Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Όσιος Παίσιος: Και μόνον το κεφάλι σου να ακουμπήσεις σε μία εικόνα, θα βρείς παρηγοριά


- Γέροντα, όταν είμαι στενοχωρημένη, πως θα βρω παρηγοριά;

- Να καταφύγεις στην προσευχή. Καί μόνον το κεφάλι σου να ακουμπήσεις σε μία εικόνα, θα βρείς παρηγοριά. Κάνε το κελλί σου σαν εκκλησάκι με εικόνες που σε αναπαύουν , και θα δης, θα βρίσκεις μέσα σε αυτό πολλή παρηγοριά.

- Μερικές φορές, Γέροντα, κατά την ώρα της προσευχής ασπάζομαι τις εικόνες. Είναι σωστό;

- Σωστό είναι . Κανονικά έτσι πρέπει να ασπαζόμαστε τις εικόνες: Να ξεχειλίζει η καρδιά μας από αγάπη προς τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους, και να πέφτουμε , να προσκυνούμε τις άγιες εικόνες τους.

Μία χρονιά, στις 26 Μαρτίου, που γιορτάζουμε την Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, προσευχόμουν όρθιος μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Γιά μία στιγμή βλέπω τον Χριστό και την Παναγία να κινούνται σαν ζωντανοί! «Χριστέ μου, είπα, ευλόγησε με». Καί, καθώς έπεφτα να προσκυνήσω, μία έντονη ευωδία γέμισε το κελλί. Με επίασε τρέλλα! Το χαλάκι που είχα στρωμένο κάτω, αν και ήταν γεμάτο χώμα, ακόμη και αυτό ευωδίαζε. Έμεινα γονατιστός και.... ασπαζόμουν αυτό το χαλάκι. Τέτοια ευωδία!

- Γέροντα, όταν προσεύχομαι, βοηθάει να φέρω στον νού μου την εικόνα του Χριστού;


- Κοίταξε, όταν προσεύχεσαι μπροστά σε μία εικόνα, η εικόνα βοηθάει, γιατί από την εικόνα περνάς στο εικονιζόμενο πρόσωπο . Όταν όμως προσεύχεσαι νοερώς και είσαι σκυμμένη με κλειστά τα μάτια, δεν πρέπει να φέρνης στην φαντασία σου εικόνες, γιατί μπορεί να το εκμεταλλευθή το ταγκαλάκι και να σού τα παρουσιάση σαν οράματα, για να σε πλανήση και να σού κάνει κακό.

Ιδίως η ευχή καλά είναι να γίνεται με καθαρό νού, χωρίς λογισμούς η παραστάσεις, έστω κι αν αυτές είναι εικόνες του Χριστού η παραστάσεις από την Αγία Γραφή, γιατί αυτό είναι επικίνδυνο, ιδιαίτερα για όσους έχουν πολλή φαντασία και υπερηφάνεια.

Μόνον όταν έρχονται ρυπαροί η βλάσφημοι λογισμοί , μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε παραστάσεις από την Αγία Γραφή. Η καλύτερη όμως «παράσταση» είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας και της αχαριστίας μας.

Από το βιβλίο "Γέροντος Παισίου Αγιορείτου- Λόγοι ΣΤ΄ Περί Προσευχής" 

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Μαρία Καράμπελια Η έννοια του Φωτισμού ή της Οράσεως στον άγ. Μακάριο τον Αιγύπτιο

                        
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=87973]
Φωτισμός ή όρασις
Είναι η βαθμίδα που ο άνθρωπος απολαμβάνει την αγιοπνευματική δωρεά της αγάπης, όταν αρνείται κάθε τι κοσμικό κατανοώντας τη ματαιότητα που περικλείει.[32] Τότε η ψυχή κινείται με ορμή προς την αγάπη του Θεού, και ο άνθρωπος απολαμβάνοντας τις άκτιστες δωρεές μπορεί πια να ωριμάζει πνευματικά μέσα στον κόσμο της θείας αγάπης[33].
st_makarioswtism1
Η απλότητα της ψυχικής διάθεσης στη μακαριανή θεολογία απαντάται στη διδασκαλία της “μονότροπης εὐθύτητας”. Σύμφωνα με το Μακάριο, κάθε χριστιανός επιδιώκει “τὴν μονότροπον ἐν Χριστῷ πολιτείας εὐθύτητα”,[34] που ταυτίζεται με τη βίωση της εμπειρικής μέθεξης του Θεού. “Μονότροπος” είναι η ψυχή που φλέγεται από το θείο πόθο αναζητώντας αποκλειστικά και μόνο τη νοητή συνουσία και μυστική ένωση με το Χριστό. Μια τέτοια ψυχή δεν κυριεύεται από την αισχρότητα των λογισμών, γιατί κοινωνεί σταθερά με τον ουράνιο Νυμφίο.[35] Η ουράνια αυτή αγάπη είναι ανόθευτη και ο θείος πόθος και έρωτας αμιγής. Όταν η σταγόνα του Αγίου Πνεύματος της θείας ζωής ενσταλάζεται στην καρδιά των ανθρώπων πληγώνοντάς την με το θεϊκό έρωτα για τον επουράνιο βασιλιά, ο Χριστός γίνεται το μοναδικό κάλλος που έχουν διαρκώς μπροστά στα μάτια τους, το οποίο και τους απελευθερώνει από κάθε κοσμική αγάπη. Η καρδιά τους πλημμυρίζεται από εκείνο μόνο τον πόθο χωρίς να αναμειγνύεται με κανέναν άλλο.[36] Αυτή είναι και η αληθινή ελευθερία του πνεύματος· η απαγκίστρωση από κάθε γήινη προσκόλληση και βιωτική μέριμνα με στόχο την ολοκληρωτική αφιέρωση στην ερωτική αναζήτηση του Θεού. Ο μονόδρομος της ελευθερίας δεν εγκαινιάζεται, παρά μόνον όταν “ἐκεῖ ὁ νοῦς πάντοτε τὴν διατριβὴν ἔχει, νενικημένος τῷ θείῳ καὶ οὐρανίῳ ἔρωτι, καὶ πόθῳ πνευματικῷ”.[37]
Ο φιλάνθρωπος Θεός ανταποκρινόμενος στην ερωτική αναζήτηση της ψυχής, που με πόθο προσέρχεται σ’ αυτόν, ενώνεται μαζί της σ’ ένα πνεύμα, μια κράση και μια διάνοια.[38] Προϋπόθεση για τη φανέρωση του Θεού θεωρείται η «ἄνωθεν» αγιοπνευματική γέννηση, η οποία βεβαιώνει ότι η πράξη της υιοθεσίας είναι γεγονός[39]. Η δυνατότητα της βαθιάς σχέσης και μύχιας ένωσης του ανθρώπου με το Θεό εκφράζεται με την εικόνα του γάμου. Ο γάμος παραμένει πάντοτε δωρεά και όχι υποχρέωση, γι’ αυτό και ο χωρισμός μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Αυτό είναι και το ιδιαίτερο γνώρισμα της μυστικής κοινωνίας που πραγματοποιείται στο δεύτερο στάδιο της πνευματικής ζωής, το οποίο σύμφωνα με την ορολογία του αγίου ονομάζεται φωτισμός ή όρασις.
[Συνεχίζεται]

[32] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Δ’, PG 34, 484 Α και H. Dӧrries, ό.π., 4,14 σσ. 37-38: “Ἡ ψυχὴἀρνησαμένη τὸν κόσμον, καὶ τὸν Κύριον μόνον ποθήσασα… δεξαμένη ἐκεῖνο τὸ ἐπουράνιο πῦρ τῆς θεότητος καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Πνεύματος· τότε ἐξ ἀληθείας πάσης ἀγάπης κόσμου λύεται… καὶ πάντα περισσὰ ἡγεῖται, πρὸς μόνον τὸν ἐπουράνιον Νυμφίον ὅν ἐδέξατο, ἀναπαυομένη ἐν τῇ ζεούσῃ καὶ ἀῤῥήτῳ αὐτοῦ ἀγάπῃ”.
[33] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Ε’, PG 34, 505 B και H. Dӧrries, ό.π., 5,6 σ. 55.
[34] Ἐπιστολὴ Μεγάλη καὶ πάνυ ὠφέλιμος, PG 34,416 C.
[35] Ἐπιστολὴ Μεγάλη καὶ πάνυ ὠφέλιμος, PG 34, 416 CD: “ἡ… τοιαύτη ψυχή… μηκέτι κυριευομένη ὑπὸ τῆς αἰσχρότητος τῶν λογισμῶν… μόνου δηλαδὴ τοῦ ἐπουρανίου νυμφίου κοινωνεῖ, ὡς αὐτὴ ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει, ἵνα τολμήσας εἴπω, τὴν πρὸς αὐτὸν ὡς ὡραίαν νοητὴν καὶ μυστικὴν συνουσίαν κατὰ τὴν ἄφθαρτον συνάφειαν τῆς ἐν ἀγιασμῷ κοινωνίας”.
[36] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Ε’, PG 34, 500 CD και H. Dӧrries, ό.π., 5,6 σσ. 50-51.
[37] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ Δ’, PG 34,484 C και H. Dӧrries, ό.π., 4,15 σ. 38.
[38] Ὁμιλίαι Πνευματικαὶ ΜΣΤ’, PG 34, 793 CD και H. Dӧrries, ό.π., 46,3 σ. 302: “τοῦτο καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποιεῖ ἐπὶ τῇ προσερχομένη καὶ αὐτὸν ἐπιποθοῦσα ψυχῇ… κολλᾶται τῇ διανοίᾳ αὐτῆς, καὶ γίγνεται μετ’ αὐτῆς εἰς ἕν πνεῦμα, καὶ εἰς μίαν κρᾶσιν, καὶ εἰς μίαν διάνοιαν γίγνονται ἡ ψυχὴ καὶ ὁ Κύριος”.
[39] Ὁμιλίαι  Πνευματικαὶ ΙΗ’, PG 34, 640 Α και H. Dӧrries, ό.π., 18,7 σ. 180.

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Η σωστή εξομολόγηση. ΠΑΙΣΙΟΣ

 

- Γιατί μερικές φορές, ένώ ή συνείδηση μας ελέγχει, δέν κάνουμε τον ανάλογο αγώνα, γιά νά διορθωθούμε;
– Αυτό  μπορεί  νά  συμβή  καί  από  ενα  τσάκισμα  ψυχικό.  Όταν  είναι  κανείς πανικοβλημένος  άπό  κάποιον  πειρασμό,  θέλει  νά  άγωνισθη,  άλλά  δέν  έχει  διάθεση,  δέν έχει ψυχική δύναμη. Τότε πρέπει νά τακτοποιηθή εσωτερικά μέ τήν εξομολόγηση. Μέ τήν
εξομολόγηση παρηγοριέται, τονώνεται καί ξαναβρίσκει μέ τήν Χάρη του Θεού τό κουράγιο γιά  αγώνα.  Αν  δέν  τακτοποιηθή,  μπορεί  νά  τού  έρθη  καί  άλλος  πειρασμός,  οπότε, θλιμμένος  όπως  είναι,  τσακίζεται  περισσότερο,  τον  πνίγουν  οί  λογισμοί,  απελπίζεται  καί μετά δέν μπορεί νά άγωνισθη καθόλου.
– Καί άν αυτό συμβαίνη συχνά;
– Άν συμβαίνη συχνά, πρέπει ό άνθρωπος νά τακτοποιήται συχνά, νά άνοίγη τήν καρδιά του στόν πνευματικό, γιά νά παίρνη κουράγιο. Καί όταν τακτοποιηθή, πρέπει νά βάλη τήν μηχανή νά  τρέξη, νά άγωνισθη φιλότιμα καί εντατικά, γιά νά πάρη καταπόδι τον έξω άπό ‘δώ.
– Γέροντα, όταν δέν αίσθάνωμαι τήν ανάγκη γιά εξομολόγηση, τί φταίει;
- Μήπως  δέν  παρακολουθείς  τον  εαυτό  σου;  Ή  εξομολόγηση  είναι  μυστήριο.  Νά πηγαίνης καί απλά νά λές τις αμαρτίες σου. Γιατί, τί νομίζεις; Πείσμα δέν έχεις; Εγωισμό δέν έχεις;  Δέν  πληγώνεις  τήν  αδελφή;  Δέν  κατακρίνεις;  Μήπως  εγώ  τί  πηγαίνω  καί  λέω; Θύμωσα, κατέκρινα… καί μου διαβάζει ό πνευματικός τήν συγχωρητική ευχή. Άλλά καί οί μικρές  αμαρτίες  έχουν  καί  αυτές  βάρος.  Όταν πήγαινα  στόν  Παπα-Τύχωνα νά  εξομολογηθώ,  δέν  είχα  τίποτε  σοβαρό  νά  πώ  καί  μου  έλεγε:  Άμμούδα,  παιδάκι  μου, άμμούδα! Οί μικρές αμαρτίες μαζεύονται καί κάνουν έναν σωρό άμμούδα, πού είναι όμως βαρύτερη  άπό  μιά  μεγάλη  πέτρα.  Ό  άλλος  πού  έχει  κάνει  ένα  αμάρτημα  μεγάλο,  τό σκέφτεται συνέχεια, μετανοεί καί ταπεινώνεται. Έσύ έχεις πολλά μικρά. Έάν όμως εξέτασης τις συνθήκες μέ τις όποιες έσύ μεγάλωσες καί τις συνθήκες μέ τις όποιες μεγάλωσε ό άλλος, θά δής ότι είσαι χειρότερη άπό εκείνον. Νά προσπαθής επίσης νά είσαι συγκεκριμένη στήν εξομολόγηση σου. Δέν φθάνει νά πή κανείς λ.χ. ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ., άλλά πρέπει νά πή τις συγκεκριμένες πτώσεις του, γιά νά βοηθηθή. Καί, όταν πρόκειται γιά κάτι βαρύ, όπως ή  πονηριά,  πρέπει  νά  πή  καί  πώς  σκέφθηκε  καί  πώς  ενήργησε  αλλιώς  κοροϊδεύει  τον Χριστό. Αν ό άνθρωπος δέν όμολογή τήν αλήθεια στον πνευματικό, δέν τού άποκαλύπτη τό σφάλμα του, γιά νά μπόρεση νά τόν βοηθήση, παθαίνει ζημιά, όπως καί ό άρρωστος κάνει μεγάλο κακό στήν υγεία του, όταν κρύβη τήν πάθηση του άπό τόν γιατρό. Ένώ, όταν έκθετη
τόν εαυτό του όπως ακριβώς είναι, τότε ό πνευματικός μπορεί νά τόν γνωρίση καλύτερα καί νά τόν βοηθήση πιο θετικά.
Ύστερα,  όταν  κανείς  άδικήση  ή  πληγώση  μέ  τήν  συμπεριφορά  του  έναν  άνθρωπο, πρέπει  πρώτα  νά  πάη  νά  τού  ζητήση  ταπεινά  συγχώρηση,  νά  συμφιλιωθή  μαζί  του,  καί έπειτα  νά  έξομολογηθή  τήν  πτώση  του  στον  πνευματικό,  γιά  νά  λάβη  τήν  άφεση.  Έτσι έρχεται ή Χάρις τού Θεού. Αν πή τό σφάλμα του στον πνευματικό, χωρίς προηγουμένως νά ζητήση  συγχώρηση  άπό  τόν  άνθρωπο  πού  πλήγωσε,  δέν  είναι  δυνατόν  νά  ειρήνευση  ή ψυχή του,  γιατί  δέν  ταπεινώνεται.  Έκτος  άν  ό άνθρωπος πού πλήγωσε έχη  πεθάνει  ή  δέν μπορή νά τόν βρή, γιατί άλλαξε κατοικία καί δέν έχει τήν διεύθυνση του, γιά νά τού ζητήση, έστω καί  γραπτώς, συγγνώμην,  άλλά έχη διάθεση νά  τό  κάνη,  τότε  ό Θεός τόν συγχωρεί, γιατί βλέπει τήν διάθεση του.
– Αν, Γέροντα, ζητήσουμε συγχώρεση καί δέν μάς συγχώρηση;
– Τότε  νά  κάνουμε  προσευχή  νά  μαλακώση  ό  Θεός  την  καρδιά  του.  Υπάρχει  όμως περίπτωση  νά  μη  βοηθάη  ό  Θεός  νά  μαλακώση  ή  καρδιά  του,  γιατί,  άν  μας  συγχώρηση, μπορεί νά ξαναπέσουμε στο ίδιο σφάλμα.
– Γέροντα, όταν κανείς κάνη ένα σοβαρό σφάλμα, υπάρχει περίπτωση νά μήν μπορή νά τό έξομολογηθή αμέσως;
– Γιατί νά τό άφήση; Γιά νά ξινίση; Όσο κρατάς ένα χαλασμένο πράγμα, τόσο χαλάει. Γιατί νά άφήση νά περάσουν ένας-δύο  μήνες, γιά νά πάη στόν πνευματικό νά τό έξομολογηθή; Νά πάη τό συντομώτερο. Αν έχη μιά πληγή ανοιχτή, θά άφήση νά περάση ένας μήνας, γιά νά τήν θεραπεύση; Ούτε νά περιμένη νά πάη, όταν θά έχη πολύ χρόνο ό πνευματικός, γιά νά έχη πιο πολλή άνεση. Αυτό τό ένα σφάλμα, τάκ-τάκ νά τό λέη αμέσως καί μετά, όταν ό πνευματικός θά έχη χρόνο, νά πηγαίνη γιά πιο πολύ, γιά μιά συζήτηση κ.λπ. Δέν  χρειάζεται ώρα πολλή,  γιά  νά δώσω εικόνα  του εαυτού  μου. Οταν ή συνείδηση δουλεύη σωστά, δίνει ό άνθρωπος μέ δυο λόγια εικόνα της καταστάσεως του. Όταν όμως ύπάρχη μέσα του σύγχυση, μπορεί νά λέη πολλά καί νά μή δίνη εικόνα. Νά, βλέπω, μερικοί μου  γράφουν  ολόκληρα  τετράδια,  είκοσι-τριάντα  σελίδες  αναφοράς  μέ  μικρά  γράμματα, καί μερικές σελίδες υστερόγραφο… Όλα αυτά πού γράφουν, μπορούσαν νά τά βάλουν σέ μιά σελίδα.

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Ποια είναι αυτή η γυναίκα;



Πώς τη λένε; Την ξέρω; Κάτι μου λέει το πρόσωπό της. Πού την έχω δει; Στην τηλεόραση; Στο internet; Στο σινεμά; Κάπου στον δρόμο; Είναι διαφήμιση, είναι πραγματικότητα, τι είναι; Μοιάζουν τα πρόσωπα, μπορείς να μπερδευτείς. Μήπως είναι κάποιος δικός μου άνθρωπος; Κι αν είναι μια παλιά φωτογραφία της οικογένειάς μου, αν είναι συγγενής μου, αίμα μου; Μια άγνωστη ιστορία του προσφυγικού μας παρελθόντος; Τα ξέρω τα μάτια της…
Ποια είναι, άραγε, αυτή η γυναίκα; Μοιάζει φτωχή και κουρασμένη. Τι της έχει συμβεί;Από ποια δύσκολη εποχή έρχεται η εικόνα της; Από ποια χώρα; Σε ποιο σημείο της αέναης Αδικίας βρέθηκε να ζει;
Τι απέγινε εκείνη; Τι απέγιναν τα παιδιά της; Τι απέγιναν οι σκέψεις της; Χάθηκαν; Ή μήπως όχι; Είναι εδώ δίπλα μου; Μήπως ζει; Μήπως βρίσκεται στην Αθήνα, μήπως βλέπουμε τον ίδιο ήλιο τώρα που γράφω στο μικρό μου δωμάτιο; Ποια είναι; Μήπως δεν έχει σημασία; Μήπως χάνω (ξανά) τον χρόνο μου; Τι με νοιάζει; Τι θα αλλάξει στη δική μου τη ζωή αν ξέρω; Πότε θα αλλάξει η δική μου η ζωή αν, τελικά, μάθω;
Ποια είναι;
Mother_1
Επί 20 ολόκληρα μίλια, η φωτογράφος σκεφτόταν αν θα έπρεπε να είχε σταματήσει σ’ αυτό που είδε με την άκρη του ματιού της στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Η δουλειά είχε γίνει, την αμοιβή της θα την έπαιρνε, μέχρι τελευταίο σεντ, έξω έβρεχε κι όμως μέσα της υπήρχε μια δύναμη- μη ελέγξιμη πια- που δεν άφηνε σε ησυχία το μυαλό της. Για 20 μίλια ήταν αναποφάσιστη (μικρή απόσταση, αν σκεφτεί κανείς πως υπάρχουν πολλοί που διανύουν αναποφάσιστοι κι αδρανείς ολόκληρη τη ζωή τους). Ξαφνικά σταμάτησε το αυτοκίνητο. Ο δρόμος ήταν άδειος. Επιτόπου στροφή. Ακολούθησε την αντίθετη πορεία – του δρόμου και της λογικής- και βρέθηκε ξανά στον καταυλισμό.
Εκεί ζούσαν προσωρινά, με τις οικογένειές τους σε παραπήγματα, περιφερόμενοι άστεγοι αγρότες. Πάμφθηνα εργατικά χέρια μεταναστών για τις καλλιέργειες της περιοχής. Θα μάζευαν αρακά και μπιζέλια, αλλά την προηγούμενη νύχτα ο παγετός είχε καταστρέψει τη σοδειά. Άλλο ένα κακό νέο ανάμεσα στα χιλιάδες δυσάρεστα μαντάτα της ζωής τους- πότε θα σταματούσε αυτό; Ίσως ποτέ.
Η ανησυχία ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Πολύ σύντομα, οι κάτοικοι της περιοχής και οι ιδιοκτήτες των καλλιεργειών, θα έρχονταν να τους διώξουν. Με βίαιο τρόπο, χωρίς έλεος. Οι ίδιοι καθωσπρέπει άνθρωποι, με τα παιδιά, τα σπίτια και τη γη τους- οι οποίοι θα τους έδιναν δουλειά στα χωράφια τους- οι ίδιοι την επόμενη μέρα θα χρησιμοποιούσαν κάθε τρόπο για να τους διώξουν, αφού πια η παρουσία τους δε θα απέφερε πια κανένα απολύτως κέρδος. Η πραότητα του χαρακτήρα και ο ανθρωπισμός τους βασίζονταν στον αστάθμητο παράγοντα του κατάλληλου απτού ανταλλάγματος. Η υπόγεια αποδοχή της ένοχης χρησιμότητας ενός εγκλήματος γεννά τον πιο ορκισμένο στρατό φανατικών, εκείνων που εθίζονται στη δικαιολογία κάθε επόμενου εγκλήματος.
Μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της απόλυτης φτώχιας, της αγωνίας και του πόνου, η φωτογράφος εστίασε στη μητέρα με τα τέσσερα πεινασμένα παιδιά (υπήρχε κι ένα πέμπτο στην κοιλιά της μάνας, που θα γεννιόταν σε λίγους μήνες, σε καιρούς απόγνωσης). Η δικιά τους ήταν η πιο πρόχειρα φτιαγμένη τέντα απ’ όλες. Τράβηξε δυο πρώτες φωτογραφίες. Δυο γενικά πλάνα.
Mother_2
Και μετά πλησίασε. Όλο και πλησίαζε. Η μητέρα δεν κοίταξε ποτέ προς το φακό ή προς τον άνθρωπο που ακάλεστος είχε εισβάλει στην ελάχιστη ιδιωτικότητά τους.
Συνολικά τράβηξε έξι φωτογραφίες. Δεν ρώτησε το όνομα της μητέρας, ζήτησε μόνο να μάθει την ηλικία της.
«32 χρόνων».
Κι όμως… Αυτό ήταν το ταλαιπωρημένο πρόσωπο μιας 32χρονης γυναίκας, που είχε βιώσει τόσα, όσα αρκούσαν για πολλές ζωές. Ζούσαν τρώγοντας παγωμένα λαχανικά – ήταν βαρυχειμωνιά- και όσα μικρά πουλιά μπορούσαν να σκοτώσουν τα ίδια τα παιδιά.
Mother_3Mother_4Mother_6
Η φωτογράφος υποσχέθηκε προφορικά – αν και δεν της ζητήθηκε- να μην δημοσιεύσει το υλικό.
Είπε ψέματα.
Αυτό το ψέμα ,όμως, ευεργέτησε αμέσως πολλούς κατατρεγμένους. Τρεις μέρες μετά τη δημοσίευση της φωτογραφίας στην εφημερίδα, εκείνος ο καταυλισμός στη μέση του τίποτα (US Highway 101, 2.500χλμ, κατά μήκος της δυτικής ακτής) γέμισε με τρόφιμα, ρούχα και προσφορές ανθρώπων που είχαν συγκινηθεί από τη φωτογραφία της μητέρας. Κάποιοι απ’ τους άστεγους εργάτες είχαν ήδη φύγει (για πού άραγε; Για ένα επόμενο πουθενά…), ανάμεσά τους, όμως, και η μητέρα με τα παιδιά. Εκείνοι δεν ήξεραν τι είχε συμβεί.
Η δημοσίευση μιας δεύτερης φωτογραφίας- διαφορετικής από αυτή που είχε μπει στην εφημερίδα- έκανε τον γύρο της χώρας μέσα σε λίγες μέρες. Η μητέρα είχε γίνει σύμβολο καρτερικότητας κι αξιοπρέπειας σε καιρούς δυστυχίας κι εξαθλίωσης. Όλοι μιλούσαν για εκείνη και τα μικρά της.
Ένα αποφασισμένο βλέμμα, σ’ ένα κουρασμένο πρόσωπο. Και δυο παιδιά ν ακουμπούν φοβισμένα πάνω της. Ήταν ο φόβος του φακού, αλλά έμοιαζε με το φόβο του παρόντος και του μέλλοντος. Ήταν τα δύσκολα χρόνια. Κι εκείνη ήταν η Μόνα Λίζα μιας σκονισμένης απ’ τις αντιξοότητες εποχής.
Mother_7_MIGRANT-MOTHER
H Dorothea Lange (Ντοροθέα Λανγκ) τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες το 1936, στις Ηνωμένες Πολιτείες (NipomoCalifornia). Το στιγμιότυπο της μητέρας με τα δυο παιδιά γυρισμένα στο φακό, αποτέλεσε την πιο χαρακτηριστική φωτογραφία της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. (Great Depression).  Η ταυτότητα της εμβληματικής “Migrant Mother” έγινε γνωστή πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν η ηλικιωμένη πλέον γυναίκα εκείνης της φωτογραφίας έδινε μάχη με τον καρκίνο και δεν είχε τα χρήματα για να νοσηλευτεί σε δημόσιο νοσοκομείο. Τότε δημοσιεύτηκε τ’ όνομά της και μαζεύτηκε ένα ποσό (κάποιες χιλιάδες δολάρια) που της επέτρεψε να ‘χει ένα αξιοπρεπές τέλος. Την έλεγαν Φλόρενς (Florence Owens Thomson 1903 -1983), ήταν μια Τσερόκι. Διωγμένη από την Οκλαχόμα – όπως χιλιάδες της φυλής της-  παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία, όμως η οικογένεια του συζύγου δεν ήθελε μια ινδιάνα για νύφη. Έκαναν παιδιά, εκείνος πέθανε ξαφνικά. Πώς θα ζήσουν; Τι θα κάνουν; Οικονομική ύφεση, ανεργία, διώξεις. Ανατροπές, μόνο ανατροπές. Ένας άβολος σκληρός άδικος κόσμος. Κάθε βήμα της ζωής της- από την αρχή- έμοιαζε δύσκολο, έως ακατόρθωτο. Κάθε βήμα κι ένας πόνος. Κι όλα να μοιάζουν κάθε φορά με το τέλος του κόσμου.
Η Φλόρενς δεν κέρδισε ποτέ χρήματα από τη φωτογραφία (μόνο το ποσό εκείνο στα γεράματα, πριν πεθάνει). Ούτε η Λανγκ. Τα δικαιώματα ανήκαν στην αμερικανική κυβέρνηση ( με κρατικό χρήμα-Farm Security Administration- είχαν πληρωθεί τα ντοκουμέντα της ομάδας φωτογράφων που ταξίδευαν στις φτωχές αγροτικές περιοχές της Αμερικής). Η Λανγκ, όμως, κέρδισε αναγνωρισιμότητα κι επαγγελματική καταξίωση.]
(Dorothea Lange 1895-1965)
Mother_8
Aυτή είναι η Φλόρενς το 1979, μαζί με τις κόρες της. Μπροστά της γονατιστή η Νόρμα (το μωρό που κρατούσε τότε στα χέρια της). Πίσω της η Κάθριν και η Ρούμπυ (τα δυο παιδιά με τη γυρισμένη πλάτη στη φωτογραφία του ’36. H Ρούμπυ εμφανιζόταν στο πλευρό της μητέρας της και σε δυο ακόμα από εκείνες τις φωτογραφίες)
MOTHER_9_1979
H “Migrant Mother” είναι η χαρακτηριστικότερη φωτογραφία της Μεγάλης Ύφεσης. Γρήγορα, όμως, ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κι απέκτησε τους δικούς του ήρωες, τις δικές του εμβληματικές μορφές. Και μετά ήρθε η εποχή της ευημερίας. Κι εκείνη είχε τα σύμβολά της, παντοδύναμα. Ζήτω το χρήμα! Η φτωχή μητέρα έμοιαζε πολύ μακρινή. Τόσο μακρινή, που αρκούσε για να γίνει γραμματόσημο.
(Γραμματόσημο του 1998).
Mother_91_STAMP
Έτσι γίνεται συνήθως. Οι άνθρωποι τιμούν, φροντίζουν, επιβραβεύουν κι αγαπούν οτιδήποτε υπάρχει σε απόσταση ασφαλείας. Το ΤΩΡΑ παραμένει πάντοτε η εποχή της βαρβαρότητας.
ΥΓ. Σήμερα στο Nipomo (πληθυσμός 16.000 κάτοικοι), πολύ κοντά στο σημείο της τυχαίας ιστορικής φωτογράφισης υπάρχει ένα σχολείο, που φέρει ένα όνομα. Το όνομα της φωτογράφου Ντοροθέα Λανγκ. Όχι της Φλόρενς. Ίσως καλύτερα.
Καλύτερα να μην ήξερα καν το όνομά της, όπως όταν πρωτοείδα τη φωτογραφία κι αναρωτιόμουν αν ήταν ένας δικός μου άνθρωπος. Γιατί όταν ξέρεις όλες αυτές τις λεπτομέρειες, η γυναίκα γίνεται το ενδιαφέρον ντεκόρ μιας ακόμα ιστορίας, ανάμεσα σε αμέτρητες άλλες- που θα μάθεις ή δε θα μάθεις- και νομίζεις πως δεν έχουν καμία σύνδεση με το δικό σου σύντομο πέρασμα απ’ αυτόν τον κόσμο.
Ενώ στην πραγματικότητα εκείνο το βλέμμα, εκείνη η μάνα και τα παιδιά είναι η δική σου ιστορία.
Πέτρος Κουμπλής Πηγή: aixmi.gr