Πλάτων, οι νόμοι τής ειμαρμένης και η ηθική ευθύνη
ΠΛΑΤΩΝ : ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗΣ ΚΑI ΗΘΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Γενικά
Το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης δεν απασχόλησε τον
Πλάτωνα τουλάχιστον, όχι με τη μορφή
που πήρε στις διάφορες φιλοσοφικές σχολές της ελληνιστικής και ρωμαϊκής
περιόδου. Το ζήτημα της ελευθερίας ήταν περισσότερο θέμα πολιτικού
προβληματισμού. Η μεταφυσική και ηθική διάσταση της ελευθερίας δεν είχε
ανιχνευθεί σε όλο το βάθος και το εύρος της. Ο όρος ελευθερία και ελεύθερος
στον Πλάτωνα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, συναντάται σχεδόν πάντοτε σε
αντιδιαστολή με την κατάσταση της δουλείας
. Το κύριο ενδιαφέρον του Πλάτωνα ήταν η αναζήτηση της αλήθειας και της
φιλοσοφικής αρετής. Η ελευθερία υποτάσσεται στην αρετή και δεν αποτελεί
αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την επίτευξη της σοφίας . Όπως λέει στον Ευθύδημο ( 292 b – c ), ο
πλούτος, η ελευθερία και η γαλήνη δεν είναι από μόνα τους ούτε καλά ούτε κακά.
Αυτό που μας κάνει σοφούς είναι ο ορθός πολιτικός βίος .
Παρόλο που δεν
αφιέρωσε κάποιο διάλογο στο συγκεκριμένο θέμα, ο Πλάτων πίστευε στην ελευθερία
της βούλησης γιατί η αυτονομία της
ψυχής συνεπάγεται την ελευθερία της θέλησης . Διάχυτη μέσα στους διαλόγους του
είναι η πεποίθηση πως ο άνθρωπος ευθύνεται για το πού κατευθύνεται η ζωή του
και μια τέτοια ευθύνη δεν είναι λογική χωρίς τη δυνατότητα ελευθερίας επιλογής.
Όσον αφορά τους
όρους μοίρα και ειμαρμένη, τους συναντάμε πολύ συχνά στους πλατωνικούς
διαλόγους. Σύμφωνα με το Πλατωνικό Λεξικό του Astius, η μοίρα έχει δύο κυρίως
έννοιες . Σημαίνει α ) μέρος και β)
fatum ή pars divinitus tributa, δηλ. πεπρωμένο ή μερίδιο δοσμένο από το θεό.
Πρόκειται για τις έννοιες που παραδοσιακά αποδίδονταν στη μοίρα, όπως είδαμε
και στο κεφάλαιο για τους Προσωκρατικούς. Συχνά η λέξη απαντάται μαζί με το
επίθετο θεία και στα ίδια συμφραζόμενα με τη θεία τύχη, ως απρόσμενος
μεσολαβητικός παράγοντας στην πορεία των ανθρωπίνων υποθέσεων, χωρίς ωστόσο να
παίζει καθοριστικό ρόλο για την ανθρώπινη ευτυχία. Όπως και η ορθή δόξα μπορεί κατά τύχη να είναι σωστή και
να μας οδηγήσει σε καλά αποτελέσματα, έτσι και η θεία μοίρα ή τύχη είναι κατώτερες
από τη φιλοσοφική αρετή που προκύπτει από τη γνώση του Αγαθού και είναι ο μόνος
τρόπος να επιτύχουμε με βεβαιότητα την ευδαιμονία . Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η έννοια της
μοίρας ως μερίδιο θανάτου, όπως την
είδαμε και στο ηρακλείτιο Β 25 : « μοροι γαρ μεζονες
μεζονας μοιρας λαγχανουσι » και να το παραβάλλουμε με το χωρίο από τον Κρατύλο
398 Β : « ως, επειδάν τις αγαθός ών τελευτήση, μεγάλην μοιραν και τιμήν έχει ».
Τέλος, η μετοχή
ειμαρμένος –η –ον στα πλατωνικά κείμενα σημαίνει (προ)καθορισμένος. Ενδεικτικά
αναφέρουμε το χωρίο από το μύθο της δημιουργίας στον Πρωταγόρα 320 D : « επειδή
δε και τουτοις χρόνος ηλθεν ειμαρμενος γενέσεως » και 321 C : « ήδη … και η
ειμαρμένη ημέρα παρην » ή από Μενέξενο 236 D : « πορεύονται την ειμαρμένην
πορείαν … ». το θηλυκό ειμαρμένη θα το δούμε και με την έννοια του πεπρωμένου ή
της αναπόδραστης αναγκαιότητας, ιδιαίτερα συχνά συσχετισμένης με τον
καθορισμένο χρόνο θανάτου. Έτσι, στον Φαίδωνα ( 115 Α ) ο Σωκράτης είναι
έτοιμος να πεθάνει όταν τον καλέσει η ειμαρμένη, όπως πρέπει να κάνει κάθε
πραγματικός φιλόσοφος, χωρίς να φοβάται ή να ανησυχεί, αφού η ψυχή του έχει
προετοιμαστεί αποκτώντας τα μόνα πράγματα που αξίζουν σ’ αυτή τη ζωή, δηλ.
αρετές όπως η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη. Να περιμένει βέβαια κανείς να τον
καλέσει η « ειμαρμένη » ίσως ακούγεται κάπως μοιρολατρικό με αποτέλεσμα να
κινδυνεύει κανείς να αποδώσει στον
Πλάτωνα κάποιες αιτιοκρατικές παραδοσιακές απόψεις όσον αφορά κάποια
προσωποποιημένη δύναμη του πεπρωμένου .
Η ειμαρμένη, όμως, όπως και η Ανάγκη, προσωποποιούνται στο πλατωνικό έργο
κυρίως ενταγμένες στους μύθους που σχετίζονται με τη μετεμψύχωση και θα
ασχοληθούμε με το θέμα αυτό λίγο παρακάτω. Οι υπόλοιπες αναφορές όμως θα λέγαμε
ότι γίνονται λίγο έως πολύ χωρίς τεχνική έννοια
ώστε να μην πρέπει να τους προσδώσουμε κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα. Αρκεί
να θυμηθούμε ότι και στο χωρίο από τον Φαίδωνα, που μόλις παραθέσαμε, ο
Σωκράτης λέει ότι βλέπει να τον καλεί η ειμαρμένη « όπως θα έλεγε και κάποιος
ποιητής ». Είναι προφανές, επομένως, ότι δεν κυριολεκτεί. Τέλος, στον Γοργία (
512 c ) η δοξασία ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την ειμαρμένη αποδίδεται
στις γυναίκες και, προφανώς, ο Πλάτων δεν την συμμεριζόταν.
Η Θεωρία της Μετεμψύχωσης
« αιτία ελομένου θεός
αναίτιος »
Πλάτωνος, Πολιτεία 617 e
Το πώς σχετίζεται η ευθύνη του ανθρώπου για τον εαυτό του με
τους νόμους της ειμαρμένης γίνεται φανερό κυρίως μέσα από την πλατωνική
διδασκαλία της αλλεπάλληλης επιστροφής της ανθρώπινης ψυχής στον φυσικό
κόσμο μέσα σε διαφορετικά σώματα. Οι
διαδοχικές αυτές ενσαρκώσεις δίνουν τη δυνατότητα στην ψυχή να διδαχθεί από τα
λάθη της ώσπου να καταστεί άξια να βγει από τον κύκλο της Ανάγκης.
Η ιδέα δεν είναι φυσικά πρωτότυπη στην αρχαία ελληνική
φιλοσοφία. Την είδαμε στην προσωκρατική σκέψη, ιδιαίτερα στο έργο του Εμπεδοκλή
και στους κύκλους των Πυθαγορείων. Από τους τελευταίους θεωρείται ότι
επηρεάστηκε ο Πλάτων. Η νέα φάση του Πλατωνικού έργου όπου πρωτοεμφανίζονται
πυθαγόρεια θέματα (αθανασία της ψυχής, μετεμψύχωση, η μάθηση ως ανάμνηση)
αρχίζει με τον διάλογο Μένων, ο οποίος πρέπει να γράφτηκε λίγο μετά την πρώτη
επίσκεψη του Πλάτωνα στην Ιταλία και στη Σικελία γύρω στο 387 π.Χ. . Την ίδια ιδέα συναντάμε στη συνέχεια στους
διαλόγους της ώριμης συγγραφικής περιόδου του φιλοσόφου, δηλ. στον Φαίδρο και
την Πολιτεία, αλλά και στον Τίμαιο που ανήκει στους υστερότερους διαλόγους.
Η πιο εντυπωσιακή παρουσίαση της θεωρίας της
μετεμψύχωσης βρίσκεται στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας με τη μορφή μύθου, όπως συνηθίζει ο Πλάτων
όταν πραγματεύεται εσχατολογικά ζητήματα
. Πρόκειται για την αφήγηση του Ηρός του Αρμενίου ( 614 b – 621 b ), ο
οποίος σκοτώθηκε στον πόλεμο αλλά με θαυματουργικό τρόπο επανήλθε στη ζωή τη
δωδέκατη ημέρα μετά το θάνατό του και ενώ βρισκόταν πάνω στη νεκρική πυρά.
Άρχισε, λοιπόν, να διηγείται τί είδε στον άλλο κόσμο. Πρώτα περιέγραψε ένα
είδος δικαστηρίου των ψυχών, το οποίο λάμβανε χώρα σ’ ένα λιβάδι ανάμεσα σε δύο
χάσματα στη γη και δύο άλλα στον ουρανό, από όπου μπαινόβγαιναν οι ψυχές των
πεθαμένων. Ανάλογα με τις πράξεις τους, οι ανθρώπινες ψυχές έπαιρναν, αν ήταν
άδικες, το δρόμο που οδηγούσε κάτω από τη γη είτε, αν ήταν δίκαιες, το δρόμο
προς τον ουρανό. Ακολουθούν περιγραφές των τιμωριών που περιμένουν τους άδικους
ανθρώπους. Από τις πιο αυστηρές φαίνεται να είναι οι τιμωρίες που περιμένουν
αδίστακτους τυράννους, όπως ο Αρδιαίος.
Αφού έμεινε σ’ αυτό το λιβάδι για 7 ημέρες και μετά από
πορεία 4 ημερών έφτασε μαζί με άλλες ψυχές σ’ έναν τόπο φωτεινό, όπου έχουμε
την περίφημη περιγραφή του αδραχτιού της Ανάγκης ( 616 b – 617 c ), το οποίο
βρισκόταν μέσα σε μια στήλη καθαρού φωτός. Το φως χρησίμευε ως σύνδεσμος του
ουρανού και συγκρατούσε όλον τον περιστρεφόμενο ουρανό. Στις άκρες ήταν
στερεωμένο το αδράχτι της Ανάγκης, που έδινε την κίνηση σ’ όλες τις ουράνιες
περιστροφές. Το σφοντύλι περιγράφεται ως να αποτελούνταν από 8 κοίλα σφοντύλια
βαλμένα το ένα μέσα στο άλλο. Οι κύκλοι που σχηματίζονταν από το χείλος κάθε
σφοντυλιού είχαν διαφορετικά χρώματα ο καθένας. Η περιγραφή τους θυμίζει πολύ
την αντίστοιχη εικόνα με τις στεφάνες στο ποίημα του Παρμενίδη ( B 12, 2 ).
Ολόκληρο το αδράχτι στρεφόταν γύρω από τον άξονά του κατά την ίδια φορά, ενώ οι
7 ομόκεντροι κύκλοι περιστρέφονταν ήρεμα προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η Ανάγκη, προσωποποιημένη, έχει στα γόνατά της το αδράχτι.
Γύρω απ’ αυτό σε ίσες αποστάσεις κάθονται οι κόρες της, οι τρεις Μοίρες και
ψάλλουν : η Λάχεση αυτά που έχουν ήδη συμβεί ( τα γεγονότα ), η Κλωθώ τα τωρινά
( τα όντα ) και η Άτροπος τα μελλοντικά ( τα μέλλοντα ). Ακολουθεί η
συγκλονιστική περιγραφή της επιλογής των κλήρων από τις ψυχές που πρόκειται να
ξαναμπούν στον κύκλο των ενσαρκώσεων ( 617 d – e ).
Μόλις, λοιπόν, οι ψυχές φτάσουν μπροστά στην Ανάγκη και τις
θυγατέρες της, οφείλουν να παρουσιαστούν πρώτα μπροστά στη Λάχεση. Ένας
προφήτης δείχνει στον καθένα τη θέση του και τη σειρά του. Στη συνέχεια παίρνει
από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και παραδείγματα βίων και ανεβαίνοντας σ’ ένα
ψηλό βήμα λέει τα παρακάτω λόγια :
« Αυτά εδώ τα λέγει η Λάχεση η παρθένος, της Ανάγκης η
θυγατέρα. Ψυχές εφήμερες, τώρ’ αρχίζει άλλη περίοδος ζωής για το θνητό γένος με
απόληξη το θάνατο. Δε θα σας διαλέξει ο δαίμονας, αλλά σεις θα διαλέξετε το
δαίμονά σας. Ο πρώτος που θα τον υποδείξει ο κλήρος, θα εκλέξει πρώτος το βίο
του που θα τον ζήσει κατ’ ανάγκη. Η αρετή είναι κτήμα αδέσποτο και καθένας θα
πάρει απ’ αυτή το μερδικό του ανάλογα με την τιμή ή την περιφρόνηση που θα της
έχει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την εκλογή του ο θεός ανεύθυνος ».
( μτφρ. Ι. Γρυπάρη )
Ακολουθεί η επιλογή των βίων, που διευκρινίζεται ότι ήταν
αρκετοί, ώστε ακόμα κι ο τελευταίος να έχει διάφορες επιλογές. Υπήρχε μεγάλη
ποικιλία από βίους όλων των ειδών : βίοι ανδρών, γυναικών, ζώων βίοι με
διάφορες καταστάσεις όσον αφορά τα πλούτη, την καταγωγή κτλ. Αυτό που αξίζει να
σημειωθεί, όμως, είναι ότι δεν υπήρξε καμιά ορισμένη τάξη για τις επιδόσεις της
κάθε ψυχής, γιατί κάθε μια έπρεπε να γίνει διαφορετική ανάλογα με τις επιλογές
της . Κι εκεί, όπως παρατηρεί ο
Σωκράτης, βρίσκεται ο μεγάλος κίνδυνος να έχει προετοιμαστεί έτσι κανείς,
ώστε να κάνει την επιλογή του όχι με βάση τα εξωτερικά αγαθά, αλλά με κριτήριο
το ποιος βίος θα βοηθήσει την ψυχή να γίνει δικαιότερη.
Αφού, τέλος, είχαν διαλέξει το βίο τους όλες οι ψυχές,
προσέρχονταν ξανά μπροστά στη Λάχεση, η οποία έδινε στον καθένα ως συνοδό το
δαίμονα που διάλεξε για να του χρησιμεύει ως φύλακας στη νέα του ζωή και βοηθός
στην εκπλήρωση όσων επέλεξε. Ακολουθεί η εικόνα της επικύρωσης του ανθρώπινου
πεπρωμένου από την Κλωθώ και την Άτροπο και στη συνέχεια η οδυνηρή πορεία μέσα από την
πεδιάδα της Λήθης μέσα από φοβερή και πνιγηρή ζέστη. Εκεί, στο τέλος της μέρας,
κάθε ψυχή έπινε νερό από τον Αμέλητα ποταμό, χάνοντας για πάντα κάθε ανάμνηση
των όσων έζησε πριν ξαναγεννηθεί. Κι εδώ ο αφηγητής διακρίνει τις ψυχές που
απερίσκεπτα πίνουν πιο πολύ απ’ το νερό που πρέπει, με αποτέλεσμα να
δυσχεραίνουν τη δυνατότητα ανάμνησης στη ζωή που τους περιμένει. Στο μύθο, μόνο
τον Ήρα τον Αρμένιο εμπόδισαν να πιεί, για να μπορέσει να διηγηθεί στους ανθρώπους
όσα είδε στον άλλο κόσμο. Τέλος, δίπλα στον Αμέλητα ποταμό οι ψυχές
κατασκηνώνουν και κοιμούνται. Κατά τα μεσάνυχτα, όμως, έγινε βροντή και
σεισμός, γιατί είχε έρθει η ώρα της γέννησής τους στον φυσικό κόσμο .
Κάπως έτσι τελειώνει η αφήγηση του Ηρός του Αρμενίου για τα
όσα είδε στον άλλο κόσμο. Όπως έχουμε
ήδη προαναφέρει, η θεωρία της μετεμψύχωσης και της επιλογής του τωρινού βίου
μας σ’ ένα προεμπειρικό στάδιο συναντάται και σε άλλα Πλατωνικά έργα από τον
Μένωνα και έπειτα. Στο Φαίδωνα ( 70 c – 72 e ) έχουμε σαφή υπαινιγμό στις
διαδοχικές ενσαρκώσεις όταν, κατά τη συζήτηση για την αθανασία της ψυχής, ο
Σωκράτης αναφέρεται στην αρχαία διδασκαλία της αναγέννησης και στη θεωρία της
αέναης εναλλαγής των αντιθέτων μέσα στα οποία περιλαμβάνονται η γέννηση και ο
θάνατος, πράγμα που δείχνει ότι είχε υπόψη του
την ορφική διδασκαλία καθώς και εκείνη του Ηράκλειτου .
Πιο ξεκάθαρα, ωστόσο, επανέρχεται στο θέμα στο διάλογο
Φαίδρος, ο οποίος χρονικά συγγενεύει με την Πολιτεία, αν και δεν υπάρχει
συμφωνία μεταξύ των μελετητών σχετικά με το ποιος από τους δύο διαλόγους
προηγείται χρονικά . Με αφορμή τον
ενθουσιασμό του νεαρού Φαίδρου για την τέχνη της ρητορικής και μετά από την
ανάγνωση ενός λόγου του ρήτορα Λυσία σχετικά με τα οφέλη μιας ερωτικής σχέσης
με κάποιον ερωτευμένο ή μη, ο Σωκράτης αποφασίζει να μιλήσει στο Φαίδρο για την
πραγματική ψυχολογία του έρωτα, τον οποίο χαρακτηρίζει μεν ένα είδος
παραφροσύνης, που ωστόσο είναι ένα από τα τέσσερα είδη θεϊκής « μανίας », η
οποία « αντιπροσωπεύει σοφία πολύ μεγαλύτερη από τις πρακτικές γνώσεις » .
Η θεϊκή μανία του έρωτα προκαλείται από την ανάγκη της ψυχής
να έλθει ξανά σε επαφή με την Ιδέα του Ωραίου, την οποία αντιπροσωπεύει επί της
γης το αγαπημένο πρόσωπο. Ο γήινος έρωτας δεν είναι παρά ένας αναβαθμός στην κλίμακα
του θείου έρωτα που προκαλεί η ανάγκη της ψυχής να θεάται τον υπερβατικό κόσμο
των Ιδεών. Για να φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα ( 249 d ) ο Σωκράτης μιλά στο
νεαρό Φαίδρο για τη φύση της ψυχής με το μύθο του φτερωτού της άρματος στο
οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικότερα λίγο παρακάτω. Εδώ αρκεί να σημειώσουμε ότι
η ψυχή παρουσιάζεται να προσπαθεί να θεαθεί τον κόσμο των όντως Όντων, δηλαδή
των Ιδεών, ακολουθώντας δρόμο ίδιο με των θεών, χωρίς πάντοτε να το κατορθώνει
( 248 α – c ). Οι προσπάθειές της ακολουθούν το νόμο του πεπρωμένου, που
καλείται θεσμός Αδραστείας . Αν η ψυχή
καταφέρνει να θεάται τις Ιδέες συνεχώς τότε είναι αβλαβής, δηλαδή δεν μπαίνει
στον κύκλο της ενσάρκωσης. Αν, όμως, δεν καταφέρει να ακολουθήσει την ίδια
πορεία εξαιτίας λήθης ή κακίας, τότε χάνει τα φτερά της και μπαίνει στον κύκλο
της γέννησης και του θανάτου. Στην πρώτη της ενσάρκωση ζει το βίο ενός
φιλοσόφου ή εραστή της ομορφιάς ή μουσικού ή ανθρώπου που εμπνέεται από τον
έρωτα . Ακολουθεί μια φθίνουσα διαδοχή
άλλων οκτώ βίων . Ανάλογα με τη διαγωγή
της η ψυχή έχει καλύτερη ή χειρότερη μοίρα στην επόμενή της ενσάρκωση. Όπως και
να ’χει το πράγμα όμως, δεν μπορεί να επιστρέψει στην αρχική της κατάσταση αν
δεν περάσουν 10.000 χρόνια . Μόνη εξαίρεση
γίνεται για την ψυχή εκείνη, η οποία έχει επιλέξει για τρεις διαδοχικές
περιόδους χιλίων χρόνων το βίο του αγνού φιλοσόφου ή εκείνου που ερωτεύεται με
φιλοσοφική διάθεση . Για τις υπόλοιπες
ψυχές προβλέπονται ενσαρκώσεις σε σώματα γυναικών ή ακόμη και ζώων, ανάλογα με
τις πράξεις τους.
Την ίδια φθίνουσα πορεία ακολουθούν οι αδύναμες ψυχές και
στον Τίμαιο ( 42 α – c ) σύμφωνα με τους νόμους της ειμαρμένης. Ενδιαφέρον
παρουσιάζει η ιδέα της « ισότιμης
εκκίνησης » και το γεγονός ότι ο θεός δημιουργός αποκαλύπτει στις ανθρώπινες
ψυχές τη φύση του Σύμπαντος και τους νόμους της ειμαρμένης πριν αρχίσουν το μακρύ τους ταξίδι στον
κόσμο των φαινομένων :
« Συστήσας δε το παν διειλεν ψυχάς ισαρίθμους τοις άστροις,
ένειμεν θ’ εκάστην προς έκαστον, και εμβιβάσας ως ες όχημα
την
του παντός φύσιν έδειξεν, νόμους τε τους ειμαρμένους ειπεν
αυταις, ότι γένεσις πρωτη μεν έσοιτο τεταγμένη μία πασιν,
ίνα
μήτις ελαττοιτο υπ’ αυτου … » ( Τίμαιος, 41 e )
[ Αφού συνέθεσε ολόκληρο το μείγμα, το διαίρεσε σε τόσες
ψυχές
όσα και τα άστρα και κατένειμε μία ψυχή σε κάθε άστρο. Ήταν
σαν να ανέβασε τις ψυχές σε ουράνιο όχημα για να τους δείξει
τη
φύση του σύμπαντος και να τους αποκαλύψει τους νόμους της
ειμαρμένης : ότι έχει προγραμματιστεί μία και μοναδική πρώτη
γέννηση για να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των ψυχών
]
( Μτφρ. Β. Κάλφας )
Το γεγονός ότι
όλες οι ψυχές ξεκινούν με τις ίδιες προϋποθέσεις είναι πολύ σημαντικό για να
κατανοήσουμε ότι η μετέπειτα πορεία τους εξαρτάται αποκλειστικά από τις ίδιες
και τον τρόπο που θα διάγουν το βίο τους. Αν κατορθώσουν να επιβληθούν στα πάθη
που συνεπάγεται η ενσάρκωση, « θα ζήσουν ακολουθώντας το σωστό δρόμο αν όμως
νικηθούν από αυτά, θα ξεστρατίσουν » .
Από τη μελέτη όλων των χωρίων που αφορούν τη θεωρία της
μετεμψύχωσης έγινε νομίζω φανερό ότι ο Πλάτων συλλαμβάνει τη μεταφυσική και
ηθική ελευθερία του ανθρώπου σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά την προεμπειρική
επιλογή του βίου και του δαίμονα – βοηθού
και το δεύτερο τον τρόπο με τον οποίο η ψυχή χειρίζεται την αδέσποτον
αρετή της κατά τη διάρκεια της ζωής της στο φυσικό κόσμο.
Ίσως βέβαια, το γεγονός ότι το είδος του βίου και
συγκεκριμένα γεγονότα μέσα σ’ αυτόν είναι προκαθορισμένα, θα μπορούσε να
προσδώσει στην πλατωνική θεωρία της μετεμψύχωσης έναν φαταλιστικό χαρακτήρα,
ανάλογο με τις αντίστοιχες θεωρίες του Ινδουισμού ή του Βουδδισμού. Η ειδοποιός
διαφορά, ωστόσο, συνίσταται από τη μια στη δυνατότητα επιλογής που έχουν οι
ψυχές πριν ενσαρκωθούν σύμφωνα με το μύθο του Ηρός, και από την άλλη στο ότι τα
συγκεκριμένα γεγονότα (ότι π.χ. κάποιος θα έχει πλούσιους γονείς ή θα γίνει
πολιτικός ή τύραννος) δεν έχουν μεγάλη σημασία για τον Πλάτωνα. Αποτελούν απλά
τις υλικές προκείμενες της ζωής, όπως και οι νόμοι της ειμαρμένης στον Τίμαιο.
Αυτό που έχει σημασία είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι στα γεγονότα και τί
μπορεί να διδαχθεί από αυτά.
Η φύση της
ψυχής και η αιτία των σφαλμάτων της
Από τη συζήτηση για την μετεμψύχωση είδαμε ότι ακόμη και αν
πολλά γεγονότα της ανθρώπινης ζωής είναι προκαθορισμένα από την επιλογή της
ψυχής σ’ εκείνο το προεμπειρικό στάδιο, ο άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει
αποφασιστικά την πορεία του και σ’ αυτή τη ζωή, αν καταφέρει να χειριστεί σωστά
την αδέσποτον αρετή που κατέχει, ώστε να μειώσει όσο το δυνατόν τα σφάλματά του
και να κατακτήσει την ευδαιμονία. Ποια είναι όμως η φύση της ανθρώπινης ψυχής
και τί την κάνει να σφάλλει ;
Ήδη, η ίδια η
θεωρία της μετεμψύχωσης προϋποθέτει την πίστη στην αθανασία της ψυχής.
Ολόκληρος ο Φαίδων είναι αφιερωμένος στην απόδειξη αυτής της ιδέας. Η αθανασία
για τον αρχαίο Έλληνα είναι άμεσα συσχετισμένη με την θεϊκή φύση. Επομένως και
η ψυχή έχει θεϊκή φύση, όπως άλλωστε μαρτυρούν ποικίλα πλατωνικά χωρία για το θεϊκό κομμάτι του ανθρώπου. Πώς όμως
υποπίπτει σε σφάλματα αφού έχει τέτοια ανώτερη φύση ; Την απάντηση μας δίνει ο
Πλάτων στον Τίμαιο (41 d – 42 e), όπου περιγράφεται η δημιουργία των ανθρώπινων
ψυχών. Αφού ο θεός – δημιουργός κατασκεύασε τον κόσμο με βάση υπόδειγμα από τον
κόσμο των Ιδεών, αναθέτει την κατασκευή των θνητών όντων στους κατώτερους
θεούς. Ο ίδιος αναλαμβάνει να φτιάξει τις ανθρώπινες ψυχές για να τις κάνει
αθάνατες. Αυτή τη φορά όμως, το μίγμα δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Είναι ό,τι
έχει περισσέψει από την κατασκευή της Ψυχής του κόσμου, αλλά τώρα τα συστατικά
δεν είναι ανόθευτα, αλλά δεύτερης και τρίτης διαλογής .
Μια άλλη αιτία που η ψυχή σφάλλει είναι φυσικά η σύνδεσή της
με το θνητό σώμα και τις ανάγκες του. Στο Φαίδρο ( 245 c – 246 d ) έχουμε τη
μυθική περιγραφή της ψυχής. Παρομοιάζεται με ηνίοχο πάνω σε ένα άρμα, το οποίο
σέρνουν δύο φτερωτά άλογα .Τη βλέπουμε (
247 α – e ) να συμμετέχει μαζί με τους αθάνατους θεούς, οι οποίοι επίσης
παρουσιάζονται ως ηνίοχοι πάνω σε φτερωτά άρματα, σε μια γιορτινή συγκέντρωση
σ’ έναν υπερουράνιο τόπο, όπου οι συνδαιτυμόνες έχουν τη δυνατότητα να δουν τί
βρίσκεται έξω απ’ τον ουρανό, δηλ. έχουν θέαση του κόσμου των Ιδεών. Τα άρματα
των θεών κάνουν άνετα την περιφορά τους γύρω από την εξωτερική στεφάνη του
ουρανού. Οι ψυχές των θνητών, όμως, δυσκολεύονται να κρατήσουν το άρμα τους ψηλά για αρκετή ώρα, διότι η κακή φύση του ενός
αλόγου το κάνει βαρύ και τραβάει το άρμα προς τα κάτω : Το ζητούμενο, επομένως,
είναι να καταφέρει ο άνθρωπος να τιθασεύσει εκείνα τα στοιχεία μέσα του που τον
καθιστούν δέσμιο της σωματικής του φύσης και δυσχεραίνουν την πνευματική του «
ανάβαση ». Όπως είδαμε και στον Τίμαιο (42b), οι ψυχές γνωρίζουν τους νόμους
της ειμαρμένης που σχετίζονται με τα πάθη τα σύμφυτα με την ενσάρκωση και
εξαρτάται από αυτές αν θα πάρουν τον ίσιο δρόμο ή όχι. Γιατί, λοιπόν, οι περισσότερες
ψυχές δεν ακολουθούν τον δρόμο αυτό; Γιατί σφάλλουν και ξεστρατίζουν;
Στη συζήτηση μας αναπόφευκτα εισέρχεται και η εξέταση του
σωκρατικού αποφθέγματος «ουδείς εκων κακός», το οποίο συναντάμε σε πολλά
πλατωνικά χωρία . Πώς συμβιβάζεται το ακούσιο κακό με την απόδοση ευθύνης στον
άνθρωπο για τα σφάλματά του; Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, οφείλουμε να
θυμηθούμε ότι στο μύθο του Φαίδρου η ψυχή αρχίζει να βαραίνει και να χάνει τα
φτερά της εξαιτίας της λήθης. Ξεχνά αυτά που είδε στον υπερουράνιο κόσμο και
προσκολλάται στα δεδομένα των αισθήσεων, κατά κάποιον τρόπο «αγνοώντας» τις
Ιδέες που είναι οι αιτίες της πραγματικότητας του φυσικού κόσμου. Όπως είναι
γενικά γνωστό, ο Σωκράτης και, ακολουθώντας τον δάσκαλο του, ο Πλάτων, ταύτιζαν
την αρετή με την γνώση και η γνώση, όπως αποδεικνύεται στον Μένωνα ( 87b )
είναι κατ’ ουσίαν ανάμνηση. Συνδυάζοντας τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι από το
«ουδείς εκών κακός», προκύπτουν τα εξής : α) η ταύτιση του κακού με άγνοια και
β) το κακό είναι ακούσιο. Στο Σοφιστή (228c) δηλώνεται ότι κανείς δεν αγνοεί
κάτι με την θέληση του .
Στη συνέχεια (Σοφιστής 229b-d), διακρίνονται δύο είδη
άγνοιας : η απλή άγνοια και η αμάθεια. Η πρώτη μπορεί να διορθωθεί με την
εκπαίδευση στις πρακτικές τέχνες. Η αμάθεια όμως, είναι πολύ πιο σοβαρή μορφή
άγνοιας γιατί ο αμαθής νομίζει ότι γνωρίζει αυτό που δεν γνωρίζει. Η θεραπεία
της απαιτεί τον έλεγχο της διαλεκτικής που μπορεί να αποκαλύψει στον αμαθή ότι
αυτά που νομίζει ότι κατέχει δεν είναι αληθινά, αλλά απλές γνώμες (δόξαι) χωρίς
καμιά αξία. Στη διατήρηση της κατάστασης της αμάθειας συντελεί η ραθυμία, η
οποία είναι εσωτερικός εχθρός της ψυχής και καταπολεμάται με την παιδεία .
Χρειάζεται λοιπόν, συνειδητή προσπάθεια της ψυχής για να ξεφύγει από την αρπάγη
της αμάθειας και να μπορέσει να οδηγηθεί στην αλήθεια και την αρετή.
Αν κάποιος γνωρίσει το Αγαθό, δεν θα μπορεί παρά να πράττει
πάντοτε ενάρετα, σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί
μελετητές θεωρούν τον Πλάτωνα ως έναν από τους θιασώτες του ηθικού ντετερμινισμού
. Ο I.M.Crombie , μάλιστα, τον κατατάσσει μαζί με τον Αριστοτέλη σε μια
υποκατηγορία ντετερμινιστών, τους impulsionists (παρορμητιστές), οι οποίοι
θεωρούν ότι κάθε πράξη είναι αποτέλεσμα των δυνάμεων και παρορμήσεων που δρούν
πάνω στο άτομο και τείνουν να πιστεύουν ότι είναι σημαντικό να προκαλέσουν
στους ανθρώπους μια τάση για τις παρορμήσεις του σωστού είδους, διότι
διαφορετικά δεν θα μπορούν να δρουν ορθά. Έτσι, κατά τον ίδιο μελετητή,
εξηγείται και το ότι ο Πλάτων θεωρεί την παιδεία αλλά και την τιμωρία (μόνο ως
μέσο σωφρονισμού) θεραπείες της ψυχικής κακίας που προκαλείται από την άγνοια
και την αμάθεια.
Αν, βέβαια, το «ουδείς εκών κακός» ισοδυναμεί με ηθικό
ντετερμινισμό, αυτός ισχύει μόνο μετά την έξοδο του ανθρώπου από την αμάθεια .
Ερμηνεύοντας ντετερμινιστικά τη
σωκρατική ρήση, κάθε ψυχή η οποία
γνωρίζει το Αγαθό, δεν μπορεί
παρά να ακολουθήσει την ίδια πορεία με όσες ψυχές κατόρθωσαν το ίδιο. Ο δρόμος
της αρετής είναι μονόδρομος, επομένως είναι ντετερμινιστικά καθορισμένος. Και
αν δεχθούμε ότι κάθε πρόβλημα έχει μόνο μία ηθικά «ορθή» λύση, τότε κάθε
ενάρετος άνθρωπος, αντιμέτωπος με το ίδιο πρόβλημα και σε ίδιες συνθήκες, δεν
θα μπορούσε παρά να έχει μία επιλογή, τη «σωστή».
Δεν ξέρω, βέβαια, κατά πόσο μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ζωή είναι απλά
μαθηματικά, όπου κάθε ερώτημα έχει μόνο μία απάντηση. Έχω την εντύπωση ότι
βρισκόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με σύνθετα προβλήματα, τα οποία πολλές
φορές επιδέχονται περισσότερες από μία
λύσεις , χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μία υστερεί ηθικά έναντι της άλλης. Έτσι, δύο άνθρωποι που
έχουν γνωρίσει το Αγαθό θα ήταν δυνατόν
να ακολουθήσουν διαφορετικό τρόπο
δράσης. Ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση όμως, θα επέλεγαν μία από τις ηθικά
ορθές λύσεις, οπότε πάλι έχουμε να κάνουμε με έναν ηθικό ντετερμινισμό, ο
οποίος ωστόσο είναι ήπιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου