Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Η μετάνοια. Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Σάββατο, 25 Αυγούστου 2012

Η μετάνοια. Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Η μετάνοια
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

«...πεπλήρωται ο καιρός και ήγγικεν η βασιλεία του Θεού· μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μάρ. 1, 15).
Μετάφραση: Συμπληρώθηκε ο καθορισμένος καιρός κι έφτασε η βασιλεία του Θεού. Μετανοείτε και πιστεύετε στο χαρμόσυνο αυτό μήνυμα.

Εκφωνήθηκε στον καθεδρικό ναό του Βελιγραδίου, σε περίοδο νηστείας.

Αδελφοί μου, σήμερα, σ' αυτή την πόλη πέθαναν δέκα πέντε άνθρωποι. Το ίδιο συνέβη χθες και προχθές. Καθημερινά πεθαίνουν περίπου δέκα πέντε άνθρωποι. Αυτός είναι περίπου ο μέσος όρος νεκρών στο Βελιγράδι. Αν για αυτούς τους νεκρούς κύλησαν έστω δέκα πέντε δάκρυα, σκεφτείτε πως για αυτούς που πέθαναν κατά τη διάρκεια μισού αιώνα, θα έχει σχηματιστεί μία λίμνη δακρύων! Αυτά τα πικρά δάκρυα είναι το αλάτι της ζωής, διαφυλάσσουν, συντηρούν τη ζωή.

Αυτά τα πικρά δάκρυα εξισορροπούν τη ζυγαριά, που φέρει στο ένα ζύγι τα δάκρυα και στο άλλο ζύγι τα πολλά γέλια, την απόλαυση και την αμαρτία αυτής της πόλης. Τόσο πολύτιμα και τρυφερά είναι τα ανθρώπινα δάκρυα για τους νεκρούς!
Κυλούν κάθε μέρα και κάθε νύχτα αδιάκοπα. Χύνονται από τα μάτια των μανάδων, των πατεράδων, των γυναικών, των ανδρών, των παιδιών και των φίλων. Η πύλη του νεκροταφείου καθημερινά ανοίγει -η πύλη του θανάτου ποτέ δεν κλείνει- και μέσω αυτής της πύλης, καθημερινά σ' αυτήν την πόλη, δέκα πέντε ανθρώπινα πλάσματα εγκαταλείπουν αυτή τη ζωή.

Δεκαπέντε άνθρωποι καθημερινά! Αυτό σημαίνει σε δυο μήνες ένα ολόκληρο τάγμα στρατού και έξι τάγματα σε μία χρονιά. Υπολόγισε άνθρωπε, ποια εισφορά σε ανθρώπους και σε δάκρυα πλήρωσε η ανθρωπότητα για τη ζωή, κατά τη διάρκεια μόνον της εποχής που ζεις. Θυμήσου πως ο φόρος αυτός είναι μόνον ένα μέρος της αξίας της ζωής σου. Μάθε να σέβεσαι τη ζωή τη δική σου και των άλλων, σαν το πιο πολύτιμο πράγμα, τη ζωή που μόνον ο Θεός, ο Δημιουργός μπορεί να χαρίσει σ' αυτόν τον κόσμο.

Και αύριο θα πεθάνουν άλλοι δεκαπέντε άνθρωποι και ανάμεσα τους μπορεί να είμαστε εσύ και εγώ, φίλε μου. Ας φανταστούμε πως εγώ και εσύ, θα είμαστε ανάμεσα σ' αυτούς τους δεκαπέντε. Ας σκεφτούμε ότι εγώ και εσύ, αύριο το βράδυ θα ξαπλώνουμε όχι στο κρεβάτι μας, αλλά σε τάφο στο νεκροταφείο, δυο μέτρα βαθιά κάτω από το χώμα. Σ' αυτή την περίπτωση, ας αναρωτηθούμε, τι θα ήταν αναγκαίο να κάνουμε εγώ και εσύ, αυτές τις τελευταίες ώρες που μας απομένουν σ' αυτή τη ζωή;

Μήπως θα ήταν καλό, να περάσουμε τον λίγο καιρό που μας απομένει, διασκεδάζοντας ή πηγαίνοντας στο θέατρο; Ή να μετρήσουμε τα χρήματά μας και τους πολύτιμους λίθους μας; Ή να μαλώσουμε με τους γείτονες ή να κριτικάρουμε τα έργα των άλλων; Μήπως να περάσουμε τις τελευταίες ώρες μας τρώγοντας και πίνοντας; Μήπως να ασχοληθούμε με το ντύσιμό μας, να φορέσουμε τα καινούργια μας ρούχα, περιφρονώντας εκείνους που δεν έχουν ρούχα σαν τα δικά μας; Όλα αυτά θα ελαφρύνουν το βάρος χιλίων κιλών χώματος, που θα ρίξουν αύριο το βράδυ πάνω στο σώμα μας; Μήπως να περάσουμε τις τελευταίες ώρες μας, σχεδιάζοντας την εκδίκηση των εχθρών μας, που και οι ίδιοι σύντομα θα ανήκουν σε μία δεκαπεντάδα που θα «περάσει» την πύλη του νεκροταφείου;

Πριν απαντήσουμε, ας μην ξεχάσουμε πως εγώ και εσύ, αύριο θα είμαστε σάπιο χώμα κάτω από τη γη, εντελώς ακίνητοι, βουβοί, χωρίς αναπνοή.

Ας αναρωτηθούμε, μήπως υπάρχει κάτι πιο καλό και πιο σημαντικό απ’ όλα όσα αναφέρθηκαν;

Ίσως κάποιος θα πει πως καλό θα ήταν να βρούμε κάποιον τρόπο να γλιτώσουμε τον θάνατο και να αφήσουμε την αυριανή δεκαπεντάδα να ταξιδέψει χωρίς εμάς και εμείς να φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο σε ένα ή σε δυο χρόνια, ή σε δέκα χρόνια ή σε πενήντα χρόνια με άλλη δεκαπεντάδα.

Πώς όμως να πολεμήσει κανείς εναντίον του θανάτου;

Ο θάνατος δεν γνωρίζει πολιτικά κόμματα, για να προστατεύει το κάθε μέλος του και να βοηθά στην πραγματοποίηση της κάθε επιθυμίας του. Ο θάνατος στέκεται πάνω από κάθε κόμμα και πάνω από κάθε εθνικότητα, πάνω από τα γηρατειά και τη νεότητα, πιο πάνω από την υγεία και την αρρώστια, πιο πάνω από τα γέλια και τα δάκρυα. Ο θάνατος έχει το δικό του ρολόι, το οποίο δεν συμφωνεί με το δικό μας ρολόι. Όταν εμείς λέμε: «ήρθε η ώρα», ο θάνατος λέει: «νωρίς είναι». Όταν εμείς λέμε «νωρίς είναι», ο θάνατος λέει «ήρθε η ώρα». Γι' αυτό το λόγο ο αγώνας εναντίον του θανάτου, είναι το ίδιο άσκοπος σαν τον αγώνα εναντίον της κίνησης του πολικού αστέρα από το βορά στο νότο.

Πώς λοιπόν να «ξοδέψουμε» αυτές τις ώρες πριν τον θάνατο;

Σκεφτόμενος πολύ αυτό το ερώτημα, βρήκα μία απάντηση, την οποία θέλω να σας πω απόψε. Μήπως έχετε ακούσει για τους χατζήδες και για το προσκύνημα τους στους Άγιους Τόπους; Στη χώρα μας, ακόμη και τώρα υπάρχουν πολλά επίθετα που αρχίζουν με τη λέξη «χατζής». Παλαιότερα οι άνθρωποι ταξίδευαν πολύ στην Άγια χώρα, στο «λίκνο» της πίστης μας, για να προσκυνήσουν τους Άγιους Τόπους.
Στην εποχή μας, αυτή η συνήθεια παρόλο που περιορίστηκε, δεν έπαψε να υπάρχει. Γι' αυτό το λόγο σκέφτομαι να σας προτείνω, να κάνουμε πριν το θάνατο, αυτό που κάνουν οι χατζήδες πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους στους Άγιους Τόπους, επειδή και εγώ και εσείς, αφήνοντας αυτόν τον κόσμο και πλησιάζοντας την πύλη του θανάτου, αναχωρούμε για μία ιερή χώρα, για τον άλλο κόσμο που είναι πιο κοντά στο Θεό. Αυτός ο κόσμος είναι η ανατολή της ζωής, όπου στη θέση του ήλιου και των αστεριών λάμπει ο ίδιος ο Θεός με το φως Του.

Ορίστε, τι κάνει ο άνθρωπος, που ετοιμάζεται για προσκύνημα στην Άγια χώρα. Πρώτον νηστεύει και πιέζει τον εαυτό του να προσεύχεται μέρα και νύχτα, επισκέπτεται την εκκλησία, κοινωνεί, βοηθά με ελεημοσύνες τους συνανθρώπους του, τους φτωχούς και τους δυστυχείς.
Στη συνέχεια πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι σ' όλο το χωριό του και τους αποχαιρετά όλους, παρακαλώντας τους φίλους να τον θυμούνται στην προσευχή τους και παρακαλώντας τους εχθρούς να του συγχωρήσουν όλες τις προσβολές και αδικίες. Εκτός από αυτά ο μελλοντικός προσκυνητής αποφεύγει τις ματαιόδοξες διασκεδάσεις και τα γλέντια, αποφεύγει τα γέλια και τις φλύαρες κουβέντες.
Και τη στιγμή της αναχώρησης, φορά καινούρια ρούχα, ευλογεί όλους όσους μένουν στο χωριό, τους συγγενείς και μη, τους φίλους και τους εχθρούς, και, ζητά και τη δική τους ευλογία. Όλα αυτά τα κάνει, επειδή είναι ένας αμαρτωλός άνθρωπος που αναχωρεί για την Ιερή χώρα, θέλοντας να πλησιάσει τον Θεό. Με δέος λοιπόν και επιμέλεια φροντίζει να αναγεννηθεί, να καθαριστεί και να ανανεωθεί, για να αξιωθεί την παρουσία του Θεού.

Όλα όσα κάνει ο προσκυνητής πριν την αναχώρησή του στην Άγια χώρα, μπορούν να εκφραστούν με μία λέξη: μετάνοια. Και όλα αυτά, φίλοι μου, προτείνω σε σας και στον εαυτό μου να κάνουμε τις τελευταίες ώρες, πριν το πόδι μας πατήσει στην Αγιότερη χώρα και πριν γίνουμε προσκυνητές του Θεού και των αγγέλων Του.

Όταν ο Μωυσής πλησίασε τον Θεό στο υψηλό όρος Χωρήβ, άκουσε μία υπερφυσική φωνή να του λέει: «Μη έγγισης ώδε, λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου· ο γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας, γη αγία εστί» (Έξοδος, Γ, 5-6). Η εντολή «λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου», σημαίνει βέβαια κάτι περισσότερο από το να βγάλεις τα παπούτσια από τα πόδια σου. Η βαθύτερη, πνευματική σημασία αυτής της εντολής είναι: «αναγεννηθείτε, εξαγνιστείτε, ανανεωθείτε». Το μέρος ονομάζεται αγία γη, όχι επειδή το όρος Χωρήβ ήταν αγία γη από μόνο του. Εκείνος ο τόπος έγινε άγιος από τη στιγμή που ο Θεός θέλησε να συναντήσει και να πλησιάσει τον θνητό άνθρωπο, έγινε άγιος τόπος εξαιτίας της παρουσίας Του.

Πράγματι, ολόκληρο το σύμπαν δεν θα είχε ούτε ένα μόριο, ούτε ένα άτομο άγιο, αν η αγιότητα του αιώνιου Δημιουργού, δεν φώτιζε τα πάντα και εάν το μαρτύριο και η ανάστασή Του, δεν χάριζε στην οικουμένη ένα λαμπρό φωτοστέφανο. Και εμείς όμως, εκτός από τον ταξιδιώτη που θέλει να πάει στην Ιερή χώρα, καθημερινά πλησιάζουμε στην αγία χώρα. Για εκείνους, που θα περάσουν στη γη κάποιες εκατοντάδες και χιλιάδες μέρες, κάθε μέρα σημαίνει ένα βήμα πιο κοντά στην Ιερή χώρα.
Ιδιαίτερα για μένα και για σένα, φίλε μου, για μένα και για σένα τους οποίους ο θάνατος, αύριο θα εξορίσει από αυτό τον κόσμο, για μας κάθε ώρα, κάθε λεπτό είναι ένα μεγάλο βήμα προς αυτή τη νέα, άγνωστη και άγια χώρα, από την οποία οι προσκυνητές δεν επιστρέφουν.
Εμείς ήδη βρισκόμαστε στην τελευταία μέρα, στο τελευταίο μας βήμα. Μπροστά μας υπάρχει «ο καιόμενος βάτος» η άσβηστη, αιώνια φλόγα του Θεού. Σ' αυτή την εορταστική στιγμή πριν το θάνατο, όταν πρέπει να πλησιάσουμε αυτή τον «καιόμενο βάτο», ακούμε ξεκάθαρα την παρακάτω φωνή, εκτός και αν το πνεύμα μας είναι κουφό και δεμένο με αυτόν τον κόσμο: «Μη εγγίσης ώδε, λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου ο γάρ τόπος, εν ω συ έστηκας, γη άγια εστί».

Η φωνή αυτή λοιπόν μας ζητά να «καθαριστούμε» να εξαγνιστούμε, γιατί τίποτε ακάθαρτο δεν εισέρχεται σ' αυτή τη φλόγα, γιατί καθετί ακάθαρτο γίνεται στάχτη, ό,τι όμως είναι εξαγνισμένο και άγιο δεν καίγεται. Η θεϊκή φλόγα το κρατάει, το διατηρεί μέσα της, σε μια ανείπωτη, ανεκδιήγητη χαρά, ανέκφραστη δύναμη και αγιότητα!

Είναι βέβαια σαφές πως σ' αυτό το σημείο με τη λέξη «υπόδημα» εννοείται η ψυχή του ανθρώπου και όχι τα «υποδήματά» του. Επειδή δεν εμφανίζεται ο άνθρωπος ενώπιον του Θεού με τα υποδήματα. Ας προσέξουμε λοιπόν με τι είδους υποδήματα και με τι είδους ένδυμα ντύσαμε την ψυχή μας, την ώρα που ετοιμαζόμαστε να παρουσιαστούμε ενώπιον του Θεού. Και αν βρούμε πως η ψυχή μας είναι ντυμένη στην αμαρτία, γρήγορα να «ξεντυθούμε» από αυτό το επικίνδυνο ένδυμα, για να μην κατακαεί η ψυχή μας, στην φρικτή φωτιά του βάτου, ο οποίος «καίεται μεν πυρί, αλλά ου κατεκαίετο».

Αυτή η πράξη, το να αποβάλλει κανείς το φόρεμα της αμαρτίας, είναι η μετάνοια. Προτείνω λοιπόν, σε όλους, και σε εμένα και σε εσένα την μετάνοια. Η μετάνοια να είναι η τελευταία μας απασχόληση τις τελευταίες ώρες μας, πριν το θάνατο.

Είτε λοιπόν πεθάνουμε αύριο είτε πεθάνουμε μεθαύριο, είτε σε δέκα ή σε πενήντα χρόνια, το ίδιο επείγει η μετάνοια, γιατί είναι πολύ σημαντική. Επειδή όλες οι μέρες μας πάνω στη γη είναι μέρες πριν το θάνατό μας. Και γι' αυτό το λόγο οι προφήτες και οι διδάσκαλοι της πίστης και της καλοσύνης, ακούραστα καλούσαν σε μετάνοια όλους τους ανθρώπους. Καλούσαν όλους τους ανθρώπους σε μετάνοια άσχετα με την θέση που είχαν στη ζωή και άσχετα με την ηλικία.

Καλούσαν και τους ηλικιωμένους και τους νέους, και τους άρρωστους και τους υγιείς, και τους ισχυρούς και τους αδύναμους. Γιατί ο θάνατος έχει το δικό του ρολόι, το οποίο δεν συμφωνεί με το ρολόι των ανθρώπων. Όταν εμείς λέμε για κάποιον πως είναι νωρίς, ο θάνατος λέει «ήρθε η ώρα». Όταν όμως λέμε «ήρθε η ώρα», εκείνος άπαντα «είναι νωρίς». Μετά το θάνατο δεν υπάρχουν ούτε δικαιολογίες, ούτε δυνατότητα μετάνοιας.

Όταν ο βασιλιάς των προφητών, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήρθε από την έρημο, για την εκπλήρωση της αποστολής του στον κόσμο αυτό, φώναζε με οδύνη: «Μετανοείτε»!
Όταν ο ίδιος ο βασιλιάς των βασιλιάδων, άνοιξε το θεϊκό Του στόμα για να διδάξει, κάλεσε τον λαό σε μετάνοια, λέγοντας: «Μετανοείτε γιατί πλησιάζει η βασιλεία των ουρανών».

Το πρώτο αποστολικό κήρυγμα, μετά τη φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, άρχιζε με τα παρακάτω λόγια: Μετανοείτε (Πράξεις Αποστόλων 2, 38).

Και η Εκκλησία του Χριστού, από τα ταραγμένα χρόνια των αποστόλων και των μαρτύρων, μέχρι σήμερα τόνιζε και τονίζει, πως η μετάνοια αποτελεί την αρχή της ανθρώπινης σωτηρίας. Μετανοείτε και πιστέψτε στο Ευαγγέλιο!

Η φωνή του Χριστού έγινε η φωνή της Εκκλησίας, η οποία ακούγεται διαμέσου των αιώνων: Μετανοείτε!

Μελετήστε τις ζωές των μεγάλων Αγίων και Πατέρων της εκκλησίας και θα ανακαλύψετε πως στην αρχή της αγιότητας τους, μετανόησαν. Χωρίς μετάνοια δεν υπάρχει χριστιανισμός. Όπως το παράθυρο του σπιτιού χρησιμοποιείται για δυο ανάγκες: για να βγει από αυτό ο ακάθαρτος αέρας και να μπει ο καθαρός, έτσι και με τη μετάνοια εξέρχεται από τον άνθρωπο το κακό πνεύμα και εισέρχεται το Άγιο Πνεύμα!

Οι σημαντικότεροι Άγιοι ιστορικά, ήταν αυτοί που μετανόησαν ειλικρινά για τις αμαρτίες τους. Η Μαρία η Αιγύπτια για δεκαέξι χρόνια ήταν η πιο αναίσχυντη, η πιο ακόλαστη γυναίκα της Αιγύπτου. Μια μέρα όμως, στάθηκε μπροστά στο ναό του Τάφου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, αναλογίστηκε τη ζωή της και αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή. Από την ψυχή της βαθιά ξεχείλισε μία απέχθεια για τον ίδιο τον εαυτό της, μια απέχθεια για τις παράλογες αμαρτίες της, μια αηδία για όλο το παρελθόν της.
Άνοιξε το «παράθυρο» και φρέσκος αέρας εισήλθε στο πνιγηρό δωμάτιο της ψυχής της. Με μιας, ανακάλυψε τη διαφορά ανάμεσα στη σαπίλα και στη φρεσκάδα, επειδή όπου υπάρχει μόνο σαπίλα, δεν καταλαβαίνει κανείς τη διαφορά σαπίλας και φρεσκάδας, και το ίδιο συμβαίνει όταν όπου υπάρχει μόνο φρεσκάδα.

Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η μετάνοια της μεγάλης αμαρτωλής, και μαζί με τη μετάνοια, η πίστη της στο Ευαγγέλιο. Γιατί χωρίς την επίγνωση της αμαρτίας του ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ανάγκη για το Ευαγγέλιο. Όπως ο άνθρωπος επιθυμεί το νερό για να καθαριστεί, τη στιγμή που καταλαβαίνει την ακαθαρσία του σώματος, έτσι και ο άνθρωπος μόνον, όταν αισθανθεί πως είναι αμαρτωλός και αρχίσει να πνίγεται από την αίσθηση της αμαρτίας και από την «ακαθαρσία» της ψυχής του, μπορεί να επιθυμήσει δυνατά το Ευαγγέλιο του Χριστού.

Κάτι παρόμοιο συνέβη και με την οσία Ταϊσία και την οσία Πελαγία. Και οι δυο τους ήταν γνωστές αμαρτωλές. Η μετάνοιά τους σαν τσεκούρι έσκισε την ζωή τους. Και οι δυο τους με την μετάνοια καθάρισαν την «τσίμπλα» από τα πνευματικά τους μάτια και είδαν την πραγματική όψη του εαυτού τους.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπαν τον εαυτό τους όπως ήταν πραγματικά. Αντίκρισαν την μέχρι τότε ζωή τους με την αηδία, την σιχαμάρα, και τον τρόμο που βλέπει ο άνθρωπος κουλουριασμένα φίδια στο κρεβάτι του. Τραντάχτηκαν και μέσα στην απελπισία τους άρχισαν να «πλένονται» και να «καθαρίζονται» με τη νηστεία, με την προσευχή και με τα δάκρυα της μετάνοιας.
Το Άγιο Πνεύμα, χωρίς το οποίο κανείς δεν μπορεί να «καθαριστεί» και να αγιαστεί, «καθάρισε» και άγιασε αυτές τις δυο μετανιωμένες ψυχές, όπως «καθάρισε» και άγιασε και χιλιάδες άλλες ψυχές, που με την μετάνοια άνοιξαν το «παράθυρο» και το κάλεσαν να «καθαρίσει» και να αγιάσει την ψυχή τους. Έργο ιδιαίτερα προσφιλές σ' Αυτό.

Παρόμοια είναι και η περίπτωση του αγίου Αυγουστίνου, η ανηθικότητα του οποίου τον έφερε στα όρια της απελπισίας και στα όρια της αυτοκτονίας. Εξαιτίας των θερμών προσευχών και των πικρών δακρύων της μητέρας του Μόνικας, ο Αυγουστίνος σώθηκε από τον τελικό αφανισμό. Γιατί στην κατάσταση που έφτασε ο Αυγουστίνος οδηγούνται πολλοί νέοι άνθρωποι.
Η αμαρτία και η απελπισία έφεραν τον Αυγουστίνο στο χείλος μιας τέτοιου είδους καταστροφής, που ο άνθρωπος έχει να επιλέξει ένα από τα δυο, είτε μετάνοια, είτε το σχοινί για κρέμασμα από τα χέρια του διαβόλου. Γιατί αυτός με το σκοινί στο χέρι περπατάει γρήγορα πίσω από κάθε ακόλαστο και απελπισμένο.

Ο όσιος Αυγουστίνος θαρραλέα απομάκρυνε το δαίμονα της ακολασίας και της απελπισίας και άρχισε να μετανιώνει. Από ακόλαστος, με τον καιρό έγινε άγιος, από μιαρό σκεύος έγινε καθαρό σκεύος, από απελπισμένος έγινε ήρωας, ο οποίος ενέπνεε και εμπνέει τον ηρωισμό σε πολλές απελπισμένες ψυχές.

Με την μετάνοια, θαυματουργικά γιατρεύτηκε και ο ληστής Μωυσής. Κάποτε, αφού διέπραξε πολλούς φόνους και ληστείες επιτέθηκε με τη συμμορία του σε ένα μοναστήρι. Και ενώ μέχρι τότε ασυλλόγιστα επιτίθονταν σε άλλους ανθρώπους, από τότε που μετανόησε επιτίθονταν μόνον στον ίδιο τον εαυτό του. Δηλαδή άρχισε να τιμωρεί τον εαυτό του, με την πείνα, με την δίψα, με την φυλακή, με τους ραβδισμούς, με την αυτοκριτική. Με αυτή την αυστηρή μέθοδο και με τη βοήθεια του Θεού, κατάφερε να ξεφλουδίσει από την ψυχή του, τον χοντρό φλοιό της αμαρτίας και να φωτίσει την ψυχή του με το πράο και σιωπηρό Πνεύμα του Θεού.

Η μετάνοια είναι ένα πνευματικό λουτρό στο οποίο «καθαρίστηκαν» οι πιο σημαντικοί δημιουργοί, των πιο σημαντικών έργων των χριστιανικών λαών. Όλοι τους εξαγνίστηκαν με τη μετάνοια και γι' αυτό το λόγο μπορούσαν να βοηθούν και άλλους να εξαγνιστούν. Όλοι τους ταπεινώθηκαν μέχρι έσχατου σημείου και γι' αυτό το λόγο ανυψώθηκαν μέχρι τα ουράνια. Ο αριθμός τους είναι δύσκολο να μετρηθεί, όπως δύσκολο είναι να μετρηθεί η μεγαλοσύνη τους. Η Εκκλησία του Χριστού είναι θεμελιωμένη πάνω σε Αγίους που μετανόησαν, όπως τα παλάτια είναι χτισμένα πάνω σε λαξεμένες και ωραίες πέτρες.

Εσείς βέβαια, αδερφοί μου, ίσως πείτε, πως εγώ αναφέρω παραδείγματα μετάνοιας και μετανιωμένων ανθρώπων παλαιότερων εποχών, που στις μέρες μας δεν μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα. Επίσης ίσως πείτε πως όλα τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν ανήκουν όχι μόνο σε παλιότερες εποχές, αλλά και σε απομακρυσμένους λαούς, που έζησαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ζωής.
Θα τολμήσω όμως σε αυτό το σχόλιο να απαντήσω ως εξής: Είναι αλήθεια ότι άλλαξαν πολύ οι εξωτερικές συνθήκες. Άλλαξε ο τρόπος μεταφοράς, ο τρόπος φωτισμού μέσω του ρεύματος, ο τρόπος με τον οποίο εκδίδονται τα βιβλία, ο τρόπος επικοινωνίας των ανθρώπων, ο τρόπος ενδυμασίας μας, ο τρόπος που εργαζόμαστε, ο τρόπος που πολεμάμε. Όλα αυτά είναι διαφορετικά και δεν είναι ίδια με την εποχή που έζησε η Μαρία της Αιγύπτου, ούτε είναι ίδια με την εποχή που έζησε ο Αυγουστίνος στη Ρώμη. Δύο όμως πράγματα, αδελφοί μου, δεν άλλαξαν: ο Θεός και η πορεία προς τον Θεό. Ο Θεός είναι σήμερα ίδιος όπως και τότε. Η πορεία προς τον Θεό είναι και σήμερα ίδια!

Όποιος σήμερα επιθυμεί να ταξιδέψει από τη Θεσσαλονίκη στο Παρίσι δεν σελώνει το άλογο, ούτε ετοιμάζει άμαξα όπως παλιά. Κάθεται σε μία θέση στο τρένο και ταξιδεύει. Όποιος σήμερα επιθυμεί να γράψει ένα βιβλίο, δεν προετοιμάζει το δέρμα του αρνιού για να το κάνει περγαμηνή, ούτε χαράζει με μαχαίρι τα γράμματα σε ξύλο ή σε πέτρες όπως κάποτε. Παίρνει το φτερό και το χαρτί και γράφει. Όποιος όμως σήμερα θέλει να ξεμεθύσει από το «μεθύσι» της αμαρτίας και να ανυψώσει το πνεύμα του στο Θεό, αυτός πρέπει να περάσει τις ίδιες δυσκολίες της μετάνοιας που πέρασαν η Αγία Μαρία, ο Άγιος Βασίλειος, ο Άγιος Γρηγόριος, ο Άγιος Μακάριος, ο Άγιος Αυγουστίνος και όλοι οι Άγιοι.

Αν επίσης νομίζετε, πως η διαφορά αίματος και η διαφορά λαού κάνει πιο εύκολο ή πιο δύσκολο τον δρόμο για τη σωτηρία, τότε πρέπει να σας πω ότι οι δικοί σας άγιοι, που έχουν το ίδιο αίμα και ανήκουν στον ίδιο λαό με σας, ανέβηκαν τον ίδιο δρόμο στην πορεία τους προς τον Θεό, όπως και οι άγιοι που κατάγονται από την Αίγυπτο, από την Παλαιστίνη, από τη Συρία, από την Αρμενία, από την Ελλάδα, από τη Βουλγαρία, από τη Ρωσία.

Μπορεί να νομίζετε, πως τα παραδείγματά μου ίσως είναι κάπως παλιά για εσάς. Ίσως θα πείτε πως οι άγιοι στους οποίους αναφέρθηκα, έζησαν την εποχή του μεσαίωνα. Θα πείτε πως είστε άνθρωποι της σύγχρονης εποχής και δεν σας είναι σαφές, γιατί η μετάνοια σήμερα είναι τόσο αναγκαία όσο ήταν και στα παλαιότερα χρόνια. Γι' αυτό το λόγο εγώ θα αναφέρω παραδείγματα σημερινά από ανθρώπους που ζουν δίπλα μας.

Πριν από μερικές μέρες με επισκέφτηκε ένας έμπορος, που μου είπε για τον εαυτό του τα εξής: «Κληρονόμησα μία εμπορική επιχείρηση από τον πατέρα μου και επιθυμούσα με κάθε τρόπο να την επεκτείνω. Χρησιμοποιούσα κάθε τρόπο και κάθε μέσο για να πετύχω το στόχο μου.
Εξαπατούσα τους ανθρώπους, χρησιμοποίησα πλαστά χρήματα, ορκιζόμουν ψεύτικα την ώρα που πουλούσα και την ώρα που αγόραζα, έβαζα μεγάλο τόκο στους οφειλέτες μου, έκλεβα από τον καθένα και ήμουν τσιγκούνης με όλους. Και όσο εγώ βυθιζόμουν με όλη μου την ψυχή στις εμπορικές μου δραστηριότητες, ο διάβολος μπήκε στο σπίτι μου από την άλλη πόρτα και άρχισε να το καταστρέφει συθέμελα.
Δηλαδή, η γυναίκα μου παραδόθηκε στην ακολασία και ο μοναχογιός μας, περιφρονώντας και εμένα και τη μητέρα του, έφυγε μακριά, εγκατέλειψε το σπίτι χωρίς να πει τίποτε. Μια Κυριακή, πριν να βραδιάσει, καθόμουν στο σπίτι δίπλα στο παράθυρο, σκεπτόμενος τη δουλειά μου. Τότε άκουσα δύο ανθρώπους να μιλούν, στο δρόμο κάτω από το παράθυρο μου. Ο ένας ρώτησε τον άλλο: -Πού βρισκόμαστε; Και ο άλλος είπε: -Αυτό είναι το σπίτι του τάδε εμπόρου. Ακούγοντας το όνομα μου είπε ο πρώτος: -Ο Θεός ας συγχωρέσει την ψυχή του τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θα ήταν αυτός ο άσπλαχνος γιος του, να σβήσει από την ταμπέλα το όνομα του τίμιου πατέρα του και να γράψει την επιγραφή «Διάβολος και Σία». Εκείνη τη στιγμή αν ένας κεραυνός χτυπούσε το σπίτι μου, λιγότερο θα με τάραζε από αυτά τα λόγια.

Την ίδια νύχτα, παρόλο που ήταν σκοτάδι και έβρεχε, πήγα στον τάφο του πατέρα μου και έμεινα εκεί μέχρι το ξημέρωμα, κλαίγοντας με λυγμούς. Το πρωί εγκατέλειψα τα πάντα και βρήκα καταφύγιο σ' ένα απομακρυσμένο μοναστήρι. Εκεί παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθιά με νηστεία και προσευχή. Σήμερα νιώθω πως είμαι εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Βρήκα την ψυχή μου, τον μοναδικό μου θησαυρό. Άρχισα να σκέφτομαι και να φροντίζω για τη σωτηρία της ψυχής μου, περισσότερο από καθετί άλλο στον κόσμο».

Αυτή η ιστορία με εξέπληξε για ένα λόγο. Δεν με εξέπληξε η ιστορία από μόνη της, αλλά με εντυπωσίασαν οι ομοιότητες που έχει με τις ιστορίες κάποιων μετανοημένων ανθρώπων και αγίων, που έζησαν πριν από δέκα πέντε αιώνες.

Μια άλλη φορά με επισκέφτηκε μία γυναίκα και με κλάματα μου διηγήθηκε την σκοτεινή ιστορία της ζωής της. Η ιστορία της είναι τόσο σκοτεινή, που είναι ντροπή να την πει κανείς στο καπηλειό. Πώς λοιπόν να την πει κανείς από το ιερό βήμα του ναού; Όσο αυτή εξομολογούνταν τις αμαρτίες της, στο νου μου είχα ιστορίες άλλων αμαρτωλών γυναικών από το χριστιανικό παρελθόν. Όχι μόνο οι αμαρτίες της σύγχρονης αμαρτωλής γυναίκας έμοιαζαν με τις αμαρτίες των παλαιότερων αμαρτωλών γυναικών, αλλά και η ταπεινή και η «εκ βαθέων» και αποφασιστική μετάνοιά της έμοιαζε επίσης.

Κάποτε, όταν υπηρετούσα σε ένα ορεινό χωριό, θυμάμαι πως ήρθε ένας μορφωμένος, πολυμαθής «ανήξερος», να μιλήσει σε μία συγκέντρωση του λαού για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ένας από τους πολλούς που υπάρχουν σ' αυτή τη χώρα και εκθέτουν συνεχώς σε κίνδυνο την ειρήνη και την ηθική του λαού.
Ανέλυε τα πάντα λεπτομερώς, αλλά μιλούσε με σκέψεις άλλων ανθρώπων, χωρίς να λέει τη δική του γνώμη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, οι άνθρωποι έμειναν σιωπηλοί σαν πέτρες. Ο ομιλητής πλησίασε έναν σκεφτικό, μέσης ηλικίας, απλό άνθρωπο και τον ρώτησε ποια είναι η γνώμη του για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτός αναστέναξε βαθιά και απάντησε: -Γιατί ρωτάς εμένα, κύριε; Εγώ είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος στον κόσμο και έμενα προσωπικά δεν μού χρειάζεται κανένα δικαίωμα, εμένα μού είναι απαραίτητη η μετάνοια.
Δεν έχω δικαίωμα λόγω των αμαρτιών μου, ούτε να ζεσταίνομαι από το φως του ήλιου του Θεού, ούτε έχω δικαίωμα να αναπνέω το θεϊκό οξυγόνο. Παρατήρησα, πως στην ομιλία σου δεν τόλμησες να αναφέρεις το όνομα του Θεού, πιθανόν από το φόβο που έχεις απέναντι στον Θεό. Ακόμη και εγώ που είμαι τόσο αμαρτωλός, αξίζω περισσότερο να αναφέρω το όνομά Του.

Λέγοντας αυτά στον «πολυμαθή» κύριο, αυτός ο απλός άνθρωπος, στη συνέχεια άρχισε να μιλά στον υπόλοιπο λαό για την αναγκαιότητα της μετάνοιας. Τους είπε πως η μετάνοια είναι η πρώτη ανάγκη κάθε ανθρώπου και ολόκληρου του λαού και συνέχισε λέγοντας πως οι άνθρωποι εύκολα θα συμφωνούσαν όσον αφορά τα δικαιώματα και θα έβαζαν σε τάξη όλα όπως πρέπει, στην περίπτωση που μετάνιωναν για τις αμαρτίες τους. Οι απλοί άνθρωποι από το χωριό άκουσαν τα λόγια του με κατάπληξη και τον επιδοκίμασαν. Ο «έξυπνος» κύριος εγκατέλειψε την συγκέντρωση μουρμουρίζοντας θυμωμένα και έφυγε από τα βουνά μας.

Πολλοί άνθρωποι που πήγαν στον πόλεμο γυρίζουν χωρίς να διδαχτούν σχεδόν τίποτε. Προσωπικά γνώρισα έναν απλό άνθρωπο, ο οποίος μου εξομολογήθηκε πως στον πόλεμο ένιωσε και κατάλαβε τι σημαίνει να έχει κανείς τον φόβο του Θεού. Πριν από τον πόλεμο δεν είχε νιώσει αυτόν το φόβο. Επιστρέφοντας από τον πόλεμο στο χωριό του ως έφεδρος αξιωματικός, άρχισε να καλεί τους ανθρώπους σε μετάνοια και κατόρθωσε να «γιατρέψει» πενήντα σπίτια από κάθε αμαρτία.

Και τώρα συνεχίζει με μεγάλη προθυμία, να παρακινεί όλο το χωριό του σε μετάνοια και διά μέσου της μετάνοιας να το οδηγεί στην εξαγνισμένη χριστιανική ζωή. Δεν πληρώνεται από κανέναν, ούτε -αλίμονο- περιμένει κάποια πληρωμή από τους ανθρώπους. Η αληθινή προθυμία προς το Θεό τον κινεί για να πράττει αυτό το ευλογημένο έργο. Όταν τον ρώτησα ποια είναι η γνώμη του για διάφορα θέματα που σήμερα δημιουργούν ανησυχία στη χώρα μας, αυτός απάντησε με πραότητα: Όλα αυτά τα θέματα είναι δευτερεύουσας σημασίας και είναι άλυτα, μέχρι να λυθεί ένα βασικό θέμα και ερώτημα. Το βασικό θέμα είναι η μετάνοια του λαού ενώπιον του Θεού.

Υπάρχουν και άλλα, αμέτρητα, σύγχρονα παραδείγματα μετανοημένων ανδρών και γυναικών, ανθρώπων που ζουν στη σημερινή κοινωνία, τα οποία γνωρίζω προσωπικά και τα οποία θα μπορούσα μέχρι αύριο να απαριθμώ. Μοιάζουν απίστευτα με κλασικά παραδείγματα ανθρώπων που η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφύλαξε και τόνισε ως σωστά παραδείγματα για τους πιστούς.

Όπου υπάρχει αμαρτία εκεί μπορεί να υπάρξει και μετάνοια. Όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει και αμαρτία. Ίδιες είναι οι αμαρτίες και σήμερα, όπως ήταν και πριν δύο χιλιάδες χρόνια, ίδιο είναι και το φάρμακο για όλες τις αμαρτίες: η μετάνοια! Το φάρμακο -πρώτο και βασικό φάρμακο- για όλες τις αμαρτίες είναι η μετάνοια! Η μετάνοια είναι η πρώτη πνευματική ιατρική, που παρέχεται στον ασθενή για την αμαρτία!

Σκεφτείτε το εξής: η ακαθαρσία στη γη σήμερα είναι ίδια όπως ήταν και πριν δύο χιλιάδες χρόνια, ίδιο είναι και το νερό που την καθαρίζει. Φανταστείτε, λοιπόν πως ταξιδεύετε από την Θεσσαλονίκη ως το Βλαδιβοστόκ στη βόρεια άκρη της Ρωσίας και πως λερώνεστε από τη σκόνη. Θα πλενόσασταν στην Θεσσαλονίκη με νερό ενώ στο Βλαδιβοστόκ θα πλενόσασταν με πετρέλαιο; Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σας στον σκονισμένο δρόμο, δεν θα πλενόσασταν με νερό; Φυσικά με νερό.

Το βάδισμα της ανθρωπότητας διά μέσου της ιστορίας είναι ένα μακρινό ταξίδι. Σ' αυτό το μακρινό ταξίδι, η ανθρωπότητα «λερώνεται» και «σκονίζεται» πάντα με την ίδια σκόνη και «πλένεται» πάντα με το ίδιο νερό. Η σκόνη είναι η αμαρτία και το νερό είναι η μετάνοια.

Αδερφοί μου, η μετάνοια του ανθρώπου είναι μία πράξη κατά την οποία ο άνθρωπος επαναστατεί στον ίδιο του τον εαυτό και αύτη την επανάσταση την ξεκινά ο άνθρωπος από μόνος όταν συνειδητοποιήσει πως ο εχθρός βρίσκεται μέσα του! Όσο ο άνθρωπος ζει με την αυταπάτη, πως όλοι οι εχθροί του είναι έξω από τον ίδιο του τον εαυτό, ως τότε δεν εξεγείρεται ενάντια στον εαυτό του. Όταν όμως μία στιγμή ανοίξουν τα ανθρώπινα μάτια και αναγνωρίσουν πως οι «κλέφτες» και οι «ληστές» βρίσκονται μέσα στην οικία του, τότε ξεχνάει εκείνους που επιτίθενται στο σπίτι απ’ έξω και χρησιμοποιεί όλη τη δύναμη του να βγάλει έξω εκείνους που απρόσκλητοι μπήκαν μέσα και εγκαταστάθηκαν.

Θα ήταν αστείος ένας αρχιστράτηγος, αν υπερασπιζόμενος μία πόλη έβλεπε ότι ο εχθρός μπήκε μέσα στην πόλη από υπόγειους διαδρόμους, καμουφλαρισμένος με την στρατιωτική στολή του στρατού του και παρόλα αυτά παρέμενε απαθής και συνέχιζε να πυροβολεί από τις επάλξεις της πόλης τον εχθρό που είναι έξω από την πόλη.
Επειδή, σε τι τον βοηθά όλη η προσπάθεια που κάνει για να εξοντώσει τους εξωτερικούς εχθρούς, αφού ο εχθρός με μορφή φίλου προκαλεί τους στρατιώτες σε απειθαρχία, ληστεύει, βάζει φωτιές, σπέρνει την απελπισία; Μήπως σ' αυτή την περίπτωση, ο αρχιστράτηγος πολεμά με την πλευρά του εχθρού, εναντίον του εχθρού; Μήπως βλάπτει την ίδια του την πόλη; Μήπως αμύνεται μάταια, νομίζοντας πως ο θάνατος βρίσκεται έξω από τις επάλξεις της πόλης, ενώ ο θάνατος ανενόχλητα, πίσω από την πλάτη του, στήνει τις κρεμάλες και του βάζει τη θηλιά στο λαιμό;

Έτσι, το ίδιο απρόσεχτα ενεργούμε και εμείς όταν θέλουμε να προστατεύσουμε την ψυχή μας, την μοναδική πολύτιμη πόλη μας. Επειδή όσο εμείς δίνουμε μεγάλη εξωτερική μάχη, για να προστατεύσουμε τη ζωή μας, την ίδια ώρα τα μοχθηρά πνεύματα εσωτερικά κλέβουν την ψυχή μας.

Τα πάθη είναι αυτά που εξαπατούν και δηλητηριάζουν την ψυχή μας, την καίνε. Τα πάθη «γκρεμίζουν» όλα όσα οι καλές δυνάμεις και οι αγαθοεργίες χτίζουν στην ψυχή μας. Οι αμαρτίες μας και τα εγκλήματά μας προκαλούν αταξία στην ψυχή μας, σκοτεινιάζουν το νου μας, γεμίζουν την καρδιά μας με μια συνεχή απληστία και δυσαρέσκεια, προκαλούν μία «ατροφία» των πνευματικών μας δυνάμεων.
Το τελειωτικό όμως χτύπημα στον αγώνα μας για τη σωτηρία της πολύτιμης πόλης, δηλαδή για τη σωτηρία της ψυχής μας, δίνει το χέρι της απελπισίας, που μας οδηγεί στην πλήρη παράδοση της. Πράγματι, η απελπισία μας εξαναγκάζει να παραδώσουμε την ψυχή μας στο διάβολο! Αληθινή αυτοκτονία! Γιατί εμείς, εξαιτίας της απελπισίας, σαν απερίσκεπτοι στρατηγοί καταστρέφουμε και παραδίνουμε την «πόλη», την ψυχή μας, την οποία εμπιστευτικά μας παραδόθηκε από το Θεό, για να την φυλάγουμε!

Αδελφοί μου, η μετάνοια είναι έκτος από επανάσταση του ανθρώπου προς τον ίδιο του τον εαυτό είναι και η ντροπή, η αισχύνη που αισθάνεται ο άνθρωπος απέναντι σε αυτό που είναι πιο καθαρό απ’ αυτόν. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος που έχει βρώμικα ρούχα, ντρέπεται μπροστά στον άνθρωπο που έχει καθαρά ρούχα. Ο άνθρωπος λοιπόν που έχει βρώμικη ψυχή, ντρέπεται μπροστά στον άνθρωπο που έχει καθαρή ψυχή.

Συχνά εμείς που είμαστε ποταποί και κακοί, επιτιθέμεθα στον άνθρωπο που έχει πιο καθαρή ψυχή από εμάς, στη συνέχεια όμως κρυφά πάντοτε νιώθουμε ντροπή απέναντι του. Ένας καταδικασμένος στη φυλακή του Βελιγραδίου μου είπε μία φορά: «Εγώ μισώ κάθε τίμιο άνθρωπο, αλλά και τον ντρέπομαι». Κάποτε ένας μορφωμένος άνθρωπος, που έγραφε εναντίον της διδασκαλίας του Χριστού, μου εξομολογήθηκε πως τις στιγμές που έμενε μόνος του, τον καταλάμβανε μία ανεκδιήγητη ντροπή απέναντι στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ντροπή, αλλά στη συνέχεια και φόβος.

Πώς αισθανόταν άραγε οι αμαρτωλοί που βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χριστό;

Πόση ντροπή έκαιγε τον τελώνη Ζακχαίο, που με αμαρτωλό τρόπο απέκτησε τα πλούτη του, όταν ο Κύριος απροσδόκητα επισκέφτηκε την οικία του; Πόση χαρά και πόση ταραχή από ντροπή θα ένιωθε ο Ζακχαίος ενώπιον του καθαρότερου Πλάσματος που πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του! Αν και ο Χριστός δεν απαίτησε απ’ αυτόν καμία θυσία, ο Ζακχαίος παρακινημένος από εσωτερική ντροπή, φώναξε: «Κύριε, υπόσχομαι να δώσω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς και να ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα πήρα με απάτη». (Λουκά 19, 8).

Ένιωσαν άραγε ντροπή, εκείνοι που κοιτώντας μόνον τις αμαρτίες των άλλων, έφεραν με βίαιο τρόπο μπροστά στο Χριστό μία μοιχό γυναίκα, που κατέστρεφε γάμους, για να την καταδικάσει; Ο Ιησούς δεν την καταδίκασε, αλλά αποφάσισε: «Όποιος ανάμεσα σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος πέτρα πάνω της» (Ιωάν. 8, 7)... Αυτοί όμως, όταν άκουσαν την απάντηση, άρχισαν με πρώτους τους γεροντότερους να φεύγουν ένας ένας, μέχρι και τον τελευταίο (Ίωάν. 8, 9).

Τα λόγια του Χριστού και κάθε ανθρώπου με καθαρή ψυχή, καίνε σαν φωτιά τις κεφαλές των ανθρώπων που δεν έχουν καθαρή ψυχή. Σκεφτείτε πόση ντροπή ένιωσε η αμαρτωλή γυναίκα, που έμοιαζε με ξερό φύλλο, παρασυρμένο από το δυνατό άνεμο, όταν γεμάτη συγκίνηση πλησίασε τον πάναγνο Υιό του Θεού. «Στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια Του και κλαίγοντας έβρεχε με τα δάκρυα της τα πόδια Του και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της. Τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύ¬ρο» (Λουκά 7, 38).

Σκεφτείτε πόση ντροπή ένιωσαν οι δούλοι, οι απεσταλμένοι των φαρισαίων και των θρησκευτικών αρχηγών του λαού, όταν πήγαν να συλλάβουν τον Ιησού. Σκεφτείτε τη ντροπή που ένιωσαν μέσα τους, εξαιτίας της αποστολής τους, όταν βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεάνθρωπο! Όταν επέστρεψαν άπρακτοι, τους ρώτησαν: «Γιατί δεν Τον φέρατε;» (Ίωάν. 7, 45). Η απάντηση τους ήταν: «Ποτέ δεν μίλησε άνθρωπος, όπως Αυτός» (Ίωάν. 7, 46).

Θυμηθείτε και τον Ναθαναήλ, πώς ειρωνευόταν εκείνους που του μιλούσαν για τον Μεσσία από τη Ναζαρέτ: «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να προέλθει κάτι καλό;» Μόλις όμως φωτίστηκε από την παρουσία του Χριστού, φώναξε: «Διδάσκαλε! Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, Εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ!»

Θυμηθείτε τη ντροπή που αισθάνθηκε ο Πέτρος, όταν αρνήθηκε τρεις φορές τον Διδάσκαλο του! Πώς λάλησε ο πετεινός και πώς ο Ιησούς σιωπηλά γύρισε και με πραότητα κοίταξε τον Πέτρο και «ο Πέτρος βγήκε έξω και έκλαψε πικρά» (Λουκά 22, 62).

Σκεφτείτε τι είπε ο ένας κακούργος, που ήταν κρεμασμένος στο σταυρό, στον άλλο: «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ;» (Λουκά 23, 40). Είναι δύσκολο στην ιστορία των ανθρώπων, να βρούμε τέτοια συζήτηση ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους. Αυτή η συζήτηση έγινε στο Γολγοθά, στο σταυρό, ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους που υπέφεραν θανατηφόρα μαρτύρια. Οι τρεις τους αντιπροσώ¬πευαν τρεις διαφορετικούς κόσμους: τον Άδη, τον Ουρανό, τη Γη. Ποτέ, μα ποτέ με λιγότερα λόγια δεν ειπώθηκαν περισσότερα.

Θυμηθείτε αυτά αλλά και άλλα ανάλογα παραδείγματα από την Αγία Γραφή και ας βιαστεί¬τε και εσείς να νιώσατε ντροπή για τις αμαρτίες σας, μπροστά από τον Κύριο Δημιουργό και να μετανιώσετε για κάθε κακό που πράξατε. Επειδή πραγματικά σας λέω: όπως ο Χριστός ολοζώντανος στεκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πέτρο και τον Ναθαναήλ, έτσι στέκεται αυτή τη στιγμή μπροστά σας με αμέτρητα μεγαλύτερη δόξα, λάμψη και δύναμη.
Αν θα μπορούσατε να Τον δείτε, γρήγορα θα ντρεπόσασταν. Αχ, μακάρι να μπορούσατε να Τον δείτε! Η διαφορά τότε με σήμερα είναι πως οι αμαρτωλοί τότε, πρώτα έ-βλεπαν το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και στη συνέχεια ντρέπονταν και μετάνιωναν, ενώ εμείς σήμερα πρέπει πρώτα να νιώσουμε ντροπή για τις αμαρτίες μας και να μετανιώσουμε, για να δούμε το πρόσωπό Του.
Ο Χριστός είναι κοντά στον καθένα από εσάς, είναι πιο κοντά και από τον αέρα που εισέρχεται στους πνεύμονές σας, είναι πιο κοντά και από το αίμα στην καρδιά σας. Σταθείτε μπροστά Του έχοντας ντροπή και «ξεπλύνετε» την ψυχή σας με μετάνοια και θα τον δείτε!

ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ, ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, ΕΠΕΙΔΗ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ. Επειδή ποτέ μέχρι τώρα δεν ήταν τόσο αδύναμα τα βασίλεια της γης. Τα βασίλεια της γης δεν ήταν ποτέ πιο ανίσχυρα να προσφέρουν στην ανθρώπινη ζωή κάποια υψηλή αξία και κάποιο υψηλό στόχο. Γι' αυτό το λόγο δεν μπορούν να γλυκάνουν τη ζωή με κάποιο αιώνιο καλό, ούτε να μεταμορφώσουν την ανθρώπινη ζωή με τη χαρά και το φως.

Οι πρόγονοί σας αμάρτησαν, αμαρτήσατε και εσείς. Από τη διπλή αμαρτία, είναι διπλό και το φορτίο στη ζωή σας. Μετανοείτε, για να μην σηκώσουν οι γιοί σας τριπλάσιο φορτίο και οι απόγονοί σας τετραπλάσιο φορτίο.

Αν εσείς, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας μετανοήσετε, θα δείτε σύντομα πως η μετάνοια είναι κολλητική. Θα δείτε στη συνέχεια, και πως όλος ο λαός μας θα μετανιώσει. Ο λαός μας έχει ως παράδειγμα τώρα τις δικές σας αμαρτίες και λάθη, ο λαός της επαρχίας έχει ως παράδειγμα τις αμαρτίες και τις κακές συνήθειες της πρωτεύουσας, τον εγωισμό της, την μιαρότητά της και την αθεΐα της. Ο λαός μας εάν η πρωτεύουσα ήταν ενάρετη, γρήγορα θα την μιμούνταν. Επειδή δεν είναι μόνον η αμαρτία κολλητική, κολλητική είναι και η αρετή!

Η ψυχή του λαού, λυπημένη παρακολούθησε όλους τους δρόμους της πρωτεύουσας, που την απομάκρυναν από τον Θεό. Με ευλογημένη χαρά θα παρακολουθήσει και όλους τους δρόμους, που οδηγούν στον Θεό, γιατί τίποτε πιο τρυφερό και πιο ωραίο δεν υπάρχει από την ψυχή ενός ταλαιπωρημένου και απλού λαού! Γι' αυτό το λόγο, μια τέτοιου είδους ψυχή οδηγείται στο στραβό δρόμο, αλλά και εύκολα «ισιώνει».
Αν μόνο εσείς, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας μετανιώσετε, θα δείτε το θαύμα της μετάνοιας του υπόλοιπου λαού, θαύμα που σαν αυτό οι άνθρωποι σπάνια βλέπουν. Τώρα είστε περήφανοι για τις πολεμικές σας επιτυχίες και για το κράτος σας. Ο Θεός όμως δεν θα σας ρωτήσει την ώρα της κρίσης, ούτε για τις πολεμικές σας επιτυχίες, ούτε για το κράτος σας, αλλά για την ψυχή σας που «σαπίζει» λόγω των αμαρτιών σας και λόγω των κακών συνηθειών σας.
Δεν θα ζητήσει ο Θεός από εσάς επικυρωμένα έγγραφα ιδιοκτησίας των ακινήτων σας, ούτε τον χάρτη του κράτους σας, αλλά θα ζητήσει από εσάς την ψυχή σας, η οποία για Αυτόν είναι πιο πολύτιμη από όλους τους θησαυρούς και από όλους τους πολιτισμούς σ' όλη τη γη.

Τώρα δεν μπορείτε τίποτε να καταλάβετε, αλλά όταν θα μετανιώσετε, θα αποκαλυφθεί η φρικτή αλήθεια: πως με το βάρος της περιουσίας σας, που αγαπάτε ειδωλολατρικά, με το βάρος του τεράστιου κράτους σας και με το βάρος της ματαιοδοξίας σας, συνθλίψατε την ψυχή σας. Λίγο ακόμα και θα την μετατρέπατε σε στάχτη.

Μπορούν να ελπίζουν οι άνθρωποι χωρίς ψυχή, πως ο Θεός θα τους βοηθήσει; Θα νιώθουν ντροπή οι άνθρωποι αυτοί ενώπιον του Χριστού, αφού το πρόσωπό τους είναι σαν σβησμένο κάρβουνο; Ο Ηρώδης και ο Καϊάφας δεν ντράπηκαν όταν αντίκρισαν το πρόσωπο του Χριστού, γιατί το πρόσωπό τους και η ψυχή τους ήταν σαν σβησμένο κάρβουνο.

Και εσείς, εάν δεν μετανιώσετε, να ξέρετε πως θα ανήκετε στην ίδια ομάδα με τον Ηρώδη και τον Καϊάφα, θα είστε «δολοφόνοι» του Χριστού, όπως και εκείνοι και το τέλος σας αναπόφευκτα θα είναι ίδιο με το δικό τους. Επειδή ίδιο είναι το τέλος, όλων όσων γνώρισαν τον Χριστό και Τον αρνήθηκαν.

Και αύριο δεκαπέντε άνθρωποι από αυτή την πόλη, θα δοκιμάσουν τον θάνατο και θα περάσουν στην αιωνιότητα. Ποιος μας εγγυάται φίλοι μου, πως ανάμεσα σ' αυτούς τους δεκαπέντε, δεν θα είμαστε εγώ και εσύ;

Γι' αυτό το λόγο ας ψάλλουμε τον ύμνο της μετάνοιας, όσο το δυνατόν γρηγορότερα: της μετάνοιας την πόρτα άνοιξε μου Δημιουργέ! Ας βιαστούμε, τουλάχιστον αυτές τις ώρες πριν το θάνατο, να μετανοήσουμε με ειλικρινή και γεμάτο δάκρυα τρόπο, για όλες τις αμαρτίες που πράξαμε:

- για τη σκληρότητα που δείξαμε απέναντι στους φτωχούς,
- επειδή συκοφαντήσαμε τον πλησίον μας,
- για την λαγνεία που προκάλεσε την σαπίλα της καρδιάς μας,
- για την τεμπελιά που δείξαμε, την ώρα που έπρεπε να κάνουμε καλές πράξεις ή να προσευχόμαστε,
- για την λαιμαργία που δείξαμε κατά τη διάρκεια της νηστείας,
- για τον εγωισμό και την περηφάνια μας, εξαιτίας των οποίων ονειρευτήκαμε να γίνουμε κολοσσοί, αλλά τελικά γίναμε νάνοι,
- για το ψέμα, για την κλεψιά, για την φιλαργυρία,
- για το ότι ξεχνάμε τον Θεό, για τις βλασφημίες,
- για την ξεροκεφαλιά μας και για κάθε άλλη αμαρτία.

Ας μετανοήσουμε τόσο βαθιά και τόσο ειλικρινά, έτσι ώστε να εξαγνίσουμε όλη τη ζωή μας, έτσι ώστε να γίνουμε «καθαροί» σαν πρωινή δροσιά και σαν τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, που πέφτουν πάνω σ' αυτή.

Μόνον η μετάνοια δεν είναι αρκετή για τη σωτηρία, χωρίς αυτή όμως δεν μπορεί να αρχίσει ο δρόμος της σωτηρίας.

Και όποιος μετανοήσει, σ' αυτόν θα φανερωθεί τι είναι καλό να κάνει στη συνέχεια.
Ας μετανοήσουμε λοιπόν για να μας αποδεχτεί Εκείνος, ο οποίος δέχτηκε τον μετανοημένο ληστή. Τον υποδέχτηκε στην τράπεζα του παραδείσου, στο Βασίλειό Του, όπως υποδέχεται κανείς στο σπίτι του τον πρώτο φιλοξενούμενο.

Ας μετανοήσουμε, για να μάς υποδεχτεί και εμάς το ίδιο.
Ας μετανοήσουμε, και ο Ελεήμων και Πράος Θεός θα μάς ευσπλαχνιστεί την ώρα της κρίσης στο Δικαστήριό Του, εξαιτίας της φιλευσπλαχνίας Του, που είναι πάντοτε μεγαλύτερη από τις ανθρώπινες αμαρτίες!

Μόνον Αυτόν ας δοξολογούν και ας ευχαριστούν οι Άγγελοι στον ουρανό και οι άνθρωποι στη γη, με αιώνια χαρά και αρμονία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ
ΟΜΙΛΙΕΣ
Για την απαισιοδοξία, την αισιοδοξία,
το "μέγα" Όνομα και την ανάσταση των νεκρών

impantokratoros.gr

ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΣ: ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΓΕΝΝΟΥΝ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ (Συλλαμβάνουν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως.)

ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΣ: ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΓΕΝΝΟΥΝ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ (Συλλαμβάνουν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως.)

ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΥ:

Ὅτι καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτοῖς συλλαμβάνουσι
τῇ Θεοτόκῳ παραπλησίως καὶ γεννῶσιν αὐτὸν
καὶ γεννᾶται ἐν αὐτοῖς καὶ γεννῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ
καὶ πῶς υἱοὶ καὶ ἀδελφοὶ καὶ μητέρες αὐτοῦ χρηματίζουσιν.

(ΚΕΙΜΕΝΟ – ΝΕΟΕΛ. ΑΠΟΔΟΣΗ)

. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός εἰσελθών ἐν τῇ γαστρί τῆς παναγίας Παρθένου καί σάρκα ἀναλαβόμενος ἐξ αὐτῆς καί γενόμενος ἄνθρωπος ἐτέχθη, ὡς εἴπομεν, ἄνθρωπος τέλειος καί Θεός τέλειος, ὁ αὐτός ἀσυγχύτως τά ἀμφότερα ὤν. Πρόσεχε οὖν· τί τό γεγονός μεῖζον εἰς ἡμᾶς ; Ἕκαστος ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων πιστεύομεν εἰς αὐτόν τόν Υἱόν το ῦ Θεοῦ καί Υἱόν τῆς ἀειπαρθένου καί θεοτόκου Μαρίας καί πιστεύοντες δεχόμεθα τόν περί αὐτοῦ λόγον πιστῶς ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ὅν καί ὁμολογοῦντες τῷ στόματι καί ὑπέρ τῶν προτέρων ἡμῶν ἀνομημάτων μετανοοῦντες ἀπό ψυχῆς, εὐθύς, ὥσπερ ἐν τῇ γαστρί τῆς Παρθένου εἰσῆλθεν ὁ Θεός Λόγος τοῦ Πατρός, οὕτως καί ἐν ἡμῖν αὐτοῖς ὁ λόγος ὅν δεχόμεθα, διδασκόμενοι τήν εὐσέβειαν, ὥσπερ σπόρος εὑρίσκεται. Ἔκστηθι τό φρικτόν ἀκούων τοῦ μυστηρίου καί τόν λόγον πιστόν ὄντα μετά πάσης ὑπόδεξαι πληροφορίας καί πίστεως.
. Συλλαμβάνομεν οὖν αὐτόν οὐχί σωματικῶς, ὡς ἡ Παρθένος καί Θεοτόκος τοῦτον συνέλαβεν, ἀλλά πνευματικῶς μέν, οὐσιωδῶς δέ· καί ἔχομεν αὐτόν ἐκεῖνον ὅν καί ἡ ἁγνή Παρθένος συνέλαβεν, ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, καθώς ὁ θεῖος Παῦλός φησιν· “Ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ”, οἷον εἰπεῖν ἀντί τοῦ “αὐτός ὅλος οὐσιωδῶς γέγονε ἐν ἡμῖν”. Ὅτι δέ οὕτως ἔχει τό λεγόμενον διανοίας, διά τῶν ἑξῆς ἐδήλωσεν οὕτως εἰπών· “Ἔχομεν δέ τόν θησαυρόν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι”, θησαυρόν τό Ἅγιον Πνεῦμα καλῶν. Ἑτέρωθι δέ καί τόν Κύριον εἶναι πνεῦμα καλεῖ· “Τό γάρ πνεῦμα, φησίν, ὁ Κύριός ἐστιν”. Ταῦτα δέ λέγει ἵνα, κἄν Υἱόν ἀκούῃς Θεοῦ, καί τό Πνεῦμα νοῇς καί συνακούῃς αὐτῷ· κἄν Πνεῦμα πάλιν, καί τόν Πατέρα τούτῳ συνεννοῇς, ἐπειδή καί περί αὐτοῦ “πνεῦμα” φησίν “ὁ Θεός”, πανταχοῦ διδάσκων σε τό ἀχώριστον καί ὁμοούσιον τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὅτι, ὅπου ὁ Υἱός ἐκεῖ καί ὁ Πατήρ, καί ὅπου ὁ Πατήρ ἐκεῖ καί τό Πνεῦμα, καί ὅπου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐκεῖ τό πᾶν τῆς τρισυποστάτου θεότητος, ὁ εἷς Θεός καί Πατήρ σύν Υἱῷ καί Πνεύματι τοῖς ὁμοουσίοις, “ὁ ὤν εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας, ἀμήν.
. Τοιγαροῦν καί ὁλοψύχως πιστεύοντες καί μετανοοῦντες θερμῶς, συλλαμβάνομεν, ὡς εἴρηται, τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ὡς ἡ Παρθένος, παρθένους δηλαδή καί ἁγνάς ἐπιφερόμενοι τάς ἰδίας ψυχάς· καί καθάπερ ἐκείνην ὑπεράμωμον οὖσαν τό πῦρ οὐ κατάφλεξε τῆς θεότητος, οὕτως οὐδέ ἡμᾶς ἁγνάς καί καθαράς ἐπιφερομένους τάς καρδίας καταφλέγει, ἀλλά δρόσος ἡ ἐξ οὐρανοῦ καί πηγή ὕδατος καί ἀθανάτου ζωῆς ῥεῖθρον ἐν ἡμῖν γίνεται. Ὅτι δέ καί ἡμεῖς τό ἄστεκτον πῦρ τῆς θεότητος ὡσαύτως δεχόμεθα, ἄκουσον τοῦ Κυρίου λέγοντος· “Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τῆς γῆς”. Ποῖον ἄλλο, εἰ μή τό ὁμοούσιον αὐτοῦ τῆς θεότητος Πνεῦμα, μεθ᾿ οὖ συνεισέρχεται καί συνθεωρεῖται σύν τῷ Πατρί καί αὐτός καί ἔνδον ἡμῶν γίνεται; Ἐπεί δέ ἅπαξ ἐσαρκώθη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς Παρθένου καί σωματικῶς ἐξ αὐτῆς ἐγεννήθη ἀφράστως καί ὑπέρ λόγον, πάλιν δέ σαρκοῦσθαι ἤ σωματικῶς τίκτεσθαι αὐτόν οὐκ ἐνδέχεται ἐξ ἑνός ἑκάστου ἡμῶν, τί ποιεῖ; Ἐκείνην αὐτοῦ τήν ἄχραντον σάρκα, ἥν προσελάβετο ἐξ ἁγνῶν λαγόνων τῆς παναχράντου Μαρίας καί θεοτόκου, μεθ᾿ ἧς καί ἐτέχθη σωματικῶς, ἐξ αὐτῆς μεταδίδωσιν ἡμῖν εἰς βρῶσιν· καί τρώγοντες αὐτήν, ὅλον τόν σαρκωθέντα Θεόν καί Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν τόν Χριστόν, τόν Υἱόν αὐτόν τοῦ Θεοῦ καί Υἱόν τῆς παρθένου καί παναμώμου Μαρίας, τόν ἐν δεξιᾷ καθήμενον τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ἕκαστος ἡμῶν τῶν πιστῶν τῶν ἀξίως ταύτην ἐσθιόντων τήν σάρκα αὐτοῦ, ἐν ἡμῖν ἔχομεν, κατά τό ὑπ᾿ αὐτοῦ εἰρημένον· “Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ”, μηδέποτε ἐξ ἡμῶν προερχόμενον ἤ σωματικῶς γεννώμενον καί χωριζόμενον ἀφ᾿ ἡμῶν. Οὐκέτι γάρ κατά σάρκα γινώσκεται ὤν ἐν ἡμῖν ὥσπερ βρέφος, ἀλλά ἀσωμάτως ἐστίν ἐν σώματι, συνανακιρνάμενος ἡμῶν ταῖς οὐσίαις καί φύσεσιν ἀρρήτως καί θεοποιῶν ἡμᾶς ὡς συσσώμους αὐτοῦ καί σάρκα ὄντας ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ. Τοῦτο τό μεῖζον ἐν ἡμῖν τῆς ἀφράστου οἰκονομίας αὐτοῦ καί ὑπέρ λόγον συγκαταβάσεως, τοῦτο τό φρίκης ἁπάσης γέμον μυστήριον, ὅ καί ἀνένευον γράψαι καί πρός τήν ἐγχείρησιν ἔτρεμον.
. Ἀλλ᾿ ἐπεί βούλεται ἀεί ὁ Θεός τήν πρός ἡμᾶς ἀγάπην αὐτοῦ ἐκκαλύπτεσθαι καί φανεροῦσθαι ἡμῖν, ἵνα καί ἡμεῖς ποτε τήν πολλήν αὐτοῦ ἀγαθότητα ἐννοήσαντες καί αἰδεσθέντες ἀγαπῆσαι προθυμηθῶμεν αὐτόν, ὑπό τοῦ ἄνωθεν κινοῦντος καί φωτίζοντος τάς καρδίας ἡμῶν κινηθείς Πνεύματος διά γραφῆς ὑμῖν δῆλα ταῦτα πεποίηκα τά μυστήρια, οὐχ ἵνα τῆς τόν Κύριον τεκούσης κατά τόν τρόπον τῆς ἀπορρήτου γεννήσεως αὐτῆς ἴσον τινά τῶν ἀνθρώπων ἀποδείξω – μή γένοιτο! – οὐδέ γάρ ἐνδέχεται τοῦτο. Ἄλλη γάρ ἡ ἔνσαρκος τοῦ Θεοῦ Λόγου ἄφραστος γέννησις ἐξ αὐτῆς, καί ἄλλη ἡ πνευματικῶς παρ᾿ ἡμῶν γινομένη· ἐκείνη μέν γάρ, σαρκωθέντα τόν Υἰόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ τέξασα, τό μυστήριον τῆς ἀναπλάσεως τοῦ γένους ἡμῶν καί τήν σωτηρίαν τοῦ κόσμου παντός ἐπί τῆς γῆς τέτοκεν, ἥτις ἐστίν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί Θεός, ὁ τά διεστῶτα ἑνώσας πρός ἑαυτόν καί τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ἀράμενος· αὕτη δέ, ἐν θείῳ Πνεύματι τόν Λόγον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ τίκτουσα, ἀεί ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν τό μυστήριον τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν καί τήν κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἕνωσιν ἀπεργάζεται, ἥν καί τό θεῖον οὕτω λέγον ὑπαινίττεται λόγιον· “Δι᾿ οὗ ἐν γαστρί ἐλάβομεν καί ὠδινήσαμεν καί ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας, ὅ ἐκυήσαμεν ἐπί τῆς γῆς” – ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ ἡ ὑπεράπειρος αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καί γνησία ἀγάπη καί ὅτι, εἰ βουλοίμεθα, καί πάντες ἡμεῖς κατά τό θεῖον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ λόγιον μήτηρ κατά τόν εἰρημένον τρόπον καί ἀδελφοί αὐτοῦ χρηματίσωμεν καί ἴσοι πάντως τῶν αὐτοῦ μαθητῶν καί ἀποστόλων γενώμεθα, οὐχί κατά τήν ἀξίαν ἐκείνων οὐδέ κατά τάς περιόδους καί τούς κόπους οὕσπερ ὑπέστησαν, ἀλλά κατά τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί τήν δωρεάν, ἥν πλουσίως ἐξέχεεν ἐπί πάντας τούς πιστεύειν καί ἀκολουθεῖν αὐτῷ ἀνεπιστρόφως ἐθέλοντας, καθώς αὐτός τοῦτο βουλόμενος ἀριδήλως βοᾷ· “Μήτηρ μου, φησί, καί ἀδελφοί μού εἰσιν οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί ποιοῦντες αὐτόν”.
. Εἶδες πῶς πάντας τούς ἀκούοντας τόν λόγον αὐτοῦ καί ποιοῦντας αὐτόν εἰς τήν τῆς μητρός αὐτοῦ ἀξίαν ἀνήγαγε καί ἀδελφούς αὐτοῦ λέγει καί συγγενεῖς τούτους πάντας ἀποκαλεῖ; Πλήν ὲκείνη μέν κυρίως μήτηρ αὐτοῦ καθέστηκεν ὡς σωματικῶς, καθάπερ ἔφθην εἰπών, ἀφράστως τοῦτον καί ἀπειράνδρως ἀποτεκοῦσα, οἱ δέ γε ἅγιοι πάντες κατά τήν χάριν καί τήν δωρεάν συλλαμβάνοντες αὐτόν ἔχουσιν· καί ἐκ μέν τῆς παναμώμου μητρός αὐτοῦ τήν σάρκα αὐτοῦ τήν παναμώμητον ἐδανείσατο, ἀντ᾿αὐτῆς δέ τήν θεότητα αὐτῇ ἐδωρήσατο – ὤ ξένου καί καινοῦ συναλλάγματος! – ἀπό δέ τῶν ἁγίων σάρκα μέν οὐ λαμβάνει, μεταδίδωσι δέ αὐτοῖς τήν τεθεωμένην σάρκα αὐτοῦ. Καί ὅρα μοι τό βάθος τοῦ μυστηρίου. Ἡ μέν οὖν χάρις τοῦ Πνεύματος, ἤγουν τό πῦρ τῆς θεότητος, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐστι καί Θεοῦ ἐκ τῆς φύσεως καί τῆς οὐσίας αὐτοῦ, τό δέ σῶμα αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐκεῖθεν, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς πανάγνου καί ἁγίας σαρκός τῆς Θεοτόκου καί ἐκ τῶν παναχράντων αἱμάτων αὐτῆς, ἐξ ἧς ταύτην ἀναλαβών ἰδιοποιήσατο, κατά τό ὅσιον λόγιον· “Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο”. Ταύτῃ τοι καί μεταδίδωσι τοῖς ἁγίοις ὁ τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀχράντου Παρθένου υἱός ἐκ μέν τῆς φύσεως καί τῆς οὐσίας τοῦ συναϊδίου Πατρός αὐτοῦ τήν χάριν, ὡς εἴρηται, τοῦ Πνεύματος, ἤτοι τήν θεότητα, καθώς διά τοῦ προφήτου φησί· “Καί ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, ἐκχεῶ ἀπό τοῦ Πνεύματός μου ἐπί πᾶσαν σάρκα” δηλαδή τήν πιστεύσασαν, ἐκ δέ τῆς φύσεως καί οὐσίας τῆς κυρίως καί ἀληθῶς ἀποτεκούσης αὐτόν, τήν σάρκα ἥν ἀνέλαβεν ἐξ αὐτῆς.
. Καί ὥσπερ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, οὕτω καί ἐκ τῆς ἀμωμήτου σαρκός τῆς παναγίας Μητρός αὐτοῦ ἥν ἀνέλαβε μεταλαμβάνομεν ἅπαντες· καί καθάπερ υἱός αὐτῆς καί Θεός ὁ Χριστός καί Θεός ἡμῶν γέγονεν, ἀδελφός δέ ἡμῶν ἐχρημάτισεν, οὕτω καί ἡμεῖς – ὤ τῆς ἀφράστου φιλανθρωπίας! – υἱοί τῆς Θεοτόκου μητρός αὐτοῦ καί ἀδελφοί αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ γινόμεθα, ὡς διά τοῦ μετ᾿ αὐτῆς καί ἐν αὐτῇ γεγονότος ὑπεραμώμου καί ὑπεραγνώστου γάμου γεννηθέντος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ < ἐξ > αὐτῆς, καί ἐξ αὐτοῦ πάλιν πάντες οἱ ἅγιοι. Ὥσπερ γάρ ἐκ τῆς συνουσίας καί σπορᾶς τοῦ Ἀδάμ ἡ Εὔα πρώτη ἔτεκεν καί ἐξ ἐκείνης καί δι᾿ ἐκείνης πάντες ἐγεννήθησαν ἄνθρωποι, οὕτω καί ἡ Θεοτόκος τόν τοῦ Θεοῦ Πατρός Λόγον ἀντί σπορᾶς δεξαμένη συνέλαβε καί ἕτεκε μόνον αὐτόν τόν Μονογενῆ ἐκ τοῦ Πατρός πρό αἰώνων καί μονογενῆ ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντα· καί παυσαμένη τοῦ συλλαμβάνειν καί τίκτειν αὕτη, ὁ Υἱός αὐτῆς καί ἐγέννησε καί γεννᾷ καθ᾿ ἑκάστην τούς πιστεύοντας εἰς αὐτόν καί φυλάσσοντας τάς ἁγίας αὐτοῦ ἐντολάς. Ἔπρεπε καί γάρ, ἐπεί ἡ ἐν φθορᾷ γέννησις ἡμῶν διά τῆς γυναικός Εὔας ἐγένετο, τήν πνευματικήν γέννησιν ἡμῶν καί ἀνάπλασιν διά τοῦ ἀνδρός, ἤτοι τοῦ δευτέρου Ἀδάμ καί Θεοῦ, γίνεσθαι. Καί ὅρα μοι ἐντεῦθεν τήν τοῦ λόγου ἀκρίβειαν· ἀνδρός θνητοῦ καί φθαρτοῦ ἡ σπορά φθαρτούς υἱούς καί θνητούς διά γυναικός ἀπεγέννησε καί γεννᾷ· ἀθανάτου καί ἀφθάρτου Θεοῦ ἀθάνατος καί ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καί ἄφθαρτα τέκνα ἀπεγέννησε καί ἀεί γεννᾷ, ἐκ τῆς Παρθένου πρῶτον αὐτός τεχθείς δηλονότι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
. Κατά τοῦτο οὖν δέσποινα καί βασιλίς καί κυρία καί μήτηρ πάντων τῶν ἁγίων ἡ τοῦ Θεοῦ Μήτηρ ἐστί, οἱ δέ ἅγιοι πάντες δοῦλοι μέν αὐτῆς εἰσι, καθό Μήτηρ ἐστί τοῦ Θεοῦ, (92) υἱοί δέ αὐτῆς, καθό μεταλαμβάνουσιν ἐκ τῆς παναχράντου σαρκός τοῦ Υἱοῦ αὐτῆς. Πιστός ὁ λόγος· ἡ γάρ σάρξ τοῦ Κυρίου, τῆς Θεοτόκου ἐστί σάρξ· καί ἐξ αὐτῆς τῆς θεωθείσης τοῦ Κυρίου σαρκός μεταλαμβάνοντες, ζωήν αἰώνιον μεταλαμβάνειν ὁμολογοῦμέν τε καί πιστεύομεν, εἰ μή τι ἀναξίως καί εἰς κατάκριμα ἑαυτῶν ταύτην μᾶλλον ἐσθίομεν. Συγγενεῖς δέ αὐτῆς τρισσῶς οἰ ἅγιοί εἰσι· καθ᾿ ἕνα μέν τρόπον ὅτι ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ καί τῆς αὐτῆς πνοῆς εἴτ᾿ οὖν ψυχῆς συγγένειαν ἔχουσι· κατά δεύτερον δέ, ὅτι ἐκ τῆς προσληφθείσης σαρκός αὐτῆς κοινωνίαν καί μετουσίαν ἔχουσι μετ᾿ αὐτῆς· καθ᾿ ἕτερον δέ, ὅτι διά τήν κατά Πνεῦμα ἐγγινομένην ἁγιωσύνην αὐτοῖς δι᾿ αὐτῆς ἐν ἑαυτῷ ἕκαστος συλλαμβάνων ὁμοίως ἔχει τόν τῶν ἁπάντων Θεόν, καθάπερ κἀκείνη τοῦτον ἔσχεν ἐν ἑαυτῇ· εἰ γάρ καί σωματικῶς αὐτός ἀπεγέννησεν, ἀλλ᾿ ὅλον αὐτόν καί πνευματικῶς ἐν ἑαυτῇ πάντοτε εἶχε καί νῦν ἀεί καί ὡσαύτως ἔχει ἀχώριστον.

. Τοῦτο τοίνυν τό τῶν γάμων μυστήριον, ὅ τῷ μονογενεῖ αὐτοῦ Υἱῷ ἐποιήσατο ὁ Πατήρ, ὁ συναΐδιος καί ὁμότιμος· καί ἐκάλεσε πολλούς καί ἀπέστειλε τούς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τούς κεκλημένους εἰς τούς γάμους καί οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν.

ΠΗΓΗ: apostoliki-diakonia.gr

. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὰ σπλάγχνα τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπ᾿ αὐτήν, γεννήθηκε, ὅπως εἴπαμε, τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεὸς ἀσυγχύτως. Τί σημαντικότερο ἔγινε ποτὲ γιά μᾶς; Ὅλοι μας πιστεύουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ δεχόμαστε τὸν περὶ αὐτοῦ λόγο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἂν τὸν ὁμολογοῦμε λοιπὸν καὶ μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, τότε ὁ λόγος τῆς εὐσεβείας, τὸν ὁποῖο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σὰν σπόρος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς εἰσῆλθε στὴν γαστέρα τῆς Παρθένου. Θαύμασε τὸ μέγα τοῦτο καὶ ἐκπληκτικὸ μυστήριο καὶ δέξου το μὲ κάθε πληροφορία καὶ πίστη.

. Συλλαμβάνουμε λοιπὸν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως. Καὶ ἔχουμε μέσα στὶς καρδιές μας αὐτὸν τὸν Ἴδιο ποὺ συνέλαβε καὶ ἡ Ἁγνὴ Παρθένος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψει φῶς μέσα στὶς καρδιές μας πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ του» (Β´ Κορ. δ´ 6), σὰν νὰ λέει: Αὐτὸς ὅλος γεννήθηκε ἀληθινὰ μέσα μας. Καὶ ὅτι εἶναι ἔτσι τὸ φανερώνει μὲ ὅσα παραθέτει στὴν συνέχεια: «Ἔχουμε δὲ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν μέσα σὲ πήλινα σκεύη» (Β´ Κορ. δ´ 6), ὀνομάζοντας θησαυρὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὀνομάζει τὸ Πνεῦμα Κύριο: «Γιατὶ τὸ Πνεῦμα» λέει «εἶναι ὁ Κύριος» (Β´ Κορ. δ´ 6), ὥστε ὅπου ἀκοῦς Υἱὸν Θεοῦ νὰ ἐννοεῖς μαζὶ καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἂν πάλι ἀκούσεις γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐννοεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ καὶ γι᾿ αὐτὸν λέει: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (Ἰωάν. δ´ 24), διδάσκοντάς σε παντοῦ τὸ ἀχώριστο καὶ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδὴ ὅπου εἶναι ὁ Υἱὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Πατήρ, καὶ ὅπου ὁ Πατὴρ ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ ὅλη ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ Ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τοὺς ὁμοουσίους, «αὐτὸς ποὺ εἶναι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες, ἀμήν» (Ρωμ. α´ 25).

. Ἔτσι ὅταν πιστεύσουμε ὁλόψυχα καὶ μετανοήσουμε θερμὰ θὰ συλλάβουμε ὅπως εἰπώθηκε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, καθὼς τὸν συνέλαβεν ἡ Παρθένος, προσφέροντάς του κι ἐμεῖς τὶς ψυχές μας παρθενικὲς καὶ ἁγνές. Καὶ ὅπως ἐκείνη δὲν τὴν κατέφλεξε τὸ πῦρ τῆς θεότητας, ἐπειδὴ ἦταν ἁγνὴ καὶ ὑπεράμωμη, ἔτσι οὔτε καὶ ἐμᾶς μᾶς κατακαίει, ὅταν τοῦ προσφέρουμε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ γίνεται ἐντός μας δροσιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ πηγὴ ὕδατος καὶ ρεῖθρον ἀθάνατης ζωῆς. Ὅτι δεχόμαστε καὶ ἐμεῖς παρόμοια τὸ ἄστεκτον πῦρ τῆς θεότητας, ἄκουσε τὸν Κύριο ποὺ τὸ λέει: «Πῦρ ἦλθα νὰ βάλω στὴν γῆ» (Λουκ. ιβ´ 49). Τί ἄλλο ἐννοεῖ, παρὰ τὸ ὁμοούσιο πρὸς τὴν θεότητά του Πνεῦμα, μὲ τὸ Ὁποῖο συνεισέρχεται καὶ συνθεωρεῖται μέσα μας καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα;

. Ἐπειδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μία φορὰ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν σωματικά, ἀνέκφραστα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σαρκωθεῖ πάλι ἢ νὰ γεννηθεῖ σωματικὰ ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, τί προνοεῖ; Μᾶς μεταδίδει γιὰ τροφὴ ἐκείνη τὴν ἄχραντη σάρκα ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν πανάχραντη Θεοτόκο, κατὰ τὴν σωματική του γέννηση. Ἂν τὴν μεταλαμβάνουμε ἄξια, ἔχουμε μέσα μας ὅλον τὸν σαρκωθέντα Θεὸ καὶ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου τὸν καθήμενο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του» (Ἰωάν. ϛ´ 56), χωρὶς ὅμως νὰ προέρχεται ἢ νὰ γεννιέται σωματικὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ μᾶς ἀποχωρίζεται ποτέ. Διότι ἐμεῖς δὲν τὸν αἰσθανόμαστε σὰν σάρκα, ἂν καὶ βρίσκεται μέσα μας ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βρέφος, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσωμάτως σὲ σῶμα, ἀναμιγνυόμενος ἀνέκφραστα μὲ τὴν φύση μας καὶ τὴν οὐσία μας καὶ θεοποιώντας μας, ἐπειδὴ γίναμε σύσσωμοι καὶ μ᾿ αὐτὸν δηλαδὴ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του καὶ ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ φρικτότερο μυστήριο τῆς ἀνέκφραστης οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεώς του, ποὺ δίσταζα νὰ τὸ γράψω καὶ ἔτρεμα νὰ τὸ ἐπιχειρήσω.

. Ὁ Θεὸς ὅμως πάντοτε θέλει νὰ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ φανερώνεται ἡ ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς, ὥστε καὶ ἐμεῖς κάποτε κατανοώντας τὴν μεγάλη του ἀγαθότητα καὶ αἰσθανόμενοι ντροπὴ νὰ προθυμοποιηθοῦμε νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ παρακινήθηκα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ φωτίζει τὶς καρδιές μας καὶ σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γραπτῶς, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν Κύριο –μὴ γένοιτο– αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκη καὶ ἄφραστη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἄλλη ποὺ συντελεῖται σέ μᾶς πνευματικῶς. Ἐκείνη γεννώντας ἔνσαρκο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπεργάστηκε στὴν γῆ τὸ μυστήριό τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μας καὶ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, αὐτὸς ποὺ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του τὰ διεστῶτα καὶ ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ αὐτὴ (ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς) γεννώντας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Λόγο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀπεργάζεται ἀκατάπαυστα στὶς καρδιές μας τὸ μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν καὶ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, αὐτὴν ὑπαινίσσεται καὶ τὸ θεῖο λόγιο: «Δι᾿ αὐτοῦ συλλάβαμε καὶ ἐγεννήσαμε μὲ πόνο τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο κυοφορήσαμε πάνω στὴν γῆ» (Ἡσαΐας κϛ´ 18).

. Λοιπὸν δὲν σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸν γέννησε ἡ Παναγία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεράπειρη καὶ γνήσια ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς καὶ ὅτι ἂν τὸ θέλουμε ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε μητέρα καὶ ἀδελφοί του κατὰ τὸν προαναφερόμενο τρόπο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τὸ διακηρύττει: «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτελοῦν» (Λουκ. η´ 21). Ἔτσι θὰ γίνουμε ἴσοι μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους του, ὄχι κατὰ τὴν ἀξία, οὔτε κατὰ τὶς περιοδεῖες καὶ τοὺς κόπους ποὺ ὑπέφεραν, ἀλλὰ κατὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δωρεὰ τὴν ὁποία ἐξέχεε σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν πίστευαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, χωρὶς νὰ στραφοῦν ποτὲ πίσω.

. Εἶδες πὼς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε καὶ πράττουν τὸν λόγο του τοὺς ἀνύψωσε στὴν ἀξία τῆς Μητέρας του καὶ τοὺς ἀποκαλεῖ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς του; Ὅμως μόνο Ἐκείνη ὑπῆρξε ἡ κυρίως Μητέρα του, ἐπειδὴ ὅπως ἀνέφερα τὸν γέννησε ἀνερμηνεύτως καὶ χωρὶς ἄνδρα, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν κατέχουν κατὰ χάριν καὶ δωρεάν. Καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἄμωμη Μητέρα του δανείστηκε τὴν παναμώμητη σάρκα του καὶ σὲ ἀντάλλαγμα τῆς δώρισε τὴν θεότητα –ὢ τί παράξενη καὶ ἀσυνήθιστη συναλλαγὴ– ἐνῷ ἀπὸ τοὺς ἁγίους δὲν παίρνει σάρκα, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτὸς τοὺς μεταδίδει τὴν θεωμένη σάρκα του. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.

. Ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος στὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸ πῦρ τῆς θεότητος, προέρχεται ἀπὸ τὴν Θεία του φύση καὶ οὐσία. Ὅμως τὸ σῶμα του δὲν ἔχει τὴν ἴδια προέλευση, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν πάναγνη καὶ ἅγια σάρκα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσέλαβε κατὰ τὸ ἱερὸ λόγιο: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» (Ἰωάν. α´ 14). Ἔκτοτε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντου Παρθένου μεταδίδει στοὺς ἁγίους, ἀπὸ μὲν τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τοῦ συναΐδιου Πατρός του τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, δηλαδὴ τὴν θεότητα, καθὼς καὶ μέσῳ τοῦ προφήτη λέγει: «Θὰ συμβεῖ τοῦτο κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου σὲ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωὴλ γ´ 1), ἐννοώντας κάθε πιστό, ἀπὸ δὲ τὴν φύση καὶ οὐσία ἐκείνης ποὺ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὸν γέννησε τὴν σάρκα, τὴν ὁποία ἔλαβε ἀπὸ αὐτή.

. Καὶ ὅπως ἀπὸ τὴν πληρότητά του λάβαμε ὅλοι ἐμεῖς, ἔτσι ἀκριβῶς μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὴν ἄμωμη σάρκα τῆς Παναγίας Μητέρας του, τὴν ὁποία καὶ Ἐκεῖνος προσέλαβε καὶ ὅπως ἔγινε υἱὸς καὶ Θεός της ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας γενόμενος καὶ ἀδελφός μας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς –ὢ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία– γινόμαστε υἱοὶ τῆς Θεοτόκου Μητέρας του καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ χάρη στὸν ὑπεράμωμο καὶ ὑπεράγνωστο γάμο ποὺ τελέστηκε μ᾿ αὐτὴν καὶ σ᾿ αὐτὴν γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ᾿ Αὐτὸν πάλι ὅλοι οἱ ἅγιοι.

. Πράγματι, ὅπως ἀπὸ τὴν συνουσία καὶ τὴν σπορὰ τοῦ Ἀδὰμ πρώτη ἡ Εὔα γέννησε καὶ ἀπὸ ἐκείνη καὶ μέσῳ ἐκείνης γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ δέχτηκε ἀντὶ σπορᾶς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε μόνο τὸν πρὸ αἰώνων μονογενῆ τοῦ Πατρὸς καὶ μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενῆ. Καὶ μολονότι ἡ Ἴδια ἔπαψε νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ γεννᾷ, ὁ Υἱὸς της γέννησε καὶ γεννᾷ καθημερινὰ ὅσους πιστεύουν σ᾿αὐτὸν καὶ τηροῦν τὶς ἅγιες ἐντολές του. Ἀσφαλῶς ἔπρεπε ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση καὶ ἀνάπλαση νὰ γίνει διὰ τοῦ ἀντρός, δηλαδὴ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ καὶ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ γέννησή μας στὴν φθορὰ ἔγινε διὰ τῆς γυναικὸς Εὔας.

. Καὶ πρόσεχε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: ἀνδρὸς θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ ἡ σπορὰ φθαρτοὺς υἱοὺς καὶ θνητοὺς διὰ γυναικὸς γέννησε καὶ γεννᾷ, ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ ὁ ἀθάνατος καὶ ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα τέκνα γέννησε καὶ διαρκῶς γεννᾷ, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς γενννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.

. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι Δέσποινα καὶ βασίλισσα καὶ Κυρία καὶ Μητέρα ὅλων τῶν ἁγίων ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ δοῦλοι της ἀφοῦ εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά της ἀφοῦ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὴν πανάχραντη σάρκα τοῦ Υἱοῦ της. Πιστὸς ὁ λόγος: ἡ σάρκα τοῦ Υἱοῦ της εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας καὶ ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, ὁμολογοῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωὴν αἰώνια, ἐκτὸς ἂν ἀναξίως καὶ εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.

. Πράγματι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι συγγενεῖς πρὸς τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατὰ τρεῖς τρόπους: Πρῶτον ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἴδια πνοή, δηλαδὴ τὴν ψυχή. Δεύτερον ἐπειδὴ ἔχουν κοινωνία καὶ μετουσία μὲ αὐτὴν διὰ τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός της ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ τρίτον ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἐν Πνεύματι ἁγιωσύνης ποὺ ἐνυπάρχει σὲ αὐτούς, καθένας συλλαμβάνει ἐντός του καὶ κατέχει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ Ἐκείνη τὸν εἶχε ἐντός της. Διότι ἂν καὶ τὸν γέννησε σωματικῶς, ὅμως πάντοτε τὸν εἶχε ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ἀχώριστον ἀπὸ Αὐτήν.

. Σ᾿ αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Ἡ ψυχή μετά τό σωματικό θάνατο

Ἡ ψυχή μετά τό σωματικό θάνατο

Θέλουμε νά ξεχωρίσουμε τά πράγματα· Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ζωή τῆς ψυχῆς μετά τό σωματικό θάνατο, μέση κατάσταση, Παράδεισο, ῞Αδη, Κόλαση, Βασιλεία, Αἰώνια ζωή»;
Ζωή τῆς ψυχῆς μετά τό σωματικό θάνατο, ἤ ὅπως τήν ὀμομάζουν ἄλλοι «μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν» γιά τούς ὀρθόδοξους εἶναι ἡ ζωἠ πού ζεῖ ἡ ψυχή μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία, ὁπότε, μετά τήν κοινή ᾿Ανάσταση, θά λάβη τό «οἰκεῖον» σῶμα μεταμορφωμένο καί ἄφθαρτο. Τήν ὀνόμασαν αὐτή τήν κατάσταση οἱ Πατέρες «μέση κατάσταση», διότι ἡ ψυχή βρίσκεται σέ κατάσταση ἀναμονῆς καί προσμονῆς τῆς ἀναστάσεως καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Παραμένοντας στήν κατάσταση αὐτή ἡ ψυχή, προγεύεται τήν παραδείσια μακαριότητα ἤ τίς τιμωρίες τῆς Κολάσεως. Στή μέση κατάσταση δηλαδή οὔτε οἱ δίκαιοι ἀπολαμβάνουν ὅσα θά ζήσουν καί θά ἀπολαύσουν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, οὔτε οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί ὑφίστανται τήν τέλεια κόλαση.
Σέ πολλά πατερικά κείμενα πού εἶναι σχετικά μέ τήν ἐσχατολογία παρατηροῦμε νά γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στόν Παράδεισο καί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἀνάμεσα στόν ῞ᾼδη καί στήν Κόλαση.
῎Ετσι ὀνομάζουν Παράδεισο, τήν κατάσταση ἐκείνη ὅπου ἔρχονται οἱ δίκαιοι καί οἱ ῞Αγιοι μετά τήν κοίμησή τους.
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν κατάσταση ἐκείνη ὅπου θά εἰσέλθουν οἱ ῞Αγιοι μετά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων τους.
῞Αδη, ἐκεῖ μεταβαίνουν οἱ μή σεσωσμένοι ἁμαρτωλοί μετά τό θάνατό τους.
Κόλαση, ἐκεῖ θά εἰσέλθουν οἱ μή σεσωσμένοι ἁμαρτωλοί μετά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων τους καί τήν τελική κρίση1.
Σέ πολλούς Πατέρες ὅμως ὁ Παράδεισος καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ταυτίζονται καθώς καί ὁ ῞Αδης καί ἡ Κόλαση, ὅπως θά δοῦμε ἀναλυτικά στό οἰκεῖο κεφάλαιο.
῾Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος μᾶς λέει ὅτι οἱ δίκαιοι μετά τό θάνατό τους δοκιμάζουν «μερικήν ἀπόλαυσιν» οἱ δέ ἁμαρτωλοί «μερικήν κόλασιν» «Τί οὖν, ἀπέλαβον οἱ δίκαιοι τὰ ἀγαθά καί οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴν κόλασιν; Οὐδαμῶς. ῞Ομως δὲ τὴν χαρὰν ταύτην ἔχουσιν αἱ τῶν ἁγίων ψυχαί· καὶ ἔστιν αὕτη μερικὴ ἀπόλαυσις, ὥσπερ καὶ ἡ λύπη, ἣν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἔχουσι, μερικὴ κόλασις … »2. Δηλαδή· «Τί νομίζετε λοιπόν, ὅτι ἔλαβαν οἱ δίκαιοι τά ἀγαθά πού τούς ἀνήκουν καί οἱ ἁμαρτωλοί τήν Κόλαση; Καθόλου. ῞Ομως προαπολαμβάνουν τήν χαρά αὐτή τοῦ Παραδείσου οἱ ψυχές τῶν ῾Αγίων. Καί εἶναι αὐτή μερική ἀπόλαυση, ὅπως καί ἡ λύπη, πού ἔχουν οἱ ἁμαρτωλοί, μερική κόλαση».
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπίσης, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο «ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι» (῾Εβρ. ια´ 39-40) ὑποστηρίζει ὅτι οἱ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι μετέστησαν στήν ἄλλη ζωή, δέν ἔχουν ἀπολαύσει ἀκόμη τά ἀγαθά τῆς αἰώνιας ζωῆς, διότι περιμένουν ἐμᾶς· «Οἱ δίκαιοι ἐκεῖνοι, ἄν καί ἐγκωμιάστηκαν γιά τήν πίστη τους, ὅμως δέν ἔχουν ἀπολαύσει ἀκόμη τά ἀγαθά τῆς αἰώνιας ζωῆς· περιμένουν καί ἐμᾶς»3.
῞Οταν λέμε Παράδεισο, Κόλαση κλπ. ἐννοοῦμε κάποιους τόπους αἰσθητούς;
Φυσικά ὄχι. Πρόκειται γιά τόπους νοητούς.
Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης· «Τὸν μνημονευθέντα νῦν ῞Αδην μὴ τόπον τινὰ οὕτως ὀνομαζόμενον οἴεσθαι, ἀλλὰ τινὰ κατάστασιν ζωῆς ἀειδῆ καὶ ἀσώματον …»4.
῾Ο δέ ᾿Αρέθας Καισαρείας λέει γιά τόν Παράδεισο· «Παράδεισον τὴν μακαρίαν καὶ αἰωνίζουσαν ἐκληπτέον ζωήν»5.
Καί ὁ Νικήτας Στηθάτος θά μᾶς ὑπογραμμίσει ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι καθαρά τρόπος ζωῆς, λέγοντας ὅτι αὐτός πού ἔχει τοὺς καρποὺς τοῦ Πνεύματος φτάνει στόν Παράδεισο μέ τό νά ἔχει μεταβληθεῖ ὁ ἴδιος σέ Παράδεισο, ὅπως ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος·
«῞Οταν γίνει κανείς μέτοχος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, καί γνωρίσει τὴν ἐπιφοίτησή Του μέ κάποια ἀνέκφραστη μέσα του ἐνέργεια καί εὐωδία, ὥστε ἡ εὐωδία νά περνᾶ καί στήν ἐπιφάνεια τοῦ σώματος, τότε δέν ὑποφέρει στό ἑξῆς νά μένει στά ὅρια τῆς φύσεως. ᾿Αλλά ἐπειδή ἔχει ὑποστεῖ τήν καλή ἀλλοίωση μέ ἐνέργεια τοῦ ῾Υψίστου, λησμονεῖ τήν τροφή, τόν ὕπνο, ξεπερνᾶ τὰ σωματικά, περιφρονεῖ τή σωματική ἀνάπαυση· ὅλη τήν ἡμέρα, ἐνῶ βρίσκεται σέ κόπους καί ἀγῶνες σωματικοὺς, δέν αἰσθάνεται κανένα κόπο ἢ σωματική ἀνάγκη, πείνα, δίψα, ὕπνο ἢ τίς ἄλλες ἀνάγκες τῆς φύσεως, γιατί ἔχει χυθεῖ ἀόρατα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ ἀνέκφραστη χαρά μέσα στήν καρδιὰ του (Ρωμ. 5, 5). Καὶ ὅλη τή νύχτα, παραμένοντας σὲ πύρινο φωτισμό, ἐργάζεται τή νοερὴ ἐργασία μέ σωματικά γυμνάσματα, καί ἀπολαμβάνει τό ἀθάνατο συμπόσιο τῶν ἀθανάτων φυτῶν τοῦ Παραδείσου. Σ᾿ αὐτόν ὁ Παῦλος ἀφοῦ ὑψώθηκε, ἄκουσε ἄρρητα ρήματα, τά ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπεται νά τά ἀκούσει ἄνθρωπος (Β´ Κορ. 12, 4) πού εἶναι ἀκόμη ἐμπαθῶς προσκολλημένος στά ὁρατά»6.
Κατά δέ τήν ἐμπειρία τῶν ῾Αγίων μας, ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐν σχέσει μέ τόν ἄνθρωπο βιώνεται ὡς Παράδεισος, ἤ βιώνεται ὡς Κόλαση. ῾Ο π. ᾿Ιωάννης ὁ Ρωμανίδης λέει ἐπιγραμματικά· «Τὸ ἴδιον τὸ ἐκπηγάζον ἐκ τοῦ Χριστοῦ χρυσὸν φῶς τῆς δόξης, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον περικλείονται οἱ φίλοι του, γίνεται κόκκινον καθὼς κυλᾶ πρὸς τὰ κάτω, διὰ ν᾿ ἀγκαλιάσῃ αὐτὴ ἡ ἰδία θεία ἀγάπη, τοὺς “κατηραμένους” πού τήν βλέπουν ὡς δύναμιν κολαστικήν»7.
Ποιός μᾶς βεβαιώνει ὅτι οἱ ψυχές ζοῦν μετά τό θάνατο;
Στήν ῾Αγία Γραφή ἔχουμε πολλά χωρία πού μᾶς βεβαιώνουν ὅτι οἱ ψυχές ζοῦν μετά θάνατο·
1) Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται ὅτι «ὁ ᾿Αβραὰμ ἀπέθανε καὶ προσετέθη τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Γεν. 25, 4), δηλαδή στούς δίκαιους προγόνους του.
῾Ο προφήτης ᾿Ηλίας ἀνέστησε τόν υἱό τῆς χήρας στά Σαρεπτά. Προσευχήθηκε στό Θεό καί εἶπε· «Κύριε, ὁ Θεός, ἐπιστραφήτω δὴ ἡ ψυχὴ τοῦ παιδαρίου τούτου εἰς αὐτόν» (Γ´ Βασ. 17, 21-23). Καί πραγματικά, μετά τήν προσευχή, ἐπέστρεψε ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ στό σῶμα του καί ἔζησε πολλά χρόνια.
῾Ο τετραήμερος Λάζαρος, ἡ θυγατέρα τοῦ ᾿Ιαείρου, ὁ γιός τῆς χήρας τῆς Ναΐν, ὅλων αὐτῶν οἱ ψυχές ἐπέστρεψαν στά ἀντίστοιχα σώματά τους μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ. 18
῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος εἶπε στό ληστή· «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τͺῷ Παραδείσῳ» (Λουκ. 23, 43). ᾿Αλλά ὁ ληστής βρισκόταν στό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. ῾Επομένως ἀφοῦ τό σταυρωμένο του σῶμα σέ λίγο θά πέθαινε, ἡ ψυχή τοῦ Ληστῆ ἦταν ἐκείνη πού θά βρισκόταν μέ τόν Κύριο στόν Παράδεισο.
Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε διακαῶς «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» (Φιλιπ. 1, 23), δηλαδή εἶχε πόθο νά ἐκδημήσει ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή καί νά ζεῖ μέ τόν Χριστό στή Βασιλεία Του, μᾶς πιστοποεῖ ὅτι οἱ ψυχές ζοῦν μετά τό θάνατο. Γιατί ἄν οἱ ψυχές δέν συνέχιζαν νά ζοῦν, δέν θά εἶχε τόση μεγάλη ἐπιθυμία καί ὁ θεόπνευστος ᾿Απόστολος νά φύγει ἀπ᾿ αὐτή τή γήινη ζωή καί νά βρεθεῖ στήν οὐράνια.
᾿Αλλά καί ἡ ἀποκαλυπτική ὀπτασία τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ εὐαγγελιστῆ, πού ἀναφέρεται στό βιβλίο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, δείχνει τήν ὕπαρξη καί τήν ἀναμονή τῶν ψυχῶν, τῶν σφαγμένων γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί γιά τή μαρτυρία πού ἔδωσαν γιά τό ᾿Αρνίο. «Καί κραύγασαν μέ μεγάλη φωνή καί εἶπαν· Μέχρι πότε Κύριε, ῞Αγιε καί ᾿Αληθινέ, δέν θά κάνεις κρίση καί δέν θά ζητεῖς τό δίκιο καί τήν τιμωρία, γιά τό ἀδικοχαμένο αἷμα μας ἀπό τούς κατοίκους τῆς γῆς; Δόθηκε τότε στόν καθένα λευκή στολή, σύμβολο δόξας καί μακαριότητας, καί τούς ἐλέχθη νά ἀναπαυθοῦν λίγο χρόνο ἀκόμη, μέχρι νά συμπληρωθεῖ ὁ ἀριθμός τῶν συνδούλων καί τῶν ἀδελφῶν τους πού ἔμελλαν νά θανατωθοῦν καί νά μαρτυρήσουν ὅπως καί ἐκεῖνοι» (᾿Αποκ. 6, 9-11).
2) Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ᾿Ενδεικτικά θά ἀναφέρουμε δύο Πατέρες, ἄν καί εἶναι κοινός τόπος σέ κάθε πατερικό κείμενο ἡ μετά θάνατο ζωή τῆς ψυχῆς.
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στό λόγο του «Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως» μᾶς ἀναφέρει· «Οἱ δι᾿ ἀρετῆς τὸν παρόντα διαπλέοντες βίον, ὥσπερ ἐν ἀκατακλύστῳ λιμένι τῷ ἀγαθῷ κόλπῳ τὰς ψυχὰς ἐναρμονίζονται». Τό ἀντίθετο συμβαίνει στούς ἁμαρτωλούς· «῾Η τῶν ἀγαθῶν στέρησις γίνεται φλόξ τήν ψυχήν διασμήχουσα» 8.
Οἱ ψυχές δηλαδή κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὄχι μόνο ζοῦν μετά τόν θάνατο, ἀλλά, ὅσες εἶχαν ἐνδυθεῖ τήν ἀρετή, καταφεύγουν στόν ἀγαθό κόλπο τοῦ ᾿Αβραάμ, ἐνῶ τῶν ἁμαρτωλῶν οἱ ψυχές, λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ἔχουν τό φωτεινό ἔνδυμα τῶν ἀρετῶν, ἡ ἔλλειψη αὐτή γίνεται φλόγα πού τίς κατατρώγει.
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπίσης, σέ ἐρώτηση πού τοῦ ἀπηύθυναν σχετικά μέ τό ποῦ βρίσκονται τά πνεύματα, οἱ ψυχές, τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ῾Αγίων, δίνει τήν ἑξῆς ἀπάντηση· «Οὐκ ἐν τῷ ὑπερουρανίῳ φωτὶ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῆς αὐτῆς εἰσιν ἀπολαύοντα φωτοχυσίας;»9.
῾Οπότε καί ὁ μεγάλος θεολόγος τοῦ 14ου αἰώνα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, μᾶς βεβαιώνει γιά τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς τῶν ῾Αγίων μετά τό θάνατό τους καί μάλιστα μᾶς δίνει καί στοιχεῖα γιά τήν κατάστασή τους. Βρίσκονται, λέει, μέσα στό ὑπερουράνιο φῶς μαζί μέ τους ᾿Αγγέλους καί μετέχουν καί ἀπολαμβάνουν τήν ἴδια μέ αὐτούς φωτοχυσία.
῾Η ψυχή λοιπόν συνεχίζει νά ἔχει δική της ὑπόσταση καί ὕπαρξη μετά τό χωρισμό της ἀπό τό σῶμα. Διότι τίποτε δέν ἐμποδίζει τήν ψυχή νά ζεῖ καί νά ὑπάρχει καί νά προγεύεται τή μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός μᾶς λέει πώς ἡ μακαριότητα αὐτή, εἴτε τήν ὀνομάσουμε θεωρία, εἴτε μετοχή, εἴτε κοινωνία Θεοῦ, εἴτε Βασιλεία, «ἀτελής ἐστι πᾶσα καὶ ἐλλιπὴς ὡς πρὸς ἐκείνην τὴν ἐλπιζομένην κατάστασιν», διότι οἱ ψυχές προσδοκοῦν τήν ἀνάστασιν, ὥστε νά λάβουν καί τά σώματά τους, γιά νά δοξασθοῦν τελείως καί νά μετάσχουν στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ10.
῾Η ψυχή εὑρισκόμενη στή μέση κατάσταση, μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, διατηρεῖ τή συνείδησή της; ᾿Ενδιαφέρεται γιά τούς συγγενεῖς της πού ἔχουν ἀπομείνει σ᾿ αὐτή τή ζωή;
᾿Από τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων διατηροῦν πλήρη τή συνείδησή τους καί ἐνδιαφέρονται γιά τούς συγγενεῖς τους, τούς «ἀπολειφθέντας ἐν τῷ παρόντι βίῳ». Καί αὐτό μποροῦμε νά τό συναγάγουμε ἀπό τήν παράκληση πού ἀπευθύνει ὁ πλούσιος ἀπό τόν ῞ᾼδη πού βρίσκεται πρός τόν πατριάρχη ᾿Αβραάμ. «Στεῖλε, τοῦ λέει, τό Λάζαρο πρός τούς συγγενεῖς μου, γιά νά τούς μιλήσει γιά τά ὅσα συμβαίνουν ἐδῶ, ὥστε νά μήν ἔχουν καί αὐτοί τό ἴδιο μέ μένα τέλος» (Λουκ. 16, 19-31).
᾿Επίσης στήν ᾿Αποκάλυψη οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, πού ἐκπροσωποῦν τήν ἐξ ᾿Εθνῶν καί ἐξ ᾿Ιουδαίων οὐράνια ᾿Εκκλησία τῶν κεκοιμημένων, παρουσιάζονται νά λατρεύουν τόν Θεό ἔχοντας πλήρη ἐπίγνωση, ταπείνωση καί εὐγνωμοσύνη (᾿Αποκ. 4, 8-14).
Καί στή Μεταμόρφωση, ὁ Μωυσῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν κεκοιμημένος, συνομιλεῖ μέ τόν Κύριο.
᾿Αλλά ἡ ψυχή μετά τό θάνατο διατηρεῖ, ὄχι μόνο τήν αὐτοσυνειδησία της, ἀλλά καί τήν ὑπόστασή της, τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά πού τήν διακρίνουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους· «Εἰ γὰρ καὶ χωρίζεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ θανάτῳ, ἀλλ᾿ ἡ ὑπόστασις ἀμφοτέρων μία καὶ ἡ αὐτή ἐστιν· μένει τό τε σῶμα καὶ ἡ ψυχή, ἀεὶ μία τὴν ἀρχὴν τῆς ἑαυτῶν ἔχοντα ὑπάρξεώς τε καὶ ὑποστάσεως, εἰ καὶ χωρισθῶσιν ἀλλήλων»11. Δηλαδή· ῎Αν καί χωρίζεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό σῶμα του, τή στιγμή τοῦ θανάτου του, παραμένει ὅμως ἡ μία καί ἡ αὐτή ὑπόσταση καί γιά τά δύο. Μένει δηλαδή καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή πάντοτε ἔχοντας μίαν ἀρχή τῆς ὑπάρξεως καί ὑποστάσεώς τους.19
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, ἐπειδή δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, καί στήν παραβολή τοῦ Λαζάρου ἀναφέρεται ὅτι ὁ πλούσιος εἶδε τό Λάζαρο στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ. Δέν εἶπε, «εἶδε τήν ψυχή τοῦ Λαζάρου, ἀλλά τό Λάζαρο», μέ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά του καί τόν ἀναγνώρισε12.
Λέγεται ὅτι μετά τό χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἐπακολουθεῖ «μερική κρίση» τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἄλλη ἡ μερική καί ἄλλη ἡ γενική κρίση πού θά γίνει στή Δευτέρα Παρουσία;
«᾿Απόκειται ἅπαξ τοῖς ἀνθρώποις ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις (῾Εβρ. 9, 27).
Οἱ θεόπνευστοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, ἑρμηνεύοντας τούς λόγους τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, τονίζουν μέ τή διδασκαλία τους ὅτι «μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν παραστησόμεθα βήματι φοβερῷ καὶ λόγον δώσομεν τῶν πεπραγμένων ἁπάντων»13. Μέ τή «μερική» αὐτή κρίση, γίνεται καί ὁ διαχωρισμός τῶν δικαίων καί τῶν ἁμαρτωλῶν ψυχῶν, ὅπως ἀναφέρει ὁ ὅσιος πατέρας μας Γρηγόριος Νύσσης, παρατηρώντας ὅτι μετά τό θάνατο, ὅσοι εἶχαν ζήσει στόν παρόντα βίο μέ ἀρετή, καταφεύγουν στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί πηγαίνουν στόν ῞Αδη πού εἶναι «κατάστασις ἀειδὴς καὶ ἀσώματος». Εἶναι τόπος νοητός, διότι ἡ ἀσώματη φύση δέν ἔχει σχῆμα γιά νά περιχωρηθεῖ σωματικῶς καί γι᾿ αὐτό «οὐ σωματικῶς περιέχεται, ἀλλὰ νοητῶς». Καί παραμένουν σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση οἱ ψυχές «τῇ προσδοκίᾳ τῆς μελλούσης Κρίσεως», περιμένοντας τήν μέλλουσα Κρίση.
Εἶναι δυνατόν νά βελτιωθεῖ ἡ θέση τῆς ψυχῆς καί νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν Κόλαση ὅταν βρίσκεται σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση τῆς προσμονῆς τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων;
῾Η ᾿Εκκλησία ἀνέκαθεν προσφέρει τή θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας «ὑπέρ τῶν πίστει ἀναπαυσαμένων», ὑπέρ ἐκείνων δηλαδή πού «ἐκοιμήθησαν» μέ πίστη στόν Τριαδικό Θεό καί στήν αἰώνια ζωή.
῾Ο ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων λέει ὅτι «πιστεύομεν μεγίστην ὄνησιν ἔσεσθαι ταῖς ψυχαῖς ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας προκειμένης θυσίας»14. Δηλαδή πιστεύουμε ὅτι οἱ ψυχές, ὑπέρ τῶν ὁποίων δεόμαστε κατά τήν ὥρα τῆς ἁγίας θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν μεγάλη ὠφέλεια καί ἀνακούφιση.
Καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑποστηρίζει ὅτι δέν νομοθετήθηκε εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε ἀπό τούς ἁγίους ἀποστόλους νά μνημονεύονται «οἱ ἀπελθόντες καί κεκοιμημένοι» τήν ὥρα πού τελοῦνται τά φρικτά μυστήρια, διότι ὅταν «λαός ὁλόκληρος χεῖρας ἀνατείνῃ, τῆς θυσίας προκειμένης, θά δυσωπήσῃ παρακαλῶν τόν Θεόν»15.
῾Ο ἴδιος ὅμως πατέρας τονίζει συγχρόνως ὅτι δέν ἔχει ἐλπίδα ἐκεῖνος πού φεύγει ἀπό αὐτή τή ζωή γεμάτος ἁμαρτήματα, ἀμετανόητος, καί πηγαίνει στόν ῞ᾼδη, ἐκεῖ ὅπου δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἐξαλείψει πλέον τά ἁμαρτήματά του. Γι᾿ αὐτό ὁμιλεῖ, ὄχι γιά ἀπαλλαγή ἀπό τήν Κόλαση, ἀλλά γιά τή δυνατότητα «τοῦ γενέσθαι κούφην τήν κόλασιν», νά ἀνακουφισθεῖ λίγο ὁ ἄνθρωπος πού ἔφυγε μέσα στίς ἁμαρτίες ἀμετανόητος. ᾿Εμεῖς βέβαια δέν γνωρίζουμε ποιός ἔφυγε ἀμετανόητος, γι᾿ αὐτό ὀφείλουμε νά προσευχόμαστε μέ τήν ἴδια ἐλπίδα γιά ὅλους.
Στό βίο τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου βρίσκουμε μιά τέτοια θέση. ῞Οταν ὁ ἅγιος Μακάριος συνάντησε στήν ἔρημο τό κρανίο ἑνός ἱερέως τῶν εἰδώλων καί τό ρώτησε ἄν ὠφελοῦν οἱ προσευχές μας ὅσους βρίσκονται στήν Κόλαση, τό κρανίο μίλησε ὡς ἐκ θαύματος καί τοῦ ἀπάντησε· «῞Οποια ὥρα σπλαγχνιστεῖς αὐτούς πού εἶναι στήν Κόλαση καί προσευχηθεῖς γι᾿ αὐτούς, παρηγοροῦνται λίγο»16.
Γι᾿ αὐτό, ὅπως λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος «μὴ ἀποκάμωμεν τοῖς ἀπελθοῦσι βοηθοῦντες καὶ προσφέροντες ὑπὲρ αὐτῶν εὐχάς· καὶ γὰρ τὸ κοινὸν τῆς οἰκουμένης κεῖται καθάρσιον»17. Δηλαδή· ῎Ας μήν κουραστοῦμε καί ἄς μήν ἀποκάμουμε νά βοηθοῦμε τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας καί νά προσευχόμαστε γι᾿ αὐτούς, διότι (στή θεία Λειτουργία) ἔχουμε μπροστά μας τόν Χριστό· «τὸ κοινὸν τῆς οἰκουμένης καθάρσιον».
Γιατί πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τούς ἀδελφούς μας πού ἔφυγαν, ὁ Θεός δέν τούς ἀγαπᾶ; ῎Αν δέν προσευχηθοῦμε ἐμεῖς, θά τούς παραμελήσει;
«᾿Εμεῖς προσευχόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας ἐπειδή τούς ἀγαπᾶμε. Αἰσθανόμαστε ἐμεῖς χαρά καί εὐτυχία προσευχόμενοι γι᾿ αὐτούς. Αἰσθανόμαστε ἑνότητα. Δέν κάνουμε προσευχές καί λειτουργίες ἐπειδή ὁ Θεός διαφορετικά θά παραμελήσει τούς κεκοιμημένους. Προσευχόμαστε γι᾿ αὐτούς ἐπειδή γνωρίζουμε πώς τούς ἀγαπᾶ καί τούς φροντίζει καί θεωροῦμε πώς ἔχουμε τό προνόμιο νά ἑνώνουμε τήν ἀγάπη μας γι᾿ αὐτούς μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ζῶντες καί τεθνεῶτες, εἴμαστε ὅλοι μέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας· ἔτσι ζῶντες καί τεθνεῶτες, πρέπει νά παρακαλοῦμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον»18.
Μέ ποιό τρόπο οἱ προσευχές μας ὠφελοῦν τούς κεκοιμημένους;
Δέν μᾶς εἶναι γνωστός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο δρᾶ ἡ προσευχή μας καί εὐεργετοῦνται οἱ κεκοιμημένοι. ῞Οπως ἀκριβῶς δέν ξέρουμε καί δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε πῶς δρᾶ ἡ προσευχή μας καί βοηθᾶ τούς ζῶντες ἀδελφούς μας.
Μιά πολύ ὡραία θέση πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα παίρνει ὁ Μητροπολίτης Κάλλιστος ῤὰἶὸ καί λέει· «᾿Από προσωπική πείρα ξέρουμε πώς ἡ προσευχή γιά τούς ἄλλους εἶναι ἀποτελεσματική καί ἔτσι συνεχίζουμε νά τήν ἐξασκοῦμε. ᾿Αλλά αὐτή ἡ προσευχή, εἴτε προσφέρεται γιά τούς ζῶντες εἴτε γιά τούς τεθνεῶτες, λειτουργεῖ κατά ἕνα τρόπο πού μένει μυστηριώδης. Εἴμαστε ἀνίκανοι νά βυθομετρήσουμε τήν ἀκριβή ἀλληλεπίδραση μεταξύ τῆς πράξεως τῆς προσευχῆς, τῆς ἐλευθέρας βούλησης τοῦ ἄλλου προσώπου καί τῆς Χάριτος καί προγνώσεως τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν προσευχόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους, μᾶς ἀρκεῖ νά ξέρουμε πώς διαρκῶς ἀναπτύσσεται ἡ ἀγάπη τους γιά τό Θεό, κι ἔτσι χρειάζονται τήν ὑποστήριξή μας. Τά ὑπόλοιπα ἄς τά ἀφήσουμε στό Θεό19.
Πῶς μποροῦμε νά διατηρήσουμε κοινωνία μέ τούς κεκοιμημένους;
῾Η κοινωνία μας μαζί τους μπορεῖ νά διατηρηθεῖ μέσα στήν ᾿Εκκλησία, μέ τή λεγόμενη «κοινωνία τῶν ῾Αγίων», ἐπειδή ὅλοι συναντιόμαστε στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γύρω ἀπό τήν ῾Αγία Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Καί μέσα στό μυστήριο αὐτό τῶν μυστηρίων στή «σύνοδο τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς»20, βρίσκονται καί οἱ κεκοιμημένοι Πατέρες καί ἀδελφοί μας, ὅλα τά προσφιλή μας πρόσωπα, πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο «ἐν μετανοία καὶ ἐξομολογήσει». 20«Καὶ γὰρ ἓν σῶμά ἐσμεν ἅπαντες»21. ῞Ολη ἡ ᾿Εκλησία εἶναι παρούσα. Οἱ Μάρτυρες, οἱ Πατριάρχες, οἱ Προφῆτες, οἱ ᾿Απόστολοι, οἱ Πατέρες. ῾Η «ψυχοτρόφος» τράπεζα τούς συγκεντρώνει ὅλους. «᾿Εάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκομεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν· εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ» (Ρωμ. 14, 8-9).
Δηλαδή· «Διότι καί ὅταν ζοῦμε, ζοῦμε γιά νά δοξάζουμε μέ τή ζωή μας τόν Κύριο. Καί ὅταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε γιά χάρη τοῦ Κυρίου. Εἴτε λοιπόν ζοῦμε εἴτε πεθαίνουμε, ἀνήκουμε στόν Κύριο. Γιατί ὁ Κύριος γι᾿ αὐτό τό σκοπό πέθανε πάνω στό Σταυρό καί ἀναστήθηκε καί ἔλαβε πάλι ὡς ἄνθρωπος τή ζωή, γιά νά εἶναι Κύριος καί τῶν νεκρῶν καί τῶν ζώντων».
῎Εχοντας λοιπόν κοινωνία μέ τόν Κύριο, διά τών μυστηρίων, κοινωνοῦμε καί μέ τούς ῾Αγίους, ἀλλά καί μέ τούς κοιμηθέντες ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἐν Αὐτῷ. Διότι τό ῞Αγιο Πνεῦμα ἑνώνει τούς πάντες καί γι᾿ αὐτό καί οἱ ῞Αγιοι εἶναι πλησίον μας. Καί ὅταν προσευχόμαστε σ’ αὐτούς τότε ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι εἰσακοῦνε τίς προσευχές μας καί μέσα στίς ψυχές μας αἰσθανόμαστε τίς πρεσβεῖες τους.
῾Υπάρχει ἕνα γράμμα τοῦ Ρώσου ἱερέα Μακάριου ἒ῝῟ὂ῍ὰἶὸἶ (1792-1847) πού τό στέλνει σέ κάποιον ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει πρόσφατα ἕνα προσφιλές του πρόσωπο, προφανῶς τή σύζυγό του. ᾿Εκεῖ ἀναπτύσσει καί ἐκεῖνος ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ τόπος συναντήσεως τῶν κεκοιμημένων, τῶν ζώντων καί αὐ-τῶν πού δέν ἔχουν ἀκόμη γεννηθεῖ, ὅπου ἀγαπώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον προσέρχονται γύρω ἀπό τόν βράχο τῆς ἁγίας Τράπεζας γιά νά διακηρύξουν τήν πίστη τους στόν Θεό. Γράφει λοιπόν·
«Ζοῦμε καί κινούμαστε καί ὑπάρχουμε ἐν Χριστῷ. Εἴτε ζωντανοί, εἴτε πεθαμένοι, εἴμαστε ὅλοι μας “ἐν Αὐτῷ”. Εἶναι πιό ἀληθινό νά ποῦμε· εἴμαστε ὅλοι μας ζωντανοί “ἐν Αὐτῷ”, ἐπειδή “ἐν Αὐτῷ” δέν ὑπάρχει θάνατος. ῾Ο Θεός μας δέν εἶναι Θεός τεθνεώτων ἀλλά ζώντων. Εἶναι ὁ Θεός σου, εἶναι ὁ Θεός αὐτῆς πού πέθανε. ῾Υπάρχει μόνο ἕνας Θεός, καί σ᾿ αὐτόν τόν ἕνα Θεό εἶστε καί οἱ δύο ἑνωμένοι. Μόνο πού πρός τό παρόν δέν μπορεῖτε νά ἰδωθεῖτε. Πράγμα πού σημαίνει πώς ἡ μελλοντική σας συνάντηση θά εἶναι τόσο χαρούμενη· καί τότε κανείς δέν θά σᾶς στερήσει τή χαρά σας. ῞Ομως ἀκόμη καί τώρα ζεῖτε μαζί· τό μόνο πού συνέβηκε εἶναι πώς αὐτή πῆγε σέ κάποιο ἄλλο δωμάτιο καί ἔκλεισε τήν πόρτα… ῾Η πνευματική ὅμως ἀγάπη δέν ἀντιλαμβάνεται τόν ὁρατό χωρισμό»22.
῾Επομένως μέ τούς κεκοιμημένους μποροῦμε νά διατηροῦμε ἀδιάσπαστη τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη μας, ἐφόσον μάλιστα προσδοκοῦμε ἀνάσταση νεκρῶν καί ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος;
Βεβαίως. Κι αὐτό ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, μέσα στήν ᾿Εκκλησία, ὅλοι εἴμαστε ζῶντες καί ἡ ψυχή μπορεῖ νά τό νιώσει αὐτό τό μυστήριο καί νά τό περιλάβει.
῾Υπάρχει δέ ἕνα ὡραῖο ποίημα πού ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτά τά βιώματα, δείχνει πῶς αἰσθάνεται ἕνα ἄδολο καί ἀθῶο παιδί τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη μέ τά κεκοιμημένα ἀδέλφια του. ῎Ας τό δοῦμε λοιπόν·
Εἴμαστε ἑπτά
Συνάντησα μιά ὀχτάχρονη παιδούλα
μέ τά σγουρά της τά μαλλιά δετά
σ᾿ ὁλόχρυση πλεξούδα.
Μιά ὀπτασία ᾿Αγγέλου
μάτια πού σέ κοιτοῦνε μ᾿ ἀπορία,
ἁπλή καρδιά.
—Μικρό τριαντάφυλλο, τῆς εἶπα μαγεμένος,
στόν κῆπο σου ἔχεις ἄλλα σάν καί σέ;
῎Εχεις ἀδέλφια ν᾿ ἀγαπᾶς;
Γελᾶ σάν ἥλιος ἡ μικρούλα καί μέ κοιτᾶ.
—Μά ναί μοῦ λέει, μά ναί.
Εἴμαστε ἑπτά!
—Καί ποῦ ᾿ναι οἱ ἄλλοι; τή ρωτῶ.
—῎Ω μή γυρεύεις.
Οἱ δυό ἔχουν φύγει σ᾿ ἕνα τόπο μακρινό
στό Κονγουαίη.
Οἱ δυό τους μέσ᾿ τό κύμα
μέρα καί νύχτα ταξιδεύουν,
κι οἱ ἄλλοι δυό
κοιμοῦνται μέσ᾿ στό μνῆμα Ϝ
Βλέπεις τή χλόη ἐκεῖ πού τούς σκεπάζει;
Συχνά τό δείλι δίπλα τους περνῶ
τούς λέω τραγούδια, παραμύθια,
κεντῶ τ᾿ ὁλόδροσο πουρνό.
Στήν πρασινάδα του κεῖ χάμου
τούς λέω τά πιό ὄμορφα ὄνειρά μου.
Τώρα ἐγώ ᾿μαι πού κοιτάζω μ᾿ ἀπορία.
—Γλυκό κορίτσι, ἄν κάποιος σέ ρωτᾶ,
«πόσα ἀδέλφια ἔχεις;
νά μή λές ἑπτά.
— Εἴμαστε ἑπτά, μοῦ λέει ξανά
κι ἀθῶα περίσσια.
Μετρῆστε λίγο, κύριε, πιό καλά.
Δυό στό Κονγουαίη,
δυό στή θάλασσα,
δυό μένουν κάτω ἐκεῖ στά κυπαρίσσια,
κι ἐγώ.
Εἴμαστε ἑπτά!
— Μά εἶναι νεκροί οἱ δύο, σοῦ λέω,
εἶν᾿ οἱ ψυχές τους πού φτερουγίζουνε στόν οὐρανό,
εἶν᾿ ἀγγελούδια σ᾿ ἕνα κόσμο ἀλλοτινό Ϝ
Μά ἡ παιδούλα πιά δέν μέ κοιτᾶ.
Μονολογεῖ, μετράει μ᾿ ἀπορία.
Κι ὅμως εἴμαστε ἑπτά!
(᾿Αγνώστου)
Αὐτή ἀκριβῶς τήν τήν ἀδιάσπαστη κοινωνία καί ἑνότητα μέ τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς, πού ζεῖ ἡ ὁλόξανθη παιδούλα, μποροῦμε νά τήν ἐνισχύσουμε ἄν μιλᾶμε γι᾿ αὐτούς στόν ἐνεστώτα χρόνο, σάν νά εἶναι παρόντες καί ὄχι στόν παρωχημένο ᾿Αόριστο σάν νά εἶναι ἀπόντες. Νά μή λέμε δηλαδή «ἀγαπιόμασταν», «μοῦ ἦταν τόσο ἀγαπητή», ἤ «ἤμασταν τόσο εὐτυχισμένοι μαζί», ἀλλά νά λέμε· «ἀκόμη ἀγαπιόμαστε, τώρα περισσότερο ἀπό πρίν, μοῦ εἶναι περισσότερο ἀγαπητή ἀπό ποτέ ἄλλοτε», «εἴμαστε τόσο εὐτυχισμένοι μαζί»23.
᾿Επίσης γιά τίς ἐνοχές πού μπορεῖ νά ἔχουμε, ἄν ἕνα οἰκεῖο καί ἀγαπημένο μας πρόσωπο ἔφυγε ξαφνικά καί δέν προλάβαμε νά τοῦ ζητήσουμε «συγνώμη», μποροῦμε «νά ἐπιστρέψουμε στό σπίτι μας, τήν ἴδια μέρα πού συνέβη ὁ θάνατος τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, καί στήν προσευχή μας νά μιλήσουμε κατευθεῖαν στόν κεκοιμημένο, χρησιμοποιώντας τίς ἴδιες λέξεις πού θά χρησιμοποιούσαμε ἄν ἦταν ζωντανός, πρόσωπο πρός πρόσωπο. Νά τοῦ ζητήσουμε συγνώμη, ἀλλά καί νά τόν ἐπιβεβαιώσουμε γιά τήν ἀγάπη μας. Καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ σχέση μας θά ἔχη ἀλλάξει24.
Τήν ἑνότητά μας αὐτή τή συνεχή θά τήν ὁλοκληρώσει καί μιά ἐξομολόγησή μας εἰλικρινής στόν ἱερέα συνοδευόμενη ἀπό τήν εἰλικρινή μετάνοια τῆς καρδιᾶς μας γιά ὅσα θέματα πληγώσαμε τόν κεκοιμημένο ἀδελφό μας.
Πολλοί ἐπικοινωνοῦν μέ τούς κεκοιμημένους μέ τά μέντιουμ καί τόν πνευματισμό. Εἶναι σωστό αὐτό ἀπό χριστιανική ἄποψη;
Αὐτές οἱ τεχνικές εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἀληθινό Χριστιανισμό καί εἶναι καί ἐπικίνδυνες, γιατί ἐκθέτουν ὅσους μετέχουν σ᾿ αὐτές στήν ἐπίθεση τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Διότι μετασχηματίζονται οἱ δαίμονες καί παίρνουν τή μορφή τοῦ κεκοιμημένου, πράγμα πού μπορεῖ νά κλονίσει καί τήν ὑγεία μας. Πρέπει δέ νά ξέρουμε ὅτι οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων παραμένουν σταθερά στούς τόπους ὅπου κατατάχθηκαν.
Θέλετε νά πεῖτε ὅτι δέν ἐπιστρέφουν οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων πίσω στή γῆ γιά κανέναν λόγο;
᾿Από τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου συμπεραίνουμε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ἐπιστρέψουν οἱ ψυχές στή γῆ.
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει καθαρά πώς οἱ ψυχές μετά τήν ἐκδημία τους πρός τόν Κύριο δέν ἐπιστρέφουν στή γῆ. «Οὐδὲ γάρ ἔνι ψυχὴν ἀπορραγεῖσαν τοῦ σώματος, ἐνταῦθα πλανᾶσθαι λοιπόν. Δικαίων γὰρ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ»25.
Καί σέ ἄλλο σημεῖο· «῞Οτι δὲ οὐδὲ αἱ τῶν ἁμαρτωλῶν ψυχαὶ διατρίβειν ἐνταῦθα δύνανται, ἄκουσον τοῦ πλουσίου πολλὰ παρακαλοῦντος καὶ οὐκ ἐπιτυγχάνοντος, ὡς εἴγε ἦν δυνατόν, αὐτὸς ἂν ἦλθε καὶ ἀνήγγειλε τὰ ἐκεῖ γεγενημένα. ῞Οθεν δῆλον, ὅτι μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν εἰς χώραν τινὰ ἀπάγονται αἱ ψυχαί, οὐκέτι κυρίως οὖσαι ἐπανελθεῖν, ἀλλὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν ἀναμένουσαι»26.
Δηλαδή· «Τό ὅτι δέν μποροῦν οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν νά παραμένουν στή γῆ, μάθε το ἀπό τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς πού θερμά παρακαλοῦσε γι᾿ αὐτό καί δέν τό κατώρθωσε. Γιατί, ἄν αὐτό ἦταν δυνατόν νά γίνει, θά ἐρχόταν καί αὐτός ὁ ἴδιος στή γῆ γιά νά ἀναγγείλει στά ἀδέλφια του ὅσα συμβαίνουν ἐκεῖ· ῾Επομένως εἶναι φανερό ὅτι οἱ ψυχές μετά τήν ἀποδημία τους ἀπό τή γῆ, δέν ἔχουν τή δυνατότητα νά ἐπανέλθουν, ἀλλά περιμένουν τή φοβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως».
Δηλαδή ὑπάρχει περίπτωση νά πέσουμε θύματα τῶν δαιμόνων ἐπιδιώκοντας νά δοῦμε τούς κεκοιμημένους ἤ ἐπιθυμώντας νά δοῦμε ᾿Αγγέλλους καί ῾Αγίους; Πῶς ὅμως κάποιοι βλέπουν ᾿Αγγέλους καί ῾Αγίους καί ἐπικοινωνοῦν μαζί τους;
Στό περιοδικό «῾Αγιορείτικη Μαρτυρία» δίνεται ἀκριβής ἑρμηνεία καί κατά κάποιο τρόπο ἀποδεικνύεται, μέ βάση τά κείμενα τοῦ ἁγίου ᾿Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν τή δυνατότητα ἐπικοινωνίας ἤ τούς ᾿Αγγέ-λους, ἐνῶ εἶναι πολύ φυσιολογικό νά ἐπικοινωνοῦν μέ τά πεπτωκότα πνεύματα.
᾿Αναφέρονται λοιπόν τά ἑξῆς·
«῞Ολοι ἐμεῖς, ὅσοι βρισκόμαστε στή δουλεία τῆς ἁμαρτίας, πρέπει νά ἐννοήσωμεν ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μέ τούς ἁγίους ᾿Αγγέλους δέν εἶναι γιά μᾶς κάτι τό φυσιολογικό, καί τοῦτο λόγῳ τῆς ἀποξενώσεώς μας ἀπ᾿ αὐτούς, ἐξαιτίας τῆς πτώσεως, καί ὅτι ἀντίθετα ἐκεῖνο πού εἶναι φυσιολογικό, γιά τόν ἴδιο λόγο, εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μέ τά πεπτωκότα πνεύματα, στήν τάξη τῶν ὁποίων ἀνήκομε κατά τήν ψυχή· καί ὅτι τέλος, τά πνεύματα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐμφανίζονται αἰσθητά σέ ἀνθρώπους, πού βρίσκονται μέσα στήν ἁμαρτία καί στήν πτώση, εἶναι δαίμονες καί σέ καμμιά περίπτωση ἅγιοι ῎Αγγελοι. ῾Ο ἅγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος λέει· “῾Η ἀκάθαρτη ψυχή δέν εἰσέρχεται στόν καθαρό χῶρο καί δέν ἑνώνεται μέ πνεύματα ἅγια”27. Οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι ἐμφανίζονται μόνο σέ ἁγίους ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀποκαταστήσει κοινωνία μέ τόν Θεό καί μ᾿ ἐκείνους, μέ τήν ἅγια ζωή τους»28.
῾Υπάρχουν ὅμως περιπτώσεις πού καί σέ ἁμαρτωλούς ἐμφανίζονται ἅγιοι ῎Αγγελοι. Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό;
Σέ σπάνιες περιπτώσεις καί γιά κάποιο εἰδικό λόγο, πού γνωρίζει ὁ Θεός, οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι ἐμφανίζονται σέ ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους καί ἀκόμη καί σέ ζῶα (ὄνος τοῦ Βαλαάμ). ᾿Επίσης πολλές φορές παίρνουν τή μορφή φωτεινῶν ᾿Αγγέλων οἱ δαίμονες γιά νά ἐξαπατήσουν τούς ἀνθρώπους ἤ παίρνουν τή μορφή ἑνός κεκοιμημένου, διότι στούς δαίμονες ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀναμεμιγμένη μέ τό ψέμα καί τήν ἀπάτη.
Γιατί τό κάνουν αὐτό οἱ δαίμονες; Ποιά σκοπιμότητα ἔχουν;
῾Ο σκοπός τους εἶναι νά ἐνισχύσουν τήν κυριαρχία τους ἐπάνω μας.
Τά μνημόσυνα πῶς καθιερώθηκαν στή λειτουργική ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, ὠφελοῦν τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων;
῾Η ᾿Εκκλησία καθιέρωσε εἰδικές τελετές γιά τή μνήμη τῶν κεκοιμημένων καί εἰδικές δεήσεις καί αὐτό ὀφείλεται σέ δογματικούς καί παραδοσιακούς λόγους .
῾Η ᾿Εκκλησία, ὅπως ἤδη εἴπαμε, εἶναι «κοινωνία ῾Αγίων» καί ἀποτελεῖται, ὄχι μόνο ἀπό τούς ζῶντες, ἀλλά καί τούς κεκοιμημένους. Τό γεγονός δέ ὅτι πιστεύουμε στή ζωή μετά τό θάνατο, στήν ἀνάσταση καί στήν Κρίση μᾶς δημιουργεῖ ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά προσευχόμαστε καί νά θέλουμε νά κάνουμε εἰδικές δεήσεις ἐμεῖς οἱ ζῶντες γιά τούς κεκοιμημένους, γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν ὅλων ἐκείνων πού ἔζησαν μαζί μας καί μοιράστηκαν τήν ἀγάπη μας.
᾿Αλλά καί στούς ᾿Ιουδαίους καί στούς ᾿Εθνικούς ὑπῆρχαν τήν ἐποχή πού ἐμφανίστηκε ὁ Χριστιανισμός εἰδικές τελετές πρός τιμή καί μνήμη τῶν νεκρῶν, οἱ ὁποῖες ἐπέδρασαν καί συνέβαλαν στήν καθιέρωση παρόμοιων χριστιανικῶν λειτουργικῶν ἐκδηλώσεων ἤ καί στή συνέχιση νεκρικῶν ἐθίμων, τά ὁποῖα δέν ἀντέκειντο πρός τό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀποκτοῦσαν νέο νόημα ἐν Χριστῷ.
῎Ετσι ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται στόν Τωβίτ (4, 17) «ἔκχεον τοὺς ἄρτους σου ἐπὶ τὸν τάφον τῶν δικαίων», ἀφορᾶ προφανῶς σέ «νεκρόδειπνα» πού τελοῦνταν γιά μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων. ᾿Επίσης καί στό βιβλίο τῶν Μακκαβαίων ἀναφέρεται ὅτι ὁ ᾿Ιούδας ὁ Μακκαβαῖος ἀπέστειλε στά ῾Ιεροσόλυμα τά δέοντα γιά τήν προσφορά θυσίας ὑπέρ ἐκείνων πού εἶχαν πέσει στόν πόλεμο (Β´ Μακ. 12, 43-45).
᾿Ακόμη καί ἀπό τούς ᾿Εθνικούς τελοῦνταν πάνω στούς τάφους τῶν νεκρῶν τά «περίδειπνα» πού ἀναφέρει ὁ ῞Ομηρος, στά ὁποῖα, ὅπως πίστευαν, συνέτρωγε καί ὁ νεκρός μαζί μέ τούς φίλους καί τούς συγγενεῖς του. Τέτοια γεύματα τελοῦνταν τήν τρίτη, τήν ἐνάτη καί τήν τριακοστή ἡμέρα ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου τοῦ κεκοιμημένου καί κάθε ἔτος, τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του, δηλαδή τῶν γενεθλίων του.
῾Επομένως μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά τρίμερα, τά ἐννιάμερα, τά σαράντα κ.λ.π. ἔχουν προέλθει ἀπό τούς ᾿Εθνικούς καί τούς ᾿Ιουδαίους;
Κάνοντας μιά ἀναδρομή στό παρελθόν, θά δοῦμε ὅτι οἱ χριστιανοί, παράλληλα μέ τίς ἐλεημοσύνες πού συνιστᾶ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐξακολουθοῦσαν νά τελοῦν κοντά στούς τάφους τῶν νεκρῶν τά «περίδειπνα» ἤ τίς «μακαρίες», οἱ ὁποῖες ἐπιβίωσαν μέχρι καί σήμερα. Σ᾿ αὐτές συμμετεῖχαν ἐκτός ἀπό τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους, οἱ κληρικοί, οἱ φτωχοί καί οἱ ξένοι29.
Στίς «μακαρίες» ἔχουν τήν ἀρχή τους καί τά κόλλυβα, τά ὁποῖα μέχρι σήμερα, προσφέρονται στά μνημόσυνα.
Οἱ προσευχές ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων περιλαμβάνουν·
1) Τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἤ δεήσεις εἰδικῶς γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν.
2) ᾿Ανάγνωση τῶν ὀνομάτων τους στίς συνήθεις λειτουργίες.
3) Εἰδικῶς γι᾿ αὐτούς δεήσεις, τά λεγόμενα μνημόσυνα.
᾿Ετσι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ὁμιλεῖ γιά Θεία Λειτουργία πού τελέστηκε, σύμφωνα μέ τήν συνήθεια πού ἐπικρατοῦσε στήν ἐποχή του, ὑπέρ τῆς μητέρας του, λίγο μετά τήν κοίμησή της30. Καί ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων μνημονεύει τίς δεήσεις πού γίνονταν κατά τή Θεία Λειτουργία ὑπέρ «πάντων ἁπλῶς τῶν ἐν ἡμῖν προκεκοιμημένων» καί ἐκφράζει τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας λέγοντας ὅτι «μεγίστην ὄνησιν» ἀπολαμβάνουν οἱ ψυχές «ὑπέρ ὧν ἡ δέησις προσφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας»31. Καί τέλος ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ ὡς ἀποστολική νομοθεσία «τὸ ἐπὶ τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην γίγνεσθαι τῶν ἀπελθόντων», μέ τή βεβαιότητα ὅτι «πολὺ κέρδος καὶ πολλὴν ὠφέλειαν ἀποκομίζουν ἀπό τίς δεήσεις αὐτές οἱ ψυχές τους32.
῎Ηδη στίς ᾿Αποστολικές Διαταγές ἀπαντᾶ ἡ διάκριση τῶν μνημοσύνων σέ «τρίτα», «ἔνατα», «τεσσαρακοστά» καί «ἐνιαύσια»33.
Δηλαδή συνεχίστηκε ἡ συνήθεια καί ἡ παράδοση πού εἶχαν οἱ ᾿Εθνικοί, ἀλλά δόθηκε σ᾿ αὐτή νέο νόημα;
᾿Ακριβῶς. Τά «τρίτα», τά τριήμερα, ὅπως τά λέμε σήμερα, διατηρήθηκαν, διότι συμβολίζουν τήν τριήμερη παραμονή τοῦ Κυρίου στόν τάφο καί τήν τριήμερό του ἔγερση34, ἤ γίνονται πρός τιμή τῆς ῾Αγίας Τριάδος34α.
Τά «ἔνατα» πάλι, τά ἐννιάμερα, θεσπίστηκαν γιά τόν ἱερό τοῦ ἀριθμοῦ (3Χ3) ἤ γιά τά ἐννέα τάγματα τῶν ᾿Αγγέλων, μέ τήν εὐχή νά συναριθμηθεῖ μεταξύ αὐτῶν καί τό πνεῦμα τοῦ μεταστάντος35.
Τά «τριακοστά» ἀντικαταστάθηκαν μέ τά «τεσσαρακοστά», δηλαδή τά «σαράντα», ἐπειδή τά παλαιά χρόνια καί «τὸν Μωυσῆν οὕτως ὁ λαὸς ἐπένθησεν»36 ἤ γιά τήν ᾿Ανάληψη τοῦ Σωτήρα πού ἔγινε μετά τήν ἀνάσταση, ὥστε καί ὁ κεκοιμημένος νά ἀναστηθεῖ καί νά ἀναληφθεῖ «ἁρπαγεὶς ἐν νεφέλαις» καί νά προϋπαντήσει τόν Κριτή καί ἔτσι νά συνευρεθεῖ καί νά εἶναι πάντοτε μέ τόν Κύριο 37.
Τά «ἐνιαύσια» τέλος, δηλαδή ὁ χρόνος, δέν τελοῦνταν βέβαια κατά τήν ἐπέτειο τῆς γεννήσεως τοῦ κεκοιμημένου, ὅπως ἔκαναν οἱ ᾿Εθνικοί, ἀλλά κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀληθινῆς γεννήσεώς του στόν οὐρανό, δηλαδή τήν ἡμέρα τῆς μεταστάσεώς του.
῾Ο ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ἐπιμένει καί ὑπογραμμίζει τήν ὠφέλεια πού ἔχουν οἱ ψυχές ἀπό τήν τέλεση τῆς Θεί-ας Εὐχαριστίας πού γίνεται στή μνήμη τῶν κεκοιμημένων, διότι στή Θεία Λειτουργία βγαίνει μερίδα στό ἅγιο δισκάριο καί ἔτσι, μέ τρόπο πού δέν μποροῦμε νά τόν προσδιορίσουμε, μετέχουν καί κοινωνοῦν οἱ ψυχές μέ τόν Θεό καί παίρνουν μεγάλη παράκληση καί σώζονται καί εὐφραίνονται ἐν Χριστῷ38.
Γι᾿ αὐτό βρίσκουμε εὐχές ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων στίς ἀρχαιότερες λειτουργίες, στή λειτουργία τοῦ Εὐαγγελιστῆ Μάρκου καί στή λειτουργία τοῦ ἁγίου Κλήμεντος. Συγκεκριμένα στή λειτουργία τοῦ Εὐαγγελιστῆ Μάρκου ἀναφέρεται·
«Καὶ πάντων τὰς ψυχὰς ἀνάπαυσον, Δέσποτα Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν ταῖς τῶν ῾Αγίων Σου σκηναῖς, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου, χαριζόμενος αὐτοῖς, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασας, ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσι τό ὄνομά Σου τό ῞Αγιον. Αὐτὸς μὲν οὖν τὰς ψυχὰς ἀνάπαυσον, Κύριε, καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν ἀξίωσον».
Υπάρχουν ὅμως καί τά Ψυχοσσάββατα.
Ναί, βέβαια. Στήν πράξη τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τούς παλαιούς χρόνους βρίσκουμε καί τά Ψυχοσσάββατα. Τά Ψυχοσσάββατα τελοῦνται γιά ὅλους ἐκείνους τούς κεκοιμημένους πού δέν τούς ἔγιναν μνημόσυνα καί στερήθηκαν τήν ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτά, διότι ἤ πέθαναν στά ξένα ἤ πνίγηκαν στίς θάλασσες ἤ χάθηκαν στίς ἐρημιές·
«Τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος σήμερον νεκρῶν ἁπάντων κατ᾿ ὄνομα μετὰ πίστεως ζησάντων εὐσεβῶς, μνήμην τελοῦντες οἱ πιστοί, τὸν Σωτῆρα καὶ Κύριον ἀνυμνήσωμεν, αἰτοῦντες ἐκτενῶς τούτους ἐν ὥρᾳ τῆς Κρίσεως, ἀπολογίαν ἀγαθὴν δοῦναι αὐτῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, τῷ πᾶσαν κρίνοντι τὴν γῆν…».
῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε, γιά νά δοῦμε ἀκριβῶς τό λόγο γιά τόν ὁποῖο θεσπίστηκαν τά Ψυχοσσάββατα·
«Σήμερα ἐμεῖς οἱ πιστοί τελοῦμε τή μνήμη ὀνομαστικά ὅλων τῶν νεκρῶν, πού ἔχουν πρίν ἀπό αἰῶνες κοιμηθεῖ μέσα στήν πίστη καί ἔζησαν μέ εὐσέβεια καί φόβο Θεοῦ. ῎Ας ἀνυμνήσουμε λοιπόν τόν Σωτήρα μας Κύριο, προσευχόμενοι ἐκτενῶς γι᾿ αὐτούς, ὥστε τήν ὥρα τῆς Κρίσεως νά ἔχουν καλή ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος θά κρίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς.
Πόσα Ψυχοσσάββατα τελεῖ ἡ ᾿Εκκλησία;
Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι τά Ψυχοσσάββατα εἶναι δύο.
Τό πρῶτο ψυχοσσάββατο γίνεται τό Σάββατο πρό τῆς ᾿Απόκρεω καί τό δεύτερο, τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς.
Στό δεύτερο Ψυχοσσάββατο ἡ ᾿Εκκλησία εὔχεται γιά ὅλους ὅσους ἔχουν «κοιμηθεῖ» ἀπό τόν ᾿Αδάμ μέχρι σήμερα. Καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ρωτάει· Γιατί ἡ ἁγία ᾿Εκκλησία θεσμοθέτησε νά εὐχόμαστε γιά τή σωτηρία ὅλων ἀφοῦ μέσα σ᾿ αὐτές ὅλες τίς γεννιές θά ὑπῆρχαν καί κλέφτες καί τυμβωρύχοι καί ληστές; Καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος· ῎Ισως γιατί μπορεῖ νά ὑπάρξει γι᾿ αὐτούς κάποια ὠφέλεια καί ἐπιστροφή·
«Διατὶ γὰρ ὑπὲρ εἰρήνης καὶ εὐσταθείας τοῦ κόσμου ἐκέλευσεν (ὁ Θεός) εὔχεσθαι; Διατὶ περὶ πάντων ἀνθρώπων; Καί τοι γε ἐνταῦθα ἐν πᾶσίν εἰσιν καὶ λησταὶ καὶ τυμβωρύχοι καὶ κλέπται καὶ μυρίων κακῶν γέμοντες, ἀλλ᾿ ὅμως ὑπὲρ πάντων εὐχόμεθα. ῎Ισως γάρ τις αὐτῶν ἐπιστροφή. ῏Ωσπερ οὖν ὑπὲρ τῶν ζώντων εὐχόμεθα τῶν οὐδὲν διαλαττόντων τῶν νεκρῶν, οὕτως ἔνεστι καὶ ὑπὲρ ἐκείνων εὔχεσθαι»39.
᾿Αλλά γιατί τελοῦνται καί τά Σάββατα ὅλου τοῦ χρόνου μνημόσυνα;
Στόν ἑβδομαδιαῖο λειτουργικό κύκλο, κάθε μέρα τῆς ἑβδομάδας εἶναι ἀφιερωμένη σέ κάποιον ῞Αγιο. ῾Η Δευτέρα εἶναι ἀφιερωμένη στούς ᾿Αγγέλους. ῾Η Τρίτη στόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τόν Πρόδρομο. ῾Η Τετάρτη στήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο. ῾Η Πέμπτη στούς ἁγίους ᾿Αποστόλους. ῾Η Παρασκευή στή Σταύρωση τοῦ Κυρίου μας. Τό Σάββατο στή μνήμη τῶν κεκοιμημένων καί ἡ Κυριακή στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου.
Τά Σάββατα λοιπόν πρέπει νά τελοῦνται τά μνημόσυνα, διότι αὐτό συνάγεται ἀπό τή λειτουργική μας παράδοση. Στήν «Παρακλητική», ἕνα βασικό λειτουργικό βιβλίο τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὑπάρχουν γιά ὅλα τά Σάββατα καί στούς ὀκτώ ἤχους νεκρώσιμοι κανόνες, καί νεκρώσιμη ὑμνολογία γιά τούς κεκοιμημένους. ῾Η τάξη δηλαδή τῆς ᾿Εκκλησίας μας θέλει νά τελοῦνται τά μνημόσυνα τά Σάββατα καί ὄχι τίς Κυριακές πού εἶναι ἡμέρα τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Κυρίου καί συμβολίζει καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα Παρουσία εἶναι δέ εἰκόνα «τοῦ προσδωκομένου αἰῶνος, μία οὖσα καί ὀγδόη»40.
Ποιά εἶναι τά ἀπαραίτητα εἴδη πού πρέπει νά προσκομισθοῦν γιά τή Θεία Λειτουργία καί τό μνημόσυνο;
Τά ἀπόλυτα ἀπαραίτητα εἴδη γιά τή Θεία Λειτουργία καί τό μνημόσυνο εἶναι·
1) Τό πρόσφορο 21
2) ῾Ο οἶνος
3) Τό θυμίαμα
4) Τό κερί
Αὐτά τά συγκεκριμένα εἴδη εἶναι ἐκεῖνα πού προσφέρονταν ἀπό τά παλαιά χρόνια ἀπό τούς πιστούς γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. ῾Ο λειτουργός δέχεται τίς «προσφορές» τῶν πιστῶν καί ξεχωρίζει ἀπ᾿ αὐτές ἐκείνη πού θά καθαγιασθεῖ μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Γι᾿ αὐτό, ἄς προσφέρουμε τό πρόσφορό μας μέ καθαρή πρόθεση, ἀνυπόκριτη πίστη, σταθερή ἐλπίδα καί θά μεταβληθεῖ, διά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, σέ Σῶμα Χριστοῦ. Παρόμοια καί ὁ οἶνος πού προσφέρουμε θά γίνει Αἷμα Χριστοῦ.22
᾿Από τό πρόσφορο βγαίνει στήν ἁγία Προσκομιδή ἡ μερίδα τοῦ κεκοιμημένου καί τοποθετεῖται στό δισκάριο κοντά στόν ᾿Αμνό καί στίς μερίδες τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τῶν ᾿Αγγέλων, τῶν Προφητῶν, τῶν ῾Ιεραρχῶν, τῶν Μαρτύρων, τῶν ἐγκρατευτῶν καί ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας. Διότι τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τῆς ἁγίας Καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι ὅπως τονίσαμε καί σέ ἄλλο σημεῖο, τό μυστήριο τοῦ συνδέσμου τῆς ἀγάπης. Πάνω στό ἅγιο δισκάριο βλέπουμε τήν εἰκόνα τῆς ἁγίας μας ᾿Εκκλησίας, βλέπουμε τή συναγωγή τοῦ Θεοῦ, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης·
«Διὰ τῆς ἱερᾶς προσκομιδῆς τὸν ᾿Ιησοῦν αὐτὸν καὶ τὴν ᾿Εκκλησίαν αὐτοῦ μίαν πᾶσαν ὁρῶμεν, εἰς τό μέσον Αὐτόν, τὸ ἀληθινὸν φῶς Ϝ ἡ Μήτηρ δέ Ϝ ἐκ δεξιῶν· ἅγιοι δὲ καὶ ἄγγελοι ἐξ ἀριστερῶν· ὑποκάτω δὲ ἅπαν τῶν αὐτῷ πιστευσάντων τὸ εὐσεβὲς ἄθροισμα. Καὶ τοῦτο εἶναι τό μέγα μυστήριον· Θεὸς ἐν ἀνθρώποις καὶ Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν, θεουμένων ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν ὄντως Θεοῦ σαρκωθέντος ὑπὲρ αὐτῶν. Καὶ τοῦτό ἐστι ἡ μέλλουσα Βασιλεία καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς τὸ πολίτευμα· Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν ὁρώμενός τε καὶ μεταλαμβανόμενος»41.
῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε·
Στήν ἱερά προσκομιδή ἔχουμε τή δυνατότητα νά δοῦμε τόν ἴδιο τόν ᾿Ιησοῦ καί τήν ᾿Εκκλησία Του ὅλη. Στό μέσο βρίσκεται ᾿Εκεῖνος, πού εἶναι τό ἀληθινό φῶς, Ϝ ἡ Μητέρα Του στά δεξιά καί οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι καί οἱ ῞Αγιοι στά ἀριστερά. ᾿Από κάτω δέ ὅλο τό πλῆθος τῶν εὐσεβῶν πού πίστευσαν σ᾿ Αὐτόν. Καί αὐτό εἶναι τό μέγα μυστήριο. ῾Ο Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί ὁ Θεός ἐν μέσω θεῶν, πού θεώνονται ἀπό τόν κατά φύση Θεό, ὁ ῾Οποῖος σαρκώθηκε γι᾿ αὐτούς. Καί αὐτή εἶναι ἡ μέλλουσα Βασιλεία καί τό πολίτευμα τῆς αἰώνιας ζωῆς· Τό νά εἶναι Θεός ἀνάμεσά μας, νά Τόν βλέπουμε καί νά Τόν μεταλαμβάνουμε».
Τά κόλλυβα δέν τά συμπεριλάβατε στά ἀπαραίτητα εἴδη γιά τό μνημόσυνο ἑνός κεκοιμημένου. Δέν εἶναι ἀπό τά πρῶτα εἴδη καί αὐτά;
Τά κόλλυβα, πρέπει νά ξέρουμε, δέν ἀποτελοῦν τό οὐσιῶδες καί ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τό Μνημόσυνο. Βέβαια σήμερα δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ Μνημόσυνο, χωρίς τήν παράθεση τῶν κολλύβων! Τά κόλλυβα τά ἔχει δεχθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία μας καί τούς ἔχει δώσει ἕνα συμβολικό νόημα. ῞Οπως δηλαδή ὁ σπόρος ἄν δέν σπαρεῖ καί δέν σαπίσει (πεθάνει) στό χῶμα, μένει μόνος, ἄν ὅμως σπαρεῖ (ἐνταφιασθεῖ στό χῶμα καί πεθάνει), βλαστάνει πάλι καί δίνει καρπό, ἔτσι πιστεύουμε ὅτι γίνεται καί γιά τόν κεκοιμημένο. ῞Οτι παρόλο πού σπάρθηκε στή γῆ (ἐνταφιάστηκε καί σάπισε καί ἔλιωσε τό σῶμα του) πάλι θά βλαστήσει καί θά ἀναστηθεῖ στή γενική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί θά ζήσει στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 23
Κόλλυβα ὀνομάζουμε τό βρασμένο σιτάρι. Τά ὀνόμασε ἔτσι πρῶτος ὁ μάρτυς Θεόδωρος, κατά τή διάλεκτο τῶν Εὐχαΐτων, στό διάλογό του μέ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιο, ὅταν θέλησε νά προλάβει τούς Χριστιανούς νά μή μιανθοῦν, τρώγοντας ἀπό τά κρέατα τά ραντισμένα μέ αἵματα εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν πού τούς ἐπέβαλε ὁ ἀσεβής ᾿Ιουλιανός ὁ παραβάτης. Τούς συνέστησε δέ νά βράσουν σιτάρι, κόλλυβα καί αὐτή νά εἶναι ἡ τροφή τους ἐκείνη τήν ἡμέρα.
Μποροῦμε νά προσφέρουμε καί ἄλλα σπέρματα, ἀλλά προτιμοῦμε τό σιτάρι, διότι καί ὁ Κύριος τήν ταφή Του καί τήν ἀνάστασή Του μέ ταφή κόκκου σίτου τήν παρομοίασε, λέγοντας· «᾿Αμήν, ἀμήν, λέγω ἡμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένῃ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ πολὺν καρπὸν φέρει» (᾿Ιωάν. 12, 24).
῞Ομως τό μνημόσυνο δέν ἀρχίζει ἀπό τά κόλλυβα, ἀλλά ἀπό τό πρόσφορο. Τά κόλλυβα ἕπονται. Διότι, ὅπως εἴπαμε, ἡ ὑπόθεση τοῦ μνημοσύνου, πού εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου, συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Γι᾿ αὐτό καί στίς Προηγιασμένες Λειτουργίες ὅπου δέν ἐξάγονται «μερίδες», δέν τελοῦνται μνημόσυνα, διότι δέν γίνεται ἁγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων, δηλαδή θυσία, ἐφόσον τά δῶρα εἶναι προηγιασμένα42.
Τί σημαίνει τό «αἰωνία ἡ μνήμη» πού ψάλλεται στό τέλος τῶν μνημοσύνων;
Τό «αἰωνία ἡ μνήμη» ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά βρίσκεται κανείς στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἡ ᾿Εκκλησία εὔχεται «νά διατηρηθεῖ» ὁ κεκοιμημένος στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Διότι ἄν μᾶς «λησμονήσει» ὁ Θεός, ἄν μᾶς πεῖ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς», ὁδηγούμαστε στόν πνευματικό ἀφανισμό.
῾Η κτίση, λένε οἱ Πατέρες, ζεῖ πνευματικά καί ὑπάρχει μόνο ὅταν μετέχει στή θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. ᾿Από αὐτή τήν ἄκτιστη Χάρη παίρνει συνεχῶς τό πνευματικό εἶναι καί τίς δυνατότητές ἐξέλιξής της. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, ἐφόσον «ἡ θεότητα εἶναι τόν ὄν καί ἡ κτίση τό μή ὄν43. ῾Η κτίση ὑπάρχει δηλαδή ἐπειδή μετέχει στήν οὐσιοποιό καί ζωοποιό καί θεοποιό ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς λέει ὁ Μ. Βασίλειος· «Μονάχα δύο πράγματα ὑπάρχουν· ἡ θεότητα καί ἡ κτίση, ἡ ἁγιαστική δύναμη καί ἡ ἁγιαζόμενη· «Δύο γὰρ λεγομένων πραγμάτων, θεότητός τε καὶ κτίσεως, καὶ δεσποτείας καὶ δουείας καὶ ἁγιαστικῆς δυνάμεως καὶ ἁγιαζομένης»44.
Δηλαδή χωρίς τή μετοχή στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁδηγούμαστε στόν ἀφανισμό, δέν ἔχουμε ἀθανασία καί αἰώνια ζωή;
῾Η ἀθανασία τῆς ψυχῆς μετά τό θάνατο εἶναι δεδομένη. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι φυσική καί συνεπῶς ἀναγκαστική γιά τόν ἄνθρωπο. Καί οἱ Κολασμένοι ὑπάρχουν αἰώνια μέ βάση τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἡ ὕπαρξή τους, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι φυσική καί ἀναγκαστική, εἶναι ἕνας «θάνατος». ῾Η Κόλαση εἶναι «χῶρος νεκρῶν», γιατί ἀπουσιάζει ἡ μετοχή ὅσων βρίσκονται ἐκεῖ πρός τή θεοποιό καί ζωοποιό ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει ἡ σχετική σχέση μέ τόν Θεό καί κατ᾿ ἐπέκταση ἡ προσωπική ταυτότητα πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ σχέση. Διότι πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ σχέση μέ τόν Θεό, ἡ μέθεξη πρός τή θεοποιό ἐνέργεια τῆς Χάριτός Του, εἶναι πού δίνει ὑπόσταση στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἡ φύση καθαυτή. ῾Η σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ὑποστασιάζει τή φύση του καί τόν ἀναδεικνύει πρόσωπο.
Πολλοί βλέπουν τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μόνο στό ὅτι δέν θά βασανίζονται αἰώνια, ἐνῶ σωτηρία εἶναι αὐτή ἡ σχέση, ἡ ἀγάπη, ἡ μετοχή στήν ἄκτιστη Χάρη. ῾Η ψυχή, ἄν καί εἶναι ἀπό τή φύση της ἀθάνατη κατά χάριν, ἔχει ἀνάγκη γιά νά ὑπάρξει, νά ὑποστασιασθεῖ σέ μιά σχέση, σ᾿ ἕνα Πρόσωπο, νά ἀποκτήσει προσωπική καί αἰώνια ταυτότητα. Καί τήν ταυτότητα αὐτή, ὅπως εἴπαμε, τή δίνει ὁ Θεός στά πλαίσια μιᾶς σχέσεως πού ἐλεύθερα κινεῖ καί δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή μέσα στήν ᾿Εκκλησία διά τῶν μυστηρίων. ῎Αν δέν δημιουργήσουμε λοιπόν αὐτή τή θεία σχέση, θά «ἐκπέσουμε» ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί θά «ἐμπέσουμε» στό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Αὐτός εἶναι στό βάθος ὁ «πνευματικός θάνατος45.
Γνωρίζουμε ὅτι βγαίνει μερίδα στό ἅγιο δισκάριο ὅταν τελεῖται Θεία Λειτουργία γιά τούς κεκοιμημένους. Πῶς μεταδίδεται ὅμως στούς κεκοιμημένους ὁ Χριστός, ἐφόσον οἱ νεκροί οὔτε ἐσθίουν οὔτε πίνουν;
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας Νικόλαος Καβάσιλας καί ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος μᾶς βεβαιώνουν πώς τόν ἁγιασμό, πού μεταδίδει ἡ Θεία Κοινωνία στούς ζωντανούς, δέν τόν στεροῦνται οὔτε οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας. ᾿Αλλά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γίνεται αὐτό, μόνο ὁ Χριστός τόν γνωρίζει. Μᾶς λέει λοιπόν·
«῾Ο Χριστός μεταδίδει τόν ἑαυτό Του στούς κεκοιμημένους κατά τρόπο πού μόνο Αὐτός γνωρίζει. Διότι τόν ἁγιασμό πού μεταδίδει ἡ θεία Κοινωνία στούς ζωντανούς δέν τόν στεροῦνται οἱ κοιμηθέντες. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὁ λειτουργός, ἀφοῦ μνημονεύσει τούς ζῶντες ἀδελφούς, συνεχίζει μέ τή μνημόνευση τῶν κοιμηθέντων ἀδελφῶν. Οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων ἐλπίζουν ἀποκλειστικά στό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό τό ἔλεος ζητοῦν γι᾿ αὐτές οἱ ζωντανοί»46.
Τονίζουν δέ οἱ Πατέρες μας ὅτι οἱ ψυχές καθαίρονται, τούς ἀφαιροῦνται ὀφειλές, τούς σβήνονται ἁμαρτίες καί ἀξιώνονται νά γίνουν μέτοχοι τῆς κοινωνίας τοῦ Σωτήρα μας Χριστοῦ· «Αἱ γυμναὶ τῶν σωμάτων ψυχαὶ καθαίρονται Ϝ καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἄφεσιν λαμβάνουσι διὰ τῶν εὐχῶν τῶν ἱερέων καὶ τῆς μεσιτείας τῶν δώρων». Καί «ἤ τούς σβήνεται τελείως κάθε χρέος ἤ τουλάχιστον ἀφαιροῦνται λίγες ὀφειλές· κι ἔτσι γίνονται πιό ἕτοιμοι νά γίνουν μέτοχοι τῆς κοινωνίας τοῦ Σωτῆρος»47.
Υπάρχει καθαρτήριο πῦρ στή μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν;
Οἱ Λατῖνοι πιστεύουν ὅτι οἱ ψυχές ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί δικαίων καί ἀδίκων, θά περάσουν, μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τό σῶμα, ἀπό τό λεγόμενο καθαρτήριο πῦρ, τό «πουργατόριον» ὅπως ἀναφέρεται στά κείμενά τους.
Στήν ῾Αγία Γραφή δέν γίνεται λόγος πουθενά γία καθαρτήριο πῦρ. ῎Αλλωστε στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, δέν βλέπουμε νά ὑπάρχει ἕτερος τόπος, ὅπου οἱ ἄνθρωποι νά βασανίζονται προσωρινά, ἀλλά ὁ κόλπος τοῦ ᾿Αβραάμ, ὁ Παράδεισος, καί ἡ Κόλαση. Χάσμα δέ μέγα μεταξύ αὐτῶν, πού χωρίζει τούς δίκαιους ἀπό τούς ἁμαρτωλούς.
Οἱ Οἰκουμενικοί διδάσκαλοι καί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας κάνουν λόγο γιά δοκιμαστικό πῦρ, ἀλλά αὐτό τό πῦρ δέν εἶναι καθαρτήριο, ἀλλά πῦρ μέ τό ὁποῖο θά δοκιμασθοῦν τά ἔργα ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων κατά τήν ἔσχατη ῾Ημέρα τῆς Κρίσεως48.
Στή Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας συζητήθηκε μεταξύ Λατίνων καί ᾿Ορθοδόξων τό θέμα τοῦ καθαρτηρίου πυρός, στήν ὁποία Σύνοδο ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ἐπίσκοπος ᾿Εφέσου, διέγραψε τίς σωστές καί ὀρθόδοξες θέσεις γιά τό θέμα αὐτό.24
Τό ἐπίμαχο χωρίο γιά τό θέμα τοῦ καθαρτηρίου πυρός μεταξύ τῶν ᾿Ορθοδόξων καί Φραγκολατίνων ἀποτέλεσε τό χωρίο τῆς Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού λέει. «῾Εκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται ὡς διὰ πυρός» (Α´ Κορ. 3, 13-15).
Δηλαδή· «Τήν ποιότητα τοῦ ἔργου πού ἔκανε ὁ καθένας, θά τή δοκιμάσει τό πῦρ. ῎Αν τό ἔργο πού ἔκανε ὁ καθένας ἀντέξει, αὐτός θά λάβει μισθό· ἄν ὅμως τό ἔργο πού ἔκτισε καταστραφεῖ ἀπό τή φωτιά, αὐτός θά χάσει τήν ἀμοιβή του, ὁ ἴδιος ὅμως θά σωθεῖ, ὅπως σώζεται ἕνας πού περνάει μέσα ἀπό τίς φλόγες».
Τό πῦρ γιά τό ὁποῖο γίνεται λόγος ἐδῶ εἶναι τό πῦρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Οἱ Λατῖνοι ὅμως διατείνονταν ὅτι πρόκειται γιά προσωρινό, καθαρτήριο πῦρ, βασιζόμενοι στή φράση «αὐτὸς δὲ σωθήσεται ὡς διά πυρός». ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τή ρήση αὐτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, λέει· «Σωθήσεται γὰρ, φησιν, ὁ ἁμαρτωλὸς ὡς διὰ πυρὸς», τουτέστι διαμενεῖ κολαζόμενος ἐν τῷ πυρὶ καί οὐ συναπολεῖται τοῖς πονηροῖς ἔργοις καὶ διαθέσεσι». Τό ρῆμα «σωθήσεται», μᾶς λέει, δέν δηλώνει τή σωτηρία, τήν ἀποκατάσταση, ὅπως ἔλεγαν οἱ Λατῖνοι, ἀλλά τή διατήρηση, μέ τήν ἔννοια ὅτι θά διατηρηθεῖ ὁ κολαζόμενος αἰώνια βασανιζόμενος. Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια, δέν θά καθαρθεῖ ὁ κολαζόμενος μέ τό πῦρ αὐτό καί δέν θά ἀποκατασταθεῖ μέ κάποιο παροδικό καθαρτήριο πῦρ, ἀλλά θά παραμείνει αἰωνίως στή φωτιά βασανιζόμενος49.
῾Ο πρωτοπρεσβύτερος π. ᾿Ιωάννης Ρωμανίδης στό βιβλίο του «Κείμενα Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας» περιλαμβάνει ἕνα κείμενο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ὅπου διαγράφονται οἱ ὀρθόδοξες θέσεις γιά τό ἐπίμαχο αὐτό θέμα. Λέει λοιπόν·
«῾Ημεῖς οἱ εὐσεβεῖς ἀκολουθοῦντες τὴν ἀλήθειαν καὶ τὰς τοιαύτας καινοτομίας ἀποστρεφόμενοι, δύο μὲν τόπους διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων, Παράδεισον καὶ Κόλασιν, διὰ τοὺς δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, καθὼς ἡ θεία Γραφὴ μᾶς διδάσκει, ὁμολογοῦμεν καὶ ἀποδεχόμεθα. Τρίτον δὲ τόπον καὶ πουργατόριον οὐδόλως στέργομεν, ἐπειδὴ καὶ οὔτε ἡ Γραφὴ οὔτε οἱ θεῖοι Πατέρες τοιοῦτόν τι μᾶς ἐδίδαξαν. Πιστεύομεν ὅμως, ὅτι οἱ δύο αὐτοὶ τόποι ἔχουσι πολλὰς καὶ διαφόρους μονάςϜ Καὶ οὐδεὶς τῶν διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας παρέδωκεν ἢ ἐδίδαξε τὸ τοιοῦτον πουργατόριον, ἀλλὰ ὅλοι ἕναν καὶ μόνον τόπον τιμωρητικὸν λέγουσι, τὸν ͺ῞Αδην, καθὼς καὶ ἕνα φωτεινόν καὶ λαμπρὸν διδάσκουσι, τὸν Παράδεισον. ῎Εχουσιν ὅμως καὶ οἱ δύο τόποι μονὰς διαφόρους ὡς εἴπομεν· καὶ ἐπειδὴ αἱ μὲν τῶν ῾Αγίων καὶ τῶν Δικαίων ψυχαὶ πηγαίνουσιν ἀναμφιβόλως εἰς τὸν Παράδεισον, αἱ δὲ τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς τὴν Κόλασιν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἁμαρτωλοὺς οἱ μὲν ἀσεβεῖς καὶ ἀσύγγνωστα ἁμαρτήσαντες κολάζονται αἰωνίως, οἱ δὲ συγγνωστὰ καὶ μέτρια πταίσαντες ἐλπίζουσι τυχεῖν ἐλευθερίας κατὰ τὴν ἄφατον εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο ὑπὲρ τῶν τοιούτων, τῶν μέτρια δηλαδή καὶ συγγνωστὰ ἁμαρτησάντων, γίνονται παρὰ τῆς ᾿Εκκλησίας αἱ προσευχαὶ καὶ δεήσεις, λειτουργίαι τε καὶ μνημόσυνα καὶ ἐλεημοσύναι, διὰ νὰ λάβωσιν αἱ ψυχαὶ ἐκεῖναι ὠφέλειαν καὶ ἄνεσιν. ῞Οθεν καὶ ὅταν ἡ ᾿Εκκλησία προσεύχεται διὰ τὰς ψυχὰς τῶν κεκοιμημένων, ἐλπίζομεν μὲν νά γίνεται ἄφεσις παρὰ Θεοῦ εἰς τοὺς τοιούτους, ὅμως ὄχι διὰ πυρὸς καὶ πουργατορίου, ἀλλὰ διὰ τῆς θείας φιλανθρωπίας, καθ᾿ ὃν τρόπον οἶδεν ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης»50.
῾Επομένως, γιά τούς κεκοιμημένους, κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὑπάρχουν δύο τόποι· ῾Ο Παράδεισος καί ἡ Κόλαση. Αὐτοί οἱ δύο τόποι ἔχουν πολλές μονές. Δέν ὑπάρχει γιά μᾶς τούς ὀρθόδοξους «πουργατόριον», ἀλλά ἕνας τόπος τιμωρη-τικός, ὁ ῞Αδης, καί ἕνας φωτεινός καί λαμπρός ὁ Παράδεισος. ῞Οσοι τώρα ἀπό τούς ἁμαρτωλούς βρίσκονται στόν ῞Αδη μέ συγγνωστά ἁμαρτήματα, ἐλπίζουμε ὅτι θά λάβουν κάποια ἄνεση καί ὠφέλεια μέ τίς προσευχές τῆς ᾿Εκκλησίας, ὄχι «διά πυρός» ἤ πουργατορίου, ἀλλά μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, μέ τόν τρόπο πού ᾿Εκεῖνος γνωρίζει.
Λένε ὅμως ὅτι καί οἱ ψυχές τῶν ῾Αγίων περνᾶνε ἀπό τόν ῞Αδη. Πάνω σ᾿ αὐτό ὑπάρχει πατερική ἄποψη;
῾Ο ἅγιος ᾿Ανδρέας Κρήτης λέει ὅτι «οἱ ῞Αγιοι τόν ἀειδῆ τόπον ἐκεῖνον διέρχονται μέν, οὐ κατέχονται δέ»51. ῎Ισως γίνεται αὐτό γιά νά ἐννοήσουν τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, δηλαδή τήν κάθοδο τοῦ Κυρίου στόν ῞Αδη καί τή σημασία τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο.
«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»
Γιατί μᾶς εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε στήν ἁνάσταση;
Μᾶς εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε στήν ἀνάσταση, διότι εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἀρχαία φιλοσοφία καί ὄχι ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία. ῾Η ἀρχαία φιλοσοφία, ὅπως εἴδαμε, πίστευε στήν κατά φύση ἀθάνατη ψυχή καί στό κατά φύση θνητό σῶμα, στό ὁποῖο περικλείεται ἡ ψυχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς εἶναι πιό φυσικό νά πιστεύουμε στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς παρά στήν ἀνάσταση τοῦ σώματος. Διότι ὅταν λέμε ἀνάσταση ἐννοοῦμε τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἐφόσον οί ψυχές δέν πεθαίνουν, δέν πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι στό θνητοψυχισμό.
«Πιστεύουμε καί στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιατί θά γίνει, πράγματι, θά γίνει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. ῞Οταν λέμε φυσικά ἀνάσταση, ἐννοοῦμε ἀνάσταση σωμάτων. Γιατί ἀνάσταση εἶναι ἡ δεύτερη ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως· ἄλλωστε οἱ ψυχές, ὡς ἀθάνατες (κατά χάριν), πῶς θά ἀναστηθοῦν; ῎Αν πράγματι ὁρίζουν τό θάνατο ὡς χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ὁπωσδήποτε ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ νέα συνάφεια ψυχῆς καί σώματος καί ἡ δεύτερη σύσταση τῆς ζωντανῆς ὑπάρξεως πού διαλύθηκε στά στοιχεῖα της καί ἔπεσε. Τό ἴδιο λοιπόν σῶμα πού φθείρεται καί διαλύεται, τό ἴδιο θά ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο», μᾶς λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός1.
῾Επομένως ὅταν λέμε ἀνάσταση νεκρῶν, ἐννοοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά ξαναπάρουν πάλι τό σῶμα τους, τό ὁποῖο εἶχε παραδοθεῖ στή μητέρα γῆ καί εἶχε διαλυθεῖ στά «ἐξ ὧν συνετέθη» στοιχεῖα του. ᾿Αλλά τό ἀναστημένο σῶμα μας θά εἶναι ἄφθαρτο καί πνευματικό, ὅπως μᾶς ἀναφέρει καί ὁ ἀπόστολος Παῦ-λος, λέγοντας στήν Α´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολή του· «Δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α´ Κορ. 15, 53).
Γιά τούς ἀρχαίους φιλοσόφους λοιπόν καί τούς ῞Ελληνες, πού εἶχαν ἐπηρεασθεῖ ἀπό τό πνεῦμα τους, ὅπως ἔχουμε ἤδη καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς μελέτης αὐτῆς ἀναπτύξει, ἡ σωτηρία βρίσκεται στή φυγή ἀπό τό σῶμα καί ἀπό τό αἰσθητό, στήν ἐπιστροφή πρός τό νοητό κόσμο, ἐνῶ γιά τή Βίβλο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματική ὀντότητα, τό ἀνθρώπινο ὄν εἶναι μιά προσωπική ἑνότητα. ῾Επομένως ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων δέν εἶναι ἀκατανόητη γιά τή Βίβλο. Οἱ ᾿Αθηναῖοι, φυσικά, ἀντέδρασαν ὅταν τούς μίλησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τήν ἀνάσταση, γιατί ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἀρχαία φιλοσοφική σκέψη. Γι᾿ αὐτό, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, «ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν, οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξ. 17, 31-32).
῾Υπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δυσκολευόμαστε νά πιστέψουμε στήν ἀνάσταση. ῾Ο λόγος αὐτός εἶναι πνευματικός καί ἔχει σχέση μέ τήν καθαρότητα καί τήν ἀναμαρτησία μας. Λέει ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς· «᾿Εκεῖνος ὁ ὁποῖος διά τῆς πίστεως εἰς τόν ᾿Αναστάντα Χριστόν ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτός ἐνισχύει βαθμιαίως ἐν ἑαυτῷ τήν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος ὄντως ἀνέστη, ὄντως ἐνίκησε τόν θάνατον εἰς ὅλα τά μέτωπα μάχης. ῾Η ἁμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλησιάζει πρός τόν θάνατον, τήν μεταβάλλει ἀπό ἀθανάτου εἰς θνητήν, ἀπό ἀφθάρτου καί ἀπεράντου εἰς φθαρτήν καί πεπερασμένην. ῞Οσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερον εἶναι θνητός. Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται τόν ἑαυτόν του ἀθάνατον, εἶναι φανερόν ὅτι εὑρίσκεται ὅλος βεβυθισμένος εἰς τάς ἁμαρτίας, εἰς σκέψεις μυωπικάς, εἰς αἰσθήματα νενεκρωμένα. ᾿Ενῶ, καθώς γίνεται ἁγιώτερος ὁ ἄνθρωπος, ἀποκτᾶ ὁλονέν καί περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζωντανήν αἴσθησιν τῆς προσωπικῆς του ἀθανασίας· ἀποκτᾶ ἐπίγνωσιν τῆς ἰδικῆς του καί τῆς τῶν πάντων αἰωνιότητος»2.
Γι᾿ αὐτό καί ὁ π. Σωφρόνιος ὁ Σαχάρωφ μᾶς ὑπογραμμίζει καί μᾶς λέει ὅτι σ᾿ αὐτούς πού μετανοοῦν ἀληθινά, ἡ Χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος δίνει τό βίωμα τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς ἐνόσω ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἀκόμη στή γήινη αὐτή ζωή· «῾Η Χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος δίδει εἰς τούς φλογερῶς μετανοοῦντας καί τήν πεῖραν τῆς εἰς ᾅδου καταβάσεως, καί τήν πεῖραν τοῦ ᾅδου τῆς ἀγάπης, καί τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς, ἐντός τῶν ὁρίων εἰσέτι τῆς ἐν τῷ σώματι τούτῳ ζωῆς»3.
Φυσικά, μπορεῖ νά δίδεται ἡ βιωματική ἐμπειρία, ἀλλά δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε καί νά μιλήσουμε μέ λεπτομέρεια γιά τήν πραγματικότητα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἔστω καί ἄν κάποιες φορές βιώνουμε μιά ζωντανή προσωπική σχέση μέ τόν Θεό. Πρέπει ὅμως νά ξέρουμε, ὅτι ἡ σχέση μας αὐτή ἔχει σπέρματα αἰωνιότητας. Πῶς θά εἶναι ὅμως ἡ ζωή, ὄχι κάτω ἀπό τίς συνθῆκες τῆς πτώσης, ἀλλά μέσα σ᾿ ἕνα σύμπαν πού ὁ Θεός θά εἶναι «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι», γι᾿ αὐτό ἔχουμε μόνο μερικές λάμψεις, καί ὄχι μιά καθαρά ἀντίληψη. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς κάνει νά μιλᾶμε μέ προσοχή καί νά κρατᾶμε πάντοτε σιωπή γιά τά θέματα αὐτά.32
Εἶναι σαφές λοιπόν ὅτι δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε «διά τοῦ νοός» μας ὅλα αὐτά τά μεταφυσικά θέματα, οὔτε νά ἐννοήσουμε τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση, ἀλλά στήν προσευχή μπορεῖ νά περιέλθουμε, κυρίως οἱ ῞Αγιοι, σέ τέτοια κατάσταση, ἡ ὁποία μᾶς διανοίγει τά μυστήρια τοῦ μέλλοντα αἰώνα, ὅπως μᾶς ἀναπτύσσει καί πάλιν ὁ ἅγιος Γέροντας π. Σωφρόνιος λέγοντας· «Δέν δυνάμεθα νά συλλάβωμεν διά τοῦ νοός ἡμῶν τί σημαίνει σωτηρία τοῦ κόσμου, οὔτε νά ἐννοήσωμεν τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν (βλ. Μάρκ. 9, 10). ᾿Εν τῇ προσευχῇ ὅμως περιερχόμεθα ἐνίοτε εἰς κατάστασιν ἥτις διανοίγει ἡμῖν ἐν μέρει τά μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Πιστεύομεν ὅτι θά ἔλθῃ ἐκείνη ἡ στιγμή, ἥτις καλεῖται «τό πλήρωμα τῶν καιρῶν» (᾿Εφεσ. 1, 10), ὡς τελείωσις παντός ὅ, τι “ἐνενόησε” (πρβλ. ᾿Ιουδήθ 9, 5) περί ἡμῶν ὁ Δημιουργός»4.
᾿Αναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;
῾Ο προφήτης ῾Ησαΐας λέει· «᾿Αναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (῾Ησ. 26, 19). Καί ὁ προφήτης Δανιήλ μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά ἀναστηθοῦν ὅσοι εἶναι θαμμένοι στή γῆ, ἄλλοι «εἰς ζωὴν αἰώνιον» καί ἄλλοι εἰς «ὀνειδισμὸν καὶ αἰσχύνην αἰώνιον» (Δαν. 12, 2-3). ᾿Επίσης στό βιβλίο τῶν Μακκαβαίων, ὁ τρίτος γιός τῆς ἁγίας Σολομονῆς παρουσιάζεται νά πιστεύει ἀπόλυτα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀφοῦ ὅταν προτείνει τή γλώσσα καί τά χέρια στόν εἰδωλολάτρη βασιλέα νά τοῦ τά κόψει, τοῦ λέει μέ γενναῖο φρόνημα· «Τά ἔλαβα ἀπό τόν Θεό καί ἐλπίζω ὅτι θά μοῦ τά ξαναδώσει τήν ῾Ημέρα τῆς γενικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν» (Β´ Μακ. 7, 10-11).
᾿Αλλά ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἦταν κοινή πίστη στούς ᾿Ιουδαίους. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Μάρθα εἶπε στόν Κύριο ὅταν τή διαβεβαίωσε ὅτι θά ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος, ὁ ἀδελφός της· «Γνωρίζω ὅτι θά ἀναστηθεῖ κατά τήν ἀνάσταση πού θά γίνει τήν ἐσχάτη ἡμέρα, μετά ἀπό τήν ὁποία θά ἀρχίσει ἡ αἰώνια ζωή» (᾿Ιωάν. 11, 24). ᾿Επίσης τή Μ. Παρασκευή, στήν ἀκολουθία τοῦ ᾿Επιταφίου, μετά τήν ἔξοδό του καί τήν περιφορά, ἐπιστρέφοντας στό ναό, διαβάζουμε μία προφητεία. Τήν προφητεία τοῦ προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ, ὅπου περιγράφεται τό ὅραμα πού εἶδε ὁ Προφήτης σχετικά μέ τήν ἀνάσταση, τό ὁποῖο δείχνει καθαρά πῶς θά γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων. ᾿Εκεῖ βλέπουμε πώς μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐνέργεια τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τά ξηρά ὀστᾶ ἀποκτοῦν σάρκες, νεῦρα, δέρμα καί στή συνέχεια τούς δίδεται πνεῦμα, δηλαδή πνοή ζωῆς, ψυχή· «Καὶ ἰδοὺ ἐπ᾿ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ᾿ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω… καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτούς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτῶν» (᾿Ιεζ. 37, 8-10).
Γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν γίνεται λόγος στήν Καινή Διαθήκη;
῎Αν μελετήσουμε τήν Καινή Διαθήκη θά δοῦμε ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἕνα θέμα πού σαφῶς διακηρύχθηκε ἀπό τόν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό.
«῎Ερχεται ὥρα, ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τά ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (᾿Ιωάν. 5, 28-29). Δηλαδή· «῎Ερχεται ὥρα πού ὅλοι, ὅσοι πέθαναν καί βρίσκονται στά μνήματα, θά ἀκούσουν τή φωνή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος θά τούς διατάξει νά ἀναστηθοῦν, καί θά βγοῦν ὅλοι ἔξω ἀπό τά μνήματα. Καί ὅσοι ἔζησαν σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημά Του, θά ἀναστηθοῦν γιά νά ἀπολαύσουν τήν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ὅσοι ἔζησαν στήν ἁμαρτία, θά ἀναστηθοῦν γιά νά δικασθοῦν καί νά κατακριθοῦν».
῎Επειτα οἱ ἀναστάσεις πού πραγματοποίησε ὁ Χριστός, ἐνόσω βρισκόταν στή γῆ, δηλαδή τῆς θυγατέρας τοῦ ᾿Ιαείρου, τοῦ γιοῦ τῆς χήρας στή Ναΐν καί τοῦ Λαζάρου, θεωροῦνται καί εἶναι προοίμια τῆς γενικῆς ἀναστάσεως πού θά ἐπακολουθήσει «τήν ἐσχάτη ῾Ημέρα, κατά τή Δευτέρα Παρουσία» (βλ. ᾿Ιωάν. 6, 39-40, 44, 54).
᾿Αλλά καί ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ἔγινε ἀπαρχή τῆς τέλειας ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει· «῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος ἔγινε ἡ ἀπαρχή τῆς τέλειας ἀναστάσεως πού ποτέ δέν ξαναπηγαίνει στό θάνατο. Γι᾿ αὐτό καί ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε· “῎Αν οἱ νεκροί δέν ἀνασταίνονται, οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε…”. Καί ἀλλοῦ λέει· “Καί ὁ Χριστός εἶναι Πρωτότοκος τῶν νεκρῶν”. Καί πάλι σέ ἄλλο σημεῖο· “῎Αν πιστεύουμε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Θεός, διά τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, θά ἀναστήσει μαζί του καί τούς κεκοιμημένους”. Εἶπε τό “οὕτως”, ἐννοώντας ὅπως δηλαδή ἀναστήθηκε ὁ Κύριος»5.
Διότι «ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει, ἀφήνει ἁπλῶς τό ἔνδυμα τοῦ σώματός του, διά νά τό ἐνδυθῇ ἐκ νέου κατά τήν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας», θά μᾶς πεῖ ὁ π. ᾿Ιουστῖνος ὁ Πόποβιτς6.
᾿Επίσης στίς ᾿Επιστολές τοῦ ἀπόστόλου Παύλου γίνεται συχνά λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Στήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή του γράφει· «Συνετάφημεν οὖν διὰ τοῦ Βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν· εἰ γὰρ καὶ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (Ρωμ. 6, 4-6). Δηλαδή· «῎Εχουμε ταφεῖ λοιπόν μαζί Του διά τοῦ Βαπτίσματος στό θάνατό Του, ὥστε, ὅπως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἐκ νεκρῶν μέ τή δόξα τοῦ Πατέρα, ἔτσι καί ἐμεῖς νά ζήσουμε μιά νέα ζωή. Διότι ἄν ἑνωθήκαμε μαζί του σ᾿ ἕνα θάνατο σάν τό δικό του, τότε θά ἑνωθοῦμε μαζί Του καί σέ μιά ἀνάσταση σάν τή δική του».
Τήν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων τήν ἐγγυᾶται λοιπόν ἡ τριήμερη ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων». «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. ᾿Επειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν· ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α´ Κορ. 15, 20-23).
Δηλαδή· «῾Η ἀλήθεια εἶναι πώς ὁ Χριστός ἔχει ἀναστηθεῖ, κάνοντας τήν ἀρχή γιά τήν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν. Γιατί ὅπως ὁ θάνατος ἦλθε στόν κόσμο ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, ἔτσι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο ἦλθε στόν κόσμο ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. ῞Οπως πεθαίνουν ὅλοι ἐξαιτίας τῆς συγγένειας μέ τόν ᾿Αδάμ, ἔτσι, χάρη στή συγγένεια μέ τόν Χριστό, ὅλοι θά ξαναπάρουν ζωή».
Θά ἀναστηθοῦν καί οἱ δίκαιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί;
῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θά εἶναι καθολική. Θά ἀναστηθοῦν καί οἱ δίκαιοι καί οἱ ἄδικοι (Πράξ. 24, 15). Δέν θά ἀναστηθοῦν δηλαδή μόνο ὅσοι «ἐκοιμήθησαν» ἐν Χριστῷ, ἀλλά «πάντες». Καί ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ἐν τῷ ἀναστάντι Θεανθρώπῳ» συναναστήθηκε καί ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἦταν «ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ὑποστάσει»7. Διότι ὁ Κύριος, ἐπειδή εἴμαστε μέλη τοῦ ἰδικοῦ Του σώματος, χάρισε καί στό δικό μας σῶμα τήν ἀνάσταση, «αὐτὸς τε ἀπαρχὴ τε τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀφθαρσίας γενόμενος»8.33
῾Ο Χριστός ἀναστήθηκε λοιπόν καί δώρησε καί σέ μᾶς τήν ἀθανασία. «῎Ανευ αὐτῆς τῆς ἀληθείας,», μᾶς λέει ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς, «ὁ κόσμος μας εἶναι μόνο μιά χαώδης ἔκθεσις ἀπεχθῶν ἀνοησιῶν. Μόνον μέ τήν ἔνδοξον ἀνάστασίν του ὁ θαυμαστός Κύριος καί Θεός μας, μᾶς ἠλευθέρωσεν ἀπό τό παράλογον καί τήν ἀπελπισίαν. Διότι χωρίς τήν ἀνάστασιν δέν ὑπάρχει οὔτε εἰς τόν οὐρανόν οὔτε ὑπό τόν οὐρανόν τίποτε πιό παράλογον ἀπό τόν κόσμον αὐτόν· οὔτε μεγαλυτέρα ἀπελπισία ἀπό τήν ζωήν αὐτήν, δίχως ἀθανασίαν. Δι᾿ αὐτό εἰς ὅλους τούς κόσμους δέν ὑπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ὕπαρξις ἀπό τόν ἄνθρωπον πού δέν πιστεύει εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί εἰς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν. “Καλὸν ἦν αὐτῷ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος”»9.
᾿Ενῶ ὅποιος ἔχει μυηθεῖ στή δύναμη τῆς ἀναστάσεως, μπορεῖ νά ἐννοήσει τό σκοπό γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός συνέστησε τά πάντα· «῾Ο τῆς ἀναστάσεως μυηθεὶς τὴν ἀπόρρητον δύναμιν, ἔγνω τῶν ἐφ᾿ ᾧ τὰ πάντα ὁ Θεὸς προηγουμένως ἐπεκτήσαντο σκοπόν»10.
᾿Αλλά μέ τό θάνατο δέν χάνεται ἡ οὐσία τοῦ σώματος;
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μᾶς ὑπερτονίζουν ὅτι τό σῶμα μετά τήν ἔξοδό τῆς ψυχῆς διαλύεται, ἀλλά δέν καταστρέφεται ἐντελῶς. Διαλύεται ὅπως ὁ σπόρος στή γῆ, ἀλλά δέν ἀφανίζεται. «Λύεται μὲν τὸ αἰσθητὸν (σῶμα), ἀλλὰ δὲν ἀφανίζεται»11. Διαλύεται λοιπόν τό σῶμα στά στοιχεῖα στά ὁποῖα συγκροτήθηκε, ἀλλά δέν ἀφανίζεται. Καί τά στοιχεῖα αὐτά «ἐστιν ἐν ὕδατι καὶ ἀέρι καί γῇ καί πυρί»12. Δέν χάνονται δηλαδή τά μόρια κανενός σώματος καί ὁ Θεός γνωρίζει ποιά ἀνήκουν στό κάθε σῶμα.
᾿Επίσης καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑποστηρίζει τήν ἴδια ἄποψη καί λέει· «῞Οπως ἀκριβῶς ὅταν δοῦμε ἕναν ἀνδριάντα νά διαλύεται μέσα στό χωνευτήρι, δέν πιστεύουμε ὅτι χάνεται τό μέταλλο ἀπό τό ὁποῖο ἀποτελεῖται, ἀλλά ὅτι ἡ διάλυση γίνεται γιά νά ἐπιτύχουμε καλύτερη κατασκευή, τό ἴδιο πρέπει νά σκεφτόμαστε καί γιά τό σῶμα πού διαλύεται… ῾Ο Θεός διαλύει στή γῆ τό πήλινο σῶμα γιά νά σοῦ κατασκευάσει ἀνδριάντα χρυσό καί ἀθάνατο. Διότι ἡ γῆ, ἀφοῦ δεχτεῖ τό φθαρτό σου σῶμα, θά σοῦ ἀποδώσει “σῶμα ἄφθαρτον καὶ ἀκήρατον”»13.
Πρέπει δέ νά ξέρουμε ὅτι οἱ Πατέρες τονίζουν καί ξεκαθαρίζουν στά κείμενά τους ὅτι ἄν καί ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό σῶμα, δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει ὅτι «ἡ ὑπόσταση εἶναι σύμπτηξη σώματος καί ψυχῆς κατά τήν ἄρχή τῆς δημιουργίας κάθε ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ ὑπόσταση δέν διασπᾶται οὔτε μέ τό θάνατο» «Μένει τό τε σῶμα καὶ ἡ ψυχή, ἀεὶ μίαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἑαυτῶν ἔχοντα ὑπάρξεώς τε καὶ ὑποστάσεως»14. Κάθε ψυχή συνδέεται μ᾿ ἕνα σῶμα καί κάθε σῶμα συνδέεται μέ μιά ψυχή. Καί τά δυό μαζί ἀποτελοῦν τήν ἰδιαίτερη ὑπόσταση, ἕναν συγκεκριμένο ἄνθρωπο.
Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι ἡ ψυχή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πάντοτε γνωρίζει τό σῶμα της, γιατί δέν ἀπομακρύνεται ἀπ᾿ αὐτό, ἀλλά πάντοτε εἶναι ἑνωμένη μέ αὐτό. «῾Η ψυχὴ ἀεὶ ἐπισταμένη τὸ ἴδιον, οἷόν τε συνεστὼς ἐν τῷ σχήματι ἦν, καὶ μετά τήν διάλυσιν ἐκ τῶν ἀπομεινάντων σημείων τοῖς λειψάνοις οὐ πλανωμένη περὶ τὸ ἴδιον»15. Δηλαδή· «῾Η ψυχή πάντοτε ἀναγνωρίζει τό τεμάχιο, τοῦ δικοῦ της σώματος, ὅπως ὅταν ἦταν συνηνωμένο μέ ὅλο τό σῶμα, καί μετά τή διάλυση δέν πλανᾶται γιά τήν ἀναγνώριση τῶν δικῶν της μερῶν, ὁδηγούμενη ἀπό τά σημεῖα τά ὁποῖα μένουν πάνω στά λείψανα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέει· «῎Εστω κι ἄν τά στοιχεῖα τοῦ σώματος διαλυθοῦν καί διασκορπισθοῦν, τό ἕνα μακριά ἀπό τό ἄλλο, καί τότε ἡ ψυχή τά γνωρίζει μέ τή γνωστική της δύναμη καί τά προσεγγίζει καί ἐφάπτεται μέ αὐτά, μέχρι τά στοιχεῖα αὐτά τά χωρισμένα ἑνωθοῦν καί ἀναστοιχειωθεῖ τό διαλυμένο σῶμα. Αὐτό εἶναι κυριολεκτικά ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε ἀνάσταση»16.
Μποροῦμε λοιπόν νά μιλήσουμε, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιά «ἀνάσταση, ἀναβίωση, ἤ μετακόσμηση» τοῦ σώματος17.
Πῶς δέν χάνεται ἡ οὐσία τοῦ σώματος, ἀφοῦ τό νεκρό σῶμα σαπίζει καί τό τρῶνε τά σκουλίκια, ἐνῶ ἄλλα πάλι σώματα τά ἔχουν καταβροχθίσει τά ψάρια, τά θηρία, οἱ ἀρκοῦδες, τά λιοντάρια καί δέν ἔχουν ἀφήσει οὔτε ἕνα μικρό κοκκαλάκι τους;
Καί ὅμως ὅλα τά μέλη τά ὁποῖα ὑπέστησαν ὁποιαδήποτε φθορά «ἀνελιπῆ καὶ ἀκέραια ἀναδοθήσεται ἐκ γῆς», μᾶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης18, πράγμα πού μᾶς τό ἀποδεικνύει ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων, λέγοντας· «῾Ο Θεός πού δημιούργησε τόν ἄνθρωπο “ἐκ τοῦ μή ὄντος”, ἔχει τή δύναμη νά κάνει καί αὐτή τήν ἀναδημιουργία. Καί αὐτό διότι τά ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις, δυνατά παρά τῷ Θεῷ. Καί ὅλα αὐτά πού φαίνονται σέ σένα τό μικρό καί ἀδύναμο ἄνθρωπο ἀδύνατα καί ἀκατόρθωτα, εἶναι δυνατά καί κατορθωτά γιά τόν Θεό, διότι ὁ Θεός κρατάει στήν παλάμη Του ὅλη τή δημιουργία. Φαντάσου, συνεχίζει, πώς ἔχουν ἀναμιχθεῖ διάφοροι σπόροι καί αὐτοί οἱ διάφοροι σπόροι περιέχονται μέσα στήν παλάμη σου. Εἶναι δύσκολο σέ σένα τόν ἄνθρωπο ἤ πολύ εὔκολο νά ἐντοπίσεις καί νά ξεχωρίσεις κάθε σπόρο ἀπ᾿ αὐτούς πού βρίσκονται στή χούφτα σου, σύμφωνα μέ τήν ἰδιαιτερότητα του καί τό εἶδος του, ὥστε νά τούς βάλεις μαζί ὅμοιους μέ ὅμοιους, νά τούς ταξινομήσεις κατά γένος καί εἶδος; ῎Αρα δηλαδή, ἐσύ μπορεῖς νά διακρίνεις ὅ, τι βρίσκεται μέσα στή χούφτα σου καί ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά διακρίνει καί νά ἀποκαταστήσει ὅσα βρίσκονται στή δική Του παλάμη; ᾿Αντί λοιπόν νά κατηγορεῖς τόν Θεό, συνεχίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, συγκρίνοντάς Τον μέ τή δική σου ἀδυναμία, συνειδητοποίησε μᾶλλον τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία εἶναι “ἄπειρος”. Καί “οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα”»19.
᾿Αλλά πέστε μας αὐτό τό σῶμα πού φέρουμε στή γῆ θά ἀναστηθεῖ στή γενική ἀνάσταση ἤ κάποιο ἄλλο;
Τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ στή γενική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δέν εἶναι κάποιο ἄλλο σῶμα. ῞Οπως τοῦ Χριστοῦ τό σῶμα μετά τήν ᾿Ανάσταση ἦταν «τοῦτ’ αὐτό», ἔτσι καί τό δικό μας σῶμα θά εἶναι αὐτό ἀκριβῶς τό ἴδιο σῶμα πού ὑπῆρξε ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά μέ ἰδιότητες διαφορετικές. ῾Ο ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος στίς ὁμιλίες του ἀναφέρει ὅτι «στήν ἀνάσταση ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος θά ἀναστηθοῦν· οὔτε μία τρίχα δέν θά χαθεῖ»20. Τό ἴδιο ὑποστηρίζει καί ὁ Μέγας Γέρων Βαρσανούφιος. Σέ ἐρώτηση πού τοῦ θέτει κάποιος ἀδελφός γιά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί γιά τό ἄν θά λάβουμε στήν ἀνάσταση τό σῶμα πού εἴχαμε στή ζωή αὐτή, ἀπαντᾶ· «Μὴ πλανηθεῖς· σὺν τοῖς ὀστέοις καὶ νεύροις καὶ θριξὶ τὰ σώματα ἐγείρονται, καὶ οὕτως ἔσονται εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ὅμως ἐνδοξότερα κατὰ τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου λέγοντος· “τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν”». Δηλαδή· Μήν πλανηθεῖς, πρόσεχε! Τά σώματά μας θά ἀναστηθοῦν μέ τά ὀστά καί τά νεῦρα καί τίς τρίχες καί ἔτσι θά παραμείνουν στόν αἰώνα, ἀλλά θά εἶναι φωτεινότερα καί ἐνδοξότερα, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου πού λέει· “Τότε οἱ δίκαιοι θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν”» (Ματθ. 13, 43)21.
Τό ὅτι «ἕτερον σῶμα πίπτει καὶ ἕτερον ἀνίσταται», λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀνοησίες καί φλυαρίες αἱρετικῶν. Γιατί τότε, ὑποστηρίζει, πῶς θά εἴχαμε ἀνάσταση; «Τοῦ γὰρ πεσόντος ἐστιν ἡ ἀνάστασις». Καί ἀναπτύσσοντας ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος τίς συνέπειες πού θά εἶχε μιά τέτοια αἱρετική ἀντίληψη, προσθέτει· «῎Αν ἄλλο πίπτει καὶ ἄλλο ἀνίσταται», τότε ἡ νίκη θά ἦταν ἕνα φιάσκο. «Ποῦ δὲ τὸ φοβερὸν κατὰ τοῦ θανάτου νικητήριον;». Ποῦ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῶν νεκρῶν σωμάτων ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο; « Μεταξύ λοιπόν τοῦ σώματος πού πέθανε καί ἐκείνου τό ὁποῖο θά ἀναστηθεῖ ὑπάρχει ταυτότητα. ῾Ερμηνεύοντας δέ τά λόγια τοῦ μακαρίου καί πολυάθλου ᾿Ιώβ πού λέει «ὁ Θεός θά ἀναστήσει τό δέρμα μου» (᾿Ιώβ 19, 26) -ξέρουμε ὅτι τοῦ ᾿Ιώβ τό σῶμα εἶχε ὅλο σαπίσει- ὁ ὄντως Χρυσόστομος ἅγιος ᾿Ιωάννης μᾶς λέει ὅτι διδασκόμαστε ἀπό τό χωρίο αὐτό «δόγμα ἐκκλησιαστικό». Ποιό εἶναι αὐτό τό δόγμα τό ἐκκλησιαστικό; ῞Οτι τό σῶμα πού ὑπομένει πειρασμούς καί βάσανα, αὐτό τό σῶμα καί θά ἀναστηθεῖ. «Δόγμα δὲ ἐντεῦθεν διδασκόμεθα ἐκκλησιαστικόν, ὅτι τὸ σῶμα τὸ τοὺς πειρασμοὺς ὑπομένων καὶ τὰς βασάνους, αὐτό συνανίσταται τῇ ψυχῇ, ἵνα καὶ συναπολαύσῃ» Διότι, λέει, «δέν θά ἦταν ἄδικο ἄλλο μέν νά πάσχει, ἄλλο δέ νά ἀνίσταται;”»22.
Τό ἴδιο λοιπόν σῶμα ἐκεῖνο πού κοπίασε σ᾿ αὐτή τή γῆ, πού νήστεψε, πού γονάτισε στήν προσευχή, πού ὑπέμεινε τήν ἀρρώστια, πού ἔδωσε ἐλεημοσύνη καί ἀγάπη στούς ἀδελφούς, αὐτό καί θά ἀναστηθεῖ.34
Θέλετε νά πεῖτε ὅτι καί αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι καί πενιχροί -θά λέγαμε- κόποι πού καταβάλλονται, ὅσο ζοῦμε ἐδῶ στή γῆ, ἔχουν ἐσχατολογικές καί σωτήριες συνέπειες;
Φυσικά. Στό ᾿Ιδιόμελο τοῦ ῾Εσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα, 9 Μαρτίου, ἀναφέρεται·
Βλέποντες ὡς τρυφὰς τὰς βασάνους
ἔλεγον οἱ ἅγιοι Μάρτυρες·
Καυθήτω ὁ ποῦς, ἵνα χορεύῃ αἰώνια
ῥυήτω ἡ χεὶρ, ἵνα ὑψοῦται πρὸς Κύριον».
Δηλαδή·
Βλέποντας σάν τρυφές τά βάσανα
ἔλεγαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες·
῎Ας καεῖ ἀπό τό ψῦχος τό πόδι, γιά νά χορεύει αἰώνια
ἄς διαλυθεῖ τό χέρι, γιά νά ὑψώνεται πρός τόν Κύριο.
Καί ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων διακηρύττει καί λέει·
«᾿Αναγραπτός ἐστί σου πᾶσα προσευχὴ καὶ ψαλμῳδία, ἀνάγραπτός ἐστι πᾶσα ἐλεημοσύνη, ἀνάγραπτός ἐστι πᾶσα νηστεία, ἀνάγραπτός ἐστι πᾶς ὁ διαφυλαχθείς γάμος καλῶς, ἀνάγραπτός ἐστιν ἐγκράτεια διὰ Θεὸν τελεσθεῖσα»23. Δηλαδή, «εἶναι γραμμένη κάθε σου προσευχή καί ψαλμωδία, εἶναι γραμμένη κάθε σου ἐλεημοσύνη, κάθε σου νηστεία. Εἶναι γραμμένος κάθε γάμος πού διαφυλάχθηκε στά ὅρια τά ἠθικά, εἶναι γραμμένη κάθε εἴδους ἐγκράτεια πού ἔγινε γιά χάρη τοῦ Θεοῦ».
Εἶναι τό «δόγμα τό ἐκκλησιαστικό» πού μᾶς ἀναφέρει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, τό ὁποῖο μᾶς λέει καθαρά ὅτι ὅλα ὅσα κάνουμε, ὅλα ὅσα βιώνουμε ἔχουν ἐσχατολογικές προεκτάσεις καί συμβάλλουν γιά νά ἀποκτήσουμε τό ἀναστημένο πνεῦμα ἀπό ἐδῶ καί τώρα.
Τό δόγμα αὐτό τό συμπληρώνει καί ὁ σύγχρονός μας π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος μᾶς ὑπογραμμίζει πώς ὁ ἄνθρωπος πού νικᾶ τήν ἁμαρτία μέσα του, νικᾶ τό θάνατο. «᾿Εάν περάσῃ», λέει, «μία ἡμέρα καί σύ δέν ἔχεις νικήσει οὔτε μίαν ἁμαρτίαν σου, γνώριζε ὅτι ἔγινες περισσότερον θνητός. ᾿Εάν ὅμως νικήσῃς δύο ἤ τρεῖς ἁμαρτίας σου, ἔγινες πιό νέος μέ τήν νεότητα ἡ ὁποία δέν γηράσκει, τήν ἀθάνατον, τήν αἰωνίαν»24.
Πῶς θά εἶναι τό σῶμα ὅταν θά ἀναστηθεῖ;
Εἴπαμε ἤδη ὅτι τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ θά εἶναι «τό αὐτό» σῶμα μέ τό ὁποῖο ζήσαμε πάνω στή γῆ. Ταυτόχρονα ὅμως θά εἶναι καί «οὐκ αὐτό»! Μυστήριο! «᾿Ιδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω» (Α´ Κορ. 15, 51), ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος Μαψουεστίας προσθέτει· «῞Οπως τό γυαλί προέρχεται ἀπό τήν ἄμμο, ἀλλά δέν εἶναι ἄμμος, παρά κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἄμμο ἀπό τήν ὁποία δημιουργήθηκε, καί ὁ στάχυς παρόμοια δέν εἶναι κόκκος, ἀλλά κάτι διαφορετικό ἀπό τόν κόκκο, ἔτσι καί στήν ἀνάσταση, θά μετασκευασθεῖ σῶμα ἄλλης καταστάσεως, λαμπρότερο καί ἐνδοξότερο»25.
Πρέπει νά προσέξουμε αὐτή τήν εὐαίσθητη ἰσορροπία πού προσπαθεῖ νά μᾶς δώσει νά ἐννοήσουμε ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος καί οἱ ἄλλοι Πατέρες μέ τήν ἐπιμονή τους αὐτή στό θέμα τοῦ ἀναστημένου μας σώματος. Τό νέο σῶμα, ἐπιμένουν, πού θά προέλθει ἀπό τήν ἀνάσταση, δέν θά εἶναι κάποια νέα δημιουργία πού δέν θά ἔχει καμμιά σχέση μέ τό προηγούμενο σῶμα πού διαλύθηκε στόν τάφο, ἀλλά θά ὑπάρχει μεταξύ αὐτῶν καί ταυτότητα καί διαφορά. Καί ποιά εἶναι ἡ διαφορά; Εἶναι ἡ διαφορά πού ἔχει ὁ σπόρος ἀπό τό φυτό, ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι καί στή σπορά τοῦ σιταριοῦ δέν σπέρνεις τό στάχυ. Αὐτό πού σπέρνεις δέν εἶναι τό σῶμα πού πρόκειται νά φυτρώσει. ᾿Εσύ σπέρνεις σῶμα γυμνό, χωρίς φύλλα καί ὁ Θεός δίνει σ᾿ αὐτό τό μικρό κόκκο σῶμα (πρβλ. Α´ Κορ. 15, 37-38). Αὐτό τό σημεῖο τό ἑρμηνεύει πάλι ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ἀναπτύσσει τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό στάχυ πού θά φυτρώσει καί στό σπόρο. Εἶναι σχέση ταυτότητας καί ἑτερότητας, μᾶς λέει· «Καὶ αὐτός καὶ οὐκ αὐτὸς»! «Αὐτὸς μὲν ὅτι αὐτή ἡ οὐσία, οὐκ αὐτὸς δὲ ὅτι βελτίων οὗτος»26. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων «οὐκ ἄλλη μὲν οὐσία σπείρεται, ἄλλη δὲ ἐγείρεται, ἀλλά ἡ αὐτὴ βελτίων καὶ λαμπροτέρα»27.
Θά προσλάβει λοιπόν τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ νέες ἰδιότητες, ἄλλα χαρακτηριστικά ἰδιώματα, θά εἶναι «βέλτιον καί λαμπρότερον».
Δηλαδή ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματός μας δέν θά εἶναι μιά ἐπιστροφή καί μιά ἀποκατάσταση τοῦ γήινου σώματός μας, ἀλλά θά εἶναι μιά μετάβαση ἐπί τό τελειότερον;
«Καὶ ἐγερεῖ ἡμᾶς ἐν σχήματι ἄλλῳ, ἐν ᾧ γινώσκει, καὶ εἰσφέρει ἡμᾶς εἰς κατάστασιν ἄλλην», μᾶς τονίζει ὁ ἅγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος28. Τότε λοιπόν, ὅταν θά ἔλθει ὁ καιρός πού ὅρισε ὁ Θεός, θά μᾶς ἀναστήσει μέ ἄλλο σχῆμα, τό ὁποῖο ἐκεῖνος γνωρίζει, καί θά μᾶς εἰσαγάγει σέ ἄλλη κατάσταση.
Αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας· «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α´ Κορ. 15, 43-44). Στούς λόγους αὐτούς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, βλέπουμε τήν ταυτότητα καί τή διαφορά πού ἔχει τό γήινο σῶμα ἀπό τό ἀναστημένο σῶμα, τό ὁποῖο θά εἶναι ἄφθαρτο, δυνατό, πνευματικό, αἰώνιο.
῾Ο ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων λέει· «Αὐτό λοιπόν τό σῶμα θά ἀναστηθεῖ. Δέν θά μείνει ὅμως ἔτσι πού εἶναι τώρα, ἀλλά θά εἶναι κατάλληλο γιά τήν αἰωνιότητα. Δέν θά ἔχει πιά ἀνάγκη ἀπό ὑλικές τροφές γιά νά ζήσει, οὔτε σκάλες γιά νά ἀνεβαίνει, γιατί θά γίνει πνευματικό (πρβλ. Α´ Κορ. 15, 44), κάτι θαυμαστό πού ὅμοιό του τώρα δέν ἔχουμε νά τό παραβάλλουμε»29.
Τό σῶμα μας λοιπόν θά μεταποιηθεῖ «ὡς οἶδεν ὁ ἀνιστῶν Κύριος», ὅπως γνωρίζει ὁ Κύριος πού θά τό ἀναστήσει, καί, κατά τούς ἁγίους Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὅλοι μας θά λάβουμε τό δικό μας σῶμα, μέ τά ἰδιαίτερα γνωρίσματά του, ἀλλά μεταμορφωμένα.
Ποιά θά εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀναστημένου μας σώματος;
Τό ἀναστημένο μας σῶμα, ὅπως μᾶς διευκρινίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, πρῶτα-πρῶτα θά εἶναι σέ κατάσταση πνευματική, θά εἶναι «πνευματικό». Καί θά εἶναι πνευματικό, διότι τό ῞Αγιο Πνεῦμα θά ἐξουσιάζει τό σῶμα ἐκεῖνο. Θά παραμένει, λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, τό ῞Αγιο Πνεῦμα «διηνεκῶς», μονίμως, «τῇ σαρκὶ τῶν δικαίων, καὶ αὐτοῦ ἔσται τὸ κράτος», δηλαδή τό ῞Αγιο Πνεῦμα θά ἔχει τήν ἐξουσία στό πνευματικό μας ἐκεῖνο σῶμα30.
Θά εἶναι λοιπόν πνευματικό τό σῶμα μας μετά τήν ἀνάσταση, σέ ἀντίθεση μέ τό ἐπί γῆς σῶμα μας πού ἦταν «ψυχικό» «Σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ῎Εστι σῶμα ψυχικόν, καί ἔστι σῶμα πνευματικόν (Α´ Κορ. 15, 44). Θά εἶναι δέ καί λεπτότερο, ἐλαφρότερο, «κουφότερον».
῎Επειτα τό ἀναστημένο μας σῶμα θά εἶναι ἄφθαρτο καί ἀθάνατο· «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κορ. 15, 44). Διότι ἐφόσον τό νέο περιβάλλον καί ἡ νέα κατάσταση στήν ὁποία θά εἰσέλθουν οἱ ἄνθρωποι μετά τήν ἀνάσταση θά εἶναι ξένα πρός καθετί τό φθαρτό, εἶναι ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο καί τά ἀναστημένα μας σώματα νά εἶναι τέτοια, ὥστε νά προσαρμόζονται πλήρως πρός τή νέα αὐτή ἔνδοξη κατάσταση.
᾿Αθανασία λοιπόν, ἀφθαρσία καί ἀτρεψία, προσθέτει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θελόγος, θά εἶναι οἱ νέες ἰδιότητες τοῦ ἀναστημένου μας σώματος. Αὐτή ἡ «ἀτρεψία» ἀποτελεῖ καί τή βασική διαφορά τοῦ ἀναστημένου σώματός μας ἀπό τό σῶμα τό προπτωτικό τοῦ ᾿Αδάμ. ᾿Ατρεψία σημαίνει, ἀδυναμία νά τραπεῖ ὁ ἀναστημένος ἄνθρωπος πρός τήν ἁμαρτία. ῾Ο προπτωτικός ᾿Αδάμ μποροῦσε νά τραπεῖ πρός τήν ἁμαρτία. ῏Ηταν τρεπτός. ᾿Ενῶ ὁ νέος ἀναστημένος ἄνθρωπος δέν θά μπορεῖ πλέον νά ἁμαρτήσει. Αὐτή τήν «ἀτρεψία» μόνο σχετικά μπορεῖ νά τήν ἀποκτήσει ὀ ἄνθρωπος στήν παρούσα ζωή. ῾Η παντελής καί τέλεια ἀτρεψία, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, «εἶναι βραβεῖο τῆς μελλούσης ἀτρέπτου θεώσεως»31. Καί αὐτή τήν ἀτρεψία τήν εἶχε σ᾿ αὐτή τή ζωή μόνο ὁ Χριστός, ὁ νέος ᾿Αδάμ. Γι᾿ αὐτό ἀναφέρεται στό Δοξαστικό τῆς ῾Υπαπαντῆς νά λέει ὁ γηραιός Συμεών πρός τόν Κύριο·
«Δέσποτα νῦν ἀπόλυσόν με
μηνύσαι τῷ ᾿Αδάμ·
ὡς εἶδον ἄτρεπτον βρέφος
Θεὸν προαιώνιον, καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου».
«Δέσποτα, νῦν ἀπόλυσέ με, τό δοῦλο σου,
γιά νά πάω νά μηνύσω στόν ᾿Αδάμ
ὅτι ψηλάφησαν τά χέρια μου
βρέφος ἄτρεπτο»
Θεό προαιώνιο καί Σωτήρα τοῦ κόσμου».
(Στιχηρό ἱδιόμελο ᾿Αποστίχων, ῾Εσπερινοῦ ῾Υπαπαντῆς).35
῾Ο δέ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος λέει· Μετά ἀπό τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν «ἀνασταίνεται σῶμα ὅλον πνευματικόν καί ἄτρεπτον, ὅ, τι λογῆς ἦτον ὕστερα ἀπό τήν ἀνάστασιν τό σῶμα τοῦ Δεσπότου ἡμῶν Χριστοῦ, ὁπού ἔγινε δεύτερος ᾿Αδάμ, καί πρωτότοκος ἡμῶν ἐκ τῶν νεκρῶν, τό ὁποῖον (σῶμα) ἦτον πολλά διαφορετικόν ἀπό τό σῶμα τοῦ πρωτοπλάστου ᾿Αδάμ»32.
«᾿Εν τῇ ἀναστάσει ὅλα τὰ μέλη ἀνίστανται καὶ ὅλα γίνονται φωτοειδῆ», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος33. Θά εἶναι λοιπόν «φωτοειδές» τό σῶμα μας τό ἀναστημένο δυνατό καί ἔνδοξο. Θά εἶναι «θεοειδές» καί θά λάμπει ὅπως ὁ ἥλιος, καθώς μᾶς τό ἐπιβεβαίωσε ὁ Κύριος. «Οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ πατρός αὐτῶν» (Ματθ. 13, 43).
῾Ο ἅγιος Μακάριος (ἀρχές Ε´ αἰώνα) κάνει λόγο συχνά στίς ὁμιλίες του γιά τή μέλλουσα μεταμόρφωση πού θά ὑποστεῖ ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἀνάσταση τοῦ σώματος. Μᾶς λέει λοιπόν· «῞Εκαστος γάρ, ὅσον κατηξιώθη διὰ τῆς πίστεως καὶ σπουδῆς μέτοχος ῾Αγίου Πνεύματος γενέσθαι, τοσοῦτον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ δοξασθήσεται αὐτοῦ καὶ τὸ σῶμα. ῞Ο γὰρ νῦν ἐναπεθησαύρισεν ἔνδον ἡ ψυχή, τότε ἀποκαλυφθήσεται καὶ φανήσεται ἔξωθεν τοῦ σώματος»34. Δηλαδή· «῾Ο καθένας μας ἀνάλογα, ὅσο ἀξιώθηκε, μέ βάση τήν πίστη καί τόν ἀγώνα του, νά γίνει μέτοχος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος στή γῆ αὐτή, τόσο θά δοξασθεῖ καί τό σῶμα του ἐκείνη τήν ῾Ημέρα, μετά τήν ᾿Ανάσταση. Διότι ὅ, τι ἀποθησαύρισε μέσα ἡ ψυχή, τότε θά ἀποκαλυφθεῖ καί θά φανερωθεῖ ἔξω ἀπό τό σῶμα».
Καί σέ ἄλλο σημεῖο πάλι ὁ ἅγιος Μακάριος ἐκφράζει τήν ἴδια ἄποψη καί ὑποστηρίζει ὅτι «τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων μέ τή δύναμη τοῦ ῾Ηλίου τῆς Δικαιοσύνης θά ἐξέλθει ἡ δόξα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θά καλύψει καί θά σκεπάσει τά σώματα τῶν ῾Αγίων μέ τό ἄρρητο φῶς πού εἶχαν οἱ ψυχές τους ἀπό τή γῆ αὐτή, μέ τή δύναμη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος35.
Μετά τήν ἀνάσταση λοιπόν τά σώματα τῶν ῾Αγίων θά ἀπαστράπτουν φῶς, ὅπως μᾶς ὑπόσχεται ἡ Γραφή. Αὐτή ἡ λαμπρότητα θά ὀφείλεται στή δόξα τῆς ψυχῆς πού θά ξεχύνεται στό σῶμα καί θά τό καταυγάζει. Διότι τό σῶμα δέχεται καί φανερώνει σημαντικά τή λαμπρότητα, πού μέσα στήν ψυχή εἶναι πνευματική καί ἄυλη.
῞Οταν λέμε ὅτι τό σῶμα μας θά ἀναστηθεῖ καί θά εἶναι πνευματικό, ἐννοοῦμε ὅτι θά εἶναι πνεῦμα;
῞Οταν λέμε ὅτι τό σῶμα μας, πού θά ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς, θά εἶναι «ὅλον πνευματικόν», θά πρέπει νά ἐννοήσουμε ἐκεῖνο πού μᾶς ὑποδεικνύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅταν λέει· «τουτέστι πάσης ὑλικῆς παχύτητος ἐκτός». Δέν θά εἶναι δηλαδή ὑλικό, μέ τήν ἔννοια τῆς ὕλης πού ξέρουμε ἀπ᾿ αὐτό τόν πεπτωκότα κόσμο, ἀλλά οὔτε πνεῦμα, θά εἶναι σῶμα πνευματικό, «ὅ, τι λογῆς ἦτον τό Σῶμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὕστερα ἀπό τήν ᾿Ανάσταση», ὅπως μᾶς εἶπε προηγουμένως ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος.
Καί πῶς ἦταν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ᾿Ανάσταση;
῎Ας ἀφήσουμε νά μᾶς τό πεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης·«Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ», λέει, «μετά τήν ἀνάστασιν, ἄν καί ἔγινεν ἀπαθές καί ἄφθαρτον, μ’ ὅλον τοῦτο δέν ἐτράπη εἰς ἀσωματότητα, οὐδέ ἀπέβαλεν ὅλα τά φυσικά του ἰδιώματα, ἤτοι τό ποσόν, τό ποιόν, τό εἶναι ἐν εἴδει (τό νά ἔχει κάποια μορφή), τό τριχῇ διαστατόν (τό νά ἔχει τρεῖς διαστάσεις), καί τό περιγραπτόν ἐν τόπῳ καί περιοριστόν· ἄν γάρ καί αὐτά ἀποβάλῃ, πλέον σῶμα δέν μένει, ἀλλ᾿ ἔχει νά ἐκστῇ ἀπό τούς ὅρους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως (ἄν δηλαδή χάσει καί αὐτά τά γνωρίσματα, τότε παύει νά εἶναι σῶμα καί ἐξέρχεται ἀπό τούς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης φύσεως). ῞Οθεν λέγει ὁ Μακάριος Χρυσοκέφαλος· “Τό Δεσποτικόν καί πανάγιον Σῶμα ἄφθαρτον μέν ἀνέστη καί ἀπαθές καί ἀθάνατον καί τῇ θείᾳ κεκοσμημένον δόξῃ, σῶμα δέ ὅμως ἐστί τήν προτέραν ἔχων περιγραφήν”»36.
᾿Αλλ᾿ ὅμως ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια ὅτι ὁ Χριστός ἔφαγε. Θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τροφή τό ἀναστημένο μας σῶμα;
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει ὅτι «ἐτράφη τὸ ἀκήρατον Σῶμα μετὰ τὴν ἀνάστασιν, οὐκ αὐτό δεόμενον τροφῆς, ἀλλ᾿ ἵνα πιστώσηται τὴν ἁγίαν ἀνάστασιν καί δείξῃ τοῦτ᾿ αὐτὸ καί νῦν ὂν τὸ πρὸ τοῦ παθεῖν συνεσθίον αὐτοῖς». Δηλαδή · Τό ἀκήρατο Σῶμα τοῦ Κυρίου πῆρε τροφή μετά τήν ἀνάσταση, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη ἀπό τροφή, ἀλλά γιά νά βεβαιώσει τούς μαθητές ὅτι ἀναστήθηκε σωματικά καί γιά νά δείξει ὅτι τό σῶμα πού ἀναστήθηκε εἶναι τό ἴδιο ἐκεῖνο σῶμα πού πρίν ἀπό τό πάθος ἔτρωγε μαζί μέ τούς μαθητές.
Καί μάλιστα, συνεχίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί λέει ὅτι ὁ Χριστός «ἀνήλωσε τὴν τροφὴν οὐ κατὰ τὴν τῶν θνητῶν σωμάτων φύσιν, ἀλλὰ κατὰ θείαν ἐνέργειαν, καὶ ὡς ἂν εἴποι τις, ὡς τὸ πῦρ ἀναλίσκει τὸν κηρόν»37.
Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια τό κείμενο αὐτό μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Χριστός μετά τήν ἀνάστασή Του, κατανάλωσε τήν τροφή, ὄχι ὅπως τήν παίρνουν καί τήν ἀπορροφοῦν τά θνητά σώματα, ἀλλά «κατὰ θείαν ἐνέργειαν» καί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι τήν κατανάλωσε ὅπως τό πῦρ λιώνει τό κερί, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ τροφή ἐκείνη, τήν ὁποία ὁ Χριστός πῆρε μετά τήν ἀνάστασή Του, «κάηκε ἀπό τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε πεμπτικό σύστημα καί ὅλες οἱ ἄλλες διεργασίες πού ἀποτελοῦν γνωρίσματα τῆς φθαρτότητος καί τῆς θνητότητος»38.
Τό ἴδιο ὑποστηρίζει καί ὁ ἱερός Θεοφύλακτος καί λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔφαγε «κατ᾿ οἰκονομίαν» γιά νά δείξει ὅτι «αὐτὸ τὸ παθὸν σῶμα ἀνέστη»39.
῾Επομένως μετά τήν ἀνάσταση, τά σώματα δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τροφή γιά νά ὑπάρξουν, οὔτε ἀπό ὕπνο οὔτε ὑπόκεινται σέ κάποια ἀλλοίωση, οὔτε θά ἔχουν ἀνάγκη ἀπό στέγη καί ἐνδύματα. Θά ἔχουν δέ ὡς κύρια χαρακτηριστικά, ἀπ᾿ ὅσα εἴπαμε, τό κάλλος, τήν ἀβαρία καί τήν ἀφθαρσία.
Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου μετά τήν ᾿Ανάσταση ἐπί σαράντα μέρες μᾶς δείχνουν ἀκριβῶς πόσο λαμπρά, θαυμαστά, πνευματικά, ἀθάνατα θά εἶναι καί τά δικά μας σώματα μετά τήν ἀνάσταση. ῞Οπως λάμπει τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό τή θεότητα, ἔτσι θά λάμπουν καί τά σώματα τῶν δικαίων στόν Παράδεισο.
Οἱ εἰδικοί λένε ὅτι ἡ Βυζαντινή εἰκονογραφία παρουσιάζει τά ἀναστημένα μας σώματα καί τό φῶς πού θά τά περιβάλλει. Εἶναι ἀλήθεια;
῾Η Βυζαντινή εἰκονογραφία κατορθώνει μέ τήν τεχνική της νά μᾶς ἀναπαραστήσει πῶς θά εἶναι τά σώματά μας μετά τήν ἀνάσταση. Διότι ἡ εἰκόνα, ὅπως μᾶς λένε οἱ εἰδικοί ἑρμηνευτές, «μᾶς ἀποκαλύπτει τήν κατά χάριν σάρκα πού θά ἔχουν τά ἀναστημένα μας σώματα καί ὄχι τούς δερμάτινους χιτῶνες πού εἶναι τά μεταπτωτικά μας σώματα. ῾Η Βυζαντινή εἰκόνα μᾶς παρουσιάζει, ὄχι μόνο τό μεταμορφωμένο ἄνθρωπο, ἀλλά καί ὅλη τή κτίση στήν αἰώνιά της ὄψη. Τούς ἀνθρώπους καί τόν κόσμο ὅλο μεταμορφωμένο καί φωτισμένο μέ φῶς πού δέν εἶναι φυσικό, ἀλλά ἄχρονο καί ἄκτιστο »40.
Καί ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ καί ὁ σύγχρονός μας εἰκονολόγος, π. Σταμάτης Σκλήρης, τό φῶς πού καταυγάζει τά σώματά μας τά ἀναστημένα καί καταλάμπει στή Βυζαντινή ἁγιογραφία, εἰκονίζει τό φῶς πού ἐκχέεται ἀπό τή μετοχή μας στή θεία Παρουσία· « Λάμπει στήν εἰκόνα ἡ κτίση ὁλόκληρη, λάμπει ὅλη ἡ πλάση, ὄχι γιατί λάμπει ὁ ἥλιος καί τά φωτίζει, ἀλλά λάμπει ἡ πλάση γιατί λάμπουν τά πλάσματα, ἐπειδή τέτοια, δηλαδή λαμπερά -οὐσιαστικά δεκτικά φωτισμοῦ- τά ἔπλασε ὁ Πλάστης τους41.
Θά ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στή λαμπρότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῶν σωμάτων τῶν δικαίων;
῞Οπως μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, «θά ὑπάρχει τεράστια διαφορά. Τά σώματα τῶν δικαίων πού τώρα προγεύονται τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τότε, στήν ἀνάσταση, θά μεταμορφωθοῦν καί θά γίνουν σώματα δόξης. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ Χριστός θά “μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ…” (Φιλιπ. 3, 21). ῞Οπως θά λάμπει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή θεότητα, ἔτσι θά λάμπουν καί τά σώματα τῶν δικαίων, ἀλλά θά ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῶν σωμάτων τῶν ῾Αγίων. Γιατί τό Θεανθρώπινο σῶμα ἔγινε πηγή τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τό σῶμα τῶν ῾Αγίων ἁγιάζεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ»42.
῎Εχουμε ἤδη πεῖ ὅτι θά ἀναστηθοῦν καί οἱ δίκαιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί, θά ὑπάρχει ὅμως κάποια διαφορά μεταξύ τους;
«Πάντες ἀναστησόμεθα ἄφθαρτοι, ἀλλ᾿ οὐ πάντες εἰς δόξαν, ἀλλ᾿ οἱ μὲν εἰς κόλασιν οἱ δὲ εἰς δόξαν»43. Πού σημαίνει ὅτι ὅλοι θά ἀναστηθοῦμε, καί δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί, ἀλλά δέν θά ἔλθουμε ὅλοι σέ κατάσταση δόξας. Οἱ ἁμαρτωλοί θά ἀναστηθοῦν καί θά εἶναι ἄφθαρτοι γιά νά ὑφίστανται τήν αἰώνια κόλαση.
Τί σημαίνει «θά ἀναστηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί καί θά εἶναι ἄφθαρτοι γιά νά ὑφίστανται τήν αἰώνια κόλαση»;
᾿Ακριβή ἀπάντηση γιά τό ζήτημα αὐτό μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων· «᾿Εγειρόμεθα αἰώνια μὲν πάντες ἔχοντες τὰ σώματα, οὐ πάντες δὲ ὅμοια. Εἴ τις ἁμαρτωλός ἐστι, λαμβάνει σῶμα αἰώνιον ὑπομονητικὸν τιμωρίας ἁμαρτιῶν, ἵνα ἐν πυρὶ αἰωνίῳ καιόμενος μηδέποτε ἀναλωθῇ»44. «Θά ἀναστηθοῦμε», λέει «πάντες γιά νά ζήσουμε αἰώνια, ἔχοντας τά σώματά μας, ἀλλά δέν θά εἶναι ὅμοια ἡ κατάστασή μας. ῎Αν κάποιος εἶναι ἁμαρτωλός, θά λάβει σῶμα, τό ὁποῖο θά ὑπομένει τιμωρίες αἰωνίως, αἰώνιο σῶμα, τό ὁποῖο ποτέ δέν θά ἀναλίσκεται». 36
῾Ο ἅγιος Κύριλλος εἶναι σαφής. Μᾶς ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ καθεαυτή γεύση τῆς Κολάσεως, δέν θά εἶναι κάποια νεφελώδης «πνευματική μετοχή» σέ κάποιο «μή εἶναι», δέν θά εἶναι κάποιο κενό, κάποια ἀσώματη διάχυση, ὅπως λένε οἱ φιλόσοφοι σέ κάποιο «μή εἶναι», ἀλλά θά εἶναι σωματική συμμετοχή στό «ἀεί φεῦ εἶναι», ὅπως μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής·
«Κατὰ γὰρ τὸ εἶναι καὶ ἀεὶ εἶναι πάντας συνέξει ὁ Θεός. Κατὰ δὲ τὸ ἀεὶ εὖ εἶναι μόνοις ἰδιοτρόπως τοὺς ῾Αγίους, ᾿Αγγέλους τε καὶ ἀνθρώπους. Τὸ δὲ ἀεὶ φεῦ εἶναι τοῖς μὴ τοιούτοις, ὡς γνώμης καρπὸν ἐπικιρνώμενον»45. Δηλαδή· ῾Ο Θεός δώρησε σέ ὅλα τά ὄντα τό εἶναι ἀπό τήν ἀγαθότητά Του. Μέ τήν ἀνάσταση θά παράσχει τό «ἀεί εἶναι», τήν αἰώνια ζωή. Δέν θά ἔχουν ὅμως ὅλοι τήν ἴδια κατάσταση. ᾿Αλλά οἱ μέν ῞Αγιοι, ῎Αγγελοι καί ἄνθρωποι, θά μετέχουν στό «ἀεί εὖ εἶναι», στήν αἰώνια μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ᾿Ενῶ οἱ ἁμαρτωλοί, πού δέν ἔχουν μετανοήσει, θά μετέχουν στό «ἀεί φεῦ εἶναι», δηλαδή σ᾿ αὐτό πού ἡ ῾Αγία Γραφή περιγράφει «ὡς ἀκοίμητον σκώληκα», «τριγμὸν τῶν ὀδόντων», «ἐξώτερον σκότος», «ἄσβεστον πῦρ», «γέεννα πυρός».
Τά σώματα λοιπόν τῶν ἄπιστων καί ἀμετανόητων ἀσεβῶν καί ἁμαρτωλῶν θά ἀναστηθοῦν, ἀλλά δέν θά εἶναι δοξασμένα. Πῶς θά εἶναι αὐτά τά σώματα;
Οἱ Πατέρες μᾶς λένε ξεκάθαρα ὅτι, ἐνῶ τά σώματα τῶν δικαίων θά λάμπουν περισσότερο καί ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου, τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν θά εἶναι σκοτεινά καί γεμάτα δυσωδία. Διότι, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ ὅσιος ᾿Εφραίμ ὁ Σύρος, τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θά φανερώνει τά ἔργα του. ῾Ο καθένας δηλαδή ἀπό μᾶς θά φέρει στό σῶμα του τά ἔργα του46.
᾿Αλλά σαφή περιγραφή γιά τό πῶς θά εἶναι τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν καί ποιά ἀσύγκριτη διαφορά θά ἔχουν ἀπό τά σώματα τῶν δικαίων, μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης στά «Πνευματικά Γυμνάσματα». Λέει λοιπόν· «Διά τοῦτο καί τά μέλλοντα ἀναστηθῆναι σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν θέλουν ἔχει μεγάλην καί ἀσύγκριτον διαφοράν ἀπό τά ἀναστηθησόμενα σώματα τῶν πιστῶν καί ἐναρέτων. Καθ᾿ ὅτι ἐκεῖνα μέν θέλουν εἶναι σκληρά, βαρέα, ἄσχημα, ἄτιμα, μαῦρα, σκοτεινά, ψυχρά, καί χονδρὰ καί αὐτά ὅλα τά ἄθλια ἰδιώματα ἔχουν νά αὐξάνουν ἤ νά ὀλιγοστεύουν εἰς αὐτά, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἀπιστίας αὐτῶν καί κακίας. Τά δέ σώματα τῶν πιστῶν καί ὀρθοδόξων ἔχουν ἐκ τοῦ ἐναντίου νά εἶναι μαλακά, κοῦφα, ὡραῖα. ἔνδοξα, διαφανῆ, φωτεινά, θερμά, καί πνευματικά. Καί αὐτά ὅλα τά μακαριστὰ ἰδιώματα ἔχουν νά αὐξάνουν ἤ νά ὀλιγοστεύουν εἰς αὐτά κατά τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως καί ἀρετῆς αὐτῶν….»47.
Θά ὑπάρχει διαφορά καί ἀνάμεσα στή δόξα πού θά ἀπολαμβάνουν οἱ ῞Αγιοι καί οἱ δίκαιοι στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος λέει· «᾿Αστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ» (Α´ Κορ.15, 41). ῞Οπως εἶναι ἄλλο τό φῶς τοῦ ἥλιου καί ἄλλο τῶν ἄστρων, ἔτσι διαφορετική θά εἶναι καί ἡ δόξα τῶν ῾Αγίων. ῾Η αἰτία τῆς δόξας καί τῆς λαμπρότητας αὐτῆς φυσικά, ὅπως ἤδη εἴπαμε, εἶναι ἐσωτερική. Τό σῶμα δηλαδή ἀντικατοπτρίζει καί «ἐκφαίνει» τή λαμπρότητα τῆς ψυχῆς. ᾿Ανάλογα μέ τήν κάθαρση, τό φωτισμό, τή θέωση πού ἀπέκτησε ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή, τόσο λαμπρότερα θά ἀντανακλᾶ τήν αἰώνια δόξα. Θά λαμβάνει τόση Χάρη, ὅσο θά δύναται νά χωρέσει, ὅπως λέει καί τό ᾿Απολυτίκιον τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως.
«Μετεμορφώθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεός,
δείξας τοῖς μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου
καθὼς ἠδύναντο….»
῎Αν καί ἡ φύση λοιπόν τῶν δοξαζομένων εἶναι μία, «πολλαὶ μοναὶ παρὰ τῷ Πατρὶ» ὑπάρχουν. Γι᾿ αὐτό καί ὅσοι βρίσκονται μέσα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ καθένας θά ἔχει διαφορετική μετοχή, ὁ καθένας θά λάμπει καί θά ἀκτινοβολεῖ ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά συμπεράνει ὅτι «εἰ καὶ ἐν Βασιλείᾳ πάντες, οὐ πάντες τῶν αὐτῶν ἀπολαύσονται». Πολύ περισσότερο θά ἰσχύσει ὁ κανόνας αὐτός ὡς πρός τούς μή δικαίους48.
῎Εχουμε ἀκούσει ὅτι στήν ἄλλη ζωή ὅλοι θά ἔχουμε μιά ἡλικία, καί μάλιστα τήν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ, τριάντα τριῶν ἐτῶν. Εἶναι ἀλήθεια κάτι τέτοιο;
«Καὶ ἡλικία μία πάντες γενήσονται», λέει ὁ ὑμνογράφος (Αἶνοι Κυριακῆς ᾿Απόκρεω) ῎Ετσι στήν ἄλλη ζωή ὅπως μᾶς διδάσκουν τά ἐκκλησιαστικά κείμενα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅλοι θά νεάζουν, θά εἶναι μόνιμα νέοι. Καί τά νήπια πού ἔφυγαν στή βρεφική ἡλικία ἀπό αὐτή τή ζωή, θά ἔχουν τήν ἡλικία ἑνός ὥριμου ἀνθρώπου.
Ποιά θά εἶναι βέβαια ἡ ἀκριβής ἡλικία, δέν εἶναι εὔκολο νά τό προσδιορίσουμε γιατί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά εἴμαστε αἰώνιοι καί στήν αἰωνιότητα δέν ὑπάρχει μέτρηση χρόνου. Πάνω στό θέμα αὐτό μᾶς λέει ὁ Π. Εὐδοκίμωφ· «῾Η ψυχή ξαναβρίσκει τό σῶμα της κατά τή γενική ἀνάσταση. Ποιά ὅμως ἡ μορφή, ἡ ἀκριβής κατάσταση τοῦ ἀναστημένου σώματος, ἡ ἡλικία, εἶναι ἐρωτήματα ἀναπάντητα, γιατί ἐγγίζουν τήν ὑπερβατκή ἐμπειρία καί μᾶς ὑποχρεώνουν νά τή σεβόμαστε ἐν σιγῇ»49.
῾Ο δέ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέει ὅτι κατά τήν ἀνάσταση θά μεταβληθοῦν ὅλα τά σωματικά γνωρίσματα. Δέν θά ὑπάρχει διαφορά χρώματος, ἡλικίας, φύλου, ἀφοῦ «ἓν γένος τῶν πάντων ἔσται, ὅταν ἕν σῶμα Χριστοῦ οἱ πάντες γενώμεθα», ἐπειδή ἡ θεία εἰκόνα θά ἀκτινοβολεῖ ἐξίσου πάνω σέ ὅλους50.
Θά καταργηθεῖ καί ἡ διάκριση τῶν φύλων λοιπόν;
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὑποστηρίζει ὅτι στά πλαίσια τῆς μεταβολῆς τῶν σωματικῶν ἰδιοτήτων πού θά γίνει κατά τήν ἀνάσταση, περιλαμβάνεται καί ἡ κατάργηση τῆς διαφορᾶς τῶν φύλων ἄνδρα καί γυναίκας. ῾Ο λόγος γιά τήν κατάργηση αὐτή εἶναι τό γεγονός ὅτι θά εἶναι ἀχρείαστη στόν ἄνθρωπο ἡ διάκριση τῶν φύλων σέ ἀρσενικό καί θηλυκό, ἀφοῦ δέν θά ὑπάρχει πιά ἡ ἀνάγκη τῆς ἀναπαραγωγῆς γιά τή διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου, οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ῎Αγγελοι, ἐλεύθεροι ἀπό τήν ἀνάγκη τῆς γαμικῆς συνάφειας (βλ. Λουκ. 20, 34-36)51.
Διότι, ὅπως ὑποστηρίζει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μετά τό θάνατο θά πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐξομοίωση καί ἡ ἑνοποίηση τῶν φύλων «ὥστε νά γίνουμε πάντες ἕνα ἐν Χριστῷ, ὥστε νά μήν εἴμαστε πλέον ἄρσεν καί θῆλυ, φέροντας τά γνωρίσματα τῆς σάρκας, ἀλλά νά φέρουμε μόνο τό θεῖο χαρακτήρα μέσα μας, ἀπό τόν ῾Οποῖο καί πρός τοῦ ῾Οποίου τήν ὁμοίωση ἔχουμε πλασθεῖ»52.
Τήν ἴδια θέση βρίσκουμε καί στίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ὁ ὁποῖος λέει τά ἑξῆς· «Οὐκ ἔστιν ἐκεῖ ἄρσεν καί θῆλυ, δοῦλος καὶ ἐλεύθερος, εἰς θεϊκὴν γὰρ φύσιν ἅπαντες μεταβάλλονται, Χριστοὶ καὶ θεοὶ καὶ τέκνα Θεοῦ γενόμενοι»53.
Πολλοί ῞Αγιοι ἔζησαν τό δοξασμό αὐτό τοῦ σώματος ἀπ᾿᾿ αὐτή τή ζωή, ὅπως μᾶς ἔχετε ἤδη ἀναπτύξει. Πῶς ἔγινε αὐτό;
῾Η Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά παρούσα, ἀλλά συγχρόνως καί μιά μέλλουσα πραγματικότητα. Καί ἀληθινός χριστιανός εἶναι «ὁ ἐκ νεκρῶν ἀναστάς», μία εἰκόνα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί ὁ π. ᾿Ιουστῖνος ὁ Πόποβιτς ἀναπτύσσει ὅτι «οἱ βίοι τῶν ῾Αγίων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ ἐπαναλαμβανόμενη σέ κάθε ῞Αγιον… ἤ ἀκριβέστερον εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ παρατεινομένη διά τῶν ῾Αγίων»54.37
῾Ο θάνατος δέν ἔχει κυριαρχία στούς ῾Αγίους, αὐτοί ζοῦν ἐν ἀναστάσει πρίν ἀπό τήν ἀνάστασητοῦ σώματος. Γιατί στά πρόσωπα τῶν ῾Αγίων πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωση τῆς θεότητας μέ τήν ἀνθρωπότητα, ἡ ἕνωση τῆς κτιστῆς φύσεως μέ τήν ἄκτιστη Χάρη. ῎Ετσι ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ἔζησε αὐτό τό δοξασμό καί τό γνωρίζουμε ἀπό τό βίο του καί μάλιστα στή συ-νάντησή του μέ τό Μοτομπίλωφ. ᾿Αλλά καί ὅλοι οἱ νηπτικοί ῞Αγιοι ἀναφέρονται στίς ἐμπειρίες πού εἶχαν καί τό ὅτι εἶδαν τόν Θεό ὡς φῶς, ἐνῶ καί οἱ ἴδιοι ἔγιναν φωτοειδεῖς. «῾Ο Θεός γνωρίζεται ὡς φῶς καταυγάζον», θά μᾶς πεῖ ὁ σύγχρονός μας π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ55. Τό φῶς αὐτό εἶναι τό «ἄκτιστο φῶς» καί, ὅπως πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, δέν εἶναι παρά οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
«Αἰ μὲν γὰρ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ ποικίλαι, ἡ δὲ οὐσία ἁπλῆ. ῾Ημεῖς δὲ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐκ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»56. ῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε· «Οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ποικίλες, ἡ οὐσία ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλή. ᾿Εμεῖς βέβαια μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες γνωρίζουμε τόν Θεό μας, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά ποῦμε ὅτι θά προσεγγίσουμε στήν οὐσία του. Διότι οἱ μέν ἄκτιστες ἐνέργειές του κατέρχονται πρός ἐμᾶς, ἐνῶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀπρόσιτος».
Μιά τέτοια μετοχή στό ἄκτιστο αὐτό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔζησε, ἐνῶ βρισκόταν στή ζωή, καί ὁ ἀββάς Παμβώ. ᾿Αναφέρεται στά Γεροντικά τό ἑξῆς γιά τόν ὅσιο Παμβώ· «῾Ο Θεός δόξασε μέ τόση μεγάλη δόξα καί φωτοχυσία τόν ὅσιο Παμβώ, ὥστε νά μή μπορεῖ κανείς νά κοιτάξει τό πρόσωπό του, ἀπό τή δόξα πού ἐξέπεμπε. τό πρόσωπο αὐτό. ῞Οπως ἔλαβε ὁ Μωυσῆς τήν εἰκόνα τῆς δόξας τοῦ προπτωτικοῦ ᾿Αδάμ, ὅταν δοξάστηκε τό πρόσωπό του, τό ἴδιο καί τοῦ ἀββᾶ Παμβώ σάν ἀστραπή ἔλαμπε τό πρόσωπό του καί ἔμοιαζε σάν βασιλιάς καθισμένος στό θρόνο του»57.
Καί αὐτό δέν εἶναι παράξενο «διότι τὸ σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ κατὰ τὴν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής58. Οἱ Πατέρες δηλαδή ὅλοι, ἀλλά καί ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς ὑπερτονίζουν ὅτι ἡ θέωση δέν εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ μόνο τήν ψυχή, ἀλλά κάτι πού ἀγκαλιάζει καί τό σῶμα.῾Ο δοξασμός λοιπόν τοῦ σώματος τῶν ῾Αγίων «δείχνει πώς ὁ Χριστιανός εἶναι “ἐν τῷ κόσμῳ” καί “οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου”, πώς εἶναι τοποθετημένος στό σημεῖο διατομῆς τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καί ζεῖ συγχρόνως καί στούς δύο. Γίνεται δέ σαφές ὅτι οἱ ἔσχατοι καιροί δέν εἶναι ἁπλῶς γεγονός μελλοντικό, ἔχουν ἤδη ἀρχίσει»59.
῾Ο ὑλικός αὐτός κόσμος θά ἔχει τέλος;
Τό χριστιανικό δόγμα ἀναφέρει ὅτι ὁ κόσμος αὐτός εἶχε ἀρχή, ἐφόσον «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», καί ἑπομένως θά ἔχει καί τέλος, ἀπειλεῖται ἀπό ἀφανισμό, ἀφοῦ ἀπό τή φύση του δέν εἶναι αἰώνιος. ῾Επομένως γιά νά ἐπιβιώσει ὁ κόσμος αὐτός, αὐ-τό δέν μπορεῖ νά γίνει μέ δυνάμεις πού βρίσκονται μέσα στήν ἴδια του τή φύση -ἀφοῦ ἀπό τή φύση του εἶναι θνητός καί ὄχι αἰώνιος- ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τή βούληση ᾿Εκείνου πού τόν ἔφερε σέ ὕπαρξη.
«῾Ο Θεός ὅμως ἐλεύθερα, μέ τή βούλησή Του, ἔφερε στήν ὕπαρξη τόν κόσμο», μᾶς ἀναπτύσσει ὁ Μητροπολίτης Περγάμου, ᾿Ιωάννης Ζηζιούλας, «ἀφοῦ θέλησε νά ὑπάρχει ὁ κόσμος. Γιά τό λόγο αὐτό, δέν μπορεῖ παρά νά θέλει πάντοτε τήν ὕπαρξή του, διότι δέν προσιδιάζει σέ ἕνα αἰώνιο Θεό ἡ ἀνατροπή τῆς ἀρχικῆς Του βουλήσεως, “ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ”».
᾿Αλλά διαπιστώνουμε μιά κάποια περιπλοκή ἐδῶ, σ’ αὐτό τό σημεῖο. ᾿Από τή μιά μεριά αὐτός ὁ κόσμος, ἀφοῦ εἶναι κτιστός καί εἶχε ἀρχή θά ἔχει καί τέλος, καί ἀπό τήν ἄλλη, ἐπειδή ἀκριβῶς προέρχεται ἀπό τή βούληση τοῦ Θεοῦ εἶναι προορισμένος νά ὑπάρχει, πλήν ὅμως, ὄχι λόγω τῶν δυνάμεων πού κρύβει μέσα του, ἀλλά λόγω τῆς ἐλεύθερης σχέσης του μέ τόν Θεό. Καί στό σημεῖο αὐτό ἐμφανίζεται ἡ τεράστια σημασία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δίνει λύση σ᾿ αὐτό τό περίπλοκο σημεῖο.
῾Ο ἄνθρωπος, λένε οἱ Πατέρες, ἀποτελεῖ «κρίκον», «μεθόριον» μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. ῾Ο ἄνθρωπος πλάστηκε γιά νά ἑνώσει στό πρόσωπό του τόν ὑλικό κόσμο μέ τόν Θεό, ἐνσωματώνοντας ὡς εἶδος «μικρόκοσμου» ὅλη τήν ὑλική δημιουργία καί συνδέοντάς την μέ τόν Θεό. ῎Ετσι θά γίνει πραγματικότητα ἡ κοινωνία ἀνάμεσα στόν Κτίστη καί στά κτίσματα. Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος τόν καθιστᾶ πιό σημαντικό καί ἀπό τούς ᾿Αγγέλους, ἀφοῦ αὐτοί δέν μετέχουν στήν ὑλική κτίση. Γιά τό λόγο αὐτό, ἄλλωστε, κατά τούς Πατέρες, ὁ Θεός «ἐνηνθρώπησε» καί δέν ἔγινε ῎Αγγελος60.
῾Η ὁριστική αὐτή βέβαια πραγμάτωση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ αἰώνια ἕνωσή τοῦ κτιστοῦ κόσμου μέ τόν ἄκτιστο Δημιουργό Του, θά γίνει μέ μιά νέα δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ κατά τή Δευτέρα ἔνδοξη Παρουσία Του.
Θά μεταμορφωθεῖ λοιπόν καί θά μεταστοιχειωθεῖ ἡ κτίση ὅλη;
Στή μεταϊστορική αὐτή πραγματικότητα ἡ κτίση θά συμμετάσχει ἀλλαγμένη καί μεταμορφωμένη, ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν καί θά μεταστοιχειωθοῦν. ῾Ο φυσικός κόσμος θά γίνει καινούργιος. ῞Οταν ἀνατείλει ἡ ἐσχάτη ῾Ημέρα, ὁ λυτρωμένος ἄνθρωπος δέν θά ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημιουργία, ἀλλά ἡ ὑπόλοιπη δημιουργία θά συνδοξασθεῖ μέ αὐτόν. «Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινὴν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον…», μᾶς λέει ὁ Εύαγγελιστής ᾿Ιωάννης (᾿Αποκ. 21, 1). «῾Η γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως», «τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται…, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος Καὶ αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γάρ ὅτι πᾶσα κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8, 19-22).
Δηλαδή· «῞Ολη ἡ κτίση προσμένει μέ λαχτάρα πότε θά φανερωθεῖ ἡ δόξα τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε, βέβαια, πώς ἡ κτίση ὑποτάχθηκε καί αὐτή στή φθορά, ὄχι θεληματικά, ἀλλ᾿ ἐξαιτίας ἐκείνου πού τήν ὑπέταξε. ῎Εχει ὅμως πάντοτε τήν ἐλπίδα, κι αὐτή ἀκόμα ἡ κτίση, πώς θά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν ὑποδούλωσή της στή φθορά καί θά συμμετάσχει στήν ἐλευθερία πού θά ἀπολαμβάνουν τά δοξασμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ. Διότι ξέρουμε καλά ὅτι ὡς τώρα ὅλη ἡ κτίση στενάζει καί συμπάσχει μαζί μας μέχρι σήμερα».
Στήν ἐσχατολογική αὐτή κατάσταση οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν κόσμο θά ἀποκατασταθοῦν. ῾Η ἁρμονία, ἡ κοινωνία καί ἡ ἀγάπη θά βασιλεύσει ἀνάμεσά τους. Πράγμα πού μᾶς τό τονίζει ὁ προφήτης ῾Ησαΐας ὅταν λέει·
«Συμβοσκηθήσεται λύκος μετ᾿ ἀρνός καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων ἅμα βοσκηθήσονται καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς. Καὶ βοῦς καὶ ἄρκτος ἅμα βοσκηθήσονται καὶ ἅμα τὰ παιδία αὐτῶν ἔσονται· καὶ λέων καὶ βοῦς ἅμα φάγονται ἄχυρα καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἐπὶ κοίτην ἐκγόνων ἀσπίδων τὴν χεῖρα ἐπιβαλεῖ» (῾Ησ. 11, 6-9).
῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε· «Τότε θά κάθεται ὁ λύκος παρέα μέ τ᾿ ἀρνί, καί θά κοιμᾶται ὁ πάνθηρας μέ τό κατσίκι ἀντάμα. Τό μοσχαράκι καί τό λιονταρόπουλο θά βόσκουνε μαζί κι ἕνα μικρό παιδί θά τά ὁδηγεῖ. ῾Η ἀγελάδα καί ἡ ἀρκούδα τήν ἴδια θά ᾿χουνε βοσκή καί τά μικρά τους τό ἴδιο τό λημέρι. Τό λιοντάρι θά τρέφεται καθώς καί τό βόδι μέ ἄχυρο. Τό βρέφος ἄφοβα θά παίζει στή φωλιά τῆς ἔχιδνας, τό νήπιο, πού μόλις ἀποκόπηκε ἀπ᾿ τῆς μάνας του τό γάλα, θ᾿ ἁπλώνει τό χεράκι του στῆς κόμπρας τή σπηλιά»61.
῾Επομένως δέν εἶναι μόνο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου πού πρόκειται νά μεταμορφωθεῖ καί νά γίνει «πνευματοφόρο», ἀλλά σύμπασα ἡ ὑλική δημιουργία. ῎Ετσι δέν εἶναι;
Βεβαίως. Γιατί μαζί μέ τόν ἄνθρωπο θά σωθεῖ καί θά συνδοξασθεῖ, ὅπως τονίσαμε, ὅλη ἡ δημιουργία. ᾿Επάνω στό ὄρος Θαβώρ δέν μεταμορφώθηκε μόνο τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τά ἐνδύματά του καί ὅλη ἡ γύρω κτίση καί δημιουργία. Καί πρέπει νά ξέρουμε ὅτι «ἡ μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τή μεταμόρφωση ὅλων τῶν κτισμάτων. Μιά μεταμόρφωση πού ἡ πληρότητά της βρίσκεται στό μέλλον, ἀλλά πού οἱ ἀπαρχές της ἀπό τώρα μᾶς προσφέρονται καί μπορεῖ κανείς νά τίς γευθεῖ, ἀρκεῖ νά ἔχει μάτια γιά νά δεῖ»62.
Οἱ εἰκόνες π.χ. ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ζὸἶὃ῏ἇ, Ρῶσος μελετητής, εἶναι ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα ὕλης πού ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν προπτωτική του ἁρμονία καί ὡραιότητα καί χρησιμεύουν σάν φορεῖς τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Οἱ εἰκόνες, μᾶς λέει, «ἀποτελοῦν μέρος τοῦ μεταμορφουμένου κόσμου»63.
Στήν καινή γῆ τοῦ Μελλοντος αἰῶνος ὑπάρχει σίγουρα μιά θέση, ὄχι μόνο γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί γιά ὅλη τή κτίση, τά ζῶα, τά φυτά κλπ. «Μέσα καί μέσω τοῦ ἀνθρώπου θά μετέχουν καί αὐτά στήν ἀθανασία»6
Ἀπό τό βιβλίο,
«Θάνατος, ἀνάσταση καί αἰώνια ζωή»
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα