Ο Καρλομάγνος και η αυτονόμηση της Δύσης από τη Ρωμιοσύνη
Ετικέτεςρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα
Κεφάλαιο 8
Ο Καρλομάγνος και η αυτονόμηση της Δύσης από τη Ρωμιοσύνη
Τον 8ο αιώνα συντελείται η οριστική ρήξη ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη Δυτική Ευρώπη. Οι Φράγκοι αισθάνονται πλέον αρκετά ισχυροί ώστε να απαιτήσουν για τον εαυτό τους την αρχηγία της «Χριστιανικής Οικουμένης». Σύμφωνα όμως με τις μεσαιωνικές πεποιθήσεις, που φαίνεται πως ήταν βαθύτατα ριζωμένες στον πολύ κόσμο, στην κορυφή της Οικουμένης βρίσκεται ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Έτσι, ο πιο ένδοξος βασιλιάς των Φράγκων, ο Καρλομάγνος, θα χρειαστεί να στεφθεί αυτοκράτορας των Ρωμαίων το 800, ώστε να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Στις σελίδες που ακολουθούν θα παρακολουθήσουμε λίγο πιο προσεκτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στον οριστικό χωρισμό Δυτικής Ευρώπης και Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από το 750 ως το 800. Κατά την προσωπική μας άποψη, αυτή η περίοδος είναι ιδιαίτερα αποφασιστική για τη γένεση της δυτικοευρωπαϊκής συνείδησης και του δυτικού πολιτισμού.Ήταν μέσα σ’ αυτά τα 50 χρόνια που η Δύση επέλεξε τη σύγκρουση με τη Ρωμαιοσύνη, σύγκρουση που δε σταμάτησε ποτέ μέχρι τις μέρες μας. Και ήταν επί βασιλείας του Καρλομάγνου που η Δύση ενώθηκε σ’ ένα ισχυρό κράτος το οποίο αποτέλεσε από τότε το όραμα των δυτικοευρωπαίων και ταυτόχρονα την απόδειξη της κοινής πολιτιστικής τους ρίζας την οποία επικαλούνται μέχρι σήμερα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη προσπάθεια επανένωσης των δυτικοευρωπαίων, η ΕΟΚ των έξι, πραγματοποιήθηκε από τις χώρες τα εδάφη των οποίων αντιστοιχούσαν ακριβώς στην επικράτεια του Καρλομάγνου....
Οι αρχές του 8ου αιώνα βρήκαν την Ιταλία διαιρεμένη ανάμεσα στους Λογγοβάρδους και στους ελεύθερους Ρωμαίους που είχαν πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Διοικητικό κέντρο της ρωμαϊκής Ιταλίας ήταν η Ραβέννα και οι ελεύθερες περιοχές περιελάμβαναν τη Ν. Ιταλία με τη Σικελία, τη Νάπολη, και το διάδρομο Ραβέννας-Ρώμης με τη λεγόμενη . Ρωμαϊκή παρέμενε και η Βενετία με την Ίστρια.
Οι πόλεμοι Ρωμαίων και Λογγοβάρδων ήταν αδιάκοποι, και η Αυτοκρατορία έστελνε κατά καιρούς στρατό για να υπερασπίσει τα εδάφη της, αλλά είναι γεγονός ότι από το 580 και μετά, όταν Άβαροι, Πέρσες και Άραβες άρχισαν να φτάνουν ως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, η βαρύτητα της άμυνας στράφηκε προς τα ανατολικά. Επομένως, για καθαρά γεωπολιτικούς λόγους, οι δυτικές επαρχίες παραμελήθηκαν σε κάποιο βαθμό.
Το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στη Δύση επέτρεψε (αν όχι υποχρέωσε) την ανάδειξη της Εκκλησίας σε πόλο στήριξης των δοκιμαζόμενων Ρωμαίων. Ο Πάπας ανέλαβε πρωτοβουλίες και αναμίχτηκε στο πολιτικό παιχνίδι προσπαθώντας να διασφαλίσει την επιβίωση των ομοεθνών του. ΄Έτσι, ο Πάπας Γρηγόριος Α’ ζήτησε το 594 από τον αυτοκράτορα να κλείσει ο ίδιος συνθήκη ειρήνης με τους Λογγοβάρδους, παρά την αντίθετη πολιτική βούληση της Κωνσταντινούπολης που προέκρινε τη στρατιωτική ήττα των βαρβάρων. Ο έβδομος αιώνας μας δίνει και άλλα τέτοια παραδείγματα πρωτοβουλιών του Πάπα.
Για τους δυτικούς και δυτικόφρονες ιστορικούς, αυτές οι πρωτοβουλίες δηλώνουν την αρχή της διάστασης ανάμεσα στην Αυτοκρατορία και τον Πάπα. Διάσταση που θα καταλήξει τελικά στο Σχίσμα και στην ανοιχτή έχθρα Αυτοκρατορίας και Δύσης. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική. Για να αντιληφθούμε το ρόλο του Πάπα κατά τον 7ο και 8ο αιώνα δεν έχουμε παρά να προσφύγουμε σε παραδείγματα με Ρωμηούς Πατριάρχες και αρχιεπισκόπους της πρόσφατης Ιστορίας. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά την Τουρκοκρατία είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο ρόλος του, εκτός από θρησκευτικός, ήταν και εθνικός. Ήταν ο Εθνάρχης όλων των υπόδουλων Ρωμηών και φρόντιζε, με ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του, για την καλυτέρευση της τύχης όλου του Γένους. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής, πριν το 1960. Κάπως έτσι, πρέπει να εκτιμήσουμε το ρόλο του Πάπα κατά τους δύσκολους εκείνους χρόνους που οι βάρβαροι περιέβαλαν από παντού τους Ρωμηούς της Ιταλίας. Οι κοσμικές βλέψεις και οι εδαφικές διεκδικήσεις που χαρακτηρίζουν την παπική ιστορία σε κατοπινούς αιώνες είναι αποτέλεσμα της κατάληψης του παπικού θρόνου από τους Φράγκους τον 11ο αιώνα και δεν πρέπει με κανένα τρόπο να τις μεταφέρουμε στους Ρωμηούς Πάπες του 8ου αιώνα.
Οι εξελίξεις στην Ιταλία πήραν δυσάρεστη τροπή στα μέσα του 8ου αιώνα. Το 751 οι Λογγοβάρδοι υπέταξαν τη Ραβέννα και τον επόμενο χρόνο έφτασαν έξω από τα τείχη της Ρώμης. Ο Πάπας Στέφανος (752-757) προσπάθησε να κλείσει συμφωνία μαζί τους, όπως είχαν κάνει οι προκάτοχοί του και, όταν απέτυχε, ζήτησε βοήθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Ε’. Η βοήθεια, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή όπου απειλούνταν η ίδια η ύπαρξη της Ρώμης, αργούσε να έρθει. Σύμφωνα με το Liber Pontificalis (Βιβλίο των Παπών), «όταν ο Στέφανος κατάλαβε ότι δεν θα ερχόταν βοήθεια από τον αυτοκρατορικό θρόνο, θυμήθηκε τις ενέργειες των προκατόχων του Γρηγορίου Α’, Γρηγορίου Γ’ και Ζαχαρία» και «φωτισμένος από τη Θεία Χάρη» έστειλε μήνυμα στο βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο.
Ο Πιπίνος ανταποκρίθηκε θετικά και προσκάλεσε τον Πάπα επίσημα στη Φραγκία. Στη συνάντηση, που έγινε το 754, ο Πιπίνος υποσχέθηκε να βοηθήσει και να προστατέψει την Αγία Έδρα, ενώ από τη μεριά του ο Πάπας ευλόγησε τον Πιπίνο ως βασιλιά, και έδωσε στους γιους του τον τίτλο του πατρικίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τίτλος του πατρικίου δεν είχε ιδιαίτερη σπουδαιότητα και είχε απονεμηθεί κατά καιρούς σε διάφορους βαρβάρους.
Τον επόμενο χρόνο ο Πιπίνος κατέβηκε πράγματι στην Ιταλία και συνέτριψε τους Λογγοβάρδους. Με την αναχώρησή του όμως, οι τελευταίοι παρέβηκαν τις συμφωνίες και άρχισαν πάλι να πολιορκούν τη Ρώμη. Ο Πάπας έστειλε νέες απεγνωσμένες εκκλήσεις στον Πιπίνο. Αυτός ξανακατέβηκε στην Ιταλία, διέλυσε τους Λογγοβάρδους και απέδωσε τα ρωμαϊκά εδάφη στον Πάπα. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ έστειλε αμέσως πρεσβευτές ζητώντας την απόδοση των περιοχών στην Αυτοκρατορία. Ο Πιπίνος αρνήθηκε, τονίζοντας ότι – σε αντίθεση με παλιότερους Φράγκους ηγεμόνες – δεν ενεργεί για λογαριασμό της Αυτοκρατορίας. Έτσι τα εδάφη του πρώην εξαρχάτου παρέμειναν υπό την πολιτική δικαιοδοσία του Πάπα.
Για τη Δυτική Ευρώπη αυτή είναι μια αποφασιστική στιγμή της Ιστορίας της, καθώς μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε το Παπικό κράτος που, με διάφορες μορφές, διατηρήθηκε ως τις μέρες μας, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της ηπείρου. Η ίδρυση του Παπικού κράτους περιγράφεται συνήθως με εκφράσεις όπως «η επανάσταση της Ιταλίας τον 8ο αιώνα». Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η Ρώμη, βαθύτατα απογοητευμένη από την αδιαφορία της Κωνσταντινούπολης, αποφάσισε οριστικά να αποσκιρτήσει από την Ανατολή.
Είναι πολύ αμφίβολο αν οι Ρωμαίοι του 755 έβλεπαν τα πράγματα με τον τρόπο που τα βλέπουμε εμείς. Γι’ αυτούς, απλώς, μέσα στην απελπισία της πολιορκούμενης από τους Λογγοβάρδους πόλης, ο Πάπας, ως γνήσιος Ρωμηός Εθνάρχης, έκανε ό,τι μπορούσε για την ασφάλεια των Ορθόδοξων Ρωμαίων. Στράφηκε προς τον ορθόδοξο λαό των Φράγκων για να απαλλάξει τη Ρώμη από την υποδούλωση. Μάλιστα όχι μόνο τη Ρώμη, αλλά και όλο το εξαρχάτο, να ελευθερώσει δηλαδή και τους Ρωμαίους που είχαν ήδη κατακτηθεί από τους Λογγοβάρδους. Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε, πως Φράγκοι και Ρωμαίοι είχαν συμμαχήσει και παλιότερα, τον 6ο αιώνα, όταν οι Φράγκοι είχαν βοηθήσει τους Ρωμαίους τόσο εναντίον των Γότθων, όσο και εναντίον των Λογγοβάρδων. Ήταν απόλυτα φυσιολογικό για τον Πάπα να προσφύγει σ’ αυτούς όταν είδε ότι δεν ερχόταν βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτή την οπτική γωνία δεν υπάρχουν ούτε κοσμικές φιλοδοξίες του Πάπα, ούτε ιμπεριαλιστικά σχέδια ηγεμονίας πάνω στη Δυτική Ευρώπη, όπως ισχυρίζονται συνήθως οι δυτικοί ιστορικοί. Όλα αυτά ήρθαν πολύ αργότερα, μετά τον 11ο αιώνα, και θα ήταν σφάλμα να τα μεταφέρουμε στα μέσα του 8ου αιώνα.
Είναι επίσης φανερό, και αυτό το δέχονται όλοι οι ιστορικοί, πως η Κωνσταντινούπολη δεν ανησύχησε ιδιαίτερα για τις εξελίξεις στην Ιταλία. Η κατάληψη της Ραβέννας αντιμετωπίστηκε μάλλον ως πρόσκαιρο γεγονός το οποίο σύντομα θα ανατρεπόταν. Η διαμάχη Ρωμαίων και Λογγοβάρδων ήταν γεμάτη τέτοια επεισόδια τον 7ο και 8ο αιώνα. Η απόδοση από τον Πιπίνο του πρώην εξαρχάτου στον Πάπα και όχι στην Αυτοκρατορία σίγουρα πάντως ενόχλησε, όπως υποδηλώνουν οι αλλεπάλληλες πρεσβείες προς τον Πιπίνο εκείνη την περίοδο.
Η απόφαση του αυτοκράτορα ήταν να συσφίξει τις σχέσεις με τους Φράγκους, ώστε να εξουδετερώσει τυχόν εξτρεμιστικές τάσεις επεκτατισμού τους. Έτσι το 757 έστειλε τον πρωτοασηκρήτη Γεώργιο στον Πιπίνο, και μαζί ένα μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο ως δώρο. Ήταν η πρώτη φορά που η Φραγκία έβλεπε όργανο και η εντύπωση που προκάλεσε έμεινε ιστορική. Ταυτόχρονα πρότεινε γάμο ανάμεσα στο γιο του αυτοκράτορα Λέοντα και την κόρη του Πιπίνου Γκιζέλα, αν και τελικά η πρόταση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Κρίνοντας εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε πως η πολιτική αυτή είχε πολύ περιορισμένα αποτελέσματα, αφού οι Φράγκοι συνέχισαν την επέκτασή τους και μετά το θάνατο του Πιπίνου.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στη βασική ρωμαίικη πηγή για την περίοδο, τη «Χρονογραφία» του Θεοφάνη, υπάρχει αμυδρή μόνο γνώση των όσων διαδραματίζονται στη Δύση σε όλη τη δεκαετία του 750 (και σ’ αυτά υπάρχει χρονολογική σύγχυση, αφού ο Θεοφάνης τοποθετεί την αποστολή του Πάπα Στεφάνου στον Πιπίνο στο 723-724). Πάντως, αυτά τα λίγα υποστηρίζουν την άποψη που διατυπώσαμε παραπάνω. Ο Θεοφάνης αποκαλεί τον Στέφανο «αοίδιμο» και δικαιολογεί την πράξη του.
Πέρα από το Θεοφάνη, δεν υπάρχει καμιά ελληνόφωνη πηγή για τα γεγονότα της Ιταλίας, όπως έχει διαπιστώσει ο D. H. Miller που ερευνά συστηματικά αυτή την περίοδο. Έτσι, λεπτομέρειες για αυτές τις ενέργειες αντλούμε αναγκαστικά από το Liber Pontificalis και το φραγκικό Codex Carolinus που διασώζει την αλληλογραφία του Πάπα με το Φράγκο βασιλιά. Το τελευταίο, όμως, είναι αμφίβολης γνησιότητας. Για παράδειγμα, αναφέρει μια επιστολή του Πάπα Στεφάνου προς τον Πιπίνο όπου ο πρώτος ζητάει από τον Πιπίνο να τον απαλλάξει τώρα και από τους «Γραικούς», ώστε η αγία, καθολική και αποστολική εκκλησία του Θεού να ελευθερωθεί από τη μολυσματική δολιότητα των Γραικών.
Το γιατί ο Ρωμαίος Πάπας, που πριν λίγο ζητούσε βοήθεια από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ και που συνέχιζε να χρονολογεί τα έγγραφά του σύμφωνα με το χρόνο βασιλείας του αυτοκράτορα, θα εκφραζόταν τόσο βίαια εναντίον των «Γραικών» είναι άξιο απορίας. Όπως θα δούμε, όμως, παρακάτω, υπάρχουν πολλά περίεργα στις φράγκικες πηγές αυτής της περιόδου. Παύουν να είναι περίεργα, μόλις αντιληφθούμε τις απανωτές πλαστογραφίες που έγιναν εκ των υστέρων στις πηγές από τη αδίστακτη φραγκική διπλωματία.
Το 757 τον Στέφανο διαδέχτηκε ο αδελφός του Παύλος Α’. Η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα του Codex Carolinus συνεχίζεται. Σε γράμμα προς τον Πιπίνο, ο νέος Πάπας καταδικάζει τους «Γραικούς» ως αιρετικούς, αν και χωρίς να εξηγεί ποια είναι η αίρεσή τους. Τους ονομάζει nefandissimi, odibiles, perversi. Στις ρωμαϊκές πηγές αγνοείται η οποιαδήποτε τέτοια στάση του Πάπα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτή την περίοδο ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ είχε εξαπολύσει νέους διωγμούς εναντίον των εικονόφιλων και, με τη Σύνοδο της Ιέρειας το 754, είχε προσδώσει για πρώτη φορά το χαρακτήρα επίσημου δόγματος στην εικονομαχία. Μοναχοί από την Ανατολή είχαν φτάσει ως την Ρώμη ζητώντας καταφύγιο στον Πάπα που παρέμενε σταθερά Ορθόδοξος και εικονόφιλος. Να ήταν αυτός ο λόγος για τις καταδίκες των «Γραικών»;
Μοιάζει δυσκολοπίστευτο. Αν ήταν έτσι, ο Πάπας δε θα καταδίκαζε συνολικά τους «Γραικούς», αλλά μόνο τις συγκεκριμένες αιρετικές απόψεις του αυτοκράτορα. Διαφωνίες μεταξύ Πάπα και αυτοκράτορα υπήρξαν αρκετές στους αιώνες πριν το 750, και η Ορθόδοξη Ιστορία αναγνωρίζει ότι πολλές φορές ο Πάπας είχε δίκιο. Κορυφαίο παράδειγμα, ο Πάπας Μαρτίνος Α’ που βασανίστηκε και εξορίστηκε, αλλά δεν υπέκυψε στο Μονοθελητισμό της Κωνσταντινούπολης κατά τον 7ο αιώνα. Ο Μαρτίνος ανακηρύχτηκε άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται μέχρι σήμερα. Ποτέ όμως ο Πάπας δεν είχε εκφραστεί έτσι για το σύνολο των Ρωμαίων της Ανατολής.
Έπειτα, στη Ρώμη του 8ου αιώνα υπήρχαν 10 «γραικικά» (δηλαδή ελληνόφωνα) μοναστήρια, σε σύνολο 38 μοναστηριών στην πόλη, όπου κατέφευγαν από τον αραβικό ζυγό ή από τις διώξεις των εικονομάχων. Είναι δυνατόν ο Πάπας να καταδίκαζε συνολικά τους «Γραικούς», τη στιγμή που είχε υπό τη δικαιοδοσία του τόσους «Γραικούς» μοναχούς. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι γνωστό ότι το 761 ο ίδιος ο Παύλος Α’ δώρησε το πατρικό του σπίτι στους «Γραικούς» κατοίκους της Ρώμης και επικύρωσε τη δωρεά με συνοδική βούλα που υπέγραψαν όλοι οι καρδινάλιοι και η οποία έγραφε με ελληνικούς χαρακτήρες το όνομα του δωρητή. Και τέλος, ο Πάπας Παύλος καταγόταν από παλιά, επιφανή οικογένεια της Ρώμης. Δε θα ήταν δυνατό να αρχίσει να αποκαλεί «Γραικούς» τους ομοεθνείς του Ρωμαίους της Κωνσταντινούπολης, σε μια εποχή που κάθε Ρωμαίος γνώριζε πως δεν υπήρχε κανένα γραικικό έθνος στην Ανατολή.
Με λίγα λόγια, για να συνοψίσουμε, δεν υπάρχει καμιά λογική εξήγηση γι’ αυτές τις εκφράσεις του Πάπα Παύλου Α’. Καθώς δεν επιβεβαιώνονται από άλλη πηγή, μπορούμε κατά τη γνώμη μας να τις θεωρήσουμε μεταγενέστερα κατασκευάσματα της φραγκικής βιομηχανίας πλαστογραφήσεων. Αυτό φυσικά είναι μια υπόθεση που θα πρέπει να ελεγχθεί από τους ειδικούς. Πάντως πρέπει να θυμίσουμε, παρενθετικά, ότι η ιστορία των Φράγκων βρίθει πλαστογραφήσεων αυτή την περίοδο.
Είναι γνωστές, για παράδειγμα, οι λεγόμενες «ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις», συλλογή κανόνων και παπικών δεκρεταλίων τις οποίες κυκλοφόρησαν οι Φράγκοι στις αρχές του 9ου αιώνα. Αυτές περιλαμβάνουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, 94 νόθα παπικά δεκρετάλια καθώς και την περιβόητη «Κωνσταντίνεια Δωρεά». Όπως σημειώνει ο Β. Στεφανίδης, «ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα. Τα μνημονευθέντα νόθα δεν είναι απλά πλάσματα της φαντασίας, αλλ’ εκ της επισταμένης μελέτης των θεολογικών και κανονικών πηγών ελήφθησαν στοιχεία, τα οποία ολίγον παραμορφωθέντα και συνδυασθέντα έλαβον το ποθούμενον αποτέλεσμα».
Επίσης, λίγες δεκαετίες αργότερα, έχει παρατηρηθεί ότι από το Βιβλίο των Παπών (Liber Pontificalis) έχουν αφαιρεθεί οι βίοι των παπών Ιωάννη Η’, Μαρίνου Α’ και Αδριανού Γ’ (872-885), «μια παράλειψη μοναδική στο είδος της», όπως σημειώνει ο Λουγγής. Προφανώς οι πάπες αυτοί δεν είχαν θέση στην παραποιημένη από τους Φράγκους Ιστορία, αφού έστειλαν συγχαρητήρια στον αυτοκρατορικό στρατό που έδιωξε τους Άραβες από τη Ν. Ιταλία. Μάλιστα ο πάπας Ιωάννης Η’ προέτρεψε τους διοικητές του στρατού να πάνε στη Ρώμη για να υπερασπίσουν τους εκεί Ρωμαίους. Επομένως δεν είναι καθόλου περίεργο που οι Φράγκοι έσβησαν εκ των υστέρων τη βιογραφία του, στην οποία προφανώς υπήρχαν και άλλα στοιχεία που αποκαλύπτουν τις φραγκικές πλαστογραφήσεις.
Πάντως η συνολική εξέταση των φραγκικών πλαστογραφήσεων θα απαιτούσε μια ιδιαίτερα ογκώδη μελέτη και θα άφηνε άφωνο το σημερινό αναγνώστη. Έχοντας αυτά υπόψη, δεν πρέπει να ψάχνουμε για πολύ να βρούμε το γιατί οι Ρωμαίοι της Ανατολής αρχίζουν, χωρίς καμιά εξήγηση, να αποκαλούνται «Γραικοί» την ίδια περίπου εποχή στο Codex Carolinus και στην «Historiae Langobardorum» του Παύλου Διάκονου. Υπάρχει ασφαλώς ενσυνείδητη πολιτική γραμμή που υπαγορεύει μια τέτοια παραποίηση.
Ο Πιπίνος πέθανε το 768 και το βασίλειό του μοιράστηκε, κατά το γερμανικό έθιμο, στους γιους του Κάρολο και Καρλομάνο. Ο δεύτερος πέθανε τρία χρόνια αργότερα, αλλά ο πρώτος βασίλεψε επί 46 χρόνια και πέρασε στην Ιστορία ως Κάρολος ο Μέγας ή Καρλομάγνος.
Τον πρώτο κιόλας χρόνο της βασιλείας των δύο αδελφών, ο νέος Πάπας Στέφανος ο Γ’ συγκάλεσε τη Σύνοδο του Λατερανού (769) για να λύσει κυρίως το πρόβλημα της παρουσίας ενός διεκδικητή του παπικού θρόνου. Η Σύνοδος αυτή, όμως, απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό το πρίσμα μεταγενέστερων εξελίξεων. Κατ’ αρχήν, ήταν η πρώτη σύνοδος στη Ρώμη στην οποία πήραν μέρος Φράγκοι επίσκοποι, 12 τον αριθμό, μαζί με 39 Ρωμαίους επισκόπους (στοιχείο που, παρεπιπτόντως, δηλώνει ότι η διάκριση Ρωμαίων και Φράγκων παρέμενε ξεκάθαρη στα 769).
Με τη σύνοδο του Λατερανού ο Πάπας προσπάθησε ταυτόχρονα να ενσωματώσει τους Φράγκους στο Ορθόδοξο στρατόπεδο. Προσφέροντάς τους την τιμή της συμμετοχής για πρώτη φορά, ήλπιζε να τους διατηρήσει πιο στενά δεμένους μαζί του, απέναντι σε μελλοντικές λογγοβαρδικές βλέψεις. Η Ιστορία τον διέψευσε, αφού οι Φράγκοι εξαπέλυσαν σύντομα επεκτατικούς πολέμους χωρίς να σεβαστούν ούτε την Ορθοδοξία ούτε τους Ρωμαίους.
Η σύνοδος αυτή, πάντως, έχει και μια δεύτερη σπουδαιότητα. Μια από τις σημαντικές αποφάσεις της ήταν η άνευ όρων υποστήριξη της προσκύνησης των εικόνων (διαβάστηκαν μάλιστα επιστολές από τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων που τάσσονταν υπέρ των εικόνων). Ταυτόχρονα , όπως συνέβαινε σε κάθε σύνοδο, επαναλήφθηκε η ομολογία αποδοχής των αποφάσεων των μέχρι τότε Οικουμενικών Συνόδων. Υπογραμμίστηκε ότι η ορθή πίστη ορίζεται μόνο με Οικουμενικές Συνόδους και αναγνώστηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Οι Φράγκοι επίσκοποι συμφώνησαν ομόφωνα με όλες αυτές τις αποφάσεις και διακηρύξεις. Η χριστιανική Εκκλησία παρέμενε μία και αδιαίρετη ακόμη το 770, με εξαίρεση την εικονομαχική στάση της Κωνσταντινούπολης.
Πριν όμως περάσουν είκοσι χρόνια, οι Φράγκοι θα άλλαζαν εντελώς στάση και θα απέρριπταν αυτά που είχαν δεχθεί στο Λατερανό. Θα απέρριπταν το αναλλοίωτο του Συμβόλου της Πίστεως, προσθέτοντας το «filioque». Θα απέρριπταν την αποκλειστικότητα των Οικουμενικών Συνόδων στον καθορισμό του δόγματος, θεσμοθετώντας την αυθαιρεσία του κάθε κοσμικού ηγεμόνα ή Πάπα, πράγμα που οδήγησε τη Λατινική Εκκλησία σε απολυταρχικές περιπέτειες κατά τους επόμενους αιώνες. Θα απέρριπταν ακόμη και την προσκύνηση των εικόνων, μόλις η Κωνσταντινούπολη στράφηκε υπέρ των εικόνων. Και, έχοντας προβεί σ’ αυτές τις ενέργειες, άρχισαν να υποστηρίζουν από τότε (μέχρι και σήμερα) ότι αυτοί διατήρησαν την ορθή χριστιανική πίστη σε αντίθεση με τους Ρωμηούς τους οποίους άρχισαν να συκοφαντούν επί αιώνες με τα Contra errors Graecorum. Ας δούμε από κοντά τι ακριβώς συνέβηκε.
Παρά την αντίθετη άποψη που υιοθετούν ορισμένοι ιστορικοί, δεν ήταν η εικονομαχία που δημιούργησε τη θρησκευτική αντίθεση Φράγκων και Αυτοκρατορίας. Λίγα χρόνια μετά τη σύνοδο του Λατερανού, η κατάσταση άλλαξε στην Κωνσταντινούπολη και μια εικονόφιλη αυτοκράτειρα, η Ειρήνη, συγκάλεσε την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια, 787). Όπως είναι γνωστό, η Σύνοδος αυτή αποκατέστησε πλήρως την προσκύνηση των εικόνων. Ποια ήταν η αντίδραση των Φράγκων; Αντί να χαιρετήσουν την επιστροφή των «αιρετικών Γραικών» στην ορθή πίστη, συνέταξαν μια απάντηση, την «Capitulare adversus synodum», η οποία απέρριπτε τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας.
Ήταν πλέον η εποχή που οι στρατιωτικές επιτυχίες του Καρλομάγνου γεννούσαν όνειρα κοσμοκρατορίας στη φραγκική αυλή. Έτσι οι Φράγκοι αισθάνονταν αρκετά δυνατοί ώστε να ρίξουν τα προσχήματα: δεν τους ενδιέφερε καμιά ορθή πίστη – και η καταδίκη της εικονομαχίας το 769 ήταν γι’ αυτούς μόνον ένα μέσο για την κατάκτηση της Ιταλίας. Δεν τους ενδιέφερε ούτε καν ο Πάπας, όσο είχε διαφορετική γνώμη: όταν ο Πάπας Αδριανός έλαβε την Capitulare, πρέπει να έπαθε σοκ. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, τη στιγμή που αντιπρόσωποί του είχαν συμμετάσχει στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, επιστολές του είχαν καταχωρηθεί στα πρακτικά της, και ο Πατριάρχης Ταράσιος είχε εξάρει, στη διάρκεια της Συνόδου, την προσήλωση του Αδριανού στις αρχαίες παραδόσεις της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Συνέταξε αμέσως μιαν απάντηση, γνωστή ως «Hadrianum», και την έστειλε στον Καρλομάγνο. Σ’ αυτήν αντέκρουε, σημείο προς σημείο, τις θέσεις των Φράγκων, εμμένοντας στις ορθόδοξες αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου. Ο Καρλομάγνος όμως είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Αντί να δεχτεί τις επεξηγήσεις του Πάπα και να πανηγυρίσει, όπως κάνουν όλοι οι Ορθόδοξοι μέχρι σήμερα, για τη νίκη των εικόνων την οποία υπέγραφαν και τα πέντε Πατριαρχεία, ανέθεσε στους συμβούλους του να συνθέσουν μια νέα θεολογία. Έτσι προέκυψαν τα περίφημα Libri Carolini που εκφράζουν τις φραγκικές θεολογικές θέσεις σε αντίθεση με αυτές των Ορθοδόξων σε Ρώμη και Κωνσταντινούπολη.
Οι ρήξεις και οι επαναστατικές τομές συμβαίνουν πολύ σπάνια στην παγκόσμια Ιστορία. Συνήθως η ροή των γεγονότων είναι τόσο συνεχής ώστε δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει το τέλος μιας εποχής από την αρχή μιας νέας. Στα Libri Caroliniμ, όμως, δικαιούται, κατά τη γνώμη μας, ο ιστορικός να αναγνωρίσει τη μεγάλη ρήξη στην Ιστορία της Ευρώπης. Αν υπάρχει μία στιγμή κατά την οποία οριστικοποιείται ο χωρισμός Δυτικής Ευρώπης και Ρωμιοσύνης, αυτή είναι ακριβώς η δεκαετία του 790. Οι αιτίες του χωρισμού δεν πρέπει να αναζητηθούν, όπως γίνεται από πολλούς, σε γεωγραφικούς λόγους ή σε γλωσσικές διαφορές. Ρωμαίοι Ιταλίας και Ρωμαίοι Ανατολής παρέμεναν Ρωμαίοι είτε μιλούσαν λατινικά είτε μιλούσαν ελληνικά. Ούτε υπήρχαν θρησκευτικά αίτια, αφού η διαφορά γύρω από τις εικόνες εξέλιπε (έστω και προσωρινά) μετά τη Σύνοδο του 787. Ούτε βέβαια πρέπει να αναζητάει κάποιος την αιτία στη δήθεν κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476, όπως εξηγήσαμε στο 4ο κεφάλαιο. Τέλος-τέλος, ακόμη και η «ίδρυση» του παπικού κράτους το 756 δεν αποτέλεσε ρήξη της Δύσης, της Ρώμης, με την Ανατολή.
Είναι φανερό, απ’ όσα περιγράψαμε, ότι η διαφορά Ρώμης-Κωνσταντινούπολης ήταν προσωρινή και αποκαταστάθηκε με την Οικουμενική Σύνοδο του 787. Και είναι, κατά τη γνώμη μας, παράδοξο το ότι έγκυροι ιστορικοί, όπως ο Καραγιαννόπουλος, διακηρύττουν πως μετά την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο «ουδεμία προσέγγισις μεταξύ πάπα και Βυζαντίου ήτο πλέον δυνατή και ο πάπας ηναγκάσθη να στραφή και πάλιν προς τους Φράγκους». Οι ιστορικοί αυτοί δέχονται τη δυτική άποψη ότι «η εξάπλωση της βυζαντινής κυριαρχίας (μετά από μάχες Φράγκων και «βυζαντινών» το 787) σε ολόκληρη τη Νότια Ιταλία ανησύχησε πολύ τον πάπα Αδριανό». Φαίνεται, ωστόσο, ότι το «πολύ» δεν ήταν και τόσο «πολύ», αφού ο Αδριανός προχώρησε σε συμμετοχή στη Σύνοδο της Νίκαιας – ενώ θα μπορούσε να αρνηθεί την πρόσκληση με την πρόφαση ότι η Ρώμη δεν ανήκε πλέον στην Αυτοκρατορία, ήταν ανεξάρτητη. Ακόμη, το «πολύ» ήταν μάλλον «λίγο», αφού παρά τις «ανησυχίες» του, ο Αδριανός προτίμησε, με το «Hadrianum» που προαναφέραμε, να έρθει σε σύγκρουση με αυτούς που θα τον προστάτευαν από το «βυζαντινό επεκτατισμό», δηλαδή τους Φράγκους.
Είναι πολύ πιο απλό, αντί να επαναλαμβάνουμε τη φράγκικη προπαγάνδα, να δούμε και τη ρωμαίικη άποψη η οποία, αν όχι τίποτα άλλο, έχει μεγαλύτερη ερμηνευτική ικανότητα (και λιγότερες λογικές αντιφάσεις) για τα γεγονότα της περιόδου 750-800. Η εικόνα που θα προκύψει από τη ρωμαίικη άποψη δεν είναι πλήρως γνωστή. Πάντως ο γενικός άξονας γύρω από τον οποίο θα συμπληρωθούν οι ψηφίδες αυτού του μωσαϊκού είναι γνωστός και είναι αυτός που περιγράψαμε σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Ας δούμε τώρα τι ακριβώς συνέβηκε μετά από την απόφαση του Καρλομάγνου να έρθει σε ρήξη με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον Πάπα. Ήδη το 787, οι Φράγκοι έχοντας κυριαρχήσει οριστικά στη Β. Ιταλία και έχοντας θέσει υπό την «προστασία» τους την Κεντρική Ιταλία επιτέθηκαν στο Νότο. Πρώτος στόχος ήταν το ανεξάρτητο λογγοβαρδικό δουκάτο του Μπενεβέντο, αλλά φυσικά απώτερος σκοπός ήταν η ολοκληρωτική προσάρτηση της Ν. Ιταλίας, έτσι ώστε να εξαλειφθεί κάθε Ρωμαϊκή αντίσταση.
Η Κωνσταντινούπολη θορυβήθηκε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε αδύναμη τη σταδιακή απώλεια του εξαρχάτου της Ραβέννας, αλλά φαίνεται πως η Καμπανία και η Απουλία αποτελούσαν μια αδιαπραγμάτευτη γραμμή άμυνας για την Αυτοκρατορία. Έτσι, αυτοκρατορικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Καλαβρία και συμμάχησαν με το Μπενεβέντο. Από το 787-788 αρχίζουν πλέον οι απευθείας συγκρούσεις του αυτοκρατορικού στρατού με τους Φράγκους, με επίζηλο έπαθλο τη Ν. Ιταλία. Οι διπλωματικές επαφές Κωνσταντινούπολης και Καρλομάγνου διακόπηκαν για δέκα χρόνια και ένα από τα θαύματα της διακοπής υπήρξε το διασημότερο προξενιό του μεσαίωνα, αυτό μεταξύ του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’ και της Ροτρούδης, κόρης του Καρλομάγνου.
Το 794 ο Καρλομάγνος συγκάλεσε στη Φραγκφούρτη μια μεγάλη φραγκική σύνοδο η οποία επισημοποίησε τις πρόσφατες θεολογικές αυθαιρεσίες της αυλής του. Σ’ αυτή τη σύνοδο αποδοκιμάστηκε η λατρεία των εικόνων ως μη χριστιανική, απορρίφθηκε ο τίτλος «οικουμενική» για τη Σύνοδο της Νίκαιας του 787 και εισήχθηκε το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως. Επίσης αποδοκιμάστηκαν και πολλές άλλες ενέργειες της Κωνσταντινούπολης, όπως η αξίωση του αυτοκράτορα να προεδρεύει στις Συνόδους ως «ισαπόστολος», κλπ. Συνολικά, οι Φράγκοι είχαν επιλέξει την αντιπαράθεση σε πολιτικό επίπεδο και προσπαθούσαν τώρα να διακοσμήσουν τα σχέδιά τους με δήθεν θρησκευτικές διαφορές. Γι’ αυτό άλλωστε και τα επιχειρήματά τους δεν έχουν ιδιαίτερη αξία. Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Ρωμανίδης, εδώ έχουμε την περίπτωση «μιας νεόκοπης ομάδας Γερμανικών φυλών που άρχισαν να διδάσκουν στους Ρωμαίους πριν καλά-καλά μορφωθούν οι ίδιοι».
Έτσι κι αλλιώς, οι πηγές στις οποίες μπορούσαν να προσφύγουν οι Φράγκοι θεολόγοι ήταν ελάχιστες – ό,τι είχε απομείνει μετά από 300 χρόνια καταστροφών και σκοταδιού που περιγράψαμε στο 6ο κεφάλαιο. Απ’ ό,τι δείχνει η εξέταση των παραπομπών τους, βασίζονταν κυρίως στο έργο του Πάπα Γρηγορίου Α’ και στις περιλήψεις έργων που είχε διασώσει ο Ισίδωρος Σεβίλλης. Αντίθετα, η Σύνοδος της Νίκαιας είχε, όπως δέχονται και οι δυτικοί ιστορικοί, πρόσβαση σε αμέτρητες πηγές, άλλες από την πατριαρχική βιβλιοθήκη και άλλες τις οποίες είχαν φέρει από τις μητροπόλεις τους οι συνοδικοί. Αναφορές στις πηγές και στην εντυπωσιακά εξαντλητική διασταύρωση χωρίων υπάρχουν στα πρακτικά της Συνόδου της Νίκαιας που σώζονται μέχρι σήμερα.
Μια από τις και τις καινοτομίες τις οποίες εισήγαγαν οι Φράγκοι στη Σύνοδο της Φραγκφούρτης αποτέλεσε για τους επόμενους έντεκα αιώνες το κομβικό σημείο σύγκρουσης ανάμεσα στην Ορθόδοξη και στη Λατινική Εκκλησία, το σλόγκαν, θα λέγαμε, της θρησκευτικής διαμάχης Δύσης και Ορθοδοξίας. Πρόκειται για το «filioque». Γι’ αυτή τη μικρή προσθήκη τριών λέξεων («εκ του Υιού») στο Σύμβολο της Πίστεως έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες και ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα πρέπει να προστρέξει σε πιο ειδικούς από μας για τα θεολογικά επιχειρήματα των δύο πλευρών. Θα αναφέρουμε όμως ορισμένα ιστορικά στοιχεία για τη γένεσή του, αφού ανήκουν στην περίοδο την οποία αναλύουμε.
Κατ’ αρχή, και σ’ αυτό το θέμα οι Φράγκοι έχουν πλάσει ένα μύθο που παραμένει διαδεδομένος ως σήμερα, παρ’ ότι είναι ανυπόστατος ιστορικά. Κυριαρχεί, δηλαδή, η άποψη ότι το filioque αποτέλεσε πηγή διαφοράς ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία.
Ο μύθος αυτός πρέπει επιτέλους κάποτε να εκλείψει. Η αλήθεια είναι ότι οι Ρωμαίοι Πάπες αντιτάχθηκαν στο filioque μόλις αυτό προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Φράγκους. Μάλιστα, ο Πάπας Λέων Γ’ (796-816), επειδή γνώρισε από πρώτο χέρι τις πιέσεις των Φράγκων σ’ αυτό το ζήτημα, προχώρησε σε μια πράξη που φανερώνει το πλήρες μέγεθος της παπικής αντίδρασης στις φραγκικές αυθαιρεσίες. Φρόντισε ώστε το ορθόδοξο Σύμβολο της Πίστεως (χωρίς το filioque) να αναγραφεί σε δυο ασημένιες πλάκες (μια στα λατινικά και μια στα ελληνικά) τις οποίες ανήρτησε σε ψηλό σημείο στο ναό του Αγίου Πέτρου για να είναι ευανάγνωστες από όλους τους πιστούς. Ο Λέων ήλπιζε ότι οι Φράγκοι δε θα τολμούσαν να προσβάλουν το ιερότερο κέντρο της δυτικής Χριστιανωσύνης.
Το 809 οι τελευταίοι προχώρησαν στην επίσημη καθιέρωση του filioque με τη σύνοδο του Άαχεν. Μια και ο Πάπας εξακολουθούσε να διατηρεί την Ορθόδοξη παράδοση, ο Καρλομάγνος έστειλε μια αντιπροσωπεία στη Ρώμη υπό το μοναχό Σμάραγδο για να τον μεταπείσει. Στα πρακτικά της συνάντησης, που διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Λέων αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Οι διάδοχοί του συνέχισαν να είναι αντίθετοι στο filioque μέχρις ότου οι Φράγκοι κατέλαβαν δια της βίας το Πατριαρχείο Ρώμης και εγκατέστησαν οριστικά δικό τους Πάπα (πιθανόν από το 1009 και μετά ). Μόνο τότε, αφού δηλαδή ανέβηκε Φράγκος στον παπικό θρόνο, άρχισαν οι Πάπες να υποστηρίζουν το filioque και να αντιπαρατίθενται στην Ορθοδοξία των υπόλοιπων τεσσάρων Πατριαρχείων. Γι’ αυτό και οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι έπαψαν να ονομάζουν την εκκλησία της Ρώμης «Ρωμαιοκαθολική» μετά την κατάληψή της από τους Φράγκους: δεν ήταν ούτε Ρωμαϊκή (με την εθνική-πολιτιστική έννοια του όρου) ούτε βέβαια Καθολική (αφού είχε πλέον αποσχιστεί από το καθόλου Σώμα της Χριστιανικής Εκκλησίας). Ονομάστηκε από τότε, και αυτός είναι ο μόνος σωστός όρος «Λατινική».
Ας έρθουμε τώρα στην περίφημη στέψη του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα Ρωμαίων τα Χριστούγεννα του 800 στη Ρώμη. Τα γεγονότα πριν και κατά τη στέψη έχουν αποτελέσει το αντικείμενο εξαντλητικής έρευνας από τους μεσαιωνολόγους και έτσι δε χρειάζεται να αναφέρουμε παρά μόνο περιληπτικά. Άλλωστε, μετά τα όσα εκτέθηκαν ως εδώ, η γνώμη μας είναι πως η στέψη αποτέλεσε την κατάληξη και όχι την αρχή της αντιρωμαϊκής πολιτικής των Φράγκων.
Ο Πάπας Αδριανός πέθανε το 796 και τον διαδέχτηκε ο Λέων Γ’. Ο Καρλομάγνος φρόντισε να εξασφαλίσει την υποταγή του νέου Πάπα στέλνοντάς του μια σειρά από οδηγίες και υποχρεώνοντάς τον να χρονολογεί τα έγγραφά του από την ημερομηνία της φραγκικής κατάληψης της Β. Ιταλίας. Ο Πάπας, θέλοντας και μη, έστειλε επίσης στον Καρλομάγνο τα κλειδιά του Αγίου Πέτρου και το λάβαρο της πόλης της Ρώμης.
Οι δυτικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτή η πράξη είναι απόδειξη της προτίμησης του Πάπα για τους Φράγκους σε σχέση με την Αυτοκρατορία. Ο ισχυρισμός θα είχε κάποια βάση αν το παπικό κράτος ήταν αληθινά ανεξάρτητο. Μα η ανεξαρτησία ήταν ανύπαρκτη, όταν πάνω από το κεφάλι των Ρωμηών της Ιταλίας βρίσκονταν οι στρατιές του Καρλομάγνου. Ακόμα και ο Γίββων το είχε διαπιστώσει αυτό, όταν έγραψε πολύ εύστοχα: «η δύναμη και η πολιτική του Καρλομάγνου εξόντωσαν έναν εχθρό (τους Λογγοβάρδους) και επέβαλαν έναν κύριο (master) στους Ρωμαίους». Άλλωστε οι Φράγκοι συμπεριφέρονταν ως ιδιοκτήτες του πρώην εξαρχάτου. Όπως αναφέρει το Codex Carolinus, ο Καρλομάγνος ξήλωσε τα μωσαϊκά του παλατιού της Ραβέννας και τα πήρε στο Άαχεν για να διακοσμήσει το δικό του παλάτι.
Το 799, συγγενείς του πρώην Πάπα Αδριανού επιτέθηκαν, κακοποίησαν και φυλάκισαν το Λέοντα. Με τη βοήθεια φίλων, αυτός κατάφερε να ξεφύγει και να φτάσει ως τη Σαξονία για να ζητήσει βοήθεια του Καρλομάγνου. Ο τελευταίος αποφάσισε να πάρει το μέρος του Λέοντα. Ταυτόχρονα είναι σίγουρο πως είδε μπροστά του μια μοναδική ευκαιρία για να προωθήσει παραπέρα τις επιδιώξεις του. Έτσι, στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, ο Κάρολος πιθανότατα ζήτησε κάποια ανταλλάγματα από τον Πάπα, όσο κι αν οι δυτικές πηγές δεν αναφέρουν κάτι σχετικό. Ο Λέων, του οποίου η ίδια η ζωή εξαρτιόταν πλέον από την υποστήριξη του Καρλομάγνου, δε θα μπορούσε να του αρνηθεί τίποτα.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Λέων γύρισε στο θρόνο του, ενώ ο Κάρολος δήλωσε, εντελώς «συμπτωματικά», ότι θα ήθελε να γιορτάσει την 800ή επέτειο της Γέννησης του Χριστού στη Ρώμη. Στη διάρκεια της ακολουθίας των Χριστουγέννων στον Άγιο Πέτρο, ο Πάπας έστεψε τον Καρλομάγνο, τον έχρισε με έλαιο και οι παριστάμενοι τον επευφήμησαν ως αυτοκράτορα. Ο Κάρολος άρχισε να τυπώνει χρυσά νομίσματα με την απεικόνιση του προσώπου του και το μονόγραμμα του Πάπα. Η 25η Δεκεμβρίου 800 θεωρείται στη Δύση ως η ημερομηνία «ανασύστασης» (renovation) της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».Στα φραγκικά χρονικά της εποχής, το Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ’ ακολουθεί αμέσως ως 68ος αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος.
Οι διάδοχοι του Καρλομάγνου θα φέρουν τον τίτλο του αυτοκράτορα σε διάφορα κρατικά μορφώματα, γνωστότερο από τα οποία είναι η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους», ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Μάλιστα οι Γερμανοί συνέχισαν να αριθμούν τους αυτοκράτορές τους αρχίζοντας από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι και τον Φραγκίσκο Β’ (1806) που θεωρούνταν 120ός Ρωμαίος αυτοκράτορας. Οι Φράγκοι ανέπτυξαν μια υποτυπώδη θεωρητική ερμηνεία για την αυθαίρετη ενέργεια του Καρλομάγνου την οποία και επέβαλαν επί δώδεκα αιώνες μέχρι σήμερα. Η διατύπωση αυτής της θεωρίας σώζεται στο Χρονικό του Laureshein (9ος αιώνας) και την παραθέτουμε παρακάτω:
«Επειδή το όνομα του αυτοκράτορα έπαυσε να υπάρχει στους Γραικούς, και επειδή η Αυτοκρατορία τους κατεχόταν από μια γυναίκα (εννοεί την Ειρήνη), τόσο ο Πάπας Λέων όσο και οι υπόλοιποι Πατέρες που συναθροίστηκαν στη Ρώμη και όλο το χριστιανικό πλήρωμα θεώρησαν ότι όφειλαν να αναγορεύουν αυτοκράτορα το βασιλιά των Φράγκων Κάρολο, που ήταν κύριος της Ρώμης όπου έδρευαν οι Καίσαρες και όλων των άλλων περιοχών της Ιταλίας, της Γαλατίας και της Γερμανίας. Και αφού ο Θεός του είχε εμπιστευθεί όλες τις παραπάνω χώρες, φάνηκε σωστό να αναλάβει με τη βοήθεια του Θεού επίσης και με τις προσευχές όλων των Χριστιανών και τον τίτλο του αυτοκράτορα».
Στην πραγματικότητα, ο ακριβής τίτλος που απονεμήθηκε στον Καρλομάγνο κατά τη στέψη δεν μας είναι γνωστός. Ο ίδιος πάντως δεν τόλμησε ποτέ να υπογράψει ως «Βασιλεύς Ρωμαίων» («Imperator Romanorum») που ήταν ο τίτλος των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Απλώς στο «rex Francorum» και «rex Langobardorum» πρόσθεσε μετά το 800 το «Romanorum gubernans imperium» («διοικητής του βασιλείου των Ρωμαίων»). Αυτή η έκφραση είναι άγνωστη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική παράδοση.
Αργότερα οι Φράγκοι υποστήριξαν ότι με την εθελοντική του επιλογή να στέψει τον Καρλομάγνο, ο Πάπας μετέφερε το αυτοκρατορικό στέμμα από την Ανατολή στη Δύση, από τους Γραικούς στους Φράγκους. Επικαλούμενοι αυτή την περίφημη θεωρία της «translatio imperii» μεταγενέστεροι πάπες, όπως ο Ιννοκέντιος Γ’, προσπάθησαν να επιβάλουν και να επισημοποιήσουν τους θεοκρατικούς σκοπούς τους πάνω στους αυτοκράτορες της Δύσης. Αλλά οι θλιβερές δυτικές ιστορίες των ατέρμονων συγκρούσεων ανάμεσα σε στρατοκράτες πάπες και σε απολυταρχικούς Φραγκογερμανούς ηγεμόνες δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι κατά πόσο η ενέργεια του Λέοντα Γ’ ήταν εθελοντική. Είδαμε πιο πάνω την άποψη του Γίββωνα. Ο Θεοφάνης, με τη σειρά του, γράφει χαρακτηριστικά ότι ο Λέων γύρισε στο θρόνο του (μετά τα επεισόδια του 799) και από τότε η Ρώμη βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Φράγκων: «ο δε (Λέων) προσφυγών τω ρηγί των Φράγγων Καρούλω, ημύνατο τους εχθρούς αυτού πικρώς και πάλιν απεκατέστησεν αυτόν εις τον ίδιον θρόνον, γενομένης της Ρώμης απ’ εκείνου καιρού υπό την εξουσίαν των Φράγγων». Για το Θεοφάνη, δηλαδή, που έγραφε μόλις 14 χρόνια αργότερα, τα δυο γεγονότα έχουν σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Η αποκατάσταση του Λέοντα σήμαινε και την υποδούλωση της Ρώμης στους Φράγκους. Τα περί ανεξάρτητης απόφασης ήταν τόσο αφελή που δεν έπειθαν κανένα Ρωμαίο της Ανατολής. Ο Θεοφάνης καταλήγει: «ο δε (Λέων) τον Κάρουλον αμειβόμενος έστεψεν αυτόν εις βασιλέα Ρωμαίων εν τω ναώ του αγίου αποστόλου Πέτρου, χρίσας ελαίω από κεφαλής έως ποδών και περιβαλών βασιλικήν εσθήτα και στέφος». Το απλό λογικό συμπέρασμα κάθε αδέσμευτου ερευνητή, ότι ο Λέων αντάμειψε τον Κάρολο για την προσωπική βοήθεια του τελευταίου στέφοντάς τον στη Ρώμη, υπάρχει λοιπόν ήδη στο Θεοφάνη και δε χρειάζονται ακροβατισμοί και πολύπλοκα σενάρια για να ανακαλύψουμε την αλήθεια.
Επίσης ενδεικτική είναι και μια φράση του Einhard, συμβούλου του Καρλομάγνου, στην οποία θα επανέρθουμε και παρακάτω. Γράφει ο Einhard για την περίοδο μετά το 800: (παρ’ όλη τη συνθήκη ειρήνης του 812) «η δύναμη των Φράγκων έμοιαζε πάντα ύποπτη στα μάτια των Γραικών και των Ρωμαίων». Παραδέχεται δηλαδή ότι και αυτοί που ονομάζονταν Ρωμαίοι από τους Φράγκους (οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι) έτρεφαν εχθρικά αισθήματα για τους Φράγκους. Τότε πως θα ήταν δυνατό να ανακηρύξουν τον Κάρολο αυτοκράτορά τους; Γι’ αυτούς ο Καρλομάγνος δεν ήταν παρά ένας ξένος κατακτητής. Ούτε Ρωμαίος ήταν ούτε τον ήθελαν για βασιλιά τους οι Ρωμαίοι.
Αλλά φαίνεται πως αυτά τα αυταπόδεικτα δεν αρκούν για να πείσουν τους δυτικούς ιστορικούς ώστε να τελειώνουμε κάποτε με εκφράσεις του τύπου «ανασύσταση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Έχοντας ζήσει επί αιώνες πιστεύοντας πως είναι μέλη της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους», οι δυτικοευρωπαίοι δυσκολεύονται και, τελικά, αρνούνται να αποκηρύξουν την παραχάραξη της Ιστορίας που κατασκεύασαν οι πρόγονοί τους. Γι’ αυτό τονίσαμε στην εισαγωγή της μελέτης μας ότι το ιστορικό υπόβαθρο από το οποίο ξεκινούν αυτοί παραμένει εντελώς διαφορετικό από το δικό μας και η διαφορετική πολιτιστική τους παράδοση δεν τους επιτρέπει να αποκαταστήσουν, έστω και σήμερα, την ιστορική αλήθεια.
Τελειώνοντας το σχολιασμό του Χρονικού του Laureshein πρέπει να υπογραμμίσουμε και το αξιοσημείωτο λογικό σφάλμα στο οποίο υποπίπτει το απόσπασμα που παραθέσαμε. Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι εξαιτίας της έλλειψης αυτοκράτορα στους «Γραικούς» αποφασίστηκε να αναγορευτεί αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος. Μα τότε θα έπρεπε ο Καρλομάγνος να είναι «αυτοκράτορας των Γραικών»! Σε τέτοια κωμικά λάθη πέφτουν οι Φράγκοι όταν προσπαθούν να πλαστογραφήσουν την Ιστορία και να ονομάσουν «Γραικούς» τους Ρωμαίους της Ανατολής για να τους ξεχωρίσουν από τους ομοεθνείς Ρωμαίους της Ιταλίας.
Η αντίδραση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη στέψη του Καρλομάγνου ήταν, φυσικά, εχθρική. Ο Καρλομάγνος θεωρήθηκε σφετεριστής ενός τίτλου που ανήκε μόνο στο Ρωμαίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Για να απαλύνει τις αντιδράσεις (ή για να ολοκληρώσει τα επεκτατικά του σχέδια, ανάλογα με το πως ερμηνεύει κάποιος τα γεγονότα) ο Κάρολος έστειλε το 802 επίσημη αντιπροσωπεία ζητώντας σε γάμο την αυτοκράτειρα Ειρήνη, ώστε να ενωθούν «τα εώα και τα εσπέρια», κατά την περίφημη φράση του Θεοφάνη. Η ανατροπή όμως της Ειρήνης τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ματαίωσε κάθε τέτοια προοπτική.
Οι μάχες Ρωμαίων και Φράγκων ξανάρχισαν το 804 γύρω από τις ρωμαϊκές επαρχίες της Βενετίας και της Δαλματίας, αφού ο φραγκικός επεκτατισμός έφτανε τώρα ως τα Βαλκάνια. Μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις, τα δύο μέρη υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης το 812, σύμφωνα με την οποία οι δυο περιοχές παρέμεναν ρωμαϊκές. Με τη σειρά της η Κωνσταντινούπολη αναγνώρισε τις φραγκικές απαιτήσεις στην Κροατία και η αντιπροσωπεία της προσφώνησε τον Καρλομάγνο ως «βασιλέα». Δεν είναι εύκολο να αποφανθούμε τι ακριβώς, σήμαινε αυτή η παραχώρηση για την Κωνσταντινούπολη, αφού δεν διασώζονται σχετικά σχόλια στις πηγές. Πάντως με το θάνατο του Καρλομάγνου του 814, η φραγκική δύναμη εξασθενεί και το όλο ζήτημα του τίτλου των διαδόχων του δεν πολυαπασχολεί την Κωνσταντινούπολη μέχρι τον επόμενο αιώνα.
Μετά το θάνατο του, ο Καρλομάγνος θα αποτελέσει το μεγαλύτερο θρύλο της μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης και τα κατορθώματά του θα τροφοδοτήσουν αμέτρητα λογοτεχνική έργα. Κορυφαίο ανάμεσά τους το μεγάλο έπος του 12ου αιώνα με το οποίο αρχίζει η γαλλική λογοτεχνία, το «Chanson de Roland». Για τους δυτικοευρωπαίους παραμένει μέχρι σήμερα ο σπουδαιότερος ηγεμόνας της Ιστορίας τους και η βασιλεία του αποτελεί την απόδειξη της κοινής καταγωγής όλων των λαών που ονομάζονται σήμερα «δυτικοί». Γι’ αυτό άλλωστε το μεγαλοπρεπές κτίριο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες φέρει το όνομά του. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι υπάρχει θεσμοθετημένο και «Βραβείο Καρλομάγνου» το οποίο απονέμεται (στο Άαχεν) σε άτομα που συνεισφέρουν στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το βραβείο αυτό, που φέρει το όνομα ενός εχθρού και κατακτητή της Ρωμηοσύνης, έχει απονεμηθεί, ως γνωστόν, και σε κορυφαίο Έλληνα πολιτικό που πρωτοστάτησε στην είσοδο μας στην ΕΟΚ. Φαίνεται πως η ιστορική αμνησία που απλώνεται σιγά-σιγά σε όλον τον ελληνισμό θα επιτρέψει να αποδεχθούμε ως μέλη της «δικής μας κληρονομιάς» όλους τους ιστορικούς εχθρούς της Ρωμηοσύνης, αρκεί να μας το ζητούν οι δυτικοευρωπαίοι εταίροι μας....
Ολοκληρώνοντας το τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης μας, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πως αυτό που προκαλεί εντύπωση στα γεγονότα του 750-812 είναι ότι ρωμαϊκή αντίδραση στο φραγκικό επεκτατισμό υπήρξε καθαρά αμυντική, για να μην πούμε παθητική. Δεν ήταν οι Ρωμηοί που αποφάσισαν να διακόψουν τους δεσμούς με τη Δύση, αλλά το αντίστροφο. Οι δυτικοί, οι Φράγκοι, θέλησαν με κάθε τρόπο να ξεκόψουν κάθε πολιτικό και πολιτιστικό δεσμό και να συγκρουστούν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και είναι θρασύτατο ψεύδος η κατοπινή προπαγάνδα τους περί συγχώνευσης Ρωμαίων και Φράγκων που δήθεν παρήγαγε τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Όλες οι επιθετικές ενέργειες προήλθαν από τη μεριά των Φράγκων οι οποίοι δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, στρατιωτική βία, εκβιασμούς στον Πάπα, καταστροφές κτισμάτων, πλαστογραφήσεις εγγράφων, αλλοιώσεις εθνικών ονομασιών, για να υποδουλώσουν τους Ρωμηούς της Ιταλίας και όχι για να «συγχωνευθούν» μαζί τους. Αλλά και, γενικότερα, διαβάζοντας κανείς τις πηγές της εποχής σχηματίζει την εντύπωση ότι την διάσταση την τόνισαν πολύ περισσότερο οι Φράγκοι παρά οι Ρωμαίοι. Ο Θεοφάνης αντιπαρέρχεται τη στέψη του Καρλομάγνου σε δυο γραμμές για να επιστρέψει στα πιο πιεστικά προβλήματα της Αυτοκρατορίας με τους Άραβες.
Δικαίωμα των Φράγκων, φυσικά, ήταν να συγκρουστούν με την Αυτοκρατορία. Εφόσον όμως διάλεξαν να αποσχιστούν και να δημιουργήσουν την δική τους πολιτιστική παράδοση, αποτελεί θρασύτατη παραποίηση της Ιστορίας το να αποκαλούν αργότερα το κράτος τους «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», να ονομάζουν τους Ρωμαίους «Γραικούς», και να ισχυρίζονται ότι οι «Βυζαντινοί» κατέστρεψαν τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, κληρονόμοι του οποίου είναι δήθεν οι δυτικοί.
Αν στο θεολογικό επίπεδο η μεγάλη ρήξη της Δύσης με τη Ρωμιοσύνη πρέπει να αναζητηθεί στα Libri Carolini, στο καθημερινό επίπεδο πρέπει να την εντοπίσουμε στη στρατιωτική κατοχή της Κεντρικής Ιταλίας, του Εξαρχάτου, και στις επιθέσεις εναντίον του Νότου. Γνώρισαν τότε οι Ρωμηοί από πρώτο χέρι τις αδίστακτες διαθέσεις των Φράγκων, και αυτή η γνώση σημάδεψε για πάντα το χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της Ρωμηοσύνης. Ήδη από τις αρχές του 9ου αιώνα, ο σύμβουλος και βιογράφος του Καρλομάγνου, Einhard, είχε αποτυπώσει τα αισθήματα των Ρωμηών μετά τις αλλεπάλληλες επιθετικές ενέργειες των Φράγκων: «Όταν (ο Κάρολος) αποδέχτηκε τον τίτλο του αυτοκράτορα, προκάλεσε πολλές υποψίες (στους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης), διότι θα μπορούσε κάλλιστα να σχεδιάζει να τους πάρει την αυτοκρατορική εξουσία (...) Η δύναμη των Φράγκων φαινόταν πάντα ύποπτη στα μάτια των Γραικών και των Ρωμαίων. Από κει προέρχεται και η γραικική παροιμία που λέγεται ακόμη και σήμερα (το 830): Αν ένας Φράγκος είναι φίλος σου, τότε σίγουρα δεν είναι γείτονάς σου».
Αυτή η παροιμία συνοψίζει πολύ εύγλωττα τα συμπεράσματα των Ρωμηών από τη «γνωριμία» με τους Φράγκους. Πολύ πριν από το Σχίσμα και τις «Σταυροφορίες», λοιπόν, οι Ρωμηοί είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τι σήμαινε η πρωτογονική αλαζονεία των δυτικών. Και πολύ πριν από την τουρκοκρατία είχαν σχηματίσει οι δυτικοί την εχθρική τους στάση απέναντί μας. Η μεγάλη διάσταση της Δύσης με τη Ρωμηοσύνη υπήρξε συνειδητή απόφαση των Φράγκων οι οποίοι γνώριζαν μάλιστα και τις επιπτώσεις των ενεργειών τους, όπως φανερώνει το παραπάνω απόσπασμα του Einhard. Έτσι, η πρώτη εμφάνιση της «ευρωπαϊκής συνείδησης» ταυτίζεται με την απόφαση των Φράγκων να αποκοπούν από τη Ρωμαϊκή Χριστιανική Οικουμένη και να συγκρουστούν με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Όπως τονίσαμε και στην εισαγωγή, η έννοια της Δυτικής Ευρώπης γεννιέται από τον 8ο αιώνα ακριβώς μέσα από την αντίθεση με τη Ρωμηοσύνη και εξαιτίας αυτής της αντίθεσης. Γι’ αυτό και είναι εντελώς περιττές οι συζητήσεις σχετικά με το αν το «Βυζάντιο» (και η διάδοχός του, η Ελλάδα) ανήκει στη Δυτική Ευρώπη ή όχι.
Πάντως για όσους διατηρούν ακόμη κάποιες αμφιβολίες, τις αληθινές διαθέσεις των Φράγκων απέναντι στους Ρωμαίους τις διέσωσε για τις επόμενες γενιές ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμόνας, που ήρθε στην Κωνσταντινούπολη του 969 ως απεσταλμένος του Φραγκογερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α’. Η περιπετειώδης συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, υπήρξε λίαν αποκαλυπτική. Όταν ο Φωκάς παρατήρησε ότι ο Όθωνας δεν έχει δικαίωμα να παντρευτεί (όπως το ζητούσε) πορφυρογέννητη βασιλοπούλα της Κωνσταντινούπολης διότι «εσείς δεν είστε Ρωμαίοι, αλλά Λογγοβάρδοι», ο Λιουτπράνδος αντί να προσπαθήσει να ενισχύσει τη θέση του με κάποια επιχειρηματολογία υπέρ της ρωμαϊκότητας των βαρβάρων ξέσπασε σε ένα αντιρωμαϊκό υβρεολόγιο που έχει μείνει ιστορικό. Ας παραθέσουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα της απάντησής του:
«Ο αδελφοκτόνος Ρωμύλος, από τον οποίο ονομάστηκαν οι Ρωμαίοι, έγινε γνωστός από τη χρονογραφία ως πορνογέννητος, δηλαδή νόθος, και ίδρυσε άσυλο (σ.σ. τη Ρώμη) στο οποίο δέχθηκε χρεοφειλέτες, δραπέτες, δούλους, φονιάδες και κακούργους αξιοθάνατους και μάζεψε κοντά του έναν συρφετό τέτοιων ανθρώπων, τους οποίους ονόμασε Ρωμαίους. Απ’ αυτούς δε τους ευγενείς κατάγονται εκείνοι τους οποίους εσείς ονομάζετε κοσμοκράτορες, δηλαδή αυτοκράτορες. Αυτούς όμως εμείς, δηλαδή οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Βαυαροί, οι Σουηβοί, οι Βουργούνδιοι τους περιφρονούμε τόσο πολύ, ώστε όταν οργιζόμαστε κατά των εχθρών μας δεν τους απευθύνουμε καμιά άλλη από τις ύβρεις παρά μόνο τη λέξη: Ρωμαίε! Και σ’ αυτό μόνο το όνομα των Ρωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε είδος αγένειας, δειλία, φιλαργυρία, ασωτεία, απιστία, και γενικά κάθε είδος κακίας».
Ασφαλώς το κείμενο αυτό του επίσημου απεσταλμένου του Φραγκογερμανού αυτοκράτορα μιλάει από μόνο του για τα αισθήματα όλων των δυτικών απέναντί μας. Μας παρέχει επίσης τη χρήσιμη πληροφορία ότι ως το 969 οι Φράγκοι προφανώς δεν είχαν αποφασίσει ακόμη να «συγχωνευθούν» με τους Ρωμαίους. Η σχετική παραποίηση της Ιστορίας ανάγεται λοιπόν σε μεταγενέστερη εποχή...
Δεν ήταν επομένως ούτε η τουρκοκρατία ούτε οι «Σταυροφορίες» ούτε το Σχίσμα οι αιτίες της απομάκρυνσης ελληνισμού και Δύσης. Αυτά όξυναν την διαφορά. Η διαφορά όμως προϋπήρχε και οφειλόταν σε πολύ χειροπιαστούς λόγους τους οποίους είχαν γνωρίσει από τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα οι πρόγονοί μας. Στο δίλημμα «Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα» η δυτική Ευρώπη είχε διαλέξει ήδη από τον 8ο αιώνα τη βαρβαρότητα, και οι συνέπειες αυτής της επιλογής σφράγισαν την παγκόσμια Ιστορία από τότε μέχρι τις μέρες μας.
Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Ετικέτεςρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα
Κεφάλαιο 8
Ο Καρλομάγνος και η αυτονόμηση της Δύσης από τη Ρωμιοσύνη
Τον 8ο αιώνα συντελείται η οριστική ρήξη ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη Δυτική Ευρώπη. Οι Φράγκοι αισθάνονται πλέον αρκετά ισχυροί ώστε να απαιτήσουν για τον εαυτό τους την αρχηγία της «Χριστιανικής Οικουμένης». Σύμφωνα όμως με τις μεσαιωνικές πεποιθήσεις, που φαίνεται πως ήταν βαθύτατα ριζωμένες στον πολύ κόσμο, στην κορυφή της Οικουμένης βρίσκεται ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Έτσι, ο πιο ένδοξος βασιλιάς των Φράγκων, ο Καρλομάγνος, θα χρειαστεί να στεφθεί αυτοκράτορας των Ρωμαίων το 800, ώστε να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Στις σελίδες που ακολουθούν θα παρακολουθήσουμε λίγο πιο προσεκτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στον οριστικό χωρισμό Δυτικής Ευρώπης και Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από το 750 ως το 800. Κατά την προσωπική μας άποψη, αυτή η περίοδος είναι ιδιαίτερα αποφασιστική για τη γένεση της δυτικοευρωπαϊκής συνείδησης και του δυτικού πολιτισμού.Ήταν μέσα σ’ αυτά τα 50 χρόνια που η Δύση επέλεξε τη σύγκρουση με τη Ρωμαιοσύνη, σύγκρουση που δε σταμάτησε ποτέ μέχρι τις μέρες μας. Και ήταν επί βασιλείας του Καρλομάγνου που η Δύση ενώθηκε σ’ ένα ισχυρό κράτος το οποίο αποτέλεσε από τότε το όραμα των δυτικοευρωπαίων και ταυτόχρονα την απόδειξη της κοινής πολιτιστικής τους ρίζας την οποία επικαλούνται μέχρι σήμερα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη προσπάθεια επανένωσης των δυτικοευρωπαίων, η ΕΟΚ των έξι, πραγματοποιήθηκε από τις χώρες τα εδάφη των οποίων αντιστοιχούσαν ακριβώς στην επικράτεια του Καρλομάγνου....
Οι αρχές του 8ου αιώνα βρήκαν την Ιταλία διαιρεμένη ανάμεσα στους Λογγοβάρδους και στους ελεύθερους Ρωμαίους που είχαν πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Διοικητικό κέντρο της ρωμαϊκής Ιταλίας ήταν η Ραβέννα και οι ελεύθερες περιοχές περιελάμβαναν τη Ν. Ιταλία με τη Σικελία, τη Νάπολη, και το διάδρομο Ραβέννας-Ρώμης με τη λεγόμενη . Ρωμαϊκή παρέμενε και η Βενετία με την Ίστρια.
Οι πόλεμοι Ρωμαίων και Λογγοβάρδων ήταν αδιάκοποι, και η Αυτοκρατορία έστελνε κατά καιρούς στρατό για να υπερασπίσει τα εδάφη της, αλλά είναι γεγονός ότι από το 580 και μετά, όταν Άβαροι, Πέρσες και Άραβες άρχισαν να φτάνουν ως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, η βαρύτητα της άμυνας στράφηκε προς τα ανατολικά. Επομένως, για καθαρά γεωπολιτικούς λόγους, οι δυτικές επαρχίες παραμελήθηκαν σε κάποιο βαθμό.
Το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στη Δύση επέτρεψε (αν όχι υποχρέωσε) την ανάδειξη της Εκκλησίας σε πόλο στήριξης των δοκιμαζόμενων Ρωμαίων. Ο Πάπας ανέλαβε πρωτοβουλίες και αναμίχτηκε στο πολιτικό παιχνίδι προσπαθώντας να διασφαλίσει την επιβίωση των ομοεθνών του. ΄Έτσι, ο Πάπας Γρηγόριος Α’ ζήτησε το 594 από τον αυτοκράτορα να κλείσει ο ίδιος συνθήκη ειρήνης με τους Λογγοβάρδους, παρά την αντίθετη πολιτική βούληση της Κωνσταντινούπολης που προέκρινε τη στρατιωτική ήττα των βαρβάρων. Ο έβδομος αιώνας μας δίνει και άλλα τέτοια παραδείγματα πρωτοβουλιών του Πάπα.
Για τους δυτικούς και δυτικόφρονες ιστορικούς, αυτές οι πρωτοβουλίες δηλώνουν την αρχή της διάστασης ανάμεσα στην Αυτοκρατορία και τον Πάπα. Διάσταση που θα καταλήξει τελικά στο Σχίσμα και στην ανοιχτή έχθρα Αυτοκρατορίας και Δύσης. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική. Για να αντιληφθούμε το ρόλο του Πάπα κατά τον 7ο και 8ο αιώνα δεν έχουμε παρά να προσφύγουμε σε παραδείγματα με Ρωμηούς Πατριάρχες και αρχιεπισκόπους της πρόσφατης Ιστορίας. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά την Τουρκοκρατία είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο ρόλος του, εκτός από θρησκευτικός, ήταν και εθνικός. Ήταν ο Εθνάρχης όλων των υπόδουλων Ρωμηών και φρόντιζε, με ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του, για την καλυτέρευση της τύχης όλου του Γένους. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής, πριν το 1960. Κάπως έτσι, πρέπει να εκτιμήσουμε το ρόλο του Πάπα κατά τους δύσκολους εκείνους χρόνους που οι βάρβαροι περιέβαλαν από παντού τους Ρωμηούς της Ιταλίας. Οι κοσμικές βλέψεις και οι εδαφικές διεκδικήσεις που χαρακτηρίζουν την παπική ιστορία σε κατοπινούς αιώνες είναι αποτέλεσμα της κατάληψης του παπικού θρόνου από τους Φράγκους τον 11ο αιώνα και δεν πρέπει με κανένα τρόπο να τις μεταφέρουμε στους Ρωμηούς Πάπες του 8ου αιώνα.
Οι εξελίξεις στην Ιταλία πήραν δυσάρεστη τροπή στα μέσα του 8ου αιώνα. Το 751 οι Λογγοβάρδοι υπέταξαν τη Ραβέννα και τον επόμενο χρόνο έφτασαν έξω από τα τείχη της Ρώμης. Ο Πάπας Στέφανος (752-757) προσπάθησε να κλείσει συμφωνία μαζί τους, όπως είχαν κάνει οι προκάτοχοί του και, όταν απέτυχε, ζήτησε βοήθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Ε’. Η βοήθεια, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή όπου απειλούνταν η ίδια η ύπαρξη της Ρώμης, αργούσε να έρθει. Σύμφωνα με το Liber Pontificalis (Βιβλίο των Παπών), «όταν ο Στέφανος κατάλαβε ότι δεν θα ερχόταν βοήθεια από τον αυτοκρατορικό θρόνο, θυμήθηκε τις ενέργειες των προκατόχων του Γρηγορίου Α’, Γρηγορίου Γ’ και Ζαχαρία» και «φωτισμένος από τη Θεία Χάρη» έστειλε μήνυμα στο βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο.
Ο Πιπίνος ανταποκρίθηκε θετικά και προσκάλεσε τον Πάπα επίσημα στη Φραγκία. Στη συνάντηση, που έγινε το 754, ο Πιπίνος υποσχέθηκε να βοηθήσει και να προστατέψει την Αγία Έδρα, ενώ από τη μεριά του ο Πάπας ευλόγησε τον Πιπίνο ως βασιλιά, και έδωσε στους γιους του τον τίτλο του πατρικίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τίτλος του πατρικίου δεν είχε ιδιαίτερη σπουδαιότητα και είχε απονεμηθεί κατά καιρούς σε διάφορους βαρβάρους.
Τον επόμενο χρόνο ο Πιπίνος κατέβηκε πράγματι στην Ιταλία και συνέτριψε τους Λογγοβάρδους. Με την αναχώρησή του όμως, οι τελευταίοι παρέβηκαν τις συμφωνίες και άρχισαν πάλι να πολιορκούν τη Ρώμη. Ο Πάπας έστειλε νέες απεγνωσμένες εκκλήσεις στον Πιπίνο. Αυτός ξανακατέβηκε στην Ιταλία, διέλυσε τους Λογγοβάρδους και απέδωσε τα ρωμαϊκά εδάφη στον Πάπα. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ έστειλε αμέσως πρεσβευτές ζητώντας την απόδοση των περιοχών στην Αυτοκρατορία. Ο Πιπίνος αρνήθηκε, τονίζοντας ότι – σε αντίθεση με παλιότερους Φράγκους ηγεμόνες – δεν ενεργεί για λογαριασμό της Αυτοκρατορίας. Έτσι τα εδάφη του πρώην εξαρχάτου παρέμειναν υπό την πολιτική δικαιοδοσία του Πάπα.
Για τη Δυτική Ευρώπη αυτή είναι μια αποφασιστική στιγμή της Ιστορίας της, καθώς μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε το Παπικό κράτος που, με διάφορες μορφές, διατηρήθηκε ως τις μέρες μας, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της ηπείρου. Η ίδρυση του Παπικού κράτους περιγράφεται συνήθως με εκφράσεις όπως «η επανάσταση της Ιταλίας τον 8ο αιώνα». Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η Ρώμη, βαθύτατα απογοητευμένη από την αδιαφορία της Κωνσταντινούπολης, αποφάσισε οριστικά να αποσκιρτήσει από την Ανατολή.
Είναι πολύ αμφίβολο αν οι Ρωμαίοι του 755 έβλεπαν τα πράγματα με τον τρόπο που τα βλέπουμε εμείς. Γι’ αυτούς, απλώς, μέσα στην απελπισία της πολιορκούμενης από τους Λογγοβάρδους πόλης, ο Πάπας, ως γνήσιος Ρωμηός Εθνάρχης, έκανε ό,τι μπορούσε για την ασφάλεια των Ορθόδοξων Ρωμαίων. Στράφηκε προς τον ορθόδοξο λαό των Φράγκων για να απαλλάξει τη Ρώμη από την υποδούλωση. Μάλιστα όχι μόνο τη Ρώμη, αλλά και όλο το εξαρχάτο, να ελευθερώσει δηλαδή και τους Ρωμαίους που είχαν ήδη κατακτηθεί από τους Λογγοβάρδους. Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε, πως Φράγκοι και Ρωμαίοι είχαν συμμαχήσει και παλιότερα, τον 6ο αιώνα, όταν οι Φράγκοι είχαν βοηθήσει τους Ρωμαίους τόσο εναντίον των Γότθων, όσο και εναντίον των Λογγοβάρδων. Ήταν απόλυτα φυσιολογικό για τον Πάπα να προσφύγει σ’ αυτούς όταν είδε ότι δεν ερχόταν βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτή την οπτική γωνία δεν υπάρχουν ούτε κοσμικές φιλοδοξίες του Πάπα, ούτε ιμπεριαλιστικά σχέδια ηγεμονίας πάνω στη Δυτική Ευρώπη, όπως ισχυρίζονται συνήθως οι δυτικοί ιστορικοί. Όλα αυτά ήρθαν πολύ αργότερα, μετά τον 11ο αιώνα, και θα ήταν σφάλμα να τα μεταφέρουμε στα μέσα του 8ου αιώνα.
Είναι επίσης φανερό, και αυτό το δέχονται όλοι οι ιστορικοί, πως η Κωνσταντινούπολη δεν ανησύχησε ιδιαίτερα για τις εξελίξεις στην Ιταλία. Η κατάληψη της Ραβέννας αντιμετωπίστηκε μάλλον ως πρόσκαιρο γεγονός το οποίο σύντομα θα ανατρεπόταν. Η διαμάχη Ρωμαίων και Λογγοβάρδων ήταν γεμάτη τέτοια επεισόδια τον 7ο και 8ο αιώνα. Η απόδοση από τον Πιπίνο του πρώην εξαρχάτου στον Πάπα και όχι στην Αυτοκρατορία σίγουρα πάντως ενόχλησε, όπως υποδηλώνουν οι αλλεπάλληλες πρεσβείες προς τον Πιπίνο εκείνη την περίοδο.
Η απόφαση του αυτοκράτορα ήταν να συσφίξει τις σχέσεις με τους Φράγκους, ώστε να εξουδετερώσει τυχόν εξτρεμιστικές τάσεις επεκτατισμού τους. Έτσι το 757 έστειλε τον πρωτοασηκρήτη Γεώργιο στον Πιπίνο, και μαζί ένα μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο ως δώρο. Ήταν η πρώτη φορά που η Φραγκία έβλεπε όργανο και η εντύπωση που προκάλεσε έμεινε ιστορική. Ταυτόχρονα πρότεινε γάμο ανάμεσα στο γιο του αυτοκράτορα Λέοντα και την κόρη του Πιπίνου Γκιζέλα, αν και τελικά η πρόταση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Κρίνοντας εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε πως η πολιτική αυτή είχε πολύ περιορισμένα αποτελέσματα, αφού οι Φράγκοι συνέχισαν την επέκτασή τους και μετά το θάνατο του Πιπίνου.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στη βασική ρωμαίικη πηγή για την περίοδο, τη «Χρονογραφία» του Θεοφάνη, υπάρχει αμυδρή μόνο γνώση των όσων διαδραματίζονται στη Δύση σε όλη τη δεκαετία του 750 (και σ’ αυτά υπάρχει χρονολογική σύγχυση, αφού ο Θεοφάνης τοποθετεί την αποστολή του Πάπα Στεφάνου στον Πιπίνο στο 723-724). Πάντως, αυτά τα λίγα υποστηρίζουν την άποψη που διατυπώσαμε παραπάνω. Ο Θεοφάνης αποκαλεί τον Στέφανο «αοίδιμο» και δικαιολογεί την πράξη του.
Πέρα από το Θεοφάνη, δεν υπάρχει καμιά ελληνόφωνη πηγή για τα γεγονότα της Ιταλίας, όπως έχει διαπιστώσει ο D. H. Miller που ερευνά συστηματικά αυτή την περίοδο. Έτσι, λεπτομέρειες για αυτές τις ενέργειες αντλούμε αναγκαστικά από το Liber Pontificalis και το φραγκικό Codex Carolinus που διασώζει την αλληλογραφία του Πάπα με το Φράγκο βασιλιά. Το τελευταίο, όμως, είναι αμφίβολης γνησιότητας. Για παράδειγμα, αναφέρει μια επιστολή του Πάπα Στεφάνου προς τον Πιπίνο όπου ο πρώτος ζητάει από τον Πιπίνο να τον απαλλάξει τώρα και από τους «Γραικούς», ώστε η αγία, καθολική και αποστολική εκκλησία του Θεού να ελευθερωθεί από τη μολυσματική δολιότητα των Γραικών.
Το γιατί ο Ρωμαίος Πάπας, που πριν λίγο ζητούσε βοήθεια από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ και που συνέχιζε να χρονολογεί τα έγγραφά του σύμφωνα με το χρόνο βασιλείας του αυτοκράτορα, θα εκφραζόταν τόσο βίαια εναντίον των «Γραικών» είναι άξιο απορίας. Όπως θα δούμε, όμως, παρακάτω, υπάρχουν πολλά περίεργα στις φράγκικες πηγές αυτής της περιόδου. Παύουν να είναι περίεργα, μόλις αντιληφθούμε τις απανωτές πλαστογραφίες που έγιναν εκ των υστέρων στις πηγές από τη αδίστακτη φραγκική διπλωματία.
Το 757 τον Στέφανο διαδέχτηκε ο αδελφός του Παύλος Α’. Η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα του Codex Carolinus συνεχίζεται. Σε γράμμα προς τον Πιπίνο, ο νέος Πάπας καταδικάζει τους «Γραικούς» ως αιρετικούς, αν και χωρίς να εξηγεί ποια είναι η αίρεσή τους. Τους ονομάζει nefandissimi, odibiles, perversi. Στις ρωμαϊκές πηγές αγνοείται η οποιαδήποτε τέτοια στάση του Πάπα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτή την περίοδο ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ είχε εξαπολύσει νέους διωγμούς εναντίον των εικονόφιλων και, με τη Σύνοδο της Ιέρειας το 754, είχε προσδώσει για πρώτη φορά το χαρακτήρα επίσημου δόγματος στην εικονομαχία. Μοναχοί από την Ανατολή είχαν φτάσει ως την Ρώμη ζητώντας καταφύγιο στον Πάπα που παρέμενε σταθερά Ορθόδοξος και εικονόφιλος. Να ήταν αυτός ο λόγος για τις καταδίκες των «Γραικών»;
Μοιάζει δυσκολοπίστευτο. Αν ήταν έτσι, ο Πάπας δε θα καταδίκαζε συνολικά τους «Γραικούς», αλλά μόνο τις συγκεκριμένες αιρετικές απόψεις του αυτοκράτορα. Διαφωνίες μεταξύ Πάπα και αυτοκράτορα υπήρξαν αρκετές στους αιώνες πριν το 750, και η Ορθόδοξη Ιστορία αναγνωρίζει ότι πολλές φορές ο Πάπας είχε δίκιο. Κορυφαίο παράδειγμα, ο Πάπας Μαρτίνος Α’ που βασανίστηκε και εξορίστηκε, αλλά δεν υπέκυψε στο Μονοθελητισμό της Κωνσταντινούπολης κατά τον 7ο αιώνα. Ο Μαρτίνος ανακηρύχτηκε άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται μέχρι σήμερα. Ποτέ όμως ο Πάπας δεν είχε εκφραστεί έτσι για το σύνολο των Ρωμαίων της Ανατολής.
Έπειτα, στη Ρώμη του 8ου αιώνα υπήρχαν 10 «γραικικά» (δηλαδή ελληνόφωνα) μοναστήρια, σε σύνολο 38 μοναστηριών στην πόλη, όπου κατέφευγαν από τον αραβικό ζυγό ή από τις διώξεις των εικονομάχων. Είναι δυνατόν ο Πάπας να καταδίκαζε συνολικά τους «Γραικούς», τη στιγμή που είχε υπό τη δικαιοδοσία του τόσους «Γραικούς» μοναχούς. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι γνωστό ότι το 761 ο ίδιος ο Παύλος Α’ δώρησε το πατρικό του σπίτι στους «Γραικούς» κατοίκους της Ρώμης και επικύρωσε τη δωρεά με συνοδική βούλα που υπέγραψαν όλοι οι καρδινάλιοι και η οποία έγραφε με ελληνικούς χαρακτήρες το όνομα του δωρητή. Και τέλος, ο Πάπας Παύλος καταγόταν από παλιά, επιφανή οικογένεια της Ρώμης. Δε θα ήταν δυνατό να αρχίσει να αποκαλεί «Γραικούς» τους ομοεθνείς του Ρωμαίους της Κωνσταντινούπολης, σε μια εποχή που κάθε Ρωμαίος γνώριζε πως δεν υπήρχε κανένα γραικικό έθνος στην Ανατολή.
Με λίγα λόγια, για να συνοψίσουμε, δεν υπάρχει καμιά λογική εξήγηση γι’ αυτές τις εκφράσεις του Πάπα Παύλου Α’. Καθώς δεν επιβεβαιώνονται από άλλη πηγή, μπορούμε κατά τη γνώμη μας να τις θεωρήσουμε μεταγενέστερα κατασκευάσματα της φραγκικής βιομηχανίας πλαστογραφήσεων. Αυτό φυσικά είναι μια υπόθεση που θα πρέπει να ελεγχθεί από τους ειδικούς. Πάντως πρέπει να θυμίσουμε, παρενθετικά, ότι η ιστορία των Φράγκων βρίθει πλαστογραφήσεων αυτή την περίοδο.
Είναι γνωστές, για παράδειγμα, οι λεγόμενες «ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις», συλλογή κανόνων και παπικών δεκρεταλίων τις οποίες κυκλοφόρησαν οι Φράγκοι στις αρχές του 9ου αιώνα. Αυτές περιλαμβάνουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, 94 νόθα παπικά δεκρετάλια καθώς και την περιβόητη «Κωνσταντίνεια Δωρεά». Όπως σημειώνει ο Β. Στεφανίδης, «ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα. Τα μνημονευθέντα νόθα δεν είναι απλά πλάσματα της φαντασίας, αλλ’ εκ της επισταμένης μελέτης των θεολογικών και κανονικών πηγών ελήφθησαν στοιχεία, τα οποία ολίγον παραμορφωθέντα και συνδυασθέντα έλαβον το ποθούμενον αποτέλεσμα».
Επίσης, λίγες δεκαετίες αργότερα, έχει παρατηρηθεί ότι από το Βιβλίο των Παπών (Liber Pontificalis) έχουν αφαιρεθεί οι βίοι των παπών Ιωάννη Η’, Μαρίνου Α’ και Αδριανού Γ’ (872-885), «μια παράλειψη μοναδική στο είδος της», όπως σημειώνει ο Λουγγής. Προφανώς οι πάπες αυτοί δεν είχαν θέση στην παραποιημένη από τους Φράγκους Ιστορία, αφού έστειλαν συγχαρητήρια στον αυτοκρατορικό στρατό που έδιωξε τους Άραβες από τη Ν. Ιταλία. Μάλιστα ο πάπας Ιωάννης Η’ προέτρεψε τους διοικητές του στρατού να πάνε στη Ρώμη για να υπερασπίσουν τους εκεί Ρωμαίους. Επομένως δεν είναι καθόλου περίεργο που οι Φράγκοι έσβησαν εκ των υστέρων τη βιογραφία του, στην οποία προφανώς υπήρχαν και άλλα στοιχεία που αποκαλύπτουν τις φραγκικές πλαστογραφήσεις.
Πάντως η συνολική εξέταση των φραγκικών πλαστογραφήσεων θα απαιτούσε μια ιδιαίτερα ογκώδη μελέτη και θα άφηνε άφωνο το σημερινό αναγνώστη. Έχοντας αυτά υπόψη, δεν πρέπει να ψάχνουμε για πολύ να βρούμε το γιατί οι Ρωμαίοι της Ανατολής αρχίζουν, χωρίς καμιά εξήγηση, να αποκαλούνται «Γραικοί» την ίδια περίπου εποχή στο Codex Carolinus και στην «Historiae Langobardorum» του Παύλου Διάκονου. Υπάρχει ασφαλώς ενσυνείδητη πολιτική γραμμή που υπαγορεύει μια τέτοια παραποίηση.
Ο Πιπίνος πέθανε το 768 και το βασίλειό του μοιράστηκε, κατά το γερμανικό έθιμο, στους γιους του Κάρολο και Καρλομάνο. Ο δεύτερος πέθανε τρία χρόνια αργότερα, αλλά ο πρώτος βασίλεψε επί 46 χρόνια και πέρασε στην Ιστορία ως Κάρολος ο Μέγας ή Καρλομάγνος.
Τον πρώτο κιόλας χρόνο της βασιλείας των δύο αδελφών, ο νέος Πάπας Στέφανος ο Γ’ συγκάλεσε τη Σύνοδο του Λατερανού (769) για να λύσει κυρίως το πρόβλημα της παρουσίας ενός διεκδικητή του παπικού θρόνου. Η Σύνοδος αυτή, όμως, απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό το πρίσμα μεταγενέστερων εξελίξεων. Κατ’ αρχήν, ήταν η πρώτη σύνοδος στη Ρώμη στην οποία πήραν μέρος Φράγκοι επίσκοποι, 12 τον αριθμό, μαζί με 39 Ρωμαίους επισκόπους (στοιχείο που, παρεπιπτόντως, δηλώνει ότι η διάκριση Ρωμαίων και Φράγκων παρέμενε ξεκάθαρη στα 769).
Με τη σύνοδο του Λατερανού ο Πάπας προσπάθησε ταυτόχρονα να ενσωματώσει τους Φράγκους στο Ορθόδοξο στρατόπεδο. Προσφέροντάς τους την τιμή της συμμετοχής για πρώτη φορά, ήλπιζε να τους διατηρήσει πιο στενά δεμένους μαζί του, απέναντι σε μελλοντικές λογγοβαρδικές βλέψεις. Η Ιστορία τον διέψευσε, αφού οι Φράγκοι εξαπέλυσαν σύντομα επεκτατικούς πολέμους χωρίς να σεβαστούν ούτε την Ορθοδοξία ούτε τους Ρωμαίους.
Η σύνοδος αυτή, πάντως, έχει και μια δεύτερη σπουδαιότητα. Μια από τις σημαντικές αποφάσεις της ήταν η άνευ όρων υποστήριξη της προσκύνησης των εικόνων (διαβάστηκαν μάλιστα επιστολές από τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων που τάσσονταν υπέρ των εικόνων). Ταυτόχρονα , όπως συνέβαινε σε κάθε σύνοδο, επαναλήφθηκε η ομολογία αποδοχής των αποφάσεων των μέχρι τότε Οικουμενικών Συνόδων. Υπογραμμίστηκε ότι η ορθή πίστη ορίζεται μόνο με Οικουμενικές Συνόδους και αναγνώστηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Οι Φράγκοι επίσκοποι συμφώνησαν ομόφωνα με όλες αυτές τις αποφάσεις και διακηρύξεις. Η χριστιανική Εκκλησία παρέμενε μία και αδιαίρετη ακόμη το 770, με εξαίρεση την εικονομαχική στάση της Κωνσταντινούπολης.
Πριν όμως περάσουν είκοσι χρόνια, οι Φράγκοι θα άλλαζαν εντελώς στάση και θα απέρριπταν αυτά που είχαν δεχθεί στο Λατερανό. Θα απέρριπταν το αναλλοίωτο του Συμβόλου της Πίστεως, προσθέτοντας το «filioque». Θα απέρριπταν την αποκλειστικότητα των Οικουμενικών Συνόδων στον καθορισμό του δόγματος, θεσμοθετώντας την αυθαιρεσία του κάθε κοσμικού ηγεμόνα ή Πάπα, πράγμα που οδήγησε τη Λατινική Εκκλησία σε απολυταρχικές περιπέτειες κατά τους επόμενους αιώνες. Θα απέρριπταν ακόμη και την προσκύνηση των εικόνων, μόλις η Κωνσταντινούπολη στράφηκε υπέρ των εικόνων. Και, έχοντας προβεί σ’ αυτές τις ενέργειες, άρχισαν να υποστηρίζουν από τότε (μέχρι και σήμερα) ότι αυτοί διατήρησαν την ορθή χριστιανική πίστη σε αντίθεση με τους Ρωμηούς τους οποίους άρχισαν να συκοφαντούν επί αιώνες με τα Contra errors Graecorum. Ας δούμε από κοντά τι ακριβώς συνέβηκε.
Παρά την αντίθετη άποψη που υιοθετούν ορισμένοι ιστορικοί, δεν ήταν η εικονομαχία που δημιούργησε τη θρησκευτική αντίθεση Φράγκων και Αυτοκρατορίας. Λίγα χρόνια μετά τη σύνοδο του Λατερανού, η κατάσταση άλλαξε στην Κωνσταντινούπολη και μια εικονόφιλη αυτοκράτειρα, η Ειρήνη, συγκάλεσε την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια, 787). Όπως είναι γνωστό, η Σύνοδος αυτή αποκατέστησε πλήρως την προσκύνηση των εικόνων. Ποια ήταν η αντίδραση των Φράγκων; Αντί να χαιρετήσουν την επιστροφή των «αιρετικών Γραικών» στην ορθή πίστη, συνέταξαν μια απάντηση, την «Capitulare adversus synodum», η οποία απέρριπτε τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας.
Ήταν πλέον η εποχή που οι στρατιωτικές επιτυχίες του Καρλομάγνου γεννούσαν όνειρα κοσμοκρατορίας στη φραγκική αυλή. Έτσι οι Φράγκοι αισθάνονταν αρκετά δυνατοί ώστε να ρίξουν τα προσχήματα: δεν τους ενδιέφερε καμιά ορθή πίστη – και η καταδίκη της εικονομαχίας το 769 ήταν γι’ αυτούς μόνον ένα μέσο για την κατάκτηση της Ιταλίας. Δεν τους ενδιέφερε ούτε καν ο Πάπας, όσο είχε διαφορετική γνώμη: όταν ο Πάπας Αδριανός έλαβε την Capitulare, πρέπει να έπαθε σοκ. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, τη στιγμή που αντιπρόσωποί του είχαν συμμετάσχει στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, επιστολές του είχαν καταχωρηθεί στα πρακτικά της, και ο Πατριάρχης Ταράσιος είχε εξάρει, στη διάρκεια της Συνόδου, την προσήλωση του Αδριανού στις αρχαίες παραδόσεις της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Συνέταξε αμέσως μιαν απάντηση, γνωστή ως «Hadrianum», και την έστειλε στον Καρλομάγνο. Σ’ αυτήν αντέκρουε, σημείο προς σημείο, τις θέσεις των Φράγκων, εμμένοντας στις ορθόδοξες αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου. Ο Καρλομάγνος όμως είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Αντί να δεχτεί τις επεξηγήσεις του Πάπα και να πανηγυρίσει, όπως κάνουν όλοι οι Ορθόδοξοι μέχρι σήμερα, για τη νίκη των εικόνων την οποία υπέγραφαν και τα πέντε Πατριαρχεία, ανέθεσε στους συμβούλους του να συνθέσουν μια νέα θεολογία. Έτσι προέκυψαν τα περίφημα Libri Carolini που εκφράζουν τις φραγκικές θεολογικές θέσεις σε αντίθεση με αυτές των Ορθοδόξων σε Ρώμη και Κωνσταντινούπολη.
Οι ρήξεις και οι επαναστατικές τομές συμβαίνουν πολύ σπάνια στην παγκόσμια Ιστορία. Συνήθως η ροή των γεγονότων είναι τόσο συνεχής ώστε δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει το τέλος μιας εποχής από την αρχή μιας νέας. Στα Libri Caroliniμ, όμως, δικαιούται, κατά τη γνώμη μας, ο ιστορικός να αναγνωρίσει τη μεγάλη ρήξη στην Ιστορία της Ευρώπης. Αν υπάρχει μία στιγμή κατά την οποία οριστικοποιείται ο χωρισμός Δυτικής Ευρώπης και Ρωμιοσύνης, αυτή είναι ακριβώς η δεκαετία του 790. Οι αιτίες του χωρισμού δεν πρέπει να αναζητηθούν, όπως γίνεται από πολλούς, σε γεωγραφικούς λόγους ή σε γλωσσικές διαφορές. Ρωμαίοι Ιταλίας και Ρωμαίοι Ανατολής παρέμεναν Ρωμαίοι είτε μιλούσαν λατινικά είτε μιλούσαν ελληνικά. Ούτε υπήρχαν θρησκευτικά αίτια, αφού η διαφορά γύρω από τις εικόνες εξέλιπε (έστω και προσωρινά) μετά τη Σύνοδο του 787. Ούτε βέβαια πρέπει να αναζητάει κάποιος την αιτία στη δήθεν κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476, όπως εξηγήσαμε στο 4ο κεφάλαιο. Τέλος-τέλος, ακόμη και η «ίδρυση» του παπικού κράτους το 756 δεν αποτέλεσε ρήξη της Δύσης, της Ρώμης, με την Ανατολή.
Είναι φανερό, απ’ όσα περιγράψαμε, ότι η διαφορά Ρώμης-Κωνσταντινούπολης ήταν προσωρινή και αποκαταστάθηκε με την Οικουμενική Σύνοδο του 787. Και είναι, κατά τη γνώμη μας, παράδοξο το ότι έγκυροι ιστορικοί, όπως ο Καραγιαννόπουλος, διακηρύττουν πως μετά την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο «ουδεμία προσέγγισις μεταξύ πάπα και Βυζαντίου ήτο πλέον δυνατή και ο πάπας ηναγκάσθη να στραφή και πάλιν προς τους Φράγκους». Οι ιστορικοί αυτοί δέχονται τη δυτική άποψη ότι «η εξάπλωση της βυζαντινής κυριαρχίας (μετά από μάχες Φράγκων και «βυζαντινών» το 787) σε ολόκληρη τη Νότια Ιταλία ανησύχησε πολύ τον πάπα Αδριανό». Φαίνεται, ωστόσο, ότι το «πολύ» δεν ήταν και τόσο «πολύ», αφού ο Αδριανός προχώρησε σε συμμετοχή στη Σύνοδο της Νίκαιας – ενώ θα μπορούσε να αρνηθεί την πρόσκληση με την πρόφαση ότι η Ρώμη δεν ανήκε πλέον στην Αυτοκρατορία, ήταν ανεξάρτητη. Ακόμη, το «πολύ» ήταν μάλλον «λίγο», αφού παρά τις «ανησυχίες» του, ο Αδριανός προτίμησε, με το «Hadrianum» που προαναφέραμε, να έρθει σε σύγκρουση με αυτούς που θα τον προστάτευαν από το «βυζαντινό επεκτατισμό», δηλαδή τους Φράγκους.
Είναι πολύ πιο απλό, αντί να επαναλαμβάνουμε τη φράγκικη προπαγάνδα, να δούμε και τη ρωμαίικη άποψη η οποία, αν όχι τίποτα άλλο, έχει μεγαλύτερη ερμηνευτική ικανότητα (και λιγότερες λογικές αντιφάσεις) για τα γεγονότα της περιόδου 750-800. Η εικόνα που θα προκύψει από τη ρωμαίικη άποψη δεν είναι πλήρως γνωστή. Πάντως ο γενικός άξονας γύρω από τον οποίο θα συμπληρωθούν οι ψηφίδες αυτού του μωσαϊκού είναι γνωστός και είναι αυτός που περιγράψαμε σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Ας δούμε τώρα τι ακριβώς συνέβηκε μετά από την απόφαση του Καρλομάγνου να έρθει σε ρήξη με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον Πάπα. Ήδη το 787, οι Φράγκοι έχοντας κυριαρχήσει οριστικά στη Β. Ιταλία και έχοντας θέσει υπό την «προστασία» τους την Κεντρική Ιταλία επιτέθηκαν στο Νότο. Πρώτος στόχος ήταν το ανεξάρτητο λογγοβαρδικό δουκάτο του Μπενεβέντο, αλλά φυσικά απώτερος σκοπός ήταν η ολοκληρωτική προσάρτηση της Ν. Ιταλίας, έτσι ώστε να εξαλειφθεί κάθε Ρωμαϊκή αντίσταση.
Η Κωνσταντινούπολη θορυβήθηκε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε αδύναμη τη σταδιακή απώλεια του εξαρχάτου της Ραβέννας, αλλά φαίνεται πως η Καμπανία και η Απουλία αποτελούσαν μια αδιαπραγμάτευτη γραμμή άμυνας για την Αυτοκρατορία. Έτσι, αυτοκρατορικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Καλαβρία και συμμάχησαν με το Μπενεβέντο. Από το 787-788 αρχίζουν πλέον οι απευθείας συγκρούσεις του αυτοκρατορικού στρατού με τους Φράγκους, με επίζηλο έπαθλο τη Ν. Ιταλία. Οι διπλωματικές επαφές Κωνσταντινούπολης και Καρλομάγνου διακόπηκαν για δέκα χρόνια και ένα από τα θαύματα της διακοπής υπήρξε το διασημότερο προξενιό του μεσαίωνα, αυτό μεταξύ του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’ και της Ροτρούδης, κόρης του Καρλομάγνου.
Το 794 ο Καρλομάγνος συγκάλεσε στη Φραγκφούρτη μια μεγάλη φραγκική σύνοδο η οποία επισημοποίησε τις πρόσφατες θεολογικές αυθαιρεσίες της αυλής του. Σ’ αυτή τη σύνοδο αποδοκιμάστηκε η λατρεία των εικόνων ως μη χριστιανική, απορρίφθηκε ο τίτλος «οικουμενική» για τη Σύνοδο της Νίκαιας του 787 και εισήχθηκε το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως. Επίσης αποδοκιμάστηκαν και πολλές άλλες ενέργειες της Κωνσταντινούπολης, όπως η αξίωση του αυτοκράτορα να προεδρεύει στις Συνόδους ως «ισαπόστολος», κλπ. Συνολικά, οι Φράγκοι είχαν επιλέξει την αντιπαράθεση σε πολιτικό επίπεδο και προσπαθούσαν τώρα να διακοσμήσουν τα σχέδιά τους με δήθεν θρησκευτικές διαφορές. Γι’ αυτό άλλωστε και τα επιχειρήματά τους δεν έχουν ιδιαίτερη αξία. Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Ρωμανίδης, εδώ έχουμε την περίπτωση «μιας νεόκοπης ομάδας Γερμανικών φυλών που άρχισαν να διδάσκουν στους Ρωμαίους πριν καλά-καλά μορφωθούν οι ίδιοι».
Έτσι κι αλλιώς, οι πηγές στις οποίες μπορούσαν να προσφύγουν οι Φράγκοι θεολόγοι ήταν ελάχιστες – ό,τι είχε απομείνει μετά από 300 χρόνια καταστροφών και σκοταδιού που περιγράψαμε στο 6ο κεφάλαιο. Απ’ ό,τι δείχνει η εξέταση των παραπομπών τους, βασίζονταν κυρίως στο έργο του Πάπα Γρηγορίου Α’ και στις περιλήψεις έργων που είχε διασώσει ο Ισίδωρος Σεβίλλης. Αντίθετα, η Σύνοδος της Νίκαιας είχε, όπως δέχονται και οι δυτικοί ιστορικοί, πρόσβαση σε αμέτρητες πηγές, άλλες από την πατριαρχική βιβλιοθήκη και άλλες τις οποίες είχαν φέρει από τις μητροπόλεις τους οι συνοδικοί. Αναφορές στις πηγές και στην εντυπωσιακά εξαντλητική διασταύρωση χωρίων υπάρχουν στα πρακτικά της Συνόδου της Νίκαιας που σώζονται μέχρι σήμερα.
Μια από τις και τις καινοτομίες τις οποίες εισήγαγαν οι Φράγκοι στη Σύνοδο της Φραγκφούρτης αποτέλεσε για τους επόμενους έντεκα αιώνες το κομβικό σημείο σύγκρουσης ανάμεσα στην Ορθόδοξη και στη Λατινική Εκκλησία, το σλόγκαν, θα λέγαμε, της θρησκευτικής διαμάχης Δύσης και Ορθοδοξίας. Πρόκειται για το «filioque». Γι’ αυτή τη μικρή προσθήκη τριών λέξεων («εκ του Υιού») στο Σύμβολο της Πίστεως έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες και ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα πρέπει να προστρέξει σε πιο ειδικούς από μας για τα θεολογικά επιχειρήματα των δύο πλευρών. Θα αναφέρουμε όμως ορισμένα ιστορικά στοιχεία για τη γένεσή του, αφού ανήκουν στην περίοδο την οποία αναλύουμε.
Κατ’ αρχή, και σ’ αυτό το θέμα οι Φράγκοι έχουν πλάσει ένα μύθο που παραμένει διαδεδομένος ως σήμερα, παρ’ ότι είναι ανυπόστατος ιστορικά. Κυριαρχεί, δηλαδή, η άποψη ότι το filioque αποτέλεσε πηγή διαφοράς ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία.
Ο μύθος αυτός πρέπει επιτέλους κάποτε να εκλείψει. Η αλήθεια είναι ότι οι Ρωμαίοι Πάπες αντιτάχθηκαν στο filioque μόλις αυτό προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Φράγκους. Μάλιστα, ο Πάπας Λέων Γ’ (796-816), επειδή γνώρισε από πρώτο χέρι τις πιέσεις των Φράγκων σ’ αυτό το ζήτημα, προχώρησε σε μια πράξη που φανερώνει το πλήρες μέγεθος της παπικής αντίδρασης στις φραγκικές αυθαιρεσίες. Φρόντισε ώστε το ορθόδοξο Σύμβολο της Πίστεως (χωρίς το filioque) να αναγραφεί σε δυο ασημένιες πλάκες (μια στα λατινικά και μια στα ελληνικά) τις οποίες ανήρτησε σε ψηλό σημείο στο ναό του Αγίου Πέτρου για να είναι ευανάγνωστες από όλους τους πιστούς. Ο Λέων ήλπιζε ότι οι Φράγκοι δε θα τολμούσαν να προσβάλουν το ιερότερο κέντρο της δυτικής Χριστιανωσύνης.
Το 809 οι τελευταίοι προχώρησαν στην επίσημη καθιέρωση του filioque με τη σύνοδο του Άαχεν. Μια και ο Πάπας εξακολουθούσε να διατηρεί την Ορθόδοξη παράδοση, ο Καρλομάγνος έστειλε μια αντιπροσωπεία στη Ρώμη υπό το μοναχό Σμάραγδο για να τον μεταπείσει. Στα πρακτικά της συνάντησης, που διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Λέων αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Οι διάδοχοί του συνέχισαν να είναι αντίθετοι στο filioque μέχρις ότου οι Φράγκοι κατέλαβαν δια της βίας το Πατριαρχείο Ρώμης και εγκατέστησαν οριστικά δικό τους Πάπα (πιθανόν από το 1009 και μετά ). Μόνο τότε, αφού δηλαδή ανέβηκε Φράγκος στον παπικό θρόνο, άρχισαν οι Πάπες να υποστηρίζουν το filioque και να αντιπαρατίθενται στην Ορθοδοξία των υπόλοιπων τεσσάρων Πατριαρχείων. Γι’ αυτό και οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι έπαψαν να ονομάζουν την εκκλησία της Ρώμης «Ρωμαιοκαθολική» μετά την κατάληψή της από τους Φράγκους: δεν ήταν ούτε Ρωμαϊκή (με την εθνική-πολιτιστική έννοια του όρου) ούτε βέβαια Καθολική (αφού είχε πλέον αποσχιστεί από το καθόλου Σώμα της Χριστιανικής Εκκλησίας). Ονομάστηκε από τότε, και αυτός είναι ο μόνος σωστός όρος «Λατινική».
Ας έρθουμε τώρα στην περίφημη στέψη του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα Ρωμαίων τα Χριστούγεννα του 800 στη Ρώμη. Τα γεγονότα πριν και κατά τη στέψη έχουν αποτελέσει το αντικείμενο εξαντλητικής έρευνας από τους μεσαιωνολόγους και έτσι δε χρειάζεται να αναφέρουμε παρά μόνο περιληπτικά. Άλλωστε, μετά τα όσα εκτέθηκαν ως εδώ, η γνώμη μας είναι πως η στέψη αποτέλεσε την κατάληξη και όχι την αρχή της αντιρωμαϊκής πολιτικής των Φράγκων.
Ο Πάπας Αδριανός πέθανε το 796 και τον διαδέχτηκε ο Λέων Γ’. Ο Καρλομάγνος φρόντισε να εξασφαλίσει την υποταγή του νέου Πάπα στέλνοντάς του μια σειρά από οδηγίες και υποχρεώνοντάς τον να χρονολογεί τα έγγραφά του από την ημερομηνία της φραγκικής κατάληψης της Β. Ιταλίας. Ο Πάπας, θέλοντας και μη, έστειλε επίσης στον Καρλομάγνο τα κλειδιά του Αγίου Πέτρου και το λάβαρο της πόλης της Ρώμης.
Οι δυτικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτή η πράξη είναι απόδειξη της προτίμησης του Πάπα για τους Φράγκους σε σχέση με την Αυτοκρατορία. Ο ισχυρισμός θα είχε κάποια βάση αν το παπικό κράτος ήταν αληθινά ανεξάρτητο. Μα η ανεξαρτησία ήταν ανύπαρκτη, όταν πάνω από το κεφάλι των Ρωμηών της Ιταλίας βρίσκονταν οι στρατιές του Καρλομάγνου. Ακόμα και ο Γίββων το είχε διαπιστώσει αυτό, όταν έγραψε πολύ εύστοχα: «η δύναμη και η πολιτική του Καρλομάγνου εξόντωσαν έναν εχθρό (τους Λογγοβάρδους) και επέβαλαν έναν κύριο (master) στους Ρωμαίους». Άλλωστε οι Φράγκοι συμπεριφέρονταν ως ιδιοκτήτες του πρώην εξαρχάτου. Όπως αναφέρει το Codex Carolinus, ο Καρλομάγνος ξήλωσε τα μωσαϊκά του παλατιού της Ραβέννας και τα πήρε στο Άαχεν για να διακοσμήσει το δικό του παλάτι.
Το 799, συγγενείς του πρώην Πάπα Αδριανού επιτέθηκαν, κακοποίησαν και φυλάκισαν το Λέοντα. Με τη βοήθεια φίλων, αυτός κατάφερε να ξεφύγει και να φτάσει ως τη Σαξονία για να ζητήσει βοήθεια του Καρλομάγνου. Ο τελευταίος αποφάσισε να πάρει το μέρος του Λέοντα. Ταυτόχρονα είναι σίγουρο πως είδε μπροστά του μια μοναδική ευκαιρία για να προωθήσει παραπέρα τις επιδιώξεις του. Έτσι, στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, ο Κάρολος πιθανότατα ζήτησε κάποια ανταλλάγματα από τον Πάπα, όσο κι αν οι δυτικές πηγές δεν αναφέρουν κάτι σχετικό. Ο Λέων, του οποίου η ίδια η ζωή εξαρτιόταν πλέον από την υποστήριξη του Καρλομάγνου, δε θα μπορούσε να του αρνηθεί τίποτα.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Λέων γύρισε στο θρόνο του, ενώ ο Κάρολος δήλωσε, εντελώς «συμπτωματικά», ότι θα ήθελε να γιορτάσει την 800ή επέτειο της Γέννησης του Χριστού στη Ρώμη. Στη διάρκεια της ακολουθίας των Χριστουγέννων στον Άγιο Πέτρο, ο Πάπας έστεψε τον Καρλομάγνο, τον έχρισε με έλαιο και οι παριστάμενοι τον επευφήμησαν ως αυτοκράτορα. Ο Κάρολος άρχισε να τυπώνει χρυσά νομίσματα με την απεικόνιση του προσώπου του και το μονόγραμμα του Πάπα. Η 25η Δεκεμβρίου 800 θεωρείται στη Δύση ως η ημερομηνία «ανασύστασης» (renovation) της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».Στα φραγκικά χρονικά της εποχής, το Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ’ ακολουθεί αμέσως ως 68ος αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος.
Οι διάδοχοι του Καρλομάγνου θα φέρουν τον τίτλο του αυτοκράτορα σε διάφορα κρατικά μορφώματα, γνωστότερο από τα οποία είναι η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους», ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Μάλιστα οι Γερμανοί συνέχισαν να αριθμούν τους αυτοκράτορές τους αρχίζοντας από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι και τον Φραγκίσκο Β’ (1806) που θεωρούνταν 120ός Ρωμαίος αυτοκράτορας. Οι Φράγκοι ανέπτυξαν μια υποτυπώδη θεωρητική ερμηνεία για την αυθαίρετη ενέργεια του Καρλομάγνου την οποία και επέβαλαν επί δώδεκα αιώνες μέχρι σήμερα. Η διατύπωση αυτής της θεωρίας σώζεται στο Χρονικό του Laureshein (9ος αιώνας) και την παραθέτουμε παρακάτω:
«Επειδή το όνομα του αυτοκράτορα έπαυσε να υπάρχει στους Γραικούς, και επειδή η Αυτοκρατορία τους κατεχόταν από μια γυναίκα (εννοεί την Ειρήνη), τόσο ο Πάπας Λέων όσο και οι υπόλοιποι Πατέρες που συναθροίστηκαν στη Ρώμη και όλο το χριστιανικό πλήρωμα θεώρησαν ότι όφειλαν να αναγορεύουν αυτοκράτορα το βασιλιά των Φράγκων Κάρολο, που ήταν κύριος της Ρώμης όπου έδρευαν οι Καίσαρες και όλων των άλλων περιοχών της Ιταλίας, της Γαλατίας και της Γερμανίας. Και αφού ο Θεός του είχε εμπιστευθεί όλες τις παραπάνω χώρες, φάνηκε σωστό να αναλάβει με τη βοήθεια του Θεού επίσης και με τις προσευχές όλων των Χριστιανών και τον τίτλο του αυτοκράτορα».
Στην πραγματικότητα, ο ακριβής τίτλος που απονεμήθηκε στον Καρλομάγνο κατά τη στέψη δεν μας είναι γνωστός. Ο ίδιος πάντως δεν τόλμησε ποτέ να υπογράψει ως «Βασιλεύς Ρωμαίων» («Imperator Romanorum») που ήταν ο τίτλος των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Απλώς στο «rex Francorum» και «rex Langobardorum» πρόσθεσε μετά το 800 το «Romanorum gubernans imperium» («διοικητής του βασιλείου των Ρωμαίων»). Αυτή η έκφραση είναι άγνωστη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική παράδοση.
Αργότερα οι Φράγκοι υποστήριξαν ότι με την εθελοντική του επιλογή να στέψει τον Καρλομάγνο, ο Πάπας μετέφερε το αυτοκρατορικό στέμμα από την Ανατολή στη Δύση, από τους Γραικούς στους Φράγκους. Επικαλούμενοι αυτή την περίφημη θεωρία της «translatio imperii» μεταγενέστεροι πάπες, όπως ο Ιννοκέντιος Γ’, προσπάθησαν να επιβάλουν και να επισημοποιήσουν τους θεοκρατικούς σκοπούς τους πάνω στους αυτοκράτορες της Δύσης. Αλλά οι θλιβερές δυτικές ιστορίες των ατέρμονων συγκρούσεων ανάμεσα σε στρατοκράτες πάπες και σε απολυταρχικούς Φραγκογερμανούς ηγεμόνες δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι κατά πόσο η ενέργεια του Λέοντα Γ’ ήταν εθελοντική. Είδαμε πιο πάνω την άποψη του Γίββωνα. Ο Θεοφάνης, με τη σειρά του, γράφει χαρακτηριστικά ότι ο Λέων γύρισε στο θρόνο του (μετά τα επεισόδια του 799) και από τότε η Ρώμη βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Φράγκων: «ο δε (Λέων) προσφυγών τω ρηγί των Φράγγων Καρούλω, ημύνατο τους εχθρούς αυτού πικρώς και πάλιν απεκατέστησεν αυτόν εις τον ίδιον θρόνον, γενομένης της Ρώμης απ’ εκείνου καιρού υπό την εξουσίαν των Φράγγων». Για το Θεοφάνη, δηλαδή, που έγραφε μόλις 14 χρόνια αργότερα, τα δυο γεγονότα έχουν σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Η αποκατάσταση του Λέοντα σήμαινε και την υποδούλωση της Ρώμης στους Φράγκους. Τα περί ανεξάρτητης απόφασης ήταν τόσο αφελή που δεν έπειθαν κανένα Ρωμαίο της Ανατολής. Ο Θεοφάνης καταλήγει: «ο δε (Λέων) τον Κάρουλον αμειβόμενος έστεψεν αυτόν εις βασιλέα Ρωμαίων εν τω ναώ του αγίου αποστόλου Πέτρου, χρίσας ελαίω από κεφαλής έως ποδών και περιβαλών βασιλικήν εσθήτα και στέφος». Το απλό λογικό συμπέρασμα κάθε αδέσμευτου ερευνητή, ότι ο Λέων αντάμειψε τον Κάρολο για την προσωπική βοήθεια του τελευταίου στέφοντάς τον στη Ρώμη, υπάρχει λοιπόν ήδη στο Θεοφάνη και δε χρειάζονται ακροβατισμοί και πολύπλοκα σενάρια για να ανακαλύψουμε την αλήθεια.
Επίσης ενδεικτική είναι και μια φράση του Einhard, συμβούλου του Καρλομάγνου, στην οποία θα επανέρθουμε και παρακάτω. Γράφει ο Einhard για την περίοδο μετά το 800: (παρ’ όλη τη συνθήκη ειρήνης του 812) «η δύναμη των Φράγκων έμοιαζε πάντα ύποπτη στα μάτια των Γραικών και των Ρωμαίων». Παραδέχεται δηλαδή ότι και αυτοί που ονομάζονταν Ρωμαίοι από τους Φράγκους (οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι) έτρεφαν εχθρικά αισθήματα για τους Φράγκους. Τότε πως θα ήταν δυνατό να ανακηρύξουν τον Κάρολο αυτοκράτορά τους; Γι’ αυτούς ο Καρλομάγνος δεν ήταν παρά ένας ξένος κατακτητής. Ούτε Ρωμαίος ήταν ούτε τον ήθελαν για βασιλιά τους οι Ρωμαίοι.
Αλλά φαίνεται πως αυτά τα αυταπόδεικτα δεν αρκούν για να πείσουν τους δυτικούς ιστορικούς ώστε να τελειώνουμε κάποτε με εκφράσεις του τύπου «ανασύσταση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Έχοντας ζήσει επί αιώνες πιστεύοντας πως είναι μέλη της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους», οι δυτικοευρωπαίοι δυσκολεύονται και, τελικά, αρνούνται να αποκηρύξουν την παραχάραξη της Ιστορίας που κατασκεύασαν οι πρόγονοί τους. Γι’ αυτό τονίσαμε στην εισαγωγή της μελέτης μας ότι το ιστορικό υπόβαθρο από το οποίο ξεκινούν αυτοί παραμένει εντελώς διαφορετικό από το δικό μας και η διαφορετική πολιτιστική τους παράδοση δεν τους επιτρέπει να αποκαταστήσουν, έστω και σήμερα, την ιστορική αλήθεια.
Τελειώνοντας το σχολιασμό του Χρονικού του Laureshein πρέπει να υπογραμμίσουμε και το αξιοσημείωτο λογικό σφάλμα στο οποίο υποπίπτει το απόσπασμα που παραθέσαμε. Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι εξαιτίας της έλλειψης αυτοκράτορα στους «Γραικούς» αποφασίστηκε να αναγορευτεί αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος. Μα τότε θα έπρεπε ο Καρλομάγνος να είναι «αυτοκράτορας των Γραικών»! Σε τέτοια κωμικά λάθη πέφτουν οι Φράγκοι όταν προσπαθούν να πλαστογραφήσουν την Ιστορία και να ονομάσουν «Γραικούς» τους Ρωμαίους της Ανατολής για να τους ξεχωρίσουν από τους ομοεθνείς Ρωμαίους της Ιταλίας.
Η αντίδραση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη στέψη του Καρλομάγνου ήταν, φυσικά, εχθρική. Ο Καρλομάγνος θεωρήθηκε σφετεριστής ενός τίτλου που ανήκε μόνο στο Ρωμαίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Για να απαλύνει τις αντιδράσεις (ή για να ολοκληρώσει τα επεκτατικά του σχέδια, ανάλογα με το πως ερμηνεύει κάποιος τα γεγονότα) ο Κάρολος έστειλε το 802 επίσημη αντιπροσωπεία ζητώντας σε γάμο την αυτοκράτειρα Ειρήνη, ώστε να ενωθούν «τα εώα και τα εσπέρια», κατά την περίφημη φράση του Θεοφάνη. Η ανατροπή όμως της Ειρήνης τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ματαίωσε κάθε τέτοια προοπτική.
Οι μάχες Ρωμαίων και Φράγκων ξανάρχισαν το 804 γύρω από τις ρωμαϊκές επαρχίες της Βενετίας και της Δαλματίας, αφού ο φραγκικός επεκτατισμός έφτανε τώρα ως τα Βαλκάνια. Μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις, τα δύο μέρη υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης το 812, σύμφωνα με την οποία οι δυο περιοχές παρέμεναν ρωμαϊκές. Με τη σειρά της η Κωνσταντινούπολη αναγνώρισε τις φραγκικές απαιτήσεις στην Κροατία και η αντιπροσωπεία της προσφώνησε τον Καρλομάγνο ως «βασιλέα». Δεν είναι εύκολο να αποφανθούμε τι ακριβώς, σήμαινε αυτή η παραχώρηση για την Κωνσταντινούπολη, αφού δεν διασώζονται σχετικά σχόλια στις πηγές. Πάντως με το θάνατο του Καρλομάγνου του 814, η φραγκική δύναμη εξασθενεί και το όλο ζήτημα του τίτλου των διαδόχων του δεν πολυαπασχολεί την Κωνσταντινούπολη μέχρι τον επόμενο αιώνα.
Μετά το θάνατο του, ο Καρλομάγνος θα αποτελέσει το μεγαλύτερο θρύλο της μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης και τα κατορθώματά του θα τροφοδοτήσουν αμέτρητα λογοτεχνική έργα. Κορυφαίο ανάμεσά τους το μεγάλο έπος του 12ου αιώνα με το οποίο αρχίζει η γαλλική λογοτεχνία, το «Chanson de Roland». Για τους δυτικοευρωπαίους παραμένει μέχρι σήμερα ο σπουδαιότερος ηγεμόνας της Ιστορίας τους και η βασιλεία του αποτελεί την απόδειξη της κοινής καταγωγής όλων των λαών που ονομάζονται σήμερα «δυτικοί». Γι’ αυτό άλλωστε το μεγαλοπρεπές κτίριο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες φέρει το όνομά του. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι υπάρχει θεσμοθετημένο και «Βραβείο Καρλομάγνου» το οποίο απονέμεται (στο Άαχεν) σε άτομα που συνεισφέρουν στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το βραβείο αυτό, που φέρει το όνομα ενός εχθρού και κατακτητή της Ρωμηοσύνης, έχει απονεμηθεί, ως γνωστόν, και σε κορυφαίο Έλληνα πολιτικό που πρωτοστάτησε στην είσοδο μας στην ΕΟΚ. Φαίνεται πως η ιστορική αμνησία που απλώνεται σιγά-σιγά σε όλον τον ελληνισμό θα επιτρέψει να αποδεχθούμε ως μέλη της «δικής μας κληρονομιάς» όλους τους ιστορικούς εχθρούς της Ρωμηοσύνης, αρκεί να μας το ζητούν οι δυτικοευρωπαίοι εταίροι μας....
Ολοκληρώνοντας το τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης μας, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πως αυτό που προκαλεί εντύπωση στα γεγονότα του 750-812 είναι ότι ρωμαϊκή αντίδραση στο φραγκικό επεκτατισμό υπήρξε καθαρά αμυντική, για να μην πούμε παθητική. Δεν ήταν οι Ρωμηοί που αποφάσισαν να διακόψουν τους δεσμούς με τη Δύση, αλλά το αντίστροφο. Οι δυτικοί, οι Φράγκοι, θέλησαν με κάθε τρόπο να ξεκόψουν κάθε πολιτικό και πολιτιστικό δεσμό και να συγκρουστούν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και είναι θρασύτατο ψεύδος η κατοπινή προπαγάνδα τους περί συγχώνευσης Ρωμαίων και Φράγκων που δήθεν παρήγαγε τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Όλες οι επιθετικές ενέργειες προήλθαν από τη μεριά των Φράγκων οι οποίοι δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, στρατιωτική βία, εκβιασμούς στον Πάπα, καταστροφές κτισμάτων, πλαστογραφήσεις εγγράφων, αλλοιώσεις εθνικών ονομασιών, για να υποδουλώσουν τους Ρωμηούς της Ιταλίας και όχι για να «συγχωνευθούν» μαζί τους. Αλλά και, γενικότερα, διαβάζοντας κανείς τις πηγές της εποχής σχηματίζει την εντύπωση ότι την διάσταση την τόνισαν πολύ περισσότερο οι Φράγκοι παρά οι Ρωμαίοι. Ο Θεοφάνης αντιπαρέρχεται τη στέψη του Καρλομάγνου σε δυο γραμμές για να επιστρέψει στα πιο πιεστικά προβλήματα της Αυτοκρατορίας με τους Άραβες.
Δικαίωμα των Φράγκων, φυσικά, ήταν να συγκρουστούν με την Αυτοκρατορία. Εφόσον όμως διάλεξαν να αποσχιστούν και να δημιουργήσουν την δική τους πολιτιστική παράδοση, αποτελεί θρασύτατη παραποίηση της Ιστορίας το να αποκαλούν αργότερα το κράτος τους «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», να ονομάζουν τους Ρωμαίους «Γραικούς», και να ισχυρίζονται ότι οι «Βυζαντινοί» κατέστρεψαν τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, κληρονόμοι του οποίου είναι δήθεν οι δυτικοί.
Αν στο θεολογικό επίπεδο η μεγάλη ρήξη της Δύσης με τη Ρωμιοσύνη πρέπει να αναζητηθεί στα Libri Carolini, στο καθημερινό επίπεδο πρέπει να την εντοπίσουμε στη στρατιωτική κατοχή της Κεντρικής Ιταλίας, του Εξαρχάτου, και στις επιθέσεις εναντίον του Νότου. Γνώρισαν τότε οι Ρωμηοί από πρώτο χέρι τις αδίστακτες διαθέσεις των Φράγκων, και αυτή η γνώση σημάδεψε για πάντα το χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της Ρωμηοσύνης. Ήδη από τις αρχές του 9ου αιώνα, ο σύμβουλος και βιογράφος του Καρλομάγνου, Einhard, είχε αποτυπώσει τα αισθήματα των Ρωμηών μετά τις αλλεπάλληλες επιθετικές ενέργειες των Φράγκων: «Όταν (ο Κάρολος) αποδέχτηκε τον τίτλο του αυτοκράτορα, προκάλεσε πολλές υποψίες (στους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης), διότι θα μπορούσε κάλλιστα να σχεδιάζει να τους πάρει την αυτοκρατορική εξουσία (...) Η δύναμη των Φράγκων φαινόταν πάντα ύποπτη στα μάτια των Γραικών και των Ρωμαίων. Από κει προέρχεται και η γραικική παροιμία που λέγεται ακόμη και σήμερα (το 830): Αν ένας Φράγκος είναι φίλος σου, τότε σίγουρα δεν είναι γείτονάς σου».
Αυτή η παροιμία συνοψίζει πολύ εύγλωττα τα συμπεράσματα των Ρωμηών από τη «γνωριμία» με τους Φράγκους. Πολύ πριν από το Σχίσμα και τις «Σταυροφορίες», λοιπόν, οι Ρωμηοί είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τι σήμαινε η πρωτογονική αλαζονεία των δυτικών. Και πολύ πριν από την τουρκοκρατία είχαν σχηματίσει οι δυτικοί την εχθρική τους στάση απέναντί μας. Η μεγάλη διάσταση της Δύσης με τη Ρωμηοσύνη υπήρξε συνειδητή απόφαση των Φράγκων οι οποίοι γνώριζαν μάλιστα και τις επιπτώσεις των ενεργειών τους, όπως φανερώνει το παραπάνω απόσπασμα του Einhard. Έτσι, η πρώτη εμφάνιση της «ευρωπαϊκής συνείδησης» ταυτίζεται με την απόφαση των Φράγκων να αποκοπούν από τη Ρωμαϊκή Χριστιανική Οικουμένη και να συγκρουστούν με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Όπως τονίσαμε και στην εισαγωγή, η έννοια της Δυτικής Ευρώπης γεννιέται από τον 8ο αιώνα ακριβώς μέσα από την αντίθεση με τη Ρωμηοσύνη και εξαιτίας αυτής της αντίθεσης. Γι’ αυτό και είναι εντελώς περιττές οι συζητήσεις σχετικά με το αν το «Βυζάντιο» (και η διάδοχός του, η Ελλάδα) ανήκει στη Δυτική Ευρώπη ή όχι.
Πάντως για όσους διατηρούν ακόμη κάποιες αμφιβολίες, τις αληθινές διαθέσεις των Φράγκων απέναντι στους Ρωμαίους τις διέσωσε για τις επόμενες γενιές ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμόνας, που ήρθε στην Κωνσταντινούπολη του 969 ως απεσταλμένος του Φραγκογερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α’. Η περιπετειώδης συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, υπήρξε λίαν αποκαλυπτική. Όταν ο Φωκάς παρατήρησε ότι ο Όθωνας δεν έχει δικαίωμα να παντρευτεί (όπως το ζητούσε) πορφυρογέννητη βασιλοπούλα της Κωνσταντινούπολης διότι «εσείς δεν είστε Ρωμαίοι, αλλά Λογγοβάρδοι», ο Λιουτπράνδος αντί να προσπαθήσει να ενισχύσει τη θέση του με κάποια επιχειρηματολογία υπέρ της ρωμαϊκότητας των βαρβάρων ξέσπασε σε ένα αντιρωμαϊκό υβρεολόγιο που έχει μείνει ιστορικό. Ας παραθέσουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα της απάντησής του:
«Ο αδελφοκτόνος Ρωμύλος, από τον οποίο ονομάστηκαν οι Ρωμαίοι, έγινε γνωστός από τη χρονογραφία ως πορνογέννητος, δηλαδή νόθος, και ίδρυσε άσυλο (σ.σ. τη Ρώμη) στο οποίο δέχθηκε χρεοφειλέτες, δραπέτες, δούλους, φονιάδες και κακούργους αξιοθάνατους και μάζεψε κοντά του έναν συρφετό τέτοιων ανθρώπων, τους οποίους ονόμασε Ρωμαίους. Απ’ αυτούς δε τους ευγενείς κατάγονται εκείνοι τους οποίους εσείς ονομάζετε κοσμοκράτορες, δηλαδή αυτοκράτορες. Αυτούς όμως εμείς, δηλαδή οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Βαυαροί, οι Σουηβοί, οι Βουργούνδιοι τους περιφρονούμε τόσο πολύ, ώστε όταν οργιζόμαστε κατά των εχθρών μας δεν τους απευθύνουμε καμιά άλλη από τις ύβρεις παρά μόνο τη λέξη: Ρωμαίε! Και σ’ αυτό μόνο το όνομα των Ρωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε είδος αγένειας, δειλία, φιλαργυρία, ασωτεία, απιστία, και γενικά κάθε είδος κακίας».
Ασφαλώς το κείμενο αυτό του επίσημου απεσταλμένου του Φραγκογερμανού αυτοκράτορα μιλάει από μόνο του για τα αισθήματα όλων των δυτικών απέναντί μας. Μας παρέχει επίσης τη χρήσιμη πληροφορία ότι ως το 969 οι Φράγκοι προφανώς δεν είχαν αποφασίσει ακόμη να «συγχωνευθούν» με τους Ρωμαίους. Η σχετική παραποίηση της Ιστορίας ανάγεται λοιπόν σε μεταγενέστερη εποχή...
Δεν ήταν επομένως ούτε η τουρκοκρατία ούτε οι «Σταυροφορίες» ούτε το Σχίσμα οι αιτίες της απομάκρυνσης ελληνισμού και Δύσης. Αυτά όξυναν την διαφορά. Η διαφορά όμως προϋπήρχε και οφειλόταν σε πολύ χειροπιαστούς λόγους τους οποίους είχαν γνωρίσει από τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα οι πρόγονοί μας. Στο δίλημμα «Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα» η δυτική Ευρώπη είχε διαλέξει ήδη από τον 8ο αιώνα τη βαρβαρότητα, και οι συνέπειες αυτής της επιλογής σφράγισαν την παγκόσμια Ιστορία από τότε μέχρι τις μέρες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου