Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Η ορθόδοξη θεολογία του αρχιεπισκόπου Αγ. Ιωάννη Μαξίμοβιτς. (π. Σεραφείμ Ρόουζ)




Σύντομος βίος.
Ο Άγ. Ιωάννης(Μαξίμοβιτς) γεννήθηκε το 1896 σ’ ένα χωριό της νότιας Ρωσίας. Σπούδασε Νομικά στο Χάρκοβο και Θεολογία στο Παρίσι. Από το 1926 κλήθηκε στις τάξεις του ιερού κλήρου για να υπηρετήσει διαδοχικά όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης. Ήταν μικρόσωμος, καμπουριασμένος και ψευδός αλλά σύντομα η θεία Χάρη που «τα ελλείποντα αναπληροί», τον ανέδειξε εκκλησιαστικό ηγέτη, γνήσιο ασκητή και διά Χριστόν σαλό. Διακόνησε ως ποιμενάρχης στη Σαγκάη, τη Δ. Ευρώπη και την Αμερική. Από την επίγεια ζωή του σκορπούσε στους γύρω του τη χάρη, έκανε πλήθος θαυμάτων ενώ από το 1966 που  πέθανε, το άφθαρτο λεψανό του, που βρίσκεται στο Σαν Φρανσίσκο, κάνει πολλές θεραπείες στον κόσμο.  
[…]. Τα θεολογικά συγγράμματα του αρχιεπισκόπου Ιωάννη δεν ανήκουν σε καμιά διακεκριμένη σχολή, και δεν αποκαλύπτουν την επιρροή κανενός θεολόγου του πρόσφατου παρελθόντος. Είναι αλήθεια ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ήταν εμπνευσμένος να θεολογεί, όπως και να γίνει μοναχός και να μπει στην υπηρεσία της Εκκλησίας, από τον μεγάλο του δάσκαλο, μητροπολίτη Αντώνιο Κραποβίτσκυ και είναι επίσης αλήθεια ότι ο μαθητής ενστερνίστηκε την έμφαση του δασκάλου του για επιστροφή στους Πατέρες και σε θεολογία πιο στενά συνδεδεμένη με την πνευματική και ηθική ζωή παρά με την ακαδημαϊκή. Όμως τα θεολογικά συγγράμματα του μητροπολίτη Αντωνίου είναι αρκετά διαφορετικά στον τόνο, στην πρόθεση και στο περιεχόμενο: είχε σχέση με το θεολογικό ακαδημαϊκό κόσμο και με τους διανοούμενους της εποχής του και πολλά από τα συγγράμματά του ενε αφιερωμένα σε διαφωνίες και απολογίες οι οποίες θα γίνουν κατανοητές από τα στοιχεία της κοινωνίας που εκείνος γνώριζε.
Τα συγγράμματα του αρχιεπισκόπου Ιωάννη από την άλλη μεριά, στερούνται αυτής της απολογητικής και φιλόνικης έκφρασης. Δε λογομαχούσε, απλώς κατέθετε την ορθόδοξη διδαχή, και όπου ήταν απαραίτητη η αντίκρουση ψευδών θεωριών, όπως στα δυό μεγάλα του άρθρα πάνω στη σοφολογία του Μπουλγάκοβ τα λόγια του ήταν πειστικά όχι από το προτέρημα της λογικής επιχειρηματολογίας αλλά μάλλον από την παρουσίασή του των Πατερικών διδαχών στα αυθεντικά τους κείμενα. Δε μιλούσε στον ακαδημαϊκό ή στο μορφωμένο κόσμο αλλά στην αδιάφθορη ορθόδοξη συνείδηση και δε μιλούσε για επιστροφή στους Πατέρες, γιατί ό,τι ο ίδιος έγραφε ήταν απλά μια μετάδοση της Πατερικής παράδοσης, χωρίς προσπάθεια να απολογηθεί γι’ αυτήν. Οι πηγές της θεολογίας του αρχιεπισκόπου Ιωάννη είναι απλά: Άγια Γραφή, οι Άγιοι Πατέρες (ειδικά οι μεγάλοι Πατέρες του 4ου και 5ου αιώνα) και περισσότερο από όλα ευδιάκριτα οι θείες ιερές ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτή η τελευταία πηγή η οποία χρησιμοποιείται σε τέτοιο βαθμό από τους θεολόγους πρόσφατων αιώνων, μας δίνει μια ιδέα της πρακτικής, μη ακαδημαϊκής προσέγγισης του αρχιεπισκόπου Ιωάννη στη θεολογία.


Είναι φανερό ότι ήταν ολότελα βυθισμένος στις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας και ότι η θεολογική του έμπνευση ερχόταν κυρίως από αύτη την πρωταρχική Πατερική πηγή από την οποία είχε εμποτιστεί. όχι σε ξεχωριστές ελεύθερες ώρες που είχε ειδικά για να θεολογεί, αλλά στην καθημερινή του συνήθεια να συμμετέχει σε κάθε ιερή ακολουθία. Εντρυφούσε στη θεολογία επειδή ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής του ζωής και αναμφίβολα τούτο περισσότερο απ’ τις επίσημες θεολογικές σπουδές του τον έκανε ουσιαστικά θεολόγο.
Είναι κατανοητό επομένως το γεγονός ότι δε βρίσκει κανείς στον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη κανένα θεολογικό σύστημα. Οπωσδήποτε δε διαμαρτυρόταν εναντίον των μεγάλων έργων της συστηματικής θεολογίας που παρήγαγε ο 19ος αιώνας στη Ρωσία και έκανε ελεύθερη χρήση κατά την Ιεραποστολική του δραστηριότητα των συστηματικών κατηχήσεων αυτής τής περιόδου (όπως όλοι γενικώς οι μεγάλοι Ιεράρχες του 19ου και 20ου αιώνα έχουν κάνει, και στη Ρωσία και στην Ελλάδα, βλέποντας σ’ αυτές τις κατηχήσεις έναν υπέροχο αρωγό στο έργο της ορθόδοξης διαφώτισης των ανθρώπων) . Από την άποψη αυτή ήταν υπεράνω ρευμάτων και ομάδων των θεολόγων και σπουδαστών, σύγχρονων και παλιότερων, οι οποίοι είναι κάπως υπερβολικά συνδεδεμένοι με το συγκεκριμένο τρόπο που παρουσιάζεται η ορθόδοξη θεολογία. Έδειχνε ίδιο σεβασμό στο μητροπολίτη Αντώνιο Κhrapovitsky με την αντιδυτική του έμφαση και στο μητροπολίτη Πέτρο Μοgila με την υποτιθέμενη υπερβολική του δυτική επιρροή. Όταν τα ελαττώματα του ενός ή του άλλου από αυτούς τους Ιεράρχες και υπερασπιστές της Ορθοδοξίας του αποδεικνύονταν, εκείνος έκανε μια κίνηση αποδοκιμασίας με το χέρι και έλεγε, «ασήμαντο»· γιατί πάντα είχε στο στόχαστρο τη μεγάλη Πατερική Παράδοση την οποία οι θεολόγοι αυτοί επιτυχώς μετέδιδαν παρά τα ελαττώματά τους. Σχετικά με αυτό έχει πολλά να διδάξει στους νεότερους θεολόγους των ήμερων μας που προσεγγίζουν την ορθόδοξη θεολογία με ένα πνεύμα που είναι συχνά πολύ θεωρητικό, πολεμικό και πολύ φανατικό.
Για τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη  οι θεολογικές κατηγορίες ακόμη και των πιο σοφών λογίων θεολόγων ήταν επίσης ασήμαντες – ή μάλλον ήταν σημαντικές μόνο στο βαθμό που αποκτούσαν αληθινό νόημα και δε γίνονταν απλώς ζήτημα στείρας μάθησης. Ένα περιστατικό από τα χρόνια που πέρασε στη Σαγκάη, αποκαλύπτει ζωντανά την ελευθερία του θεολογικού του πνεύματος. Μια φορά που παραβρισκόταν στην προφορική εξέταση των τελειόφοιτων κατηχούμενων της καθεδρι­κής του σχολής, διέκοψε την απόλυτα σωστή απαγγελία ενός μαθητή της λίστας των μικρών προφητών της Παλαιάς Διαθήκης με τον απότομο και κατηγορηματικό ισχυρισμό: «Δεν υπάρχει κανένας μικρός προφήτης!» Ο ιερέας δάσκαλος της τάξης ήταν κατανοητά θιγμένος από αυτή τη φαινομενική δυσφήμιση του διδακτικού του κύρους. Όμως πιθανότατα μέχρι και σήμερα οι μαθητές να θυμούνται αυτή την περίεργη διάρρηξη των κανονικών κατηχητικών κατηγοριών και πιθανό κάποιοι απ’ αυτούς να κατενόησαν το μήνυμα που ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης προσπάθησε να μεταδώσει : για το Θεό όλοι οι προφήτες είναι μεγάλοι και το γεγονός αυτό είναι πιο σημαντικό απ’ όλες τις κατηγορίες που κατέληξε η γνώση μας για αυτούς, όσο έγκυρες κι αν είναι. Στα θεολογικά του συγγράμματα και στα κυρήγματά του επίσης, ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης συχνά δίνει μια εκπληκτική διάσταση στην πραγματεία του, η οποία αποκαλύπτει σε μας κάποια απρόσμενη πλευρά, κάποιο βαθύτερο νόημα του θέματος που πραγματεύεται. Είναι εμφανές ότι γι’ αυτόν η θεολογία δεν είναι ένας απλώς ανθρώπινος, γήινος επιστημονικός κλάδος του οποίου τα πλούτη εξαντλούνται από τις λογικές μας ερμηνείες ή στον οποίο μπορούμε να γίνουμε ικανοποιημένοι ειδικοί – αλλά κάτι το οποίο θα έπρεπε να μας στρέφει προς τον ουρανό και να έλκει το μυαλό μας στο Θεό και σε ουράνιες πραγματικότητες, οι οποίες δε συλλαμβάνονται με λογικά συστήματα σκέψης.
Ένας διακεκριμένος ιστορικός της ρωσικής Εκκλησίας ό Ν.Τalberg, πρότεινε (στα Χρονικά του επισκόπου Σάββα) ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης πρέπει να κατανοηθεί πρώτα από όλα ως ένας διά Χριστόν σαλός, ο οποίος παρέμεινε τέτοιος ακόμη και στο αξίωμα του επισκόπου και απ’ αύτη την άποψη τον συγκρίνει με τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, ο οποίος δε συμπεριφερόταν περιορισμένος στους τύπους της εικόνας ενός επισκόπου, όμοια με τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη. Αυτή η σαλότητα (με τα κριτήρια του κόσμου) δίνει ένα χαρακτηριστικό τόνο στα θεολογικά συγγράμματα τόσο του αγίου Γρηγορίου όσο και του αρχιεπισκόπου Ιωάννη· τη σαφή απόσταση από την κοινή γνώμη, από αυτό που όλοι νομίζουν κι έτσι τελικά από την κατάταξη σε κάποιο κόμμα ή σχολή . Η προσέγγιση θεολογικών ερωτημάτων από μια ανώτερη, μη ακαδημαϊκή σκοπιά, και η υγιής αποφυγή στενόμυαλων διαμαχών και πνεύματος λογομαχίας, η δροσερή, απρόσμενη διάσταση σκέψης κάνουν τα θεολογικά τους συγγράμματα πρώτα από όλα πηγή έμπνευσης και μιας πραγματικά βαθύτερης κατανόησης της αποκάλυψης του Θεού,
Ίσως περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο εντυπωσιάζεται κανείς από την απλότητα των συγγραμμάτων του αρχιεπισκόπου Ιωάννη. Είναι εμφανές ότι δέχεται την ορθόδοξη Παράδοση ευθέως και εξ ολοκλήρου, χωρίς δεύτερη σκέψη, όπως το πώς μπορεί κανείς να πιστεύει την Παράδοση και να παραμένει ένας εκλεπτυσμένος μοντέρνος άνθρωπος. Είχε επίγνωση μοντέρνας κριτικής κι αν τον ρωτούσαν μπορούσε να δώσει τις βάσιμες αιτίες για τις οποίες δεν τη δεχόταν στα περισσότερα σημεία. Μελέτησε σε βάθος το ερώτημα της δυτικής επιρροής στην Ορθοδοξία τους πρόσφατους αιώνες και είχε μια πλήρως διαμορφωμένη άποψη πάνω σε αυτό, διακρίνοντας προσεκτικά τί είναι καθαρά απορριπτέο ως ξένο προς την Ορθοδοξία, τί πρέπει να απομακρυνθεί χωρίς να δημιουργηθεί ζήτημα και τί είναι συνετό να γίνει αποδεκτό ως συμβάλλον στην αληθινή ορθόδοξη ζωή και ευσέβεια. Τούτο είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό της έλλειψης προσχηματισμένων απόψεων του αρχιμανδρίτη Ιωάννη και της δοκιμασίας πάντων μέσω της υγιούς Ορθοδοξίας. Όμως παρ’ όλη τη γνώση του και την άσκηση προσεκτικής κριτικής, συνέχιζε να πιστεύει την ορθόδοξη Παράδοση απλά, όπως ακριβώς η Εκκλησία την έχει παραδώσει σε εμάς. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι θεολόγοι της εποχής μας ακόμη κι αν έχουν ίσως αποφύγει τα χειρότερα συμπτώματα της προτεσταντικής και αναμορφωτικής διανόησης και νοοτροπίας, ακόμα βλέπουν την ορθόδοξη Παράδοση μέσα από τα κυάλια του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με το οποίο είναι εξοικειωμένοι. Όμως ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης είχε εντρυφήσει πρώτα και περισσότερο από κάθε τι στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, στις οποίες περνούσε πολλές ώρες καθημερινά και έτσι η χροιά του ορθολογισμού (όχι απαραίτητα με την αρνητική του έννοια) ακόμη και των καλύτερων ακαδημαϊκών θεολόγων ήταν παντελώς απούσα από το στοχασμό του. Στα συγγράμματά του δεν υπάρχουν προβλήματα. Οι συνήθως πολυάριθμες παραπομπές του έχουν μόνο σκοπό να πληροφορήσουν πού μπορεί να βρεθεί η αντίστοιχη διδασκαλία της Εκκλησίας. Από αυτή την άποψη είναι σε πλήρη ενότητα με το πνεύμα των Πατέρων και εμφανίζεται ανάμεσα μας ως ένας από αυτούς κι ως ένας απλός σχολιαστής θεολογίας του παρελθόντος.
Τα θεολογικά συγγράμματα του αρχιεπισκόπου Ιωάννη, εκτυπωμένα κατά καιρούς σε διάφορα εκκλησιαστικά περιοδικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, δεν έχουν ακόμη συλλεχθεί όλα μαζί. Εκείνα που είναι διαθέσιμα αυτή τη στιγμή στην αδελφότητα του Αγίου Γερμανού Αλάσκας, θα γέμιζαν έναν τόμο 200 και πλέον σελίδων. Τα εκτενέστερα συγγράμματά του κατά το μεγαλύτερο μέρος ανήκουν στα πρώτα χρόνια του ως ιερομονάχου στη Γιουγκοσλαβία, όπου είχε ήδη διακριθεί ως εξέχων μεταξύ των ορθόδοξων θεολόγων. Ιδιαίτερα πολύτιμα είναι τα δυό άρθρα του πάνω στη σοφολογία του Βulgakov. Το ένα από αυτά αποκαλύπτει πειστικά, με πολύ αντικειμενικό τρόπο την πλήρη ανικανότητα του Βυlgakov ως Πατερικού σπουδαστή. Το άλλο, μεγαλύτερης αξίας ακόμη, αποτελεί κλασική έκθεση του γνήσιου Πατερικού δόγματος της θείας Σοφίας. Ανάμεσα στα πιο πρόσφατα συγγράμματά του θα έπρεπε κανείς να κάνει αναφορά στο άρθρο του πάνω στην ορθόδοξη αγιογραφία (όπου παρεμπιπτόντως, παρουσιάζει τον εαυτό του πολύ πιο ενήμερο από το δάσκαλό του μητροπολίτη Αντώνιο στο ζήτημα της δυτικής επιρροής στο αγιογραφικό ύφος)· τη σειρά κηρυγμάτων με τίτλο «Τρεις Ευαγγελικές Εορτές» όπου ξεσκεπάζει το βαθύτερο νόημα μερικών από των μικρότερων εορτών της Εκκλησίας και το άρθρο «Η Εκκλησία: το Σώμα του Χριστού». Τα σύντομα άρθρα και κηρύγματά του είναι επίσης βαθιά θεολογικά. Ένα κήρυγμα ξεκινά με τον «Ύμνο στο Θεό» του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και συνεχίζει στον ίδιο εξυψωτικό, Πατερικό τόνο ως μια εμπνευσμένη κατηγορία εναντίον της σύγχρονης αθεΐας. Ένα άλλο το οποίο έγινε τη Μεγάλη Παρασκευή του 1936 είναι μια συγκινητική προσφώνηση στον ενταφιασμένο Χριστό σε τόνο αντάξιο του ίδιου αγίου Πατέρα.
(Αγ. Ιωάννης Μαξίκοβιτς, «Η τιμή της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εηηλησία», εκδ. Μυριόβιβλος.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου