόλυτο Ρώμης) ότι, «Ο δίκαιος Θεός δημιούργησε τον μεν κόσμο από προϋπάρχουσα και καθ’ εαυτήν φύσει κακή ύλη, πλήρη ατελειών και ελλείψεων, τον δε άνθρωπο ατελή, αμαρτωλό και ταλαίπωρο. «Πεποιηκέναι δε τα πάντα φάσκουσιν εκ της υποκειμένης ύλης, πεποιηκέναι γαρ ουκ καλώς, αλλ’ αλόγως» (Ιππολύτου, Έλεγχος, Χ 19)» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 161).
Ψάχνοντας στην ιστορία, μπορούμε να ανιχνεύσουμε πολλές αιρέσεις που είχαν ως βάση τον δυαλισμό και που απέρριπταν ότι απορρίπτουν και οι σύγχρονοι κατήγοροί μας.
Ο καθηγητής Μ. Μπέγζος αναφέρει: «Ο Μεσαίωνας ασφυκτιά από γνωστικίζουσες ομάδες στο χριστιανισμό, σαν τους Παυλικιανούς και τους Βογόμιλους […] ο Γνωστικισμός τροφοδοτεί σωρεία θεοσοφικών κινημάτων των Νέων Χρόνων (αλχημιστές, αποκρυφιστές κλπ)» («Φαινομενολογία της θρησκείας», σελ. 97).
Ο Β. Στεφανίδης, αναφέρει: «Οι Παυλικιανοί με τους Μαρκιωνίτας είχον κοινόν τον δυαλισμόν […] απέρριπτον την εξωτερικήν θείαν λατρείαν. Απέρριπτον τας ιεροτελεστίας, τα μυστήρια […] απέρριπτον τας εικόνας και τα λείψανα των αγίων […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 253- 254).
Ο Βλ. Φειδάς αναφέρει επί παραδείγματι για τους Βογόμιλους, μια αίρεση του 11ου αιώνα: «[…] Η ηθική τους διδασκαλία είχε δυαλιστικό και αντινομιστικό χαρακτήρα, ενώ η λατρεία τους περιορίζονταν στην απλή και μυστική απαγγελία ορισμένων ευχών […] Απέρριπταν τη λατρεία της Εκκλησίας και περιορίζοντο μόνο στην απαγγελία της Κυριακής προσευχής […] Απέρριπταν την τιμή της Θεοτόκου, των αγίων, του Σταυρού και των ι. εικόνων, προέβαλλαν δε τα μέλη της αιρέσεώς τους ως τους μόνους αληθινούς και γνήσιους χριστιανούς […] Η πνευματική τους ζωή, όπως και η διδασκαλία τους, παρουσιάζουν πολλά στοιχεία από τη διδασκαλία και την πνευματικότητα των διαφόρων συστημάτων του Γνωστικισμού των πρώτων αιώνων […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Β’ τόμος σελ. 306- 308)
Στην σελίδα 449 για την αίρεση των Καθαρών, αναφέρει: «[…[ Όπως όλες οι δυαλιστικές αιρέσεις […] απέρριπταν το σύμβολο του Σταυρού και τα Μυστήρια με τα υλικά τους στοιχεία […]» .
Δεν είναι τυχαίο ούτε άσχετο ότι η Εκκλησία αντιμετώπισε τους εικονομάχους αναιρώντας βασικότατα επιχειρήματά τους που στηρίζονταν σε αυτήν ακριβώς την θεώρηση, αποδεικνύοντας ότι οι εικονομάχοι ήταν έξω από την Παράδοση της Εκκλησίας.
Σταχυολογούμε, ενδεικτικά, από τους θαυμάσιους και γεμάτους σοφία λόγους του αγίου Ι. Δαμασκηνού, από τα 3 έργα του περί των Εικόνων:
«Κατηγορείς την ύλη και την αποκαλείς άτιμη; Το ίδιο κάνουν και οι Μανιχαίοι· όμως η Θεία Γραφή την ανακηρύττει καλή· γιατί λέει· «και είδεν ο Θεός πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν’’» (Β Λόγος, 13).
«Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον Δημιουργό της ύλης, που για χάρη μου έγινε ύλη και κατοίκησε μέσα στην ύλη και μέσω της ύλης πραγματοποίησε την σωτηρία μου. Διότι «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν’’. Και σε όλους είναι φανερό ότι η σάρκα είναι ύλη και κτίσμα […] αφού μέσω αυτής πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μου, τη σέβομαι όμως όχι ως θεό, αλλά ως φορέα θείας ενέργειας και χάριτος» (Β Λόγος 14).
«Μη κατηγορείς την ύλη, δεν είναι άξια περιφρονήσεως. Γιατί τίποτε από όσα έγιναν από τον Θεό δεν είναι άξιο περιφρονήσεως […]» (Α Λόγος 16).
«Οι δαίμονες φοβούνται τους αγίους και φεύγουν από την σκιά τους· σκιά όμως είναι και η εικόνα· και την κατασκευάζω ως διώκτρια των δαιμόνων. Αν όμως ισχυρίζεσαι ότι πρέπει μόνο νοερά να ενώνεσαι με τον Θεό, κατάργησε όλα τα υλικά, τα φώτα, το ευωδιαστό θυμίαμα, την ίδια την προσευχή που γίνεται με την φωνή, τα ίδια τα θεία μυστήρια που τελούνται με υλικά στοιχεία, τον άρτο, τον οίνο, το λάδι του χρίσματος, το σχήμα του σταυρού. Γιατί όλα αυτά είναι ύλη […]» (Α 36).
Δ) Αγιογραφικά παραδείγματα ότι ο Θεός ενεργεί και δια της ύλης.
Αναφέρουμε ενδεικτικά:
Ο Θεός μετέτρεψε τα νερά του ποταμού σε αίμα δια της ράβδου του Ααρών· «[…]και υψώσας ο Ααρών την ράβδον, εκτύπησε τα ύδατα του ποταμού ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των θεραπόντων αυτού• και μετεβλήθησαν εις αίμα πάντα τα ύδατα του ποταμού» (Έξοδος, ζ 20).
Όταν εστασίασαν κατά του Μωυσή, ο Κορέ, ο Δαθάν, και ο Αβειρόν με άλλους 250 άνδρες διεκδικώντας την ιερατεία, ο Θεός απέδειξε ότι στην ιερατεία ήθελε τον Ααρών και τους υιούς του με το να κάνει μέσα σε μια νύχτα (ως σημείο) την ράβδο του Ααρών να βλαστήσει και να δώσει αμύγδαλα, θαυματουργικά. (Αριθμοί, ιζ).
Τα ύδατα της Μερρά, ενώ ήταν πικρά, ο Θεός τα μετέτρεψε σε γλυκά και πόσιμα με ένα μικρό ξύλο (Έξοδος, ιε 22- 26), και ξεδίψασε ο λαός.
Τα νερά του Ιορδάνη άνοιξαν και πέρασε ο Ελισσαιέ, αφού πρώτα τα κτύπησε με την κάπα του προφήτη Ηλία, επικαλούμενος τον Κύριο.
«Και λαβών την μηλωτήν του Ηλία, ήτις έπεσεν επάνωθεν εκείνου, εκτύπησε τα ύδατα και είπε, Που είναι Κύριος ο Θεός του Ηλία; Και ως εκτύπησε και αυτός τα ύδατα, διηρέθησαν ένθεν και ένθεν• και διέβη ο Ελισσαιέ» (Β Βασιλέων, β 14).
Επίσης στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρεται και δεύτερο θαύμα του Θεού, όταν ο Ελισσαιέ αγίασε τα ύδατα δια άλατος. (εδ. 19- 22).
Ο Νεεμάν ο Σύρος καθαρίστηκε από την λέπρα θαυματουργικά, αφού λούστηκε επτά φορές στον Ιορδάνη (Β Βασιλέων, ε).
Τα άγια λείψανα του Ελισσαιέ ανάστησαν νεκρό (Β Βασιλέων ιγ 20-21).
Αλλά και στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου ο Θεός ενήργησε ΔΙΑ της ύλης.
Άγγελος Κυρίου κατέβαινε στην κολυμπήθρα της Βηθεσδά, τάραζε το νερό, και όποιος έπεφτε μέσα στο νερό πρώτος θεραπεύονταν (Ιωάννης, ε 4).
Η αιμορροούσα γυναίκα, έλαβε την θεραπεία της αγγίζοντας με πίστη τα ιμάτια του Χριστού (Ματθαίος, θ 20-22), κάτι που γίνονταν και σε άλλες περιπτώσεις (Ματθαίος, ιδ 34-36).
Αργότερα ο Θεός θεράπευε και θαυματουργούσε μέσω των αποστόλων Του αλλά και αντικειμένων των αποστόλων, όπως με τα μαντήλια του απ Παύλου (Πράξεις, ιθ 11-12), αλλά και με την σκιά του απ Πέτρου (Πράξεις, ε 15), η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο η εικόνα του απ Πέτρου.
«Έτσι όσοι προσήρχοντο μέσω των αποστόλων θεραπεύονταν. Έτσι η σκιά και τα σουδάρια και τα σιμικίνθια των αποστόλων παρήχαν ιάσεις» (Περί εικόνων, τρίτος λόγος, αγ. Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 251, ΕΠΕ 3).
Ούτε η Αγία Γραφή αλλά ούτε οι Πατέρες της Εκκλησίας αρνούνται την θαυματοποιία δια της ύλης.
Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναγνωρίζει ότι υπάρχει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος στα λείψανα των αγίων, εφόσον το σώμα μας έχει την δυνατότητα να γίνει ναός του Θεού (Ά Κορινθίους, στ 19). «Αλλά και των αγίων τις εικόνες, επειδή εσταυρώθηκαν μαζί με τον Κύριο, να προσκυνήσεις, προτυπώνοντας στο πρόσωπό σου τον σταυρό και μνημονεύοντας την κοινωνία των παθημάτων του Χριστού που ενεργήθηκε μέσα σε εκείνους. Επίσης και τις αγίες σορούς αυτών και ό,τι λείψανο οστών υπάρχει· διότι δεν απομακρύνθηκε από αυτά η χάρις του Θεού, όπως ούτε η θεότης δεν αποσπάστηκε από το προσκυνητό σώμα του Χριστού κατά τον ζωοποιό θάνατό του» («Δεκάλογος της κατά Χριστόν Νομοθεσίας’’, έργα αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ 8, σελ. 490-491).
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει τα ίδια, όταν σχολιάζει την ανάσταση που επιτέλεσε ο Θεός δια των αγίων λειψάνων του προφήτη Ελισσαιέ: «Δεν ανέφερα τον προφήτη Ηλία και για τον γιό της χήρας που αναστήθηκε από αυτόν, και τον Ελισσαίο, ο οποίος δύο φορές ανέστησε νεκρούς, και όταν ζούσε και μετά τον θάνατό του. Όταν ζούσε ανέστησε τον νεκρό με την δύναμη της ψυχής του. Για να μην τιμηθούν όμως μόνο οι ψυχές των δικαίων, και για να γίνει πιστευτό, ότι τα σώματα των δικαίων έχουν δύναμη, ο νεκρός που έριξαν στον τάφο του Ελισσαίου, όταν ακούμπησε το νεκρό σώμα του προφήτη, αναστήθηκε. Και έτσι το νεκρό σώμα του που έκανε έργο ζωντανής ψυχής, και το πεθαμένο σώμα, που ήταν θαμμένο στο χώμα, χάρισε στον νεκρό την ζωή, και ενώ αυτό χάρισε την ζωή, έμεινε το ίδιο νεκρό. Γιατί; Για να μη θεωρηθεί, μετά την ανάσταση, ότι η ψυχή μόνο του Ελισσαίου έκανε αυτό το θαύμα, αλλά να αποδειχθεί πως, και όταν δεν είναι παρούσα η ψυχή, υπάρχει δύναμη μέσα στα σώματα των αγίων, λόγω της παραμονής, επί τόσα χρόνια μέσα σε αυτά, της δίκαιας ψυχής, την οποία υπηρετούσε» (Κατήχηση 18η, Β’ τόμος των Κατηχήσεων, Γ. Μαυρομάτης, σελίδα 501).
Ο ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος πάλι στο ίδιο περιστατικό, λέει: «Εστί γαρ, εστί τον μετά πίστεως ενταύθα παραγινόμενον μεγάλα καρπώσαι αγαθά• ουδέ γαρ τα σώματα μόνον, αλλά και αύται αι θήκαι των αγίων πνευματικής εισί πεπληρωμένοι χάριτος. Ει γαρ επί Ελισσαίου τούτο συνέβαινε, και θήκης νεκρός αψάμενος του θανάτου τα δεσμά διέρρηξε, και προς ζωήν επανήλθεν πάλιν, πολλώ μάλλον νυν, ότε δεψιλεστέρα η χάρις, ότε πλειων η του Πνεύματος ενεργεία, εστί και θήκης μετά πίστεως αψάμενον πολλήν εκείθεν επισπάσασθαι δύναμιν» (Εγκώμιο Εις τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο).
Μελέτη: Στέλιος Μπαφίτης
πηγή http://exprotestant.blogspot.gr/2013/02/blog-post_18.html
Σημείωση: Σαν σήμερα, που δημοσιεύσαμε το άρθρο μας, το 842 έληξε η Εικονομαχία. Η Θεοδώρα, σύζυγος του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου, επιβάλει την αποκατάσταση της προσκύνησης των ιερών εικόνων.
Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
ΕτικέτεςSophia-Siglitiki,αγια γραφή καί αιρετικοί προτεστάντες,η εικόνα στό φώς τής ορθόδοξης ερμηνείας
Θαυματουργία δια της ύλης
του Στέλιου Μπαφίτη
Πρόλογος
Το άρθρο αυτό αποτελεί απάντηση σε όσους μας μέμφονται επειδή πιστεύουμε ότι ο Θεός ενεργεί ΚΑΙ δια της ύλης, που ο Ίδιος έφτιαξε εκ του μηδενός, όταν Εκείνος το θελήσει. Κατ’ επέκταση, αρνούνται την θαυματουργία των ιερών εικόνων, των αγίων λειψάνων, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με την ύλη.
Μάλιστα, μας κατηγορούν ως «ειδωλολάτρες» επειδή προσφέρουμε τιμή στον Θεό δια των υλικών αυτών αντικειμένων. Παρακάτω θα αναφερθούμε:
α) στο ότι η τιμή έχει αποδέκτη τον Θεό και όχι την ύλη αυτήν καθεαυτή,
β) την Ορθόδοξη θέση για την ύλη,
γ) ότι η άρνηση αυτή έχει τις ρίζες της στην ειδωλολατρία, και
δ) θα στηρίζουμε αγιογραφικά ότι ο Θεός ΟΤΑΝ θέλει ενεργεί ΚΑΙ ΔΙΑ της ύλης, αποδεικνύοντας το εσφαλμένο και αντιβιβλικό της Προτεσταντικής αυτής θεώρησης των πραγμάτων.
Α) Η τιμή έχει αποδέκτη τον ίδιο τον Θεό και όχι την ουσία της κτίσης.
Βέβαια, εμείς ξέρουμε ότι η τιμή αυτή έχει αποδέκτη τον ίδιο τον Θεό, μιας και ΔΕΝ πιστεύουμε ότι αυτά καθ’ αυτά τα αντικείμενα έχουν την δύναμη, αλλά ο αιώνιος Τριαδικός Θεός. Δεν είμαστε «ειδωλολάτρες», διότι πρώτον δεν λατρεύουμε τίποτα άλλο και κανένα άλλο πρόσωπο πέρα από τον Θεό, και δεύτερον διότι δεν πιστεύουμε ότι το υλικό αντικείμενο είναι θεός. Η Εκκλησία ξεχωρίζει την ουσία του Θεού από την ουσία του κόσμου. Υπάρχει διάκριση μεταξύ κτιστού και Άκτιστου. Το αντίθετο συμβαίνει στις φυσικές ειδωλολατρικές θρησκείες όπου η ουσία του κόσμου ταυτίζεται με τον απρόσωπο (για αυτούς) θεό, κάτι που οδηγεί στον πανθεϊσμό που είναι ειδωλολατρία. Κατά τους πανθεϊστές, ο κόσμος προέκυψε από την ουσία του θεού με απορροή. Κατά την χριστιανική πίστη, ο κόσμος (ορατός και αόρατος) ΔΕΝ προέκυψε από την ουσία του Θεού.
Αυτό γίνεται φανερό ήδη από το πρώτο χωρίο της Αγίας Γραφής, όταν διαχωρίζεται ο Άκτιστος Θεός ως πρόσωπο από όλη την κτίση. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γένεση α 1). Επομένως, άλλο πράγμα ο Θεός και άλλο η κτίση η οποία δημιουργείται «εν αρχή». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στα «Εκατόν πεντήκοντα κεφάλαια», ένα έργο βαθειάς θεολογίας, αναφέρει: «Κάθε φύσις είναι πολύ απομακρυσμένη και εντελώς ξένη από τη θεία φύση. Διότι, αν ο Θεός είναι φύσις, τα άλλα δεν είναι φύσις. Και αν το καθένα από τα άλλα είναι φύσις, Εκείνος δεν είναι φύσις […]», ενώ όλα τα όντα μετέχουν στον Θεό με την μέθεξη της ενέργειας και όχι της απρόσιτης φύσης του Θεού, «[…] όλα μετέχουν σε Αυτόν και συγκροτούνται με τη μέθεξη Αυτού· όχι με τη μέθεξη της φύσεώς Του, μακριά μια τέτοια σκέψις, αλλά με τη μέθεξη της ενέργειάς Του […]», ενώ ο άγιος μας διαβεβαιώνει ότι «[…] δεν έχει ούτε θα έχει καμία κοινωνία ή εγγύτητα προς την ανώτατη φύση κανένα από όλα τα κτιστά» (ΕΠΕ 8, κεφάλαιο 78, σελ. 171-173).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο μέγας δογματολόγος της Ορθοδοξίας, αναφέρει σαφέστατα ότι λατρεία δίνουμε μόνο στον Ένα Τριαδικό Θεό: «[…] μία ουσία υπερούσια, υπέρθεη θεότητα, σε τρείς υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και αυτόν μόνο λατρεύω και σε αυτόν μόνο προσφέρω τη λατρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μία θεότητα αλλά λατρεύω και τρείς υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, ένα Θεό […]. (ΕΠΕ 3, Α’ Λόγος Περί των Εικόνων, κεφάλαιο 4, σελ. 27).
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, στην Ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως, αναφέρει το ίδιο: «Ημείς γαρ μόνω τω εν Τριάδι Θεώ λατρεύομεν και ουδενί ετέρω».
Τιμή όμως μπορούμε να αποδώσουμε και στο ΣΧΗΜΑ των σεβασμάτων μας.
Ας δούμε πάλι, πως το εκφράζει η Ορθόδοξη πίστη:
Ο Άγιος Λεόντιος Κύπρου, στον 5ο λόγο «Προς Ιουδαίους», αναφέρει: «Ούτε από εμάς προσκυνούνται ως θεοί οι μορφές και οι εικόνες και οι τύποι των αγίων […] έτσι και εμείς, τα παιδιά των Χριστιανών, προσκυνώντας τον τύπο του σταυρού, δεν προσκυνούμε την φύση του ξύλου […]». (ΕΠΕ 3, Τρίτος λόγος περί Εικόνων, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 299)
Ο ίδιος επίσης διευκρινίζει: «Όταν λοιπόν δεις Χριστιανό να προσκυνά το σταυρό, να ξέρεις ότι δεν προσκυνά την φύση του ξύλου, αλλά για το Χριστό που σταυρώθηκε. Γιατί αλλιώς θα προσκυνούσαμε όλα τα δέντρα του αγρού…» (ΕΠΕ 3, Τρίτος λόγος περί Εικόνων, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 305).
Ο Ιερώνυμος, πρεσβύτερος Ιεροσολύμων: «[…] οι Χριστιανοί, δεν ασπαζόμαστε το σταυρό ως Θεό, αλλά το κάνουμε δείχνοντας την ειλικρινή διάθεση της ψυχής μας προς Εκείνον που σταυρώθηκε» (ΕΠΕ 3, Τρίτος λόγος περί Εικόνων, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 341).
Ο άγιος Νικόδημος, μέγας κανονολόγος, αναφέρει ότι είναι «αλλότριον», δηλαδή ξένο προς την πίστη μας η απόδοση λατρείας στα υλικά• «[…] την ούτε ως θεούς τας αγίας εικόνας λατρεύομεν, καθώς κατηγορούσι ημάς οι εικονομάχοι, άπα γε • αλλότριον γαρ τούτο της εκκλησιαστικής εστί παραδόσεως» (Πηδάλιο, σελ. 318).
Ο π. Α. Αλεβιζόπουλος, αναφέρει• «…οι χριστιανοί που βλέπουν τις άγιες εικόνες φέρουν στην μνήμη τους και επιποθούν το «πρωτότυπον», δεν μένουν στην θέα της εικόνος δεν ταυτίζουν την εικόνα με το πρωτότυπο. Έτσι ο ασπασμός, η προσκύνηση των αγίων εικόνων αποτελεί πράξη τιμής και σεβασμού, όχι λατρεία• η λατρεία αρμόζει μόνο στην Θεία φύση. Η τιμή των αγίων εικόνων μεταβαίνει στο πρωτότυπο, αυτός που προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί την υπόσταση του εικονιζόμενου» (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 435-436).
«[…] Προσκυνούμε μάλιστα και το σχήμα του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, ακόμη κι αν είναι κατασκευασμένο από διαφορετικό υλικό· διότι, αλίμονο, δεν τιμάμε την ύλη, αλλά το σχήμα σαν σύμβολο του Χριστού […] Και την ύλη πάλι, από την οποία είναι φτιαγμένο το σχήμα του σταυρού, είτε είναι χρυσάφι είτε πολύτιμοι λίθοι, μετά τη διάλυση του σχήματος, εάν τυχόν συμβεί, δεν πρέπει να το προσκυνάμε. Διότι προσκυνάμε όλα τα αφιερώματα στο Θεό απονέμοντας το σεβασμό σ’ Αυτόν» (Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, Κεφάλαιο 84, Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως)
Β) Η Ορθόδοξη θέση για την ύλη.
Ας θυμηθούμε την Ορθόδοξη θέση για την ύλη. Η ύλη, ανήκει στην δημιουργία του Θεού. Ως εκ τούτου, είναι καλή, διότι ο Θεός είναι αγαθός και μόνο αγαθά κατασκευάζει.
Η Αγία Γραφή είναι ξεκάθαρη: «και είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποιησεν και ιδού καλά λίαν» (Γένεση, α 31).
Το κακό δεν έχει υπόσταση, αλλά είναι η απουσία του καλού. Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, αντικρούοντας τους Γνωστικούς που πρέσβευαν ότι το κακό έχει υπόσταση, έλεγε το εξής απλό παράδειγμα: «[…] Κοινωνία δε Θεού, ζωή και φως […] χωρισμός δε Θεού θάνατος και χωρισμός φωτός σκότος […]» (ΒΕΠΕΣ 5, 167).
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει: «Δεν είναι βέβαια ευσεβές ούτε και να το ειπεί κανείς ότι το κακόν εδημιουργήθη από τον Θεόν, διότι κανένα από τα αντίθετα πράγματα δεν παράγεται από το αντίθετόν του. Ούτε η ζωή γεννά θάνατον, ούτε το σκότος είναι πηγή του φωτός, ούτε η νόσος δημιουργεί υγείαν […] το κακόν είναι όχι ύπαρξις ζωντανή και έμψυχος, αλλά μία διάθεσις ψυχική αντίθετος προς τη αρετήν, η οποία διάθεσις εμφανίζεται εις τους ράθυμους, όταν εκπίπτουν από το καλόν» (2η Ομιλία Εις την Εξαήμερον, 21, ΕΠΕ 4).
Ο Π. Μπρούσαλης, στα σχόλιά του στον πρώτο Λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης στον Εκκλησιαστή, αναφέρει για τον άγιο: «[…] Πιστεύοντας μάλιστα στη διαβεβαίωση του Αποστόλου «παν κτίσμα καλόν και ουδέν απόβλητον» (Α’ Τιμοθέου, 4,4), αρνείται κατηγορηματικά ότι η ύλη είναι κακή, επειδή και αυτή είναι ένα από τα λίαν καλά δημιουργήματα του Θεού (Γέν. 1, 31) […] από τη στιγμή που ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος και ανέλαβε το υλικό ανθρώπινο σώμα, καθαγιάστηκε και εξυψώθηκε και η ίδια η ύλη. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δέχονται την ύπαρξη μιας αγαθής κτιστής πραγματικότητας […]» (σελ. 292).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνοψίζει: «ο αγαθός και υπεράγαθος Θεός δεν επαναπαύθηκε στη θεωρία του εαυτού του, αλλά από υπερβολική αγαθότητα θέλησε να δημιουργηθούν ορισμένα δημιουργήματα που θα ευεργετηθούν και θα μετάσχουν στην αγαθότητα του· γι’ αυτό, παράγει και δημιουργεί εκ του μηδενός τα σύμπαντα, ορατά και αόρατα […]» (Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. 16, Περί της Δημιουργίας).
Επόμενο είναι λοιπόν, ότι «Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα «καλά λίαν» (Γένεση, α 31), δεν εδημιούργησε το κακό. Το υλικό σώμα και όλα τα υλικά αντικείμενα αποτελούσαν πηγή ευλογίας» (π. Αλεβιζόπουλος, Η Ορθοδοξία μας σελ. 454).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει: «[…] εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν […] αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας […]» («Λόγος εις τα Θεοφάνεια», έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5, σελ. 50- 51).
Γ) Η άρνηση της ύλης έχει ειδωλολατρικές καταβολές.
Οι Προτεστάντες που αρνούνται την θαυματοποιία του Θεού μέσα από την ύλη, πίπτουν στην αίρεση του δυαλισμού (είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα) που είναι μανιχαιστικής προέλευσης, από την μυθολογία του Ιράν.
Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, «[…] Ο κόσμος και ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον δημιουργό Θεό και όχι από τον αγαθό Θεό, επειδή η ύλη είναι καθ’ εαυτήν κακή […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 168).
Αυτό είχαν υιοθετήσει και οι Γνωστικοί, που ήταν συγκρητιστές.
«Οι Γνωστικοί, κατά το μάλλον ή ήττον, ήσαν δυαλισταί. Εδέχοντο, δηλονότι, δύο αρχάς, εκτός του αγαθού θεού, ανεξάρτητον και αιώνιαν ύλη, ως έδρα του κακού. Δυαλισμός υπήρχεν εν τη συγχρόνω τότε ελληνική φιλοσοφία […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία Β. Στεφανίδη, σελ. 63).
Ο Χ. Ανδρούτσος, στην Δογματική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην σελίδα 292 αναφέρει: «Το αισθητόν δεν είναι ούτε ακάθαρτον τι και φύσει κακόν, ώστε να μη δύναται να συνδεθεί προς τα πνευματικά, ως εξεδέχοντο οι Μανιχαίοι, ούτε οξέως διακεχωρισμένον του υπερφυσικού, ως εκδέχεται η διαρχία και ο Πνευματισμός».
«[…] Βασικό πρίσμα στο γνωστικισμό θεωρήσεως του Θεού, του κόσμου, του κακού, είναι η διαρχία ή δυαλισμός. Διακρίνει ριζικά ύψιστη αρχή και θεότητα, τον αγαθό Θεό αφ’ ενός, και τη δημιουργική δύναμη και θεότητα του κακού, τον κακό ή δημιουργό θεό αφ’ έτερου […] Αποτέλεσμα της ριζικής διαρχίας είναι η περιφρόνηση της ύλης […]» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 146, Ά τόμος).
Ο Μαρκίωνας ο οποίος δέχονταν δύο θεούς, ένας εκ των κυριοτέρων εκπροσώπων του Γνωστικισμού, δίδασκε (κατά τον άγιο Ιππόλυτο Ρώμης) ότι, «Ο δίκαιος Θεός δημιούργησε τον μεν κόσμο από προϋπάρχουσα και καθ’ εαυτήν φύσει κακή ύλη, πλήρη ατελειών και ελλείψεων, τον δε άνθρωπο ατελή, αμαρτωλό και ταλαίπωρο. «Πεποιηκέναι δε τα πάντα φάσκουσιν εκ της υποκειμένης ύλης, πεποιηκέναι γαρ ουκ καλώς, αλλ’ αλόγως» (Ιππολύτου, Έλεγχος, Χ 19)» (Εκκλησιαστική Ιστορία Βλ. Φειδά, Ά τόμος, σελ. 161).
Ψάχνοντας στην ιστορία, μπορούμε να ανιχνεύσουμε πολλές αιρέσεις που είχαν ως βάση τον δυαλισμό και που απέρριπταν ότι απορρίπτουν και οι σύγχρονοι κατήγοροί μας.
Ο καθηγητής Μ. Μπέγζος αναφέρει: «Ο Μεσαίωνας ασφυκτιά από γνωστικίζουσες ομάδες στο χριστιανισμό, σαν τους Παυλικιανούς και τους Βογόμιλους […] ο Γνωστικισμός τροφοδοτεί σωρεία θεοσοφικών κινημάτων των Νέων Χρόνων (αλχημιστές, αποκρυφιστές κλπ)» («Φαινομενολογία της θρησκείας», σελ. 97).
Ο Β. Στεφανίδης, αναφέρει: «Οι Παυλικιανοί με τους Μαρκιωνίτας είχον κοινόν τον δυαλισμόν […] απέρριπτον την εξωτερικήν θείαν λατρείαν. Απέρριπτον τας ιεροτελεστίας, τα μυστήρια […] απέρριπτον τας εικόνας και τα λείψανα των αγίων […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 253- 254).
Ο Βλ. Φειδάς αναφέρει επί παραδείγματι για τους Βογόμιλους, μια αίρεση του 11ου αιώνα: «[…] Η ηθική τους διδασκαλία είχε δυαλιστικό και αντινομιστικό χαρακτήρα, ενώ η λατρεία τους περιορίζονταν στην απλή και μυστική απαγγελία ορισμένων ευχών […] Απέρριπταν τη λατρεία της Εκκλησίας και περιορίζοντο μόνο στην απαγγελία της Κυριακής προσευχής […] Απέρριπταν την τιμή της Θεοτόκου, των αγίων, του Σταυρού και των ι. εικόνων, προέβαλλαν δε τα μέλη της αιρέσεώς τους ως τους μόνους αληθινούς και γνήσιους χριστιανούς […] Η πνευματική τους ζωή, όπως και η διδασκαλία τους, παρουσιάζουν πολλά στοιχεία από τη διδασκαλία και την πνευματικότητα των διαφόρων συστημάτων του Γνωστικισμού των πρώτων αιώνων […]» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Β’ τόμος σελ. 306- 308)
Στην σελίδα 449 για την αίρεση των Καθαρών, αναφέρει: «[…[ Όπως όλες οι δυαλιστικές αιρέσεις […] απέρριπταν το σύμβολο του Σταυρού και τα Μυστήρια με τα υλικά τους στοιχεία […]» .
Δεν είναι τυχαίο ούτε άσχετο ότι η Εκκλησία αντιμετώπισε τους εικονομάχους αναιρώντας βασικότατα επιχειρήματά τους που στηρίζονταν σε αυτήν ακριβώς την θεώρηση, αποδεικνύοντας ότι οι εικονομάχοι ήταν έξω από την Παράδοση της Εκκλησίας.
Σταχυολογούμε, ενδεικτικά, από τους θαυμάσιους και γεμάτους σοφία λόγους του αγίου Ι. Δαμασκηνού, από τα 3 έργα του περί των Εικόνων:
«Κατηγορείς την ύλη και την αποκαλείς άτιμη; Το ίδιο κάνουν και οι Μανιχαίοι· όμως η Θεία Γραφή την ανακηρύττει καλή· γιατί λέει· «και είδεν ο Θεός πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν’’» (Β Λόγος, 13).
«Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον Δημιουργό της ύλης, που για χάρη μου έγινε ύλη και κατοίκησε μέσα στην ύλη και μέσω της ύλης πραγματοποίησε την σωτηρία μου. Διότι «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν’’. Και σε όλους είναι φανερό ότι η σάρκα είναι ύλη και κτίσμα […] αφού μέσω αυτής πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μου, τη σέβομαι όμως όχι ως θεό, αλλά ως φορέα θείας ενέργειας και χάριτος» (Β Λόγος 14).
«Μη κατηγορείς την ύλη, δεν είναι άξια περιφρονήσεως. Γιατί τίποτε από όσα έγιναν από τον Θεό δεν είναι άξιο περιφρονήσεως […]» (Α Λόγος 16).
«Οι δαίμονες φοβούνται τους αγίους και φεύγουν από την σκιά τους· σκιά όμως είναι και η εικόνα· και την κατασκευάζω ως διώκτρια των δαιμόνων. Αν όμως ισχυρίζεσαι ότι πρέπει μόνο νοερά να ενώνεσαι με τον Θεό, κατάργησε όλα τα υλικά, τα φώτα, το ευωδιαστό θυμίαμα, την ίδια την προσευχή που γίνεται με την φωνή, τα ίδια τα θεία μυστήρια που τελούνται με υλικά στοιχεία, τον άρτο, τον οίνο, το λάδι του χρίσματος, το σχήμα του σταυρού. Γιατί όλα αυτά είναι ύλη […]» (Α 36).
Δ) Αγιογραφικά παραδείγματα ότι ο Θεός ενεργεί και δια της ύλης.
Αναφέρουμε ενδεικτικά:
Ο Θεός μετέτρεψε τα νερά του ποταμού σε αίμα δια της ράβδου του Ααρών· «[…]και υψώσας ο Ααρών την ράβδον, εκτύπησε τα ύδατα του ποταμού ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των θεραπόντων αυτού• και μετεβλήθησαν εις αίμα πάντα τα ύδατα του ποταμού» (Έξοδος, ζ 20).
Όταν εστασίασαν κατά του Μωυσή, ο Κορέ, ο Δαθάν, και ο Αβειρόν με άλλους 250 άνδρες διεκδικώντας την ιερατεία, ο Θεός απέδειξε ότι στην ιερατεία ήθελε τον Ααρών και τους υιούς του με το να κάνει μέσα σε μια νύχτα (ως σημείο) την ράβδο του Ααρών να βλαστήσει και να δώσει αμύγδαλα, θαυματουργικά. (Αριθμοί, ιζ).
Τα ύδατα της Μερρά, ενώ ήταν πικρά, ο Θεός τα μετέτρεψε σε γλυκά και πόσιμα με ένα μικρό ξύλο (Έξοδος, ιε 22- 26), και ξεδίψασε ο λαός.
Τα νερά του Ιορδάνη άνοιξαν και πέρασε ο Ελισσαιέ, αφού πρώτα τα κτύπησε με την κάπα του προφήτη Ηλία, επικαλούμενος τον Κύριο.
«Και λαβών την μηλωτήν του Ηλία, ήτις έπεσεν επάνωθεν εκείνου, εκτύπησε τα ύδατα και είπε, Που είναι Κύριος ο Θεός του Ηλία; Και ως εκτύπησε και αυτός τα ύδατα, διηρέθησαν ένθεν και ένθεν• και διέβη ο Ελισσαιέ» (Β Βασιλέων, β 14).
Επίσης στο ίδιο κεφάλαιο αναφέρεται και δεύτερο θαύμα του Θεού, όταν ο Ελισσαιέ αγίασε τα ύδατα δια άλατος. (εδ. 19- 22).
Ο Νεεμάν ο Σύρος καθαρίστηκε από την λέπρα θαυματουργικά, αφού λούστηκε επτά φορές στον Ιορδάνη (Β Βασιλέων, ε).
Τα άγια λείψανα του Ελισσαιέ ανάστησαν νεκρό (Β Βασιλέων ιγ 20-21).
Αλλά και στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου ο Θεός ενήργησε ΔΙΑ της ύλης.
Άγγελος Κυρίου κατέβαινε στην κολυμπήθρα της Βηθεσδά, τάραζε το νερό, και όποιος έπεφτε μέσα στο νερό πρώτος θεραπεύονταν (Ιωάννης, ε 4).
Η αιμορροούσα γυναίκα, έλαβε την θεραπεία της αγγίζοντας με πίστη τα ιμάτια του Χριστού (Ματθαίος, θ 20-22), κάτι που γίνονταν και σε άλλες περιπτώσεις (Ματθαίος, ιδ 34-36).
Αργότερα ο Θεός θεράπευε και θαυματουργούσε μέσω των αποστόλων Του αλλά και αντικειμένων των αποστόλων, όπως με τα μαντήλια του απ Παύλου (Πράξεις, ιθ 11-12), αλλά και με την σκιά του απ Πέτρου (Πράξεις, ε 15), η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο η εικόνα του απ Πέτρου.
«Έτσι όσοι προσήρχοντο μέσω των αποστόλων θεραπεύονταν. Έτσι η σκιά και τα σουδάρια και τα σιμικίνθια των αποστόλων παρήχαν ιάσεις» (Περί εικόνων, τρίτος λόγος, αγ. Ιωάννη Δαμασκηνού, σελ. 251, ΕΠΕ 3).
Ούτε η Αγία Γραφή αλλά ούτε οι Πατέρες της Εκκλησίας αρνούνται την θαυματοποιία δια της ύλης.
Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναγνωρίζει ότι υπάρχει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος στα λείψανα των αγίων, εφόσον το σώμα μας έχει την δυνατότητα να γίνει ναός του Θεού (Ά Κορινθίους, στ 19). «Αλλά και των αγίων τις εικόνες, επειδή εσταυρώθηκαν μαζί με τον Κύριο, να προσκυνήσεις, προτυπώνοντας στο πρόσωπό σου τον σταυρό και μνημονεύοντας την κοινωνία των παθημάτων του Χριστού που ενεργήθηκε μέσα σε εκείνους. Επίσης και τις αγίες σορούς αυτών και ό,τι λείψανο οστών υπάρχει· διότι δεν απομακρύνθηκε από αυτά η χάρις του Θεού, όπως ούτε η θεότης δεν αποσπάστηκε από το προσκυνητό σώμα του Χριστού κατά τον ζωοποιό θάνατό του» («Δεκάλογος της κατά Χριστόν Νομοθεσίας’’, έργα αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ 8, σελ. 490-491).
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει τα ίδια, όταν σχολιάζει την ανάσταση που επιτέλεσε ο Θεός δια των αγίων λειψάνων του προφήτη Ελισσαιέ: «Δεν ανέφερα τον προφήτη Ηλία και για τον γιό της χήρας που αναστήθηκε από αυτόν, και τον Ελισσαίο, ο οποίος δύο φορές ανέστησε νεκρούς, και όταν ζούσε και μετά τον θάνατό του. Όταν ζούσε ανέστησε τον νεκρό με την δύναμη της ψυχής του. Για να μην τιμηθούν όμως μόνο οι ψυχές των δικαίων, και για να γίνει πιστευτό, ότι τα σώματα των δικαίων έχουν δύναμη, ο νεκρός που έριξαν στον τάφο του Ελισσαίου, όταν ακούμπησε το νεκρό σώμα του προφήτη, αναστήθηκε. Και έτσι το νεκρό σώμα του που έκανε έργο ζωντανής ψυχής, και το πεθαμένο σώμα, που ήταν θαμμένο στο χώμα, χάρισε στον νεκρό την ζωή, και ενώ αυτό χάρισε την ζωή, έμεινε το ίδιο νεκρό. Γιατί; Για να μη θεωρηθεί, μετά την ανάσταση, ότι η ψυχή μόνο του Ελισσαίου έκανε αυτό το θαύμα, αλλά να αποδειχθεί πως, και όταν δεν είναι παρούσα η ψυχή, υπάρχει δύναμη μέσα στα σώματα των αγίων, λόγω της παραμονής, επί τόσα χρόνια μέσα σε αυτά, της δίκαιας ψυχής, την οποία υπηρετούσε» (Κατήχηση 18η, Β’ τόμος των Κατηχήσεων, Γ. Μαυρομάτης, σελίδα 501).
Ο ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος πάλι στο ίδιο περιστατικό, λέει: «Εστί γαρ, εστί τον μετά πίστεως ενταύθα παραγινόμενον μεγάλα καρπώσαι αγαθά• ουδέ γαρ τα σώματα μόνον, αλλά και αύται αι θήκαι των αγίων πνευματικής εισί πεπληρωμένοι χάριτος. Ει γαρ επί Ελισσαίου τούτο συνέβαινε, και θήκης νεκρός αψάμενος του θανάτου τα δεσμά διέρρηξε, και προς ζωήν επανήλθεν πάλιν, πολλώ μάλλον νυν, ότε δεψιλεστέρα η χάρις, ότε πλειων η του Πνεύματος ενεργεία, εστί και θήκης μετά πίστεως αψάμενον πολλήν εκείθεν επισπάσασθαι δύναμιν» (Εγκώμιο Εις τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο).
Μελέτη: Στέλιος Μπαφίτης
Επιμέλεια: Sophia Siglitiki Drekou
Εικονομάχοι καλύπτουν την εικόνα του Χριστού με ασβέστη |
πηγή http://exprotestant.blogspot.gr/2013/02/blog-post_18.html
Σημείωση: Σαν σήμερα, που δημοσιεύσαμε το άρθρο μας, το 842 έληξε η Εικονομαχία. Η Θεοδώρα, σύζυγος του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου, επιβάλει την αποκατάσταση της προσκύνησης των ιερών εικόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου