Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ

Είναι θεολογικά ακριβής και τέλεια η προσευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ...»; του Ιωάννη Δήμου,

Είναι θεολογικά ακριβής και τέλεια η προσευχή,
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,
ελέησόν με τον αμαρτωλό»;
του Ιωάννη Δήμου

από την ιστοσελίδα του: www.sostikalogia.com

Αυτή η προσευχή δε μπορεί να είναι θεολογικά τέλεια προσευχή, γιατί δεν είναι ολοκληρωμένη προσευχή, αλλά ένα είδος προσευχής, δηλαδή μία κραυγή και μία σύντομη αίτηση που κάνει προς το Χριστό ένας αμαρτωλός. Πώς μπορεί να είναι θεολογικά τέλεια προσευχή, και μάλιστα υπόδειγμα προσευχής, η κραυγή αυτή ενός αμαρτωλού, προς το Σωτήρα, όταν ο Ίδιος στον Οποίον απευθύνεται έχει παραδώσει την Κυριακή Προσευχή που είναι ακριβέστατη και τέλεια από πάσης πλευράς; Είναι δυνατό να συγκριθεί η προσευχή ενός αμαρτωλού, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του, με την προσευχή που δίδαξε ο Μόνος αναμάρτητος; Ασφαλώς όχι. Άλλωστε αυτός, όπως και όλοι οι άλλοι άνθρωποι, δε γνωρίζουν πώς να προσεύχονται. Οι ίδιοι οι Απόστολοι είχαν ανάγκη να τους διδάξει ο Κύριος, όπως φαίνεται από το ότι, «είπέ τις των μαθητών αυτού προς αυτόν· Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι, καθώς και Ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς αυτού» (Λουκ. ια’,1). Επίσης ο Απόστολος Παύλος λέει, «το γαρ τι προσευξώμεθα καθ' ο δει ουκ οίδαμεν, αλλ' αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις (Ρωμ. η’, 26). Πώς λοιπόν ένας που δηλώνει αμαρτωλός θα ισχυρισθεί ότι αυτός ξέρει να προσεύχεται, και ότι η δική του προσευχή είναι θεολογικά ακριβής και δεν έχει ατέλειες, σαν να είναι και αυτός κάτι; Δεν πρέπει να γνωρίζει ότι, «ει γαρ δοκεί τις είναι τι μηδέν ων, εαυτόν φρεναπατά» (Γαλ. στ΄, 3); Είναι δυνατό να κάνει και το δάσκαλο; Αν και δε χρειάζονται άλλα λόγια, όμως ας σχολιάσουμε στη συνέχεια αναλυτικότερα τα δύο μέρη της προσευχής αυτής, δηλαδή την προσφώνηση και την αίτηση, γιατί το ότι δεν είναι τέλεια, δε σημαίνει ότι δεν έχει και τα καλά της. Άλλωστε κανένα ανθρώπινο δεν είναι τέλειο.
Α. Η προσφώνηση, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», είναι μία ομολογία πίστεως η οποία όμως απευθύνεται προς τον ίδιο τον Κύριο και όχι προς τον κόσμο ώστε να πει κανείς ότι αυτός που την κάνει ομολογεί το Χριστό ενώπιον των ανθρώπων. Απλώς αναφέρει στο Χριστό τι πιστεύει αυτός ότι είναι ο Χριστός. Αυτή η προσφώνηση προφανώς είναι κατά πάντα θεολογικά ακριβής. Και πώς όχι, αφού με άλλα λόγια είναι τα λόγια που είπε ο Πέτρος στο Χριστό, «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος». (Ματ. ιστ’, 16). Όπως είναι γνωστό, αυτά τα λόγια δεν τα αποκάλυψε στον Πέτρο κάποιος άνθρωπος, αλλά ο Θεός, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ' ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς». (Ματ. ιστ’, 17). Είναι όμως αυτονόητο ότι δε θα ήταν λάθος ή θεολογική ανακρίβεια, εάν αντί του «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», έλεγε ο αμαρτωλός λιγότερα ή και περισσότερα λόγια, προκειμένου να επαινέσει τον Κύριο. Αφού απευθύνεται με την προσευχή του στον Ίδιο το Χριστό, θα μπορούσε να λέει, για παράδειγμα: α) Ένα απλό Κύριε, με όλη τη σημασία της λέξεως. β) Ένα απλό Κύριε Ιησού Χριστέ. γ) Αυτό που λέει, και καλά κάνει και το λέει, δηλαδή, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού. δ) Ένα ποιο ολοκληρωμένο, όπως αποκάλυψε ο Θεός στον Πέτρο δηλαδή, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος. ε) Ένα ακόμη πιο ολοκληρωμένο το οποίο να περιέχει πάρα πολλές αναφορές και πάρα πολλά εγκώμια για τον Υιό του Θεού. Μπορεί να πει όμως εδώ κάποιος άσχετος ότι, εάν αναφέρει ο αμαρτωλός τόσα πολλά εγκωμιαστικά λόγια για το Χριστό, ο νους του διαχέεται και δε συγκεντρώνεται στον εαυτό του και στο εγώ του, αλλά ασχολείται συνέχεια με το Χριστό. Μα, άσχετε άνθρωπε, καλλίτερα είναι να διαχέεται ο νους του γύρω από τον Υιό του Θεού, και να τον μνημονεύει συνέχεια, παρά να εγκλωβίζεται στο εγώ του και να μη απαρνείται τον εαυτό του, αντίθετα με τα λόγια του Κυρίου, «Ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθ' ημέραν, και ακολουθείτω μοι». (Λουκ. θ’, 23). Αντίθετα με τα λόγια του Αποστόλου Πάυλου προς τον Τιμόθεο, «Μνημόνευε Ιησούν Χριστόν εγηγερμένον εκ νεκρών, εκ σπέρματος Δαυίδ, κατά το ευαγγέλιόν μου». (Β’ Τιμ. β’, 8). Αντίθετα με το ψαλμικό, «κατατρύφησον του Κυρίου και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου» (ψ.36,4). Αφού όμως ο αμαρτωλός έλκεται ακόμα από το εγώ του και δεν έχει εκθαμβωθεί από το μεγαλείο του Κυρίου ώστε να λέει, «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι» (Ματ. ιζ’, 4), ας πάμε στο δεύτερο μέρος της προσευχής του αυτής, δηλαδή στην αίτηση, «ελέησόν με τον αμαρτωλό» για να δούμε τι ζητάει από τον Κύριο και γιατί το ζητάει.
Β. Είναι αυτονόητο ότι ο καθένας έχει το δικό του πρόβλημα, όταν λέει στην προσευχή του, ελέησόν με. Για παράδειγμα, η Χαναναία είχε το πρόβλημα της κόρης της και, «εκραύγασεν αυτώ λέγουσα· Ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται» (Ματ. ιε’, 22). Οι δύο τυφλοί είχαν το πρόβλημα με τα μάτια τους και «έκραξαν λέγοντες· ελέησον ημάς, Κύριε, υιός Δαυίδ» (Ματ. κ’,30). Ο τελώνης είχε το πρόβλημα με τις αμαρτίες του οι οποίες τον βάραιναν και γι’ αυτό, «έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ιη’, 13). Όπως είναι γνωστό, και η Χαναναία και οι τυφλοί έλαβαν από τον Κύριο αυτό που του ζήτησαν. Όσο για τον τελώνη ο οποίος δε ζήτησε κάτι συγκεκριμένο, όπως οι προηγούμενοι, έλαβε και αυτός αυτό που είχε ανάγκη, δηλαδή τη δικαίωσή του, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού» (Λουκ.ιη’, 14). Ασφαλώς, και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, μετά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, αυτοί θα ξέσπασαν σε ευχαριστίες και δοξολογία προς το Θεό, και δε θα συνέχιζαν να ζητάνε ακόμη αυτά που είχαν πλέον λάβει από τον Κύριο. Είναι λογικό να πει κανείς π. χ. ότι ο τελώνης που «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού», δεν το πήρε αυτό είδηση, και συνέχισε να χτυπάει το στήθος του και να λέει και να ξαναλέει, « ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»; Ασφαλώς όχι. Το ίδιο και πολύ περισσότερο πρέπει να συμβαίνει και με το αίτημα «ελέησόν με τον αμαρτωλό», το οποίο εξετάζουμε. Ας αναφέρουμε όμως μερικούς λόγους τους οποίους πρέπει να γνωρίζει όποιος λέει «ελέησόν με τον αμαρτωλό», και για τους οποίους λόγους πρέπει να δοξάζει, να ευχαριστεί και να ευλογεί το Θεό: α) Και μόνο το ότι απευθυνόμενος στο Χριστό λέει, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό», φανερώνει ότι ο Κύριος τον έχει ελεήσει, γιατί διαφορετικά ούτε καν θα πρόφερε το Όνομά Του. β) Ο Θεός ελεεί συνεχώς σύμφωνα και με το, «το έλεός σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου» ( Ψ. 22, 6). γ) Ο Θεός θέλει τη σωτηρία όλων, και με τη σοφία Του, όπως λέει ο Παύλος, « συνέκλεισε γαρ ο Θεός τους πάντας εις απείθειαν, ίνα τους πάντας ελεήση»(Ρω. ια’, 32). δ) Ο Θεός θέλει να ελεήσει όλους, γιατί είναι «οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος» (Ψ.102,8). ε) Ο Κύριος στην αίτηση, ελέησόν με τον αμαρτωλό, ανταποκρίνεται θετικά και άμεσα, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του, «καγώ υμίν λέγω, αιτείτε, και δοθήσεται υμίν· ζητείτε, και ευρήσετε· κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν· πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιχθήσεται» (Λουκ ια’, 9-10 ). Αυτό φαίνεται και στην περίπτωση του τελώνη για τον οποίο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι, «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού».
Καλή λοιπόν είναι η προσευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό», και καλά κάνει όποιος τη λέει, όταν αισθάνεται να τον βαραίνουν οι αμαρτίες του και μάλιστα πριν την εξομολόγησή, και πριν την άφεση που θα πάρει από τον πνευματικό. Όμως δεν υπάρχει λόγος να παραμερίζονται και να αποκλείονται άλλες παρόμοιες σύντομες προσευχές, και να προβάλλεται μόνο αυτή ως μοναδική, ως θεολογικά ακριβής και τέλεια, και να λέγεται ευκαίρως ακαίρως, και μάλιστα αδιαλείπτως. Ο Απόστολος Παύλος είπε μεν, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»( Α’ Θεσ. ε’, 17), αλλά δεν επέβαλε ούτε υπέδειξε κάποια δικά του λόγια για να λέγονται αυτά από τους πιστούς αδιαλείπτως ως προσευχή. Αδιαλείπτως σημαίνει εν παντί καιρώ, και διά παντός. Όμως, εν παντί καιρώ, και διά παντός το Άγιο Πνεύμα λέει να λέει ο πιστός, «Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ, διά παντός η αίνεσις αυτού εν τω στόματί μου.» (Ψ.33,2 ). Μετά το « αδιαλείπτως προσεύχεσθε» ο Παύλος λέει «εν παντί ευχαριστείτε· τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς». Ενώ δηλαδή δεν υποδεικνύει συγκεκριμένα λόγια προσευχής, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τονίζει όμως την ευχαριστία. Δεν πρέπει λοιπόν να γνωρίζει κάθε πιστός, και μάλιστα αυτός που λέει συνέχεια, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό», ότι η ευχαριστία είναι θέλημα του Θεού, και μάλιστα «εν παντί»; Δεν πρέπει να γνωρίζει ότι είναι άξιο και δίκαιο να ευχαριστεί, να δοξάζει και να ευλογεί το Θεό, εκτός των άλλων, και για το ότι τον έχει ελεήσει, τον ελεεί, και θα τον ελεεί συνεχώς, σύμφωνα με το λόγο Του, «εις τον αιώνα έλεος οικοδομηθήσεται» (Ψ. 88,3);
Δεν πρέπει να γνωρίζει ότι οι Ορθόδοξοι χριστιανοί απευθύνουν προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν τα λόγια, «Παννύχιον ημίν την σην δοξολογίαν χάρισαι εις το υμνείν και ευλογείν και δοξάζειν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα σου, του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων »; Δεν υπάρχει εδώ κατάφορη αντίφαση, αν κάποιος, ενώ ζητάει να του χαρίσει ο Κύριος την « Παννύχιον δοξολογίαν Του και μάλιστα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», ο ίδιος να μη την εξασκεί στην πράξη; Ίσως όμως ρωτήσει κανείς, αν κάποιος έχει την καλή συνήθεια να λέει συνέχεια, « Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό», μπορεί να κάνει κάποια αλλαγή ώστε αυτή η προσευχή του να είναι θεολογικά ακριβέστερη, τελειότερη και ορθοδοξότερη; Και βέβαια μπορεί, αν βέβαια πιστεύει ότι ο Θεός τον έχει ελεήσει και τον ελεεί. Μπορεί εναλλακτικά να λέει π.χ. « Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ταπείνωσέ με τον αμαρτωλό», σύμφωνα με το «ευφρανθείημεν ανθ’ ων ημερών εταπείνωσας ημάς » (Ψ.89,15). Αυτό όμως δεν είναι εύκολο να το λέει, γιατί υπάρχει κάποιος ο οποίος, επειδή ο ίδιος ούτε μπορεί ούτε θέλει να ταπεινωθεί, τον εμποδίζει να ταπεινώνεται. « Ο νοών νοείτω ». Ο Χριστός όμως είπε, «…μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία….» (Ματ. ια’,29). Συνεπώς, όποιος θέλει να ενδυθεί το Χριστό, πρέπει να ταπεινωθεί. Διαφορετικά τα πράγματα είναι άσχημα, γιατί τον εξαπατά ο διάβολος. Αλλά, ας μείνουμε σ’ αυτά τα λίγα, για να είναι εύκολο να ξαναδιαβαστούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου