Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Γνώση εν προσώπω

Γνώση εν προσώπω
1ο μέρος: Το στοιχείο της ελευθερίας
 
 
Τώρα ας κοιτάξουμε ν’ αναλύσουμε λίγο, τι σημαίνει πρόσωπο.
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το πρόσωπο εδράζεται βέβαια σε μια προσωπική σχέση. Δεν μπορεί να νοηθεί μόνο του, αλλά σε μια σχέση. Ένα πρόσωπο ίσον κανένα πρόσωπο. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει το πρόσωπο είναι ότι είναι μοναδικό, ανεπανάληπτο και επομένως στη γνώση του δεν επιτρέπει τη δυνατότητα της συγκρίσεως, της αντικαταστάσεως, της ενσωματώσεως μέσα σ’ αυτό το πλέγμα της εμπειρίας που έχουμε πράγμα που συμβαίνει με όλα τα αντικείμενα. Επομένως δεν μπορεί βάσει των ιδιοτήτων Του να γνωρίσουμε τον Θεό, διότι οι ιδιότητες μπορεί να εφαρμοσθούν και σε άλλα αντικείμενα, σε άλλα εκτός του Θεού. Είναι ο τρόπος που, όπως είπαμε, γνωρίζουμε τα πράγματα και όχι τα πρόσωπα. Ένα πρόσωπο, δεν μπορεί να το γνωρίσεις βάσει των ιδιοτήτων του.  Το ταυτίζεις ουσιαστικά εις πείσμα των ιδιοτήτων του και τότε γνωρίζεις πράγματι ότι πρόκειται για πρόσωπο. Δηλαδή μπορεί να είναι ένας κακός άνθρωπος και επειδή τον αγαπάς τον ταυτίζεις ως μοναδικό, χωρίς να λαμβάνεις υπ’ όψη τις ιδιότητές του. Αντιθέτως έναν καλόν άνθρωπο εάν τον ταυτίζεις διότι είναι καλός, τότε δεν ταυτίζεις το πρόσωπο. Και το Θεό εάν τον γνωρίζεις διότι είναι καλός, δεν τον γνωρίζεις ως πρόσωπο. Τον γνωρίζεις ως ένα αντικείμενο, ως ένα πράγμα, το οποίο, εάν αύριο αποδειχθεί ότι δεν είναι όπως το περίμενες από απόψεως ιδιοτήτων, αμέσως κλονίζεται η πίστη σου και χάνεις τη σχέση μαζί του. Ο Θεός δεν γνωρίζεται με βάση τις ιδιότητές του, όπως γνωρίζονται τα πράγματα. Αλλά επειδή είναι πρόσωπο, γνωρίζεται χωρίς να εξαρτάται η ταύτισή Του από τις ιδιότητές Του. Είναι λοιπόν αυτό ένα βασικό χαρακτηριστικό του προσώπου.
Το άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι το πρόσωπο αποτελεί οντολογικά ένα αναντικατάστατο στοιχείο της υπάρξεώς μας. Εάν εκλείψει δηλαδή αυτό το πρόσωπο, τότε ολόκληρη η ύπαρξή μας καταρρέει. Και τότε γνωρίζομε αυτό το πρόσωπο οντολογικά στη βαθύτατη έννοια της οντολογίας. Ότι δηλαδή υπάρχει αυτός και υπάρχουμε κι εμείς χάρη σ’ αυτόν, και η διακοπή ή μάλλον η ανυπαρξία του ενός επηρεάζει την ύπαρξη του άλλου.
Θεολογικά αυτό σημαίνει, ότι εάν ο Υιός εκλείψει, ο Πατήρ εκλείπει. Εάν ο Πατήρ εκλείψει και ο Υιός εκλείπει. Υπάρχει μια σχέση προσωπική. Αυτή η αγαπητική σχέση είναι οντολογική, διότι απ’ αυτήν κρέμεται η ύπαρξη του καθενός από τα μέρη της σχέσεως αυτής. Λοιπόν, δεν γνωρίζομε τον Θεό απλώς σαν ένα καλό ον, ή οτιδήποτε άλλο, αλλά σαν στοιχείο στο οποίο κρέμεται η ύπαρξή μας. Και θα δούμε τώρα αυτό τι ειδικό νόημα έχει στην περίπτωση της Χριστιανικής γνώσεως.
Αυτή λοιπόν η προσωπική σχέση εν Χριστώ, που έχει δηλαδή ο Χριστός με τον Πατέρα, αυτή δίδεται και σ’ εμάς εν Χριστώ και μπορούμε να γνωρίσουμε ως υιοί του Θεού πλέον τον Θεό και να Τον καλέσουμε Πατέρα. Το ότι καλούμε τον Θεό: Πατέρα, πρέπει να ξέρετε, ότι προέρχεται απολύτως, εκατό τοις εκατό, από τη σχέση, από το δικαίωμα που παραχωρεί ο Χριστός στους μαθητάς του να ονομάζουν τον Θεό: Πατέρα. Η έννοια της πατρότητος του Θεού ήταν βέβαια διαδεδομένη και εκτός του Χριστιανισμού, εκτός της Βίβλου. Στους αρχαίους Έλληνες ο Ζευς ήταν «Πατήρ θεών και ανθρώπων». Αλλά δεν έχει καμία σχέση αυτή η έννοια με εκείνη που έχει ο Θεός ως Πατήρ στην Καινή Διαθήκη, στην Αγία Γραφή. Στην Καινή Διαθήκη μόνο ο Υιός έχει το δικαίωμα να αποκαλεί τον Θεό Πατέρα, μόνο ο Χριστός. Και το δικαίωμα αυτό το μεταβιβάζει στους μαθητές του, όταν τους λέει πώς να προσεύχονται. Αυτό είναι το νόημα της Κυριακής Προσευχής, όταν λέει, ότι «Εγώ δε σας διδάσκω να προσεύχεστε έτσι, λέγοντας: «Πάτερ ημών»…
Το να καλέσεις τον Θεό: «Πατέρα», δεν είναι υπόθεση εμφύτου θρησκευτικότητας. Είναι θέμα προσωπικής σχέσεως, την οποία είχε μόνο ο Υιός, ο κατ’ εξοχήν Υιός ο Μονογενής. Δεν έχει άλλον Υιό ο Θεός για να τον καλεί «Πατέρα». Έναν Υιό έχει. Λοιπόν, αυτός ο Υιός μεταβιβάζει όχι δικανικά, αλλά με την ταύτισή του με μας, και με τη δική μας ταύτιση μαζί Του γινόμαστε υιοί του Θεού Πατρός και έτσι δημιουργείται αυτή η σχέση, και έτσι γνωρίζουμε τον Θεό. Τι θα πει: «Γνωρίζουμε τον Θεό»; Ως τι γνωρίζουμε τον Θεό; Ως καλό; Ως δυνατό; Όλα αυτά μπορούμε να τα πάρουμε εκτός Χριστού. Εκείνο που μας δίνει ο Χριστός ως ταυτότητα του Θεού, είναι ότι είναι «Πατήρ». Είναι δηλαδή ότι δημιουργεί μια σχέση προσωπική, μια υιική σχέση. Αυτή που έχει αιώνια με τον Υιό Του, την δίνει σε μας και έτσι γνωρίζουμε τον Πατέρα, τον Θεό ως Πατέρα. Αυτό είναι το βασικό περιεχόμενο της γνώσεως του Θεού. Είναι η πατρότης του Θεού, ότι ο Θεός είναι Πατήρ. Μη το ξεχνούμε αυτό. Δεν μαθαίνουμε για το Θεό. Δεν συλλέγουμε πληροφορίες. Δεν κάνουμε φάκελο για τις ιδιότητες του Θεού, όπως κάνουν οι Δογματικές πολλές φορές. Για το Χριστιανό το περιεχόμενο του Θεού είναι ότι είναι Πατήρ.  Ότι ο Θεός ταυτίζεται με τον Πατέρα, και αυτό δεν μπορούμε να το αποκτήσουμε εκτός της υιικής σχέσεως.  Δεν μπορείς να λες κάποιον Πατέρα χωρίς να είσαι υιός. Μπορεί φυσικά στο διανοητικό επίπεδο να πεις ότι ο Θεός είναι Πατήρ του Υιού Του. Το γνωρίζω αυτό, το ξέρω από τη Βίβλο, από τη Δογματική, αλλά για να γνωρίσεις υπαρξιακά, να Τον Ταυτίσεις ως Πατέρα, πρέπει να είσαι εσύ υιός Του. Δεν μπορείς διαφορετικά. Άλλο είναι να λες «αυτός είναι ο πατέρας του φίλου μου, τον γνωρίζω λοιπόν ότι είναι πατέρας διότι είναι πατέρας του φίλου μου», και άλλο να λες ότι «υπαρξιακά τον γνωρίζω ως πατέρα μου διότι είμαι υιός του». Αλλιώς ξέρει ο υιός τον πατέρα του απ’ ότι ξέρει τον πατέρα του φίλου του. Άλλο είδος γνώσεως είναι αυτό.
Λοιπόν η υπαρξιακή σχέση, η αγαπητική, δίνεται μόνο εν Χριστώ, διότι μόνο αυτός είναι ο Υιός που γνωρίζει τον Θεό ως Πατέρα αιώνια. Και δίδεται μόνο σε όσους αποκτούν αυτή την υιική σχέση χάρις στον Υιό. Θα δούμε λεπτομερέστερα τι σημαίνει αυτό.
Τώρα να κάνουμε μια μικρή ανάλυση αυτής της γνώσεως. Τι περιλαμβάνει η γνώση, την οποία ονομάζουμε προσωπική; Δηλαδή η γνώση «εν προσώπω» όπως λέει ο Παύλος, γνωρίζουμε τον Θεό «εν προσώπω Ιησού Χριστού». Τι θα πει να γνωρίζεις «εν προσώπω»; Τι στοιχεία περιλαμβάνει, τα οποία αντιπαραβάλλονται προς τα στοιχεία, με τα οποία γνωρίζουμε τα πράγματα; Θα κάνουμε την αντιπαραβολή αυτή.
Το πρώτο βασικό στοιχείο που περιέχει η γνώση ενός προσώπου σε αντιδιαστολή με τη γνώση των πραγμάτων, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε το στοιχείο της ελευθερίας. Τι θα πει αυτό;
Ένα πράγμα δεν το γνωρίζω ελεύθερα ποτέ, ούτε εκείνο έχει την ελευθερία κατ’ αυτή την πραγμάτωση της γνώσεως, ούτε εγώ. Ούτε δηλαδή ο γνωρίζων ούτε το γνωριζόμενο ενεργούν εν ελευθερία. Μπορείτε να αγνοήσετε, να μην γνωρίσετε, αυτό το τραπέζι που είναι μπροστά σας ή εμένα που σας μιλώ; Όχι. Όποιος πει ότι δεν γνωρίζει την ύπαρξή μου, πάει να πει ότι δεν είναι καλά. Κάτι δεν πάει καλά με το μυαλό του. Δεν έχει την ελευθερία να μη με  γνωρίσει. Το πράγμα επιβάλλει τη γνώση του. Το ίδιο και εγώ από πλευράς σας, ως γνωριζόμενος από σας, δεν μπορώ να μην γνωσθώ. Κι έτσι υπάρχει ένας καταναγκασμός στη γνώση. Είναι περίπου ο καταναγκασμός που χρησιμοποιούμε στην Απολογητική για να αποδείξουμε όλα αυτά που λέμε για τον Θεό και την ύπαρξή Του. Υπάρχει εκεί αυτό το στοιχείο, το οποίον έχει καταναγκασμό. Θέλομε να πείσομε λογικά κάποιον ότι ο Θεός υπάρχει. Εάν τον πείσεις λογικά, η γνώση αυτή είναι καταναγκαστική. Όμως αναγκαστικά γνωρίζεις την ύπαρξη και του τραπεζιού ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου.  Και ο Θεός γίνεται γι’ αυτούς ένα αντικείμενο γνώσεως υποχρεωτικό και για Εκείνον και για μας. Με αυτή τη μορφή γνωρίζουν τον Θεό όλοι οι άνθρωποι, οι δαίμονες και τα ζώα. Ο Θεός είναι «ανώτατη δύναμη». Με αυτή τη μορφή οι ειδωλολάτρες και οι πάντες γνωρίζουν τον Θεόν, τον βλέπουν κατ’ ανάγκην. Διότι αισθάνονται την αδυναμία τους. Είναι το δυνατό ον που δεν μπορούν να το ελέγξουν… είναι μια γνώση, ως πράγμα. Μιλούν για μια «ανωτάτη δύναμη», όχι για πρόσωπο. Ο γνωριζόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον γνωρίζεται αναγκαστικά και δεν έχει επομένως το στοιχείο της ελευθερίας. Πότε μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι εν ελευθερία; Και τι σημαίνει να υπάρχει το στοιχείο της ελευθερίας;
Ο άγιος Μάξιμος έθεσε το ερώτημα (Υπάρχει και στον Κλήμεντα Αλεξανδρείας, αλλά αυτός δεν το αξιοποιεί). Πώς γνωρίζει ο Θεός τα πράγματα, πώς γνωρίζει ο Θεός τον κόσμο; Τον γνωρίζει σύμφωνα με τη φύση του κόσμου και των πραγμάτων; Και απαντά: «όχι. Δεν γνωρίζει ο Θεός τον κόσμο σύμφωνα με τη φύση του κόσμου». Και θα εξηγήσουμε τι σημαίνει αυτό.  Τι σημαίνει να γνωρίζεις κάτι σύμφωνα με τη φύση του; Σημαίνει ότι αυτό που γνωρίζεις είναι εκεί δεδομένο και δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, παρά να το γνωρίζεις. Δηλαδή ποια είναι η φύση ενός δένδρου; Όλο αυτό που εγώ το γνωρίζω ως δένδρο, το γνωρίζω με βάση τη φύση του, όπως γνωρίζει ο επιστήμων με την παλιά έννοια. (Γιατί σας είπα, η σημερινή επιστήμη έχει αλλάξει λίγο). Αλλά όπως γνωρίζει ο επιστήμων με τους νόμους της φύσεως, το να γνωρίζεις τα πράγματα βάσει των νόμων των δεδομένων και αντικειμενικών της φύσεως. Έτσι θα μπορούσε να πει κανείς ότι και ο Θεός γνωρίζει, ας πούμε, το δένδρο. Ότι έχει αυτό το χρώμα, αυτό τη σχήμα, αυτούς τους νόμους της αναπτύξεώς του κλπ. Η παντογνωσία του Θεού πολλές φορές εκλαμβάνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και δημιουργούνται τεράστια προβλήματα.
Πρέπει να ξεχάσουμε αυτόν τον τρόπο, αυτήν την έννοια της γνώσεως όταν μιλούμε για τον Θεό. Λέει ο Μάξιμος: «Όχι, δεν γνωρίζει κατά την φύση των τα πράγματα ο Θεός, αλλά τα γνωρίζει «ως ίδια θελήματα», επειδή «και θέλων τα όντα πεποίηκεν». Έχει τεράστια διαφορά. Η φύση των πραγμάτων δεν καθορίζει το περιεχόμενο της γνώσεως για τον Θεό. Τα πράγματα είναι αποτελέσματα της ελευθέρας θελήσεώς Του. Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει να αναζητήσουμε στη δική μας εμπειρία ανάλογες καταστάσεις (διότι αλλιώς όλο αυτό μπορεί να σας εντυπωσιάζει χωρίς να σας διαφωτίζει). Υπάρχει δυνατότης να ταυτίσεις κάτι «θέλων»; Ως «ίδιον θέλημα»; Και όχι να το γνωρίζεις ως φύση, δεδομένη κατά την φύση του;
Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του προσώπου, όσο και αν υπάρχουν δυσκολίες στο θέμα αυτό. Το πρόσωπο ταυτίζεται, γνωρίζεται σαν ταυτότητα, όχι με βάση τη φύση, που σημαίνει τις ιδιότητες, αλλά ίσως όχι και με βάση ακόμη τη φυσική παρουσία.
Εδώ είναι ένα λεπτό θέμα. Πρέπει να το αναφέρω, και ελπίζω να σας διαφωτίσει. Αναφέρει ο Sartre ένα παράδειγμα που είναι πολύ χρήσιμο στην περίπτωση αυτή. Λέει ότι κάποιος είχε ένα ραντεβού σε ένα καφενείο με κάποιο πρόσωπο ονομαζόμενο Πέτρο, στις τρεις η ώρα το απόγευμα. Το πρόσωπο αυτό ήτανε πρόσωπο, με την έννοια αυτή που περιγράφουμε, δηλαδή υπήρχε σχέση αλληλοεξαρτήσεως οντολογικής. Και πηγαίνει στο ραντεβού και δεν βρίσκει το πρόσωπο αυτό στο καφενείο. Υπάρχουν άλλα πρόσωπα που κάθονται εκεί, αλλά όχι ο Πέτρος. Παρατηρεί ο Sartre ότι αυτό που γίνεται τη στιγμή εκείνη είναι ότι: το απόν αυτό πρόσωπο, δηλαδή η φυσική απουσία του ανθρώπου, δημιουργεί αμέσως μια παρουσία μοναδική. Όλο το καφενείο καλύπτεται από την παρουσία του απόντος προσώπου. Και αμέσως κάνει την παρατήρηση: «μη νομίσετε ότι είναι ψυχολογικό το θέμα, ότι είναι θέμα φαντασίας». Διότι η συνειδητοποίηση έρχεται αργότερα, πάντα ως δευτερεύων παράγων. Είναι οντολογικό θέμα. Ο απών είναι παρών. Και μπορεί ο απών να είναι παρών, παρά τη φυσική του απουσία, διότι υπάρχει μία, ας την πούμε, (όπως είπαμε προηγουμένως) μεταξύ πατρός και Υιού αγαπητική σχέση. Δεν εξαρτάται η ταυτότητα από τη φυσική παρουσία, αυτό είναι το  συμπέρασμα. Ότι μπορείς να έχεις, σε μια προσωπική σχέση, παρουσία χωρίς φυσική παρουσία. Ή μάλλον η φυσική απουσία μπορεί να διευκολύνει την ταύτιση να είναι ελεύθερη από την αναγκαστικότητα που έχει η φυσική παρουσία. Τι εννοώ μ’ αυτό; Μια φυσική παρουσία δεν μπορείς να την αρνηθείς. Αυτός στο παράδειγμα αρνήθηκε τη φυσική παρουσία όλων των άλλων. Αν τον ρωτήσετε, μόνο εκ των υστέρων μπορεί να σας πει ότι ήτανε ο Γιώργος, ο Νίκος, κλπ εκεί. Αυτές οι φυσικές παρουσίες δεν καθόριζαν τη γνώση του. Και αυτό έχει τεράστιες συνέπειες για την ταύτιση του Θεού χωρίς φυσική παρουσία, αλλά και με όλες τις επεξηγήσεις που πρέπει να δοθούν σ’ αυτό.
Σ’ ένα, τώρα κάπως πιο απλό επίπεδο, το πρόσωπο το γνωρίζουμε εν ελευθερία μόνο. Διότι εάν το πρόσωπο δεν θέλει να μας αποκαλύψει την ταυτότητά του, δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε. Η γνώση του προσώπου προϋποθέτει αποκάλυψη πάντοτε. Και εδώ είναι η έννοια της αποκαλύψεως. Τι θα πει αποκάλυψη του Θεού σαν βασικό στοιχείο; Θα πει ότι εν ελευθερία ο Θεός γνωρίζεται. Θέλει δηλαδή και δίδει τον εαυτό του. Όπως ένα πρόσωπο. Εμένα μπορείτε να με γνωρίσετε όσο θέλετε ως πράγμα, με όλες τις ιδιότητες που μπορείτε να παρατηρήσετε με τη φυσική μου παρουσία. Αλλά ως πρόσωπο δεν μπορεί να γνωρίσει κανένας κανέναν, εάν δεν υπάρξει ελεύθερη αποκάλυψη εκ μέρους του γνωριζομένου. Δεν μπορείς αναγκαστικά να γνωρίσεις ένα πρόσωπο. Μόνο εν ελευθερία το γνωρίζεις. Επομένως το στοιχείο της προσωπικής γνώσεως ενέχει πάντα το στοιχείο της αποκαλύψεως και η αποκάλυψη ενέχει το στοιχείο της ελευθερίας εν τη γνώσει. Αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο. Και να το θυμόμαστε, ότι ο Θεός ταυτίζεται από τη γνώση μας, μόνο εάν θέλει. Διότι Εκείνος αποκαλύπτει εαυτόν εν ελευθερία.
Και θα προχωρούσα τώρα και σε ένα άλλο κάπως προκλητικό συμπέρασμα επίσης. Το ότι και ο Θεός δεν θέλει να γνωρίζεται από εμάς παρά εν ελευθερία. Δηλαδή μια γνώση του Θεού, η οποία μας επιβάλλεται χωρίς την ελευθερία μας, δεν είναι γνώση που θέλει ο Θεός. Και τι εννοώ εις πείσμα της ελευθερίας μας; Εννοώ π.χ. αν κάποιος μας αποδείξει ότι υπάρχει Θεός λογικά, να πεισθούμε ότι υπάρχει ο Θεός λογικά. Εάν ποτέ φαντασθείτε ότι μπορούμε λογικά να πεισθούμε, όπως πείθομαι λογικά, ότι αυτό το τραπέζι υπάρχει αυτή τη στιγμή, (αυτό το κάνω και οπτικά), π.χ. πείθομαι λογικά ότι υπάρχει ένας αστερισμός που δεν τον έχω δει ποτέ, αλλά βάσει μιας σειράς συλλογισμών μπορεί να αποδείξει ένας επιστήμων ότι υπάρχει αυτός ο αστερισμός. Δεν γίνεται αλλιώς. Πείθομαι λογικά, είναι μια καταναγκαστική γνώση και αυτή, δεν γνωρίζω ελεύθερα. Ο Θεός δεν γνωρίζεται, ούτε θέλει να γνωρίζεται καταναγκαστικά. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αρνείται την ύπαρξη του Θεού. Να πει δηλαδή: «Δεν σε γνωρίζω». Που σημαίνει στην ουσία: «Δεν θέλω να σε γνωρίσω». Μπορεί να υπάρχεις, δεν υπάρχεις για μένα. Ο Θεός θέλει να γνωρίζεται ότι υπάρχει για μας,  για μένα.  Θέλει δηλαδή αυτή την προσωπική σχέση. Θέλει τη γνώση που προέρχεται από προσωπική σχέση, όχι τη γνώση τη γενική, ότι υπάρχει ένας Θεός. Δεν τον ενδιαφέρει αυτή η γνώση τον Θεό. Όταν αποκαλύπτεται, αποκαλύπτεται ως Πατήρ «μου», «σου», «του», όχι ως Θεός γενικά και αόριστα. Τέτοια γνώση λοιπόν εν ελευθερία, μου δίνει κι εμένα το δικαίωμα να πω κι εγώ εν ελευθερία: «ναι υπάρχεις», να καταφάσκω, ή να πω: «όχι, σε αγνοώ, για μένα δεν υπάρχεις». Επομένως έχουμε στη γνώση του Θεού το στοιχείο της ελευθερίας και από την πλευρά του Θεού και από την πλευρά του ανθρώπου. Και αυτό συνεπάγεται η προσωπική γνώση, η γνώση όπως την είπαμε όχι κατά την φύση, αλλά θα έλεγα τώρα ως «ίδιον θέλημα». Και τον Θεό Τον γνωρίζεις διότι θέλεις να τον γνωρίσεις, και εκείνος σε γνωρίζει διότι θέλει να σε γνωρίσει. Γι’ αυτό η γνώση του Θεού αποκαλύπτεται μόνον στον άνθρωπο, στον Αδάμ που είναι πρόσωπο, δεν αποκαλύπτεται στη φύση. Και τα ζώα ξέρουν ότι υπάρχει Θεός και οι δαίμονες ξέρουν ότι υπάρχει Θεός «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι». Τι να την κάνεις αυτή τη γνώση; Δεν είναι αυτή η γνώση που θέλει ο Θεός, η αντικειμενική γνώση. Θέλει τη γνώση αυτή την ειδική. Γι’ αυτό και ο Αδάμ με το να λέει «όχι» στον Θεό, αποκαλύπτει αυτή την ελευθερία του να αγνοεί τον Θεό στην πράξη. Είναι ωραία αυτή η έμφαση, όχι μόνο στα Ελληνικά αλλά και στις άλλες γλώσσες. «Σε αγνοώ», σημαίνει κυριολεκτικά ότι δεν σε ξέρω, αλλά δεν είναι αυτό το βάρος της λέξεως. Όταν λέμε: «σε αγνοώ», σημαίνει ότι «δεν θέλω» να σε ξέρω. «Ουκ οίδα υμάς». Αυτό το φοβερό που λέγει ο Χριστός ότι θα πει σ’ ορισμένους ανθρώπους: «ουκ οίδα υμάς». Μα μπορεί να μην ξέρει ο Θεός αυτούς τους ανθρώπους; Ο Χριστός στην κρίση τους ξέρει, κι όμως θα πει: «ουκ οίδα υμάς». Θα πει: «δεν σας ξέρω, δεν έχω σχέση προσωπική μαζί σας». Επομένως δεν πρόκειται για γνώση οιασδήποτε μορφής, πρόκειται για γνώση προσωπικής σχέσεως. Και γι’ αυτό εμπεριέχει το στοιχείο της ελευθερίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου