Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Θάνατος,Ανάσταση και Αιώνια ζωή - μέρος δεύτερον

Θάνατος,Ανάσταση και Αιώνια ζωή - μέρος δεύτερον



Υπάρχουν ὅμως καί τά Ψυχοσσάββατα.

Ναί, βέβαια. Στήν πράξη τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τούς παλαιούς χρόνους βρίσκουμε καί τά Ψυχοσσάββατα. Τά Ψυχοσσάββατα τελοῦνται γιά ὅλους ἐκείνους τούς κεκοιμημένους πού δέν τούς ἔγιναν μνημόσυνα καί στερήθηκαν τήν ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτά, διότι ἤ πέθαναν στά ξένα ἤ πνίγηκαν στίς θάλασσες ἤ χάθηκαν στίς ἐρημιές·
«Τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος σήμερον νεκρῶν ἁπάντων κατ᾿ ὄνομα μετὰ πίστεως ζησάντων εὐσεβῶς, μνήμην τελοῦντες οἱ πιστοί, τὸν Σωτῆρα καὶ Κύριον ἀνυμνήσωμεν, αἰτοῦντες ἐκτενῶς τούτους ἐν ὥρᾳ τῆς Κρίσεως, ἀπολογίαν ἀγαθὴν δοῦναι αὐτῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, τῷ πᾶσαν κρίνοντι τὴν γῆν…».
῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε, γιά νά δοῦμε ἀκριβῶς τό λόγο γιά τόν ὁποῖο θεσπίστηκαν τά Ψυχοσσάββατα·
«Σήμερα ἐμεῖς οἱ πιστοί τελοῦμε τή μνήμη ὀνομαστικά ὅλων τῶν νεκρῶν, πού ἔχουν πρίν ἀπό αἰῶνες κοιμηθεῖ μέσα στήν πίστη καί ἔζησαν μέ εὐσέβεια καί φόβο Θεοῦ. ῎Ας ἀνυμνήσουμε λοιπόν τόν Σωτήρα μας Κύριο, προσευχόμενοι ἐκτενῶς γι᾿ αὐτούς, ὥστε τήν ὥρα τῆς Κρίσεως νά ἔχουν καλή ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος θά κρίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς.

Πόσα Ψυχοσσάββατα τελεῖ ἡ ᾿Εκκλησία;


Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι τά Ψυχοσσάββατα εἶναι δύο.
Τό πρῶτο ψυχοσσάββατο γίνεται τό Σάββατο πρό τῆς ᾿Απόκρεω καί τό δεύτερο, τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς.
Στό δεύτερο Ψυχοσσάββατο ἡ ᾿Εκκλησία εὔχεται γιά ὅλους ὅσους ἔχουν «κοιμηθεῖ» ἀπό τόν ᾿Αδάμ μέχρι σήμερα. Καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ρωτάει· Γιατί ἡ ἁγία ᾿Εκκλησία θεσμοθέτησε νά εὐχόμαστε γιά τή σωτηρία ὅλων ἀφοῦ μέσα σ᾿ αὐτές ὅλες τίς γεννιές θά ὑπῆρχαν καί κλέφτες καί τυμβωρύχοι καί ληστές; Καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος· ῎Ισως γιατί μπορεῖ νά ὑπάρξει γι᾿ αὐτούς κάποια ὠφέλεια καί ἐπιστροφή·
«Διατὶ γὰρ ὑπὲρ εἰρήνης καὶ εὐσταθείας τοῦ κόσμου ἐκέλευσεν (ὁ Θεός) εὔχεσθαι; Διατὶ περὶ πάντων ἀνθρώπων; Καί τοι γε ἐνταῦθα ἐν πᾶσίν εἰσιν καὶ λησταὶ καὶ τυμβωρύχοι καὶ κλέπται καὶ μυρίων κακῶν γέμοντες, ἀλλ᾿ ὅμως ὑπὲρ πάντων εὐχόμεθα. ῎Ισως γάρ τις αὐτῶν ἐπιστροφή. ῏Ωσπερ οὖν ὑπὲρ τῶν ζώντων εὐχόμεθα τῶν οὐδὲν διαλαττόντων τῶν νεκρῶν, οὕτως ἔνεστι καὶ ὑπὲρ ἐκείνων εὔχεσθαι»39.

᾿Αλλά γιατί τελοῦνται καί τά Σάββατα ὅλου τοῦ χρόνου μνημόσυνα;

Στόν ἑβδομαδιαῖο λειτουργικό κύκλο, κάθε μέρα τῆς ἑβδομάδας εἶναι ἀφιερωμένη σέ κάποιον ῞Αγιο. ῾Η Δευτέρα εἶναι ἀφιερωμένη στούς ᾿Αγγέλους. ῾Η Τρίτη στόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τόν Πρόδρομο. ῾Η Τετάρτη στήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο. ῾Η Πέμπτη στούς ἁγίους ᾿Αποστόλους. ῾Η Παρασκευή στή Σταύρωση τοῦ Κυρίου μας. Τό Σάββατο στή μνήμη τῶν κεκοιμημένων καί ἡ Κυριακή στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου.
Τά Σάββατα λοιπόν πρέπει νά τελοῦνται τά μνημόσυνα, διότι αὐτό συνάγεται ἀπό τή λειτουργική μας παράδοση. Στήν «Παρακλητική», ἕνα βασικό λειτουργικό βιβλίο τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὑπάρχουν γιά ὅλα τά Σάββατα καί στούς ὀκτώ ἤχους νεκρώσιμοι κανόνες, καί νεκρώσιμη ὑμνολογία γιά τούς κεκοιμημένους. ῾Η τάξη δηλαδή τῆς ᾿Εκκλησίας μας θέλει νά τελοῦνται τά μνημόσυνα τά Σάββατα καί ὄχι τίς Κυριακές πού εἶναι ἡμέρα τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Κυρίου καί συμβολίζει καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα Παρουσία εἶναι δέ εἰκόνα «τοῦ προσδωκομένου αἰῶνος, μία οὖσα καί ὀγδόη»40.

Ποιά εἶναι τά ἀπαραίτητα εἴδη πού πρέπει νά προσκομισθοῦν γιά τή Θεία Λειτουργία καί τό μνημόσυνο;

Τά ἀπόλυτα ἀπαραίτητα εἴδη γιά τή Θεία Λειτουργία καί τό μνημόσυνο εἶναι·
1) Τό πρόσφορο 21
2) ῾Ο οἶνος
3) Τό θυμίαμα
4) Τό κερί
Αὐτά τά συγκεκριμένα εἴδη εἶναι ἐκεῖνα πού προσφέρονταν ἀπό τά παλαιά χρόνια ἀπό τούς πιστούς γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. ῾Ο λειτουργός δέχεται τίς «προσφορές» τῶν πιστῶν καί ξεχωρίζει ἀπ᾿ αὐτές ἐκείνη πού θά καθαγιασθεῖ μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Γι᾿ αὐτό, ἄς προσφέρουμε τό πρόσφορό μας μέ καθαρή πρόθεση, ἀνυπόκριτη πίστη, σταθερή ἐλπίδα καί θά μεταβληθεῖ, διά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, σέ Σῶμα Χριστοῦ. Παρόμοια καί ὁ οἶνος πού προσφέρουμε θά γίνει Αἷμα Χριστοῦ.22
᾿Από τό πρόσφορο βγαίνει στήν ἁγία Προσκομιδή ἡ μερίδα τοῦ κεκοιμημένου καί τοποθετεῖται στό δισκάριο κοντά στόν ᾿Αμνό καί στίς μερίδες τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τῶν ᾿Αγγέλων, τῶν Προφητῶν, τῶν ῾Ιεραρχῶν, τῶν Μαρτύρων, τῶν ἐγκρατευτῶν καί ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας. Διότι τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τῆς ἁγίας Καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι ὅπως τονίσαμε καί σέ ἄλλο σημεῖο, τό μυστήριο τοῦ συνδέσμου τῆς ἀγάπης. Πάνω στό ἅγιο δισκάριο βλέπουμε τήν εἰκόνα τῆς ἁγίας μας ᾿Εκκλησίας, βλέπουμε τή συναγωγή τοῦ Θεοῦ, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης·
«Διὰ τῆς ἱερᾶς προσκομιδῆς τὸν ᾿Ιησοῦν αὐτὸν καὶ τὴν ᾿Εκκλησίαν αὐτοῦ μίαν πᾶσαν ὁρῶμεν, εἰς τό μέσον Αὐτόν, τὸ ἀληθινὸν φῶς Ϝ ἡ Μήτηρ δέ Ϝ ἐκ δεξιῶν· ἅγιοι δὲ καὶ ἄγγελοι ἐξ ἀριστερῶν· ὑποκάτω δὲ ἅπαν τῶν αὐτῷ πιστευσάντων τὸ εὐσεβὲς ἄθροισμα. Καὶ τοῦτο εἶναι τό μέγα μυστήριον· Θεὸς ἐν ἀνθρώποις καὶ Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν, θεουμένων ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν ὄντως Θεοῦ σαρκωθέντος ὑπὲρ αὐτῶν. Καὶ τοῦτό ἐστι ἡ μέλλουσα Βασιλεία καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς τὸ πολίτευμα· Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν ὁρώμενός τε καὶ μεταλαμβανόμενος»41.
῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε·
Στήν ἱερά προσκομιδή ἔχουμε τή δυνατότητα νά δοῦμε τόν ἴδιο τόν ᾿Ιησοῦ καί τήν ᾿Εκκλησία Του ὅλη. Στό μέσο βρίσκεται ᾿Εκεῖνος, πού εἶναι τό ἀληθινό φῶς, Ϝ ἡ Μητέρα Του στά δεξιά καί οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι καί οἱ ῞Αγιοι στά ἀριστερά. ᾿Από κάτω δέ ὅλο τό πλῆθος τῶν εὐσεβῶν πού πίστευσαν σ᾿ Αὐτόν. Καί αὐτό εἶναι τό μέγα μυστήριο. ῾Ο Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί ὁ Θεός ἐν μέσω θεῶν, πού θεώνονται ἀπό τόν κατά φύση Θεό, ὁ ῾Οποῖος σαρκώθηκε γι᾿ αὐτούς. Καί αὐτή εἶναι ἡ μέλλουσα Βασιλεία καί τό πολίτευμα τῆς αἰώνιας ζωῆς· Τό νά εἶναι Θεός ἀνάμεσά μας, νά Τόν βλέπουμε καί νά Τόν μεταλαμβάνουμε».

Τά κόλλυβα δέν τά συμπεριλάβατε στά ἀπαραίτητα εἴδη γιά τό μνημόσυνο ἑνός κεκοιμημένου. Δέν εἶναι ἀπό τά πρῶτα εἴδη καί αὐτά;

Τά κόλλυβα, πρέπει νά ξέρουμε, δέν ἀποτελοῦν τό οὐσιῶδες καί ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τό Μνημόσυνο. Βέβαια σήμερα δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ Μνημόσυνο, χωρίς τήν παράθεση τῶν κολλύβων! Τά κόλλυβα τά ἔχει δεχθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία μας καί τούς ἔχει δώσει ἕνα συμβολικό νόημα. ῞Οπως δηλαδή ὁ σπόρος ἄν δέν σπαρεῖ καί δέν σαπίσει (πεθάνει) στό χῶμα, μένει μόνος, ἄν ὅμως σπαρεῖ (ἐνταφιασθεῖ στό χῶμα καί πεθάνει), βλαστάνει πάλι καί δίνει καρπό, ἔτσι πιστεύουμε ὅτι γίνεται καί γιά τόν κεκοιμημένο. ῞Οτι παρόλο πού σπάρθηκε στή γῆ (ἐνταφιάστηκε καί σάπισε καί ἔλιωσε τό σῶμα του) πάλι θά βλαστήσει καί θά ἀναστηθεῖ στή γενική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί θά ζήσει στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 23
Κόλλυβα ὀνομάζουμε τό βρασμένο σιτάρι. Τά ὀνόμασε ἔτσι πρῶτος ὁ μάρτυς Θεόδωρος, κατά τή διάλεκτο τῶν Εὐχαΐτων, στό διάλογό του μέ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιο, ὅταν θέλησε νά προλάβει τούς Χριστιανούς νά μή μιανθοῦν, τρώγοντας ἀπό τά κρέατα τά ραντισμένα μέ αἵματα εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν πού τούς ἐπέβαλε ὁ ἀσεβής ᾿Ιουλιανός ὁ παραβάτης. Τούς συνέστησε δέ νά βράσουν σιτάρι, κόλλυβα καί αὐτή νά εἶναι ἡ τροφή τους ἐκείνη τήν ἡμέρα.
Μποροῦμε νά προσφέρουμε καί ἄλλα σπέρματα, ἀλλά προτιμοῦμε τό σιτάρι, διότι καί ὁ Κύριος τήν ταφή Του καί τήν ἀνάστασή Του μέ ταφή κόκκου σίτου τήν παρομοίασε, λέγοντας· «᾿Αμήν, ἀμήν, λέγω ἡμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένῃ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ πολὺν καρπὸν φέρει» (᾿Ιωάν. 12, 24).
῞Ομως τό μνημόσυνο δέν ἀρχίζει ἀπό τά κόλλυβα, ἀλλά ἀπό τό πρόσφορο. Τά κόλλυβα ἕπονται. Διότι, ὅπως εἴπαμε, ἡ ὑπόθεση τοῦ μνημοσύνου, πού εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου, συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Γι᾿ αὐτό καί στίς Προηγιασμένες Λειτουργίες ὅπου δέν ἐξάγονται «μερίδες», δέν τελοῦνται μνημόσυνα, διότι δέν γίνεται ἁγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων, δηλαδή θυσία, ἐφόσον τά δῶρα εἶναι προηγιασμένα42.

Τί σημαίνει τό «αἰωνία ἡ μνήμη» πού ψάλλεται στό τέλος τῶν μνημοσύνων;

Τό «αἰωνία ἡ μνήμη» ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά βρίσκεται κανείς στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἡ ᾿Εκκλησία εὔχεται «νά διατηρηθεῖ» ὁ κεκοιμημένος στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Διότι ἄν μᾶς «λησμονήσει» ὁ Θεός, ἄν μᾶς πεῖ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς», ὁδηγούμαστε στόν πνευματικό ἀφανισμό.
῾Η κτίση, λένε οἱ Πατέρες, ζεῖ πνευματικά καί ὑπάρχει μόνο ὅταν μετέχει στή θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. ᾿Από αὐτή τήν ἄκτιστη Χάρη παίρνει συνεχῶς τό πνευματικό εἶναι καί τίς δυνατότητές ἐξέλιξής της. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, ἐφόσον «ἡ θεότητα εἶναι τόν ὄν καί ἡ κτίση τό μή ὄν43. ῾Η κτίση ὑπάρχει δηλαδή ἐπειδή μετέχει στήν οὐσιοποιό καί ζωοποιό καί θεοποιό ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς λέει ὁ Μ. Βασίλειος· «Μονάχα δύο πράγματα ὑπάρχουν· ἡ θεότητα καί ἡ κτίση, ἡ ἁγιαστική δύναμη καί ἡ ἁγιαζόμενη· «Δύο γὰρ λεγομένων πραγμάτων, θεότητός τε καὶ κτίσεως, καὶ δεσποτείας καὶ δουείας καὶ ἁγιαστικῆς δυνάμεως καὶ ἁγιαζομένης»44.

Δηλαδή χωρίς τή μετοχή στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁδηγούμαστε στόν ἀφανισμό, δέν ἔχουμε ἀθανασία καί αἰώνια ζωή;

῾Η ἀθανασία τῆς ψυχῆς μετά τό θάνατο εἶναι δεδομένη. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι φυσική καί συνεπῶς ἀναγκαστική γιά τόν ἄνθρωπο. Καί οἱ Κολασμένοι ὑπάρχουν αἰώνια μέ βάση τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἡ ὕπαρξή τους, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι φυσική καί ἀναγκαστική, εἶναι ἕνας «θάνατος». ῾Η Κόλαση εἶναι «χῶρος νεκρῶν», γιατί ἀπουσιάζει ἡ μετοχή ὅσων βρίσκονται ἐκεῖ πρός τή θεοποιό καί ζωοποιό ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει ἡ σχετική σχέση μέ τόν Θεό καί κατ᾿ ἐπέκταση ἡ προσωπική ταυτότητα πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ σχέση. Διότι πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ σχέση μέ τόν Θεό, ἡ μέθεξη πρός τή θεοποιό ἐνέργεια τῆς Χάριτός Του, εἶναι πού δίνει ὑπόσταση στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἡ φύση καθαυτή. ῾Η σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ὑποστασιάζει τή φύση του καί τόν ἀναδεικνύει πρόσωπο.
Πολλοί βλέπουν τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μόνο στό ὅτι δέν θά βασανίζονται αἰώνια, ἐνῶ σωτηρία εἶναι αὐτή ἡ σχέση, ἡ ἀγάπη, ἡ μετοχή στήν ἄκτιστη Χάρη. ῾Η ψυχή, ἄν καί εἶναι ἀπό τή φύση της ἀθάνατη κατά χάριν, ἔχει ἀνάγκη γιά νά ὑπάρξει, νά ὑποστασιασθεῖ σέ μιά σχέση, σ᾿ ἕνα Πρόσωπο, νά ἀποκτήσει προσωπική καί αἰώνια ταυτότητα. Καί τήν ταυτότητα αὐτή, ὅπως εἴπαμε, τή δίνει ὁ Θεός στά πλαίσια μιᾶς σχέσεως πού ἐλεύθερα κινεῖ καί δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή μέσα στήν ᾿Εκκλησία διά τῶν μυστηρίων. ῎Αν δέν δημιουργήσουμε λοιπόν αὐτή τή θεία σχέση, θά «ἐκπέσουμε» ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί θά «ἐμπέσουμε» στό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Αὐτός εἶναι στό βάθος ὁ «πνευματικός θάνατος45.

Γνωρίζουμε ὅτι βγαίνει μερίδα στό ἅγιο δισκάριο ὅταν τελεῖται Θεία Λειτουργία γιά τούς κεκοιμημένους. Πῶς μεταδίδεται ὅμως στούς κεκοιμημένους ὁ Χριστός, ἐφόσον οἱ νεκροί οὔτε ἐσθίουν οὔτε πίνουν;

Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας Νικόλαος Καβάσιλας καί ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος μᾶς βεβαιώνουν πώς τόν ἁγιασμό, πού μεταδίδει ἡ Θεία Κοινωνία στούς ζωντανούς, δέν τόν στεροῦνται οὔτε οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας. ᾿Αλλά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γίνεται αὐτό, μόνο ὁ Χριστός τόν γνωρίζει. Μᾶς λέει λοιπόν·
«῾Ο Χριστός μεταδίδει τόν ἑαυτό Του στούς κεκοιμημένους κατά τρόπο πού μόνο Αὐτός γνωρίζει. Διότι τόν ἁγιασμό πού μεταδίδει ἡ θεία Κοινωνία στούς ζωντανούς δέν τόν στεροῦνται οἱ κοιμηθέντες. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὁ λειτουργός, ἀφοῦ μνημονεύσει τούς ζῶντες ἀδελφούς, συνεχίζει μέ τή μνημόνευση τῶν κοιμηθέντων ἀδελφῶν. Οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων ἐλπίζουν ἀποκλειστικά στό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό τό ἔλεος ζητοῦν γι᾿ αὐτές οἱ ζωντανοί»46.
Τονίζουν δέ οἱ Πατέρες μας ὅτι οἱ ψυχές καθαίρονται, τούς ἀφαιροῦνται ὀφειλές, τούς σβήνονται ἁμαρτίες καί ἀξιώνονται νά γίνουν μέτοχοι τῆς κοινωνίας τοῦ Σωτήρα μας Χριστοῦ· «Αἱ γυμναὶ τῶν σωμάτων ψυχαὶ καθαίρονται Ϝ καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἄφεσιν λαμβάνουσι διὰ τῶν εὐχῶν τῶν ἱερέων καὶ τῆς μεσιτείας τῶν δώρων». Καί «ἤ τούς σβήνεται τελείως κάθε χρέος ἤ τουλάχιστον ἀφαιροῦνται λίγες ὀφειλές· κι ἔτσι γίνονται πιό ἕτοιμοι νά γίνουν μέτοχοι τῆς κοινωνίας τοῦ Σωτῆρος»47.

῾Υπάρχει καθαρτήριο πῦρ στή μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν;

Οἱ Λατῖνοι πιστεύουν ὅτι οἱ ψυχές ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί δικαίων καί ἀδίκων, θά περάσουν, μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τό σῶμα, ἀπό τό λεγόμενο καθαρτήριο πῦρ, τό «πουργατόριον» ὅπως ἀναφέρεται στά κείμενά τους.
Στήν ῾Αγία Γραφή δέν γίνεται λόγος πουθενά γία καθαρτήριο πῦρ. ῎Αλλωστε στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, δέν βλέπουμε νά ὑπάρχει ἕτερος τόπος, ὅπου οἱ ἄνθρωποι νά βασανίζονται προσωρινά, ἀλλά ὁ κόλπος τοῦ ᾿Αβραάμ, ὁ Παράδεισος, καί ἡ Κόλαση. Χάσμα δέ μέγα μεταξύ αὐτῶν, πού χωρίζει τούς δίκαιους ἀπό τούς ἁμαρτωλούς.
Οἱ Οἰκουμενικοί διδάσκαλοι καί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας κάνουν λόγο γιά δοκιμαστικό πῦρ, ἀλλά αὐτό τό πῦρ δέν εἶναι καθαρτήριο, ἀλλά πῦρ μέ τό ὁποῖο θά δοκιμασθοῦν τά ἔργα ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων κατά τήν ἔσχατη ῾Ημέρα τῆς Κρίσεως48.
Στή Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας συζητήθηκε μεταξύ Λατίνων καί ᾿Ορθοδόξων τό θέμα τοῦ καθαρτηρίου πυρός, στήν ὁποία Σύνοδο ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ἐπίσκοπος ᾿Εφέσου, διέγραψε τίς σωστές καί ὀρθόδοξες θέσεις γιά τό θέμα αὐτό.24
Τό ἐπίμαχο χωρίο γιά τό θέμα τοῦ καθαρτηρίου πυρός μεταξύ τῶν ᾿Ορθοδόξων καί Φραγκολατίνων ἀποτέλεσε τό χωρίο τῆς Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού λέει. «῾Εκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται ὡς διὰ πυρός» (Α´ Κορ. 3, 13-15).
Δηλαδή· «Τήν ποιότητα τοῦ ἔργου πού ἔκανε ὁ καθένας, θά τή δοκιμάσει τό πῦρ. ῎Αν τό ἔργο πού ἔκανε ὁ καθένας ἀντέξει, αὐτός θά λάβει μισθό· ἄν ὅμως τό ἔργο πού ἔκτισε καταστραφεῖ ἀπό τή φωτιά, αὐτός θά χάσει τήν ἀμοιβή του, ὁ ἴδιος ὅμως θά σωθεῖ, ὅπως σώζεται ἕνας πού περνάει μέσα ἀπό τίς φλόγες».
Τό πῦρ γιά τό ὁποῖο γίνεται λόγος ἐδῶ εἶναι τό πῦρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Οἱ Λατῖνοι ὅμως διατείνονταν ὅτι πρόκειται γιά προσωρινό, καθαρτήριο πῦρ, βασιζόμενοι στή φράση «αὐτὸς δὲ σωθήσεται ὡς διά πυρός». ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τή ρήση αὐτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, λέει· «Σωθήσεται γὰρ, φησιν, ὁ ἁμαρτωλὸς ὡς διὰ πυρὸς», τουτέστι διαμενεῖ κολαζόμενος ἐν τῷ πυρὶ καί οὐ συναπολεῖται τοῖς πονηροῖς ἔργοις καὶ διαθέσεσι». Τό ρῆμα «σωθήσεται», μᾶς λέει, δέν δηλώνει τή σωτηρία, τήν ἀποκατάσταση, ὅπως ἔλεγαν οἱ Λατῖνοι, ἀλλά τή διατήρηση, μέ τήν ἔννοια ὅτι θά διατηρηθεῖ ὁ κολαζόμενος αἰώνια βασανιζόμενος. Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια, δέν θά καθαρθεῖ ὁ κολαζόμενος μέ τό πῦρ αὐτό καί δέν θά ἀποκατασταθεῖ μέ κάποιο παροδικό καθαρτήριο πῦρ, ἀλλά θά παραμείνει αἰωνίως στή φωτιά βασανιζόμενος49.
῾Ο πρωτοπρεσβύτερος π. ᾿Ιωάννης Ρωμανίδης στό βιβλίο του «Κείμενα Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας» περιλαμβάνει ἕνα κείμενο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ὅπου διαγράφονται οἱ ὀρθόδοξες θέσεις γιά τό ἐπίμαχο αὐτό θέμα. Λέει λοιπόν·
«῾Ημεῖς οἱ εὐσεβεῖς ἀκολουθοῦντες τὴν ἀλήθειαν καὶ τὰς τοιαύτας καινοτομίας ἀποστρεφόμενοι, δύο μὲν τόπους διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων, Παράδεισον καὶ Κόλασιν, διὰ τοὺς δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, καθὼς ἡ θεία Γραφὴ μᾶς διδάσκει, ὁμολογοῦμεν καὶ ἀποδεχόμεθα. Τρίτον δὲ τόπον καὶ πουργατόριον οὐδόλως στέργομεν, ἐπειδὴ καὶ οὔτε ἡ Γραφὴ οὔτε οἱ θεῖοι Πατέρες τοιοῦτόν τι μᾶς ἐδίδαξαν. Πιστεύομεν ὅμως, ὅτι οἱ δύο αὐτοὶ τόποι ἔχουσι πολλὰς καὶ διαφόρους μονάςϜ Καὶ οὐδεὶς τῶν διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας παρέδωκεν ἢ ἐδίδαξε τὸ τοιοῦτον πουργατόριον, ἀλλὰ ὅλοι ἕναν καὶ μόνον τόπον τιμωρητικὸν λέγουσι, τὸν ͺ῞Αδην, καθὼς καὶ ἕνα φωτεινόν καὶ λαμπρὸν διδάσκουσι, τὸν Παράδεισον. ῎Εχουσιν ὅμως καὶ οἱ δύο τόποι μονὰς διαφόρους ὡς εἴπομεν· καὶ ἐπειδὴ αἱ μὲν τῶν ῾Αγίων καὶ τῶν Δικαίων ψυχαὶ πηγαίνουσιν ἀναμφιβόλως εἰς τὸν Παράδεισον, αἱ δὲ τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς τὴν Κόλασιν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἁμαρτωλοὺς οἱ μὲν ἀσεβεῖς καὶ ἀσύγγνωστα ἁμαρτήσαντες κολάζονται αἰωνίως, οἱ δὲ συγγνωστὰ καὶ μέτρια πταίσαντες ἐλπίζουσι τυχεῖν ἐλευθερίας κατὰ τὴν ἄφατον εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο ὑπὲρ τῶν τοιούτων, τῶν μέτρια δηλαδή καὶ συγγνωστὰ ἁμαρτησάντων, γίνονται παρὰ τῆς ᾿Εκκλησίας αἱ προσευχαὶ καὶ δεήσεις, λειτουργίαι τε καὶ μνημόσυνα καὶ ἐλεημοσύναι, διὰ νὰ λάβωσιν αἱ ψυχαὶ ἐκεῖναι ὠφέλειαν καὶ ἄνεσιν. ῞Οθεν καὶ ὅταν ἡ ᾿Εκκλησία προσεύχεται διὰ τὰς ψυχὰς τῶν κεκοιμημένων, ἐλπίζομεν μὲν νά γίνεται ἄφεσις παρὰ Θεοῦ εἰς τοὺς τοιούτους, ὅμως ὄχι διὰ πυρὸς καὶ πουργατορίου, ἀλλὰ διὰ τῆς θείας φιλανθρωπίας, καθ᾿ ὃν τρόπον οἶδεν ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης»50.
῾Επομένως, γιά τούς κεκοιμημένους, κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὑπάρχουν δύο τόποι· ῾Ο Παράδεισος καί ἡ Κόλαση. Αὐτοί οἱ δύο τόποι ἔχουν πολλές μονές. Δέν ὑπάρχει γιά μᾶς τούς ὀρθόδοξους «πουργατόριον», ἀλλά ἕνας τόπος τιμωρη-τικός, ὁ ῞Αδης, καί ἕνας φωτεινός καί λαμπρός ὁ Παράδεισος. ῞Οσοι τώρα ἀπό τούς ἁμαρτωλούς βρίσκονται στόν ῞Αδη μέ συγγνωστά ἁμαρτήματα, ἐλπίζουμε ὅτι θά λάβουν κάποια ἄνεση καί ὠφέλεια μέ τίς προσευχές τῆς ᾿Εκκλησίας, ὄχι «διά πυρός» ἤ πουργατορίου, ἀλλά μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, μέ τόν τρόπο πού ᾿Εκεῖνος γνωρίζει.

Λένε ὅμως ὅτι καί οἱ ψυχές τῶν ῾Αγίων περνᾶνε ἀπό τόν ῞Αδη. Πάνω σ᾿ αὐτό ὑπάρχει πατερική ἄποψη;

῾Ο ἅγιος ᾿Ανδρέας Κρήτης λέει ὅτι «οἱ ῞Αγιοι τόν ἀειδῆ τόπον ἐκεῖνον διέρχονται μέν, οὐ κατέχονται δέ»51. ῎Ισως γίνεται αὐτό γιά νά ἐννοήσουν τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, δηλαδή τήν κάθοδο τοῦ Κυρίου στόν ῞Αδη καί τή σημασία τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο.

«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»

Γιατί μᾶς εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε στήν ἁνάσταση;

Μᾶς εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε στήν ἀνάσταση, διότι εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἀρχαία φιλοσοφία καί ὄχι ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία. ῾Η ἀρχαία φιλοσοφία, ὅπως εἴδαμε, πίστευε στήν κατά φύση ἀθάνατη ψυχή καί στό κατά φύση θνητό σῶμα, στό ὁποῖο περικλείεται ἡ ψυχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς εἶναι πιό φυσικό νά πιστεύουμε στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς παρά στήν ἀνάσταση τοῦ σώματος. Διότι ὅταν λέμε ἀνάσταση ἐννοοῦμε τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἐφόσον οί ψυχές δέν πεθαίνουν, δέν πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι στό θνητοψυχισμό.
«Πιστεύουμε καί στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιατί θά γίνει, πράγματι, θά γίνει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. ῞Οταν λέμε φυσικά ἀνάσταση, ἐννοοῦμε ἀνάσταση σωμάτων. Γιατί ἀνάσταση εἶναι ἡ δεύτερη ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως· ἄλλωστε οἱ ψυχές, ὡς ἀθάνατες (κατά χάριν), πῶς θά ἀναστηθοῦν; ῎Αν πράγματι ὁρίζουν τό θάνατο ὡς χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ὁπωσδήποτε ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ νέα συνάφεια ψυχῆς καί σώματος καί ἡ δεύτερη σύσταση τῆς ζωντανῆς ὑπάρξεως πού διαλύθηκε στά στοιχεῖα της καί ἔπεσε. Τό ἴδιο λοιπόν σῶμα πού φθείρεται καί διαλύεται, τό ἴδιο θά ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο», μᾶς λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός1.
῾Επομένως ὅταν λέμε ἀνάσταση νεκρῶν, ἐννοοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά ξαναπάρουν πάλι τό σῶμα τους, τό ὁποῖο εἶχε παραδοθεῖ στή μητέρα γῆ καί εἶχε διαλυθεῖ στά «ἐξ ὧν συνετέθη» στοιχεῖα του. ᾿Αλλά τό ἀναστημένο σῶμα μας θά εἶναι ἄφθαρτο καί πνευματικό, ὅπως μᾶς ἀναφέρει καί ὁ ἀπόστολος Παῦ-λος, λέγοντας στήν Α´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολή του· «Δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α´ Κορ. 15, 53).
Γιά τούς ἀρχαίους φιλοσόφους λοιπόν καί τούς ῞Ελληνες, πού εἶχαν ἐπηρεασθεῖ ἀπό τό πνεῦμα τους, ὅπως ἔχουμε ἤδη καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς μελέτης αὐτῆς ἀναπτύξει, ἡ σωτηρία βρίσκεται στή φυγή ἀπό τό σῶμα καί ἀπό τό αἰσθητό, στήν ἐπιστροφή πρός τό νοητό κόσμο, ἐνῶ γιά τή Βίβλο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματική ὀντότητα, τό ἀνθρώπινο ὄν εἶναι μιά προσωπική ἑνότητα. ῾Επομένως ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων δέν εἶναι ἀκατανόητη γιά τή Βίβλο. Οἱ ᾿Αθηναῖοι, φυσικά, ἀντέδρασαν ὅταν τούς μίλησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τήν ἀνάσταση, γιατί ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἀρχαία φιλοσοφική σκέψη. Γι᾿ αὐτό, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, «ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν, οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξ. 17, 31-32).
῾Υπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δυσκολευόμαστε νά πιστέψουμε στήν ἀνάσταση. ῾Ο λόγος αὐτός εἶναι πνευματικός καί ἔχει σχέση μέ τήν καθαρότητα καί τήν ἀναμαρτησία μας. Λέει ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς· «᾿Εκεῖνος ὁ ὁποῖος διά τῆς πίστεως εἰς τόν ᾿Αναστάντα Χριστόν ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτός ἐνισχύει βαθμιαίως ἐν ἑαυτῷ τήν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος ὄντως ἀνέστη, ὄντως ἐνίκησε τόν θάνατον εἰς ὅλα τά μέτωπα μάχης. ῾Η ἁμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλησιάζει πρός τόν θάνατον, τήν μεταβάλλει ἀπό ἀθανάτου εἰς θνητήν, ἀπό ἀφθάρτου καί ἀπεράντου εἰς φθαρτήν καί πεπερασμένην. ῞Οσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερον εἶναι θνητός. Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται τόν ἑαυτόν του ἀθάνατον, εἶναι φανερόν ὅτι εὑρίσκεται ὅλος βεβυθισμένος εἰς τάς ἁμαρτίας, εἰς σκέψεις μυωπικάς, εἰς αἰσθήματα νενεκρωμένα. ᾿Ενῶ, καθώς γίνεται ἁγιώτερος ὁ ἄνθρωπος, ἀποκτᾶ ὁλονέν καί περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζωντανήν αἴσθησιν τῆς προσωπικῆς του ἀθανασίας· ἀποκτᾶ ἐπίγνωσιν τῆς ἰδικῆς του καί τῆς τῶν πάντων αἰωνιότητος»2.
Γι᾿ αὐτό καί ὁ π. Σωφρόνιος ὁ Σαχάρωφ μᾶς ὑπογραμμίζει καί μᾶς λέει ὅτι σ᾿ αὐτούς πού μετανοοῦν ἀληθινά, ἡ Χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος δίνει τό βίωμα τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς ἐνόσω ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἀκόμη στή γήινη αὐτή ζωή· «῾Η Χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος δίδει εἰς τούς φλογερῶς μετανοοῦντας καί τήν πεῖραν τῆς εἰς ᾅδου καταβάσεως, καί τήν πεῖραν τοῦ ᾅδου τῆς ἀγάπης, καί τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς, ἐντός τῶν ὁρίων εἰσέτι τῆς ἐν τῷ σώματι τούτῳ ζωῆς»3.
Φυσικά, μπορεῖ νά δίδεται ἡ βιωματική ἐμπειρία, ἀλλά δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε καί νά μιλήσουμε μέ λεπτομέρεια γιά τήν πραγματικότητα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἔστω καί ἄν κάποιες φορές βιώνουμε μιά ζωντανή προσωπική σχέση μέ τόν Θεό. Πρέπει ὅμως νά ξέρουμε, ὅτι ἡ σχέση μας αὐτή ἔχει σπέρματα αἰωνιότητας. Πῶς θά εἶναι ὅμως ἡ ζωή, ὄχι κάτω ἀπό τίς συνθῆκες τῆς πτώσης, ἀλλά μέσα σ᾿ ἕνα σύμπαν πού ὁ Θεός θά εἶναι «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι», γι᾿ αὐτό ἔχουμε μόνο μερικές λάμψεις, καί ὄχι μιά καθαρά ἀντίληψη. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς κάνει νά μιλᾶμε μέ προσοχή καί νά κρατᾶμε πάντοτε σιωπή γιά τά θέματα αὐτά.32
Εἶναι σαφές λοιπόν ὅτι δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε «διά τοῦ νοός» μας ὅλα αὐτά τά μεταφυσικά θέματα, οὔτε νά ἐννοήσουμε τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση, ἀλλά στήν προσευχή μπορεῖ νά περιέλθουμε, κυρίως οἱ ῞Αγιοι, σέ τέτοια κατάσταση, ἡ ὁποία μᾶς διανοίγει τά μυστήρια τοῦ μέλλοντα αἰώνα, ὅπως μᾶς ἀναπτύσσει καί πάλιν ὁ ἅγιος Γέροντας π. Σωφρόνιος λέγοντας· «Δέν δυνάμεθα νά συλλάβωμεν διά τοῦ νοός ἡμῶν τί σημαίνει σωτηρία τοῦ κόσμου, οὔτε νά ἐννοήσωμεν τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν (βλ. Μάρκ. 9, 10). ᾿Εν τῇ προσευχῇ ὅμως περιερχόμεθα ἐνίοτε εἰς κατάστασιν ἥτις διανοίγει ἡμῖν ἐν μέρει τά μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Πιστεύομεν ὅτι θά ἔλθῃ ἐκείνη ἡ στιγμή, ἥτις καλεῖται «τό πλήρωμα τῶν καιρῶν» (᾿Εφεσ. 1, 10), ὡς τελείωσις παντός ὅ, τι “ἐνενόησε” (πρβλ. ᾿Ιουδήθ 9, 5) περί ἡμῶν ὁ Δημιουργός»4.

᾿Αναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;

῾Ο προφήτης ῾Ησαΐας λέει· «᾿Αναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (῾Ησ. 26, 19). Καί ὁ προφήτης Δανιήλ μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά ἀναστηθοῦν ὅσοι εἶναι θαμμένοι στή γῆ, ἄλλοι «εἰς ζωὴν αἰώνιον» καί ἄλλοι εἰς «ὀνειδισμὸν καὶ αἰσχύνην αἰώνιον» (Δαν. 12, 2-3). ᾿Επίσης στό βιβλίο τῶν Μακκαβαίων, ὁ τρίτος γιός τῆς ἁγίας Σολομονῆς παρουσιάζεται νά πιστεύει ἀπόλυτα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀφοῦ ὅταν προτείνει τή γλώσσα καί τά χέρια στόν εἰδωλολάτρη βασιλέα νά τοῦ τά κόψει, τοῦ λέει μέ γενναῖο φρόνημα· «Τά ἔλαβα ἀπό τόν Θεό καί ἐλπίζω ὅτι θά μοῦ τά ξαναδώσει τήν ῾Ημέρα τῆς γενικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν» (Β´ Μακ. 7, 10-11).
᾿Αλλά ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἦταν κοινή πίστη στούς ᾿Ιουδαίους. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Μάρθα εἶπε στόν Κύριο ὅταν τή διαβεβαίωσε ὅτι θά ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος, ὁ ἀδελφός της· «Γνωρίζω ὅτι θά ἀναστηθεῖ κατά τήν ἀνάσταση πού θά γίνει τήν ἐσχάτη ἡμέρα, μετά ἀπό τήν ὁποία θά ἀρχίσει ἡ αἰώνια ζωή» (᾿Ιωάν. 11, 24). ᾿Επίσης τή Μ. Παρασκευή, στήν ἀκολουθία τοῦ ᾿Επιταφίου, μετά τήν ἔξοδό του καί τήν περιφορά, ἐπιστρέφοντας στό ναό, διαβάζουμε μία προφητεία. Τήν προφητεία τοῦ προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ, ὅπου περιγράφεται τό ὅραμα πού εἶδε ὁ Προφήτης σχετικά μέ τήν ἀνάσταση, τό ὁποῖο δείχνει καθαρά πῶς θά γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων. ᾿Εκεῖ βλέπουμε πώς μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐνέργεια τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τά ξηρά ὀστᾶ ἀποκτοῦν σάρκες, νεῦρα, δέρμα καί στή συνέχεια τούς δίδεται πνεῦμα, δηλαδή πνοή ζωῆς, ψυχή· «Καὶ ἰδοὺ ἐπ᾿ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ᾿ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω… καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτούς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτῶν» (᾿Ιεζ. 37, 8-10).

Γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν γίνεται λόγος στήν Καινή Διαθήκη;

῎Αν μελετήσουμε τήν Καινή Διαθήκη θά δοῦμε ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἕνα θέμα πού σαφῶς διακηρύχθηκε ἀπό τόν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό.
«῎Ερχεται ὥρα, ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τά ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (᾿Ιωάν. 5, 28-29). Δηλαδή· «῎Ερχεται ὥρα πού ὅλοι, ὅσοι πέθαναν καί βρίσκονται στά μνήματα, θά ἀκούσουν τή φωνή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος θά τούς διατάξει νά ἀναστηθοῦν, καί θά βγοῦν ὅλοι ἔξω ἀπό τά μνήματα. Καί ὅσοι ἔζησαν σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημά Του, θά ἀναστηθοῦν γιά νά ἀπολαύσουν τήν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ὅσοι ἔζησαν στήν ἁμαρτία, θά ἀναστηθοῦν γιά νά δικασθοῦν καί νά κατακριθοῦν».
῎Επειτα οἱ ἀναστάσεις πού πραγματοποίησε ὁ Χριστός, ἐνόσω βρισκόταν στή γῆ, δηλαδή τῆς θυγατέρας τοῦ ᾿Ιαείρου, τοῦ γιοῦ τῆς χήρας στή Ναΐν καί τοῦ Λαζάρου, θεωροῦνται καί εἶναι προοίμια τῆς γενικῆς ἀναστάσεως πού θά ἐπακολουθήσει «τήν ἐσχάτη ῾Ημέρα, κατά τή Δευτέρα Παρουσία» (βλ. ᾿Ιωάν. 6, 39-40, 44, 54).
᾿Αλλά καί ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ἔγινε ἀπαρχή τῆς τέλειας ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει· «῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος ἔγινε ἡ ἀπαρχή τῆς τέλειας ἀναστάσεως πού ποτέ δέν ξαναπηγαίνει στό θάνατο. Γι᾿ αὐτό καί ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε· “῎Αν οἱ νεκροί δέν ἀνασταίνονται, οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε…”. Καί ἀλλοῦ λέει· “Καί ὁ Χριστός εἶναι Πρωτότοκος τῶν νεκρῶν”. Καί πάλι σέ ἄλλο σημεῖο· “῎Αν πιστεύουμε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Θεός, διά τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, θά ἀναστήσει μαζί του καί τούς κεκοιμημένους”. Εἶπε τό “οὕτως”, ἐννοώντας ὅπως δηλαδή ἀναστήθηκε ὁ Κύριος»5.
Διότι «ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει, ἀφήνει ἁπλῶς τό ἔνδυμα τοῦ σώματός του, διά νά τό ἐνδυθῇ ἐκ νέου κατά τήν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας», θά μᾶς πεῖ ὁ π. ᾿Ιουστῖνος ὁ Πόποβιτς6.
᾿Επίσης στίς ᾿Επιστολές τοῦ ἀπόστόλου Παύλου γίνεται συχνά λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Στήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή του γράφει· «Συνετάφημεν οὖν διὰ τοῦ Βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν· εἰ γὰρ καὶ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (Ρωμ. 6, 4-6). Δηλαδή· «῎Εχουμε ταφεῖ λοιπόν μαζί Του διά τοῦ Βαπτίσματος στό θάνατό Του, ὥστε, ὅπως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἐκ νεκρῶν μέ τή δόξα τοῦ Πατέρα, ἔτσι καί ἐμεῖς νά ζήσουμε μιά νέα ζωή. Διότι ἄν ἑνωθήκαμε μαζί του σ᾿ ἕνα θάνατο σάν τό δικό του, τότε θά ἑνωθοῦμε μαζί Του καί σέ μιά ἀνάσταση σάν τή δική του».
Τήν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων τήν ἐγγυᾶται λοιπόν ἡ τριήμερη ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων». «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. ᾿Επειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν· ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α´ Κορ. 15, 20-23).
Δηλαδή· «῾Η ἀλήθεια εἶναι πώς ὁ Χριστός ἔχει ἀναστηθεῖ, κάνοντας τήν ἀρχή γιά τήν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν. Γιατί ὅπως ὁ θάνατος ἦλθε στόν κόσμο ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, ἔτσι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο ἦλθε στόν κόσμο ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. ῞Οπως πεθαίνουν ὅλοι ἐξαιτίας τῆς συγγένειας μέ τόν ᾿Αδάμ, ἔτσι, χάρη στή συγγένεια μέ τόν Χριστό, ὅλοι θά ξαναπάρουν ζωή».

Θά ἀναστηθοῦν καί οἱ δίκαιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί;

῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θά εἶναι καθολική. Θά ἀναστηθοῦν καί οἱ δίκαιοι καί οἱ ἄδικοι (Πράξ. 24, 15). Δέν θά ἀναστηθοῦν δηλαδή μόνο ὅσοι «ἐκοιμήθησαν» ἐν Χριστῷ, ἀλλά «πάντες». Καί ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ἐν τῷ ἀναστάντι Θεανθρώπῳ» συναναστήθηκε καί ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἦταν «ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ὑποστάσει»7. Διότι ὁ Κύριος, ἐπειδή εἴμαστε μέλη τοῦ ἰδικοῦ Του σώματος, χάρισε καί στό δικό μας σῶμα τήν ἀνάσταση, «αὐτὸς τε ἀπαρχὴ τε τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀφθαρσίας γενόμενος»8.33
῾Ο Χριστός ἀναστήθηκε λοιπόν καί δώρησε καί σέ μᾶς τήν ἀθανασία. «῎Ανευ αὐτῆς τῆς ἀληθείας,», μᾶς λέει ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς, «ὁ κόσμος μας εἶναι μόνο μιά χαώδης ἔκθεσις ἀπεχθῶν ἀνοησιῶν. Μόνον μέ τήν ἔνδοξον ἀνάστασίν του ὁ θαυμαστός Κύριος καί Θεός μας, μᾶς ἠλευθέρωσεν ἀπό τό παράλογον καί τήν ἀπελπισίαν. Διότι χωρίς τήν ἀνάστασιν δέν ὑπάρχει οὔτε εἰς τόν οὐρανόν οὔτε ὑπό τόν οὐρανόν τίποτε πιό παράλογον ἀπό τόν κόσμον αὐτόν· οὔτε μεγαλυτέρα ἀπελπισία ἀπό τήν ζωήν αὐτήν, δίχως ἀθανασίαν. Δι᾿ αὐτό εἰς ὅλους τούς κόσμους δέν ὑπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ὕπαρξις ἀπό τόν ἄνθρωπον πού δέν πιστεύει εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί εἰς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν. “Καλὸν ἦν αὐτῷ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος”»9.
᾿Ενῶ ὅποιος ἔχει μυηθεῖ στή δύναμη τῆς ἀναστάσεως, μπορεῖ νά ἐννοήσει τό σκοπό γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός συνέστησε τά πάντα· «῾Ο τῆς ἀναστάσεως μυηθεὶς τὴν ἀπόρρητον δύναμιν, ἔγνω τῶν ἐφ᾿ ᾧ τὰ πάντα ὁ Θεὸς προηγουμένως ἐπεκτήσαντο σκοπόν»10.

᾿Αλλά μέ τό θάνατο δέν χάνεται ἡ οὐσία τοῦ σώματος;

Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μᾶς ὑπερτονίζουν ὅτι τό σῶμα μετά τήν ἔξοδό τῆς ψυχῆς διαλύεται, ἀλλά δέν καταστρέφεται ἐντελῶς. Διαλύεται ὅπως ὁ σπόρος στή γῆ, ἀλλά δέν ἀφανίζεται. «Λύεται μὲν τὸ αἰσθητὸν (σῶμα), ἀλλὰ δὲν ἀφανίζεται»11. Διαλύεται λοιπόν τό σῶμα στά στοιχεῖα στά ὁποῖα συγκροτήθηκε, ἀλλά δέν ἀφανίζεται. Καί τά στοιχεῖα αὐτά «ἐστιν ἐν ὕδατι καὶ ἀέρι καί γῇ καί πυρί»12. Δέν χάνονται δηλαδή τά μόρια κανενός σώματος καί ὁ Θεός γνωρίζει ποιά ἀνήκουν στό κάθε σῶμα.
᾿Επίσης καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑποστηρίζει τήν ἴδια ἄποψη καί λέει· «῞Οπως ἀκριβῶς ὅταν δοῦμε ἕναν ἀνδριάντα νά διαλύεται μέσα στό χωνευτήρι, δέν πιστεύουμε ὅτι χάνεται τό μέταλλο ἀπό τό ὁποῖο ἀποτελεῖται, ἀλλά ὅτι ἡ διάλυση γίνεται γιά νά ἐπιτύχουμε καλύτερη κατασκευή, τό ἴδιο πρέπει νά σκεφτόμαστε καί γιά τό σῶμα πού διαλύεται… ῾Ο Θεός διαλύει στή γῆ τό πήλινο σῶμα γιά νά σοῦ κατασκευάσει ἀνδριάντα χρυσό καί ἀθάνατο. Διότι ἡ γῆ, ἀφοῦ δεχτεῖ τό φθαρτό σου σῶμα, θά σοῦ ἀποδώσει “σῶμα ἄφθαρτον καὶ ἀκήρατον”»13.
Πρέπει δέ νά ξέρουμε ὅτι οἱ Πατέρες τονίζουν καί ξεκαθαρίζουν στά κείμενά τους ὅτι ἄν καί ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό σῶμα, δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει ὅτι «ἡ ὑπόσταση εἶναι σύμπτηξη σώματος καί ψυχῆς κατά τήν ἄρχή τῆς δημιουργίας κάθε ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ ὑπόσταση δέν διασπᾶται οὔτε μέ τό θάνατο» «Μένει τό τε σῶμα καὶ ἡ ψυχή, ἀεὶ μίαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἑαυτῶν ἔχοντα ὑπάρξεώς τε καὶ ὑποστάσεως»14. Κάθε ψυχή συνδέεται μ᾿ ἕνα σῶμα καί κάθε σῶμα συνδέεται μέ μιά ψυχή. Καί τά δυό μαζί ἀποτελοῦν τήν ἰδιαίτερη ὑπόσταση, ἕναν συγκεκριμένο ἄνθρωπο.
Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι ἡ ψυχή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πάντοτε γνωρίζει τό σῶμα της, γιατί δέν ἀπομακρύνεται ἀπ᾿ αὐτό, ἀλλά πάντοτε εἶναι ἑνωμένη μέ αὐτό. «῾Η ψυχὴ ἀεὶ ἐπισταμένη τὸ ἴδιον, οἷόν τε συνεστὼς ἐν τῷ σχήματι ἦν, καὶ μετά τήν διάλυσιν ἐκ τῶν ἀπομεινάντων σημείων τοῖς λειψάνοις οὐ πλανωμένη περὶ τὸ ἴδιον»15. Δηλαδή· «῾Η ψυχή πάντοτε ἀναγνωρίζει τό τεμάχιο, τοῦ δικοῦ της σώματος, ὅπως ὅταν ἦταν συνηνωμένο μέ ὅλο τό σῶμα, καί μετά τή διάλυση δέν πλανᾶται γιά τήν ἀναγνώριση τῶν δικῶν της μερῶν, ὁδηγούμενη ἀπό τά σημεῖα τά ὁποῖα μένουν πάνω στά λείψανα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέει· «῎Εστω κι ἄν τά στοιχεῖα τοῦ σώματος διαλυθοῦν καί διασκορπισθοῦν, τό ἕνα μακριά ἀπό τό ἄλλο, καί τότε ἡ ψυχή τά γνωρίζει μέ τή γνωστική της δύναμη καί τά προσεγγίζει καί ἐφάπτεται μέ αὐτά, μέχρι τά στοιχεῖα αὐτά τά χωρισμένα ἑνωθοῦν καί ἀναστοιχειωθεῖ τό διαλυμένο σῶμα. Αὐτό εἶναι κυριολεκτικά ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε ἀνάσταση»16.
Μποροῦμε λοιπόν νά μιλήσουμε, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιά «ἀνάσταση, ἀναβίωση, ἤ μετακόσμηση» τοῦ σώματος17.

Πῶς δέν χάνεται ἡ οὐσία τοῦ σώματος, ἀφοῦ τό νεκρό σῶμα σαπίζει καί τό τρῶνε τά σκουλίκια, ἐνῶ ἄλλα πάλι σώματα τά ἔχουν καταβροχθίσει τά ψάρια, τά θηρία, οἱ ἀρκοῦδες, τά λιοντάρια καί δέν ἔχουν ἀφήσει οὔτε ἕνα μικρό κοκκαλάκι τους;

Καί ὅμως ὅλα τά μέλη τά ὁποῖα ὑπέστησαν ὁποιαδήποτε φθορά «ἀνελιπῆ καὶ ἀκέραια ἀναδοθήσεται ἐκ γῆς», μᾶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης18, πράγμα πού μᾶς τό ἀποδεικνύει ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων, λέγοντας· «῾Ο Θεός πού δημιούργησε τόν ἄνθρωπο “ἐκ τοῦ μή ὄντος”, ἔχει τή δύναμη νά κάνει καί αὐτή τήν ἀναδημιουργία. Καί αὐτό διότι τά ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις, δυνατά παρά τῷ Θεῷ. Καί ὅλα αὐτά πού φαίνονται σέ σένα τό μικρό καί ἀδύναμο ἄνθρωπο ἀδύνατα καί ἀκατόρθωτα, εἶναι δυνατά καί κατορθωτά γιά τόν Θεό, διότι ὁ Θεός κρατάει στήν παλάμη Του ὅλη τή δημιουργία. Φαντάσου, συνεχίζει, πώς ἔχουν ἀναμιχθεῖ διάφοροι σπόροι καί αὐτοί οἱ διάφοροι σπόροι περιέχονται μέσα στήν παλάμη σου. Εἶναι δύσκολο σέ σένα τόν ἄνθρωπο ἤ πολύ εὔκολο νά ἐντοπίσεις καί νά ξεχωρίσεις κάθε σπόρο ἀπ᾿ αὐτούς πού βρίσκονται στή χούφτα σου, σύμφωνα μέ τήν ἰδιαιτερότητα του καί τό εἶδος του, ὥστε νά τούς βάλεις μαζί ὅμοιους μέ ὅμοιους, νά τούς ταξινομήσεις κατά γένος καί εἶδος; ῎Αρα δηλαδή, ἐσύ μπορεῖς νά διακρίνεις ὅ, τι βρίσκεται μέσα στή χούφτα σου καί ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά διακρίνει καί νά ἀποκαταστήσει ὅσα βρίσκονται στή δική Του παλάμη; ᾿Αντί λοιπόν νά κατηγορεῖς τόν Θεό, συνεχίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, συγκρίνοντάς Τον μέ τή δική σου ἀδυναμία, συνειδητοποίησε μᾶλλον τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία εἶναι “ἄπειρος”. Καί “οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα”»19.

᾿Αλλά πέστε μας αὐτό τό σῶμα πού φέρουμε στή γῆ θά ἀναστηθεῖ στή γενική ἀνάσταση ἤ κάποιο ἄλλο;

Τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ στή γενική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δέν εἶναι κάποιο ἄλλο σῶμα. ῞Οπως τοῦ Χριστοῦ τό σῶμα μετά τήν ᾿Ανάσταση ἦταν «τοῦτ’ αὐτό», ἔτσι καί τό δικό μας σῶμα θά εἶναι αὐτό ἀκριβῶς τό ἴδιο σῶμα πού ὑπῆρξε ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά μέ ἰδιότητες διαφορετικές. ῾Ο ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος στίς ὁμιλίες του ἀναφέρει ὅτι «στήν ἀνάσταση ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος θά ἀναστηθοῦν· οὔτε μία τρίχα δέν θά χαθεῖ»20. Τό ἴδιο ὑποστηρίζει καί ὁ Μέγας Γέρων Βαρσανούφιος. Σέ ἐρώτηση πού τοῦ θέτει κάποιος ἀδελφός γιά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί γιά τό ἄν θά λάβουμε στήν ἀνάσταση τό σῶμα πού εἴχαμε στή ζωή αὐτή, ἀπαντᾶ· «Μὴ πλανηθεῖς· σὺν τοῖς ὀστέοις καὶ νεύροις καὶ θριξὶ τὰ σώματα ἐγείρονται, καὶ οὕτως ἔσονται εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ὅμως ἐνδοξότερα κατὰ τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου λέγοντος· “τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν”». Δηλαδή· Μήν πλανηθεῖς, πρόσεχε! Τά σώματά μας θά ἀναστηθοῦν μέ τά ὀστά καί τά νεῦρα καί τίς τρίχες καί ἔτσι θά παραμείνουν στόν αἰώνα, ἀλλά θά εἶναι φωτεινότερα καί ἐνδοξότερα, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου πού λέει· “Τότε οἱ δίκαιοι θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν”» (Ματθ. 13, 43)21.
Τό ὅτι «ἕτερον σῶμα πίπτει καὶ ἕτερον ἀνίσταται», λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀνοησίες καί φλυαρίες αἱρετικῶν. Γιατί τότε, ὑποστηρίζει, πῶς θά εἴχαμε ἀνάσταση; «Τοῦ γὰρ πεσόντος ἐστιν ἡ ἀνάστασις». Καί ἀναπτύσσοντας ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος τίς συνέπειες πού θά εἶχε μιά τέτοια αἱρετική ἀντίληψη, προσθέτει· «῎Αν ἄλλο πίπτει καὶ ἄλλο ἀνίσταται», τότε ἡ νίκη θά ἦταν ἕνα φιάσκο. «Ποῦ δὲ τὸ φοβερὸν κατὰ τοῦ θανάτου νικητήριον;». Ποῦ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῶν νεκρῶν σωμάτων ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο; « Μεταξύ λοιπόν τοῦ σώματος πού πέθανε καί ἐκείνου τό ὁποῖο θά ἀναστηθεῖ ὑπάρχει ταυτότητα. ῾Ερμηνεύοντας δέ τά λόγια τοῦ μακαρίου καί πολυάθλου ᾿Ιώβ πού λέει «ὁ Θεός θά ἀναστήσει τό δέρμα μου» (᾿Ιώβ 19, 26) -ξέρουμε ὅτι τοῦ ᾿Ιώβ τό σῶμα εἶχε ὅλο σαπίσει- ὁ ὄντως Χρυσόστομος ἅγιος ᾿Ιωάννης μᾶς λέει ὅτι διδασκόμαστε ἀπό τό χωρίο αὐτό «δόγμα ἐκκλησιαστικό». Ποιό εἶναι αὐτό τό δόγμα τό ἐκκλησιαστικό; ῞Οτι τό σῶμα πού ὑπομένει πειρασμούς καί βάσανα, αὐτό τό σῶμα καί θά ἀναστηθεῖ. «Δόγμα δὲ ἐντεῦθεν διδασκόμεθα ἐκκλησιαστικόν, ὅτι τὸ σῶμα τὸ τοὺς πειρασμοὺς ὑπομένων καὶ τὰς βασάνους, αὐτό συνανίσταται τῇ ψυχῇ, ἵνα καὶ συναπολαύσῃ» Διότι, λέει, «δέν θά ἦταν ἄδικο ἄλλο μέν νά πάσχει, ἄλλο δέ νά ἀνίσταται;”»22.
Τό ἴδιο λοιπόν σῶμα ἐκεῖνο πού κοπίασε σ᾿ αὐτή τή γῆ, πού νήστεψε, πού γονάτισε στήν προσευχή, πού ὑπέμεινε τήν ἀρρώστια, πού ἔδωσε ἐλεημοσύνη καί ἀγάπη στούς ἀδελφούς, αὐτό καί θά ἀναστηθεῖ.34

Θέλετε νά πεῖτε ὅτι καί αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι καί πενιχροί -θά λέγαμε- κόποι πού καταβάλλονται, ὅσο ζοῦμε ἐδῶ στή γῆ, ἔχουν ἐσχατολογικές καί σωτήριες συνέπειες;

Φυσικά. Στό ᾿Ιδιόμελο τοῦ ῾Εσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα, 9 Μαρτίου, ἀναφέρεται·

Βλέποντες ὡς τρυφὰς τὰς βασάνους
ἔλεγον οἱ ἅγιοι Μάρτυρες·
Καυθήτω ὁ ποῦς, ἵνα χορεύῃ αἰώνια
ῥυήτω ἡ χεὶρ, ἵνα ὑψοῦται πρὸς Κύριον».

Δηλαδή·
Βλέποντας σάν τρυφές τά βάσανα
ἔλεγαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες·
῎Ας καεῖ ἀπό τό ψῦχος τό πόδι, γιά νά χορεύει αἰώνια
ἄς διαλυθεῖ τό χέρι, γιά νά ὑψώνεται πρός τόν Κύριο.

Καί ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων διακηρύττει καί λέει·
«᾿Αναγραπτός ἐστί σου πᾶσα προσευχὴ καὶ ψαλμῳδία, ἀνάγραπτός ἐστι πᾶσα ἐλεημοσύνη, ἀνάγραπτός ἐστι πᾶσα νηστεία, ἀνάγραπτός ἐστι πᾶς ὁ διαφυλαχθείς γάμος καλῶς, ἀνάγραπτός ἐστιν ἐγκράτεια διὰ Θεὸν τελεσθεῖσα»23. Δηλαδή, «εἶναι γραμμένη κάθε σου προσευχή καί ψαλμωδία, εἶναι γραμμένη κάθε σου ἐλεημοσύνη, κάθε σου νηστεία. Εἶναι γραμμένος κάθε γάμος πού διαφυλάχθηκε στά ὅρια τά ἠθικά, εἶναι γραμμένη κάθε εἴδους ἐγκράτεια πού ἔγινε γιά χάρη τοῦ Θεοῦ».
Εἶναι τό «δόγμα τό ἐκκλησιαστικό» πού μᾶς ἀναφέρει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, τό ὁποῖο μᾶς λέει καθαρά ὅτι ὅλα ὅσα κάνουμε, ὅλα ὅσα βιώνουμε ἔχουν ἐσχατολογικές προεκτάσεις καί συμβάλλουν γιά νά ἀποκτήσουμε τό ἀναστημένο πνεῦμα ἀπό ἐδῶ καί τώρα.
Τό δόγμα αὐτό τό συμπληρώνει καί ὁ σύγχρονός μας π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος μᾶς ὑπογραμμίζει πώς ὁ ἄνθρωπος πού νικᾶ τήν ἁμαρτία μέσα του, νικᾶ τό θάνατο. «᾿Εάν περάσῃ», λέει, «μία ἡμέρα καί σύ δέν ἔχεις νικήσει οὔτε μίαν ἁμαρτίαν σου, γνώριζε ὅτι ἔγινες περισσότερον θνητός. ᾿Εάν ὅμως νικήσῃς δύο ἤ τρεῖς ἁμαρτίας σου, ἔγινες πιό νέος μέ τήν νεότητα ἡ ὁποία δέν γηράσκει, τήν ἀθάνατον, τήν αἰωνίαν»24.

Πῶς θά εἶναι τό σῶμα ὅταν θά ἀναστηθεῖ;

Εἴπαμε ἤδη ὅτι τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ θά εἶναι «τό αὐτό» σῶμα μέ τό ὁποῖο ζήσαμε πάνω στή γῆ. Ταυτόχρονα ὅμως θά εἶναι καί «οὐκ αὐτό»! Μυστήριο! «᾿Ιδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω» (Α´ Κορ. 15, 51), ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος Μαψουεστίας προσθέτει· «῞Οπως τό γυαλί προέρχεται ἀπό τήν ἄμμο, ἀλλά δέν εἶναι ἄμμος, παρά κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἄμμο ἀπό τήν ὁποία δημιουργήθηκε, καί ὁ στάχυς παρόμοια δέν εἶναι κόκκος, ἀλλά κάτι διαφορετικό ἀπό τόν κόκκο, ἔτσι καί στήν ἀνάσταση, θά μετασκευασθεῖ σῶμα ἄλλης καταστάσεως, λαμπρότερο καί ἐνδοξότερο»25.
Πρέπει νά προσέξουμε αὐτή τήν εὐαίσθητη ἰσορροπία πού προσπαθεῖ νά μᾶς δώσει νά ἐννοήσουμε ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος καί οἱ ἄλλοι Πατέρες μέ τήν ἐπιμονή τους αὐτή στό θέμα τοῦ ἀναστημένου μας σώματος. Τό νέο σῶμα, ἐπιμένουν, πού θά προέλθει ἀπό τήν ἀνάσταση, δέν θά εἶναι κάποια νέα δημιουργία πού δέν θά ἔχει καμμιά σχέση μέ τό προηγούμενο σῶμα πού διαλύθηκε στόν τάφο, ἀλλά θά ὑπάρχει μεταξύ αὐτῶν καί ταυτότητα καί διαφορά. Καί ποιά εἶναι ἡ διαφορά; Εἶναι ἡ διαφορά πού ἔχει ὁ σπόρος ἀπό τό φυτό, ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι καί στή σπορά τοῦ σιταριοῦ δέν σπέρνεις τό στάχυ. Αὐτό πού σπέρνεις δέν εἶναι τό σῶμα πού πρόκειται νά φυτρώσει. ᾿Εσύ σπέρνεις σῶμα γυμνό, χωρίς φύλλα καί ὁ Θεός δίνει σ᾿ αὐτό τό μικρό κόκκο σῶμα (πρβλ. Α´ Κορ. 15, 37-38). Αὐτό τό σημεῖο τό ἑρμηνεύει πάλι ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ἀναπτύσσει τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό στάχυ πού θά φυτρώσει καί στό σπόρο. Εἶναι σχέση ταυτότητας καί ἑτερότητας, μᾶς λέει· «Καὶ αὐτός καὶ οὐκ αὐτὸς»! «Αὐτὸς μὲν ὅτι αὐτή ἡ οὐσία, οὐκ αὐτὸς δὲ ὅτι βελτίων οὗτος»26. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων «οὐκ ἄλλη μὲν οὐσία σπείρεται, ἄλλη δὲ ἐγείρεται, ἀλλά ἡ αὐτὴ βελτίων καὶ λαμπροτέρα»27.
Θά προσλάβει λοιπόν τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ νέες ἰδιότητες, ἄλλα χαρακτηριστικά ἰδιώματα, θά εἶναι «βέλτιον καί λαμπρότερον».

Δηλαδή ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματός μας δέν θά εἶναι μιά ἐπιστροφή καί μιά ἀποκατάσταση τοῦ γήινου σώματός μας, ἀλλά θά εἶναι μιά μετάβαση ἐπί τό τελειότερον;

«Καὶ ἐγερεῖ ἡμᾶς ἐν σχήματι ἄλλῳ, ἐν ᾧ γινώσκει, καὶ εἰσφέρει ἡμᾶς εἰς κατάστασιν ἄλλην», μᾶς τονίζει ὁ ἅγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος28. Τότε λοιπόν, ὅταν θά ἔλθει ὁ καιρός πού ὅρισε ὁ Θεός, θά μᾶς ἀναστήσει μέ ἄλλο σχῆμα, τό ὁποῖο ἐκεῖνος γνωρίζει, καί θά μᾶς εἰσαγάγει σέ ἄλλη κατάσταση.
Αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας· «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α´ Κορ. 15, 43-44). Στούς λόγους αὐτούς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, βλέπουμε τήν ταυτότητα καί τή διαφορά πού ἔχει τό γήινο σῶμα ἀπό τό ἀναστημένο σῶμα, τό ὁποῖο θά εἶναι ἄφθαρτο, δυνατό, πνευματικό, αἰώνιο.
῾Ο ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων λέει· «Αὐτό λοιπόν τό σῶμα θά ἀναστηθεῖ. Δέν θά μείνει ὅμως ἔτσι πού εἶναι τώρα, ἀλλά θά εἶναι κατάλληλο γιά τήν αἰωνιότητα. Δέν θά ἔχει πιά ἀνάγκη ἀπό ὑλικές τροφές γιά νά ζήσει, οὔτε σκάλες γιά νά ἀνεβαίνει, γιατί θά γίνει πνευματικό (πρβλ. Α´ Κορ. 15, 44), κάτι θαυμαστό πού ὅμοιό του τώρα δέν ἔχουμε νά τό παραβάλλουμε»29.
Τό σῶμα μας λοιπόν θά μεταποιηθεῖ «ὡς οἶδεν ὁ ἀνιστῶν Κύριος», ὅπως γνωρίζει ὁ Κύριος πού θά τό ἀναστήσει, καί, κατά τούς ἁγίους Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὅλοι μας θά λάβουμε τό δικό μας σῶμα, μέ τά ἰδιαίτερα γνωρίσματά του, ἀλλά μεταμορφωμένα.

Ποιά θά εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀναστημένου μας σώματος;

Τό ἀναστημένο μας σῶμα, ὅπως μᾶς διευκρινίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, πρῶτα-πρῶτα θά εἶναι σέ κατάσταση πνευματική, θά εἶναι «πνευματικό». Καί θά εἶναι πνευματικό, διότι τό ῞Αγιο Πνεῦμα θά ἐξουσιάζει τό σῶμα ἐκεῖνο. Θά παραμένει, λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, τό ῞Αγιο Πνεῦμα «διηνεκῶς», μονίμως, «τῇ σαρκὶ τῶν δικαίων, καὶ αὐτοῦ ἔσται τὸ κράτος», δηλαδή τό ῞Αγιο Πνεῦμα θά ἔχει τήν ἐξουσία στό πνευματικό μας ἐκεῖνο σῶμα30.
Θά εἶναι λοιπόν πνευματικό τό σῶμα μας μετά τήν ἀνάσταση, σέ ἀντίθεση μέ τό ἐπί γῆς σῶμα μας πού ἦταν «ψυχικό» «Σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ῎Εστι σῶμα ψυχικόν, καί ἔστι σῶμα πνευματικόν (Α´ Κορ. 15, 44). Θά εἶναι δέ καί λεπτότερο, ἐλαφρότερο, «κουφότερον».
῎Επειτα τό ἀναστημένο μας σῶμα θά εἶναι ἄφθαρτο καί ἀθάνατο· «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κορ. 15, 44). Διότι ἐφόσον τό νέο περιβάλλον καί ἡ νέα κατάσταση στήν ὁποία θά εἰσέλθουν οἱ ἄνθρωποι μετά τήν ἀνάσταση θά εἶναι ξένα πρός καθετί τό φθαρτό, εἶναι ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο καί τά ἀναστημένα μας σώματα νά εἶναι τέτοια, ὥστε νά προσαρμόζονται πλήρως πρός τή νέα αὐτή ἔνδοξη κατάσταση.
᾿Αθανασία λοιπόν, ἀφθαρσία καί ἀτρεψία, προσθέτει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θελόγος, θά εἶναι οἱ νέες ἰδιότητες τοῦ ἀναστημένου μας σώματος. Αὐτή ἡ «ἀτρεψία» ἀποτελεῖ καί τή βασική διαφορά τοῦ ἀναστημένου σώματός μας ἀπό τό σῶμα τό προπτωτικό τοῦ ᾿Αδάμ. ᾿Ατρεψία σημαίνει, ἀδυναμία νά τραπεῖ ὁ ἀναστημένος ἄνθρωπος πρός τήν ἁμαρτία. ῾Ο προπτωτικός ᾿Αδάμ μποροῦσε νά τραπεῖ πρός τήν ἁμαρτία. ῏Ηταν τρεπτός. ᾿Ενῶ ὁ νέος ἀναστημένος ἄνθρωπος δέν θά μπορεῖ πλέον νά ἁμαρτήσει. Αὐτή τήν «ἀτρεψία» μόνο σχετικά μπορεῖ νά τήν ἀποκτήσει ὀ ἄνθρωπος στήν παρούσα ζωή. ῾Η παντελής καί τέλεια ἀτρεψία, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, «εἶναι βραβεῖο τῆς μελλούσης ἀτρέπτου θεώσεως»31. Καί αὐτή τήν ἀτρεψία τήν εἶχε σ᾿ αὐτή τή ζωή μόνο ὁ Χριστός, ὁ νέος ᾿Αδάμ. Γι᾿ αὐτό ἀναφέρεται στό Δοξαστικό τῆς ῾Υπαπαντῆς νά λέει ὁ γηραιός Συμεών πρός τόν Κύριο·

«Δέσποτα νῦν ἀπόλυσόν με
μηνύσαι τῷ ᾿Αδάμ·
ὡς εἶδον ἄτρεπτον βρέφος
Θεὸν προαιώνιον, καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου».

«Δέσποτα, νῦν ἀπόλυσέ με, τό δοῦλο σου,
γιά νά πάω νά μηνύσω στόν ᾿Αδάμ
ὅτι ψηλάφησαν τά χέρια μου
βρέφος ἄτρεπτο»
Θεό προαιώνιο καί Σωτήρα τοῦ κόσμου».

(Στιχηρό ἱδιόμελο ᾿Αποστίχων, ῾Εσπερινοῦ ῾Υπαπαντῆς).35

Ἀπό τό βιβλίο,
«Θάνατος, ἀνάσταση καί αἰώνια ζωή»
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Ο Καρλομάγνος και η αυτονόμηση της Δύσης από τη Ρωμιοσύνη

Ο Καρλομάγνος και η αυτονόμηση της Δύσης από τη Ρωμιοσύνη



Κεφάλαιο 8
Ο Καρλομάγνος και η αυτονόμηση της Δύσης από τη Ρωμιοσύνη

Τον 8ο αιώνα συντελείται η οριστική ρήξη ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη Δυτική Ευρώπη. Οι Φράγκοι αισθάνονται πλέον αρκετά ισχυροί ώστε να απαιτήσουν για τον εαυτό τους την αρχηγία της «Χριστιανικής Οικουμένης». Σύμφωνα όμως με τις μεσαιωνικές πεποιθήσεις, που φαίνεται πως ήταν βαθύτατα ριζωμένες στον πολύ κόσμο, στην κορυφή της Οικουμένης βρίσκεται ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Έτσι, ο πιο ένδοξος βασιλιάς των Φράγκων, ο Καρλομάγνος, θα χρειαστεί να στεφθεί αυτοκράτορας των Ρωμαίων το 800, ώστε να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Στις σελίδες που ακολουθούν θα παρακολουθήσουμε λίγο πιο προσεκτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στον οριστικό χωρισμό Δυτικής Ευρώπης και Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από το 750 ως το 800. Κατά την προσωπική μας άποψη, αυτή η περίοδος είναι ιδιαίτερα αποφασιστική για τη γένεση της δυτικοευρωπαϊκής συνείδησης και του δυτικού πολιτισμού.Ήταν μέσα σ’ αυτά τα 50 χρόνια που η Δύση επέλεξε τη σύγκρουση με τη Ρωμαιοσύνη, σύγκρουση που δε σταμάτησε ποτέ μέχρι τις μέρες μας. Και ήταν επί βασιλείας του Καρλομάγνου που η Δύση ενώθηκε σ’ ένα ισχυρό κράτος το οποίο αποτέλεσε από τότε το όραμα των δυτικοευρωπαίων και ταυτόχρονα την απόδειξη της κοινής πολιτιστικής τους ρίζας την οποία επικαλούνται μέχρι σήμερα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη προσπάθεια επανένωσης των δυτικοευρωπαίων, η ΕΟΚ των έξι, πραγματοποιήθηκε από τις χώρες τα εδάφη των οποίων αντιστοιχούσαν ακριβώς στην επικράτεια του Καρλομάγνου....
Οι αρχές του 8ου αιώνα βρήκαν την Ιταλία διαιρεμένη ανάμεσα στους Λογγοβάρδους και στους ελεύθερους Ρωμαίους που είχαν πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Διοικητικό κέντρο της ρωμαϊκής Ιταλίας ήταν η Ραβέννα και οι ελεύθερες περιοχές περιελάμβαναν τη Ν. Ιταλία με τη Σικελία, τη Νάπολη, και το διάδρομο Ραβέννας-Ρώμης με τη λεγόμενη . Ρωμαϊκή παρέμενε και η Βενετία με την Ίστρια.
Οι πόλεμοι Ρωμαίων και Λογγοβάρδων ήταν αδιάκοποι, και η Αυτοκρατορία έστελνε κατά καιρούς στρατό για να υπερασπίσει τα εδάφη της, αλλά είναι γεγονός ότι από το 580 και μετά, όταν Άβαροι, Πέρσες και Άραβες άρχισαν να φτάνουν ως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, η βαρύτητα της άμυνας στράφηκε προς τα ανατολικά. Επομένως, για καθαρά γεωπολιτικούς λόγους, οι δυτικές επαρχίες παραμελήθηκαν σε κάποιο βαθμό.

Το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στη Δύση επέτρεψε (αν όχι υποχρέωσε) την ανάδειξη της Εκκλησίας σε πόλο στήριξης των δοκιμαζόμενων Ρωμαίων. Ο Πάπας ανέλαβε πρωτοβουλίες και αναμίχτηκε στο πολιτικό παιχνίδι προσπαθώντας να διασφαλίσει την επιβίωση των ομοεθνών του. ΄Έτσι, ο Πάπας Γρηγόριος Α’ ζήτησε το 594 από τον αυτοκράτορα να κλείσει ο ίδιος συνθήκη ειρήνης με τους Λογγοβάρδους, παρά την αντίθετη πολιτική βούληση της Κωνσταντινούπολης που προέκρινε τη στρατιωτική ήττα των βαρβάρων. Ο έβδομος αιώνας μας δίνει και άλλα τέτοια παραδείγματα πρωτοβουλιών του Πάπα.
Για τους δυτικούς και δυτικόφρονες ιστορικούς, αυτές οι πρωτοβουλίες δηλώνουν την αρχή της διάστασης ανάμεσα στην Αυτοκρατορία και τον Πάπα. Διάσταση που θα καταλήξει τελικά στο Σχίσμα και στην ανοιχτή έχθρα Αυτοκρατορίας και Δύσης. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική. Για να αντιληφθούμε το ρόλο του Πάπα κατά τον 7ο και 8ο αιώνα δεν έχουμε παρά να προσφύγουμε σε παραδείγματα με Ρωμηούς Πατριάρχες και αρχιεπισκόπους της πρόσφατης Ιστορίας. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά την Τουρκοκρατία είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο ρόλος του, εκτός από θρησκευτικός, ήταν και εθνικός. Ήταν ο Εθνάρχης όλων των υπόδουλων Ρωμηών και φρόντιζε, με ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του, για την καλυτέρευση της τύχης όλου του Γένους. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής, πριν το 1960. Κάπως έτσι, πρέπει να εκτιμήσουμε το ρόλο του Πάπα κατά τους δύσκολους εκείνους χρόνους που οι βάρβαροι περιέβαλαν από παντού τους Ρωμηούς της Ιταλίας. Οι κοσμικές βλέψεις και οι εδαφικές διεκδικήσεις που χαρακτηρίζουν την παπική ιστορία σε κατοπινούς αιώνες είναι αποτέλεσμα της κατάληψης του παπικού θρόνου από τους Φράγκους τον 11ο αιώνα και δεν πρέπει με κανένα τρόπο να τις μεταφέρουμε στους Ρωμηούς Πάπες του 8ου αιώνα.
Οι εξελίξεις στην Ιταλία πήραν δυσάρεστη τροπή στα μέσα του 8ου αιώνα. Το 751 οι Λογγοβάρδοι υπέταξαν τη Ραβέννα και τον επόμενο χρόνο έφτασαν έξω από τα τείχη της Ρώμης. Ο Πάπας Στέφανος (752-757) προσπάθησε να κλείσει συμφωνία μαζί τους, όπως είχαν κάνει οι προκάτοχοί του και, όταν απέτυχε, ζήτησε βοήθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Ε’. Η βοήθεια, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή όπου απειλούνταν η ίδια η ύπαρξη της Ρώμης, αργούσε να έρθει. Σύμφωνα με το Liber Pontificalis (Βιβλίο των Παπών), «όταν ο Στέφανος κατάλαβε ότι δεν θα ερχόταν βοήθεια από τον αυτοκρατορικό θρόνο, θυμήθηκε τις ενέργειες των προκατόχων του Γρηγορίου Α’, Γρηγορίου Γ’ και Ζαχαρία» και «φωτισμένος από τη Θεία Χάρη» έστειλε μήνυμα στο βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο.
Ο Πιπίνος ανταποκρίθηκε θετικά και προσκάλεσε τον Πάπα επίσημα στη Φραγκία. Στη συνάντηση, που έγινε το 754, ο Πιπίνος υποσχέθηκε να βοηθήσει και να προστατέψει την Αγία Έδρα, ενώ από τη μεριά του ο Πάπας ευλόγησε τον Πιπίνο ως βασιλιά, και έδωσε στους γιους του τον τίτλο του πατρικίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τίτλος του πατρικίου δεν είχε ιδιαίτερη σπουδαιότητα και είχε απονεμηθεί κατά καιρούς σε διάφορους βαρβάρους.
Τον επόμενο χρόνο ο Πιπίνος κατέβηκε πράγματι στην Ιταλία και συνέτριψε τους Λογγοβάρδους. Με την αναχώρησή του όμως, οι τελευταίοι παρέβηκαν τις συμφωνίες και άρχισαν πάλι να πολιορκούν τη Ρώμη. Ο Πάπας έστειλε νέες απεγνωσμένες εκκλήσεις στον Πιπίνο. Αυτός ξανακατέβηκε στην Ιταλία, διέλυσε τους Λογγοβάρδους και απέδωσε τα ρωμαϊκά εδάφη στον Πάπα. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ έστειλε αμέσως πρεσβευτές ζητώντας την απόδοση των περιοχών στην Αυτοκρατορία. Ο Πιπίνος αρνήθηκε, τονίζοντας ότι – σε αντίθεση με παλιότερους Φράγκους ηγεμόνες – δεν ενεργεί για λογαριασμό της Αυτοκρατορίας. Έτσι τα εδάφη του πρώην εξαρχάτου παρέμειναν υπό την πολιτική δικαιοδοσία του Πάπα.
Για τη Δυτική Ευρώπη αυτή είναι μια αποφασιστική στιγμή της Ιστορίας της, καθώς μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε το Παπικό κράτος που, με διάφορες μορφές, διατηρήθηκε ως τις μέρες μας, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της ηπείρου. Η ίδρυση του Παπικού κράτους περιγράφεται συνήθως με εκφράσεις όπως «η επανάσταση της Ιταλίας τον 8ο αιώνα». Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η Ρώμη, βαθύτατα απογοητευμένη από την αδιαφορία της Κωνσταντινούπολης, αποφάσισε οριστικά να αποσκιρτήσει από την Ανατολή.
Είναι πολύ αμφίβολο αν οι Ρωμαίοι του 755 έβλεπαν τα πράγματα με τον τρόπο που τα βλέπουμε εμείς. Γι’ αυτούς, απλώς, μέσα στην απελπισία της πολιορκούμενης από τους Λογγοβάρδους πόλης, ο Πάπας, ως γνήσιος Ρωμηός Εθνάρχης, έκανε ό,τι μπορούσε για την ασφάλεια των Ορθόδοξων Ρωμαίων. Στράφηκε προς τον ορθόδοξο λαό των Φράγκων για να απαλλάξει τη Ρώμη από την υποδούλωση. Μάλιστα όχι μόνο τη Ρώμη, αλλά και όλο το εξαρχάτο, να ελευθερώσει δηλαδή και τους Ρωμαίους που είχαν ήδη κατακτηθεί από τους Λογγοβάρδους. Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε, πως Φράγκοι και Ρωμαίοι είχαν συμμαχήσει και παλιότερα, τον 6ο αιώνα, όταν οι Φράγκοι είχαν βοηθήσει τους Ρωμαίους τόσο εναντίον των Γότθων, όσο και εναντίον των Λογγοβάρδων. Ήταν απόλυτα φυσιολογικό για τον Πάπα να προσφύγει σ’ αυτούς όταν είδε ότι δεν ερχόταν βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτή την οπτική γωνία δεν υπάρχουν ούτε κοσμικές φιλοδοξίες του Πάπα, ούτε ιμπεριαλιστικά σχέδια ηγεμονίας πάνω στη Δυτική Ευρώπη, όπως ισχυρίζονται συνήθως οι δυτικοί ιστορικοί. Όλα αυτά ήρθαν πολύ αργότερα, μετά τον 11ο αιώνα, και θα ήταν σφάλμα να τα μεταφέρουμε στα μέσα του 8ου αιώνα.
Είναι επίσης φανερό, και αυτό το δέχονται όλοι οι ιστορικοί, πως η Κωνσταντινούπολη δεν ανησύχησε ιδιαίτερα για τις εξελίξεις στην Ιταλία. Η κατάληψη της Ραβέννας αντιμετωπίστηκε μάλλον ως πρόσκαιρο γεγονός το οποίο σύντομα θα ανατρεπόταν. Η διαμάχη Ρωμαίων και Λογγοβάρδων ήταν γεμάτη τέτοια επεισόδια τον 7ο και 8ο αιώνα. Η απόδοση από τον Πιπίνο του πρώην εξαρχάτου στον Πάπα και όχι στην Αυτοκρατορία σίγουρα πάντως ενόχλησε, όπως υποδηλώνουν οι αλλεπάλληλες πρεσβείες προς τον Πιπίνο εκείνη την περίοδο.
Η απόφαση του αυτοκράτορα ήταν να συσφίξει τις σχέσεις με τους Φράγκους, ώστε να εξουδετερώσει τυχόν εξτρεμιστικές τάσεις επεκτατισμού τους. Έτσι το 757 έστειλε τον πρωτοασηκρήτη Γεώργιο στον Πιπίνο, και μαζί ένα μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο ως δώρο. Ήταν η πρώτη φορά που η Φραγκία έβλεπε όργανο και η εντύπωση που προκάλεσε έμεινε ιστορική. Ταυτόχρονα πρότεινε γάμο ανάμεσα στο γιο του αυτοκράτορα Λέοντα και την κόρη του Πιπίνου Γκιζέλα, αν και τελικά η πρόταση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Κρίνοντας εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε πως η πολιτική αυτή είχε πολύ περιορισμένα αποτελέσματα, αφού οι Φράγκοι συνέχισαν την επέκτασή τους και μετά το θάνατο του Πιπίνου.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στη βασική ρωμαίικη πηγή για την περίοδο, τη «Χρονογραφία» του Θεοφάνη, υπάρχει αμυδρή μόνο γνώση των όσων διαδραματίζονται στη Δύση σε όλη τη δεκαετία του 750 (και σ’ αυτά υπάρχει χρονολογική σύγχυση, αφού ο Θεοφάνης τοποθετεί την αποστολή του Πάπα Στεφάνου στον Πιπίνο στο 723-724). Πάντως, αυτά τα λίγα υποστηρίζουν την άποψη που διατυπώσαμε παραπάνω. Ο Θεοφάνης αποκαλεί τον Στέφανο «αοίδιμο» και δικαιολογεί την πράξη του.
Πέρα από το Θεοφάνη, δεν υπάρχει καμιά ελληνόφωνη πηγή για τα γεγονότα της Ιταλίας, όπως έχει διαπιστώσει ο D. H. Miller που ερευνά συστηματικά αυτή την περίοδο. Έτσι, λεπτομέρειες για αυτές τις ενέργειες αντλούμε αναγκαστικά από το Liber Pontificalis και το φραγκικό Codex Carolinus που διασώζει την αλληλογραφία του Πάπα με το Φράγκο βασιλιά. Το τελευταίο, όμως, είναι αμφίβολης γνησιότητας. Για παράδειγμα, αναφέρει μια επιστολή του Πάπα Στεφάνου προς τον Πιπίνο όπου ο πρώτος ζητάει από τον Πιπίνο να τον απαλλάξει τώρα και από τους «Γραικούς», ώστε η αγία, καθολική και αποστολική εκκλησία του Θεού να ελευθερωθεί από τη μολυσματική δολιότητα των Γραικών.
Το γιατί ο Ρωμαίος Πάπας, που πριν λίγο ζητούσε βοήθεια από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ και που συνέχιζε να χρονολογεί τα έγγραφά του σύμφωνα με το χρόνο βασιλείας του αυτοκράτορα, θα εκφραζόταν τόσο βίαια εναντίον των «Γραικών» είναι άξιο απορίας. Όπως θα δούμε, όμως, παρακάτω, υπάρχουν πολλά περίεργα στις φράγκικες πηγές αυτής της περιόδου. Παύουν να είναι περίεργα, μόλις αντιληφθούμε τις απανωτές πλαστογραφίες που έγιναν εκ των υστέρων στις πηγές από τη αδίστακτη φραγκική διπλωματία.
Το 757 τον Στέφανο διαδέχτηκε ο αδελφός του Παύλος Α’. Η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα του Codex Carolinus συνεχίζεται. Σε γράμμα προς τον Πιπίνο, ο νέος Πάπας καταδικάζει τους «Γραικούς» ως αιρετικούς, αν και χωρίς να εξηγεί ποια είναι η αίρεσή τους. Τους ονομάζει nefandissimi, odibiles, perversi. Στις ρωμαϊκές πηγές αγνοείται η οποιαδήποτε τέτοια στάση του Πάπα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτή την περίοδο ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ είχε εξαπολύσει νέους διωγμούς εναντίον των εικονόφιλων και, με τη Σύνοδο της Ιέρειας το 754, είχε προσδώσει για πρώτη φορά το χαρακτήρα επίσημου δόγματος στην εικονομαχία. Μοναχοί από την Ανατολή είχαν φτάσει ως την Ρώμη ζητώντας καταφύγιο στον Πάπα που παρέμενε σταθερά Ορθόδοξος και εικονόφιλος. Να ήταν αυτός ο λόγος για τις καταδίκες των «Γραικών»;

Μοιάζει δυσκολοπίστευτο. Αν ήταν έτσι, ο Πάπας δε θα καταδίκαζε συνολικά τους «Γραικούς», αλλά μόνο τις συγκεκριμένες αιρετικές απόψεις του αυτοκράτορα. Διαφωνίες μεταξύ Πάπα και αυτοκράτορα υπήρξαν αρκετές στους αιώνες πριν το 750, και η Ορθόδοξη Ιστορία αναγνωρίζει ότι πολλές φορές ο Πάπας είχε δίκιο. Κορυφαίο παράδειγμα, ο Πάπας Μαρτίνος Α’ που βασανίστηκε και εξορίστηκε, αλλά δεν υπέκυψε στο Μονοθελητισμό της Κωνσταντινούπολης κατά τον 7ο αιώνα. Ο Μαρτίνος ανακηρύχτηκε άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται μέχρι σήμερα. Ποτέ όμως ο Πάπας δεν είχε εκφραστεί έτσι για το σύνολο των Ρωμαίων της Ανατολής.
Έπειτα, στη Ρώμη του 8ου αιώνα υπήρχαν 10 «γραικικά» (δηλαδή ελληνόφωνα) μοναστήρια, σε σύνολο 38 μοναστηριών στην πόλη, όπου κατέφευγαν από τον αραβικό ζυγό ή από τις διώξεις των εικονομάχων. Είναι δυνατόν ο Πάπας να καταδίκαζε συνολικά τους «Γραικούς», τη στιγμή που είχε υπό τη δικαιοδοσία του τόσους «Γραικούς» μοναχούς. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι γνωστό ότι το 761 ο ίδιος ο Παύλος Α’ δώρησε το πατρικό του σπίτι στους «Γραικούς» κατοίκους της Ρώμης και επικύρωσε τη δωρεά με συνοδική βούλα που υπέγραψαν όλοι οι καρδινάλιοι και η οποία έγραφε με ελληνικούς χαρακτήρες το όνομα του δωρητή. Και τέλος, ο Πάπας Παύλος καταγόταν από παλιά, επιφανή οικογένεια της Ρώμης. Δε θα ήταν δυνατό να αρχίσει να αποκαλεί «Γραικούς» τους ομοεθνείς του Ρωμαίους της Κωνσταντινούπολης, σε μια εποχή που κάθε Ρωμαίος γνώριζε πως δεν υπήρχε κανένα γραικικό έθνος στην Ανατολή.

Με λίγα λόγια, για να συνοψίσουμε, δεν υπάρχει καμιά λογική εξήγηση γι’ αυτές τις εκφράσεις του Πάπα Παύλου Α’. Καθώς δεν επιβεβαιώνονται από άλλη πηγή, μπορούμε κατά τη γνώμη μας να τις θεωρήσουμε μεταγενέστερα κατασκευάσματα της φραγκικής βιομηχανίας πλαστογραφήσεων. Αυτό φυσικά είναι μια υπόθεση που θα πρέπει να ελεγχθεί από τους ειδικούς. Πάντως πρέπει να θυμίσουμε, παρενθετικά, ότι η ιστορία των Φράγκων βρίθει πλαστογραφήσεων αυτή την περίοδο.
Είναι γνωστές, για παράδειγμα, οι λεγόμενες «ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις», συλλογή κανόνων και παπικών δεκρεταλίων τις οποίες κυκλοφόρησαν οι Φράγκοι στις αρχές του 9ου αιώνα. Αυτές περιλαμβάνουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, 94 νόθα παπικά δεκρετάλια καθώς και την περιβόητη «Κωνσταντίνεια Δωρεά». Όπως σημειώνει ο Β. Στεφανίδης, «ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα. Τα μνημονευθέντα νόθα δεν είναι απλά πλάσματα της φαντασίας, αλλ’ εκ της επισταμένης μελέτης των θεολογικών και κανονικών πηγών ελήφθησαν στοιχεία, τα οποία ολίγον παραμορφωθέντα και συνδυασθέντα έλαβον το ποθούμενον αποτέλεσμα».
Επίσης, λίγες δεκαετίες αργότερα, έχει παρατηρηθεί ότι από το Βιβλίο των Παπών (Liber Pontificalis) έχουν αφαιρεθεί οι βίοι των παπών Ιωάννη Η’, Μαρίνου Α’ και Αδριανού Γ’ (872-885), «μια παράλειψη μοναδική στο είδος της», όπως σημειώνει ο Λουγγής. Προφανώς οι πάπες αυτοί δεν είχαν θέση στην παραποιημένη από τους Φράγκους Ιστορία, αφού έστειλαν συγχαρητήρια στον αυτοκρατορικό στρατό που έδιωξε τους Άραβες από τη Ν. Ιταλία. Μάλιστα ο πάπας Ιωάννης Η’ προέτρεψε τους διοικητές του στρατού να πάνε στη Ρώμη για να υπερασπίσουν τους εκεί Ρωμαίους. Επομένως δεν είναι καθόλου περίεργο που οι Φράγκοι έσβησαν εκ των υστέρων τη βιογραφία του, στην οποία προφανώς υπήρχαν και άλλα στοιχεία που αποκαλύπτουν τις φραγκικές πλαστογραφήσεις.

Πάντως η συνολική εξέταση των φραγκικών πλαστογραφήσεων θα απαιτούσε μια ιδιαίτερα ογκώδη μελέτη και θα άφηνε άφωνο το σημερινό αναγνώστη. Έχοντας αυτά υπόψη, δεν πρέπει να ψάχνουμε για πολύ να βρούμε το γιατί οι Ρωμαίοι της Ανατολής αρχίζουν, χωρίς καμιά εξήγηση, να αποκαλούνται «Γραικοί» την ίδια περίπου εποχή στο Codex Carolinus και στην «Historiae Langobardorum» του Παύλου Διάκονου. Υπάρχει ασφαλώς ενσυνείδητη πολιτική γραμμή που υπαγορεύει μια τέτοια παραποίηση.
Ο Πιπίνος πέθανε το 768 και το βασίλειό του μοιράστηκε, κατά το γερμανικό έθιμο, στους γιους του Κάρολο και Καρλομάνο. Ο δεύτερος πέθανε τρία χρόνια αργότερα, αλλά ο πρώτος βασίλεψε επί 46 χρόνια και πέρασε στην Ιστορία ως Κάρολος ο Μέγας ή Καρλομάγνος.

Τον πρώτο κιόλας χρόνο της βασιλείας των δύο αδελφών, ο νέος Πάπας Στέφανος ο Γ’ συγκάλεσε τη Σύνοδο του Λατερανού (769) για να λύσει κυρίως το πρόβλημα της παρουσίας ενός διεκδικητή του παπικού θρόνου. Η Σύνοδος αυτή, όμως, απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό το πρίσμα μεταγενέστερων εξελίξεων. Κατ’ αρχήν, ήταν η πρώτη σύνοδος στη Ρώμη στην οποία πήραν μέρος Φράγκοι επίσκοποι, 12 τον αριθμό, μαζί με 39 Ρωμαίους επισκόπους (στοιχείο που, παρεπιπτόντως, δηλώνει ότι η διάκριση Ρωμαίων και Φράγκων παρέμενε ξεκάθαρη στα 769).
Με τη σύνοδο του Λατερανού ο Πάπας προσπάθησε ταυτόχρονα να ενσωματώσει τους Φράγκους στο Ορθόδοξο στρατόπεδο. Προσφέροντάς τους την τιμή της συμμετοχής για πρώτη φορά, ήλπιζε να τους διατηρήσει πιο στενά δεμένους μαζί του, απέναντι σε μελλοντικές λογγοβαρδικές βλέψεις. Η Ιστορία τον διέψευσε, αφού οι Φράγκοι εξαπέλυσαν σύντομα επεκτατικούς πολέμους χωρίς να σεβαστούν ούτε την Ορθοδοξία ούτε τους Ρωμαίους.
Η σύνοδος αυτή, πάντως, έχει και μια δεύτερη σπουδαιότητα. Μια από τις σημαντικές αποφάσεις της ήταν η άνευ όρων υποστήριξη της προσκύνησης των εικόνων (διαβάστηκαν μάλιστα επιστολές από τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων που τάσσονταν υπέρ των εικόνων). Ταυτόχρονα , όπως συνέβαινε σε κάθε σύνοδο, επαναλήφθηκε η ομολογία αποδοχής των αποφάσεων των μέχρι τότε Οικουμενικών Συνόδων. Υπογραμμίστηκε ότι η ορθή πίστη ορίζεται μόνο με Οικουμενικές Συνόδους και αναγνώστηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Οι Φράγκοι επίσκοποι συμφώνησαν ομόφωνα με όλες αυτές τις αποφάσεις και διακηρύξεις. Η χριστιανική Εκκλησία παρέμενε μία και αδιαίρετη ακόμη το 770, με εξαίρεση την εικονομαχική στάση της Κωνσταντινούπολης.
Πριν όμως περάσουν είκοσι χρόνια, οι Φράγκοι θα άλλαζαν εντελώς στάση και θα απέρριπταν αυτά που είχαν δεχθεί στο Λατερανό. Θα απέρριπταν το αναλλοίωτο του Συμβόλου της Πίστεως, προσθέτοντας το «filioque». Θα απέρριπταν την αποκλειστικότητα των Οικουμενικών Συνόδων στον καθορισμό του δόγματος, θεσμοθετώντας την αυθαιρεσία του κάθε κοσμικού ηγεμόνα ή Πάπα, πράγμα που οδήγησε τη Λατινική Εκκλησία σε απολυταρχικές περιπέτειες κατά τους επόμενους αιώνες. Θα απέρριπταν ακόμη και την προσκύνηση των εικόνων, μόλις η Κωνσταντινούπολη στράφηκε υπέρ των εικόνων. Και, έχοντας προβεί σ’ αυτές τις ενέργειες, άρχισαν να υποστηρίζουν από τότε (μέχρι και σήμερα) ότι αυτοί διατήρησαν την ορθή χριστιανική πίστη σε αντίθεση με τους Ρωμηούς τους οποίους άρχισαν να συκοφαντούν επί αιώνες με τα Contra errors Graecorum. Ας δούμε από κοντά τι ακριβώς συνέβηκε.
Παρά την αντίθετη άποψη που υιοθετούν ορισμένοι ιστορικοί, δεν ήταν η εικονομαχία που δημιούργησε τη θρησκευτική αντίθεση Φράγκων και Αυτοκρατορίας. Λίγα χρόνια μετά τη σύνοδο του Λατερανού, η κατάσταση άλλαξε στην Κωνσταντινούπολη και μια εικονόφιλη αυτοκράτειρα, η Ειρήνη, συγκάλεσε την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια, 787). Όπως είναι γνωστό, η Σύνοδος αυτή αποκατέστησε πλήρως την προσκύνηση των εικόνων. Ποια ήταν η αντίδραση των Φράγκων; Αντί να χαιρετήσουν την επιστροφή των «αιρετικών Γραικών» στην ορθή πίστη, συνέταξαν μια απάντηση, την «Capitulare adversus synodum», η οποία απέρριπτε τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας.
Ήταν πλέον η εποχή που οι στρατιωτικές επιτυχίες του Καρλομάγνου γεννούσαν όνειρα κοσμοκρατορίας στη φραγκική αυλή. Έτσι οι Φράγκοι αισθάνονταν αρκετά δυνατοί ώστε να ρίξουν τα προσχήματα: δεν τους ενδιέφερε καμιά ορθή πίστη – και η καταδίκη της εικονομαχίας το 769 ήταν γι’ αυτούς μόνον ένα μέσο για την κατάκτηση της Ιταλίας. Δεν τους ενδιέφερε ούτε καν ο Πάπας, όσο είχε διαφορετική γνώμη: όταν ο Πάπας Αδριανός έλαβε την Capitulare, πρέπει να έπαθε σοκ. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, τη στιγμή που αντιπρόσωποί του είχαν συμμετάσχει στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, επιστολές του είχαν καταχωρηθεί στα πρακτικά της, και ο Πατριάρχης Ταράσιος είχε εξάρει, στη διάρκεια της Συνόδου, την προσήλωση του Αδριανού στις αρχαίες παραδόσεις της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Συνέταξε αμέσως μιαν απάντηση, γνωστή ως «Hadrianum», και την έστειλε στον Καρλομάγνο. Σ’ αυτήν αντέκρουε, σημείο προς σημείο, τις θέσεις των Φράγκων, εμμένοντας στις ορθόδοξες αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου. Ο Καρλομάγνος όμως είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Αντί να δεχτεί τις επεξηγήσεις του Πάπα και να πανηγυρίσει, όπως κάνουν όλοι οι Ορθόδοξοι μέχρι σήμερα, για τη νίκη των εικόνων την οποία υπέγραφαν και τα πέντε Πατριαρχεία, ανέθεσε στους συμβούλους του να συνθέσουν μια νέα θεολογία. Έτσι προέκυψαν τα περίφημα Libri Carolini που εκφράζουν τις φραγκικές θεολογικές θέσεις σε αντίθεση με αυτές των Ορθοδόξων σε Ρώμη και Κωνσταντινούπολη.
Οι ρήξεις και οι επαναστατικές τομές συμβαίνουν πολύ σπάνια στην παγκόσμια Ιστορία. Συνήθως η ροή των γεγονότων είναι τόσο συνεχής ώστε δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει το τέλος μιας εποχής από την αρχή μιας νέας. Στα Libri Caroliniμ, όμως, δικαιούται, κατά τη γνώμη μας, ο ιστορικός να αναγνωρίσει τη μεγάλη ρήξη στην Ιστορία της Ευρώπης. Αν υπάρχει μία στιγμή κατά την οποία οριστικοποιείται ο χωρισμός Δυτικής Ευρώπης και Ρωμιοσύνης, αυτή είναι ακριβώς η δεκαετία του 790. Οι αιτίες του χωρισμού δεν πρέπει να αναζητηθούν, όπως γίνεται από πολλούς, σε γεωγραφικούς λόγους ή σε γλωσσικές διαφορές. Ρωμαίοι Ιταλίας και Ρωμαίοι Ανατολής παρέμεναν Ρωμαίοι είτε μιλούσαν λατινικά είτε μιλούσαν ελληνικά. Ούτε υπήρχαν θρησκευτικά αίτια, αφού η διαφορά γύρω από τις εικόνες εξέλιπε (έστω και προσωρινά) μετά τη Σύνοδο του 787. Ούτε βέβαια πρέπει να αναζητάει κάποιος την αιτία στη δήθεν κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476, όπως εξηγήσαμε στο 4ο κεφάλαιο. Τέλος-τέλος, ακόμη και η «ίδρυση» του παπικού κράτους το 756 δεν αποτέλεσε ρήξη της Δύσης, της Ρώμης, με την Ανατολή.

Είναι φανερό, απ’ όσα περιγράψαμε, ότι η διαφορά Ρώμης-Κωνσταντινούπολης ήταν προσωρινή και αποκαταστάθηκε με την Οικουμενική Σύνοδο του 787. Και είναι, κατά τη γνώμη μας, παράδοξο το ότι έγκυροι ιστορικοί, όπως ο Καραγιαννόπουλος, διακηρύττουν πως μετά την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο «ουδεμία προσέγγισις μεταξύ πάπα και Βυζαντίου ήτο πλέον δυνατή και ο πάπας ηναγκάσθη να στραφή και πάλιν προς τους Φράγκους». Οι ιστορικοί αυτοί δέχονται τη δυτική άποψη ότι «η εξάπλωση της βυζαντινής κυριαρχίας (μετά από μάχες Φράγκων και «βυζαντινών» το 787) σε ολόκληρη τη Νότια Ιταλία ανησύχησε πολύ τον πάπα Αδριανό». Φαίνεται, ωστόσο, ότι το «πολύ» δεν ήταν και τόσο «πολύ», αφού ο Αδριανός προχώρησε σε συμμετοχή στη Σύνοδο της Νίκαιας – ενώ θα μπορούσε να αρνηθεί την πρόσκληση με την πρόφαση ότι η Ρώμη δεν ανήκε πλέον στην Αυτοκρατορία, ήταν ανεξάρτητη. Ακόμη, το «πολύ» ήταν μάλλον «λίγο», αφού παρά τις «ανησυχίες» του, ο Αδριανός προτίμησε, με το «Hadrianum» που προαναφέραμε, να έρθει σε σύγκρουση με αυτούς που θα τον προστάτευαν από το «βυζαντινό επεκτατισμό», δηλαδή τους Φράγκους.
Είναι πολύ πιο απλό, αντί να επαναλαμβάνουμε τη φράγκικη προπαγάνδα, να δούμε και τη ρωμαίικη άποψη η οποία, αν όχι τίποτα άλλο, έχει μεγαλύτερη ερμηνευτική ικανότητα (και λιγότερες λογικές αντιφάσεις) για τα γεγονότα της περιόδου 750-800. Η εικόνα που θα προκύψει από τη ρωμαίικη άποψη δεν είναι πλήρως γνωστή. Πάντως ο γενικός άξονας γύρω από τον οποίο θα συμπληρωθούν οι ψηφίδες αυτού του μωσαϊκού είναι γνωστός και είναι αυτός που περιγράψαμε σ’ αυτό το κεφάλαιο.

Ας δούμε τώρα τι ακριβώς συνέβηκε μετά από την απόφαση του Καρλομάγνου να έρθει σε ρήξη με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον Πάπα. Ήδη το 787, οι Φράγκοι έχοντας κυριαρχήσει οριστικά στη Β. Ιταλία και έχοντας θέσει υπό την «προστασία» τους την Κεντρική Ιταλία επιτέθηκαν στο Νότο. Πρώτος στόχος ήταν το ανεξάρτητο λογγοβαρδικό δουκάτο του Μπενεβέντο, αλλά φυσικά απώτερος σκοπός ήταν η ολοκληρωτική προσάρτηση της Ν. Ιταλίας, έτσι ώστε να εξαλειφθεί κάθε Ρωμαϊκή αντίσταση.
Η Κωνσταντινούπολη θορυβήθηκε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε αδύναμη τη σταδιακή απώλεια του εξαρχάτου της Ραβέννας, αλλά φαίνεται πως η Καμπανία και η Απουλία αποτελούσαν μια αδιαπραγμάτευτη γραμμή άμυνας για την Αυτοκρατορία. Έτσι, αυτοκρατορικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Καλαβρία και συμμάχησαν με το Μπενεβέντο. Από το 787-788 αρχίζουν πλέον οι απευθείας συγκρούσεις του αυτοκρατορικού στρατού με τους Φράγκους, με επίζηλο έπαθλο τη Ν. Ιταλία. Οι διπλωματικές επαφές Κωνσταντινούπολης και Καρλομάγνου διακόπηκαν για δέκα χρόνια και ένα από τα θαύματα της διακοπής υπήρξε το διασημότερο προξενιό του μεσαίωνα, αυτό μεταξύ του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’ και της Ροτρούδης, κόρης του Καρλομάγνου.
Το 794 ο Καρλομάγνος συγκάλεσε στη Φραγκφούρτη μια μεγάλη φραγκική σύνοδο η οποία επισημοποίησε τις πρόσφατες θεολογικές αυθαιρεσίες της αυλής του. Σ’ αυτή τη σύνοδο αποδοκιμάστηκε η λατρεία των εικόνων ως μη χριστιανική, απορρίφθηκε ο τίτλος «οικουμενική» για τη Σύνοδο της Νίκαιας του 787 και εισήχθηκε το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως. Επίσης αποδοκιμάστηκαν και πολλές άλλες ενέργειες της Κωνσταντινούπολης, όπως η αξίωση του αυτοκράτορα να προεδρεύει στις Συνόδους ως «ισαπόστολος», κλπ. Συνολικά, οι Φράγκοι είχαν επιλέξει την αντιπαράθεση σε πολιτικό επίπεδο και προσπαθούσαν τώρα να διακοσμήσουν τα σχέδιά τους με δήθεν θρησκευτικές διαφορές. Γι’ αυτό άλλωστε και τα επιχειρήματά τους δεν έχουν ιδιαίτερη αξία. Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Ρωμανίδης, εδώ έχουμε την περίπτωση «μιας νεόκοπης ομάδας Γερμανικών φυλών που άρχισαν να διδάσκουν στους Ρωμαίους πριν καλά-καλά μορφωθούν οι ίδιοι».
Έτσι κι αλλιώς, οι πηγές στις οποίες μπορούσαν να προσφύγουν οι Φράγκοι θεολόγοι ήταν ελάχιστες – ό,τι είχε απομείνει μετά από 300 χρόνια καταστροφών και σκοταδιού που περιγράψαμε στο 6ο κεφάλαιο. Απ’ ό,τι δείχνει η εξέταση των παραπομπών τους, βασίζονταν κυρίως στο έργο του Πάπα Γρηγορίου Α’ και στις περιλήψεις έργων που είχε διασώσει ο Ισίδωρος Σεβίλλης. Αντίθετα, η Σύνοδος της Νίκαιας είχε, όπως δέχονται και οι δυτικοί ιστορικοί, πρόσβαση σε αμέτρητες πηγές, άλλες από την πατριαρχική βιβλιοθήκη και άλλες τις οποίες είχαν φέρει από τις μητροπόλεις τους οι συνοδικοί. Αναφορές στις πηγές και στην εντυπωσιακά εξαντλητική διασταύρωση χωρίων υπάρχουν στα πρακτικά της Συνόδου της Νίκαιας που σώζονται μέχρι σήμερα.
Μια από τις και τις καινοτομίες τις οποίες εισήγαγαν οι Φράγκοι στη Σύνοδο της Φραγκφούρτης αποτέλεσε για τους επόμενους έντεκα αιώνες το κομβικό σημείο σύγκρουσης ανάμεσα στην Ορθόδοξη και στη Λατινική Εκκλησία, το σλόγκαν, θα λέγαμε, της θρησκευτικής διαμάχης Δύσης και Ορθοδοξίας. Πρόκειται για το «filioque». Γι’ αυτή τη μικρή προσθήκη τριών λέξεων («εκ του Υιού») στο Σύμβολο της Πίστεως έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες και ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα πρέπει να προστρέξει σε πιο ειδικούς από μας για τα θεολογικά επιχειρήματα των δύο πλευρών. Θα αναφέρουμε όμως ορισμένα ιστορικά στοιχεία για τη γένεσή του, αφού ανήκουν στην περίοδο την οποία αναλύουμε.
Κατ’ αρχή, και σ’ αυτό το θέμα οι Φράγκοι έχουν πλάσει ένα μύθο που παραμένει διαδεδομένος ως σήμερα, παρ’ ότι είναι ανυπόστατος ιστορικά. Κυριαρχεί, δηλαδή, η άποψη ότι το filioque αποτέλεσε πηγή διαφοράς ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία.
Ο μύθος αυτός πρέπει επιτέλους κάποτε να εκλείψει. Η αλήθεια είναι ότι οι Ρωμαίοι Πάπες αντιτάχθηκαν στο filioque μόλις αυτό προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Φράγκους. Μάλιστα, ο Πάπας Λέων Γ’ (796-816), επειδή γνώρισε από πρώτο χέρι τις πιέσεις των Φράγκων σ’ αυτό το ζήτημα, προχώρησε σε μια πράξη που φανερώνει το πλήρες μέγεθος της παπικής αντίδρασης στις φραγκικές αυθαιρεσίες. Φρόντισε ώστε το ορθόδοξο Σύμβολο της Πίστεως (χωρίς το filioque) να αναγραφεί σε δυο ασημένιες πλάκες (μια στα λατινικά και μια στα ελληνικά) τις οποίες ανήρτησε σε ψηλό σημείο στο ναό του Αγίου Πέτρου για να είναι ευανάγνωστες από όλους τους πιστούς. Ο Λέων ήλπιζε ότι οι Φράγκοι δε θα τολμούσαν να προσβάλουν το ιερότερο κέντρο της δυτικής Χριστιανωσύνης.
Το 809 οι τελευταίοι προχώρησαν στην επίσημη καθιέρωση του filioque με τη σύνοδο του Άαχεν. Μια και ο Πάπας εξακολουθούσε να διατηρεί την Ορθόδοξη παράδοση, ο Καρλομάγνος έστειλε μια αντιπροσωπεία στη Ρώμη υπό το μοναχό Σμάραγδο για να τον μεταπείσει. Στα πρακτικά της συνάντησης, που διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Λέων αρνήθηκε κατηγορηματικά.

Οι διάδοχοί του συνέχισαν να είναι αντίθετοι στο filioque μέχρις ότου οι Φράγκοι κατέλαβαν δια της βίας το Πατριαρχείο Ρώμης και εγκατέστησαν οριστικά δικό τους Πάπα (πιθανόν από το 1009 και μετά ). Μόνο τότε, αφού δηλαδή ανέβηκε Φράγκος στον παπικό θρόνο, άρχισαν οι Πάπες να υποστηρίζουν το filioque και να αντιπαρατίθενται στην Ορθοδοξία των υπόλοιπων τεσσάρων Πατριαρχείων. Γι’ αυτό και οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι έπαψαν να ονομάζουν την εκκλησία της Ρώμης «Ρωμαιοκαθολική» μετά την κατάληψή της από τους Φράγκους: δεν ήταν ούτε Ρωμαϊκή (με την εθνική-πολιτιστική έννοια του όρου) ούτε βέβαια Καθολική (αφού είχε πλέον αποσχιστεί από το καθόλου Σώμα της Χριστιανικής Εκκλησίας). Ονομάστηκε από τότε, και αυτός είναι ο μόνος σωστός όρος «Λατινική».
Ας έρθουμε τώρα στην περίφημη στέψη του Καρλομάγνου ως αυτοκράτορα Ρωμαίων τα Χριστούγεννα του 800 στη Ρώμη. Τα γεγονότα πριν και κατά τη στέψη έχουν αποτελέσει το αντικείμενο εξαντλητικής έρευνας από τους μεσαιωνολόγους και έτσι δε χρειάζεται να αναφέρουμε παρά μόνο περιληπτικά. Άλλωστε, μετά τα όσα εκτέθηκαν ως εδώ, η γνώμη μας είναι πως η στέψη αποτέλεσε την κατάληξη και όχι την αρχή της αντιρωμαϊκής πολιτικής των Φράγκων.
Ο Πάπας Αδριανός πέθανε το 796 και τον διαδέχτηκε ο Λέων Γ’. Ο Καρλομάγνος φρόντισε να εξασφαλίσει την υποταγή του νέου Πάπα στέλνοντάς του μια σειρά από οδηγίες και υποχρεώνοντάς τον να χρονολογεί τα έγγραφά του από την ημερομηνία της φραγκικής κατάληψης της Β. Ιταλίας. Ο Πάπας, θέλοντας και μη, έστειλε επίσης στον Καρλομάγνο τα κλειδιά του Αγίου Πέτρου και το λάβαρο της πόλης της Ρώμης.
Οι δυτικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτή η πράξη είναι απόδειξη της προτίμησης του Πάπα για τους Φράγκους σε σχέση με την Αυτοκρατορία. Ο ισχυρισμός θα είχε κάποια βάση αν το παπικό κράτος ήταν αληθινά ανεξάρτητο. Μα η ανεξαρτησία ήταν ανύπαρκτη, όταν πάνω από το κεφάλι των Ρωμηών της Ιταλίας βρίσκονταν οι στρατιές του Καρλομάγνου. Ακόμα και ο Γίββων το είχε διαπιστώσει αυτό, όταν έγραψε πολύ εύστοχα: «η δύναμη και η πολιτική του Καρλομάγνου εξόντωσαν έναν εχθρό (τους Λογγοβάρδους) και επέβαλαν έναν κύριο (master) στους Ρωμαίους». Άλλωστε οι Φράγκοι συμπεριφέρονταν ως ιδιοκτήτες του πρώην εξαρχάτου. Όπως αναφέρει το Codex Carolinus, ο Καρλομάγνος ξήλωσε τα μωσαϊκά του παλατιού της Ραβέννας και τα πήρε στο Άαχεν για να διακοσμήσει το δικό του παλάτι.

Το 799, συγγενείς του πρώην Πάπα Αδριανού επιτέθηκαν, κακοποίησαν και φυλάκισαν το Λέοντα. Με τη βοήθεια φίλων, αυτός κατάφερε να ξεφύγει και να φτάσει ως τη Σαξονία για να ζητήσει βοήθεια του Καρλομάγνου. Ο τελευταίος αποφάσισε να πάρει το μέρος του Λέοντα. Ταυτόχρονα είναι σίγουρο πως είδε μπροστά του μια μοναδική ευκαιρία για να προωθήσει παραπέρα τις επιδιώξεις του. Έτσι, στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, ο Κάρολος πιθανότατα ζήτησε κάποια ανταλλάγματα από τον Πάπα, όσο κι αν οι δυτικές πηγές δεν αναφέρουν κάτι σχετικό. Ο Λέων, του οποίου η ίδια η ζωή εξαρτιόταν πλέον από την υποστήριξη του Καρλομάγνου, δε θα μπορούσε να του αρνηθεί τίποτα.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Λέων γύρισε στο θρόνο του, ενώ ο Κάρολος δήλωσε, εντελώς «συμπτωματικά», ότι θα ήθελε να γιορτάσει την 800ή επέτειο της Γέννησης του Χριστού στη Ρώμη. Στη διάρκεια της ακολουθίας των Χριστουγέννων στον Άγιο Πέτρο, ο Πάπας έστεψε τον Καρλομάγνο, τον έχρισε με έλαιο και οι παριστάμενοι τον επευφήμησαν ως αυτοκράτορα. Ο Κάρολος άρχισε να τυπώνει χρυσά νομίσματα με την απεικόνιση του προσώπου του και το μονόγραμμα του Πάπα. Η 25η Δεκεμβρίου 800 θεωρείται στη Δύση ως η ημερομηνία «ανασύστασης» (renovation) της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».Στα φραγκικά χρονικά της εποχής, το Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΣΤ’ ακολουθεί αμέσως ως 68ος αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος.
Οι διάδοχοι του Καρλομάγνου θα φέρουν τον τίτλο του αυτοκράτορα σε διάφορα κρατικά μορφώματα, γνωστότερο από τα οποία είναι η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους», ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Μάλιστα οι Γερμανοί συνέχισαν να αριθμούν τους αυτοκράτορές τους αρχίζοντας από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι και τον Φραγκίσκο Β’ (1806) που θεωρούνταν 120ός Ρωμαίος αυτοκράτορας. Οι Φράγκοι ανέπτυξαν μια υποτυπώδη θεωρητική ερμηνεία για την αυθαίρετη ενέργεια του Καρλομάγνου την οποία και επέβαλαν επί δώδεκα αιώνες μέχρι σήμερα. Η διατύπωση αυτής της θεωρίας σώζεται στο Χρονικό του Laureshein (9ος αιώνας) και την παραθέτουμε παρακάτω:
«Επειδή το όνομα του αυτοκράτορα έπαυσε να υπάρχει στους Γραικούς, και επειδή η Αυτοκρατορία τους κατεχόταν από μια γυναίκα (εννοεί την Ειρήνη), τόσο ο Πάπας Λέων όσο και οι υπόλοιποι Πατέρες που συναθροίστηκαν στη Ρώμη και όλο το χριστιανικό πλήρωμα θεώρησαν ότι όφειλαν να αναγορεύουν αυτοκράτορα το βασιλιά των Φράγκων Κάρολο, που ήταν κύριος της Ρώμης όπου έδρευαν οι Καίσαρες και όλων των άλλων περιοχών της Ιταλίας, της Γαλατίας και της Γερμανίας. Και αφού ο Θεός του είχε εμπιστευθεί όλες τις παραπάνω χώρες, φάνηκε σωστό να αναλάβει με τη βοήθεια του Θεού επίσης και με τις προσευχές όλων των Χριστιανών και τον τίτλο του αυτοκράτορα».
Στην πραγματικότητα, ο ακριβής τίτλος που απονεμήθηκε στον Καρλομάγνο κατά τη στέψη δεν μας είναι γνωστός. Ο ίδιος πάντως δεν τόλμησε ποτέ να υπογράψει ως «Βασιλεύς Ρωμαίων» («Imperator Romanorum») που ήταν ο τίτλος των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Απλώς στο «rex Francorum» και «rex Langobardorum» πρόσθεσε μετά το 800 το «Romanorum gubernans imperium» («διοικητής του βασιλείου των Ρωμαίων»). Αυτή η έκφραση είναι άγνωστη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική παράδοση.
Αργότερα οι Φράγκοι υποστήριξαν ότι με την εθελοντική του επιλογή να στέψει τον Καρλομάγνο, ο Πάπας μετέφερε το αυτοκρατορικό στέμμα από την Ανατολή στη Δύση, από τους Γραικούς στους Φράγκους. Επικαλούμενοι αυτή την περίφημη θεωρία της «translatio imperii» μεταγενέστεροι πάπες, όπως ο Ιννοκέντιος Γ’, προσπάθησαν να επιβάλουν και να επισημοποιήσουν τους θεοκρατικούς σκοπούς τους πάνω στους αυτοκράτορες της Δύσης. Αλλά οι θλιβερές δυτικές ιστορίες των ατέρμονων συγκρούσεων ανάμεσα σε στρατοκράτες πάπες και σε απολυταρχικούς Φραγκογερμανούς ηγεμόνες δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι κατά πόσο η ενέργεια του Λέοντα Γ’ ήταν εθελοντική. Είδαμε πιο πάνω την άποψη του Γίββωνα. Ο Θεοφάνης, με τη σειρά του, γράφει χαρακτηριστικά ότι ο Λέων γύρισε στο θρόνο του (μετά τα επεισόδια του 799) και από τότε η Ρώμη βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Φράγκων: «ο δε (Λέων) προσφυγών τω ρηγί των Φράγγων Καρούλω, ημύνατο τους εχθρούς αυτού πικρώς και πάλιν απεκατέστησεν αυτόν εις τον ίδιον θρόνον, γενομένης της Ρώμης απ’ εκείνου καιρού υπό την εξουσίαν των Φράγγων». Για το Θεοφάνη, δηλαδή, που έγραφε μόλις 14 χρόνια αργότερα, τα δυο γεγονότα έχουν σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Η αποκατάσταση του Λέοντα σήμαινε και την υποδούλωση της Ρώμης στους Φράγκους. Τα περί ανεξάρτητης απόφασης ήταν τόσο αφελή που δεν έπειθαν κανένα Ρωμαίο της Ανατολής. Ο Θεοφάνης καταλήγει: «ο δε (Λέων) τον Κάρουλον αμειβόμενος έστεψεν αυτόν εις βασιλέα Ρωμαίων εν τω ναώ του αγίου αποστόλου Πέτρου, χρίσας ελαίω από κεφαλής έως ποδών και περιβαλών βασιλικήν εσθήτα και στέφος». Το απλό λογικό συμπέρασμα κάθε αδέσμευτου ερευνητή, ότι ο Λέων αντάμειψε τον Κάρολο για την προσωπική βοήθεια του τελευταίου στέφοντάς τον στη Ρώμη, υπάρχει λοιπόν ήδη στο Θεοφάνη και δε χρειάζονται ακροβατισμοί και πολύπλοκα σενάρια για να ανακαλύψουμε την αλήθεια.
Επίσης ενδεικτική είναι και μια φράση του Einhard, συμβούλου του Καρλομάγνου, στην οποία θα επανέρθουμε και παρακάτω. Γράφει ο Einhard για την περίοδο μετά το 800: (παρ’ όλη τη συνθήκη ειρήνης του 812) «η δύναμη των Φράγκων έμοιαζε πάντα ύποπτη στα μάτια των Γραικών και των Ρωμαίων». Παραδέχεται δηλαδή ότι και αυτοί που ονομάζονταν Ρωμαίοι από τους Φράγκους (οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι) έτρεφαν εχθρικά αισθήματα για τους Φράγκους. Τότε πως θα ήταν δυνατό να ανακηρύξουν τον Κάρολο αυτοκράτορά τους; Γι’ αυτούς ο Καρλομάγνος δεν ήταν παρά ένας ξένος κατακτητής. Ούτε Ρωμαίος ήταν ούτε τον ήθελαν για βασιλιά τους οι Ρωμαίοι.
Αλλά φαίνεται πως αυτά τα αυταπόδεικτα δεν αρκούν για να πείσουν τους δυτικούς ιστορικούς ώστε να τελειώνουμε κάποτε με εκφράσεις του τύπου «ανασύσταση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Έχοντας ζήσει επί αιώνες πιστεύοντας πως είναι μέλη της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους», οι δυτικοευρωπαίοι δυσκολεύονται και, τελικά, αρνούνται να αποκηρύξουν την παραχάραξη της Ιστορίας που κατασκεύασαν οι πρόγονοί τους. Γι’ αυτό τονίσαμε στην εισαγωγή της μελέτης μας ότι το ιστορικό υπόβαθρο από το οποίο ξεκινούν αυτοί παραμένει εντελώς διαφορετικό από το δικό μας και η διαφορετική πολιτιστική τους παράδοση δεν τους επιτρέπει να αποκαταστήσουν, έστω και σήμερα, την ιστορική αλήθεια.
Τελειώνοντας το σχολιασμό του Χρονικού του Laureshein πρέπει να υπογραμμίσουμε και το αξιοσημείωτο λογικό σφάλμα στο οποίο υποπίπτει το απόσπασμα που παραθέσαμε. Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι εξαιτίας της έλλειψης αυτοκράτορα στους «Γραικούς» αποφασίστηκε να αναγορευτεί αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος. Μα τότε θα έπρεπε ο Καρλομάγνος να είναι «αυτοκράτορας των Γραικών»! Σε τέτοια κωμικά λάθη πέφτουν οι Φράγκοι όταν προσπαθούν να πλαστογραφήσουν την Ιστορία και να ονομάσουν «Γραικούς» τους Ρωμαίους της Ανατολής για να τους ξεχωρίσουν από τους ομοεθνείς Ρωμαίους της Ιταλίας.
Η αντίδραση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη στέψη του Καρλομάγνου ήταν, φυσικά, εχθρική. Ο Καρλομάγνος θεωρήθηκε σφετεριστής ενός τίτλου που ανήκε μόνο στο Ρωμαίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Για να απαλύνει τις αντιδράσεις (ή για να ολοκληρώσει τα επεκτατικά του σχέδια, ανάλογα με το πως ερμηνεύει κάποιος τα γεγονότα) ο Κάρολος έστειλε το 802 επίσημη αντιπροσωπεία ζητώντας σε γάμο την αυτοκράτειρα Ειρήνη, ώστε να ενωθούν «τα εώα και τα εσπέρια», κατά την περίφημη φράση του Θεοφάνη. Η ανατροπή όμως της Ειρήνης τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ματαίωσε κάθε τέτοια προοπτική.
Οι μάχες Ρωμαίων και Φράγκων ξανάρχισαν το 804 γύρω από τις ρωμαϊκές επαρχίες της Βενετίας και της Δαλματίας, αφού ο φραγκικός επεκτατισμός έφτανε τώρα ως τα Βαλκάνια. Μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις, τα δύο μέρη υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης το 812, σύμφωνα με την οποία οι δυο περιοχές παρέμεναν ρωμαϊκές. Με τη σειρά της η Κωνσταντινούπολη αναγνώρισε τις φραγκικές απαιτήσεις στην Κροατία και η αντιπροσωπεία της προσφώνησε τον Καρλομάγνο ως «βασιλέα». Δεν είναι εύκολο να αποφανθούμε τι ακριβώς, σήμαινε αυτή η παραχώρηση για την Κωνσταντινούπολη, αφού δεν διασώζονται σχετικά σχόλια στις πηγές. Πάντως με το θάνατο του Καρλομάγνου του 814, η φραγκική δύναμη εξασθενεί και το όλο ζήτημα του τίτλου των διαδόχων του δεν πολυαπασχολεί την Κωνσταντινούπολη μέχρι τον επόμενο αιώνα.
Μετά το θάνατο του, ο Καρλομάγνος θα αποτελέσει το μεγαλύτερο θρύλο της μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης και τα κατορθώματά του θα τροφοδοτήσουν αμέτρητα λογοτεχνική έργα. Κορυφαίο ανάμεσά τους το μεγάλο έπος του 12ου αιώνα με το οποίο αρχίζει η γαλλική λογοτεχνία, το «Chanson de Roland». Για τους δυτικοευρωπαίους παραμένει μέχρι σήμερα ο σπουδαιότερος ηγεμόνας της Ιστορίας τους και η βασιλεία του αποτελεί την απόδειξη της κοινής καταγωγής όλων των λαών που ονομάζονται σήμερα «δυτικοί». Γι’ αυτό άλλωστε το μεγαλοπρεπές κτίριο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες φέρει το όνομά του. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι υπάρχει θεσμοθετημένο και «Βραβείο Καρλομάγνου» το οποίο απονέμεται (στο Άαχεν) σε άτομα που συνεισφέρουν στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το βραβείο αυτό, που φέρει το όνομα ενός εχθρού και κατακτητή της Ρωμηοσύνης, έχει απονεμηθεί, ως γνωστόν, και σε κορυφαίο Έλληνα πολιτικό που πρωτοστάτησε στην είσοδο μας στην ΕΟΚ. Φαίνεται πως η ιστορική αμνησία που απλώνεται σιγά-σιγά σε όλον τον ελληνισμό θα επιτρέψει να αποδεχθούμε ως μέλη της «δικής μας κληρονομιάς» όλους τους ιστορικούς εχθρούς της Ρωμηοσύνης, αρκεί να μας το ζητούν οι δυτικοευρωπαίοι εταίροι μας....

Ολοκληρώνοντας το τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης μας, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πως αυτό που προκαλεί εντύπωση στα γεγονότα του 750-812 είναι ότι ρωμαϊκή αντίδραση στο φραγκικό επεκτατισμό υπήρξε καθαρά αμυντική, για να μην πούμε παθητική. Δεν ήταν οι Ρωμηοί που αποφάσισαν να διακόψουν τους δεσμούς με τη Δύση, αλλά το αντίστροφο. Οι δυτικοί, οι Φράγκοι, θέλησαν με κάθε τρόπο να ξεκόψουν κάθε πολιτικό και πολιτιστικό δεσμό και να συγκρουστούν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και είναι θρασύτατο ψεύδος η κατοπινή προπαγάνδα τους περί συγχώνευσης Ρωμαίων και Φράγκων που δήθεν παρήγαγε τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Όλες οι επιθετικές ενέργειες προήλθαν από τη μεριά των Φράγκων οι οποίοι δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, στρατιωτική βία, εκβιασμούς στον Πάπα, καταστροφές κτισμάτων, πλαστογραφήσεις εγγράφων, αλλοιώσεις εθνικών ονομασιών, για να υποδουλώσουν τους Ρωμηούς της Ιταλίας και όχι για να «συγχωνευθούν» μαζί τους. Αλλά και, γενικότερα, διαβάζοντας κανείς τις πηγές της εποχής σχηματίζει την εντύπωση ότι την διάσταση την τόνισαν πολύ περισσότερο οι Φράγκοι παρά οι Ρωμαίοι. Ο Θεοφάνης αντιπαρέρχεται τη στέψη του Καρλομάγνου σε δυο γραμμές για να επιστρέψει στα πιο πιεστικά προβλήματα της Αυτοκρατορίας με τους Άραβες.
Δικαίωμα των Φράγκων, φυσικά, ήταν να συγκρουστούν με την Αυτοκρατορία. Εφόσον όμως διάλεξαν να αποσχιστούν και να δημιουργήσουν την δική τους πολιτιστική παράδοση, αποτελεί θρασύτατη παραποίηση της Ιστορίας το να αποκαλούν αργότερα το κράτος τους «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», να ονομάζουν τους Ρωμαίους «Γραικούς», και να ισχυρίζονται ότι οι «Βυζαντινοί» κατέστρεψαν τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, κληρονόμοι του οποίου είναι δήθεν οι δυτικοί.
Αν στο θεολογικό επίπεδο η μεγάλη ρήξη της Δύσης με τη Ρωμιοσύνη πρέπει να αναζητηθεί στα Libri Carolini, στο καθημερινό επίπεδο πρέπει να την εντοπίσουμε στη στρατιωτική κατοχή της Κεντρικής Ιταλίας, του Εξαρχάτου, και στις επιθέσεις εναντίον του Νότου. Γνώρισαν τότε οι Ρωμηοί από πρώτο χέρι τις αδίστακτες διαθέσεις των Φράγκων, και αυτή η γνώση σημάδεψε για πάντα το χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της Ρωμηοσύνης. Ήδη από τις αρχές του 9ου αιώνα, ο σύμβουλος και βιογράφος του Καρλομάγνου, Einhard, είχε αποτυπώσει τα αισθήματα των Ρωμηών μετά τις αλλεπάλληλες επιθετικές ενέργειες των Φράγκων: «Όταν (ο Κάρολος) αποδέχτηκε τον τίτλο του αυτοκράτορα, προκάλεσε πολλές υποψίες (στους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης), διότι θα μπορούσε κάλλιστα να σχεδιάζει να τους πάρει την αυτοκρατορική εξουσία (...) Η δύναμη των Φράγκων φαινόταν πάντα ύποπτη στα μάτια των Γραικών και των Ρωμαίων. Από κει προέρχεται και η γραικική παροιμία που λέγεται ακόμη και σήμερα (το 830): Αν ένας Φράγκος είναι φίλος σου, τότε σίγουρα δεν είναι γείτονάς σου».
Αυτή η παροιμία συνοψίζει πολύ εύγλωττα τα συμπεράσματα των Ρωμηών από τη «γνωριμία» με τους Φράγκους. Πολύ πριν από το Σχίσμα και τις «Σταυροφορίες», λοιπόν, οι Ρωμηοί είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τι σήμαινε η πρωτογονική αλαζονεία των δυτικών. Και πολύ πριν από την τουρκοκρατία είχαν σχηματίσει οι δυτικοί την εχθρική τους στάση απέναντί μας. Η μεγάλη διάσταση της Δύσης με τη Ρωμηοσύνη υπήρξε συνειδητή απόφαση των Φράγκων οι οποίοι γνώριζαν μάλιστα και τις επιπτώσεις των ενεργειών τους, όπως φανερώνει το παραπάνω απόσπασμα του Einhard. Έτσι, η πρώτη εμφάνιση της «ευρωπαϊκής συνείδησης» ταυτίζεται με την απόφαση των Φράγκων να αποκοπούν από τη Ρωμαϊκή Χριστιανική Οικουμένη και να συγκρουστούν με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Όπως τονίσαμε και στην εισαγωγή, η έννοια της Δυτικής Ευρώπης γεννιέται από τον 8ο αιώνα ακριβώς μέσα από την αντίθεση με τη Ρωμηοσύνη και εξαιτίας αυτής της αντίθεσης. Γι’ αυτό και είναι εντελώς περιττές οι συζητήσεις σχετικά με το αν το «Βυζάντιο» (και η διάδοχός του, η Ελλάδα) ανήκει στη Δυτική Ευρώπη ή όχι.

Πάντως για όσους διατηρούν ακόμη κάποιες αμφιβολίες, τις αληθινές διαθέσεις των Φράγκων απέναντι στους Ρωμαίους τις διέσωσε για τις επόμενες γενιές ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμόνας, που ήρθε στην Κωνσταντινούπολη του 969 ως απεσταλμένος του Φραγκογερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α’. Η περιπετειώδης συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, υπήρξε λίαν αποκαλυπτική. Όταν ο Φωκάς παρατήρησε ότι ο Όθωνας δεν έχει δικαίωμα να παντρευτεί (όπως το ζητούσε) πορφυρογέννητη βασιλοπούλα της Κωνσταντινούπολης διότι «εσείς δεν είστε Ρωμαίοι, αλλά Λογγοβάρδοι», ο Λιουτπράνδος αντί να προσπαθήσει να ενισχύσει τη θέση του με κάποια επιχειρηματολογία υπέρ της ρωμαϊκότητας των βαρβάρων ξέσπασε σε ένα αντιρωμαϊκό υβρεολόγιο που έχει μείνει ιστορικό. Ας παραθέσουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα της απάντησής του:
«Ο αδελφοκτόνος Ρωμύλος, από τον οποίο ονομάστηκαν οι Ρωμαίοι, έγινε γνωστός από τη χρονογραφία ως πορνογέννητος, δηλαδή νόθος, και ίδρυσε άσυλο (σ.σ. τη Ρώμη) στο οποίο δέχθηκε χρεοφειλέτες, δραπέτες, δούλους, φονιάδες και κακούργους αξιοθάνατους και μάζεψε κοντά του έναν συρφετό τέτοιων ανθρώπων, τους οποίους ονόμασε Ρωμαίους. Απ’ αυτούς δε τους ευγενείς κατάγονται εκείνοι τους οποίους εσείς ονομάζετε κοσμοκράτορες, δηλαδή αυτοκράτορες. Αυτούς όμως εμείς, δηλαδή οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Βαυαροί, οι Σουηβοί, οι Βουργούνδιοι τους περιφρονούμε τόσο πολύ, ώστε όταν οργιζόμαστε κατά των εχθρών μας δεν τους απευθύνουμε καμιά άλλη από τις ύβρεις παρά μόνο τη λέξη: Ρωμαίε! Και σ’ αυτό μόνο το όνομα των Ρωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε είδος αγένειας, δειλία, φιλαργυρία, ασωτεία, απιστία, και γενικά κάθε είδος κακίας».

Ασφαλώς το κείμενο αυτό του επίσημου απεσταλμένου του Φραγκογερμανού αυτοκράτορα μιλάει από μόνο του για τα αισθήματα όλων των δυτικών απέναντί μας. Μας παρέχει επίσης τη χρήσιμη πληροφορία ότι ως το 969 οι Φράγκοι προφανώς δεν είχαν αποφασίσει ακόμη να «συγχωνευθούν» με τους Ρωμαίους. Η σχετική παραποίηση της Ιστορίας ανάγεται λοιπόν σε μεταγενέστερη εποχή...
Δεν ήταν επομένως ούτε η τουρκοκρατία ούτε οι «Σταυροφορίες» ούτε το Σχίσμα οι αιτίες της απομάκρυνσης ελληνισμού και Δύσης. Αυτά όξυναν την διαφορά. Η διαφορά όμως προϋπήρχε και οφειλόταν σε πολύ χειροπιαστούς λόγους τους οποίους είχαν γνωρίσει από τον 8ο, 9ο και 10ο αιώνα οι πρόγονοί μας. Στο δίλημμα «Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα» η δυτική Ευρώπη είχε διαλέξει ήδη από τον 8ο αιώνα τη βαρβαρότητα, και οι συνέπειες αυτής της επιλογής σφράγισαν την παγκόσμια Ιστορία από τότε μέχρι τις μέρες μας.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:FacebookTwitter