Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ
Είναι ανάγκη συνεχώς να προσερχώμεθα εις την πνευματικήν τράπεζαν και νακοινωνώμεν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, δια να διατηρήται ακμαία εις τοεσωτερικόν μας η πνευματική ζωή. Όχι μίαν φοράν, αλλά πάντοτε πρέπει ναλαμβάνωμεν τοθείονΦάρμακον, πάντοτε ο Πλάστης να παρακάθηται με τον πηλόν(τον άνθρωπον) και να διορθώνη την εικόνα Του, η οποία χάνει, ένεκα της αμαρτίας,
την αληθινήν της μορφήν. Το Χέρι του Χριστού, πρέπει να είναι πάντοτε επάνω ειςημάς, διότι διατρέχομεν διαφορετικά τον κίνδυνον του πνευματικού θανάτου: «Όνταςημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι, συνεζωοποίησε τω Χριστώ» (Εφεσ. β΄ 5) και «τοΑίμα του Χριστού... καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων, εις το
λατρεύειν Θεώ ζώντι» (Εβρ. 6΄ 14), γράφει ο απόστολος Παύλος. Την πνευματικήν, την ανωτέραν ζωήν μεταδίδει εις ημάς η πνευματική τράπεζα. η θεία Κοινωνία, ο θείος και παντοδύναμος αυτός μαγνήτης, έλκει την καρδίαν μας προς τα άνω. Δια της θείας Ευχαριστίας προσφέρομεν την καθαράν και αληθινήν λατρείαν εις τον Θεόν. Διότι, εάν καθαρά λατρεία είναι η πλήρης και τελεία υποταγή εις τον Θεόν, ο οποίος κινεί και κατευθύνει τα πάντα, είναι φανερόν, ότι αυτήν την υποταγήν θα την
επιτύχωμεν, όταν δια της θείας Κοινωνίας γίνωμεν μέλη του Χριστού. Η κεφαλή δίδει εντολάς εις τα μέλη. Ο «Άρτος της Ζωής» μας κάμνει μέλη του Χριστού. Όπως ακριβώς τα μέλη του σώματος ζουν ένεκα της σχέσεώς των προς την κεφαλήν και την καρδίαν, κατά παρόμοιον τρόπον, λέγει ο Κύριος, «ο τρώγων Με κακείνος ζήσεται δι’ εμέ» (Ιω. στ΄ 57). Ο άνθρωπος βεβαίως ζή και ένεκα της τροφής, που εισάγει εις τον οργανισμόν του. Η υλική όμως τροφή δεν είναι ζωντανή και δι’ αυτό δεν μεταδίδει ζωήν: απλώς και μόνον βοηθεί εις την διατήρησιν της ζωής, η οποία υπάρχει. Ενώ ο «Άρτος της Ζωής», ο Χριστός, δεν είναι απλώς τροφή, υποβοηθούσα την ζωήν, αλλ’ είναι αυτή η πηγή της ζωής. Αληθινήν λοιπόν πνευματικήν ζωήν εχουν εκείνοι, οι οποίοι κοινωνούν τον «Άρτον της Ζωής». Ο «Άρτος της Ζωής», ο Χριστός, κινεί τον μεταλαμβάνοντα και τον μεταβάλλει και τον εξομοιώνει προς τον Εαυτόν του.
Δια της θείας Ευχαριστίας προσκυνούμεν τον Θεόν εν Πνεύματι και Αληθεία και του προσφέρομεν καθαράν λατρείαν. Το πνευματικόν αυτό Δείπνον μας ανιστά από τον πνευματικόν θάνατον, μας μεταδίδει ζωήν και μας ικανώνει να λατρεύωμεν ζώντες τον ζώντα Θεόν. Η απαλλαγή όμως από των νεκρών έργων της αμαρτίας, είναι δυνατή μόνον δι’ εκείνους που λαμβάνουν πάντοτε το Δείπνον αυτό της ζωής. Όπως πρέπει να προσκυνούμεν τον Θεόν «εν Πνεύματι και αληθεία», διότι ο Θεός είναι
Πνεύμα, τοιουτοτρόπως είναι ανάγκη να τον λατρεύωμεν γεμάτοι από πνευματικήν ζωήν και ουχί νεκροί πνευματικώς, διότι ο Θεός είναι η ζωή: «Ουκ εστίν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. κβ΄ 32). Ημπορεί βεβαίως να ισχυρισθή κανείς ότι λατρεύει τον Θεόν, όταν ασκή έργα αρετής.
Η λατρεία όμως αυτή είναι γνώρισμα των δούλων: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμέν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ΄ 10). Αντιθέτως η λατρεία που προσφέρεται δια της συμμετοχής εις το Ποτήριον της ζωής, είναι γνώρισμα των υιών, ημείς δε καλούμεθα εις τον χορόν ουχί των δούλων, αλλά των υιών. Δια τούτο κοινωνούμεν Σαρκός και Αίματος. «Τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος». Όπως ο Χριστός έλαβε Σάρκα και Αίμα ανθρώπινον δια να ημπορέση να είπη: «Ιδού εγώ και τα παιδία ά μοι εδωκεν ο Θεός» (Ησ. η΄ 18), τοιουτοτρόπως και ημείς δια να γίνωμεν ιδικά του τέκνα, είναι ανάγκηνα μεταλαμβάνωμεν του Σώματος και του Αίματος του. Δια της θείας Κοινωνίας δεν γινόμεθα μόνον μέλη του Χριστού, αλλά και τέκνα, ώστε να τον λατρεύωμεν υποτασσόμενοι ελευθέρως, με όλην την διάθεσιν της καρδίας μας, όπως ακριβώς αρμόζει εις υιούς. Όταν κοινωνώμεν, αποκτώμεν ασυγκρίτως μεγαλυτέραν
συγγένειαν προς τον Σωτήρα, από την συγγένειαν που έχομεν προς τους γονείς, οι οποίοι μας εγέννησαν. Οι γονείς μετά πάροδον ενός χρονικού διαστήματος απαλλάσσονται πάσης φροντίδος δια τα παιδιά των. Ο Χριστός όμως, που μας εγέννησεν εις την πνευματικήν ζωήν, είναι πάντοτε παρών, ηνωμένος με ημάς. Τα παιδιά ημπορούν να ζήσουν και όταν μείνουν χωρίς γονείς. Ημείς, όταν χωρισθώμεν από τον Χριστόν, είναι αδύνατον να διατηρηθώμεν εις την πνευματικήν ζωήν: φερόμεθα μοιραίως προς τον πνευματικόν θάνατον... Ο «Άρτος της Ζωής» εισάγει εις την ψυχήν μας τον καινόν άνθρωπον, ξερριζώνει δε τον παλαιόν της αμαρτίας άνθρωπον... Τόσον μέγας πλούτος πνευματικών αγαθών μεταδίδεται εις ημάς δια της Θείας Κοινωνίας. Δια της μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, απαλλασσόμεθα από την αιώνιον καταδίκην, αποβάλλομεν την αισχύνην της
αμαρτίας, ανακτώμεν την ωραιότητα της θείας εικόνος, ενωνόμεθα στενώτατα με τον Χριστόν, φερόμεθα δε πάντοτε προς το ύψος της τελειότητας.
Αγίου Νικολάου Καβάσιλα "Τα ιερά μυστήρια και η εσωτερική ζωή των πιστών"
Είναι ανάγκη συνεχώς να προσερχώμεθα εις την πνευματικήν τράπεζαν και νακοινωνώμεν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, δια να διατηρήται ακμαία εις τοεσωτερικόν μας η πνευματική ζωή. Όχι μίαν φοράν, αλλά πάντοτε πρέπει ναλαμβάνωμεν τοθείονΦάρμακον, πάντοτε ο Πλάστης να παρακάθηται με τον πηλόν(τον άνθρωπον) και να διορθώνη την εικόνα Του, η οποία χάνει, ένεκα της αμαρτίας,
την αληθινήν της μορφήν. Το Χέρι του Χριστού, πρέπει να είναι πάντοτε επάνω ειςημάς, διότι διατρέχομεν διαφορετικά τον κίνδυνον του πνευματικού θανάτου: «Όνταςημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι, συνεζωοποίησε τω Χριστώ» (Εφεσ. β΄ 5) και «τοΑίμα του Χριστού... καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων, εις το
λατρεύειν Θεώ ζώντι» (Εβρ. 6΄ 14), γράφει ο απόστολος Παύλος. Την πνευματικήν, την ανωτέραν ζωήν μεταδίδει εις ημάς η πνευματική τράπεζα. η θεία Κοινωνία, ο θείος και παντοδύναμος αυτός μαγνήτης, έλκει την καρδίαν μας προς τα άνω. Δια της θείας Ευχαριστίας προσφέρομεν την καθαράν και αληθινήν λατρείαν εις τον Θεόν. Διότι, εάν καθαρά λατρεία είναι η πλήρης και τελεία υποταγή εις τον Θεόν, ο οποίος κινεί και κατευθύνει τα πάντα, είναι φανερόν, ότι αυτήν την υποταγήν θα την
επιτύχωμεν, όταν δια της θείας Κοινωνίας γίνωμεν μέλη του Χριστού. Η κεφαλή δίδει εντολάς εις τα μέλη. Ο «Άρτος της Ζωής» μας κάμνει μέλη του Χριστού. Όπως ακριβώς τα μέλη του σώματος ζουν ένεκα της σχέσεώς των προς την κεφαλήν και την καρδίαν, κατά παρόμοιον τρόπον, λέγει ο Κύριος, «ο τρώγων Με κακείνος ζήσεται δι’ εμέ» (Ιω. στ΄ 57). Ο άνθρωπος βεβαίως ζή και ένεκα της τροφής, που εισάγει εις τον οργανισμόν του. Η υλική όμως τροφή δεν είναι ζωντανή και δι’ αυτό δεν μεταδίδει ζωήν: απλώς και μόνον βοηθεί εις την διατήρησιν της ζωής, η οποία υπάρχει. Ενώ ο «Άρτος της Ζωής», ο Χριστός, δεν είναι απλώς τροφή, υποβοηθούσα την ζωήν, αλλ’ είναι αυτή η πηγή της ζωής. Αληθινήν λοιπόν πνευματικήν ζωήν εχουν εκείνοι, οι οποίοι κοινωνούν τον «Άρτον της Ζωής». Ο «Άρτος της Ζωής», ο Χριστός, κινεί τον μεταλαμβάνοντα και τον μεταβάλλει και τον εξομοιώνει προς τον Εαυτόν του.
Δια της θείας Ευχαριστίας προσκυνούμεν τον Θεόν εν Πνεύματι και Αληθεία και του προσφέρομεν καθαράν λατρείαν. Το πνευματικόν αυτό Δείπνον μας ανιστά από τον πνευματικόν θάνατον, μας μεταδίδει ζωήν και μας ικανώνει να λατρεύωμεν ζώντες τον ζώντα Θεόν. Η απαλλαγή όμως από των νεκρών έργων της αμαρτίας, είναι δυνατή μόνον δι’ εκείνους που λαμβάνουν πάντοτε το Δείπνον αυτό της ζωής. Όπως πρέπει να προσκυνούμεν τον Θεόν «εν Πνεύματι και αληθεία», διότι ο Θεός είναι
Πνεύμα, τοιουτοτρόπως είναι ανάγκη να τον λατρεύωμεν γεμάτοι από πνευματικήν ζωήν και ουχί νεκροί πνευματικώς, διότι ο Θεός είναι η ζωή: «Ουκ εστίν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. κβ΄ 32). Ημπορεί βεβαίως να ισχυρισθή κανείς ότι λατρεύει τον Θεόν, όταν ασκή έργα αρετής.
Η λατρεία όμως αυτή είναι γνώρισμα των δούλων: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμέν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ΄ 10). Αντιθέτως η λατρεία που προσφέρεται δια της συμμετοχής εις το Ποτήριον της ζωής, είναι γνώρισμα των υιών, ημείς δε καλούμεθα εις τον χορόν ουχί των δούλων, αλλά των υιών. Δια τούτο κοινωνούμεν Σαρκός και Αίματος. «Τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος». Όπως ο Χριστός έλαβε Σάρκα και Αίμα ανθρώπινον δια να ημπορέση να είπη: «Ιδού εγώ και τα παιδία ά μοι εδωκεν ο Θεός» (Ησ. η΄ 18), τοιουτοτρόπως και ημείς δια να γίνωμεν ιδικά του τέκνα, είναι ανάγκηνα μεταλαμβάνωμεν του Σώματος και του Αίματος του. Δια της θείας Κοινωνίας δεν γινόμεθα μόνον μέλη του Χριστού, αλλά και τέκνα, ώστε να τον λατρεύωμεν υποτασσόμενοι ελευθέρως, με όλην την διάθεσιν της καρδίας μας, όπως ακριβώς αρμόζει εις υιούς. Όταν κοινωνώμεν, αποκτώμεν ασυγκρίτως μεγαλυτέραν
συγγένειαν προς τον Σωτήρα, από την συγγένειαν που έχομεν προς τους γονείς, οι οποίοι μας εγέννησαν. Οι γονείς μετά πάροδον ενός χρονικού διαστήματος απαλλάσσονται πάσης φροντίδος δια τα παιδιά των. Ο Χριστός όμως, που μας εγέννησεν εις την πνευματικήν ζωήν, είναι πάντοτε παρών, ηνωμένος με ημάς. Τα παιδιά ημπορούν να ζήσουν και όταν μείνουν χωρίς γονείς. Ημείς, όταν χωρισθώμεν από τον Χριστόν, είναι αδύνατον να διατηρηθώμεν εις την πνευματικήν ζωήν: φερόμεθα μοιραίως προς τον πνευματικόν θάνατον... Ο «Άρτος της Ζωής» εισάγει εις την ψυχήν μας τον καινόν άνθρωπον, ξερριζώνει δε τον παλαιόν της αμαρτίας άνθρωπον... Τόσον μέγας πλούτος πνευματικών αγαθών μεταδίδεται εις ημάς δια της Θείας Κοινωνίας. Δια της μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, απαλλασσόμεθα από την αιώνιον καταδίκην, αποβάλλομεν την αισχύνην της
αμαρτίας, ανακτώμεν την ωραιότητα της θείας εικόνος, ενωνόμεθα στενώτατα με τον Χριστόν, φερόμεθα δε πάντοτε προς το ύψος της τελειότητας.
Αγίου Νικολάου Καβάσιλα "Τα ιερά μυστήρια και η εσωτερική ζωή των πιστών"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου