Επίσκοπος Διοκλείας Kάλλιστος Ware, «H Oρθόδοξη θεολογία στον 21ο αιώνα»
Amo, ergo sum!
Στη
θεία Λειτουργία το ευχαριστείν και προσφέρειν, η ευχαριστία και η
θυσία, είναι τόσο στενά συνδεδεμένα, ώστε συνιστούν μια μοναδική
πραγματικότητα, μια αδιαίρετη πράξη. Έτσι πρέπει να είναι απʼ αρχής
μέχρι τέλους και η συνολική ανθρώπινη ζωή μας, η «Λειτουργία μετά τη
Λειτουργία».
Δεν μπορούμε να είμαστε αυθεντικά
ευχαριστιακά ζώα, αληθινοί ιερείς της δημιουργίας, αν δεν κουβαλάμε το
Σταυρό, αν δεν μετέχουμε στη θυσιαστική αυτοπροσφορά του Χριστού, του
μεγάλου Αρχιερέως μας, αν δεν θυσιάσουμε με άλλα λόγια τις ζωές μας με
γενναιόδωρη αγάπη, πεθαίνοντας για να μπορέσουν άλλοι να ζήσουν.
Η
τέλεια αγάπη είναι η θυσιαστική αγάπη. «Να προσφέρεις τον κόσμο πίσω
στον Θεό ευχαριστιακά» σημαίνει «να προσφέρεις την ίδια σου τη ζωή ως
θυσία στο Θεό, για χάρη των συνανθρώπων σου». Μόνο που μια τέτοια θυσία,
θα ανακαλύψουμε ότι δεν χάνουμε αλλά κερδίζουμε. Η κένωση οδηγεί στην
πλήρωση, το άδειασμα του εαυτού μας οδηγεί στην πλήρωσή του. Όπως ο
Κύριος μας ο ίδιος μας διαβεβαίωσε, αν απολέσουμε τη ζωή μας για χάρη
Του θα την κερδίσουμε (Ματθ. 10, 39). Με τα λόγια του C.S.Lewis: «Τίποτα
δε θα είναι πραγματικά δικό σου αν πρώτα δεν το παραδώσεις».
Όποια
και αν είναι η επιλογή μας για τα κυρίαρχα θέματα, υπάρχει βέβαια ένα
βαθύτερο στοιχείο, το οποίο είναι θεμελιώδες σε κάθε κατανόηση του
ανθρώπινου προσώπου, και αυτό είναι η ποιότητα της αγάπης. Χωρίς αγάπη
δεν είμαστε άνθρωποι.
Στις αρχές του 17ου
αιώνα, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή στη φιλοσοφία, ο René Descartes
επέλεξε ως εναρκτήριο σημείο την αρχή Cogito ergo sum –«Σκέφτομαι άρα
υπάρχω».
Θα μπορούσε ίσως καλύτερα, καθώς
το ανθρώπινο ον είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ον που σκέφτεται, να
έχει λάβει ως εναρκτήριο σημείο τη βεβαίωση Amo, ergo sum –«Αγαπώ, άρα
υπάρχω». Με τα λόγια του πατρός Δημητρίου Staniloae: «Αν δεν με αγαπούν,
αδυνατώ να κατανοήσω τον εαυτό μου». Όπως δηλώνει ο Παύλος Evdokimov,
το μεγαλύτερο γεγονός ανάμεσα στον Θεό και στο ανθρώπινο πρόσωπο –και
ανάμεσα σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο και ένα άλλο, μπορούμε να προσθέσουμε-
είναι να αγαπά και να αγαπάται.
Αν
μπορούμε να κάνουμε την αγάπη το εναρκτήριο και το ακροτελεύτιο σημείο
στη διδασκαλία μας για το πρόσωπο, η χριστιανική μας μαρτυρία στον 21ο
αιώνα θα αποδειχθεί συνολικά δημιουργική και ζωοποιός.
Ο Παππούλης προσηύχετο πολύ. Και ήθελε και τα δικά του
πνευματικά παιδιά να κάνουν το ίδιο. Ιδια ίτερα σε εμένα ήθελε, με κάθε τρόπο,
να με πείσει να το κάνω. Γι’ αυτό συνεχώς μου μιλούσε, για την δύναμη της
προσευχής. Προσευχή, παιδί μου, Ανάργυρε, έλεγε, σημαίνει συνομιλία με τον ίδιο
τον Θεό, που είναι ο Πλάστης, είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος! Είναι Εκείνος
που έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση Του. Αντίθετα, είναι πάντα
πρόθυμος να μας ακούσει με προσοχή και με αγάπη όπως κάνει κάθε καλός Πατέρας,
όταν του το ζητά το παιδί του.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να μας δώσει ότι του
ζητήσουμε, αρκεί να είναι αυτό που του ζητάμε προς το συμφέρον της ψυχής μας.
Αλήθεια αναλογίστηκες ποτέ παιδί μου να συνομιλήσεις έστω και μια φορά με
κάποιον από τους σημερινούς άρχοντες της Πατρίδας μας και να έγινε η επιθυμία
σου; αν όχι σου συνιστώ να το τολμήσεις. Θα διαπιστώσεις ότι η επιθυμία σου θα
παραμείνει απλώς επιθυμία! Ουδέποτε θα δεχτούν να μιλήσουν μαζί σου. Το
πολύ-πολύ να σε παραπέμψουν σε κανένα παρακατιανό, για να σε ξεφορτωθούν …;
Αντίθετα ο Κύριος μας που είναι ο Βασιλεύς των Βασιλέων, δεν πρόκειται ποτέ να
σε παραπέμψει σε κανέναν και δεν πρόκειται ποτέ να αρνηθεί να συνομιλήσει μαζί
σου, δια της προσευχής και πρόσθεσε: τα καταλαβαίνεις αυτά που σου τα
λεω;
Είναι Εκείνος που έφτιαξε αυτά που βλέπουμε, αλλά και
εκείνα που δεν βλέπουμε με τα ανθρώπινα μάτια μας.
Τέλος είναι εκείνος που δεν αρνιέται ποτέ να συνομιλήσει
μαζί μα, αρκεί να του το ζητήσουμε εμείς, όποτε θέλουμε και όσες φορές θέλουμε.
Δεν πρόκειται να μας πει ποτέ όχι.
– Ασφαλώς ναι, Παππούλη μου, του
απάντησα.
- Και, όμως εμένα κάτι μου λεει, πως δεν θέλεις να τα
καταλάβεις. Γιατί, εάν τα καταλάβαινες, θα έκανες πιο πολύ
προσευχή.
- Μα, προσεύχεστε εσείς για μένα,
προσέθεσα.
-Και όταν τρώγω εγώ, χορταίνεις εσύ; με ρώτησε! Οπότε με
αφόπλισε τελείως!
- Άκουσε Ανάργυρε, μου λεει. Θα σου κάνω μια πρόταση,
αλλά θέλω εξ αρχής να μου υποσχεθείς, ότι θα την δεχτείς, και θα την τηρήσεις.
-;σας το υπόσχομαι, Παππούλη. Είμαι έτοιμος να κάνω ότι μου
πείτε.
-Ε! τότε σου προτείνω να προσευχόμεθα την ίδια ώρα
ακριβώς, και οι δυο μαζί. Και ο ένας θα προσεύχεται για τον
άλλο.
Συμφωνήσαμε και υποσχεθήκαμε. Καθορίσαμε, μάλιστα και την
ώρα της προσευχής. Ήταν η 10 μ.μ. Ο Παππούλης, όπως μου εξήγησε, πίστευε πάρα
πολύ σ’ αυτό το είδος της προσευχής. Τα αποτελέσματα, μου έλεγε, της κοινής
προσευχής, είναι καταπληκτικά. Θα το διαπιστώσεις και μόνος σου. Θέλω όμως,
ακριβώς στις 10 μμ. Να είσαι πιστός στο ραντεβού μας. Να μην παραλείψεις, ούτε
μία φορά να τηρήσεις την υπόσχεσή σου. Και εγώ θα κάνω το
ίδιο.
Προχωρώντας με τον Παππούλη, φτάσαμε στην αφετηρία των
λεωφορείων του Πολυγώνου. Αυτήν την φορά δεν με άφησε να τον ακολουθήσω μέχρι το
σπίτι του, όπως συνήθως έκανα. Όχι, μου λέει, δεν θα έρθεις μαζί μου. Θα πας
σπίτι σου. Προ ολίγου υποσχεθήκαμε κάτι. Πρέπει να αρχίσεις αμέσως. Από απόψε.
Το γοργόν και χάριν έχει. Υπάκουσα. Ο Παππούλης επιβιβάστηκε στο λεωφορείο και
εγώ περίμενα την αναχώρηση του. Μόλις ξεκίνησε το λεωφορείο, θυμάμαι καλά, μου
χτύπησε το τζάμι και μου είπε: Στις 10 ακριβώς! Νομίζω πως αυτή την στιγμή βλέπω
την μορφή του και ακούω την φωνή του! Το πρόσωπο του έλαμπε και ομοίαζε με
αγγελικό! Ήταν βέβαια, και κατά 30 χρόνια νεώτερος. Στην πιο δημιουργική
ηλικία.
Περίμενα στην αφετηρία μέχρι την στιγμή που το λεωφορείο
χάθηκε μέσα στο χάος της απέραντης Αθήνας κουβαλώντας μαζί του και έναν άγνωστο,
μέχρι τότε, Άγιο της Εκκλησίας του Δεσπότου χριστού και αμέσως μετά έφυγα
τροχάδην για το σπίτι μου, προκειμένου να είμαι απόλυτα συνεπής στο ραντεβού της
προσευχής.
Πράγματι! Στις 10 μ.μ. κλείστηκα στο δωμάτιο μου και
άρχισα να προσεύχομαι. Όμως, από το πρώτο κιόλας λεπτό, άρχισαν να διαπερνούν το
σώμα μου έντονα ρεύματα , που άρχιζαν από τα κάτω άκρα και έφθαναν μέχρι την
κεφαλή μου και τανάπαλιν(!), ενώ ένα ισχυρό άπλετο φως πλημμύρισε όλο το δωμάτιο
μου και μου έδινε την εντύπωση, ότι βρισκόμουν μέσα σε φλόγες, οι οποίες, όμως
δεν με έκαιγαν! Στην αρχή τρόμαξα πολύ και λίγο έλειψε να καταληφθώ από πανικό !
αμέσως όπως συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά τα φαινόμενα απέρρεαν από την δύναμη
της προσευχής του Παππούλη και όχι μόνο ηρέμησα, αλλά καταλήφθηκα από μια
πρωτοφανή αγαλλίαση, που μου έδινε την εντύπωση ότι δεν πατούσα καθόλου στην γη!
Όλα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της προσευχής. Την άλλη μέρα η πρώτη μου
δουλειά ήταν να επικοινωνήσω με τον Παππούλη. Ήμουν αποφασισμένος να μην του πω
τίποτα. Ήθελα πρώτα να μιλήσει ο παππούλης. Και έτσι έγινε. Μόλις ζήτησα την
ευχή του, ο παππούλης με ιδιαίτερη ικανοποίηση και με τρανταχτά γέλια, μου είπε:
Τρόμαξες ε! Και λίγο έλειψε να το βάλεις στα πόδια …; Όμως εγώ σε έβλεπα μέσα σε
έντονο φως, που πλημμύριζε όλο το δωμάτιο σου και εσύ περιχαρής ανέβαινες –
ανέβαινες σαν να ήθελες να φτάσεις στο Θρόνο του Κυρίου! Βλέπεις τι δύναμη έχει
αυτού του είδους η προσευχή; Συνέχισε και θα με θυμηθείς. Πράγματι! Τον θυμάμαι.
Και θα τον θυμάμαι όχι μόνον σ’; αυτή, αλλά και στην άλλη ζωή. Γιατί τα
φαινόμενα αυτά προϊόντος του χρόνου, έγιναν τόσο έντονα ώστε να μην μπορώ να τα
περιγράψω!
Μακάρι να προσεύχεται και τώρα μαζί μου. Δεν θα ήθελα
τίποτε άλλο. Γένοιτο!
Ανάργυρος Ι. Καλιάτσος
Ο Πατήρ Πορφύριος: Ο Διορατικός, ο Προορατικός, ο
Ιαματικός, Επτάλοφος 1996
(ποίημα του Αγίου Θεοκτίστου του Στουδίτου-9ος αι.)
Ωδή α΄. Ήχος β΄.Εν βυθώ κατέστρωσε.
Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού μακρόθυμε, τα της ψυχής μου θεράπευσον τραύματα, Ιησού και γλύκανον, την καρδίαν μου πολυέλεε δέομαι, Ιησού σωτήρ μου, ίνα μεγαλύνω σε σωζόμενος. Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού διάνοιξον, της μετανοίας μοι πύλας φιλάνθρωπε, Ιησού και δέξαι με, σοι προσπίπτοντα και θερμώς εξαιτούμενον, Ιησού σωτήρ μου, των πλημμελημάτων την συγχώρησιν. Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού εξάρπασον, εκ της χειρός του δολίου Βελίαρ με, Ιησού και ποίησον, δεξιόν καμέ παραστάτην της δόξης σου, Ιησού Χριστέ μου, μοίρας ευωνύμου λυτρωσάμενος.
Θεοτοκίον
Ιησούν γεννήσασα Θεόν, Δέσποινα δυσώπησον, υπέρ αχρείων ικετών πανάχραντε, όπως της κολάσεως, ταις πρεσβείαις σου λυτρωθώμεν αμόλυντε, οι μεμολυσμένοι, δόξης αϊδίου απολαύσαντες.
Ωδή γ΄.
Εν πέτρα με της πίστεως.
Εισάκουσον φιλάνθρωπε Ιησού μου, του δούλου σου βοώντος εν κατανύξι, και ρύσαι Ιησού μου της καταδίκης, και της κολάσεως, μόνε μακρόθυμε, Ιησού γλυκύτατε πολυέλεε.Υπόδεξαι τον δούλόν σου Ιησού μου, προσπίπτοντα συν δάκρυσιν Ιησού μου, και σώσον Ιησού μου μετανοούντα, και της γεέννης με, Δέσποτα λύτρωσαι, Ιησού γλυκύτατε πολυέλεε. Τον χρόνον Ιησού μου ον δέδωκάς μοι, εις πάθη εδαπάνησα Ιησού μου, διό με Ιησού μου μη απορρίψης, αλλ’ ανακάλεσαι, δέομαι Δέσποτα, Ιησού γλυκύτατε και διάσωσον.
Θεοτοκίον.
Παρθένε η τεκούσα τον Ιησού μου, ικέτευε ρυσθήναί με της γεέννης, η μόνη προστασία των θλιβομένων, θεοχαρίτωτε, και καταξίωσον, της ζωής πανάμωμε της αγήρω με.
Κάθισμα. Ήχος α΄.
Τον τάφο σου Σωτήρ.
Σωτήρ μου Ιησού, ο τον άσωτον σώσας, σωτήρ μου Ιησού, ο δεξάμενος πόρνην, καμέ νυν ελέησον, Ιησού πολυέλεε. σώσον οίκτειρον, ω Ιησού ευεργέτα, ώσπερ ώκτειρας, τον Μανασσήν Ιησού μου, ως μόνος φιλάνθρωπος.
Ωδή δ΄.
Ελήλυθας εκ παρθένου.
Θεράπευσον, Ιησού μου ψυχής μου τα τραύματα, Ιησού μου δέομαι, και της χειρός με εξάρπασον, Ιησού μου εύσπλαγχνε, του ψυχοφθόρου Βελίαρ και διάσωσον. Ημάρτηκα, Ιησού μου γλυκύτατε εύσπλαγχνε. Ιησού μου σώσόν με, τον προσφυγόντα τη σκέπη σου, Ιησού μακρόθυμε, και βασιλείας της σης με καταξίωσον. Ουχ ήμαρτεν, Ιησού μου ουδείς ώσπερ ήμαρτον, εγώ ο ταλαίπωρος, νυν δε προσπίπτω δεόμενος. Ιησού μου σώσόν με, και την ζωήν Ιησού μου κληροδότησον.
Θεοτοκίον.
Πανύμνητε Ιησούν η γεννήσασα Κύριον, αυτόν καθικέτευε, του λυτρωθήναι κολάσεως, πάντας τους υμνούντάς σε, και Θεοτόκον κυρίως ονομάζοντες.
Ωδή ε΄.Ο φωτισμός των εν σκότει.
Συ φωτισμός, Ιησού μου νοός μου, συ σωτηρία, της απεγνωσμένης ψυχής μου Σώτερ, συ Ιησού μου της κολάσεως ρύσαι, και γεέννης εμέ κραυγάζοντα, σώσον Ιησού μου, Χριστέ με τον άθλιον. Ολοσχερώς Ιησού μου προς πάθη της ατιμίας, καταβεβλημένος ήδη κραυγάζω. συ Ιησού μου, βοηθείας μοι χείρα, καταπέμψας έκσπασον κράζοντα, σώσον Ιησού μου, Χριστέ με τον άθλιον. Βέβηλον νουν, Ιησού περιφέρων αναβοώ σοι. κάθαρον του ρύπου με των πταισμάτων, και λύτρωσαί με τον εις βάθη κακίας, εξ ανωσίας κατολισθήσαντα, σώτερ Ιησού μου, και σώσόν με δέομαι.
Θεοτοκίον
Τον Ιησούν, η γεννήσασσα Κόρη Θεοκυήτορ, τούτον εκδυσώπει σωθήναι πάντας τους ορθοδόξους, μοναστάς και μιγάδαας, και γεέννης ρυσθήναι κράζοντας? πλην σου προστασίαν, βεβαίαν ουκ έγνωμεν.
Ωδή .Εν αβύσσω πταισμάτων.
Ιησού μου Χριστέ πολυέλεε, εξομολογούμενον δέξαι με Δέσποτα, ω Ιησού και σώσόν με, και φθοράς Ιησού με εξάρπασον. Ιησού μου ου γέγονεν έτερος, άσωτος ουδείς, ως εγώ ο ταλαίπωρος, ω Ιησού φιλάνθρωπε. αλλά συ Ιησού με διάσωσον.Ιησού μου και πόρνην και άσωτον, και τον Μανασσήν και τελώνην νενίκηκα, ω Ιησού μου πάθεσι, και ληστήν Ιησού Νινευίτας τε.
Θεοτοκίον.
Ιησού τον Χριστόν μου κυήσασα, άχραντε Παρθένε, η μόνη αμόλυντος, μεμολυσμένον όντα με, πρεσβειών σου υσσώπω νυν κάθαρον.
Κοντάκιον.Ήχος δ΄.Επεφάνης σήμερον.
Ιησού γλυκύτατε, το φως του κόσμου, της ψυχής μου φώτισον, τους οφθαλμούς Υιέ Θεού, τη θεαυγεί σου λαμπρότητι, ίνα υμνώ σε το φως το ανέσπερον.
Ωδή ζ΄.Εικόνος χρυσής.
Χριστέ Ιησού, ουδείς ήμαρτεν εν γη εκ του αιώνος, ω Ιησού μου ώσπερ ήμαρτον, εγώ ο τάλας και άσωτος. όθεν Ιησού μου βοώ σοι. μελωδούντά με οίκτειρον, ευλογητός ει ο Θεός, ο των πατέρων ημών. Χριστέ Ιησού, εν τω φόβω σου βοώ καθήλωσόν με, ω Ιησού μου και κυβέρνησον, νυν προς λιμένα τον εύδιον, όπως Ιησού μου οικτίρμον, μελωδώ σοι σωζόμενος. ευλογητός ει ο Θεός, ο των πατέρων ημών. Χριστέ Ιησού, μυριάκις υπεσχέθην σοι ο τάλας, ω Ιησού μου την μετάνοιαν, αλλ’ εψευσάμην ο άθλιος. Όθεν Ιησού μου βοώ σοι. την αναίσθητον μένουσαν, ψυχήν μου φώτισον Χριστέ, ο των πατέρων Θεός.
Θεοτοκίον.
Χριστόν Ιησούν, η γεννήσασα φρικτώς και υπέρ φύσιν, αυτόν δυσώπει παναμώμητε, τα παρά φύσιν μου πταίσματα, πάντα συγχωρήσαί μοι Κόρη, ίνα κράζω σωζόμενος. ευλογημένη η Θεόν σαρκί κυήσασα.
Ωδή η΄.Τον εν καμίνω του πυρός.
Σε Ιησού μου δυσωπώ ως την πόρνην Ιησού μου ελυτρώσω, των πολλών εγκλημάτων, ούτω καμέ Ιησού, Χριστέ μου λύτρωσαι και κάθαρον, την ρερυπωμένην ψυχήν μου, Ιησού μου.Καθυποκύψας Ιησού, ταις αλόγοις ηδοναίς άλογος ώφθην, και τοις κτήνεσιν όντως, ω Ιησού μου οικτρώς, ο τάλας Σώτερ αφωμοίωμαι. όθεν Ιησού με της αλογίας ρύσαι. Περιπεσών ω Ιησού, ψυχοφθόροις εν λησταίς απεγυμνώθην, την στολήν Ιησού μου, την θεοΰφαντον νυν, και κείμαι μώλωψι κατάστικτος. έλαιον Χριστέ μου επίχεε και οίνον.
Θεοτοκίον.
Τον Ιησού μου και Θεόν, η βαστάσασα Χριστόν ανερμηνεύτως, Θεοτόκε Μαρία, τούτον δυσώπει αεί, κινδύνων σώζεσθαι τους δούλους σου, και τους υμνητάς σου απείρανδρε Παρθένε.
Ωδή θ΄.Τον εκ Θεού Θεόν Λόγον.
Τον Μανασσήν Ιησού μου, τον τελώνην την πόρνην, τον άσωτον οικτίρμον Ιησού, και τον ληστήν υπερβέβηκα, Ιησού μου εν έργοις, αισχίστοις και ατόποις Ιησού? αλλά συ Ιησού μου, προφθάσας με διάσωσον. Τους εξ Αδάμ Ιησού μου, αμαρτήσαντας πάντας, προ νόμου και εν νόμω Ιησού, και μετά νόμον ο άθλιος, Ιησού μου και χάριν, νενίκηκα τοις πάθεσιν οικτρώς, αλλά συ Ιησού μου, τοις κρίμασί σου σώσόν με. Μη χωρισθώ Ιησού μου, της αφράστου δόξης, μη τύχω της μερίδος Ιησού, της ευωνύμου γλυκύτατε, Ιησού αλλά συ με, τοις δεξιοίς προβάτοις σου Χριστέ, Ιησού μου συντάξας, ανάπαυσον ως εύσπλαγχνος.
Θεοτοκίον.
Τον Ιησούν Θεοτόκε, ον εβάστασας μόνη, απείρανδρε Παρθένε Μαριάμ, τούτον αγνή εξιλέωσε, ως υιόν σου και κτίστην, ρυσθήναι τους προστρέχοντας εις σε, πειρασμών και κινδύνων, και του πυρός του μέλλοντος.
Στιχηρά προσόμοια.Ήχος πλ. δ΄.Όλην αποθέμενοι.
Ιησού γλυκύτατε, ψυχής εμής θυμηδία, Ιησού η κάθαρσις, του νοός μου Δέσποτα πολυέλεε, Ιησού σώσόν με, Ιησού σωτήρ μου, Ιησού μου παντοδύναμε, μη καταλίπης με, σώτερ Ιησού με ελέησον, και λύτρωσαι κολάσεως, πάσης Ιησού και αξίωσον, της των σωζομένων, μερίδος Ιησού και τω χορώ, των εκλεκτών σου με σύνταξον, Ιησού φιλάνθρωπε. Ιησού γλυκύτατε, των αποστόλων η δόξα, Ιησού μου καύχημα, των μαρτύρων Δέσποτα παντοδύναμε, Ιησού σώσόν με, Ιησού σωτήρ μου, Ιησού μου ωραιότατε, τον σοι προστρέχοντα, σώτερ Ιησού μου ελέησον, πρεσβείαις της τεκούσης σε, πάντων Ιησού των αγίων σου, προφητών τε πάντων, σωτήρ μου Ιησού και της τρυφής, του παραδείσου αξίωσον, Ιησού πανάγαθε.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.
Ιησού γλυκύτατε, των μοναζόντων το κλέος, Ιησού μακρόθυμε, ασκητών εντρύφημα και καλλώπισμα. Ιησού σώσόν με, Ιησού σωτήρ μου, Ιησού μου πολυέλεε, χειρός εξάρπασον, σώτερ Ιησού μου του δράκοντος, και τούτου των παγίδων με, σώτερ Ιησού ελευθέρωσον, λάκκου κατωτάτου, σωτήρ μου Ιησού αναγαγών, και δεξιοίς συναρίθμησον, Ιησού προβάτοις με.
Και νυν...
Θεοτοκίον.Μη καταπιστεύσης με, ανθρωπίνη προστασία, Παναγία Δέσποινα, αλλά δέξαι δέησιν του ικέτου σου. θλίψις γαρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι, των δαιμόνων τα τοξεύματα. σκέπην ου κέκτημαι, ουδέ πού προσφύγω ο άθλιος, πάντοθεν πολεμούμενος, και παραμυθίαν ουκ έχω πλην σου. Δέσποινα του κόσμου, ελπίς και προστασία των πιστών, μη μου παρίδης την δέησιν, το συμφέρον ποίησον.
Ευχή εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Δέσποτα Χριστέ, ο Θεός, ο τοις πάθεσί σου τα πάθη μου θεραπεύσας και τοις τραύμασί σου τα τραύματά μου ιατρεύσας, χάρισαί μοι τω πολλά σοι πταίσαντι δάκρυα κατανύξεως. συγκέρασόν μου το σώμα από οσμής του ζωοποιού σώματός σου και γλύκανόν μου την ψυχήν τω σω τιμίω αίματι από της πικρίας, ην με ο αντίδικος επότισεν. Ύψωσον τον νουν μου προς σε, κάτω ελκυσθέντα, και ανάγαγέ με από του χάσματος της απωλείας, ότι ουκ έχω μετάνοιαν, ουκ έχω κατάνυξιν, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν, τα επανάγοντα τα τέκνα προς την ιδίαν κληρονομίαν. Εσκότισμαι τον νουν εν τοις βιωτικοίς πάθεσι και ουκ ισχύω ατενίσαι προς σε εν οδύνη. ου δύναμαι θερμανθήναι τοις δάκρυσι της προς σε αγάπης. Αλλά, Δέσποτα Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο θησαυρός των αγαθών, δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον και καρδίαν επίπονον εις αναζήτησίν σου? χάρισαί μοι την χάριν σου και ανακαίνισον εν εμοί τας μορφάς της σης εικόνος. Κατέλιπόν σε, μη με εγκαταλίπης. έξελθε εις αναζήτησίν μου, επανάγαγέ με προς την νομήν σου, συναρίθμησόν με τοις προβάτοις της εκλεκτής σου ποίμνης και διάθρεψόν με συν αυτοίς εκ της χλόης των θείων σου μυστηρίων, πρεσβείαις της πανάγνου Μητρός σου και πάντων των αγίων σου. Αμήν.
ΚΟΜΠΟΣΚΟΙΝΙ ´H ΚΟΜΒΟΣΧΟΙΝΙ Ονομάζεται
ένα σχοινί από, συνήθως, μαύρο μάλλινο ή μεταξένιο νήμα πλεγμένο σε
κόμπους. Πρόκειται για ένα βοήθημα προσευχής για μοναχούς, κληρικούς
αλλά και λαϊκούς της Ορθόδοξης Χριστιανικής θρησκείας. Είναι περισσότερο
διαδεδομένο στο γεωγραφικό χώρο που αυτή καλύπτει, την Ανατολική και
Νότιοανατολική Ευρώπη. Παρόμοια βοηθήματα προσευχής για μοναχούς ή και
λαϊκούς υπάρχουν και σε άλλες θρησκείες και παραδόσεις, γνωστά με άλλα
ονόματα. ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΚΟΙΝΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Το
κομποσκοίνι που έχουν όλοι οι Ορθόδοξοι μοναχοί και το χρησιμοποιούν
και πολλοί ορθόδοξοι λαϊκοί, είναι συνήθως μάλλινο και πλεγμένο σε
διάφορα μεγέθη. Από πολύ μικρό, που φοριέται στο δάχτυλο, έως πολύ
μεγάλο: 33άρι (με 33 κόμπους), 50άρι (με 50 κόμπους), 100άρι, 500άρι
κ.λπ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο όσιος Παχώμιος το 320 μ.Χ.,
ίδρυσε με την βοήθεια του Αγίου Αντωνίου το πρώτο μοναστήρι στην
Θηβαϊδα της Αιγύπτου. Άρχισε να αναζητεί τρόπο που θα βοηθούσε τους
μοναχούς στην αυτοσυγκέντρωση της προσευχής και στην αρίθμηση των
ευχών. Κατά την παράδοση πάντα, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε στον
ύπνο του τον όσιο Παχώμιο και του έδειξε πώς θα φτιάξει το εργαλείο που
θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της προσευχής. Το εργαλείο αυτό ήταν το
κομποσκοίνι. Στην προσευχή με κομποσκοίνι, που βοηθά πολύ στη
συγκέντρωση του νου, ακολουθείται συγκεκριμένη τεχνική μέθοδος. Σε κάθε
κόμπο που περνά ανάμεσα στα δάχτυλά του ο προσευχόμενος, λέει
αλληλοδιαδόχως τις ευχές: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν,
Υπεραγία Θεοτόκε Σώσον ημάς, Άγιοι του Θεού πρεσβεύσατε υπέρ υμών.
Είναι δυνατόν να λέγεται και μόνη η ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με
τον αμαρτωλόν. Το κομποσκοίνι έχει σχεδιαστεί για προσευχή, και ΟΧΙ για να παίζει ρόλο βραχιολιού στον καρπό του χεριού. ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ Στο
κομποσκοίνι, κάθε τμήμα του έχει κάποια συμβολική σημασία. Είναι
πλεγμένο κυρίως από μαλλί για να θυμίζει στα μέλη της Εκκλησίας ότι
είναι τα λογικά πρόβατα του Ιησού Χριστού (Ιωάν. 10:11). Έχει χρώμα
μαύρο που συμβολίζει το πένθος των αμαρτιών αφού "ουδείς αναμάρτητος"
(πρβλ. Γ' Βασ. 8:46, Ιώβ 4:17, Ρωμ. 3:9-12 κ.ά.). Πάνω του το
κομποσκοίνι έχει τον σταυρό για να φέρνει στη μνήμη "ότι έτι αμαρτωλών
όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε" (Ρωμ. 5:8). Συνήθως το
κομποσκοίνι καταλήγει σε μία φούντα που ο σκοπός της είναι το σκούπισμα
των δακρύων ("τοίς δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας" Λουκ. 7:44). Οι 33
κόμποι συμβολίζουν τα χρόνια του Ιησού Χριστού, οι 99 κόμποι είναι το
33 πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας,
και ο κάθε κόμπος αποτελείται από 9 πλεγμένους σταυρούς, που
συμβολίζουν τα εννέα τάγματα των αγγέλων. Παρόλα αυτά, ενώ ο αριθμός
σταυρών που αποτελούν τον κάθε κόμπο παραμένει πάντα σταθερός, ο
αριθμός των κόμπων που αποτελούν το κομποσκοίνι εξαρτάται από τον
αριθμό των προσευχών για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί. Αν και στην
κλασική του μορφή το κομποσκοίνι είναι από μαύρο μαλλί πρέπει να
σημειωθεί ότι υπάρχουν κομποσκοίνια φτιαγμένα και από άλλα υλικά εκτός
του μαλλιού, π.χ. ακρυλικά, όπως και διαφόρων χρωμάτων. ΧΡΗΣΗ Ως “εργαλείο προσευχής”
χρησιμοποιείται όταν κάθε φορά που λέγεται η προσευχή (συνήθως μια
σύντομη ευχή) μετράμε ένα κόμπο. Έτσι μπορεί να ελεγχθεί ο αριθμός των
επαναλήψεων ή και το πέρασμα του χρόνου. Μερικά κομποσκοίνια έχουν
χάνδρες κάθε 33, 50 ή 100 κόμπους. Κάθε φορά που μετριέται μια χάνδρα ο
άνθρωπος που προσεύχεται κάνει κάτι άλλο, το σημείο του σταυρού,
«μετάνοια» ή αλλάζει τη μορφή της προσευχής. Δεν θεωρείται απαραίτητο,
αλλά είναι προαιρετικό βοήθημα. Οι προχωρημένοι στην Ευχή του Ιησού το
θεωρούν περιττό, αναγνωρίζουν όμως τη χρησιμότητα του από όσους μόλις
τώρα αρχίζουν.
Ο Ιησούς Χριστός ειναι μπροστά σου. Σου ζητά να τον πλησιάσεις με απλότητα μικρύ
παιδιού. Προσευχήσου στον Ιησού Χριστό. Διώξε κάθε σκέψη απο μέσα σου
και κοίταξε τονΙησού Χριστό στα μάτια (βάλε μια εικόνα Του μπροστά σου).
Δέξου την ειρήνη Του και θα νοιώσεις την αγάπη Του να σε αγγίζει
παντού. Και πές Του αργά και γαλήνια:
Η προσευχή αυτη λέγεται αργά και μέσα απο την καρδιά μας με πόθο αγάπης
και λατρείας προς το θείο πρόσωπο Του. Να προφέρονται οι λέξεις με
αγάπη, έτσι ώστε να δίνεται όλη η ψυχή μας στην αγάπη του Ιησού Χριστού.
Να ζεις αυτές τις λέξεις όσο μπορείς πιο δυνατά μέσα σου χωρίς να
υποχωρείς, να τις προφέρεις με μεγαλύτερη δύναμη ψυχής για να ζήσεις την
κοινωνία μαζί Του. Άφησε την καρδιά σου στον Ιησού Χριστό. Να φθάσεις στο σημείο να μην εννοείς τις λέξεις αλλά να ζεις μόνο την αγάπη του Ιησού Χριστού. Τότε η μικρή αυτη προσευχή θα θερμαίνει την λαρδιά σου. Το φως του Θεού θα σε πλημμυρίσει.
Ας αφήσουμε αυτούς της λύπης τους καιρούς ας πάμε στους παλιούς κι ωραίους στους μελοντικούς κι ωραιότερους αν θέτε, ω φίλοι το ίδιο δεν είναι;
Πάντα μπορείς να βρεις ένα καράβι να ταξιδεύεις και να λησμονάς με κύματα, με φεγγάρι, με ήλιο τις συμφορές να αφήνεις ή να βρίσκεις να μετράς τ’ άστρα να λες, εγώ γύρισα όλον τον κόσμο να γράφεις εντυπώσεις, ποιήματα να γυρίζεις στην Αθήνα και να γίνεσαι ευεργέτης.
Αυτά πάντα γίνονταν και θα γίνονται κι είναι πολύ ωραία ν’ αφήνεις κάτι πίσω σου να σε θυμούνται με καλά λόγια να λες στα παιδιά σου εγώ είμαι εθνικός ευεργέτης εγώ είμαι εθνικός ποιητής.
Αθωνικά Ποιήματα, Μωυσέως μοναχού Αγιορείτου
Η θεολογία του προσώπου, όπως αναδεικνύεται από την ησυχαστική ασκητική παράδοση, αποτελεί την σημαντικότερη αντιπρόταση στον μετανεωτερικό ατομισμό και σχετικισμό. Η άσκηση της εσωστρεφείας και της ησυχίας με επίγνωση δεν είναι ψυχολογισμός, αλλά η αυθεντική και μόνη οδός για την μεταμόρφωση του «ειδεχθούς προσωπείου» σε πρόσωπο.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Τοιχογραφία παρεκκλησίου Αγ. Αναργύρων Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, 1371.
Έχει επισημανθεί προσφυώς ότι αυτό που θα χαρακτηρίσει κυρίως την θεολογία του 21ου αιώνα είναι η ενασχόλησή της με ανθρωπολογικά ζητήματα1. Αν στο χώρο της θεολογίας σήμερα δεν έχουν επαρκώς ερμηνευθεί ανθρωπολογικές αλήθειες φανταστείτε τι γίνεται στον χώρο της φιλοσοφίας, της διανόησης, των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών.
Ο σύγχρονος μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν γνωρίζει τι είναι ο άνθρωπος. Ζει, αλλά και προβάλλει το προσωπείο του ανθρώπου. Τι είναι προσωπείο; Προσωπείο είναι η μάσκα, που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα οι ηθοποιοί για να υποδύονται διάφορους ρόλους πάνω στην σκηνή, στο θέατρο. Άρα το προσωπείο δεν είναι κάτι το αληθινό, είναι ψεύτικο, είναι μία εικονική πραγματικότητα για να μιλήσουμε με σύγχρονη ορολογία της πληροφορικής. Πρέπει να απεκδύσουμε αυτό το ψεύτικο και να ενδυθούμε το αληθινό, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το πρόσωπο.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν όρισαν τι είναι το πρόσωπο. Θέλοντας όμως να αναφερθούν στην μεγαλειότητα, την παναξία του ανθρώπου χρησιμοποίησαν τον όρο άνθρωπος. Ο Μέγας Βασίλειος γράφει ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο από τα ζώα «θεόπλαστον»2. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι ο Θεός δημιούργησε ένα ζώο αναμειγμένο από ορατή και αόρατη φύση, τον άνθρωπο, ο οποίος είναι ένας δεύτερος κόσμος, «εν μικρώ μέγας»3. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι «άνθρωπος εστι, το περισπούδαστον του Θεού ζώον»4.
Ο άνθρωπος είναι η κορωνίδα της κτίσεως. Έχει έμφυτη την έφεση προς το τέλειο. Αυτό παρατηρείται στην άσκηση της οποιασδήποτε επιστήμης, τέχνης η και επαγγέλματος ακόμη. Ο άνθρωπος προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις, ακόμη και στις καθημερινές δραστηριότητές του, να επιτύχει το τέλειο. Και αυτό αποτελεί μία μαρτυρία για την δυνατότητα που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο για την προσωπική του τελειοποίηση και ολοκλήρωση ως ψυχοσωματική οντότητα και ύπαρξη.
Μέσα στο κτιστό σύμπαν δεν υπάρχει κάτι ανώτερο από τον άνθρωπο. «Οι κατώτερες βαθμίδες όντων, αν και έχουν κάποια λογικότητα, δεν εμπεριέχουν ωστόσο ένα σκοπό αφεαυτές, αλλά έχουν σκοπό να αποτελέσουν την υλική προϋπόθεση της υπάρξεως του ανθρώπου… Ο άνθρωπος τείνει προς μία απέραντη, ανώτερη από αυτόν προσωπική πραγματικότητα [τον Θεό], που μπορεί να τον τρέφει επ’ άπειρο χωρίς να την κατέχει, δεδομένου ότι οι δυνατότητές του είναι περιορισμένες, αλλά και χωρίς να εξαφανίζεται μέσα της»5. Ο προσωπικός αυτός Θεός είναι που δίνει νόημα και σκοπό στην ύπαρξή του. Η ανθρώπινη μυριοϋπόστατη ανθρώπινη φύση μπορεί να κοινωνεί κατ’ ενέργεια με τα διακεκριμένα και αλληλοπεριχωρούμενα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Ο μακάριος Γέροντας Σωφρόνιος στοιχώντας τους αγίους Πατέρες δεν κάνει ορισμό του προσώπου. «Πιο σημαντική για την ασκητική θεολογία του είναι η κατοχύρωση του πως υπάρχει το πρόσωπο, πράγμα που τον οδηγεί στην περιγραφή των ιδιωμάτων του… Το πρόσωπο δεν μπορεί μεν να οριστεί, μπορεί όμως, δυναμικά και υπαρξιακά, να χαρακτηριστεί από την ενεργητική του φανέρωση»6. Το πρόσωπο που έγκειται στον «κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον»7, αναδύεται όταν ο άνθρωπος δια της Χάριτος του Θεού ανακαλύψει τον χώρο της καρδίας του, τον πυρήνα της υπάρξεως του ανθρώπου.
Λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κάτι πολύ σημαντικό και που αποτελεί το κεντρικό σημείο του άρθρου: Όταν ο νους του ανθρώπου απομακρυνθεί δια της ορθοδόξου ασκήσεως από κάθε αισθητό και ανασηκωθεί από την τύρβη της ενασχολήσεως με τα υλικά και εποπτεύσει τον εσωτερικό άνθρωπο, θα δει το «ειδεχθές προσωπείον», δηλαδή το απαίσιο, το άσχημο προσωπείο, που κατασκευάσθηκε από την εμπαθή προσκόλληση με τα γήινα, που τρέφεται και αυξάνεται από την αμαρτία. Έτσι σπεύδει να καθαρίσει αυτό το προσωπείο με το πένθος και την μετάνοια, να αφαιρέσει αυτό το δύσμορφο κάλυμμα με την άσκηση και την τήρηση των εντολών του Θεού. Και τότε συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος, επειδή η ψυχή δεν διασπάται από την πολυσχιδία της αμαρτίας, βρίσκει την ειρήνη των ψυχοσωματικών του δυνάμεων, την ψυχική αρμονία, την αληθινή εσωτερική ησυχία, φθάνει σε πραγματική θεογνωσία αλλά και αυτογνωσία8. Τότε το «ειδεχθές προσωπείον» μεταμορφώνεται σε αληθινό πρόσωπο κατ’ εικόνα του αληθινού και αιωνίου προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού.
Ο μετανεωτερικός άνθρωπος και το προσωπείο του
Ο άνθρωπος, όσο και αν αλλάζουν πολιτικά, πολιτισμικά, κοινωνικά οι καιροί, παραμένει ουσιαστικά ο ίδιος με ανεξάλειπτο και αμαυρωμένο το «κατ’ εικόνα». Η αμαρτία μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων μαζί με τα πάθη της κακίας, όποια και αν είναι αυτά –φιληδονία, πορνεία, φιλαυτία, υπερηφάνεια, μίσος, μνησικακία, οργή, θυμός, κατάκριση, φιλαργυρία, πλεονεξία, υπόκριση– πολεμούν η και κυριαρχούν στον άνθρωπο, ανάλογα αν αυτός έχει επίγνωση αυτού του πολέμου και αγωνίζεται η αν δελεαζόμενος από αυτά τα υποθάλπει και τα τρέφει. Ποτέ όμως και σε καμμία εποχή δεν υπήρχε τέτοια κοινωνική αποδοχή και νομιμοποίηση της αμαρτίας όσο στην δική μας.
Ο σύγχρονος μετανεωτερικός άνθρωπος πρέπει νά απαλλαγεί από τό εμπαθές προσωπείο του.
Η σημαντικότερη ίσως ανατροπή που έφερε η νεωτερικότητα ήταν η ανάδυση του ατόμου. Για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία το άτομο κατακτάει την αυταξία, αυθυπαρξία και αυτονομία του. Για πρώτη φορά αποκτάει τόσο μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα, ώστε τίθεται υπεράνω της κοινότητας, του συνόλου, των συλλογικών πολιτισμικών αλλά και κληρονομημένων θεσμών και αξιών, και φυσικά της Εκκλησίας9. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ζούμε σε μία μετανεωτερική εποχή, που εκτός αυτής της κληροδοτηθείσης από την νεωτερικότητα αυτονομίας του ατόμου, την χαρακτηρίζει ο κατακερματισμός, ο κορεσμός, η σχετικοποίηση, ο ανορθολογισμός, η αντικοινωνικότητα, η πεσιμιστική επιθυμία του τέλους της ιστορίας και του κόσμου. Η νεωτερικότητα είχε ως βασικό σύνθημά της το κλασικό Νιτσεϊκό, «ο Θεός έχει πεθάνει». Αν και παρατηρούμε στην σύγχρονη μετανεωτερική εποχή μία «επιστροφή του Θεού», μία επανεμφάνιση και αναβίωση της θρησκευτικότητας τα συνθήματα «πρέπει να απολαμβάνεις», «όλα επιτρέπονται» κυριαρχούν και επικρατούν. Ο άνθρωπος όπως προβάλλεται σημερα μέσα από τα φιλοσοφικά, πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά συγκρητιστικά συστήματα δεν θεωρείται τίποτε περισσότερο από μία βιολογική μονάδα. Το πρότυπο στην σύγχρονη μετανεωτερική εποχή έχει γίνει ο σταρ, ο ηθοποιός, ενώ στην νεωτερική ήταν ο επιστήμονας και στην παραδοσιακή ο άγιος. Το κέντρο υποκειμενικής βαρύτητας στην παραδοσιακή εποχή αποτελούσε η ψυχή, στην νεωτερική η λογική, ενώ σήμερα το σώμα. Σήμερα ο μετανεωτερικός άνθρωπος έχει ως στόχο του την απόκτηση πληροφοριών, ενώ ο νεωτερικός είχε την γνώση και ο παραδοσιακός την σοφία.
Ο μετανεωτερικός άνθρωπος αυτονομημένος, φίλαυτος, ερμητικά κλεισμένος στο εγώ του, ηδονιστής και πεσιμιστής διαμορφώνει την σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη βιοηθική, που εκφράζει την ανήθικη ηθική ποικιλομορφία της εποχής. Παρόλη την ευφυΐα του δεν γνωρίζει τι είναι ο άνθρωπος, δεν έχει αξιοποιήσει τις πραγματικές δυνατότητες που ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια της επίγειας ζωής, δεν έχει ανακαλύψει ακόμη τις αιώνιες διαστάσεις που έχει οντολογικά ο άνθρωπος. Διαπιστώνουμε δηλαδή μετά από αυτές τις σύντομες συγκρίσεις, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει εκφυλισθεί, έχει υποβαθμίσει την ποιότητα και το νόημα της ζωής του. Δηλαδή με άλλα λόγια ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αποκτήσει ένα έντονα εμπαθές προσωπείο. Και χρειάζεται πολύς αγώνας για να απαλλαγεί από αυτό το προσωπείο, να μεταμορφώσει αυτό το προσωπείο σε πρόσωπο.
Ο ορθόδοξος χριστιανός αν και είναι «πάροικος και παρεπίδημος»10 σε αυτόν τον κόσμο, αν και «το πολίτευμά του εν τοις ουρανοίς υπάρχει»11, όμως ζει εντός του κόσμου, εντός της ιστορίας. Δεν μπορεί να περιφρονήσει το τι γίνεται στο πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, το οποίο επιδρά στην ζωή του. Νομίζουμε ότι ο σημερινός άνθρωπος υποδουλωμένος στα πάθη και αποπροσανατολισμένος ως προς το νόημα της ζωής έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε να ελευθερωθεί από αυτήν την αφύσικη, την παρά φύση, την εμπαθή κατάσταση.
Η ανάδειξη του προσώπου μέσω της ησυχαστικής ασκητικής παράδοσης
Η θεραπευτική αγωγή που πρέπει να ακολουθήσει για να επανέλθει στην φυσική του κατάσταση, για να ξαναβρεί «το αρχαίον εκείνο και αμήχανον κάλλος»12 συνίσταται στην «πείρα της ησυχίας», που ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς την καταδεικνύει ως «τέχνη τεχνών»13. Ο τρόπος αυτός βιώσεως της ησυχίας στην Πατερική ορολογία λέγεται και ησυχασμός. Ο ησυχασμός δεν είναι μία θεολογική κίνηση, που αναδείχθηκε τον 14ο αιώνα με κύριο εκπρόσωπό του τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, αλλά είναι η Πατροπαράδοτη οδός προς την θέωση, τον αγιασμό14. Ο ησυχασμός συνιστά την πεμπτουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως· της Παραδόσεως που διαφυλάττει την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος, την συνέχεια της Πεντηκοστής, η οποία διαστέλλεται από την Παραδοσιαρχία που ένας τυπικισμός και συντηρητισμός δίχως το ανάλογο βίωμα.
Ο ησυχασμός δεν βιώνεται μόνο από τους μοναχούς και από όσους έχουν αποταγεί τον κόσμο. Ησυχασμός είναι εσωτερική κατάσταση, είναι συνεχής «διαμονή εν τω Θεώ και καθαρότης νοός». Ησυχασμός είναι ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται ο χώρος της καρδίας, το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου, αυτό που μπορεί να χαρακτηρισθεί πρόσωπο. Αυτή είναι η μόνη μεθοδος με την οποία ο άνθρωπος αναγεννάται πνευματικά και αναδύεται η υποστατική του αρχή. Δίχως αυτήν την ασκητική δεν έχει νόημα και η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, που μπορεί να ενεργεί και κολαστικά αντί σωστικά.
Ο άνθρωπος πρέπει να αποβάλλει το προσωπείο των παθών και να γίνει πρόσωπο. Η καθαρση της καρδίας του από τα πάθη πρέπει να γίνει η κύρια προτεραιότητα στην ζωή του. Σε αυτόν τον αγώνα του δεν προσπαθεί να συμμορφωθεί με μία εξωτερικά ηθική ζωή, αλλά αγωνίζεται με Χριστοκεντρικό τρόπο και σκέψη. Μπολιασμένος στο Σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία, με τα μυστήρια κυρίως του Βαπτίσματος, της Εξομολογήσεως και της Θείας Ευχαριστίας γίνεται ο άνθρωπος εκκλησιολογική υπόσταση15 –όχι όμως ακόμη κατ’ ενέργεια πρόσωπο– και με όλη την προαίρεσή του αρχίζει την εργασία της μετανοίας. Όπως τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ετοιμασία και αρχή της μετανοίας είναι η αυτομεμψία, η εξομολόγηση και η αποχή από τα κακά16. Για να είναι ολοκληρωμένη η μετάνοια πρέπει να συντρέχουν και τα τρία μαζί. Όποιος προσεύχεται με συντριβή και αυτομεμψία ενώπιον του Θεού και υπόσχεται ότι θα απέχει από την αμαρτία, αν δεν προσέλθει στο μυστήριο της εξομολογήσεως, στον πνευματικό, δεν είναι έγκυρη η μετάνοιά του, ο αγώνας του. Λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος: «Κανένας από όσους αμαρτάνουν στον Θεό, ακόμη και αν απομακρυνθεί από την αμαρτία, ακόμη και αν την ισοσταθμίσει με τα έργα της μετανοίας, δεν μπορεί να λάβει από τον εαυτό του την συγχώρηση, εάν δεν μεταβεί σε εκείνον που έχει από τον Θεό την εξουσία να λύνει και να δεχθεί από εκείνον την διαβεβαίωση της αφέσεως»17. Έτσι αγωνίζεται την «νόμιμον άθλησιν» και προσέχει να μην τρέφει τα πάθη του με την κατ ἐνέργεια αμαρτία η με την συγκατάθεση στους πονηρούς λογισμούς, γιατί τα πάθη είναι παρά φύση κίνηση της ψυχής. Όταν οι δυνάμεις της ψυχής, δηλαδή το επιθυμητικό, το θυμικό και το λογιστικό δεν λειτουργουν φυσιολογικά αλλά δουλεύουν παρά φύση, τότε αναπτύσσονται τα αντίστοιχα πάθη. Η κάθαρση από τα πάθη επιτυγχάνεται με την αντίστοιχη άσκηση των αρετών, και κατά τον Παλαμά, η θεραπεία αρχίζει πρώτα από το επιθυμητικό18. Έτσι στο επιθυμητικό τοποθετούμε την εγκράτεια αντί της φιληδονίας και της πλεονεξίας, στο θυμικό την αγάπη αντί της μνησικακίας και του θυμού και στο λογιστικό την νήψη και την προσευχή αντί της λήθης και της άγνοιας19.
Κάθαρση των παθών δια της νοεράς προσευχής
Ο πιστός τρέφει το λογιστικό με την ευχή του Ιησού, το «Κύριε Ιησού Χριστε, ελέησόν με». Το όνομα του Χριστου περιστρεφόμενο στον νου του αγωνιζομένου προσφέρει θείο φωτισμό ώστε να διακρίνει τους λογισμούς που παρακινούν στην κατ’ ενέργεια αμαρτία και να τους αποκτείνει, κατά τον Ψαλμωδό, στην νηπιακή τους ακόμη κατάσταση20, πριν προλάβουν δηλαδή να δημιουργήσουν την εμπαθή εικόνα. Και τα πάθη μη ενεργούμενα σιγά-σιγά με την βοήθεια της θείας Χάριτος νεκρώνονται η καλύτερα μεταμορφώνονται όπως λέει ο Παλαμάς. Όταν αρχίσει αυτη η νέκρωση-μεταμόρφωση των παθών εισέρχεται στην θεωρία, και εκεί στον «θρόνο της Χάριτος, την καρδία»21, ανακαλύπτει άλλη ενέργεια μέσα του, την νοερά22. Tότε συμβαίνει η ένωση νου και καρδίας. Ο νους του ανθρώπου αποτελεί ίσως το βασικότερο θέμα της ασκητικής ανθρωπολογίας και το πιο δυσδιάκριτο για τους μη πνευματικούς ανθρώπους, τους «ψυχικούς»23. Πολλοί Πατέρες έδωσαν ποικίλους ορισμούς για τον νου. Κυρίως τον θεωρούν ως δύναμη η ως οφθαλμό της ψυχής. Ο Παλαμάς όμως με έναν μοναδικό, αποκαλυπτικό και ακριβή τρόπο ορίζει τον νου και τις λειτουργίες του. Θεωρεί τον νου ως αυτοτελή και κατεξοχήν ενεργητική ουσία24. Εκπίπτει όμως από αυτήν την κατεξοχήν λειτουργία του και χάνει την αξία του, όταν περιορίζεται στην διανόηση, η οποία ενεργείται με το ψυχικό πνεύμα που εδρεύει στον εγκέφαλο25. Ο νους του ανθρώπου έχει ουσία και ενέργεια. Η νοερά ενέργεια διαχεόμενη έξω δια των αισθήσεων και συγχεόμενη έσω με την λογική ενέργεια πρέπει να επιστρέψει στην ουσία του νου, που εδρεύει στην καρδία, στο πρώτο, σαρκικό, λογιστικό όργανο26. Και αυτή η επιστροφή γίνεται δια της προσευχής.
«Ο σκεπτόμενος» τού Ροντέν. Η νοερά ενέργεια τού ανθρώπου πρέπει νά απεγκλωβιστεί από τήν λογική ενέργεια πού εδράζεται στόν εγκέφαλο.
Αν ο χριστιανός επιμείνει δια της μετανοίας σε αυτήν την ευκτική κατάσταση ο Θεός του δίνει το χάρισμα της νοεράς προσευχής. Όταν ο νους βρει και ζει την καρδία ως τον οικείο τόπο προσευχής τότε μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος προσεύχεται νοερά, καρδιακά, καθαρά· οι όροι είναι ταυτόσημοι. Όταν η προσευχή αυτοενεργείται με την νοερά ενέργεια μέσα στην καρδία, τότε ομιλούμε για αδιάλειπτη προσευχή, τότε εφαρμόζεται η εντολή του αποστόλου Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»27.Αυτός που έχει το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής μπορεί να ασχολείται αδιάκοπα με την μονολόγιστη ευχή, την μνήμη του Ιησού μέσα στην καρδία του, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να συναναστρέφεται με άλλους, να εργάζεται, να μελετά και γενικά να ακολουθεί μία εξωτερικά κοινή, φυσιολογική ζωή. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και μέσα στον κόσμο. Η εύρεση της νοεράς ενεργείας αποτελεί τον δείκτη εμπειρικής κοινωνίας με τον Θεό. Η νοερά ενέργεια είναι ο ομφάλιος λώρος με τον οποίο συνδέεται ο πιστός με την Μητέρα Χάρη και τρέφεται πνευματικά.
Με την «εν αισθήσει» ενέργεια της νοεράς προσευχής βιώνεται εναργώς η ησυχία και ο άνθρωπος αρχίζει να ζει την ελευθερία από τα πάθη της κακίας· και αυτή είναι η πραγματική ελευθερία. Η μνήμη του Θεού τρέφει και αυξάνει τον θείο έρωτα και την αγάπη για τον πλησίον, γιατί όπως τονίζει ο Παλαμάς στις ομιλίες του, η φιλανθρωπία είναι απόρροια της φιλοθεΐας. Η αληθινή εσωστρέφεια οδηγεί και καλλιεργεί την εν ταπεινώσει και αγάπη κοινωνικότητα. Στην κατάσταση του μονίμου και τελείου φωτισμού, της κατά το δυνατόν αφομοιώσεως της δωρεάς της Χάριτος, που επέρχεται μετά από μία παρατεταμένη περίοδο συστολής, άρσεως της Χάριτος σύμφωνα με την παιδευτική πρόνοια του Θεού28, αποκτούν την φυσιολογική τους κατά Θεόν, λειτουργία όλες οι ψυχικές και σωματικές δυνάμεις του ανθρώπου.
Αισθάνεται την Χάρη σαν φως, σαν μία απαλή φλόγα μέσα στην καρδία του. Θαυμαστή ειρήνη και γλυκύτητα κυριαρχούν στην ψυχή και στο σώμα του. Το ότι «το σώμα μεταλαμβάνει πως της κατά νουν ενεργουμένης Χάριτος»29 και ότι είναι κοινές οι ενέργειες ψυχής και σώματος30 αποτελούν κύριες θέσεις στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που στο πρόσωπο του Βαρλαάμ αντέκρουσε την νεοπλατωνίζουσα ανθρωπολογία και γνωσιολογία. Το άκτιστο Φως, το οποίο ακόμα δεν βλέπει, του παρέχει γνώση θαυμαστή31, αψευδή και βεβαία και η διάνοιά του αιχμαλωτίζεται συχνά από θαυμαστές «θεωρίες», αποκαλύψεις δηλαδή των υπερφυσικών μυστηρίων του Θεού32. Ο φωτισμός του νου δεν είναι αποτέλεσμα μελέτης και κατηχήσεως, αλλά προσωπικής μεθέξεως της ακτίστου γνώσεως του Θεού.
Ο αγωνιστής συνεχίζοντας δια της μετανοίας και βιαζόμενος στην καθαρά, νοερά προσευχή διαμορφώνει την καρδία του, ώστε να γίνει δεκτική της θεωρίας του ακτίστου Φωτός «της του θείου Πνεύματος δυνάμεως… κατά απόπαυσιν πάσης νοεράς ενεργείας»33, όπου «θεωρεί την δόξαν της φύσεως αυτού της αγίας, ότε εις τα μυστήρια τα πνευματικά ευδοκήσει ο Θεός εισάξαι αυτόν»34, όπως λέγει ο Παλαμάς, και όχι όταν ο ίδιος το θελήσει. Με την θέα του ακτίστου Φωτός βιώνει πλέον ο χριστιανός την θέωση, την άμεσο θεοπτία35. Δεν υπάρχει όμως τέλος σε αυτήν την θεωρία, αλλά μία διαρκής πρόοδος. Γι’ αυτό «άλλο έλλαμψις και άλλο διαρκής φωτός θέα»36. Η θέωση, κατά τον άγιο Γρηγόριο, είναι ακατάληπτη για την ανθρώπινη διάνοια, δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά και παραμένει άρρητος ακόμη και γι’ αυτούς που την βιώνουν37. Όχι μόνον η αμέθεκτος ουσία του Θεού, αλλά και οι μεθεκτές από τον άνθρωπο άκτιστες ενέργειες παραμένουν ακατάληπτες.
Αναγκαιότητα του ασκητικού αγώνα και γι’ αυτούς που ζουν στον κόσμο
Αξίζει εδώ να μεταφέρουμε μερικές προτροπές που κάνει ο μεγάλος αυτός φωστήρας της Ορθοδοξίας, από δύο ομιλίες του στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Χριστού. «Πρεπει να πιστέψουμε, όπως διδαχθήκαμε από τους φωτισθέντες από τον Θεό και έχοντας πείρα των θεμάτων αυτών… Πιστεύοντας λοιπόν στην διδασκαλία τους, ας προχωρήσουμε προς την λάμψη του φωτός εκείνου»38. Εδώ, όπως φαίνεται, προτείνεται να οδεύσουμε προς το Φως εκείνο, δηλαδή προς την θέα του ακτίστου Φωτός, η οποία είναι «η της θείας φύσεως λαμπρότης, καθ’ ην κοινωνεί τοις αξίοις ο Θεός»39. Η θέα αυτή, που συνίσταται στην βίωση της Θείας Χάριτος, δεν αποτελεί πολυτέλεια για την ζωή μας, αλλά είναι ο σκοπός της υπάρξεώς μας. Η εξάντλησή μας στα κατώτερα στάδια της πνευματικής ζωής, στα οποία επιτυγχάνουμε μία διανοητική και μόνο σχέση με τον Θεό, είναι ηθικισμός και νοησαρχία. Και ο Παλαμάς συνεχίζει: «Όταν αγαπήσουμε την ωραιότητα της άφθαρτης δόξας, τότε θα καθαρίσουμε τους ψυχικούς οφθαλμούς από τους γήινους λογισμούς, περιφρονώντας κάθε ευχάριστο και όμορφο, το οποίο δεν είναι μόνιμο»40. «Θα αποβάλουμε τους δερματίνους χιτώνες, που έχουμε ενδυθεί με την παράβαση και την παρακοή, δηλαδή τα γεώδη και σαρκικά φρονήματα, και θα σταθούμε εν γη αγία, που είναι ο αγώνας για την αρετή και την ανάτασή μας προς τον Θεό. Οπότε έχοντας αυτή την παρρησία, επιδημεί το Φως του Θεού και φωτιζόμεθα και γινόμαστε αθάνατοι μέσα στην δόξα και την λαμπρότητα της τρισηλίου Θεότητος»41. Αντίθετα αν ακολουθήσουμε την πλατεία οδό, έστω κι αν φαίνεται στην αρχή «γλυκιά και ελκυστική, προξενεί αιώνια οδύνη αφού ενδύει την ψυχή με τον δυσειδή χιτώνα της αμαρτίας»42. Και αν δεν έχουμε τον χιτώνα της θείας δόξας, δεν θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στον «ουράνιο γάμο», αλλά θα οδηγηθούμε «εις το πυρ εκείνο και το σκότος το εξώτερον»43.
Είναι σημαντικό και άξιο προσοχής ότι τις προτροπές αυτές για την αποβολή των γηίνων λογισμων, την κάθαρση της καρδίας και την πορεία προς την θέωση, ο άγιος Γρηγόριος, δεν τις κάνει σε συνάθροιση μοναχών, αλλά στο ποίμνιό του στην Θεσσαλονίκη, σε αγάμους και εγγάμους και δείχνει ότι είναι κοινός ο δρόμος, τον οποίο πρέπει να ακολουθήσουμε όλοι για να φθάσουμε στην «κατ’ αίσθησιν και υπέρ αίσθησιν (θέα εκείνου του Φωτος, που είναι) απόρρητον, απρόσιτον, άϋλον, άκτιστον, θεοποιόν, αΐδιον, η λαμπρότης της θείας φύσεως, η δόξα της Θεότητος, η της ουρανίου βασιλείας ευπρέπεια»44.
Επίσης σχετικό με όσα αναφέραμε πιο πάνω είναι και ένα περιστατικό από τον βίο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Ο άγιος όταν βρισκόταν στην Σκήτη της Βεροίας είχε ένα πολύ ενδιαφέρον διάλογο με έναν ενάρετο ασκητή, τον Ιώβ, περί του θέματος ασκήσεως της νοεράς προσευχής και από τους χριστιανούς στον κόσμο. Διότι ο άγιος Γρηγόριος προέτρεπε όλους τους χριστιανούς στην άσκηση της ευχής. Ο Ιώβ είχε όμως αντίθετη άποψη μέχρι την στιγμή που του εμφανίστηκε ένας άγγελος Κυρίου και του επικύρωσε την διδασκαλία του Αγίου ως θεόπνευστη και απαραίτητη στην Ποιμαντική της Εκκλησίας45.
Θέωση, ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης
Η θέωση, κατά τους Πατέρες, δεν είναι ένα ηθικό γεγονός, αλλά μία οντολογική κατάσταση. Η κτιστή ανθρώπινη φύση ενώνεται, «ζυμώνεται» με τον Τριαδικό Θεό, δια των ακτίστων ενεργειών, όχι όμως και κατ’ ουσία46. «Η θέωση αποτελούσε εξαρχής τον μύχιο πόθο της ανθρωπίνης υπάρξεως. Όταν προσπάθησε ο Αδάμ να την σφετερισθεί δια της παραβάσεως της εντολής του Θεού, απέτυχε, και βρήκε αντί αυτής την φθορά και τον θάνατο. Η αγάπη όμως του Θεού δώρισε σε αυτόν, δια της ενανθρωπήσεως του Υιού Του, και πάλι την δυνατότητα της θεώσεως»47.
Οι σύγχρονοι μακάριοι χαρισματούχοι Γέροντες αποτελούν τά πιό απτά παραδείγματα αληθινών καί αιωνίων προσώπων.
Όσοι δεν εναρμονίζονται με την ησυχαστική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που εκφράζει το αυθεντικό πνευματικό βίωμα μέσα στην Ορθοδοξία, την οδό ανευρέσεως του προσώπου, φανερώνουν ότι δεν διαθέτουν ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα. Ο ησυχασμός είναι δράση και όχι αδράνεια48. Είναι εσωτερική πνευματική κατάσταση. Στην αρχή χρειάζεται έντονος αγώνας κατά των παθών, κατόπιν επιτυγχάνεται η εν Χριστώ πνευματική συγκρότηση και ενότητα μέσα στον χώρο της καρδίας, όπου αναδύεται το πρόσωπο, η υπόσταση. Τότε ο άνθρωπος αποκτά την υποστατική προσευχή, την προσευχή υπέρ σωτηρίας του κόσμου, ζει με ενότητα και αγάπη προς όλους τους ανθρώπους και προς τον Θεό μέσα σε μία «αληθή ησυχία», που για τον Παλαμά είναι «η υπερτελής τελειότης»49. Στο τελικό στάδιο της θεώσεως, που είναι «υπέρ έννοιαν και υπέρ λόγον» απολαμβάνει, μετέχει της θείας μακαριότητας μέσα σε μία κατάπαυση, έναν σαββατισμό.
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει διαμορφώσει τέτοιο τρόπο ζωής, ώστε δεν έχει χρόνο να προσευχηθεί, «να σχολάσει και να γνωρίσει τον Θεό»50. Με τα σύγχρονα μέσα τηλεπικοινωνίας και συγκοινωνίας έρχεται σε άμεση επαφή με πολλούς κόσμους, και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα όσο ποτέ άλλοτε. Γνωρίζει και επικοινωνεί με πολλούς ανθρώπους, αλλά τελικά δεν γνωρίζει τον εαυτό του. Αυτή η απογοήτευση, το υπαρξιακό κενό, η μοναξιά που αισθάνεται ο άνθρωπος της εποχής μας οφείλεται κυρίως, στο ότι δεν γνωρίζει να προσεύχεται, δεν αφιερώνει κάποιο χρόνο κατά το διάστημα της ημέρας η της νύχτας στην προσευχη. Δια της προσευχής διευρύνεται το είναι του ανθρώπου και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο. Η προσευχή λείπει από τον κόσμο γι’ αυτό και ο κοσμος δυστυχεί.
Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου
Ο άνθρωπος μολονότι είναι κτιστός και πεπερασμένος, δια της προσευχής μπορεί να κοινωνεί με τον άκτιστο και άπειρο Θεό. Ο κτιστός άνθρωπος μπορεί δια των ακτίστων ενεργειών του Θεού να αποκτήσει την άκτιστη θεία ζωή, να γίνει ο,τι είναι ο Θεός κατά Χάριν πλην της κατ’ ουσίαν ταυτίσεως. Αυτή η ενότητα, η προσωπική σχέση του Θεού με τον άνθρωπο μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, γιατί υποστατικά στο πρόσωπο του Χριστού έχει ενωθεί η τέλεια θεία φύση με την τέλεια ανθρώπινη φύση, αδιαιρέτως και ασυγχύτως. Βλέπουμε δηλαδή, όπως τόνιζε και ο μακάριος Γέροντας Σωφρόνιος, ότι ο Θεός αντιμετωπίζει τον άνθρωπο όχι ως αντικείμενο η υποκείμενο αλλά ως γεγονός, ως πρόσωπο51, γιατί μεταξύ Θεού και ανθρώπου υπάρχει μία υποστατική συμμετρικότητα52. Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει πρόσωπο, γιατί έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του Θεού Λόγου, του Χριστού, ο οποίος είναι Πρόσωπο. Μόνο όταν ο άνθρωπος γνωρίσει εμπειρικά και ενωθεί με τον Τριαδικό Θεό μπορεί να γίνει πρόσωπο και να αποβάλλει το «ειδεχθές προσωπείον» του. Η Εκκλησία ως χαρισματική κατάσταση είναι κοινωνία αληθινών και αιωνίων προσώπων.
Ο άνθρωπος γεννιέται δυνάμει πρόσωπο καί μπορεί νά γίνει εν ενεργεία πρόσωπο όταν επιτύχει τό καθ’ ομοίωση.
Η εμπειρική θεολογία δείχνει και διαφυλάσσει την οδό ευρέσεως του αληθινού προσώπου, κάτι που δεν μπορεί να επιτύχει η ακαδημαϊκή θεολογία. Πολλοί ομιλούν σήμερα περί προσώπου, αλλά με έναν νοησιαρχικό, φιλοσοφικοθρησκευτικό και ακαδημαϊκό τρόπο53, ο οποίος το πολύ πολύ οδηγεί στην μετάλλαξη του «ειδεχθούς προσωπείου» σε «διανοητικού προσωπείου» η σε μία «προσωποποίηση» του νεωτερικού ατόμου με ορθόδοξο θεολογικό μανδύα, αλλά σίγουρα όχι προσώπου. Μόνο με την θεωρητική κατάρτιση, δίχως την άσκηση, δεν μπορεί να επιτευχθεί η ορθόδοξη πνευματική ζωή, δεν αναδύεται το πρόσωπο. «Ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ’ οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται»54, λέει ο απόστολος Παύλος. Οι Πατέρες τονίζουν ότι η αληθινή θεωρία έρχεται ως επιβράβευση της αληθινής πρακτικής, «πράξις θεωρίας επίβασις» και όχι το αντίθετο. Είναι αυτό που έλεγε ο μακάριος Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ότι από την υπακοή θα έρθει η προσευχή, και από την προσευχή θα έρθει η θεολογία. Οι σύγχρονοι μακάριοι Γέροντες όπως ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο Γέροντας Παΐσιος, ο Γέροντας Πορφύριος, ο Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης, ο Γέροντας Σίμων Αρβανίτης, ο Γέροντας Αμβρόσιος αποτελούν τα πιο απτά παραδείγματα αληθινών και αιωνίων προσώπων.
Η εκκοσμίκευση που απειλεί την Εκκλησία, η θρησκειοποίηση της Ορθοδοξίας μέσω εξωτερικών ηθικιστικών, πουριτανικών τύπων από την μία πλευρά η νοησιαρχικών μοντέλων και σαθρών διανοητικών οικοδομημάτων από την άλλη, ως ένα φαινόμενο της μετανεωτερικής εποχής μας –της μεταχριστιανικής σύμφωνα με την γνώμη των πολλών– μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την εμπειρική θεολογία, με την πραγματική κοινωνία με το Άκτιστο, με την ανεύρεση του αληθινού προσώπου. Η θεολογία, η διδασκαλία περί προσώπου αποτελεί μοναδικότητα και αποκλειστικότητα, που μπορεί να βιωθεί μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση ούτε στην φιλοσοφία η την ψυχολογία αλλά ούτε και σε άλλες χριστιανικές ομολογίες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλ. επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Ware, Η ορθόδοξη θεολογία στον 21ο αιώνα, Αθήνα 22006, σ. 25.
2. M. Βασιλείου, Περί νηστείας, Λόγος 2, PG 31, 212Β.
3. Βλ. αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Εις τα Θεοφάνεια, Λόγος 38, PG 36, 321D-324A.
4. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον πλούσιον και εις τον Λάζαρον, PG 48,1029.
5. Πρωτοπρεσβυτέρου Δημ. Στανιλοάε, Ο Θεός ο κόσμος και ο άνθρωπος, Αθήνα 1990, σ. 30-31 και 35.
6. Βλ. π. Νικολάου Σαχάρωφ, Αγαπώ άρα υπάρχω. Η θεολογική παρακαταθήκη του Γέροντα Σωφρονίου, Αθήνα 2007, σ. 101.
7. Α Πέτρ. 3,4.
8. Βλ. αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Εις τον βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 18, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, επιμέλεια Π. Χρήστου, τομ. E , Θεσσαλονίκη 1992, σ. 171-172 (στο εξής Συγγράμματα).
9. Βλ. Παντελή Καλαϊτζίδη, Ορθοδοξία και νεωτερικότητα. Προλεγόμενα, Αθήνα 2007, σ. 47.
10. Α Πέτρ. 2,11.
11. Βλ. Φιλιπ. 3,20.
12. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7, 40, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, επιμέλεια Π. Χρήστου, τομ. Γ , Θεσσαλονίκη 1970, σ. 492.
13. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 2, 2, Συγγράμματα, τομ. Α , Θεσσαλονίκη 1962, σ. 508.
14. Βλ. Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθοπούλων, «Μέθοδος και κανών ακριβής», Φιλοκαλία των Ιερῶν Νηπτικών, εκδ. Αστήρ 1961, τομ. Δ , κεφ. 97, σ. 292-293.
15. Βλ. για τους όρους «υπόστασις της βιολογικής υπάρξεως», «υπόστασις της εκκλησιολογικής υπάρξεως» και «μυστηριακή η ευχαριστιακή υπόστασις» στο Ιωάννου Ζηζιούλα, «Από το προσωπείον εις το πρόσωπον», Χαριστήρια εις τιμήν του μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 308-314 και σ. 317.
16. Βλ. αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 47,8, εκδ. Σοφοκλέους Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 67.
17. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 61,5, εκδ. Σοφοκλέους Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 263.
18. Βλ. Προς Ξένην μοναχήν 29, Συγγράμματα, τομ. Ε , σ. 228.
19. Βλ. Αγίου Μαξίμου Ομολογητοῦ, Κεφάλαια περί αγάπης 4, 80, ΡG 90, 1068CD.
20. Βλ. Ψαλμ. 100,8.
21. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 2, 3, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 396.
22. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 45, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 457.
23. Βλ. για την διαφορά ψυχικού και πνευματικού ανθρώπου Α Κορ. 2,10-16.
24. «[Νους] αυτοτελής εστιν ουσία και καθ᾽ εαυτήν ούσα ενεργητική». Ομιλία 53,36, εκδ. Σοφοκλέους Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 174.
25. Βλ. ο.π.
26. Για την μεγάλη βαρύτητα που δίνει ο Παλαμάς σε αυτήν την «ιδιαιτάτην, την κρείττονα, την καθ᾽ εαυτήν ενέργειαν του νου», την νοερά, και την διάκρισή της από την λογική ενέργεια του ανθρώπου βλ. την εισήγησή μας, «Η χρήση της λογικής και της νοεράς ενεργείας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά», Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν, εκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σ. 769-780.
27. Α Θεσ. 5,17.
28. Για την πολύ σημαντική αυτή περίοδο δοκιμασίας και έντονου αγώνα βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, εκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 52001, σ. 280-291, 379-389· αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Εσσεξ Αγγλίας 31996, σ. 193-220, 344-345.
29. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 31, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 442.
30. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 2, 12, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 518 και 2, 2, 20, σ. 528.
31. «Νοερόν τουτί το φως και γνώσεως παρεκτικόν». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 50, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 461.
32. «Τοιούτον γαρ τι εστι και η εξαιρέτως αληθής υπό των Πατέρων ονομαζομένη θεωρία και η της ευχής εγκάρδιος ενέργεια και η εξ αυτής πνευματική θέρμη τε και ηδονή και το εκ της Χάριτος θυμήρες δάκρυον. Τα γαρ τούτων αίτια νοερά κυρίως καταλαμβάνει αισθήσει». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 31, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 442. Βλ. επίσης και στην Ομιλία 53, 40, Ομιλίαι ΚΒ , Οικονόμου, σ. 178: «έργοις εδίδαξας ημάς ότι το θεωρείν ουκ αισθήσει μόνον η και λογισμώ τοις όντως προσγίνεται ανθρώποις (μικρώ γαρ αν είεν των αλόγων κρείττους), αλλά πολλώ μάλλον τη του νοός καθάρσει και τη της θείας Χάριτος μεθέξει, καθ’ ην ου λογισμοίς αλλ’ επαφαίς αύλοις τοις θεοειδέσιν εντρυφώμεν κάλλεσιν».
33. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 17, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 427.
34. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 3, 15, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 551.
35. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 3, 29, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 563.
36. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 3, 35, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 569.
37. Βλ Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 32, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 644, πρβλ και Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 2, 75, Συγγράμματα, τομ. Γ , σ. 137-138.
38. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΜΑ , εκδ. εν Ιεροσολύμοις 1857, Ομιλία 34, σ. 194.
39. Προς Αθανάσιον Κυζίκου 14, Συγγράμματα, τομ. Β , Θεσσαλονίκη 1966, σ. 425.
40. Βλ. Ομιλία 34, ο.π., σ. 194.
41. Βλ. Ομιλία 35, ο.π., σ. 199-200.
42. Βλ. Ομιλία 34, ο.π., σ. 194.
43. Βλ. Ομιλία 34, ο.π., σ. 194.
44. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 22, Συγγράμματα, τομ. Α , σ. 634.
45. Βλ. Ομιλίαι ΜΑ , εκδ. εν Ιεροσολύμοις 1857, Φιλοθέου Πατριάρχου, Λόγος εγκωμιαστικός εις τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριον τον Παλαμάν, σ. ιη -ιθ .
46. Βλ. αγίου Μαξίμου Ομολογητοῦ, Επιστολή 1, ΡG 91, 376Β. Πρβλ. και Ιω. 17,21-24.
47. Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδου, Παλαμικά, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 31998, σ. 153.
48. Αδρανείς είναι αυτοί που επιμένουν στην νοησιαρχία, τον ηθικισμό. Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποκαλούσε τον Βαρλαάμ ως «καθηγητή της απραξίας». Βλ. και Γ. Μαντζαρίδου, ο.π., σ. 15.
49. Εις τον βίον του οσίου Πέτρου του εν Άθω 20, Συγγράμματα, τομ. Ε , σ. 173.
50. Βλ. Ψαλμ. 45,11.
51. Βλ. αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστιν, Έσσεξ Αγγλίας 31996, σ. 176.
52. Βλ. π. Νικολάου Σαχάρωφ, Αγαπώ άρα υπάρχω. Η θεολογική παρακαταθήκη του Γέροντα Σωφρονίου, Αθήνα 2007, σ. 123.
53. Βλ. αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειά 21994, σ. 87.
54. Ρωμ. 2,13.