Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Πώς είναι η κόλαση;

Πώς είναι η κόλαση;






Η Καινή Διαθήκη δηλώνει την κατάσταση της κολάσεως με τα εξής ονόματα· απώλεια (Φι 3,19· Β´ Πέ 2,3), όλεθρος αιώνιος (Β´ Θε 1,9), θλίψις μεγάλη (Μθ 24,21), μέλλουσα οργή (Μθ 3,7· Λκ 3,7), κόλασις αιώνιος (Μθ 25,46), πυρ αιώνιον (Μθ 18,8), πυρ άσβεστον (Μρ 9,43), όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται (Μρ 9,44), πυρ εσθίον τους υπεναντίους (Εβ 10,27), κάμινος του πυρός (Μθ 13,42), σκότος εξώτερον (Μθ 8,12· 22,13· 25,30), ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων (Μθ 8,12· 24,51· Λκ 13,28), ζόφος του σκότους εις τον αιώνα τετηρημένος (Β´ Πέ 2,17· Ιδ 13), θάνατος (Απ 21,4), δεύτερος θάνατος (Απ 20,14).

Αλλά η πιο συγκλονιστική ονομασία της κολάσεως για τους συγχρόνους του Κυρίου ήταν «γέεννα» (Μθ 5,22. 29· 10,28 κ.α. Μρ 9,43. 47· Λκ 12,5· Ια 3,6), διότι σήμαινε έναν συγκεκριμένο τόπο, τον οποίο γνώριζαν όλοι.

α. Γέεννα

Γέεννα η φάραγξ του Εννόμ λεγόταν ένα φαράγγι, μία χαράδρα έξω από τα Ιεροσόλυμα. Ο τόπος αυτός είχε μιανθεί με τη λατρεία του ειδωλολατρικού θεού Μολώχ, στον οποίο γίνονταν ανθρωποθυσίες.

Πάνω στα χέρια του πυρωμένου χάλκινου αγάλματος εναπέθεταν οι Ισραηλίτισσες τα βρέφη τους, για να καούν ζωντανά και να συμμετέχουν έτσι στη βάρβαρη και αποτροπιαστική λατρεία του Μολώχ.

Αργότερα, όταν ο λαός μετανόησε για την παρεκτροπή, έδειξε κι όλη την αποστροφή του στον βδελυρό τόπο της γεέννης. Τον μετέτρεψε σε κοπρώνα, όπου πετούσαν όλα τα σκουπίδια, τις ακαθαρσίες της πόλεως και τα ψοφίμια, τα οποία καθώς σάπιζαν έτρεφαν πλήθος σκουληκιών που μαζεύονταν εκεί.

Επειδή η χαράδρα γέμιζε και η αποσύνθεση μόλυνε την ατμόσφαιρα, μετέφεραν εκεί πίσσα από τη γειτονική Νεκρά θάλασσα κι έβαζαν φωτιά στο σκουπιδότοπο, που έκαιγε ακατάπαυστα μέρα και νύχτα. Ετσι, ακαθαρσία, φωτιά, βρόμα και καπνός γέμιζαν συνεχώς την περιοχή. Αυτό το χώρο ο Χριστός τον χρησιμοποιούσε ως συμβολική εικόνα της κολάσεως των αμαρτωλών.

β. Η ζωή στην κόλαση

Περισσότερα στοιχεία για τη ζωή στην κόλαση αποκαλύπτει ο Κύριος με συμβολική γλώσσα, με ζωηρές και έντονες εικόνες στην προφητεία περί μελλούσης κρίσεως (Μθ 25,31-46). Τονίζω ότι δεν πρόκειται για μία παραβολή, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά για προφητεία, την οποία διατυπώνει ο Κύριος με σαφή διδασκαλία. Εκεί, λοιπόν, μαθαίνουμε ότι οι κολασμένοι:

 Ζουν αποκομμένοι και απομακρυσμένοι από τον Θεό. Η κατάσταση αυτή είναι αιώνια, χωρίς καμία ελπίδα αλλαγής. Φαντασθείτε τον εαυτό σας κλεισμένο σ’ ένα δωμάτιο η έστω σ’ ένα άνετο και ωραίο σαλόνι, όπου θα μένατε αιώνια ολομόναχος. Δεν σάς είναι φρικιαστική η σκέψη;

 Κατοικούν μαζί με τους δαίμονες, που είναι οι χειρότεροι συγκάτοικοι.

 Βρίσκονται αντιμέτωποι με την αλήθεια. Εκεί βλέπουν τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Οι σκληροί και άσπλαχνοι διαπιστώνουν ότι οι δυστυχισμένοι για τους οποίους αδιαφόρησαν είναι οι αδελφοί του Ιησού Χριστού, ο ίδιος ο Κύριος. Οι εγκληματίες και κακούργοι αναγνωρίζουν ότι σκότωσαν όχι έναν ξένο, όχι έναν εχθρό, αλλά τον ίδιο τον αδελφό τους, που ο Θεός τον είχε βάλει δίπλα τους για να τον αγαπήσουν.

Οι υπερήφανοι αναγνωρίζουν ότι περιφρόνησαν και πλήγωσαν τον ίδιο τον εαυτό τους, οι αλαζόνες βρίσκονται αντιμέτωποι με το κενό τους και οι φθονεροί διαπιστώνουν ότι πλήγωσαν και φαρμάκωσαν όχι κάποιον ξένο, αλλά τον εαυτό τους.

Το γεγονός ότι θα αντιληφθούν οι κολασμένοι την αλήθεια, αλλά δεν θα μπορούν να μετανοήσουν και να αλλάξουν τίποτε, χαρακτηρίζει αρκετά την τραγικότητα της καταστάσεώς τους. Μία ιδέα της καταστάσεως αυτής μας δίνουν δύο περιστατικά που θα αναφέρω στη συνέχεια.

Το πρώτο περιστατικό τοποθετείται στη νεότερη ιστορία της πατρίδος μας, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ενας γενίτσαρος μπαίνει σ’ ένα ελληνικό σπίτι κι αφού άρπαξε και κατέστρεψε ό,τι βρήκε μπροστά του, επιχειρεί ν’ ατιμάσει την κόρη της οικογένειας.

Για να κάνει μάλιστα τη βδελυρή πράξη σκοτώνει τους γονείς και τους αδελφούς της που πρόβαλαν αντίσταση. Αργότερα όμως αποκαλύπτεται ότι αυτή η οικογένεια, την οποία τόσο βάναυσα και απάνθρωπα κατέστρεψε, ήταν η δική του οικογένεια. Δεν μπόρεσε ν αντέξει την αλήθεια· παραφρόνησε.

Το δεύτερο παράδειγμα είναι η υπόθεση της αρχαίας τραγωδίας του Οιδίποδα. Οταν διαπίστωσε ότι η μητέρα των παιδιών του ήταν η δική του μητέρα, την οποία είχε κάνει σύζυγο, αφού προηγουμένως σκότωσε τον πατέρα του, αισθάνθηκε ανυπόφορη τη ζωή του, έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια και περιφέρονταν «τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα».

Τα δύο αυτά περιστατικά ζωγραφίζουν πολύ ζωηρά την κατάσταση του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια, την οποία αδίκησε. Δεν χρειάζεται κάποια επιπλέον τιμωρία.

Η ταραγμένη συνείδησή του γίνεται ο αμείλικτος κατήγορος που τον ταράσσει, τον πληγώνει περισσότερο από χίλια βασανιστήρια και τον καίει χειρότερα από μύριες φωτιές.

Ενα πρόσφατο παράδειγμα από τη σύγχρονη πραγματικότητα θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως είναι δυνατόν να καίγονται οι κολασμένοι, χωρίς να υπάρχει εκεί φυσική φωτιά.

Πριν μερικά χρόνια οι εφημερίδες ανέφεραν μία τραγική είδηση από τη Θεσσαλονίκη. Μία μητέρα που είχε βγεί στο μπαλκόνι του σπιτιού της με το μωρό της στην αγκαλιά, δεν πρόσεξε, με αποτέλεσμα να της γλιστρήσει το παιδί από τα χέρια, να πέσει κάτω και να σκοτωθεί. Χτυπιόταν και έκλαιγε απαρηγόρητα η τραγική μάνα φωνάζοντας «καίγομαι!». Ηταν η φωτιά της συνειδήσεως που την έκανε να νιώθει πως βρίσκεται μέσα στις φλόγες. Κάπως έτσι θα καίγονται και οι κολασμένοι.


Παράδεισος και Κόλαση

του Στέργιου Ν. Σάκκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου