Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Σωτηρία

Δεύτερο Μέρος της Δογματικής
E. ΠΕΡΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
6. Σωτηρία
 
 
 
 
Είδαμε την Χριστολογία σε σχέση με το όλο δόγμα περί δημιουργίας, διότι όπως κάνει και ο Μ. Αθανάσιος στο Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου, η όλη λογική της ενανθρωπήσεως του Λόγου απορρέει από το γεγονός ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, για να τον καταστήσει μέτοχο της δικής Του μακαριότητος. Συνεπώς, για να μπορέσει να βρίσκεται σε σχέση προσωπική μαζί Του ο κόσμος και μέσα στα πλαίσια αυτής της προθέσεως, αυτού του σκοπού του Θεού, δημιούργησε τον άνθρωπο σαν κρίκο μεταξύ του Θεού, δίνοντάς του ελεύθερα, όπως έχει και ο ίδιος ο Θεός, το αυτεξούσιο, και τον υλικό κόσμο ή τον ζωϊκό κόσμο γενικά, ο οποίος δεν έχει αυτεξούσιο, δεν έχει ελευθερία, και συνεπώς ο άνθρωπος θα γινόταν το σημείο εκείνο δια του οποίου ολόκληρη η φύση θα μετείχε στην ζωή του Θεού.
Το ότι ο άνθρωπος εν τη ελευθερία του αποφάσισε αντί να συνδέσει τον κόσμο με τον Θεό να τον συνδέσει με τον εαυτό του και να ανατρέψει έτσι αυτό το σχέδιο του Θεού, δεν οδήγησε τον Θεό στο να πει ότι αφήνω τα πράγματα, όπως έχουν, αλλά Τον έκανε να επιμείνει και πάλι στο αρχικό Του σχέδιο, στον αρχικό Του στόχο, αλλά μετατρέποντας πλέον κατά κάποιον τρόπο την πορεία του σχεδίου, η οποία θα έπρεπε τώρα να λάβει υπ' όψιν τα νέα δεδομένα, τις νέες καταστάσεις.
Οι νέες καταστάσεις ήταν ότι με αυτήν την απόφαση που πήρε ο άνθρωπος ελεύθερα να στρέψει τη φύση προς τον εαυτό του και όχι προς το Θεό, έκαμε την κτίση και τον εαυτό του να υπόκεινται πλέον στους νόμους και στη δουλεία των νόμων του κτιστού, να μην μπορεί να ξεπεράσει τις συνέπειες που έχει η κτιστότητα. Οι συνέπειες που έχει η κτιστότητα συνοψίζονται κυρίως στη φθορά και στο θάνατο, διότι η κτιστότητα προέρχεται από το μηδέν, και συνεπώς το μηδέν διαπερνάει το κτιστό. Άρα το μηδέν διαλύει την ενότητα του κτιστού, αυτό είναι η φθορά και καθιστά το κτιστό ευάλωτο από το μηδέν, δηλαδή από το θάνατο.
Συνεπώς, αυτό ήταν μια νέα πραγματικότητα, που εισήγαγε ο άνθρωπος, ο Αδάμ με την ελεύθερη απόφασή του. Δεν μπορούσε ο Θεός αυτήν την πραγματικότητα να την αγνοήσει. Το αρχικό σχέδιο του Θεού δεν περιείχε αυτήν την πραγματικότητα. Ο Θεός λοιπόν δεν είχε προγραμματίσει κατά κάποιον τρόπο όλη αυτήν την κατάσταση, που δημιούργησε η πτώση του ανθρώπου στο αρχικό Του σχέδιο. Αυτό είναι το συγκλονιστικό μυστήριο της ελευθερίας, το ότι ο άνθρωπος έχοντας αυτήν την ελευθερία, που του έδωσε ο Θεός, μπόρεσε να ανατρέψει ολόκληρο το σχέδιο του Θεού ως προς την μέθοδο. Ως προς τον τελικό στόχο δεν μπόρεσε, διότι ο Θεός δεν άφησε.
Η Χριστολογία λαμβάνει νέα μορφή από ό, τι θα ελάμβανε, αν δεν έπεφτε ο Αδάμ. Αν δεν έπεφτε ο Αδάμ, πάλι θα μιλούσαμε για Χριστολογία, αλλά θα ήταν η Χριστολογία με την εξής μορφή, όπως την βλέπει ο Άγιος Μάξιμος: Ο Αδάμ τοποθετούμενος μέσα στον χώρο και στον χρόνο, ασκώντας την ελευθερία του κατά τρόπο θετικό, δηλαδή ενώνοντας το κτιστό με το άκτιστο ελεύθερα, θα οδηγούσε τελικά όλην την κτίση εν τω προσώπω του στην ένωση κτιστού και ακτίστου, η οποία ένωση θα συνεπαγόταν την υπέρβαση των ορίων του κτιστού, δηλαδή τον θάνατο. Έτσι η Χριστολογία θα είχε πλέον την μορφή της μεταμορφώσεως του Αδάμ σε Χριστό. Ο Χριστός, λέγει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, θα υπήρχε, θα ήταν μια πραγματικότητα, και αν δεν έπεφτε ακόμα ο Αδάμ. Θα είχε όμως αυτήν την μορφή που είπαμε, της εν χρόνω και χώρω δια της εξασκήσεως της ελευθερίας του ανθρώπου μεταμορφώσεως του κόσμου σε μια ύπαρξη, που δεν θα υφίστατο τις συνέπειες του κτιστού, δηλαδή την φθορά και τον θάνατο, λόγω του ότι θα βρισκόταν σε ένωση με το άκτιστο.
Αυτό ήταν το αρχικό σχέδιο του Θεού, και αυτό θα συνέβαινε, και αυτή θα ήταν η Χριστολογία, για την οποία θα μιλούσαμε, αν δεν έπεφτε ο Αδάμ. Το ότι έπεσε δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα, που υποχρεώνει τον Θεό να τροποποιήσει το αρχικό σχέδιο, γιατί, όπως είπαμε, δεν ήταν δυνατόν πλέον να περάσει αυτή η ένωση κτιστού και ακτίστου από τον άνθρωπο, χωρίς να περάσει μέσα από την πεπτωκυία κατάσταση του ανθρώπου, δηλαδή από την φθορά και τον θάνατο. Συνεπώς, η Χριστολογία με αυτήν την μορφή είναι η είσοδος του Θεού, η πραγμάτωση του γεγονότος του Χριστού μέσα από την πεσμένη ύπαρξη του ανθρώπου, μέσα από την φθορά και τον θάνατο, διότι έτσι πλέον η ανθρώπινη ελευθερία δεν ισχύει κατά τρόπο θετικό, όπως αρχικά την προέβλεψε το σχέδιο του Θεού, αλλά ισχύει πλέον κατά τρόπο αρνητικό. Και μέσα απ' αυτήν την κατάσταση, στην οποία βρισκόταν όλη η κτίση, λόγω του ότι έκοψε την επικοινωνία με τον Θεό, με το άκτιστο, η Χριστολογία παίρνει πλέον μορφή ενός τραγικού γεγονότος, που δεν ευχαριστεί τον Θεό, που δεν το ήθελε ο Θεός, ήταν όμως αναπόφευκτο.
Σ αυτό το νέο γεγονός, σ αυτήν την Χριστολογία, που γέμει από την πτώση του Αδάμ, ο Θεός ενεργεί πάντα με τρόπο που δείχνει ότι σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Θέλει ο Θεός να προέλθει πάλι από τον άνθρωπο αυτή η ένωση κτιστού και ακτίστου ελεύθερα, και γι' αυτό χρησιμοποιεί, όπως είπαμε στο προηγούμενο μάθημα, την Παναγία σαν έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να πει και όχι, αλλά, αν έλεγε Ναι, θα βοηθούσε στο να γίνει με την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου όλο αυτό το σχέδιο πραγματικότητα. Και πράγματι το Ναι της Μαρίας διευκολύνει τα πράγματα. Αλλά αυτό το Ναι συνοδεύεται από την πρώτη στιγμή, και από την πρώτη στιγμή της πραγματώσεως πλέον δια του Ναι αυτού, της εισόδου του Θεού στον άνθρωπο, συνοδεύεται από την εμπειρία της φθοράς και του θανάτου, στην οποία πέφτει πλέον ο ίδιος ο Θεός. Πριν αναλύσουμε αυτήν την δυσάρεστη εμπειρία, που περιέχει η ενανθρώπηση, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια λεπτομέρεια πολύ σημαντική:
Αυτό το σχέδιο, αυτή η είσοδος του Θεού στον κόσμο, στην κτίση, η είσοδος του ακτίστου στο κτιστό, για να ενώσει τα δύο, γίνεται μόνο από ένα πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, η είσοδος με την μορφή της ενώσεως, της αναλήψεως αυτού του ρόλου της γέφυρας. Αλλά επειδή τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν χωρίζονται μεταξύ τους ποτέ, δεν απουσιάζουν απ' αυτήν την ενέργεια του ενός προσώπου και τα άλλα πρόσωπα, και συνεπώς κάθε πρόσωπο πλέον της Αγίας Τριάδος μετέχει σ' αυτό το γεγονός της Χριστολογίας. Προσέξτε, η Χριστολογία δεν είναι υπόθεση μόνον του ενός προσώπου της Αγίας Τριάδος, αλλά και των τριών, με μια διαφορά, ότι το κάθε πρόσωπο αναλαμβάνει ιδιαίτερο ρόλο, που δεν αναλαμβάνουν τα άλλα, και ο ρόλος που αναλαμβάνει ο Υιός είναι ακριβώς η ταύτισή Του με την πεσμένη πραγματικότητα του κτιστού. Η ανάληψη δηλαδή επάνω Του της φθοράς και του θανάτου και όλων των συνεπειών, που είναι ο πόνος, η θλίψη κ.λ.π. Αλλά αυτό δεν θα το έκανε ο Υιός, αν δεν ευδοκούσε ο Πατήρ. Συνεπώς, η Χριστολογία έχει ως αφετηρία όχι τον Χριστό αλλά τον Πατέρα.
Ο Πατήρ θέλει, είναι ο πρώτος θέλων, όλα πηγάζουν εκ του Πατρός. Είναι, όπως είναι ο αίτιος της υπάρξεως των προσώπων της Αγίας Τριάδος, και όλα πηγάζουν από την ελεύθερη θέληση του Πατρός, η ύπαρξη η ίδια του Θεού, έτσι και στην Οικονομία το σχέδιο της Χριστολογίας πηγάζει από την ελεύθερη θέληση του Πατρός. Ο Πατήρ λοιπόν ευδοκεί. Αυτός θέλει να γίνει αυτό το σχέδιο. Ο Υιός συμφωνεί, λέγει Ναι στην θέληση του Πατρός και εισέρχεται Αυτός στην πραγματικότητα του πεσμένου κτιστού και όχι ο Πατήρ. Επομένως, ενώ μετέχει ο Πατήρ δια της ευδοκίας Του στο χριστολογικό γεγονός, δεν μετέχει με τον ίδιο τρόπο που μετέχει ο Υιός. Η διαφορά είναι ότι ο Υιός μόνον σαρκούται, δηλαδή μόνο ο Υιός παίρνει επάνω Του, αναλαμβάνει Αυτός την μοίρα του πεσμένου ανθρώπου. Ο Πατήρ ευδοκεί, ο Υιός συγκατατίθεται, αναλαμβάνει Αυτός την μοίρα του κτιστού επάνω Του, ο Πατήρ δεν αναλαμβάνει επάνω Του αυτήν τη μοίρα. Το Πνεύμα και Αυτό συνεργάζεται σ' όλο αυτό το σχέδιο, χωρίς να αναλαμβάνει επάνω Του τη μοίρα του κτιστού, χωρίς να σαρκούται, μόνο ο Υιός σαρκούται. Τι κάνει το Πνεύμα; Το Πνεύμα συμπαρίσταται στον Υιό κατ' αυτήν την οδυνηρή εμπειρία που έχει, της ενώσεως, της αναλήψεως της μοίρας του κτιστού, του πεσμένου κτιστού, της φθοράς και του θανάτου. Συμπαρίσταται ως το πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το οποίο ελευθερώνει τον Υιό από τις συνέπειες της κενώσεως και της αναλήψεως της μοίρας του πεσμένου κτιστού.
Το Πνεύμα είναι Αυτό το οποίο συμπαρίσταται στις μεγάλες αποφάσεις που παίρνει ο Χριστός, προκειμένου ν ασκήσει την ελευθερία Του, το Πνεύμα της ελευθερίας, το οποίο κάνει κάθε τι που συνιστά τα κύρια γεγονότα της Χριστολογίας το κάνει να είναι μια ελεύθερη απόφαση και όχι μια φυσική ανάγκη. Επομένως δεν μπορούμε να δούμε την Χριστολογία χωρίς αναφορά στον Πατέρα, αλλά ούτε χωρίς αναφορά στο Πνεύμα. Και υπήρξε λάθος της Δογματικής στο παρελθόν να ξεχωρίσει την Χριστολογία από αυτά τα άλλα δύο, την Τριαδολογία και την Πνευματολογία. Το Πνεύμα λοιπόν, επειδή είναι το Πνεύμα της ελευθερίας, όπου πνέει αίρονται οι δεσμεύσεις, οι αναγκαιότητες της φύσεως και ελευθερώνεται το ον από τις αναγκαιότητες αυτές. Αλλά ελευθερώνεται και ως πρόσωπο για να ελευθερωθεί από τις αναγκαιότητες ελεύθερα, δηλαδή με την δική του συγκατάθεση και όχι διότι του επεβλήθη.
Συνεπώς το Πνεύμα είναι παρόν σ' όλα τα κρίσιμα σημεία, που αποφασίζεται η όλη πορεία της Χριστολογίας, του γεγονότος του Χριστού. Στην γέννηση, στο Ναι της Μαρίας, που οδηγεί στην σύλληψη του Υιού, του Λόγου, από την Παναγία, το Πνεύμα είναι παρόν. Εκ Πνεύματος Αγίου συλλαμβάνει η Θεοτόκος. Θα μπορούσε ο Λόγος να ενοικήσει στην Παναγία μόνος Του. Εάν ήταν θέμα θείας επεμβάσεως απλώς δεν ήταν ανάγκη να γίνει όπως έγινε. Τι χρειάζεται το Πνεύμα; Δεν πρόκειται γι' αυτό. Έχουν μεγάλη σημασία οι λεπτομέρειες αυτές. Το Πνεύμα είναι παρόν, και εν Πνεύματι Αγίω συλλαμβάνει η Θεοτόκος. Και το Πνεύμα σημαίνει ότι ό,τι συμβαίνει εκείνη την στιγμή συμβαίνει εν ελευθερία. Δεν είναι απλώς μια εισβολή του ακτίστου μέσα στο κτιστό· γιατί κάθε εισβολή του Θεού μέσα στο κτιστό, αν δεν γίνεται ελεύθερα, σημαίνει κατ' ανάγκη την συντριβή του κτιστού, διότι αν έχουμε δύο δυνάμεις, από τις οποίες η μία είναι απείρως μεγαλύτερη από την άλλη και τις βάλουμε μαζί, θα συντρίψει η μεγαλύτερη την μικρότερη. Δεν πρέπει να δούμε την Χριστολογία στα πλαίσια ενός ακτίστου, που μπαίνει μέσα στο κτιστό απλώς και μόνο με την δύναμή Του. Δεν είναι θαύμα ό, τι γίνεται με την έννοια επιδείξεως δυνάμεως εκ μέρους του Θεού, αλλά το ότι παρίσταται το Πνεύμα, το ότι εν Πνεύματι γίνεται όλη αυτή η ιστορία πραγματικότης, υποδηλώνει ότι έχουμε ένα γεγονός ελευθερίας.
Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία η συμβολή του Αγίου Πνεύματος. Και αν προχωρήσουμε στα περαιτέρω γεγονότα της Χριστολογίας, θα δούμε πάλι ότι το Πνεύμα είναι παρόν σ' αυτές τις κρίσιμες στιγμές της ελευθερίας. Το Πνεύμα συνοδεύει τον Χριστό στην έρημο, προκειμένου να πειρασθεί από τον σατανά. Δεν είναι τυχαίο, γιατί μας βάζει μέσα στην Χριστολογία, γιατί μπαίνει το Πνεύμα σ' αυτές τις κρίσιμες στιγμές. Διότι τη στιγμή του πειρασμού ο Χριστός ως άνθρωπος, θα πει ελεύθερα το Ναι στο Θεό, και αυτό θα γίνει εν Πνεύματι. Ο Χριστός ως Χριστός - και η λέξη το λέει - είναι κεχρισμένος από το Πνεύμα, δηλαδή έχει το Πνεύμα μαζί Του πάντοτε. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε Χριστολογία χωρίς Πνευματολογία. Και μόνο η λέξη Χριστολογία έχει μέσα της την έννοια του Πνεύματος, διότι Χριστός θα πει κεχρισμένος από το Πνεύμα.
Λοιπόν, ο Χριστός στην όλη Του ύπαρξη έχει το Πνεύμα, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι στις μεγάλες στιγμές, που κρίνεται ελεύθερα η πορεία του σχεδίου αυτού, η εφαρμογή του σχεδίου αυτού του Θεού για την σωτηρία του κόσμου, το Πνεύμα είναι παρόν. Παρόν είναι το Πνεύμα και στην Γεθσημανή, τότε που μια άλλη απόφαση έπρεπε να ληφθεί: Να πιεί το ποτήρι, που ως άνθρωπος δεν θέλει να πιεί. Και εκείνη την ώρα, μας λένε οι Ευαγγελιστές, συνοδεύει τον Χριστό το Πνεύμα, και το Πνεύμα παίζει κάποιον ρόλο. Δεν είναι απλώς συμπαραστάτης. Η μεγάλη απόφαση να πάει στον Σταυρό ο Χριστός, είναι και αυτή εν Πνεύματι. Και όταν πάμε στην Ανάσταση, που είναι πλέον η υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, πάλι δεν πρέπει να λησμονούμε αυτό που δυστυχώς λησμονούμε και δεν μας το λέει η Δογματική αλλά η Γραφή στην Κ. Διαθήκη, ότι «ο Θεός ήγειρε τον Χριστόν δια του Πνεύματος». Το θαύμα της Αναστάσεως όμως, το θαύμα της συλλήψεως, της γεννήσεως, της ενσαρκώσεως, δεν είναι θαύμα που πραγματοποιείται χωρίς την παρέμβαση του Αγίου Πνεύματος.
Θα μπορούσε ν' αναστηθεί ο Χριστός και μόνο λόγω του ότι ήταν Θεός, είχε θεία φύση. Τι χρειάζεται η αναφορά στο Άγιο Πνεύμα; Γιατί ανίσταται ο Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος; Μια λεπτομέρεια, που σχεδόν αποσιωπάται. Ποιος από τους πιστούς, ποιος από μας ακούει αυτήν την αλήθεια; Για όλους μας η Ανάσταση είναι ένα θαύμα, που γίνεται λόγω του ότι ο Χριστός ήταν Θεός και είχε θεϊκή δύναμη και νίκησε τον θάνατο. Τότε το εν Πνεύματι, το δια του Πνεύματος, που λέει ο Παύλος, είναι άνευ σημασίας. Αλλά τίποτε δεν είναι άνευ σημασίας. Η Χριστολογία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αναφορά στον ρόλο του Πατρός και στον ρόλο του Πνεύματος. Το Πνεύμα λοιπόν, όχι μόνον ενοικεί στον Χριστό και τον κάνει Χριστό, αλλά περνώντας από αυτά τα κρίσιμα σημεία της πορείας της Χριστολογίας, που είναι οι μεγάλες αποφάσεις, τα μεγάλα βήματα που γίνονται, όπως η σύλληψη, οι πειρασμοί, ο Σταυρός, η Ανάσταση, καθιστά την Χριστολογία ένα γεγονός ελευθερίας, στο οποίο μετέχει πλέον ο άνθρωπος ελεύθερα, διότι ο Χριστός ως άνθρωπος και όχι μόνον ως Θεός παίρνει αυτές τις ελεύθερες αποφάσεις, για να εφαρμόσει το σχέδιο του Θεού με όλες τις συνέπειες που είχε. Αποτέλεσμα αυτού του πράγματος είναι ότι το Πνεύμα, το οποίο απελευθερώνει από τους πειρασμούς του κτιστού, που είναι η φθορά και ο θάνατος, αυτό το Πνεύμα, περνάει πλέον στην ανθρώπινη φύση δια του Χριστού. Και αφού στο πρόσωπο του Χριστού με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, υπερβαίνεται η φθορά, υπερβαίνεται ο θάνατος, αφού συμβαίνουν αυτά στον Χριστό, το πρόσωπο του Χριστού καθίσταται πλέον ένα σώμα, επάνω στο οποίο η όλη ανθρωπότητα γίνεται μέτοχος του Αγίου Πνεύματος. Και έτσι ο Χριστός παύει να είναι ένα άτομο, γίνεται μια καθολική ύπαρξη, η οποία πήρε πάνω τη μοίρα του πεσμένου κτιστού, και έτσι τώρα παίρνει επάνω της την μοίρα του λυτρωμένου κτιστού, του απελευθερωμένου κτιστού από τα όριά του, γιατί αυτή είναι η λύτρωση από τα όρια του κτιστού. Αυτή η λύτρωση, αυτή η απελευθέρωση από τα όρια του κτιστού είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, που συντελείται πρώτα στο πρόσωπο του Χριστού, διότι το Πνεύμα ανιστά τον Χριστό, και εν συνεχεία περνάει στους ανθρώπους πάλι ως δωρεά και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό και ο Χριστός ως το καθολικό αυτό ον, στο οποίο υπερβαίνονται τα όρια του κτιστού, αυτός ο Χριστός μεταδίδει ή πραγματοποιεί την υπέρβαση των ορίων του κτιστού για όλη την ανθρωπότητα, όχι σαν άτομο Χριστός αλλά δια του Αγίου Πνεύματος, δίνοντας το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι το Άγιο Πνεύμα κάνει τον Χριστό: Χριστό. Τον απελευθερώνει από τα όρια του κτιστού με την Ανάσταση αλλά και συγχρόνως Τον κάνει πηγή της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και για όλη την ανθρωπότητα, ούτως ώστε ολόκληρη η ανθρωπότητα ν' αποκτήσει τις δυνατότητες που έγιναν πραγματικότητες στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι η Χριστολογία δεν είναι απλώς το πρόσωπο του Χριστού, που παίρνει το Άγιο Πνεύμα, αλλά είναι επίσης το πρόσωπο του Χριστού που δίνει το Άγιο Πνεύμα. Αυτό οδηγεί τελικά στην σημασία της Εκκλησιολογίας.
Η Χριστολογία χωρίς Τριαδολογία δεν μπορεί να νοηθεί. Η Χριστολογία ξεκινάει από την ευδοκία του Πατρός, περνάει από την ανάληψη από τον Υιό της μοίρας του πεσμένου κτιστού και καταλήγει σε έναν Χριστό που περιλαμβάνει όλους μας, όλη την κτίση με την μορφή, στην οποία εκλύεται πλέον το Άγιο Πνεύμα ως δωρεά του Χριστού. Ενώ λοιπόν το Άγιο Πνεύμα ενεργεί θα έλεγε κανείς επί του Χριστού και με τον Χριστό, χωρίς να περνάει από τον Χριστό μετά την Ανάσταση και την Ανάληψή Του, το Άγιο Πνεύμα ενεργεί πάντοτε περνώντας από τον Χριστό, διότι εκεί είναι το σημείο, στο οποίο η ανθρωπότητα και η κτίση ολόκληρη έχει αναληφθεί, έχει ενωθεί με το άκτιστο.
Αυτό που θέλω να τονίσω μ' όλα αυτά είναι ότι δεν πρέπει να πάρουμε την σωτηρία, αυτήν την ένωση κτιστού και ακτίστου σαν μια μαγική, μηχανική ένωση φύσεων. Η Χριστολογία δεν είναι υπόθεση ενώσεως δύο φύσεων με έναν τρόπο χημικής συνθέσεως (τόση θεία φύση και τόση ανθρώπινη και φτιάχνουμε την σωτηρία). Συνεπώς ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος, ο ρόλος του Πατρός είναι πολύ σημαντικός - και δεν εξαντλήσαμε τον ρόλο του Πατρός, διότι πάντοτε το μυστήριο της Χριστολογίας ξεκινάει από τον Πατέρα και καταλήγει στον Πατέρα. Διότι εκεί πρέπει ο Υιός και το Πνεύμα να φέρουν όλην αυτήν την πραγματικότητα της ενώσεως του κτιστού και του ακτίστου, στον Πατέρα. Είναι λοιπόν όλη η Χριστολογία μια κίνηση από τον Πατέρα προς τον Πατέρα με παρουσία και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μόνιμη και διαρκή. Είναι μια υπόθεση ελευθέρων προσώπων και όχι φύσεων, που διενεργούν θαύματα με το να συναντώνται κατά τρόπο μηχανικό.
Προσπάθησα να τοποθετήσω την Χριστολογία σ' αυτά τα πλαίσια των προσωπικών και όχι των φυσικών σχέσεων, διότι είναι μια λεπτομέρεια με μεγάλη σημασία και κάτι που δεν λέγεται. Μας έχουν συνηθίσει σε μια Χριστολογία των φύσεων. Οι συνέπειες του ότι ο Χριστός, του ότι ο Υιός και Λόγος πήρε την πεσμένη ανθρώπινη φύση επάνω Του είναι πολύ σημαντικές, γιατί τίθεται με την Χριστολογία στην περίπτωση αυτή ένα μεγάλο πρόβλημα. Πώς είναι δυνατόν ο απαθής Θεός να υφίσταται τις συνέπειες της πτώσεως, που είναι τα πάθη Του, να πάσχει δηλαδή, και Πώς πρέπει να εννοήσουμε όλην αυτήν την πλευρά της Χριστολογίας, που δεν είναι η δόξα αλλά η ταπείνωση, η κένωση και ο θάνατος.
Το ένα λοιπόν από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ο Υιός, κενούται, δηλαδή δεν διακόπτει την προσωπική Του σχέση με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, γιατί αυτό είναι αδιανόητο, αλλά Αυτός και μόνο αναλαμβάνει την μοίρα του κτιστού σαν προσωπική Του μοίρα. Το ότι δεν συμπαρασύρει σε αυτήν την πράξη Του, σε αυτήν την ενέργεια και τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, οφείλεται στο ότι τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι πλήρη και ελεύθερα όντα. Το κάθε πρόσωπο έχει οντότητα, έχει πληρότητα οντολογική, και γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία αυτό που τονίσαμε στο περί Θεού δόγμα. Τόνισαν οι Καππαδόκες ότι τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχουν ελεύθερα, διότι αυτή η ελευθερία κάνει δυνατή την διάκριση στο έργο του καθενός. Αυτό οφείλεται στο ότι υπάρχει προσωπική ελευθερία στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να μην συμπαρασύρει στην κένωση ο Υιός και τα άλλα πρόσωπα. Δεν τα συμπαρασύρει, κενούται μόνον Αυτός. Αυτό οφείλεται σ' αυτά τα δύο πράγματα, που σημαίνουν το ίδιο, στην οντολογική αυτοτέλεια και πληρότητα του κάθε προσώπου, και στην ελευθερία του κάθε προσώπου.
Ελεύθερα ο Υιός ως πλήρες πρόσωπο, ως πλήρης υπόσταση, λέει εγώ θα πάρω επάνω μου την μοίρα του κτιστού με αυτήν την μορφή της πτώσεως και θα εκπληρώσω κατ' αυτόν τον τρόπο την ευδοκία του Πατρός. Επίσης και το Πνεύμα ελεύθερα συγκατατίθεται να συνεργήσει. Έτσι ενώ όλα τα πρόσωπα μετέχουν και το καθένα με τον δικό του τρόπο, ο Υιός μετέχει ειδικά με τον τρόπο αυτόν της κενώσεως, δηλαδή της αναλήψεως επάνω Του της μοίρας του πεσόντος κτιστού. Άπαξ λοιπόν και έγινε αυτή η κένωση, η είσοδος του Λόγου στην πεσμένη πραγματικότητα της υπάρξεως του κόσμου, ο Υιός πήρε ελεύθερα επάνω Του όλες τις συνέπειες αυτού του γεγονότος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε ποιες ήταν οι συνέπειες.
Οι συνέπειες ήταν η φθορά και ο θάνατος κυρίως, διότι το κτιστό έπαψε να έχει αναφορά, ενότητα και κοινωνία με το άκτιστο, υποδουλώθηκε στα δικά του όρια, τα οποία περιείχαν την φθορά και τον θάνατο λόγω του μηδενός. Έτσι ο Λόγος γενόμενος σάρξ, γενόμενος άνθρωπος, και πεινά και διψά και κουράζεται και πονά και υποφέρει και πεθαίνει. Όλα αυτά είναι πραγματικά και δεν είναι φαινομενικά. Η Χριστολογία πέρασε από αυτήν την κρίση, από τον πειρασμό τις πρώτες μέρες να θεωρήσει φαινομενικά όλα αυτά. Θα ήταν πολύ βαρύ για τον άνθρωπο και μάλιστα τον ευσεβή άνθρωπο, να δεχθεί το ότι ο Θεός υπέστη πραγματικά όλα αυτά, διότι ήταν θεμελιωμένη η αρχή ότι ο Θεός είναι απαθής, ότι ο Θεός δεν υπόκειται στον πόνο, στην θλίψη και στον θάνατο. Συνεπώς, ήταν σκάνδαλο να λέμε ότι ο Υιός, Θεός ων πλήρης, έπαθε όλα αυτά, και γι' αυτό πέρασε η Χριστολογία από τον πειρασμό του Δοκητισμού. Ο Δοκητισμός ήταν μια μορφή εκφυγής από αυτήν την αλήθεια, δηλαδή θεωρήθηκε ότι φαινομενικά υπέφερε ο Χριστός όλα αυτά και όχι πραγματικά.
Η Εκκλησία, λοιπόν, πήρε την απόφαση ότι όλα αυτά ήταν πραγματικά και όχι φαινομενικά. Αλλά από την ώρα που πήρε αυτήν την απόφαση, δημιούργησε ένα πρόβλημα. Πώς μπορούμε να συμβιβάσουμε την απάθεια του Θεού με το πάθος που περιέχει η Χριστολογία; Η νεότερη Χριστολογία, που έχει τάση να μεταφέρει στην αιώνια ύπαρξη του Θεού καταστάσεις που βλέπουμε στην Οικονομία, έφτασε στο σημείο να πει ότι το πάθος δεν είναι άσχετο με την φύση του Θεού, με τον Θεό. Δεν αντίκειται στον Θεό αλλά και ο Θεός είναι, λόγω της αγάπης που έχει, αιωνίως πάσχων, εξοικειωμένος με την θλίψη, με την οδύνη, και προπαντός είναι πάσχων από την ώρα που βλέπει ότι ο άνθρωπος πάσχει. Λόγω της αγάπης Του προς τον άνθρωπο, έχει μέσα στην ίδια την αιώνια ύπαρξή Του τον Σταυρό, και επομένως ο Σταυρός του Χριστού δεν είναι κάτι καινούργιο, κάτι που συγκρούεται με την φύση του Θεού.
Αυτή η Χριστολογία σήμερα έχει πολλούς οπαδούς, έχει συγκινήσει πολλούς ανθρώπους, κυρίως τον Moltmann, και πρέπει να πούμε ότι δεν συμβιβάζεται με την Ορθόδοξη και Πατερική αντίληψη, η οποία θέλει τον Θεό, όπως στην αιώνια ύπαρξή Του απαθή, δηλαδή ελεύθερο από κάθε περιορισμό που έχει το κτιστό, γιατί αυτό σημαίνει να είσαι άκτιστος. Συνεπώς θέλει ό, τι συνέβη στον Χριστό από την άποψη αυτή της υποταγής στον πόνο, στην θλίψη και τον θάνατο να το θεωρεί σαν μια άκρα και ακατανόητη ταπείνωση και συγκατάβαση. Δηλαδή στέκεται ο Ορθόδοξος με δέος μπροστά στην Χριστολογία, σε αυτό το μυστήριο και λέει, μα πώς ένας Θεός πάσχει, καθώς δεν μπορεί να εξηγήσει πώς ο Χριστός πάσχει. Αλλά αυτό δεν είναι απλό δέος θαυμασμού, είναι και δέος ευγνωμοσύνης, γιατί αυτό μεταφράζεται σε μια τέτοια αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού, που μας καθιστά ευγνώμονες απέναντί Του. Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό το να διατηρήσουμε αυτήν την αρχή, ότι δεν πάσχει ο Χριστός, διότι αυτό είναι σύμφωνο με την φύση Του. Πάσχει παρά την φύση Του, πάσχει παρά την θεϊκή Του φύση, διότι θέλει ελεύθερα να υποστεί όλο αυτό προς χάρη μας. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο βασικό σημείο. Πάσχοντας ο Χριστός όλα αυτά προς χάρη μας, παύει να είναι Θεός;
Όταν λέμε παύει να είναι Θεός εννοούμε κυρίως, εάν διακόπτεται η προσωπική Του σχέση με τον Πατέρα. Η προσωπική Του σχέση με τον Πατέρα δεν διακόπτεται, η φύση Του, συνεπώς, η οποία τον ενώνει με τον Πατέρα Του είναι κοινή μαζί Του, εξακολουθεί να υπάρχει. Το ότι πάσχει ως άνθρωπος οφείλεται στο ότι πήρε και την ανθρώπινη φύση, και συνεπώς και τις συνέπειες της ανθρωπίνης φύσεως, και έτσι φθάνουμε στην θέση ότι στο Χριστό έχουμε πλήρη Θεό· τίποτε δηλαδή από την θεότητα του Χριστού δεν υπεχώρησε από την ενσάρκωση, αλλά έχει και πλήρη ανθρωπότητα. Άρα έχουμε ένα μυστήριο, που δεν μπορούμε λογικά να το εξηγήσουμε, αλλά το εξηγούμε μόνο με την ελευθερία του Θεού, ο Οποίος ελεύθερος ων δεν είναι μόνο ελεύθερος να επιδεικνύει, να ασκεί την δύναμή Του, αλλά είναι ελεύθερος να ασκεί και αδυναμία και έτσι η Σύνοδος της Χαλκηδόνος, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος δογμάτισε ότι στον Χριστό έχουμε πλήρη θεότητα και πλήρη ανθρωπότητα, τίποτε δηλαδή από τα δύο δεν λείπει, και επεξήγησε προσθέτοντας τα εξής:
Πρώτα ότι η ένωση αυτών των δύο, της θεότητος και της ανθρωπότητος, είναι τόσο πλήρης, ώστε να είναι αδιαίρετος, είναι δηλαδή η θεότητα και η ανθρωπότητα ενωμένες αδιαιρέτως. Η άλλη επεξήγηση είναι ότι παρά την ενότητα αυτή, την πλήρη και την αδιαίρετη, οι δύο φύσεις δεν συνετέθησαν στον βαθμό που να γίνει σύγχυση αυτών των δύο και να παύσει η μία να διαχωρίζεται από την άλλη και αυτό το ονόμασε η Σύνοδος ασυγχύτως. Ενωμένες λοιπόν οι δύο φύσεις αδιαιρέτως και ασυγχύτως. Και το τρίτο που επεξήγησε είναι ότι η ένωση αυτών των δύο φύσεων λαμβάνει χώρα στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού, δεν δημιουργήθηκε ένα νέο πρόσωπο ανθρώπινο, δεν έχουμε δηλαδή δύο πρόσωπα και δύο υποστάσεις, αλλά ένα πρόσωπο και μία υπόσταση και αυτό είναι ο Λόγος του Θεού, και συνεπώς, αυτό που ενώνει τις δύο φύσεις και τις κάνει ένα είναι το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Πρόκειται δηλαδή για προσωπική ενότητα των φύσεων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα κι όχι με φύσεις.
Ο τονισμός του ενός προσώπου αντί των δύο προσώπων, δηλαδή το ότι έχουμε μόνο το θείο πρόσωπο και όχι το ανθρώπινο, έγινε σε αντίθεση με την θέση του Νεστορίου και των Νεστοριανών, οι οποίοι έβλεπαν το πρόσωπο του Χριστού, ήθελαν να διατηρήσουν το πρόσωπο του Χριστού πλήρως με την ανθρωπότητα και φοβήθηκαν ότι, εάν πούμε ότι δεν έχουμε ανθρώπινο πρόσωπο στον Χριστό, έχουμε μειωμένη την παρουσία της ανθρωπότητος. Η θέση που πήρε η Εκκλησία είναι ότι δεν έχουμε ανθρώπινο πρόσωπο, έχουμε μόνο θείο πρόσωπο. Πώς θα το εννοήσουμε αυτό χωρίς να υποτιμήσουμε, χωρίς να μειώσουμε την παρουσία της πλήρους ανθρωπότητος; Είπαμε ότι ο Χριστός είναι πλήρης Θεός και πλήρης άνθρωπος. Μπορεί να είναι πλήρης άνθρωπος, όταν δεν έχει καθόλου πρόσωπο; Εδώ έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα, στο οποίο στην Δύση σκοντάφτουν πάρα πολλοί δογματικοί.
Πρέπει να καταλάβουμε καλά τι είναι πρόσωπο. Πρόσωπο είναι μια ταυτότητα που πηγάζει από μια σχέση. Όλοι μας είμαστε πρόσωπα, λόγω των σχέσεων που έχουμε. Έχουμε την προσωπική μας ταυτότητα από τις σχέσεις μας, τις βιολογικές με τους γονείς, από τις σχέσεις μας τις φυσικές με το περιβάλλον, με την τροφή που παίρνουμε, τις σχέσεις μας τις κοινωνικές. Όλα αυτά είναι απαραίτητα για να έχουμε το πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο είναι αυτό που αυτές τις σχέσεις τις μετουσιώνει, τις κάνει δικές του. Και σεις αναπνέετε αυτόν τον αέρα και έχετε σχέσεις με αυτόν τον αέρα και εγώ, αλλά αυτός ο αέρας γίνεται δικός μου, γίνεται δικός σας, γίνεται προσωπικός περνώντας από τον καθένα μας σαν πρόσωπο. Το πρόσωπο λοιπόν προσλαμβάνει δια των σχέσεων, προσλαμβάνει φύσεις, αλλά αυτό που μου δίνει την ταυτότητά μου την προσωπική, δεν είναι ο αέρας που προσλαμβάνω. Εξαρτάται από αυτό που είναι το πιο σημαντικό, το πιο αποφασιστικό να με κάνει να είμαι εγώ και όχι κάποιος άλλος. Έτσι από την ελευθερία μας εξαρτάται ποια σχέση απ' όλες θα είναι καθοριστική για την ταυτότητά μας την προσωπική. Εάν εγώ πω π.χ. ότι η σχέση μου με τους γονείς μου είναι καθοριστική, όλες τις άλλες σχέσεις τις φυσικές, τις κοινωνικές τις εντάσσω σ' αυτήν την σχέση μου με τους γονείς μου, από την οποία αποδεικνύεται ότι εγώ αντλώ την προσωπική μου ταυτότητα. Γίνεται δηλαδή το κριτήριο, η αποφασιστική σχέση, η οποία με κάνει να είμαι εγώ.
Εάν εγώ δεν θέλω την προσωπική σχέση με τους γονείς να την καταστήσω αποφασιστική για την προσωπική μου ταυτότητα, τότε μεταθέτω την σχέση, και αυτό γίνεται. Το παιδί έχει με την μάνα του προσωπική σχέση. Σιγά - σιγά την μεταθέτει είτε στις κοινωνικές του σχέσεις, είτε αργότερα στις βιολογικές του σχέσεις, οι οποίες το απομακρύνουν. Οπότε η προσωπική του ταυτότητα δεν κρίνεται από την σχέση με τους γονείς αλλά από άλλες σχέσεις.
Αυτό επεκτείνεται σε όλη μας την ύπαρξη. Εάν υποθέσετε υπό μορφή καθαράς υποθέσεως ότι ένας άνθρωπος εξαρτά την προσωπική του υπόσταση από το να τρώει, μια σχέση με ένα φαγητό, πραγματικά εάν επιμείνει σε αυτήν την σχέση, όλη η προσωπική του ταυτότητα εξαρτάται από αυτήν του την σχέση.
Η προσωπική μας ταυτότητα είναι θέμα σχέσεων. Οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή η σχέση. Αυτό κρίνει τελικά, και στο μέτρο που η σχέση αυτή είναι αποφασιστική και υποτάσσει όλες τις άλλες σχέσεις και τις εντάσσει μέσα εκεί. Αυτός που ερωτεύεται ένα πρόσωπο είναι σαφές ότι εκείνη την στιγμή αυτή είναι η σχέση η προσωπική, διότι όλα τα βλέπει μέσα απ' αυτό το πρίσμα. Η προσωπική σχέση, η οποία μας δίνει την ταυτότητά μας είναι αυτή πάντοτε που μας κάνει πρόσωπα. Για να επανέλθουμε στο πρόβλημα της Χριστολογίας, αυτό που κάνει τον Χριστό να είναι πρόσωπο, δηλαδή αυτή η σχέση μέσα από την οποία περνάνε όλες οι άλλες σχέσεις και η οποία καθορίζει τελικά την ταυτότητά Του είναι η σχέση Του με τον Πατέρα.
Με την ενσάρκωση ο Χριστός προσλαμβάνει και άλλες σχέσεις. Έχει σχέση με την Παναγία, με τους μαθητές Του, με το φυσικό περιβάλλον, προσλαμβάνει τροφή, είναι Ιουδαίος, έχει σχέσεις με την Ιουδαϊκή κοινότητα. Όλα αυτά είναι σχέσεις που εντάσσονται στην προσωπική του σχέση. Όλη η ανθρωπότητα δηλαδή που παίρνει, όλο το κτιστό που προσλαμβάνει δεν είναι ξένο προς το πρόσωπό Του. Επομένως η ανθρωπότητα δεν είναι λιγότερη με το να είναι ενταγμένη μέσα σε κείνη την σχέση Του με τον Πατέρα.
Όταν λέμε ότι ο Χριστός - και προσπαθώ να ερμηνεύσω το δόγμα της Χαλκηδόνος - έχει ένα πρόσωπο μόνο, αλλά δύο φύσεις, αυτό σημαίνει ότι οι φύσεις και η θεία και η ανθρώπινη και ο,τιδήποτε άλλο περιλαμβάνουν αυτές οι φύσεις εντάσσονται μέσα σε μια προσωπική σχέση, που δίνει την ταυτότητα στον Χριστό, και είναι η σχέση της Υιότητος με τον Πατέρα. Είναι λοιπόν και παραμένει, παρά τις νέες σχέσεις που προσλαμβάνει με την ενσάρκωση ως πρόσωπο, ο Υιός του Πατρός. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί θα μπορούσε π.χ. να προσλάβει νέες σχέσεις, όπως σάς είπα. Εμείς προσλαμβάνοντας νέες σχέσεις μετατοπίζουμε το κέντρο της ταυτότητάς μας. Κάνω μια παρέκβαση. Στο "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" ο Προυστ προβληματίζεται πάρα πολύ με τον θάνατο και κάνει τις πολύ σημαντικές παρατηρήσεις, ότι, όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος που αγαπάμε, αυτό που έχει σημασία τελικά είναι ότι θα τον αντικαταστήσουμε με κάποιον άλλον. Εάν δεν τον αντικαταστήσουμε κινδυνεύει η ταυτότητά μας, διότι πραγματικά δεν μπορούμε να συνδεθούμε, να έχουμε ταυτότητα με κάτι που δεν υπάρχει, εκτός αν το πρόσωπο αυτό το μεταθέσουμε σε μια υπαρκτή σφαίρα, αλλά ο θάνατος χτυπά το πρόσωπο σε αυτό το σημείο. Όσο καιρό διατηρούμε την σχέση μας με αυτό το πρόσωπο, αυτό το πρόσωπο μας δίνει την ταυτότητά μας, το εγώ αλλάζει, όταν αλλάξει το εσύ.
Όταν ο Χριστός λέει εγώ, τι εννοεί; Από που παίρνει την συνείδηση του εγώ; Έγινε ολόκληρη συζήτηση στον αιώνα μας κυρίως στους Ρωμαιοκαθολικούς θεολογικούς κύκλους, εάν ο Χριστός είχε δύο συνειδήσεις, επειδή είχε δύο φύσεις. Εάν είχε δύο συνειδήσεις, ανθρώπινη και θεία συνείδηση. Πολλοί θεολόγοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε δύο συνειδήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι για να έχεις συνείδηση του εγώ, για να είσαι εγώ, να είσαι εσύ, είναι αδύνατο χωρίς κάποια σχέση. Είτε είμαι εγώ, διότι δεν είμαι λ.χ. αυτό το τραπέζι, άρα εν σχέσει με αυτό το τραπέζι είμαι εγώ, και σαν εκλείψει αυτό το τραπέζι δεν μπορώ να είμαι εγώ, τότε είμαι εγώ εν σχέσει με κάποιον άλλον. Πάντα σε σχέση με κάποιον άλλον είμαστε αυτό που είμαστε σαν ταυτότητα προσωπική. Δεν μπορείς να πεις εγώ, εάν δεν υπάρχει ένα εσύ. Η φιλοσοφία ύστερα από αιώνες, στα χρόνια μας, έφτασε σ αυτήν την απλή αλήθεια· το εγώ χωρίς το εσύ είναι μύθος, είναι αδιανόητο.
Ο Χριστός, λέγοντας εγώ, από που αντλεί την συνείδηση του εγώ; Την αντλεί από την σχέση Του τελικά με τον Πατέρα. Αυτό είναι το ότι το πρόσωπο του Χριστού είναι μόνο ένα, ο Υιός. Εάν αντλούσε την σχέση Του και από την Μαρία, την Παναγία σαν παιδί από την μητέρα, τότε θα είχαμε δύο πρόσωπα, θα ίσχυε η θέση του Νεστορίου, θα είχαμε έναν άνθρωπο με δύο πρόσωπα. Μια σχέση από εδώ μια σχέση από εκεί, αλλά και οι δύο θα του έδιναν την ταυτότητά Του. Αλλά και να σου δώσουν δύο σχέσεις την ταυτότητά σου, είναι κάτι που δεν ευσταθεί τελικά, διότι η μία από τις δύο σχέσεις θα είναι η αποφασιστική.
Αυτό απεικονίζεται και στην εικονογραφία. Σε μια δυτική εικόνα του Χριστού και της Παναγίας, το πρόσωπο του Χριστού είναι ένα ωραίο μωρό, που έχει μια σχέση μητρότητος, η οποία όμως εξαντλεί την ταυτότητα του εικονιζομένου μωρού. Εάν πάρουμε μια εικόνα Βυζαντινή θα δούμε ότι ο αγιογράφος προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι αυτός που κρατάει η Παναγία στην αγκαλιά της είναι Θεός, παρά το ότι υπάρχει σχέση μητρική μεταξύ τους. Η μητρική αυτή σχέση δεν είναι η καθοριστική σχέση της ταυτότητος του παιδιού. Σαν να λέει το παιδί ότι Ναι μεν εγώ έχω σχέση με την μάνα αλλά αυτή η ταυτότητά μου, το εγώ μου, κρίνεται από μια άλλη σχέση, από την σχέση μου με τον Πατέρα.
Πώς κρίνονται τελικά οι προσωπικές μας ταυτότητες; Κρίνονται από την υπαρξιακή μας τοποθέτηση. Εάν δηλαδή ο Πατήρ ζητήσει να πάει ο Υιός στο Σταυρό και η Παναγία σαν μάνα πει παιδί μου μην πας ή σκεφτεί την μάνα Του ο Υιός και πει η σχέση μου με την μητέρα είναι καθοριστική της ταυτότητός μου, δεν θα πάω στον Σταυρό, τότε πραγματικά το πρόσωπό Του δεν είναι η σχέση με τον Θεό και τον Πατέρα αλλά η σχέση Του με ένα άλλο πρόσωπο, την Παναγία.
Αυτό κάνουμε διαρκώς, όταν επιβεβαιώνουμε την προσωπική μας ταυτότητα. Αυτός που τελικά κερδίζει την ταυτότητά μας είναι αυτός για τον οποίο δίνουμε την ύπαρξή μας.
Οι Μάρτυρες, οι Άγιοι, επιβεβαιώνουν αυτήν την ιστορία. Γιατί υπάρχει θέωση, γιατί θεούται ο Μάρτυς; Τι θα πει θέωση; Δεν είναι Πλατωνικός μυστικισμός. Είναι υπαρξιακά, απλά πράγματα. Θεούται ο Μάρτυς, γιατί εκείνη την ώρα ταυτίζεται σαν πρόσωπο με τον Χριστό. Παραμερίζονται όλες οι άλλες σχέσεις. Όταν η μάνα ρίχνει τα παιδιά της στα στόματα των λιονταριών, για να μαρτυρήσουν, τι γίνεται εκείνη την στιγμή; Ανατοποθετείται η προσωπική σχέση, και συνεπώς από εκείνη την στιγμή κρίνεται εκείνη η μητέρα. Αυτοί οι Μάρτυρες έθεσαν την σχέση με τον Θεό, όπως και ο Χριστός, σαν καθοριστική σχέση της ταυτότητός τους. Επομένως στο πρόσωπό τους βλέπει ο Θεός το πρόσωπο του Υιού Του. Ό,τι έκανε ο Υιός κάνουν και αυτοί, αναγνωρίζονται από τον Θεό ως υιοί, και αυτοί αναγνωρίζουν τον Θεό ως Πατέρα, και με αυτήν την σχέση σφραγίζουν διαπαντός την ζωή τους, θεούνται. Ο Χριστός δεν θεώθηκε παίρνοντας μια τέτοια απόφαση όντας προηγουμένως άνθρωπος, έχοντας προηγουμένως την ανθρώπινη σχέση σαν καθοριστική και μετατοπίζοντάς την πλέον στην σχέση με τον Θεό. Διότι σ Εκείνον προηγείτο η σχέση με τον Πατέρα. Αυτό που έκανε ο Χριστός ήταν να εμμείνει στην σχέση με τον Πατέρα σαν καθοριστική σχέση, κι έτσι δεν έχουμε θέωση του Χριστού, δεν έχουμε πρόσληψη, μετατόπιση της σχέσης και ανάδειξη ενός νέου προσώπου, έχουμε απλώς επιβεβαίωση της ταυτότητος που υπήρχε πάντα.
Ο Χριστός δεν παίρνει ταυτότητα από τον εαυτό Του, γιατί υπάρχει κι αυτή η κατεξοχήν δαιμονική σχέση - όταν κανείς βάλει σαν απώτερο κριτήριο των αποφάσεών του των υπαρξιακών, το δικό του θέλημα και το δικό του συμφέρον, όπως έκανε και ο Αδάμ, που έβαλε τον εαυτό του στην θέση του Θεού και πήρε ταυτότητα από τον εαυτό του -. Ο Χριστός δεν παίρνει ταυτότητα από το κτιστό, παρά το γεγονός ότι παίρνει το κτιστό μέσα στην ταυτότητά Του. Εντάσσει μέσα στην σχέση Του με τον Πατέρα όλες τις άλλες σχέσεις και εντασσόμενες αυτές όλες οι σχέσεις στην σχέση με τον Πατέρα λυτρώνονται από όλους τους περιορισμούς, που έχουν και ελευθερώνονται και προσλαμβάνονται μέσα στο σώμα Του σαν μέρος της ταυτότητάς Του.
Είναι σημαντικό να επιμείνουμε σε αυτό που λέει η Σύνοδος της Χαλκηδόνος, ότι είναι ένα το πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού. Και η λέξη Υιός άλλωστε είναι λέξη σχέσεως, η υιϊκή σχέση. Γιατί μόνο εντασσόμενη μέσα σε αυτήν την σχέση η ανθρωπότητα πληρούται. Τότε είναι το πλήρωμα της ανθρωπότητος.
Εάν η ανθρωπότητα, όπως την θέλουν οι προβληματιζόμενοι δυτικοί θεολόγοι, είχε δικό της πρόσωπο, τότε δεν θα ήταν ολοκληρωμένη, γιατί θα περιοριζόταν τελικά, θα έκριναν αυτήν την ταυτότητα, τα όρια του κτιστού που κρίνουν τα όρια του ανθρώπου.
Συνεπώς με το να δεχόμαστε ένα πρόσωπο στην Χριστολογία, και το πρόσωπο αυτό να είναι ο Υιός, δίνουμε άπειρες δυνατότητες στην ανθρωπότητα. Πρόκειται για ένα ανθρωπολογικό μαξιμαλισμό και όχι μινιμαλισμό. Δεν έχουμε εδώ υποτίμηση του ανθρώπου.
Το δόγμα της Χαλκηδόνος έχει μεγάλη υπαρξιακή σημασία. Αρκεί να το καταλάβουμε με την σημασία της έννοιας του προσώπου που αναφέραμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου