Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

 


Η Σημασία της Νήψεως στον Αγώνα για την Θέωση! (π. Γρηγόριος Γρηγοριάτης)

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΗΨΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΩΣΗ

Ομιλία του π. Γρηγορίου Γρηγοριάτου
(της Ι. Μονής Γρηγορίου του Αγίου Όρους)
στο Ι. Ναό Παναγίας Φανερωμένης Κοζάνης

Κυριακή Αγ. Γρηγορίου Παλαμά 2006


Σεβασμιότατε,

Ευρισκόμεθα μέσα στον Ιερό Ναό της Παναγίας μας, η οποία πρώτη ανέβηκε την κλίμακα όλων των αρετών και μας εδίδαξε, όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ομιλία του στα Εισόδια, τον τρόπο της ενώσεώς μας με τον Θεό.


Επίσης η Εκκλησία μας σήμερα εορτάζει την μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του οποίου η μεγάλη προσφορά έγκειται στο ότι εθεμελίωσε θεολογικώς την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, συνοψίζοντας όλους τους πριν από αυτόν αγίους Πατέρες, και διέκρινε στον Θεό Ουσία και Άκτιστες Ενέργειες. Έτσι κατέστη το ανάχωμα τόσο απέναντι στην Δυτική ορθολογιστική θεολογία, όσο και στους Ανατολικούς νοησιαρχικούς θεολόγους.

Στηρίζομαι στις πρεσβείες της Παναγίας μας, στις ικεσίες του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στις ευλογίες σας και στις ευχές του σεβαστού Γέροντά μου, ώστε η ομιλία με θέμα: Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΗΨΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΩΣΗ, να είναι προς οικοδομήν και ωφέλειαν όλων μας.


1. Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΣΕΩΣ

Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Του έδωσε την δυνατότητα, εάν υπήκουε στο θείο Του θέλημα, να μετέχει στο Φως Του και να έχει κοινωνία μαζί Του, να δεχθεί την θέωση, να γίνει Θεός κατά χάριν. Η αμαρτία της παρακοής επλήγωσε τον άνθρωπο, ανέκοψε την πορεία του προς την θέωση. Όταν ο Αδάμ παρέβη την εντολή του Θεού, απέθανε, όπως είχε προειδοποιηθεί. Απέθανε πρώτα τον ψυχικό θάνατο και ακολούθησε ο σωματικός θάνατος. Ο ψυχικός θάνατος ήταν ο χωρισμός του από τον Θεό.


Την θεόπλαστη ψυχή του ανθρώπου ο Θεός επροίκισε με ψυχικές δυνάμεις, τον νου, τον λόγο και την αίσθηση, τα οποία συγκροτούν αυτό που λέμε καρδία του ανθρώπου. Προτού ο άνθρωπος αμαρτήσει, οι ψυχικές του δυνάμεις ήταν καθαρές, έβλεπε νοερά τον Θεό, αισθανόταν τον Θεό, κοινωνούσε μαζί Του. Όταν όμως οι δυνάμεις αυτές σκοτίσθηκαν με την αμαρτία, έπαυσαν πλέον να λάμπωνται από το Φως του Θεού και έτσι ο άνθρωπος έχασε την παρηγορία του και αισθάνθηκε γυμνός. Η χαρά του έγινε παρελθόν. Ακολούθησε θλίψη, πόνος, οδύνη. Έκλαιγε ο άνθρωπος τον απωλεσθέντα παράδεισο. Για να παρηγορηθεί έστρεψε τον νου του προς τα έξω, ανέπτυξε μία εμπαθή σχέση προς την κτίση ελπίζοντας να εύρει αυτό που απώλεσε. Αντί όμως χαράς, ετρύγησε κόπο και μόχθο. Αυτονόμησε την λογική του, ερεύνησε την κτίση, οικοδόμησε τις επιστήμες, αλλά και εκεί δεν ευρήκε ανάπαυση. Μάλιστα ολίσθησε στην έπαρση και την αλαζονεία καμαρώνοντας τα έργα των χειρών του. Εντυπωσιάσθηκε από το κάλλος του νοός του, που από την φύση του έχει κάποιο νοερό φως, και νόμισε γι αυτό ότι είναι Θεός. Έσχατη πτώση!

Αυτή ήταν με λίγα λόγια η εικόνα του πεπτωκότος ανθρώπου, έως ότου ήλθε «το Φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Ο Σαρκωθείς Κύριος με την Σταυρική θυσία Του μας εξηγόρασε από την κατάρα της αμαρτίας και με την Ανάστασή Του ενέκρωσε τον θάνατο και μας ανέστησε. Έδωσε πάλι την δυνατότητα σε όσους με υπομονή αγωνιζόμεθα μέσα στην Εκκλησία, σε όλους εμάς που αποτελούμε το θεανθρώπινο Σώμα Του, να πορευθούμε την οδό της Θεώσεως.

Ευχαριστούμε τον Κύριο για το δώρο της δημιουργίας μας, αλλά απείρως περισσότερο τον ευγνωμονούμε για το δώρο της θεουργίας μας!

Και ποια είναι η οδός που οδηγεί στην Θέωση;

Είναι η οδός της υπακοής στο θέλημα του Θεού, της τηρήσεως των θείων Του εντολών, της μετάνοιας. Στην πορεία αυτή μας βοηθά αποτελεσματικά ο αγώνας για την επιστροφή του νου στην καρδία και την από εκεί ανάβασή του στον Θεό. Είναι ο αγώνας που δεν έκανε ο πρωτόπλαστος άνθρωπος.

Ο αγώνας αυτός δεν είναι εύκολος, όπως οι σωματικές ασκήσεις. Έχει δυσκολία, γιατί την επιστροφή μας προς τον Θεό αντιστρατεύεται ο αντίδικός μας, ο αντίπαλος εχθρός μας, ο διάβολος, ο οποίος προσπαθεί να μας ελκύσει προς τα κάτω με τους λογισμούς και τις φαντασίες. Ο πόλεμος αυτός φαίνεται σκληρός και δύσκολος αλλά, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, έχουμε οπλισθεί με τα κατάλληλα όπλα για να τον φέρουμε εις πέρας: «Έν σαρκί γάρ περιπατούντες ού κατά σάρκα στρατευόμεθα. Τά γάρ όπλα τής στρατειάς ημών ού σαρκικά, αλλά δυνατά τώ Θεώ πρός καθαίρεσιν οχυρωμάτων, λογισμούς καθαίροντες καί πάν ύψωμα επαιρώμενον κατά τής γνώσεως του Θεού και αιχμαλωτίζοντες πάν νόημα είς την υπακοήν του Χριστού» (Β΄Κορινθ. ι’, 4-6). Ο Απόστολος Πέτρος επίσης: «Διό αναζωσάμενοι τας οσφύας υμών, νήφοντες, τελείως ελπίσατε επί την φερομένην υμίν χάριν…» (Α’ Πετρ. α'. 13).

Τον νοερό αυτόν αγώνα περιγράφει ο μακαριστός Γέρων Παΐσιος ως εξής: «Ο άνθρωπος όταν αρχίσει να κάνει εσωτερική εργασία, παρακολουθεί τον εαυτό του, προσπαθεί να διώχνει τους κακούς λογισμούς και να καλλιεργεί καλούς. Συνεχίζοντας αυτήν την προσπάθεια, φθάνει μετά από ένα χρονικό διάστημα να έχει μόνον καλούς λογισμούς. Από το διάστημα που είχε τους κακούς λογισμούς στον κόσμο, θα εξαρτηθεί και το διάστημα που θα χρειασθεί για να φύγουν. Στη συνέχεια, σιγά – σιγά σταματούν και οι καλού λογισμοί και φτάνει σε ένα άδειασμα. Τότε περνά μια περίοδο που δεν έχει ούτε καλούς ούτε κακούς λογισμούς. Αυτή η φάση φέρνει και κάποια ανησυχία στην ψυχή και ο άνθρωπος αρχίζει να αναρωτιέται: «Τι συμβαίνει; Τι γίνεται τώρα; Είχα κακούς λογισμούς, έφυγαν, ήρθαν καλοί. Τώρα δεν έχω ούτε κακούς ούτε καλούς». Μετά από αυτό το άδειασμα γεμίζει ο νους με την θεία Χάρη και έρχεται ο θείος φωτισμός» (Γ. Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, τομ. Γ’).


2. Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΝΗΨΕΩΣ

Ο αγώνας για την επιστροφή του νου στην καρδία, σύμφωνα με την πατερική ορολογία, λέγεται νοερά εργασία και περιλαμβάνει την νήψι και την νοερά προσευχή.

Η νήψις είναι ένας αγώνας που αναπτύσσεται σε δύο στάδια.

Το πρώτο στάδιο αφορά την καθαρότητα του νου. Ο νους καθαρίζεται εύκολα, αλλά και εύκολα μολύνεται. Καθαρίζεται όταν ασχολούμεθα με την ανάγνωση των Αγίων Γραφών και των έργων των Αγίων Πατέρων, όταν κοπιάζουμε στην νηστεία, την αγρυπνία, την ησυχία, και όταν αποφεύγουμε τις ψυχοφθόρες συναναστροφές. Μολύνεται αντιθέτως, όταν καλλιεργούμε εμπαθείς λογισμούς ή όταν προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας αμαρτωλές εξωτερικές εντυπώσεις. Είναι αυτές που την ώρα της προσευχής έρχονται πάντα στον νου μας και μας εμποδίζουν να κάνουμε καθαρή προσευχή. Η αποφυγή λοιπόν των εξωτερικών παραστάσεων και η αυτοσυγκέντρωση του νου συνιστούν το πρώτο στάδιο της νηπτικής εργασίας.

Το δεύτερο στάδιο αφορά στην καθαρότητα της καρδίας. Συνίσταται στην συνέλιξι (μάζεμα) του νου και την κατάβασή του στην καρδία, όπου οπλισμένος με την προσευχή: «ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟΝ» στέκεται φύλακας και φρουρός και εμποδίζει την είσοδο κάθε εμπαθούς λογισμού και φαντασίας. Σε αυτό ακριβώς έγκειται και η ουσία της νηπτικής εργασίας, η οποία έχει σκοπό την απάθεια. Η εργασία αυτή είναι επίπονος, μακροχρόνιος αλλά και πρόξενος πολλών ευλογιών.

Τώρα μπορούμε να ορίσουμε τι είναι νήψις. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο: «Γρηγορήσεως επίτασις η νήψις εστιν» (Ομιλία Θ’, στην Α’ Θεσσαλονικείς). Νήψις είναι ο δρόμος για την τήρηση κάθε εντολής του Θεού και την απόκτηση κάθε αρετής. Κατά τον Ησύχιο τον Πρεσβύτερο (Φιλοκαλία, τομ. Α’), η νήψις λέγεται καρδιακή ησυχία. Ο Άγιος Ησύχιος παρομοιάζει το έργο της νήψεως με αυτό της αράχνης. Η αράχνη πλέκει τον ιστό της, που συμβολίζει το σύνολο των ψυχοσωματικών δυνάμεων του ανθρώπου, και η ίδια (ως νους) καραδοκεί πότε θα εμφανιστεί κάποιο ζωύφιο (δηλ. εμπαθής λογισμός) για να το νεκρώσει.


3. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΝΗΨΕΩΣ

Η πολιορκητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιεί ο διάβολος προκειμένου να αλώσει την ψυχή, είναι οι λογισμοί και οι φαντασίες. Όταν ένας αμαρτωλός λογισμός έρχεται στο νου, αυτό ονομάζεται προσβολή και αποτελεί το πρώτο στάδιο εξελίξεως του πειρασμού. Η προσβολή δεν λογίζεται αμαρτία, γιατί είναι έργο του διαβόλου και όχι της θελήσεώς μας.

Το επόμενο στάδιο είναι ο συνδυασμός. Η ηδονική εικόνα συνεχίζει να απασχολεί τον νου και αρχίζει η συζήτηση με τον εμφανισθέντα λογισμό είτε εμπαθώς είτε απαθώς. Η στάση αυτή λογίζεται μισή πτώση, γιατί και τότε ο νους έχει πάθει ζημία, επειδή τον εμόλυνε ο διάβολος. Δηλαδή όπως έλεγε ο π. Παΐσιος, «είναι σαν να ήρθε ο διάβολος και του λέμε: «Καλημέρα, τι γίνεται; Καλά; Κάθισε να σε κεράσω. Α, ο διάβολος είσαι; Φύγε γρήγορα». Αφού είδες ότι είναι ο διάβολος, γιατί τον έβαλες μέσα; Τον κέρασες και θα ξανάρθει».

Ακολουθεί η συγκατάθεση. Δηλαδή η ηδονική στροφή της ψυχής στον λογισμό. Εδώ υπάρχει αμαρτία. Έπεται η αιχμαλωσία, όπου ο λογισμός δεσπόζει στο νου και στη θέληση του ανθρώπου. Τέλος απομένει η πράξη, η οποία δοθείσης ευκαιρίας θα πραγματοποιηθεί. Και όταν η πράξη επαναλαμβάνεται και πολυκαιρίσει, έχουμε το πάθος, το οποίο από την πολλή συνήθεια κάνει την ψυχή να παραδίδεται μόνο σ’ αυτό.

Όταν ασκούμε νηπτική εργασία, προσπαθούμε με μια βουλητική κίνηση να απωθήσουμε τον εμπαθή λογισμό. Οι Άγιοι Πατέρες συνιστούν να τον απορρίπτουμε αμέσως, όταν βρίσκεται στο στάδιο της προσβολής. Εάν με τη βοήθεια της προσευχής το επιτύχουμε, αναχαιτίζεται η αμαρτία. Διαφορετικά χρειάζεται μετάνοια και εξομολόγηση. Η διαρκής εγρήγορση για την απώθηση του λογισμού είναι ακριβώς η νήψις. Ο Προφήτης Δαυίδ την περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Θυγάτηρ Βαβυλώνος ή ταλαίπωρος… μακάριος ός κρατήσει καί εδαφιεί τά νήπια σου πρό την πέτραν» (Ψαλμ. ρλς’ 8-9). Θυγάτηρ Βαβυλώνος είναι η αμαρτία. Μακάριος λέγει ο Ψαλμωδός, είναι εκείνος ο οποίος θα συλλάβει τα νήπια της αμαρτίας, δηλαδή τους λογισμούς, και θα τους συντρίψει επάνω στην πέτρα, που είναι ο Χριστός, επικαλούμενος την βοήθειά Του με την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό».

Υπάρχει και ένας δεύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως των λογισμών, ο λεγόμενος αντιρρητικός. Στην περίπτωση αυτή αντιμετωπίζουμε τον λογισμό με διάλογο. Ένας αρχάριος όμως, έστω και αν η θέληση είναι αντίθετη στο λογισμό, δεν θα ωφεληθεί από αυτή την μέθοδο. Αντιθέτως θα ταλαιπωρηθεί πολύ, διότι, αν φέρει ένα επιχείρημα εναντίον του λογισμού, ο διάβολος θα φέρει δέκα και με την πείρα των αιώνων, που έχει, θα προκαλέσει ζημία. Εν πάση περιπτώσει δεν θα «εξέλθει καθαρός». Η αντιρρητική μέθοδος εφαρμόζεται μόνον από τους τέλειους. Αυτήν εφάρμοσε και ο Κύριος στους τρεις πειρασμούς που εδέχθη στην έρημο.

Νηπτική εργασία απαιτείται στο πρώτο στάδιο της πνευματικής μας ζωής, που είναι η κάθαρση, και στο δεύτερο που είναι ο φωτισμός – απάθεια. Από κει και πέρα , που είναι το στάδιο της τελειώσεως – θεωρίας ο άνθρωπος ζει μέσα στην Χάρη του Θεού. Αλλά και στην περίπτωση των τελείων, όταν υποχωρεί η Χάρις, πάλι χρειάζεται νήψις.


4. Η ΝΗΨΙΣ ΕΡΓΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Μερικοί ισχυρίζονται ότι η νήψις και η νοερά προσευχή είναι έργο μόνον των Μοναχών. Όμως η νήψις είναι μία αρετή που μπορεί να γίνει κτήμα κάθε πιστού χριστιανού, «γιατί ένα είναι το θέλημα του Θεού για όλους και μία είναι η πνευματική καρποφορία που ζητείται από όλους μας».

Θα σας υπενθυμίσω ένα γνωστό περιστατικό από τον Βίο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, το σχετικό με τον ησυχαστή Ιώβ από την σκήτη της Βεροίας. Ο Άγιος Γρηγόριος συνομιλώντας με τον π. Ιώβ έλεγε πως κάθε Χριστιανός πρέπει να αγωνίζεται πάντοτε και να προσεύχεται ακατάπαυστα, όπως παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ο π. Ιώβ τα εθεώρησε ως καινοτομία και άρχισε να αντιλέγει στον Άγιο, πως η νήψις και η αδιάλειπτος προσευχή είναι μόνο για τους ασκητές και τους Μοναχούς, που είναι έξω από τον κόσμο και τους περισπασμούς, και όχι για τους λαϊκούς που έχουν τόσες μέριμνες. Ο θείος Γρηγόριος αποφεύγοντας την πολυλογία και την φιλονικία εσιώπησε και επήγε ο καθένας στο κελλί του. Την ώρα που προσηύχετο ο π. Ιώβ, εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον ήλεγξε επειδή εφιλονίκησε με τον Άγιο Γρηγόριο και ηρνείτο ότι η νοερά και αδιάλειπτος προσευχή είναι σωτήριος για όλους τους Χριστιανούς.

Αλλά και ο πατέρας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο Κωσταντίνος, αν και ήταν υψηλόβαθμος συνεργάτης του αυτοκράτορα Ανδρόνικου, ασκούσε συνάμα την νοερά προσευχή. Οι διοικητικές μέριμνες της αυτοκρατορίας δεν εμπόδιζαν την νηπτική εργασία του. Όταν κατά τις συνεδριάσεις του υπουργικού Συμβουλίου συνελαμβάνετο αφηρημένος, ο ίδιος ο αυτοκράτορας έλεγε: «Ο Κωνσταντίνος έχει δικές του έγνοιες, ο μακάριος, και εκείνες δεν τον αφήνουν να προσέχει στα λόγια μας. Ο νους του είναι προσηλωμένος στα αληθινά και ουράνια και για τούτο λησμονεί τα επίγεια, επειδή όλη η προσευχή του είναι στην προσευχή στον Θεό».



5. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΚΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΝΗΨΕΩΣ

5.1. ΝΗΨΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Όπως είπαμε και προηγουμένως η νήψις και η προσευχή μαζί συνιστούν το έργο της Ιεράς Ησυχίας, η οποία κατά το Μ. Βασίλειο είναι «αρχή καθάρσεως της ψυχής» (Επιστολή 2). Δεν μπορεί να νοηθεί νήψις χωρίς την προσευχή και το αντίθετο. Δεν μπορούμε να πορευθούμε σε πόλεμο απρόσεκτα (χωρίς νήψι) και άοπλοι (χωρίς προσευχή). Επειδή στον πόλεμο κατά των αμαρτωλών λογισμών μας έχουμε αντιμέτωπο τον διάβολο, τον κόσμο και τον εμπαθή εαυτό μας, επιβάλλεται η συμπόρευση της προσευχής με την νήψι. Αυτό παραγγέλλει και ο Απ. Παύλος όταν λέγει: «ενδύσασθε την πανοπλίαν του θεού προς το δύνασθε υμάς αντιστήναι προς τας μεθοδίας του διαβόλου… δια τούτο αναλάβατε την πανοπλίαν του Θεού, ίνα δυνηθήτε αντιστήναι εν τη ημέρα τη πονηρά… δια πάσης προσευχής και δεήσεως» (Εφ. ς', 11-18).

Σ’ αυτόν τον πόλεμο, όσο δυνατοί και αν είμαστε, δεν μπορούμε να νικήσουμε μόνοι μας. Δεν είναι δυνατόν να αντισταθούμε (νήψις) χωρίς την επίκληση του Θείου Ονόματος. Η μονολόγιστος ευχή μαζί με την νήψι ας είναι τα ακαταμάχητα όπλα μας κατά του αιωνίου εχθρού. Αυτό είναι το καταστάλαγμα της πνευματικής πείρας. Όπως και ο μακαριστός Γέροντας Μάξιμος ο Ιβηρίτης προέτρεπε τους πιστούς, που ήθελαν να τον συμβουλευθούν: «χρειάζεται προσοχή και προσευχή».


Η νήψις βοηθά πολύ, ώστε η προσευχή μας να γίνεται με σωστό τρόπο. Χωρίς νήψι η προσευχή μπορεί να εκπέσει σε φαντασιοκοπία, ονειροπόληση ή ρεμβασμό. Ή ενδεχομένως σε μία νοησιαρχική – διανοητική προσευχή, κατά την οποία η προσοχή μας συγκεντρώνεται στον εγκέφαλο πλάθοντας θεωρίες και φιλοσοφίες.



5.2. ΝΗΨΙΣ ΚΑΙ ΗΣΥΧΙΑ

Στο έργο της νήψεως βοηθούμεθα πολύ από την ησυχία (ησυχία εδώ εννοούμε την απουσία θορύβων). Οι θόρυβοι φέρνουν διάσπαση της προσοχής. Εμείς οι αρχάριοι είναι πολύ δύσκολο να ζούμε την πνευματική ζωή ευρισκόμενοι σε περιβάλλον με θορύβους. Άλλωστε και οι άνθρωποι που δεν κάνουν πνευματική ζωή, όταν τους δοθεί η ευκαιρία, φεύγουν στο ύπαιθρο για να καθαρίσει λίγο το μυαλό τους.

Όμως η ησυχία χωρίς νήψι προκαλεί πλήξη. Ησυχία με νήψι και προσευχή είναι η τελειότερη οδός, που μας ενώνει με τον Θεό. Πολύ θα μας ωφελήσει αν κάθε ημέρα, έστω και για λίγο στην αρχή, ησυχάζουμε στο δωμάτιό μας και εκεί μόνοι μόνω τω Θεώ προσφέρουμε την λογική μας λατρεία, προσέχοντας τους λογισμούς και ζητώντας με προσευχή το έλεος του Θεού. Με τον τρόπο αυτό σύντομα θα αποκτήσουμε την καλή συνήθεια της νηπτικής εργασίας και θα διαπιστώσουμε ότι «ο Θεός ου μακράν αφ’ ημών». Μπορεί να είμεθα στο κέντρο της Αθήνας και να έχουμε την αίσθηση ότι ευρισκόμεθα στην βαθύτερη έρημο του Αγίου Όρους.

Ο π. Πορφύριος, ο οποίος λειτουργούσε σε παρεκκλήσιο κοντά στην Ομόνοια, αισθανόταν ότι ευρίσκετο στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους. Η ησυχία και η νήψις φέρουν την νέκρωση του κόσμου, που είναι όχι μόνο να απομακρυνθεί κανείς σωματικά από την εμπαθή σχέση προς τα πράγματα του κόσμου, αλλά και να μην επιθυμήσει κάποιο από τα «αγαθά» του.

Επίσης, όταν ησυχάζουμε, επειδή εύκολα συγκεντρώνουμε τον νου μας, μπορούμε να ερευνήσουμε καλλίτερα και τα βαθύτερα της καρδίας μας. Με τον τρόπο αυτό ανακαλύπτουμε ατοπήματά μας, τα οποία σε περιβάλλον θορύβων δεν συλλαμβάνονται από τις κεραίες της συνειδήσεώς μας. Έτσι, ησυχία και νήψις προάγουν το έργο της μετάνοιάς μας και δεν αφήνουν να έχουμε ανεξόφλητες επιταγές την ημέρα της κρίσεως.


5.3. ΝΗΨΙΣ ΚΑΙ ΚΟΠΟΣ

Εάν «τα αγαθά κόποις κτώνται», πόσο μάλλον οι δωρεές του Θεού, που είναι αιώνιες και άφθαρτες. Για να αποκτήσουμε την νήψι απαιτείται υπομονή και κόπος, όπως λέγει και το Πατερικό απόφθεγμα: «δος αίμα και λάβε Πνεύμα», διότι «είναι εκ φύσεως αδύνατον, ένα πράγμα ασώματο, (όπως π.χ. ο νους) να περιορίζεται εντός του σώματος. Όλα όμως είναι δυνατά σε εκείνον που απέκτησε μέσα του τον Θεό» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, Λόγος ΚΣΤ’ Περί διακρίσεως, 52). Πράγματι ο νους μας πολύ εύκολα διαχέεται προς τα έξω. Πρέπει να έχουμε πάντα την προσοχή να τον επαναφέρουμε γρήγορα, γιατί, αν χρονίσει προς τα έξω, δύσκολα τον μαζεύουμε. Η συνεχής αυτή εναλλαγή κουράζει. Πολλές φορές φέρνει και απογοήτευση. Ας κάνουμε όμως υπομονή μέχρι να γευτούμε τις πρώτες δωρεές του Θεού, για να γλυναθεί ο νους μας από αυτές. Ας γνωρίζουμε ότι ο κόπος μας αμείβεται με καθαρότητα λογισμών, φωτεινό πρόσωπο, γνώση Θεού, εμπειρία Θείου Φωτός (Θέωσις).

Αλήθεια, θέλουμε να ανεβούμε στον ουρανό, να τύχουμε της μακαριότητος, της κοινωνίας με τους Αγγέλους και του Αγίους, να ενωθούμε με τον Θεό, να κληρονομήσουμε την βασιλεία Του, την αθάνατο Ζωή, και δειλιάζουμε επειδή απαιτείται κόπος, άσκηση ή και στέρηση κάποιων επίγειων «αγαθών»; Πόσες φορές για την απόκτηση κοσμικών πραγμάτων δεν θέτουμε σε κίνδυνο την ζωή μας; Πως, ενώ δεν δειλιάζουμε για μάταιους κόπους, στενοχωρούμεθα όταν κοπιάσουμε λίγο για τα ουράνια;

Ο Γ. Παΐσιος, ο οποίος είδε την Αγία μεγαλομάρτυρα Ευφημία, περιγράφει ως εξής τον πόθο της για πολύ περισσότερα μαρτύρια χάριν του Χριστού:

«Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύριά της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα, τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!

-Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια, ρώτησα.

-Αν ήξερα τι δόξα ‘εχουν οι Άγιοι, θα έκανα ότι μπορούσα να περάσω μεγαλύτερα μαρτύρια». (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου)

Ας είναι προς παρηγορίαν μας ο αγιοστάλακτος λόγος της Αγίας.

Ακόμη ας γνωρίζουμε ότι η υπομονή και η επιμονή στον αγώνα για την σταθεροποίηση της αρετής της νήψεως φέρνει την καλή συνήθεια (έξις), η οποία με την πολυκαιρία γίνεται Δευτέρα φύσις και μας καθιστά δυσκίνητους προς το κακό.


5.4. ΝΗΨΙΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΜΝΕΣ

Είναι αλήθεια ότι νήψις και βιοτικές μέριμνες δεν συνυπάρχουν εύκολα.


Ίσως να ρωτήσετε: Είμεθα στον κόσμο και έχουμε ανάγκες, υποχρεώσεις και μέριμνες. Πως θα κρατάμε την νήψι;

Πράγματι υπάρχουν ανάγκες, υποχρεώσεις και μέριμνες. Κανείς δεν αμφιβάλλει γι αυτό. Όμως ας αναρωτηθούμε και πόσες από αυτές είναι περιττές. Άρα λοιπόν, ποιο είναι το μέτρο; Ο Απ. Παύλος μας το υποδεικνύει: «Ουδέν γαρ εισηνέγκαμεν εις τον κόσμον, δήλον ότι ουδέ εξενεγκείν τι δυνάμεθα· έχοντες δέ διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. ς' 6-7). Δηλαδή, να αρκούμεθα στα αναγκαία. Μια ιεράρχηση των φροντίδων μας είναι αναγκαία, αλλά έτσι όπως θέλει ο Χριστός. Και τι θέλει ο Χριστός: «Ζητείτε δέ πρώτον τήν Βασιλείαν τού Θεού καί τήν δικαιοσύνην Αυτού, καί ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. ς' 33). Ας θυμηθούμε τις μωρές παρθένες, οι οποίες, επειδή είχαν αδιαφορία και δεν είχαν εγρήγορση, κατεκρίθησαν. Γι αυτό ο Κύριος είπε: «Γρηγορείτε».

Ακόμη, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μάρθας και Μαρίας. Τι επαίνεσε ο Χριστός την μέριμνα της Μάρθας ή την αγαθή μερίδα της Μαρίας; Ας κλείσουμε το θέμα για τις μέριμνες σε σχέση με την νήψι με τους καταλυτικούς λόγους του Κυρίου μας: «Προσέχετε δέ εαυτοίς μήποτε βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη καί μέθη καί μερίμναις βιωτικαίς, καί αιφνίδιος εφ’ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη, ως παγίς γάρ επελεύσεται επί πάντας τούς καθημένους επί πρόσωπον πάσης τής γής. αγρυπνείται ούν εν παντί καιρώ δεόμενοι, ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι, και σταθήναι έμπροσθεν του Υιού του ανθρώπου» (Λουκ. κά 34-36).

Εδώ πρέπει να προσέξουμε κάτι πολύ σημαντικό. Ορισμένοι από εμάς συμβαίνει να έχουμε φροντίδες αναγκαίες, που δεν μας αφήνουν χρόνο και κουράγιο για νηπτική εργασία. Ας μην απογοητευόμεθα. Και όταν ακόμη «πνιγόμαστε» μέσα σε τέτοιες αναγκαίες φροντίδες, που από θυσιαστική αγάπη έχουμε αναλάβει, ο Χριστός δεν μας στερεί την Χάρι Του. Συχνά κάποιες ευλαβείς ψυχές διερωτώνται τι θα απογίνουν, αφού δεν μπορούν να κάνουν στοιχειωδώς την προσευχή τους. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, όταν από αγάπη στον Χριστό θυσιαζόμαστε για τον συνάθρωπό μας (τα παιδιά μας, τους ασθενείς μας), τότε μέσα στην εντολή της αγάπης, όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες ευρίσκεται ο Ίδιος ο Χριστός. Σε όλες τις εντολές Του ευρίσκεται ο Χριστός. Τηρώντας κάθε εντολή, κερδίζουμε τον Χριστό, ενούμεθα με τον Χριστό, απολαμβάνουμε την Χάρι του Θεού, θεούμεθα.


5.5. ΝΗΨΙΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο και βέβαιο γεγονός της ζωής μας. Εάν δειλιάζουμε μπροστά του, είναι φυσικό. Εάν τρέμουμε, σημαίνει ότι έχουμε αμαρτίες που μας βαραίνουν. Οι κακοί λογισμοί, όταν τους εγκολποθούμε, προκαλούν τον αργό θάνατο της ψυχής. Ο αγωνιστής της Βασιλείας των Ουρανών θέλει να έχει ζωή μέσα του και γνωρίζει ότι, για να φυλαχθεί από τα θανατηφόρα πάθη και κυρίως την υπερηφάνεια, πρέπει να κατεβάζει τον νου του στον Άδη (άκρον άωτον της νήψεως). Εκεί κλαίει, μετανοεί, ελπίζει ότι θα τον ανυψώσει ο Θεός. Η βιωματική μνήμη του θανάτου μαζί με την νήψι μας ελευθερώνουν από τα σκληρά 16

πάθη, όπως της υπερηφάνειας, γιατί τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην φωτιά της μνήμης της κολάσεως, όπου όλες οι αμαρτίες λειώνουν και καθαρίζεται η ψυχή. Μετά από αυτό το λουτρό μας ανεβάζει ο Θεός καθαρούς μέχρι και του τρίτου ουρανού.


Κλασσικό παράδειγμα τέτοιου γενναίου αθλητού είναι ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Γνωρίζουμε από τον βίο του μεγάλου αυτού εργάτου της νηπτικής ζωής και νοεράς προσευχής, ότι ο Κύριος του εφανερώθη για να τον βοηθήσει να απελευθερωθεί από τους λογισμούς της υπερηφάνειας και του είπε: «Κράττει τον νου σου εις τον Άδην και μη απελπίζου», το οποίο ετήρησε με ανδρείο αγώνα.

Οι αρετές της νήψεως και της μνήμης θανάτου γεννούν η μία την άλλη.


5.6. ΝΗΨΙΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΖΗΛΟΣ

Ο αγαθός ζήλος είναι ένας ασίγαστος πόθος, ο οποίος φλέγει την ψυχή και την κάνει να ορμά προς το ποθούμενο, αψηφώντας τους κινδύνους και νικώντας την χαύνωση, όταν η ψυχή διακατέχεται από θλίψεις και πειρασμούς. Ο ζήλος παρομοιάζεται με τον σκύλο, ο οποίος, όταν από μακριά αντιληφθεί κάτι ξένο, αμέσως φωνάζει και με τον τρόπο αυτό ειδοποιεί το αφεντικό του (το νου) να προσέχει. Ο ζήλος είναι φύλακας του νόμου του Θεού.


Η νήψις, η οποία είναι μία εντατική επιτήρηση του νου στους λογισμούς, πολύ βοηθείται από τον πνευματικό ζήλο, διότι εύκολα ανιχνεύει και αποδιώχνει του εμπαθείς λογισμούς. Ακόμη η νήψις με την βοήθεια του ζήλου αντιστέκεται στους τρεις ύπουλους γίγαντες εχθρούς, τους οποίους έχει ο διάβολος ως έσχατα όπλα κατά του ανθρώπου, δηλαδή την λήθη, την άγνοια και την ακηδία.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η πεμπτουσία της πνευματικής ζωής είναι η νήψις και η προσευχή. Ζούμε σε μια εποχή, της οποίας το χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η πνευματική οκνηρία, η οποία μας οδηγεί στο πνευματικό κενό. Ο άνθρωπος με τις πολλές δραστηριότητές του προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό επενδύοντας σε, ότι του προσφέρει η καταναλωτική κοινωνία. Προσπαθεί να ικανοποιηθεί με, ότι νεώτερο παράγει αυτή και αγωνίζεται με όλες τις δυνάμεις του να το αποκτήσει. Αλλά στο τέλος πάντοτε εισπράττει την απογοήτευση. Ουσιαστικά ζει το δράμα του Σίσυφου.

Εμείς όμως εξαγοραστήκαμε από την κατάρα της αμαρτίας και του θανάτου με το Πανάγιο και πολυτιμότατο Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Αυτός μας αγάπησε με μια άπειρη αγάπη. Πράγματι, «μείζονα ταύτης της αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ τών φίλων αυτού» (Ιω. ιε΄ 13). Τι ζητεί από εμάς ο Χριστός; Να ανταποκριθούμε στην αγάπη Του τηρώντας τις εντολές Του. «Εάν αγαπάτε με, τάς εντολάς τάς εμάς τηρήσατε» (Ιω. ιδ’ 15) και «Αι εντολαί αυτού βαρείαι ούκ εισίν» (Α’ Ιω ε’ 4).

Με όπλο την προς τον Θεό και τον πλησίον ένθεη αγάπη μας, ας ξεκινήσουμε τον ταπεινό αγώνα της νήψεως. Και, όταν ο λογισμός μας φεύγει από τον Χριστό, δείγμα της ατελούς αγάπης μας προς Αυτόν, ας τον επαναφέρουμε γρήγορα στην πηγή της Αθανάτου Ζωής. Γιατί ο Θεός είναι καθαρός και πανάγιος και, μόνον όταν καθαρίσουμε δια της νήψεως και της προσευχής τον νου και την καρδία μας, τότε «Οψόμεθα Αυτόν καθώς εστίν». Ας μη μας γελά ο κόσμος με αυτά που μας προσφέρει, γιατί έχουμε εμπειρία ότι δεν αξίζουν.


Σεβασμιότατε,

Ευχηθείτε να οδεύσουμε και εμείς την οδό της Θεώσεως, πρεσβείαις της Κυρίας Θεοτόκου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ού την μνήμην επιτελούμεν, και πάντων των Αγίων, για να καταπαύσωμε και εμείς στην ανέσπερο Βασιλεία της Αγίας Τριάδος.

Κυριακή τοῦ Λουκᾶ ΙΑ΄ (ΚΗ΄). Περὶ τῶν καλουμένων ἐν τῷ δείπνῳ. Θεοφυλάκτου Άρχιεπισκόπου Βουλγαρίας


Κυριακή τοῦ Λουκᾶ ΙΑ΄ (ΚΗ΄)
Λουκ. ιδ΄, 16-24


Περὶ τῶν καλουμένων ἐν τῷ δείπνῳ, Κεφάλαιον ιδ΄

 Κείμενο καὶ ἀπόδοσις


«Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, Ἄνθρωπος τις ἐποίησεν δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς, καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· 
Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. 
Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· Ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτὸν, ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρατῃτημένον. 
Καὶ ἕτερος εἶπε· Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά, ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρατῃμένον.  Καὶ ἕτερος εἶπεν· Γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». 
Τοῦ συνανακειμένου εἰπόντος, ὅτι μακάριος ὅς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος διδάσκει αὐτὸν πλατύτερον, πῶς δεῖ νοεῖν ἡμᾶς τὰς τοῦ Θεοῦ ἑστιάσεις.  
Καὶ δή φησι παραβολὴν τοιάνδε, ἄνθρωπον μὲν ὀνομάζων τὸν φιλάνθρωπο αὐτοῦ Πατέρα. Ὁ γὰρ Θεὸς ὅταν μὲ τὴν τιμωρητικὴν αὐτοῦ δύναμιν αἰνίττηται, παρὰ τῇ Γραφῇ πάνθηρ, καὶ πάρδαλις, καὶ ἄρκτος ὀνομάζεται· ὅταν δὲ φιλανθρωπίαν τινὰ αἰνίττεσθαι μέλλῃ, ἄνθρωπος, εἰσάγεται, ὥσπερ οὖν καὶ νῦν· ἐπειδὴ περὶ τῆς φιλανθρωποτάτης οἰκονομίας διαλαμβάνει ἡ παραβολή, ἥν ἐνήργησεν ἐν ἡμῖν, κοινωνοὺς ἡμᾶς ποιήσας τῆς σαρκὸς τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, ἄνθρωπον αὐτὸν ὠνόμασε· δεῖπνον δὲ μέγα ἐκάλεσε τὴν οἰκονομίαν ταύτην, δεῖπνον μὲν, ἐπειδὴ ἐν ἐσχάτοις καιροῖς, καὶ οἷον ἐπὶ δυσμαῖς τοῦ αἰῶνος ἦλθεν ὁ Κύριος.  
Μέγας, δὲ ὁ δεῖπνος οὗτος, ἐπειδὴ καὶ ὁμολογουμένως μέγα τὸ τῆς σωτηρίας ἡμῶν μυστήριον·  καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου.  
Τίς ἐστι οὖτος ὁ δοῦλος; ὁ τὴν μορφὴν τοῦ δούλου ἀναλαβὼν ὁ Υἰὸς τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος γενόμενος, καὶ ὡς ἄνθρωπος ἀποσταλῆναι λεγόμενος.  
Πρόσχες δὲ πῶς οὐκ εἶπε, δοῦλον, ἀλλὰ μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸν δοῦλον, τὸν κυρίως, φησίν, αὐτῷ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον εὐαρεστήσαντα καὶ εὖ δουλεύσαντα. 
Οὐ μόνον γὰρ καθ’ὅ Υἱὸς καὶ Θεὸς εὐάρεστος τῷ Πατρί, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅ ἄνθρωπος, αὐτὸς μόνος ἀναμαρτήτως πάσαις ταῖς τοῦ Πατρὸς βουλαῖς καὶ ἐντολαῖς ὑπηρετήσας, καὶ πληρώσας πᾶσαν δικαιοσύνην, δουλεῦσαι λέγεται τῷ Θεῷ καὶ Πατρί, δι’ὅ καὶ κυρίως δοῦλος τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ἄν λέγοιτο μόνον.  
Τῇ ὥρᾳ δὲ τοῦ δείπνου ἀπεστάλη, τοὐτέστιν, ἐν τῷ ὡρισμένῳ καὶ ἐπιτηδείῳ καιρῷ. Οὐδὲ γὰρ ἄλλος καιρὸς ἦν τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἐπιτηδειότερος, ἤ ἐκεῖνος ὁ κατὰ τὴν τοῦ Αὐγούστου Καίσαρος βασιλείαν, ὅτε κορυφωθεῖσαν τὴν κακίαν ἔδει καθαιρεθῆναι. 
Ὥσπερ γὰρ νόσημα ὕπουλον, καὶ κακόηθες ἐῶσιν οἱ ἰατροὶ πάντα τὸν πονηρὸν χυμὸν ἐκρῆξαι, εἰθ’ οὕτως τὰς φαρμακείας ἐπάγουσιν, οὕτως καὶ τὴν ἁμαρτίαν ἔδει πάντα τὰ οἰκεῖα ἑαυτῆς εἴδη ἐπιδείξασθαι, εἶτα τὸν μέγαν ἰατρὸν ἐπιθεῖναι τὸ φάρμακον.  
Διὰ τοῦτο δὴ περιέμεινεν ὁ Κύριος τὸ μέτρον τῆς κακίας πληρῶσαι τὸν διάβολον, καὶ οὕτως σαρκωθεὶς πᾶν εἶδος κακίας διὰ πάσης τῆς ἁγίας αὐτοῦ πολιτείας ἐξιάσαντο. 
Ἀπεστάλη οὖν ἐν ὥρᾳ τοὐτέστι,τῷ ὡραίῳ καὶ ἐπιτηδείῳ καιρῷ κα’θ ἅ καὶ Δαυΐδ λέγει· «Περίζωσαι τὴν ρομφαίαν σου, ἐπὶ τὸν μηρόν σου, δυνατὲ» τῆ ὡραιότητί σου· πάντως γὰρ ρομφαία μὲν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ μηροῦ δὲ ἡ ἐν σαρκὶ γένεσις σημαίνεται, ἥτις τῇ ὡραιότητι ἐγένετο, τοὐτέστιν, ἐν τῷ ἐπιτηδείῳ καιρῷ. 
Ἀπεστάλη δὲ εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις.  Τίνες δὲ εἰσιν οὗτοι οἱ κεκλημένοι; Τάχα μὲν πάντες ἄνθρωποι· πάντας γὰρ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν ἐπίγνωσιν αὐτοῦ, τοῦτο μὲν διὰ τῆς τῶν ὁρωμένων εὐταξίας, τοῦτο δὲ διὰ τοῦ φυσικοῦ νόμου· τάχα δὲ οικειότερον οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οἰ διὰ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν ἐκλήθησαν· εἰς τούτους οὖν ἀπεστάλη προηγουμένως ὁ Κύριος, εἰς τὰ πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ.  
Αὐτὸς μὲν οὖν ἔλεγε· Ἔρχεσθε ὅτι ἤδη ἕτοιμα ἐστι πάντα· ἐγγὺς γὰρ εἶναι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἅπασιν εὐγγελίζετο ὁ Κύριος, καὶ ἐντὸς ὑμῶν. 
Οἱ δὲ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι, τοὐτέστιν, ὡς ἐξ ἑνός συνθήματος· πάντες γὰρ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων παραιτησάμενοι ἔχειν τὸν Ἰησοῦν βασιλέα, οὐδὲ τοῦ δείπνου ἠξιώθησαν· ὁ μὲν διὰ φιλοπλουτίαν, ὁ δὲ διὰ φιληδονίαν.  Ὁ μὲν γὰρ τὸν ἀγρὸν ἀγοράσας, καὶ ὁ τὰ ζεύγη τῶν βοῶν, φιλόπλουτοι ἄν νοηθεῖεν· ὁ δὲ τὴν γυναῖκα γήμας, φιλήδονος· εἰ βούλει δὲ μοι, ἀγρὸν ἀγοράζει ὁ διὰ τὴν τοῦ κόσμου σοφίαν μὴ παραδεχόμενος τὸ μυστήριον. Ἀγρὸς μὲν γὰρ ὁ κόσμος, καὶ ἡ φύσις ἁπλῶς, ὁ δὲ τὴν φύσιν βλέπων, τὸ ὑπὲρ φύσιν οὐ παραδέχεται. Ἰδὼν οὖν ὁ Φαρισαῖος τυχὸν τὸν ἀγρὸν, τοὐτέστι, πρὸς τοὺς φύσεως νόμους ἀποβλέψας, οὐ παραδέξατο τὸ τεκεῖν παρθένον Θεόν, ὡς ὑπὲρ φύσιν· ἀλλὰ καὶ οἱ τῇ ἔξῳ σοφίᾳ ἐγκαυχώμενοι πάντες, διὰ τὸν ἀγρὸν τοῦτον, τοὐτέστι τὴν φύσιν, ἠγνόησαν τὸν καινοτομήσαντα τὴν φύσιν Ἰησοῦν. Ὁ δὲ ζεύγη βοῶν ἀγοράσας πέντε, καὶ δοκιμάζων αὐτὰ, νοηθείη ἄν καὶ ὁ φιλόυλος ἄνθρωπος, ὅς τὰς πέντε τῆς ψυχῆς αἰσθήσεις ταῖς σωματικαῖς συνέζευξε, καὶ τὴν ψυχὴν σάρκα ἐποίησε· διὰ τοῦτο οἷα δὴ περὶ γῆν  ἐνησχολημένος, οὐ βούλεται τοῦ λογικοῦ δείπνου μεταλαβεῖν, φησί γὰρ καὶ σοφὸς· «Τί σοφισθήσεται ὁ κρατῶν ἀρότρου;» 
Ὁ δὲ διὰ τὴν γυναῖκα ἐκπίπτων, ὁ φιληδόνος εἴη ἄν, ὅς τῇ σαρκὶ τῇ συζύγῳ τῆς ψυχῆς προστετηκώς, καὶ ἐν αὐτῇ ὤν, ὡς καλληθεὶς αὐτῇ, Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύναται. Νοήσαις δ’ ἄν ταῦτα πάντα καὶ κατὰ τὸ ρητόν καὶ γὰρ ἐκπίπτομεν τοῦ Θεοῦ καὶ δι’ ἀγρούς, καὶ διὰ ζεύγη βοῶν, καὶ διὰ γάμους, προσκείμενοι μὲν τούτοις, καὶ τὸν ἅπαντα βίον εἰς ταῦτα δαπανῶντες, καί που καὶ ἄχρις αἱμάτων διὰ ταῦτα ἐκτραχηλιζόμενοι· θεῖον δὲ μηδὲν ἤ νόημα ἤ ρῆμα διανοούμενοι, ἤ μετερχόμενοι.
«Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος, ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης, εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· Ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας, καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς, καὶ ἀναπήρους, καὶ χωλοὺς, καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ᾧδε.  
Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· Κύριε, γέγονες ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί· καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς, καὶ φραγμοὺς, καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου· λέγω γὰρ ὑμῖν, ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου». 
Ἀπερρίφθησαν μὲν οἰ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, καὶ οὐδεὶς ἐκ τούτων ἐπίστευσε τῷ Χριστῷ, ὡς καὶ αὐτοὶ ἐνεκαυχῶντο τῇ κακίᾳ.  Μὴ γὰρ, φυσί, τῶν ἀρχόντων τις ἐπίστευσεν εἰς αὐτόν; 
Οὗτοι μὲν οὖν οἱ νομομαθεῖς, καὶ Γραμματεῖς, ὥς φησιν ὁ προφήτης μωρανθέντες ἐξέπεσον τῆς χάριτος· οἱ δὲ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἰδιῶται χωλοῖς, καὶ τυφλοῖς, καὶ ἀναπήροις ἀπεικαζόμενοι, τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου, καὶ οἱ ἐξουδενωμένοι, οὗτοι ἐκλήθησαν. 
Ὁ γὰρ ὄχλος ἐθαύμαζεν ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῖς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἔχαιρον τῇ διδασκαλίᾳ. Μεθ’ ὅ δὲ εἰσῆλθον οὗτοι οἱ ἐξ Ἰσραήλ, ἡ ἐκλογή, φημί, οὕς ὁ Θεὸς προώρισεν εἰς δόξαν αὐτοῦ, οἵ ἦσαν Πέτρος, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ αἱ λοιπαὶ μυριάδες τῶν πιστευσάντων, ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὰ ἔθνη ὑπερεκχεῖται· οἱ γὰρ ἐν ταῖς ὁδοῖς, καὶ τοῖς φραγμοῖς, τὰ ἔθνη νοηθεῖεν. 
Οἱ μὲν Ἰσραηλῖται ἐντὸς ἦσαν τῆς πόλεως, ἅτε καὶ νομοθεσίαν δεξάμενοι, καὶ ἀστειοτέραν διαγωγὴν λαχόντες· τὰ δὲ ἔθνη ξένα τῶν διαθηκῶν ὄντα, καὶ ἀπηλλοτριωμένοι τῆς νομοθεσίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὴ συμπολῖται ὄντες τῶν ἁγίων οὐκ ἐν μιᾷ ὁδῷ, ἀλλὰ πολλαῖς τῆς ἀνομίας καὶ ἀγροικίας διέτριβον, καὶ ἐν τοῖς φραγμοῖς ταῖς ἁμαρτίαις, φημί·  ἡ γὰρ ἁμαρτία μέγας φραγμὸς καὶ μεσότοιχον διϊστῶν ἡμᾶς ἀπὸ  τοῦ Θεοῦ. Τὴν κτηνώδη οὖν τῶν ἐθνῶν διαγωγήν, καὶ εἰς τὰς πολλὰς δόξας μεμερισμένην αἰνίττεται διὰ τῶν ὁδῶν, τὴν δὲ ἐν ἀμαρτίαις αὐτῶν ζωὴν διὰ τῶν φραγμῶν· οὐχ ἁπλῶς δὲ κελεύει τούτους καλέσαι, ἀλλὰ ἀναγκάσαι, καίτοι προαιρετικὸν ἅπασι τὸ πιστεύειν· ἀλλἀ ἵνα μάθωμεν, ὅτι μεγάλης τοῦ Θεοῦ δυνάμεως σημεῖόν ἐστι τὸ πιστεῦσαι τὰ ἔθνη τοσαύτην ἀγνωσίαν ἔχοντα, διὰ τοῦτο εἶπεν· Ἀνάγκασον. 
Εἰ μὴ γὰρ ἦν πολλὴ τοῦ κηρυττομένου ἡ δύναμις, καὶ μεγάλη ἡ τοῦ λόγου ἀλήθεια, πῶς ἄν ἐπείσθησαν ἄνθρωποι εἰδωλομανοῦντες, καὶ αἰσχρουγοῦντες ἀθρόον ἐπιγνῶναι τοίνυν τὸν ὄντως Θεὸν, καὶ πνευματικὸν βίον τελέσαι; 
Τὸ τοίνυν παράδοξον τῆς μεταθέσεως θέλων δηλῶσαι ἀνάγκην τὸ πρᾶγμα ὠνόμασεν·  ὡς ἄν εἴποι τις, ὅτι καὶ μὴ βουλόμενοι οἱ Ἕλληνες ἀφεῖνα τὰ εἴδωλα, καὶ τὴν τρυφή, ὅμως ὑπὸ τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος ἠναγκάσθησαν ταῦτα φυγεῖν. Ἄλλως τε καὶ ἡ δύναμις τῶν σημείων μεγάλη ἐπῆγεν ἀνάγκην τοῦ μετατεθῆναι εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν.  Καὶ καθ’ ἑκάστην δὲ ὁ δεῖπνος οὗτος ἑτοιμάζεται, καὶ καλούμεθα πάντες εἰς τὴν βασιλείαν, ἥν καὶ πρὸ καταβολῆς κόσμου ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀνθρώποις· ἀλλ’ οἱ μὲν διὰ σοφίας περιεργίαν, οἱ δὲ διὰ φυλαυτίαν, οἱ δὲ διὰ φιλοσαρκίαν οὐκ ἀξιούμεθα ταύτης· ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία ἑτέροις ἁμαρτωλοῖς χαρίζεται ταύτην, τυφλοῖς τὰς νοητὰς ὄψεις, μὴ συνιεῖσι τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἤ συνιεῖσι μέν, χωλοῖς δὲ οὖσι, καὶ ἀκινητοῦσι πρὸς τὸ πράττειν τοῦτο· καὶ συνόλως πτωχοῖς ἀποπεσοῦσι τῆς ἄνω δόξης· καὶ ἀνάπηροις, ἄμωμον τὸν ἑαυτῶν βίον μὴ ἐπιδεικνυμένοις· τούτοις οὖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς εἰς τὰς πλατείας, καὶ εὐρυχώρους ὁδοὺς τῆς ἁμαρτίας πλανωμένοις, ἐπιπέμπει ὁ Πατὴρ τὸν δειπνοκλήτορα αὐτοῦ Υἱὸν, τὸν καὶ δοῦλον γενόμενον κατὰ σάρκα, τὸν μὴ δικαίους ἐλθόντα καλέσαι, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς· καὶ ἑστιᾷ τούτους φιλοτίμως ἀντ’ ἐκείνων τῶν γνωστικῶν καὶ πλουσίων, καὶ τῇ σαρκὶ χαριζομένων.  Πολλοῖς δὲ καὶ νόσους ἐπιπέμπων καὶ κινδύνους, ποιεῖ αὐτοὺς καὶ ἄκοντας ἀποτάξασθαι τῷ βίῳ οἷς κρίμασιν οἷδε, καὶ εἰσάγει αὐτοὺς εἰς τὸν δεῖπνον αὐτοῦ, ἀνάγκην αὐτοῖς ἐπάγων τὴν τῶν κινδύνων ἐπιφορὰν· καὶ τούτου τὰ παραδείγματα πολλὰ. 
Διδάσκει δὲ ἡμᾶς καὶ κατὰ τὸ  ἁπλουστέρον ἡ παραβολὴ τοῖς πένησι καὶ ἀναπήροις χαρίζεσθαι μᾶλλον ἤ τοῖς πλουσίοις, ὅ καὶ πρὸ ὀλίγου παραινῶν, διὰ τοῦτο αὐτὸ δοκεῖ τὴν παραβολὴν εἰπεῖν, πιστούμενος διὰ ταύτης, ὅτι τοὺς πτωχοὺς δεῖ ἑστιᾷν.  
Καὶ ἄλλο μανθάνομεν, τὸ ὀφείλειν οὕτως, εἶναι πρόθυμοι, καὶ φιλότιμοι περὶ τὴν ὑποδοχὴν τῶν ἀδελφῶν, ὥστε καὶ μὴ θέλοντος ἀναγκάζειν πρὸς τὸ μεταλαμβάνειν τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν.  
Τοῦτο καὶ τοῖς διδάσκουσι μεγάλη νουθεσία, ὥστε καὶ ἄκοντας τοὺς μαθητὰς παιδεύειν τὸ δέον.

«Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Ἔκαμε κάποιος ἄνθρωπος μεγάλο δεῖπνο κι ἐκάλεσε πολλούς. Τὴν ὥρα τοῦ τραπεζιοῦ ἔστειλε τὸ δοῦλο του νὰ πῆ στοῦς καλεσμένους· Ἐλᾶτε, εἴναι ὅλα ἔτοιμα. Κι ἄρχισαν ὅλοι μὲ μιὰ γνώμη νὰ παρακαλοῦν νὰ μὴν παρευρεθοῦν. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε ἀγόρασα χωράφι καὶ ἔχω ἀνάγκη νὰ βγῶ καὶ νὰ τὸ δῶ. Σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένο. Κι ὁ δεύτερος εἶπε ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καί πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω. Σὲ παρακαλῶ, θεωρησὲ με δικαιολογημένο.  Κι ὁ τρίτος εἶπε. Ἔκαμα τὸ γάμο μου καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νἀρθῶ».  Κι ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν μαζί στὸ τραπέζι εἶπε· μακάριος εἶναι ὅποιος πάρη τὸ γεῦμα του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος τοῦ ἐξηγεῖ πλατύτερα, πῶς πρέπει νὰ φανταζώμαστε τὰ δεῖπνα τοῦ Θεοῦ.  Καὶ λέει τὴν παραβολὴ αὐτή, ὀνομάζοντας ἄνθρωπο καὶ τὸν φιλάνθρωπο πατέρα του. Γιατὶ ὅταν ὁ Θεὸς κάνη ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν τιμωρητική του δύναμη ὀνομάζεται στὴν Γραφὴ πάνθηρας καὶ πάρδαλη καὶ ἄρκτος. Ὅταν ὅμως εἶναι νὰ ὑποδηλώση κάποια φιλανθρωπία παρουσιάζεται, ὅπως τώρα, σὰν ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ ἡ παραβολὴ μιλᾶ γιὰ τὴν πιὸ μεγάλη φιλανθρωπία ποὺ ἔκαμε σ’ἐμᾶς κάνοντας νὰ κοινωνήσυομε ἀπὸ τὴ σάρκα τοῦ Γιοῦ του, τὸν ἀποκάλεσε «ἄνθρωπο».  Καὶ τὴ φιλανθρωπία του αὐτὴ τὴν ἐκάλεσε δεῖπνο μεγάλο, δεῖπνο, γιατὶ στοὺς τελευταίους καιρούς, καὶ ὅπως στὴ δύση τοῦ κόσμου, ἦρθε  ὁ Κύριος. Κι εἶναι μεγάλο τὸ δεῖπνο αὐτό, γιατὶ ὀλοφάνερα εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Καὶ τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τὸ δοῦλο του.  Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ δοῦλος; Ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ποῦ πῆρε δούλου μορφή, κι ἔγινε ἄνθρωπος στάλθηκε στὴ γῆ.  Πρόσεξε ἀκόμα πὼς δὲν εἶπε δοῦλο,  ἀλλὰ τὸ δοῦλο, αὐτὸν ποὺ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του εὐαρέστησε καὶ στάθηκε δοῦλος πιστός.  Δὲν ἦταν ἀρεστὸς στὸ Θεὸ μόνο, ἐπειδὴ ἦταν Γιὸς καὶ Θεός ἀλλὰ κι ἐπειδὴ ἦταν ἄνθρωπος, ποὺ αὐτὸς μόνο ἀναμάρτητα ὑπηρέτησε τὰ θελήματα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.  Κι ἀφοῦ ἐκπλήρωσε ὅλες τὶς ὑποχρεώσεις, ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη, λέγεται γι’ αὐτὸν ὅτι ἔγινε δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα του. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, μόνο αὐτὸς κατ’ ἐξοχὴν μπορεῖ νὰ λέγεται δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Κι ὅτι στάλθηκε τὴν ὥρα τοῦ δείπνου σημαίνει τὴν ὡρισμένη καὶ κατάλληλη στιγμή.  Κι οὔτε ὑπῆρχε ἄλλη πιὸ κατάλληλη εὐκαιρία, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Αὐγούστου, ὅταν ἔπρεπε νὰ καταλυθῆ ἡ κακία ποὺ εἶχε κορυφωθεῖ. Ὅπως οἱ γιατροὶ ἀφήνουν τὴν ὕπουλη καὶ κακοήθη ἀρρώστια νὰ ἐκδηλώση ὅλη τὴ δύναμή της καὶ τότε χρησιμοποιοῦν τὰ φάρμακά τους, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία ἔπρεπε νὰ παρουσιάση ὅλη τὴ ποικιλία της κι ἔπειτα ὁ μεγάλος γιατρὸς νὰ χρησιμοποιήση τὸ φάρμακο.  Γι’ αὐτὸ περίμενε ὁ Κύριος νὰ συμπληρώση ὁ διάβολος τὸ μέτρο τῆς κακίας καὶ τότε, ἀφοῦ ἔλαβε σάρκα, μὲ τὴν ἁγία του ζωὴ ἐθεράπευσε κάθε εἶδος κακίας.  Στάλθηκε λοιπόν στήν ὥρα, στήν ἐπίκαιρη καὶ κατάλληλη δηλαδὴ στιγμή. Ἔτσι λέει καὶ ὁ Δαβίδ· «Ζώσου τὸ σπαθὶ σου, δυνατὲ, στὸ μηρό σου στὴν ὥρα τῆς ἀκμῆς σου». Σπαθὶ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ μηρὸς σημαίνει τὴ γέννησή του μέσα στὴ σάρκα, ποὺ ἔγινε τὴν ὥρα τῆς ἀκμῆς, δηλαδὴ τὴν κατάλληλη στιμγή.  Καὶ στάλθηκε, γιὰ νὰ μιλήση στοὺς καλεσμένους.  Ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ καλεσμένοι; Ἴσως καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, γιατὶ ὅλους ἐκάλεσε ὁ Θεός νὰ τὸν γνωρίσουν μὲ τὴν τάξη καὶ τὴν ἁρμονία τῆς φύσεως ἀπὸ τὴ μιά, καὶ μὲ τὸ φυσικὸ νόμο ἀπὸ τὴν ἄλλη.  Ἴσως καὶ πιὸ ἰδιαίτερα οἱ Ἰσραηλῖτες, ποὺ τοὺς ἐκάλεσε μὲ τὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Σ’ αὐτοὺς ἐστάλθηκε πρῶτα ὁ Κύριος, στὰ πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ.  Αὐτὸς λοιπὸν ἔλεγε· Ἐλᾶτε, γιατὶ εἶναι πιὰ ἕτοιμα ὅλα. Σ’ ὅλους εὐαγγελιζόταν ὁ Κύριος ὅτι εἶναι κοντά μας καὶ μέσα μας ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.  Κι αὐτοὶ ἄρχισαν μὲ μιὰ γνώμη ν’ ἀρνοῦνται νὰ παρευρεθοῦν, σὰ νὰ τοὺς δόθηκε σύνθημα. Ὅλοι οἰ ἄρχοντες τῶν Ἰδουδαίων, ἀφοῦ ἀρνήθηκαν νὰ ἔχουν βασιλιά τους τὸν Ἰησοῦ, δὲν ἀξιώθηκαν καὶ τὸ δεῖπνο. Ἄλλος ἀπὸ ἀγάπη τοῦ πλούτου, κι ἄλλος τῶν ἡδονῶν. Αὐτὸς ποὺ ἀγόρασε τὸ χωράφι κι ὁ ἄλλος τὰ ζευγάρια τῶν βοδιῶν, πρέπει νὰ θεωρηθοῦν σὰν φίλοι τοῦ πλούτου καὶ φιλήδονος αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸ γάμο του.  Κι ἄν θέλης, χωράφι ἀγοράζει αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ κόσμου δὲν παραδέχεται τὸ μυστήριο.  Χωράφι ὁ κόσμος καὶ γενικὰ ἡ φύση κι αὐτὸς ποὺ τὴ φύση βλέπει δὲν παραδέχεται τὸ ὑπερφυσικό. Ἀποβλέποντας λοιπὸν ὁ Φαρισαῖος στὸ χωράφι, δηλαδὴ ἔχοντας τὸ νοῦ του στοὺς νόμους τῆς φύσεως δὲν παραδέχτηκε ὅτι ἡ Παρθένος ἐγέννησε τὸ Θεό, ἐπειδὴ εἶναι ὑπερφυσικό. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ὅλοι καυχιοῦνται γιὰ κοσμικὴ σοφία, γιὰ τὸ χωράφι τοῦτο, δηλαδή, τὴ φύση, ἁγνόησαν τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἀνανέωσε τὴ φύση. Μ’ αὐτὸν τέλος ποὺ ἀγόρασε τὰ πέντε ζευγάρια βόδια καὶ τὰ δοκιμάζει, μπορεῖ νὰ ἐννοήσης καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ὕλη, ποὺ ἔδεσε τὶς πέντε αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς μὲ τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος κι ἔκαμε σάρκα τὴν ψυχή.  Γι’  αὐτὸ τὸ λόγο ἀφοῦ εἶναι ἀπασχολημένος μὲ τὴ γῆ, δὲ θέλει νὰ πάρη μέρος στὸ πνευματικὸ δεῖπνο.  Ρωτᾶ καὶ ὁ σοφός·  «τί νὰ καταλάβη αὐτὸς ποὺ κρατάει τὸ ἀλέτρι»; Κι αὐτὸς ποὺ χάνει τὴ θέση του στὸ δεῖπνο γιὰ τὴ γυναῖκα, μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ φιλήδονος, ποὺ τὴ σάρκα, τὴ σύντροφο τῆς ψυχῆς, ποθῶντας περισσότερο καὶ μένοντας μέσα σ’ αὐτή, δὲν μπορεῖ ν’ ἀρέση στὸ Θεό. Μπορεῖς ὅμως νὰ τὰ ἐξηγήσης καὶ κυριολεκτικά·  χάνομε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ χωράφια καὶ γιά ζευγάρια βοδιῶν καὶ γιὰ γάμους, μένοντας κολλημένοι σ’ αὐτὰ καὶ ξοδεύοντας σ’ αὐτὰ ὅλη τὴ ζωή μας καὶ κάποτε φτάνοντας νὰ χύνωμε καὶ αἷμα.  Καὶ δὲν ἔχομε στὸ νοῦ μας οὔτε ἐκτελοῦμε καμμιὰ βουλὴ τοῦ  Θεοῦ καὶ κανένα λόγο.
«Ἦρθε ὁ δοῦλος καὶ τὰ ἀνάφερε αὐτὰ στὸν Κύριό του.  Τότε θύμωσε ὁ οἰκοδεσπότης κι εἶπε στὸν δοῦλο του. Ἔβγα γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ φέρε στὸ σπίτι τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀναπήρους, τοὺς κουτσοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς.  Κι ὁ δοῦλος εἶπε.  Κύριε, ἔγινε ὅπως εἶπες κι ἀκόμα ὑπάρχει τόπος. Κι εἶπε ὁ Κύριος στὸ δοῦλο· Ἔβγα στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες τῶν χωραφιῶν καὶ πίεσέ τους νἀρθοῦν γιὰ νὰ γεμίση τὸ σπίτι. Σᾶς βεβαιώνων ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς καλεσμένους μου ἐκείνους δὲ θὰ δοκιμάση τὸ φαγητό μου». Ἐκδιώχθηκαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καὶ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἐπίστεψε στὸ Χριστό, ὅπως καὶ οἱ ἴδιοι μὲ κακία καυχιόνταν· «Μήπως ἐπίστεψε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες σ’ αὐτόν»; Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Νομου καὶ οἱ Γραμματεῖς, ὅπως λέει ὁ προφήτης ἀπὸ ἀνοησία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ χάρη. Δέχτηκαν ὅμως πρόσκηση οἱ ἁπλοῖ Ἰουδαῖοι ποὺ παρομοιάζονται μὲ κουτσοὺς, τυφλοὺς καὶ ἀνάπηρους, οἱ κουτοὶ τοῦ κόσμου κι οἱ ἀσήμαντοι.  Γιατὶ ὁ κόσμος ἐθαύμαζε τοὺς λόγους, ποὺ ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὴ χάρη, ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ χαιρόταν μὲ τὴ διδασκαλία του. Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ μπῆκαν κι αὐτοὶ ποὺ πορέρχονται ἀπὸ οτὺς Ἰουδαίους, οἱ διαλεχτοί, αὐτοὶ ποὺ τοὺς προώρισε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ δόξα του, ὁ Πέτρος καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, μπῆκαν κι οἱ μυριάδες ἐκείνων ποὺ πίστεψαν –ξεχύνεται καὶ στοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράχτες πρέπει νὰ ἐννοήσωμε τοὺς ἐθνικούς. Οἱ Ἰσραηλῖτες ἦταν βέβαια μέσα στὴν πόλη, ἀφοῦ καὶ τὸ νόμο εἶχαν δεχθῆ καὶ μὲ περισσότερη λεπτότητα συμπεριφέρονταν. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως, ἐπειδὴ ἦσαν ξένοι πρὸς τὶς διαθῆκες καὶ ἄσχετοι ἀπὸ τὴ νομοθεσία τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἦσαν συμπολῖτες τῶν ἁγίων, δὲν ἐπλανιόνταν σ’ἕνα μονάχα ἀλλὰ σὲ πολλοὺς δρόμους, τῆς ἀνομίας καὶ τὴς στενοκεφαλιᾶς καὶ στοὺς φραγμούς, ἐννοῶ τὶς ἁμαρτίες. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μεγάλος φραγμὸς καὶ μεσότοιχο ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό.  Τὴ διαγωγὴ λοιπὸν τῶν ἐθνῶν, ποὺ ἔμοιαζε μὲ τῶν ζώων κι ἦταν χωρισμένη σὲ πολλὲς γνῶμες, ὑπονοεῖ μὲ τοὺς δρόμους καὶ μὲ τοὺς φραγμοὺς, τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ τους. Καὶ δὲν προστάζει νὰ τοὺς καλέσουν ἁπλῶς ἀλλὰ νὰ τοὺς πιέσουν, μολονότι ἡ πίστη εἶναι προαιρετικὴ σ’ ὅλους. Εἶπε ὅμως «ἀνάγκασέ τους» γιὰ νὰ καταλάβωμε ὅτι εἶναι σημάδι τῆς μεγάλης δυνάμεως τοῦ Θεοῦ νὰ πιστέψουν οἱ εἰδωλολάτρες, ἄν κι ἔχουν τόσο μεγάλη ἄγνοια.  Γιατὶ ἄν δὲν ἦταν μεγάλη ἡ δύναμη τοῦ κηρύγματος καὶ φανερὴ ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου, πῶς θὰ γινόταν ἄνθρωποι, ποὺ ἦσαν τρελλοὶ μὲ τὰ εἴδωλα καὶ ἀσχημονοῦσαν μὲ τὸ σακκί, νὰ καταλάβουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν πνευματικὴ ζωή; Θέλοντας λοιπὸν νὰ δηλώση τὴν παράδοξη μεταβολὴ στὴν κατάστασή τους τὴν ὠνόμασε ἀνάγκη. Θὰ ἔλεγε κανένας ὅτι καὶ μόλο ποὺ δὲν ἤθελαν οἱ Ἕλληνες νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ εἴδωλα καὶ τὶς ἀπολαύσεις, ἀναγκάστηκαν ὡστόσο νὰ τ’ ἀποφύγουν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων δημιουργοῦσε μεγάλη ἀνάγκη νὰ περάσουν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.  Καὶ καθημερινὰ στρώνεται αὐτὸ τὸ τραπέζι καὶ προσκαλούμαστε ὅλοι στὴ βασιλεία, ποὺ ὁ Κύριος καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ ἀκόμα τοῦ κόσμου ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ὡστόσο ἄλλοι ἀπὸ τὶς σοφιστικὲς μικρολογίες, κι ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους στὴν ὕλη κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημά τους δὲ γινόμαστε ἄξιοι γι’ αὐτήν.  Καὶ τὴ χαρίζει ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ σὲ ἄλλους ἁμαρτωλούς, ποὺ εἶναι τυφλὰ τὰ μάτια τοῦ νοῦ τους καὶ δὲν κατανοοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ ποὺ τὸ κατανοοῦν ἀλλὰ εἶναι κουτσοὶ κι ἀδρανοῦν νὰ τὸ πράξουν. Καὶ γενικὰ σὲ φτωχοὺς ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα, καὶ σὲ ἀνάπηρους ποὺ ἡ ζωὴ τους δὲν παρουσιάζεται ἄψογη.  Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ εἶναι στὶς πλατείες, καὶ τριγυρίζουν στοὺς φαρδιοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας στέλνει ὁ Πατέρας τὸ δειπνοκαλεστὴ Γιὸ του, ποὺ καὶ δοῦλος ἀκόμα ἔγινε κατὰ τὴ σάρκα, ποὺ δὲν ἦρθε νά καλέσῃ τοὺς δικαίους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς.  Καὶ παραθέτει τραπέζι πλούσιο σ’ αὐτοὺς ἀντὶ στοὺς ἄλλους, ποὺ ἔχουν τὴ σοφία καὶ τὸν πλοῦτο καὶ χαρίζονται στὴν σάρκα.  Σὲ πολλοὺς στέλνοντας ἀρρώστιες καὶ κινδύνους τοὺς κάνει ὅλους ν’ ἀρνηθοῦν αὐτὴ τὴν ζωή, γιά λόγους ποὺ ἐκεῖνος γνωρίζει, καὶ τοὺς φέρνει στὸ τραπέζι του, σὰν ἀνάγκη στέλνοντας τους τὴ ἀπειλὴ τῶν κινδύνων. Ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα γι’ αὐτὸ.  Μᾶς δίνει κι ἕνα πιὸ πρόχειρο νόημα ἡ παραβολή·  νά κάνωμε χάρη περισσότερο στοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀνάπηρους παρὰ στοὺς πλούσιους. Σ’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο παρακινοῦσε, γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο φάνηκε ὅτι εἴπε τὴν παραβολή, ἐπιβεβαιώνοντας μ’ αὐτή, ὅτι πρέπει νὰ τρέφωμε τοὺς φτωχούς.  Καὶ κάτι ἄλλο μαθαίνομε, ὅτι ὀφείλομε νὰ εἴμαστε ἔτσι πρόθυμοι καὶ φιλότιμοι στὴν ὑποδοχὴ τῶν ἀδελφῶν μας, ὥστε, καὶ χωρὶς νὰ θέλουν, νὰ τοὺς ἀναγκάζωμε νὰ παίρνουν μέρος στὰ ἀγαθά μας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ γιὰ τοὺς δασκάλους τῆς πίστεως μεγάλο δίδαγμα, ὥστε νὰ διδάσκουν τοὺς μαθητάς τους τὸ ὀρθὸ καὶ χωρὶς νὰ θέλουν.


Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ Μέγα Μυστήριον


Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.
Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον».
Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».
Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.
Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.
Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».
Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».
Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».
Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.

Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Η νέα “περιεκτική” Εκκλησία του Οικουμενισμού!!!

 


Οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστές (οἱ συνδαιτυμόνες στὴν Ἡμερίδα Πειραιῶς περὶ Ἀποτειχίσεως καὶ οἱ ιντερνετικοὶ ὑποστηρικτές τους) λέγουν, ὅτι δὲν ὑπάρχει Συνοδικὰ διακηρυγμένη ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Ἀλήθεια, πῶς ἐννοοῦν τὴν διακήρυξη τῆς αἱρέσεως; Τί ἄλλο θέλουν γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους; Μήπως περιμένουν νὰ ἀποφασίσει Συνοδικὰ ἡ Ἱεραρχία τὴν ἀποδοχὴ τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ὁ Βαρθολομαῖος, ὁ Ζηζιούλας καὶ οἱ λοιποὶ φωστῆρες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δὲν εἶναι Ἐπίσκοποι; Δὲν διδάσκουν τὶς κακοδοξίες τους σὲ Ὀρθόδοξο Ποίμνιο;
Γιατί λοιπόν, ἐπικοινωνοῦν καὶ συλλειτουργοῦν μὲ αἱρετικούς; Γιατί μνημονεύουν οἱ ὑπόλοιποι Ἐπίσκοποι τοὺς συναδέλφους τους Οἰκουμενιστές; Γιατί προβάλλουν ὡς πρότυπο ἕναν αἱρετικὸ Οἰκουμενιστή, τὸν κ. Βαρθολομαῖο;
Εἶπε ὁ Κερκύρας Νεκτάριος:
Ὁ Βαρθολομαῖος εἶναι ὁ «Πρώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο εκφράζων και επιβλέπων το ήθος της Ορθοδόξου Πίστεως»!!!
Καὶ ἡ Συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι, χωρὶς κανένα πρόβλημα καὶ χωρὶς κανένα ἦθος, ὑποδέχονται καὶ συλλειτουργοῦν μὲ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο, μὲ τὸν Κερκύρας Νεκτάριο, μὲ τὸν Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα (συλλειτουργεῖ, ἐπίσης, μαζί του καὶ ὁ ἀντι-Οἰκουμενιστὴς π. Γεώργιος Μεταλληνός!), μὲ τὸν Μεσσηνίας Χρυσόστομο (αὐτὸν τῆς “διηρημένης” Ἐκκλησίας), μὲ τὸν Σύρου Δωρόθεο...!
Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα “περιεκτικὴ” Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ ἀφομοιώνει καὶ χωρᾶ τοὺς πάντες!
  

Πηγή: «agioritikovima»

Μητρ. Κερκύρας για Βαρθολομαίο:
«Είναι ο εκφράζων και επιβλέπων το ήθος της Ορθοδόξου Πίστεως»

Το εγκώμιο του Οικουμενικού Πατριάρχη έπλεξε για ακόμη μια φορά στη σημερινή πανηγυρικη Θεία Λειτουργία για τον Άγιο Σπυρίδωνα στο νησί της Κέρκυρας ο Μητροπολίτης Νεκτάριος. Στην ομιλία του αναφέρθηκε και στους δεσμούς των Κερκυραίων με τον Άγιο λέγοντας: 
"μολονότι γνωρίζουμε ότι ένας Άγιος δεν ανήκει σε έναν τόπο, αλλά τιμάται από όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, εμείς στην νήσο αυτή αισθανόμαστε τον Άγιο οικείο. Τον αισθανόμαστε πατέρα, φίλο και αδελφό και, την ίδια στιγμή, πρεσβευτή μας στον ουρανό. Ξεκινά η ημέρα των περισσοτέρων Κερκυραίων με το άναμμα ενός κεριού στον Άγιο και την προσκύνηση του σκηνώματός του, για να πάρουν δύναμι για την ζωή τους. Τελειώνει η ημέρα πάλι με το άναμμα ενός κεριού και την προσκύνηση του σκηνώματός του, ως επιλύχνιος ευχαριστία διότι «κέκλικεν η ημέρα» (Λουκ. 24, 29) χάρις στις πρεσβείες του Αγίου και ο καθένας περάτωσε τον κόπο του «διότι έκαμε ο Άγιος». Γι’ αυτό τον νιώθουμε οικείο. Είναι γνήσια η σύνδεση του Αγίου με την λαική ευσέβεια, την πίστη, την παράδοση, τον νού και την καρδιά του τόπου και των ανθρώπων. Είναι ο Άγιός μας" ενώ σε άλλο σημείο μιλώντας προς τον Πατριάρχη του έδωσε τον εξής χαρακτηρισμό:  "Πρώτος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο εκφράζων και επιβλέπων το ήθος της Ορθοδόξου Πίστεως", 
Στη συνέχεια στο γεύμα που παρατέθηκε προς τιμήν του Οικ. Πατριάρχη ο Μητροπολίτης Νεκτάριος δήλωσε με νόημα "Να διακρατούμε στην μνήμη μας την ενότητα, τον σεβασμό, αλλά και την επίγνωση ότι ο τόπος μας συνδέεται εκκλησιαστικώς με την Κωνσταντινούπολι, την Μητέρα Εκκλησία"
Τέλος ο Μητροπολίτης απενειμε στον κ. Βαρθολομαίο την ανωτάτην τιμητικήν διάκρισιν της τοπικής Εκκλησίας, το Παράσημον του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος, Χρυσούν Σταυρόν μετ’ Αστέρος,

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Η Σημασία της Νήψεως στον Αγώνα για την Θέωση! (π. Γρηγόριος Γρηγοριάτης)

 

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΗΨΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΩΣΗ

Ομιλία του π. Γρηγορίου Γρηγοριάτου
(της Ι. Μονής Γρηγορίου του Αγίου Όρους)
στο Ι. Ναό Παναγίας Φανερωμένης Κοζάνης

Κυριακή Αγ. Γρηγορίου Παλαμά 2006


Σεβασμιότατε,

Ευρισκόμεθα μέσα στον Ιερό Ναό της Παναγίας μας, η οποία πρώτη ανέβηκε την κλίμακα όλων των αρετών και μας εδίδαξε, όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ομιλία του στα Εισόδια, τον τρόπο της ενώσεώς μας με τον Θεό.

Επίσης η Εκκλησία μας σήμερα εορτάζει την μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του οποίου η μεγάλη προσφορά έγκειται στο ότι εθεμελίωσε θεολογικώς την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, συνοψίζοντας όλους τους πριν από αυτόν αγίους Πατέρες, και διέκρινε στον Θεό Ουσία και Άκτιστες Ενέργειες. Έτσι κατέστη το ανάχωμα τόσο απέναντι στην Δυτική ορθολογιστική θεολογία, όσο και στους Ανατολικούς νοησιαρχικούς θεολόγους.

Στηρίζομαι στις πρεσβείες της Παναγίας μας, στις ικεσίες του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στις ευλογίες σας και στις ευχές του σεβαστού Γέροντά μου, ώστε η ομιλία με θέμα: Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΗΨΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΩΣΗ, να είναι προς οικοδομήν και ωφέλειαν όλων μας.


1. Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΣΕΩΣ

Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Του έδωσε την δυνατότητα, εάν υπήκουε στο θείο Του θέλημα, να μετέχει στο Φως Του και να έχει κοινωνία μαζί Του, να δεχθεί την θέωση, να γίνει Θεός κατά χάριν. Η αμαρτία της παρακοής επλήγωσε τον άνθρωπο, ανέκοψε την πορεία του προς την θέωση. Όταν ο Αδάμ παρέβη την εντολή του Θεού, απέθανε, όπως είχε προειδοποιηθεί. Απέθανε πρώτα τον ψυχικό θάνατο και ακολούθησε ο σωματικός θάνατος. Ο ψυχικός θάνατος ήταν ο χωρισμός του από τον Θεό.


Την θεόπλαστη ψυχή του ανθρώπου ο Θεός επροίκισε με ψυχικές δυνάμεις, τον νου, τον λόγο και την αίσθηση, τα οποία συγκροτούν αυτό που λέμε καρδία του ανθρώπου. Προτού ο άνθρωπος αμαρτήσει, οι ψυχικές του δυνάμεις ήταν καθαρές, έβλεπε νοερά τον Θεό, αισθανόταν τον Θεό, κοινωνούσε μαζί Του. Όταν όμως οι δυνάμεις αυτές σκοτίσθηκαν με την αμαρτία, έπαυσαν πλέον να λάμπωνται από το Φως του Θεού και έτσι ο άνθρωπος έχασε την παρηγορία του και αισθάνθηκε γυμνός. Η χαρά του έγινε παρελθόν. Ακολούθησε θλίψη, πόνος, οδύνη. Έκλαιγε ο άνθρωπος τον απωλεσθέντα παράδεισο. Για να παρηγορηθεί έστρεψε τον νου του προς τα έξω, ανέπτυξε μία εμπαθή σχέση προς την κτίση ελπίζοντας να εύρει αυτό που απώλεσε. Αντί όμως χαράς, ετρύγησε κόπο και μόχθο. Αυτονόμησε την λογική του, ερεύνησε την κτίση, οικοδόμησε τις επιστήμες, αλλά και εκεί δεν ευρήκε ανάπαυση. Μάλιστα ολίσθησε στην έπαρση και την αλαζονεία καμαρώνοντας τα έργα των χειρών του. Εντυπωσιάσθηκε από το κάλλος του νοός του, που από την φύση του έχει κάποιο νοερό φως, και νόμισε γι αυτό ότι είναι Θεός. Έσχατη πτώση!

Αυτή ήταν με λίγα λόγια η εικόνα του πεπτωκότος ανθρώπου, έως ότου ήλθε «το Φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Ο Σαρκωθείς Κύριος με την Σταυρική θυσία Του μας εξηγόρασε από την κατάρα της αμαρτίας και με την Ανάστασή Του ενέκρωσε τον θάνατο και μας ανέστησε. Έδωσε πάλι την δυνατότητα σε όσους με υπομονή αγωνιζόμεθα μέσα στην Εκκλησία, σε όλους εμάς που αποτελούμε το θεανθρώπινο Σώμα Του, να πορευθούμε την οδό της Θεώσεως.

Ευχαριστούμε τον Κύριο για το δώρο της δημιουργίας μας, αλλά απείρως περισσότερο τον ευγνωμονούμε για το δώρο της θεουργίας μας!

Και ποια είναι η οδός που οδηγεί στην Θέωση;

Είναι η οδός της υπακοής στο θέλημα του Θεού, της τηρήσεως των θείων Του εντολών, της μετάνοιας. Στην πορεία αυτή μας βοηθά αποτελεσματικά ο αγώνας για την επιστροφή του νου στην καρδία και την από εκεί ανάβασή του στον Θεό. Είναι ο αγώνας που δεν έκανε ο πρωτόπλαστος άνθρωπος.

Ο αγώνας αυτός δεν είναι εύκολος, όπως οι σωματικές ασκήσεις. Έχει δυσκολία, γιατί την επιστροφή μας προς τον Θεό αντιστρατεύεται ο αντίδικός μας, ο αντίπαλος εχθρός μας, ο διάβολος, ο οποίος προσπαθεί να μας ελκύσει προς τα κάτω με τους λογισμούς και τις φαντασίες. Ο πόλεμος αυτός φαίνεται σκληρός και δύσκολος αλλά, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, έχουμε οπλισθεί με τα κατάλληλα όπλα για να τον φέρουμε εις πέρας: «Έν σαρκί γάρ περιπατούντες ού κατά σάρκα στρατευόμεθα. Τά γάρ όπλα τής στρατειάς ημών ού σαρκικά, αλλά δυνατά τώ Θεώ πρός καθαίρεσιν οχυρωμάτων, λογισμούς καθαίροντες καί πάν ύψωμα επαιρώμενον κατά τής γνώσεως του Θεού και αιχμαλωτίζοντες πάν νόημα είς την υπακοήν του Χριστού» (Β΄Κορινθ. ι’, 4-6). Ο Απόστολος Πέτρος επίσης: «Διό αναζωσάμενοι τας οσφύας υμών, νήφοντες, τελείως ελπίσατε επί την φερομένην υμίν χάριν…» (Α’ Πετρ. α'. 13).

Τον νοερό αυτόν αγώνα περιγράφει ο μακαριστός Γέρων Παΐσιος ως εξής: «Ο άνθρωπος όταν αρχίσει να κάνει εσωτερική εργασία, παρακολουθεί τον εαυτό του, προσπαθεί να διώχνει τους κακούς λογισμούς και να καλλιεργεί καλούς. Συνεχίζοντας αυτήν την προσπάθεια, φθάνει μετά από ένα χρονικό διάστημα να έχει μόνον καλούς λογισμούς. Από το διάστημα που είχε τους κακούς λογισμούς στον κόσμο, θα εξαρτηθεί και το διάστημα που θα χρειασθεί για να φύγουν. Στη συνέχεια, σιγά – σιγά σταματούν και οι καλού λογισμοί και φτάνει σε ένα άδειασμα. Τότε περνά μια περίοδο που δεν έχει ούτε καλούς ούτε κακούς λογισμούς. Αυτή η φάση φέρνει και κάποια ανησυχία στην ψυχή και ο άνθρωπος αρχίζει να αναρωτιέται: «Τι συμβαίνει; Τι γίνεται τώρα; Είχα κακούς λογισμούς, έφυγαν, ήρθαν καλοί. Τώρα δεν έχω ούτε κακούς ούτε καλούς». Μετά από αυτό το άδειασμα γεμίζει ο νους με την θεία Χάρη και έρχεται ο θείος φωτισμός» (Γ. Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, τομ. Γ’).