Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Βασικές αρχές της Πατερικής διδασκαλίας

 Γ΄ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ
IΙ. Βασικές αρχές της Πατερικής διδασκαλίας
3. Οι θέσεις του Αυγουστίνου

 
Στο προηγούμενο μάθημα αναπτύξαμε την θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων κυρίως ως προς την Αγία Τριάδα. Και είδαμε ως προς τι οι Καππαδόκες προήγαγαν το δόγμα, σε σχέση με τους προηγουμένους. Σας θυμίζω τα κυριότερα σημεία:
Α) Διευκρίνησαν την ορολογία κάνοντας το μεγάλο βήμα του ταυτισμού του όρου υπόσταση με τον όρο πρόσωπο.
Β) Αποδέσμευσαν τον όρο υπόσταση από τον όρο ουσία. Διότι και στον Μέγα Αθανάσιο και στην εποχή του, τουλάχιστον μέχρι τη Σύνοδο του 362, οι δύο όροι εταυτίζοντο. Κάνουν λοιπόν, αυτή τη διάκριση μεταξύ ουσίας και υποστάσεως και μεταφέρουν τον όρο: «υπόσταση» από την περιοχή της ουσίας στην περιοχή του προσώπου. Ταυτίζονται οι όροι «πρόσωπο» και «ουσία» και ο λόγος που το έκαναν αυτό ήταν για να δώσουν στον όρο «πρόσωπο», οντολογικό περιεχόμενο, δηλαδή να πουν ότι τα τρία πρόσωπα δεν είναι προσωπεία, όπως ο όρος πρόσωπο υπονοούσε μέχρι τότε, αλλά είναι τρία όντα. Ο όρος πρόσωπο, (PERSONA), είχε τη σημασία του προσωπείου και της μάσκας, κι έτσι δημιουργούσε πάντοτε υποψίες Σαβελλιανισμού. Έτσι, μετά τους Καππαδόκες μπορούμε να λέμε, ότι ο Θεός είναι μία ουσία, τρία πρόσωπα, χωρίς να κινδυνεύουμε να πέσουμε στον Σαβελλιανισμό. Διότι πρόσωπα σημαίνουν υποστάσεις και υποστάσεις σημαίνουν πλήρη όντα.
Γ) Εισήγαγαν την έννοια της αιτίας μέσα στο είναι του Θεού. Δηλαδή έθεσαν το ερώτημα: «ποιος είναι ο αίτιος για την ύπαρξη του Θεού, για το ότι ο Θεός υπάρχει και για το ότι είναι Θεός και υπάρχει ως Τριάς. Και η απάντηση που έδωσαν στο ερώτημα αυτό, ήταν ότι ο αίτιος είναι μόνος ο Πατήρ. Και όταν λέμε μόνος ο Πατήρ, εννοούμε πρώτα ότι δεν είναι η ουσία το αίτιο – και αυτό σημειώστε το γιατί θα δούμε ότι έχει μεγάλη σημασία. Και δεύτερον ότι δεν είναι κανένα από τα άλλα δύο πρόσωπα «αίτιον».
Ο αίτιος, λοιπόν, είναι ο Πατήρ, ο εκ του αιτίου κατά πρωταρχικόν λόγον είναι ο Υιός, και το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του αιτίου που είναι ο Πατήρ δια του «εκ του αιτίου». Δεν είναι απολύτως σαφές αυτό τώρα, αλλά θα τα πούμε και πιο κάτω. Αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα είναι το να ξεκαθαρίσουμε την έννοια της αιτίας. Ότι δηλαδή η ύπαρξη του Θεού δεν είναι απλώς μια δεδομένη πραγματικότητα. Είναι μια πραγματικότητα που οφείλεται σε κάτι και αυτό το κάτι στο οποίο οφείλεται, είναι ο Πατήρ, είναι ένα πρόσωπο. Και όχι η ουσία του Θεού, η οποία πλατύνεται, επεκτείνεται ή διαιρείται. Και γι’ αυτό μόνο ο Πατήρ μπορεί να ονομασθεί πρωταρχικά Θεός. Ο Πατήρ είναι Θεός με την έννοια ότι δεν λαμβάνει την ύπαρξή Του εξ αιτίας κανενός άλλου. Είναι αυτός ο αίτιος της υπάρξεως, ενώ για τον Υιό και το Πνεύμα, ισχύει ότι έρχονται σε ύπαρξη εξ’ αιτίας κάποιου άλλου, του Πατρός, και ότι συνεπώς μέσα στον Θεό έχουμε αυτή την αναγωγή της υπάρξεως σε ένα πρόσωπο, σε μία υπόσταση, και επομένως σε ένα ελεύθερο αίτιο και όχι σε μία αναγκαστική προβολή ή προέκταση της μιας ουσίας του Θεού. Θα δούμε τι σπουδαίες υπαρξιακές συνέπειες έχει αυτό.
Αφού λοιπόν, έθεσαν αυτές τις βάσεις οι Καππαδόκες, δημιούργησαν – για την Ανατολή τουλάχιστον που τους ακολούθησε, – δημιούργησαν ένα είδος θεολογίας στο οποίο το πρόσωπο, η υπόσταση, είχε πρωταρχικό οντολογικό ρόλο. Δηλαδή ενώ στην αρχαία φιλοσοφία τον πρωταρχικό ρόλο τον οντολογικό τον είχε πάντοτε η ουσία, (κάθε άνθρωπος έχει την ουσία ως πρόσωπο, αφού προηγείται η ανθρώπινη φύση, και δεν την φέρνει στο είναι αυτός την ανθρώπινη φύση και επομένως υπάρχει μια προτεραιότητα της ουσίας ή φύσεως και το πρόσωπο έρχεται μετά), με τους Καππαδόκες η λογική αυτή ανατράπηκε. Στον Θεό δεν προηγείται η ουσία αλλά το πρόσωπο του Πατρός, το οποίο κάνει την ουσία να υφίσταται. «Υφίσταται» είναι το ρήμα από το οποίο βγαίνει η υπόσταση. Λέμε: «αυτός υφίσταται». Επομένως το να υφίστασαι σημαίνει να είσαι εσύ και όχι κάποιος άλλος. Το να είσαι δηλαδή ως πρόσωπο χωριστό. Λοιπόν, ο Θεός υφίσταται ως υποστάσεις. Και η ουσία του Θεού υφίσταται μόνον ως υποστάσεις. Και αυτό που την κάνει να υφίσταται ως υποστάσεις, είναι πάλι μια υπόσταση και όχι μια ιδιότητα που έχει η ουσία η ίδια. Έτσι στο Θεό τουλάχιστον, το πρόσωπο είναι το αίτιο της υπάρξεως. Και αυτό σημαίνει ότι ο Θεός υπάρχει ελεύθερα και όχι λόγω μιας δεδομένης ουσίας, μιας δεδομένης πραγματικότητος. Και η ουσία, η οποία, όπως είπαν οι Καππαδόκες και ο Βασίλειος, δεν μπορεί ποτέ να είναι γυμνή χωρίς να έχει υπόσταση. Υποστασιάζεται, υφίσταται και υπάρχει χάρη σε ένα πρόσωπο και με τη μορφή αυτών των τριών προσώπων. Έτσι η Αγία Τριάς είναι πρωταρχική οντολογική έννοια και δεν πρόκειται για κάτι που το προσθέτουμε στο είναι του Θεού. Αλλά είναι αυτό που κάνει τον Θεό να είναι. Δηλαδή εάν βγάλετε την Τριάδα, ο Θεός δεν υπάρχει. Διότι ο μόνος τρόπος να υπάρχει ο Θεός είναι αυτός: Ως Τριάς. Και αυτό οφείλεται στον Πατέρα, σε ένα πρόσωπο και όχι στην ουσία. Η ουσία, επομένως, παρ’ όλο που έχει σημασία και χρησιμοποιείται, δεν έχει αυτή την πρωταρχική σημασία του να κάνει τον Θεό να υπάρχει. Αυτό που κάνει τον Θεό να υπάρχει είναι το πρόσωπο του Πατρός.
Επέμεινα τόσο σ’ αυτά, γιατί ήθελα να δείτε τι συμβαίνει στη Δύση με τον Αυγουστίνο, ο οποίος κινείται εντελώς διαφορετικά στη θεολογία, μη έχοντας υπ’ όψιν προ παντός τη θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων – και πρέπει αμέσως να σημειώσουμε ότι η θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων ποτέ δεν αφομοιώθηκε στη Δύση μέχρι και σήμερα. Και το FILIOQUE έχει κάτι να κάνει μ’ αυτό το πρόβλημα, όπως θα δούμε. Και όχι μόνο το FILIOQUE αλλά και πάρα πολλά άλλα προβλήματα διαφορών Ανατολής και Δύσεως οφείλονται στο γεγονός ότι η θεολογία  των Καππαδοκών δεν αφομοιώθηκε στη Δύση ιστορικά. Μεσολάβησε η θεολογία του Αυγουστίνου, η οποία κυρίως μέσω των Φράγκων έγινε η θεολογική σημαία της Δύσεως σε αντιπαράθεση προς την ανατολική θεολογία και από εκεί ακολούθησαν τα τεράστια θεολογικά προβλήματα. Αλλά οι ρίζες των προβλημάτων βρίσκονται στο γεγονός ότι η θεολογία των Καππαδοκών δεν αφομοιώθηκε στη Δύση, και αντ’ αυτής καθιερώθηκε η θεολογία του Αυγουστίνου. Ποια είναι, λοιπόν, η θεολογία του Αυγουστίνου;
Ο Αυγουστίνος ασχολείται κυρίως με το δόγμα περί Θεού στο έργο του «Περί Αγίας Τριάδος» (DE TRINITATAE). Εκεί προσπαθεί όχι τόσο πολύ να εκθέσει το δόγμα περί Αγίας Τριάδος, όσο να βρει τρόπους με τους οποίους να κάνει αυτό το δόγμα κατανοητό, να βρει αναλογίες στην ανθρώπινη ύπαρξη και να βοηθήσει κατά κάποιον τρόπο το σκεπτόμενο άνθρωπο να μην απορρίψει το δόγμα περί Αγίας Τριάδος, το οποίο είναι εκ πρώτης όψεως τόσο δύσκολο να το δεχθεί ο ανθρώπινος νους. Και ψάχνοντας να βρει τις αναλογίες με την ανθρώπινη ύπαρξη, κάνει απ’ την αρχή ένα μεγάλο λάθος, το οποίο σημαδεύει όλη την περαιτέρω πορεία στη θεολογία περί Αγίας Τριάδος. Το λάθος είναι ότι αναζητεί την αναλογία ή το μοντέλο στον ένα και μόνο άνθρωπο, ενώ οι Καππαδόκες Πατέρες δεν μπορούσαν ποτέ να δουν την αναλογία της Τριάδος παρατηρώντας έναν άνθρωπο. Χρειάζονταν πάντοτε τρεις ανθρώπους για να κάνουν την αναλογία. Δηλαδή, ενώ για τους Καππαδόκες το κάθε θείο πρόσωπο ήταν μια πλήρης υπόσταση, ένα πλήρες ον, (κι επομένως αν παίρναμε μια πλήρη αντιστοιχία με την ανθρώπινη εμπειρία μας θα ‘πρεπε να πάρουμε τον Πέτρο, τον Κώστα και τον Γιάννη για να σχηματίσουμε την τριάδα), με τον Αυγουστίνο γίνεται αυτό ακριβώς το λάθος, ότι νομίζει πως την Τριάδα μπορεί να την βρει μόνο στον Κώστα, μελετώντας δηλαδή μόνο έναν άνθρωπο.
Προσέξτε, πώς οδηγείται η σκέψη του. Παρατηρώντας έναν μόνο άνθρωπο βλέπει, - υπό την επίδραση του Νεοπλατωνισμού που έφερε, - το ουσιώδες πράγμα στον άνθρωπο να είναι ο νους, με την πλατωνική άποψη, ότι τι είναι αυτό που με κάνει εμένα να είμαι εγώ; Ο νους μου. Και αυτό οδηγεί μετά σε αυτό που ξεκινάει από τον Αυγουστίνο, και το ανέπτυξε ο Καρτέσιος και όλη η Δυτική σκέψη, η οποία έχει όλη αυτή την ενδοστρέφεια του να αναζητώ τη συνείδησή μου, μόνος μου να μπορώ να βρω τον εαυτό μου χωρίς να έχω ανάγκη να κοιτάξω κανέναν δίπλα μου. Η δυνατότητα του να σκέπτομαι, του να έχω συνείδηση του εαυτού μου, είναι το κλειδί της κατανοήσεως της υπάρξεώς μου. «COGITO ERGO SUM», εννοώ άρα υπάρχω. Επομένως αρκεί να πεις ότι υπάρχεις, αρκεί να είσαι μόνος σου, να μελετήσεις την ύπαρξή σου. Και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να κοιτάξεις γύρω σου. Κοιτάζοντας, λοιπόν, τον έναν άνθρωπο, ψάχνουμε να βρούμε μέσα εκεί αναλογίες που θα μας δώσουν την έννοια της τριαδικής υπάρξεως. Βρίσκουμε τα εξής στοιχεία τα οποία απομονώνει ο Αυγουστίνος, και πάνω στα οποία χτίζει την τριαδική του θεολογία:
Α. Βασικό στοιχείο είναι ο νους.
Β. Αυτός ο νους έχει ως βασικό στοιχείο του την μνήμη, από την οποία πηγάζει όλη η ύπαρξή του.
Προσέξτε, γιατί η μνήμη έχει τόση σημασία. Είναι η πλατωνική ιδέα της αναμνήσεως. Όλα όσα εννοούμε, σκεπτόμαστε και γνωρίζουμε, είναι αποθηκευμένα μέσα μας. Ο καθένας μας έχει με την ψυχή, η οποία είναι αυτή που αιώνια υπάρχει, μέσα του μιαν αποθήκη, ας πούμε, της αλήθειας. Και η γνώση για την πλατωνική αντίληψη δεν είναι παρά η ανάμνηση αυτής της αλήθειας, η οποία παράγεται από το στερητικό «α» και τη «λήθη», «α-λήθεια». Όταν πάψεις αν ξεχνάς, τότε βρίσκεις την αλήθεια. Δηλαδή βγαίνει από τη λήθη η γνώση και η πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει πως η μνήμη είναι η πηγή της υπάρξεως. Ο νους του ανθρώπου έχει μια πηγή, τη μνήμη, απ’ την οποία βγαίνει η ύπαρξή μας. Εάν τώρα πάρουμε από τον Αθανάσιο και από τους Καππαδόκες την παραδοσιακή έκφραση «πηγή της θεότητας», θα δούμε ότι οι Καππαδόκες Πατέρες δεν επέμεναν πολύ στην έννοια της πηγής, γιατί η πηγή έχει τη σημασία της αναγκαστικής αναβλύσεως. Αυτή την παραδοσιακή εικόνα της πηγής την παίρνει ο Αυγουστίνος, την μεταφράζει από τα ελληνικά κείμενα και έτσι ταυτίζεται η πηγή με τον Πατέρα. Επίσης υπάρχει και ο όρος αρχή. Πηγή και αρχή. Κι αυτό χρησιμοποιείται επίσης από τον Αθανάσιο και τους Καππαδόκες, αλλά χωρίς οι τελευταίοι να επιμένουν πολύ σ’ αυτό. Λένε ότι Πατήρ είναι η πηγή ή είναι η αρχή, αλλά το χρησιμοποιούν σαν να λένε «η αιτία». Είναι λεπτές οι διαφορές στους όρους αυτούς. Λοιπόν η πηγή και η αρχή, όλα αυτά, είναι ο Πατήρ και όλα αυτά είναι η μνήμη. Για την ανθρώπινη ψυχολογία η μνήμη είναι η πηγή από την οποία αναβλύζει πρωταρχικά η γνώση. Η γνώση είναι βασικό χαρακτηριστικό του νου και του ανθρωπίνου όντος.
Ο Θεός είναι ο Νους. Ο νους έχει μια πηγή γνώσεως και η γνώση, η οποία παράγεται είναι ο Λόγος, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.
Για να αποδείξει ότι ο Θεός σαν νοητικό ον και μάλιστα ως Νους κατ’ εξοχήν έχει γνώση, δεν είναι άνευ γνώσεως, πιστεύει ότι ακριβώς ο Λόγος του Θεού είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός γνωρίζει. Αλλά η γνώση πάντοτε αντλείται από τη μνήμη – και αυτό το αναλύει πολύ λεπτομερώς. Δεν θα γνώριζα ποτέ αυτό το τραπέζι αν η έννοια του τραπεζιού δεν ήταν μέσα μου εναποθηκευμένη στο ταμείο της μνήμης. Είναι βασική πλατωνική θέση ότι οι ιδέες όλων των πραγμάτων είναι μέσα μας αποθηκευμένες. Όταν, λοιπόν, γνωρίζω αυτό το τραπέζι, τότε μέσα από την πηγή που είναι η μνήμη, βγαίνει η γνώση του τραπεζιού. Εάν δεν γνωρίζω τίποτα, τότε σημαίνει ότι δεν είμαι ενεργός νους. Για να είμαι ενεργός νους πρέπει να έχω λόγο και ο Θεός είναι ενεργός Νους, και έχει Λόγον. Και ο Λόγος σημαίνει γνώση. Από την πηγή, λοιπόν που είναι ο Πατήρ, βγαίνει η Γνώση, που είναι ο Λόγος, η γνώση την οποία έχει ο Θεός. Αλλά γνώση τίνος; Αφού δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός του Θεού. Γνωρίζει φυσικά τον Εαυτό Του, είναι μια αυτογνωσία. Ο Λόγος γνωρίζει τον Πατέρα, έχει ως αντικείμενο της γνώσεώς Του τον Πατέρα και συνεπώς έχουμε έναν κύκλο, μια αυτογνωσία του Θεού.
Αλλά σύμφωνα πάλι με μια βασικά πλατωνική αρχή, ο Θεός δεν είναι μόνο ο Νους, αλλά είναι και το απόλυτο Αγαθό. Το απόλυτο Αγαθό δεν είναι μόνο ο Νους αλλά ο αγαθός Νους. Κατά τον Πλάτωνα το αγαθό έλκει πάντοτε την αγάπη και τον έρωτα, όπως και το καλό και η ωραιότητα. Όπως το κάλλος προκαλεί τον έρωτα, έτσι και το αγαθό προκαλεί τον έρωτα, την αγάπη. Αφού, λοιπόν, ο Θεός είναι το αγαθό και αφού δεν υπάρχει άλλο αγαθό εκτός απ’ Αυτόν, σε ποιον προκαλεί τον έρωτα; Ο Λόγος είναι μια ετερότητα απέναντι στον Πατέρα και Τον γνωρίζει, οπότε γνωρίζοντάς Τον, Τον γνωρίζει ως Αγαθό και τότε γεννιέται ο έρως, η αγάπη προς το Αγαθό, που είναι ο Πατήρ. Αυτή η αγάπη μεταξύ Υιού και Πατέρα είναι το Πνεύμα. Το Πνεύμα είναι ένας τρίτος τρόπος ύπαρξης, με τον οποίον ο Πατήρ αγαπά τον Υιό και ο Υιός τον Πατέρα και είναι, όπως λέει ο Αυγουστίνος «NEXUS AMORIS», δεσμός, σύνδεσμος αγάπης, μεταξύ του Πατρός και του Υιού. Το Πνεύμα έχει αυτήν την, ας την πούμε, υποστατική ιδιότητα.
Γεννιέται όμως το εξής σπουδαίο πρόβλημα: Όπως βλέπετε, αν δεχθείτε τον Πατέρα ως την μνήμη, τον Υιό ως την γνώση και το Πνεύμα ως την αγάπη, έχετε αμέσως τρεις ξεχωριστούς τρόπους δηλώσεως και περιγραφής του περιεχομένου του κάθε προσώπου. Το κάθε πρόσωπο έχει μια δική του λειτουργία θετική, έχει ιδιότητες υποστατικές. Ο Υιός έχει την ιδιότητα και το περιεχόμενο της γνώσεως, το Πνεύμα έχει το περιεχόμενο της αγάπης. Επομένως υπάρχει τρόπος εδώ να περιγράψουμε θετικά τις υποστατικές ιδιότητες των τριών Προσώπων. Εάν το συγκρίνετε αυτό με τους Καππαδόκες Πατέρες και γενικά τους Πατέρες της Ανατολής, θα δείτε ότι κάτι τέτοιο είναι γι’ αυτούς αδύνατο. Αποφεύγουν με κάθε τρόπο να δώσουν περιεχόμενο θετικό στις υποστατικές ιδιότητες. Όταν καλούνται να δώσουν μιαν απάντηση ποια είναι η ιδιότητα η υποστατική του Υιού, ποια του Πνεύματος και , το σπουδαιότερο, σε τι διαφέρει η γέννηση από την εκπόρευση, αποφεύγουν να προσδιορίσουν τη διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως. Γιατί; Δεν θέλουν να δώσουν περιεχόμενο θετικό στις Υποστάσεις. Ο Υιός διαφέρει από τον Πατέρα γιατί δεν είναι Πατήρ και το Πνεύμα δεν είναι Υιός κ.ο.κ. Έτσι λέμε ότι είναι ακοινώνητες οι υποστατικές ιδιότητες.
Ενώ στον Αυγουστίνο δίνεται θετικό περιεχόμενο σε κάθε θεία Υπόσταση. Αμέσως δημιουργείται ο κίνδυνος του ανθρωπομορφισμού, τον οποίον ακριβώς οι ανατολικοί Πατέρες προσπαθούν να αποφύγουν. Με τον Αυγουστίνο όμως ο ανθρωπομορφισμός μπήκε στη Δυτική θεολογία. Και χρησιμοποιούν μετά άλλους τρόπους για να τον αποφύγουν με διάφορες καινοτομίες που εισάγουν στη θεολογία, αλλά όταν λέμε ότι: ο Υιός είναι η γνώση ή το Πνεύμα η αγάπη, αυτό που κάνουμε είναι να προβάλλουμε μέσα στο Θεό ψυχολογικές ιδιότητες και εμπειρίες που τις παίρνουμε από τον άνθρωπο. Και έτσι η Τριάς γίνεται σύμπλεγμα, ένα σύνολο ψυχολογικών σχέσεων. Και δεν πρόκειται, επομένως γι’ αυτό για το οποίο θέλησαν να μιλήσουν οι Καππαδόκες.
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο εκεί, διότι ακριβώς επειδή δίδεται αυτό το ανθρωπομορφικό περιεχόμενο, το ψυχολογικό περιεχόμενο, χρειάζεται ένας τρόπος για να αναφερθούμε στον Θεό πιο πάνω και πιο πέρα από αυτή την ανθρωπομορφική, ψυχολογική εμπειρία. Και γι’ αυτό ο Αυγουστίνος δεν βλέπει την Αγία Τριάδα σαν το πρωταρχικό κατηγόρημα της υπάρξεως του Θεού. Ενώ, όπως είπαμε προηγουμένως, για τους Καππαδόκες είναι απαραίτητο να αρχίσει κανείς από την Τριάδα, γιατί αρχίζει από τον Πατέρα και δεν μπορείς να ξεφύγεις την Τριάδα, αφού αρχίζει με το Πρόσωπο του Πατρός. Ο Αυγουστίνος δεν έχει ως πρωταρχικό το πρόσωπο, γιατί δεν αρχίζει από τον Πατέρα. Ως προς την τριαδική ύπαρξη θεωρεί τον Πατέρα πηγή, αρχή κ.λ.π. Αλλά ως προς αυτό που λέμε: «ο Θεός», αυτό δεν ταυτίζεται με τον Πατέρα, όπως συμβαίνει με τους Καππαδόκες και γενικά τους Ανατολικούς Πατέρες. Ο Θεός ταυτίζεται στον Αυγουστίνο με την ουσία του Πατρός. Υπάρχει δηλαδή αυτό που οι Ανατολικοί ονομάζουν: «θεότητα». Υπάρχει διαφορά μεταξύ της λέξεως «ο Θεός» και της λέξεως: «η θεότης». Η θεότης είναι ταυτόσημη με την ουσία, ενώ ο Θεός είναι ο Πατήρ («ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»).
Αυτή η θεότης, λοιπόν, μεταφράζεται με την έννοια της DIVINITAS που έχει τη σημασία της ουσίας. Στον Αυγουστίνο είναι σαφές ότι η θεότης είναι απρόσωπη, μια θεία ουσία. Έτσι προηγείται ο ένας Θεός, η ουσία και έπεται η Τριάς λογικά, ως τρόποι με τους οποίους αυτός ο ένας Θεός, η μία ουσία, υφίσταται. Δηλαδή και ο Πατήρ είναι δευτερογενής έννοια εν σχέσει με τον Θεό. Εδώ είναι το πολύ μεγάλο λάθος. Ποιος είναι ο ένας Θεός; Είναι μονοθεϊστές οι Πατέρες. Αλλά ποιος είναι ο ένας Θεός στον οποίο πιστεύουν όλοι όταν λένε: «πιστεύω εις έναν Θεόν»; Εάν πούμε ότι ο ένας Θεός είναι η ουσία (έτσι έκανε ο Αυγουστίνος), τότε οι τρεις Υποστάσεις και ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα, τοποθετούνται στην ίδια μοίρα από πλευράς οντολογικής υπάρξεως. Δεν είναι πλέον η αιτία ο Πατήρ με την απόλυτη οντολογική σημασία. Είναι μια «πηγή» αλλά μια «πηγή» με την έννοια της θεότητος, με τη σημασία ότι η θεότης προηγείται, προϋπάρχει. Δεν είναι Αυτός που κάνει την ουσία να υπάρχει. Ο ένας Θεός, λοιπόν, είναι μια ουσία. Και αυτό ακούγεται και από πολλούς Ορθοδόξους, ότι ο ένας Θεός είναι η μία ουσία. Δεν είναι η ουσία. Ο ένας Θεός είναι ο Πατήρ για εμάς.
Τώρα, τι σημασία έχει το ότι τοποθετεί τον ένα Θεό στην ουσία και δίνει βασικά προτεραιότητα στην ουσία; Η σημασία είναι η εξής: Χάνουμε την έννοια της αιτιότητας και χάνουμε την έννοια της ελευθερίας στην ύπαρξη του Θεού. Η ουσία όταν απομονωθεί και είναι απρόσωπη, δημιουργεί κατ’ ανάγκην την ύπαρξη του Θεού. Διότι η ουσία περιέχει το στοιχείο της αναγκαιότητας. Η ουσία είναι αυτό που υπάρχει και δεν ρωτάμε γιατί και πώς υπάρχει. Όταν ρωτήσουμε το «γιατί» και το «πώς», τότε φεύγουμε από την ουσία και πηγαίνουμε στις υποστάσεις. Το πώς υπάρχει κάτι, θέτει το ερώτημα της υποστάσεως. Όταν λες «ουσία» δεν ρωτάς το «πώς». Το πώς είναι το ερώτημα πλέον του προσώπου, ή το ερώτημα της υποστάσεως. Με την ουσία απλώς καταθέτεις μιαν οντολογική θέση. Ο Θεός υπάρχει. Κι ακόμη εννοείς μ’ αυτό ότι δεν είναι μια άλλη ουσία. Δεν είναι άνθρωπος, είναι Θεός. Το πώς υπάρχει αυτή η ουσία είναι το πρόβλημα της υποστάσεως. Για τους Καππαδόκες δεν μπορεί το πώς να ακολουθήσει το ότι υπάρχει. Διότι χωρίς το πώς, δεν υπάρχει ό,τι υπάρχει. Αυτό θα πει το ότι δεν υπάρχει ουσία «γυμνή».
Συνεπώς δεν μπορούμε να δώσουμε προτεραιότητα στην ουσία. Στον Αυγουστίνο όμως δίδεται προτεραιότητα στην ουσία. Πρώτα λέμε ότι ο Θεός υπάρχει και μετά ρωτούμε πώς υπάρχει. Εξ’ ού και αυτό που συνέβη στη Δύση. Δύο πράγματα συνέβησαν στη Δύση: Το ένα δυστυχώς ισχύει και για μας. Η θεολογία στο Δυτικό Μεσαίωνα διήρκεσε, υπό την επίδραση της διδασκαλίας του Αυγουστίνου την δογματική, στο κεφάλαιο του ενός Θεού πρώτα, και μετά στο κεφάλαιο περί της Αγίας Τριάδος. Πώς να μιλήσεις περί του ενός Θεού, εάν δεν μιλήσεις περί Αγίας Τριάδος, όταν δέχεσαι την εξίσωση: ένας Θεός ίσον ο Πατήρ;  Για τον Αυγουστίνο δεν υπάρχει το πρόβλημα γιατί δεν δέχεται την εξίσωση. Γι’ αυτόν η εξίσωση είναι ένας Θεός ίσον μία ουσία. Λοιπόν, κατ’ αυτόν, θα μιλήσουμε πρώτα για τον ένα Θεό ως ουσία. Για τις ιδιότητες της ουσίας. Και περιλαμβάνεται εκεί η απαρίθμηση των ιδιοτήτων του Θεού. (Δυστυχώς το ίδιο γίνεται και στις δικές μας σύγχρονες Δογματικές).
Αυτό είναι το πρώτο λάθος και αναφέρεται στη μεθοδολογία της Δογματικής. Υπάρχει όμως και ένα άλλο μεγάλο λάθος ως προς την έννοια του μονοθεϊσμού, το οποίο ακόμη μας ταλαιπωρεί και εμάς τους Ορθοδόξους. Λέμε ότι υπάρχουν μονοθεϊστικές θρησκείες, που δέχονται έναν Θεό, ενώ υπάρχουν και πολυθεϊστικές που δέχονται πολλούς θεούς. Και σήμερα προσπαθούμε πάνω σε κοινή βάση όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες να δούμε ότι ταυτιζόμαστε. Όλα αυτά ξεκινάνε από αυτή τη διάκριση που κάνει ο Αυγουστίνος, και που επιτρέπει να γίνει λόγος για «θεότητα» ή για «θρησκευτικότητα». Αυτή η αντίληψη είναι τόσο ριζωμένη, ώστε δύσκολα βγαίνει από το μυαλό μας. Ενώ το πώς υπάρχει ο Θεός είναι τόσο πρωταρχικό, όσο και το αν υπάρχει και το αν είναι ένας. Η Τριάς, επομένως είναι για εμάς τους Ορθοδόξους η προϋπόθεση για κάθε συζήτηση περί μονοθεϊσμού. Αυτό στα όρια του διαλόγου με τις άλλες θρησκείες.
Υπάρχουν άλλοι τρόποι να προσεγγίσει κανείς το θέμα του μονοθεϊσμού, αλλά αυτά δεν τα έχουμε ακόμη δουλέψει. Εκείνο πάντως που έχει σημασία είναι ότι μεταξύ του Αυγουστίνου και της Ανατολής υπάρχει το χάσμα της προτεραιότητας της ουσίας, η οποία ταυτίζεται με τον ένα Θεό, ενώ για μας ο ένας Θεός είναι ο Πατήρ.
Από αυτά προκύπτουν και οι τεράστιες διαφορές που έχουμε και ως προς ένα ειδικό σημείο, το FILIOQUE, το οποίο θα εξετάσουμε αργότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου