Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Υπάρχει κόλαση;

Υπάρχει κόλαση;






1. ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΟΛΑΣΗ;

Ολα τα επιχειρήματα που ανέφερα και που αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια της μετά θάνατον πραγματικότητας δεν αναιρούνται μεν, αλλά φαίνονται αδύναμα να πείσουν, όταν καταλαμβάνει τη σκέψη μας η ζάλη των αμφιβόλων λογισμών.

Μάλιστα οι λογισμοί αυτοί δεν εμφανίζονται καθόλου με τη μορφή της απιστίας και της αρνήσεως. Αντίθετα φαίνονται να εμπνέονται από μία υπερβολική σύνεση και ευλάβεια προς τον πανάγαθο Θεό. Μόλις θελήσει κάποιος να μιλήσει για την κόλαση, έρχεται αμέσως αντιμέτωπος με το ερώτημα· «Υπάρχει κόλαση;». Και ακολουθεί ο λογισμός· «Πως συμβιβάζεται η σκληρή και αιώνια τιμωρία των ανθρώπων με την αγαθότητα και την ευσπλαγχνία του Θεού;

Οταν ένας άνθρωπος πατέρας κάμπτεται από το φίλτρο το πατρικό και συγχωρεί το άσωτο παιδί του, είναι δυνατόν ο πανάγαθος Θεός να ανεχθεί την αιώνια τιμωρία των πλασμάτων του;». Είναι ανάγκη, λοιπόν, να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά.




α. «Μη ον»

Η κόλαση είναι μία τραγική πραγματικότητα την οποία γνωρίζουν οι ασεβείς και αμετανόητοι αμαρτωλοί, που δεν αναγνωρίζουν τον Κύριο και δεν δέχονται τη σωτηρία και τη λύτρωση που αυτός προσφέρει.

Η άποψη ότι δημιουργός της κολάσεως είναι η δικαιοσύνη του Θεού, η οποία απαιτεί την τιμωρία των αμαρτωλών, δεν στηρίζεται στη διδασκαλία της αγίας Γραφής.

Σύμφωνα μ’ αυτήν η κόλαση δεν είναι δημιούργημα του Θεού, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι κάτι θετικό, αλλά μία άρνηση, ένα «μη ον», κατά την πατερική διατύπωση.

Μιλούμε για δημιουργία φωτός και όχι σκότους, διότι το σκότος δεν είναι μία οντότης, είναι απλώς η απουσία του φωτός. Μιλούμε επίσης για αγάπη και ορίζουμε το μίσος ως απουσία της αγάπης. Παρόμοια, η απουσία του Θεού, ο οποίος είναι η πηγή κάθε αγαθού, συνεπάγεται την κόλαση.



β. Ετοιμάσθηκε για τον διάβολο

Την κόλαση δεν την έκανε ο Θεός. Πολύ περισσότερο δεν την έκανε για τους ανθρώπους. Την διάλεξε ο διάβολος, ο οποίος επαναστάτησε εναντίον του Θεού, έγινε αναρχικός, με αποτέλεσμα να ξεκοπεί από τον Θεό και από εωσφόρος έγινε σατανάς· από την κατάσταση του φωτός και της δόξης έπεσε στην κατάσταση του σκότους, του άδη, που δεν είναι άλλη από την κατάσταση της κολάσεως.

Η δημιουργία, λοιπόν, της κολάσεως υπήρξε η άμεση συνέπεια της αποστασίας και της απομακρύνσεως του διαβόλου από τον Θεό. Για τον διάβολο και τους αγγέλους του είχε ετοιμασθεί η κόλαση, όπως αποκαλύπτει το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου μας στη μοναδική εκείνη προφητεία του για τη μέλλουσα κρίση, όπου τον ακούμε να λέει στους κολασμένους· «Πορεύεσθε απ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Μθ 25,41).

Οι άνθρωποι που παραδόθηκαν στον διάβολο κι έκοψαν κάθε δεσμό που τους ένωνε με τον Θεό, μόνοι τους τοποθετούν τον εαυτό τους στην κόλαση. Αυτοί, κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι τους ανάγκαζε ο Θεός να μείνουν στον παράδεισο, δεν θα τον άντεχαν, διότι δεν αντέχουν την παρουσία του Θεού.



γ. Τι είναι η οργή του Θεού

Δεν οργίζεται ποτέ ο Θεός εναντίον των ανθρώπων, διότι η ίδια η φύση του είναι απαθής. Ο Θεός είναι αγάπη. Ούτε να θυμώσει μπορεί ούτε να εκδικηθεί τους κακούς. Γιατί όμως η αγία Γραφή και μάλιστα η Παλαιά Διαθήκη μιλά τόσο συχνά για οργή και θυμό του Θεού;

Τη θεολογική ερμηνεία αυτού που ονομάζουμε θυμό και οργή του Θεού τη διατυπώνει πολύ καθαρά ο προφήτης Δαυίδ στον 37ο ψαλμό·



«Ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου

από προσώπου της οργής σου·

ουκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου

από προσώπου των αμαρτιών μου» (στ. 4).



Ο αμαρτωλός άνθρωπος λέει στον Θεό· «Το οργισμένο σου πρόσωπο δεν αφήνει να γιάνει η σάρκα μου, η αμαρτωλή ζωή μου δεν αφήνει να ειρηνεύσουν τα κόκκαλά μου». Αυτό που στο α´ ημιστίχιο του ψαλμού ονομάζεται «ίασις της σαρκός», στο β´ λέγεται «ειρήνη των οστέων».

Αντίστοιχα το «πρόσωπον οργής» του α´ ημιστιχίου ονομάζεται «πρόσωπο των αμαρτιών». Δηλαδή η οργή του Θεού είναι αυτή η ίδια η αμαρτία μας, που μας ταλαιπωρεί και μας συνθλίβει.

Τα αμαρτήματα και η αθλιότητα του αμαρτωλού δημιουργούν ένα διάφραγμα και χωρίζουν την ψυχή του από τον Θεό. Ερχονται σαν ένα σκοτεινό σύννεφο και κρύβουν από τα μάτια του τον ουρανό. Η διακοπή της επαφής του ανθρώπου με τον Θεό αφαιρεί την ειρήνη του πρώτου, κάνει θλιβερή τη ζωή του και διαταράσσει όλη την ύπαρξή του. Αυτή την οδυνηρή για τον άνθρωπο κατάσταση, όταν θέλουμε να την εκφράσουμε σε ενεργητική διάθεση, την αποδίδουμε λέγοντας ότι ο Θεός θυμώνει και οργίζεται η ο Θεός τιμωρεί.

Απλούστερα καταλαβαίνουμε την αλήθεια αυτή με ορισμένα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή.

* Φαντασθείτε έναν πατέρα που κάθεται στην πόρτα του σπιτιού του και με ανοιχτή την αγκαλιά περιμένει να υποδεχθεί τα δύο παιδιά του, που επιστρέφουν από το σχολείο. Το πρώτο παιδί έχει πάρει άριστα στα μαθήματα και στη διαγωγή. Μόλις βλέπει τον πατέρα του, νομίζει ότι εκείνος έμαθε τα ευχάριστα νέα του και γι’ αυτό το λόγο βγήκε να το καλοδεχθεί και να το συγχαρεί. Αισθάνεται ήδη στο ιλαρό πρόσωπο του πατέρα όλη την αγάπη και τη στοργή του κι ορμά χαρούμενο στην πατρική αγκαλιά, για να εκφράσει τη χαρά του και να τη νιώσει διπλή, καθώς τη μοιράζεται με τον αγαπημένο του πατέρα.

Το άλλο παιδί όμως που πήγε άσχημα στα μαθήματα, έμεινε στάσιμο και χαρακτηρίσθηκε κακή η διαγωγή του, καθώς βλέπει τον ίδιο πατέρα, με τις ίδιες διαθέσεις, τον νιώθει εντελώς διαφορετικά. Νομίζει ότι βγήκε και το περιμένει για να το δείρει, να το τιμωρήσει. Γι’ αυτό τρέμει κι απομακρύνεται φοβισμένο.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει στη σχέση μας με τον Θεό. Εκείνος που πιστεύει και αγαπά τον Θεό, που αγωνίζεται να εφαρμόσει το θέλημά του και ζη εν μετανοία εδώ στη γη, λαχταρά τη συνάντηση μαζί του και, όταν φύγει από τη γη αυτή χαίρεται στον παράδεισο. Εκείνος όμως που πέρασε τη ζωή του στην ασέβεια και έφυγε από τον κόσμο αμετανόητος, τρέμει στη θέα του Κυρίου.

* Ανατέλλει το πρωί ο ήλιος και φωτίζεται η πλάση. Οι ηλιακές ακτίνες ζεσταίνουν τον πάγο και τον λειώνουν, ζωογονούν τα φυτά. Οι ίδιες ακτίνες καθώς πέφτουν πάνω στη λάσπη την ξηραίνουν και τη σκληραίνουν και μαραίνουν τα φυτά εκείνα που, μη έχοντας ρίζα, χάνουν την ικμάδα τους. Ασφαλώς το μυστικό της διαφοράς βρίσκεται στα ίδια τα υλικά που δέχονται την ηλιακή ακτινοβολία.

* Μία πινακίδα επάνω στο ηλεκτροφόρο καλώδιο, που προστατεύει την ιδιοκτησία κάποιου, πληροφορεί τους ανθρώπους ότι δεν πρέπει να αγγίζουν το καλώδιο, διότι σ’ αυτό υπάρχει «Κίνδυνος - Θάνατος».

Ο κλέφτης αδιαφορεί για την πινακίδα και προσπαθεί να οικειοποιηθεί τα ξένα αγαθά, με αποτέλεσμα να πάθει ηλεκτροπληξία και να πέσει κάτω νεκρός. Ποιος θα κατηγορήσει τον ιδιοκτήτη της περιουσίας για το θάνατο αυτό; Κανείς. Παρόμοια ο Θεός θέσπισε τα όρια της ζωής μας, με τα οποία μας αποτρέπει από την αμαρτία και το θάνατο όπου αυτή μας οδηγεί.

Οταν εμείς εν γνώσει μας παραβαίνουμε το θέλημα του Θεού, περιφρονούμε την εντολή του και κάνουμε την αμαρτία, φυσικό είναι να οδηγηθούμε στον πνευματικό, στον αιώνιο θάνατο, στην κόλαση. Δεν μπορούμε όμως να κατηγορήσουμε γι’ αυτό τον Θεό, διότι ακριβώς το θέλημα και η εντολή του γίνεται αιτία σωτηρίας για εκείνους που υπακούν.

Το φως της Θεότητας, όπως εξηγεί ο Μ. Βασίλειος, τους μεν δικαίους, τους εκλεκτούς και τους μετανοημένους αμαρτωλούς τους φωτίζει και τους ευφραίνει, ενώ για τους αδίκους και τους αμετανοήτους γίνεται φωτιά που τους καίει.



δ. Αλλης συχνότητας

Πολλοί δυσκολεύονται να παραδεχθούν τη μέλλουσα πραγματικότητα, διότι δεν βρίσκουν μία ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα πως είναι η κόλαση και ο παράδεισος. Αλλοι με δίψα αναζητούν περιγραφές και οράματα, που με τις λεπτομερείς διηγήσεις τους ικανοποιούν μόνο την ανθρώπινη περιέργεια σχετικά με τη μορφή και τη ζωή του παραδείσου και της κολάσεως.

Αλλοι πάλι υψώνουν με αδιαφορία τους ώμους η γελούν περιφρονητικά, όταν ακούσουν να γίνεται λόγος για τα θέματα αυτά, διότι βρίσκουν παιδαριώδεις και φανταστικές αυτές τις διηγήσεις.

Σε όλους αυτούς πρέπει να εξηγήσουμε ότι η μεταφυσική πραγματικότητα υπάρχει σε μία άλλη διάσταση, σε άλλη συχνότητα, την πνευματική. Είναι αδύνατο να την κατανοήσει, πολύ περισσότερο να την εκφράσει ο άνθρωπος.

Υποθέστε ότι μία μέλισσα με κάποιο υπερφυσικό τρόπο γινόταν άνθρωπος, γνώριζε τον ανθρώπινο πολιτισμό, ζούσε στην ανθρώπινη κοινωνία και έπειτα επανερχόταν στην κατάσταση της μέλισσας και αναλάμβανε να μεταφέρει στις άλλες μέλισσες τι είδε και τι άκουσε ως άνθρωπος. Θα ήταν εντελώς αδύνατη μία τέτοια μεταφορά, διότι σε άλλη διάσταση ζη η μέλισσα και σε άλλη ο άνθρωπος.

Η, για να χρησιμοποιήσω ένα πιθανότερο παράδειγμα, σκεφθείτε ότι παίρνουμε έναν πρωτόγονο υπανάπτυκτο άνθρωπο από αυτούς που ζουν σαν τα άγρια θηρία και που συνεννοούνται μ’ ένα πενιχρότατο λεξιλόγιο 300-500 λέξεων, έναν Κάφρο π.χ. η έναν Εσκιμώο.

Τον ημιάγριο αυτόν τον εγκαθιστούμε στο Παρίσι, στη Ν. Υόρκη, στη Μόσχα η σε κάποια άλλη μεγαλούπολη. Φαντασθείτε τον να περιεργάζεται και να χρησιμοποιεί τα σύγχρονα επιτεύγματα του πολιτισμού, να χειρίζεται υπολογιστές, να κάνει ένα διαστημικό ταξίδι.

Μετά από όλα αυτά, τον ξαναφέρνουμε στους ανθρώπους της φυλής του. Γεμάτοι ενδιαφέρον εκείνοι ζητούν να μάθουν τις εμπειρίες που γνώρισε στη νέα του ζωή. Τον πολιορκούν με επίμονες ερωτήσεις. Τι να τους πεί όμως, πως να εκφράσει αυτά που γνώρισε;

Θα επαναλαμβάνει ότι είδε και άκουσε παράξενα πράγματα, ότι είχε πρωτόγνωρες εμπειρίες, αλλά δεν θα χει τη δυνατότητα να μεταφέρει τίποτε από αυτά που έζησε. Κάθε περιγραφή αυτόν μεν δεν θα τον ικανοποιεί, διότι δεν θα αποδίδει την πραγματικότητα, στους ομοφύλους του δε θα δίνει μία πολύ υποτυπώδη εικόνα.

Αυτήν την αλήθεια καταθέτει ο απόστολος Παύλος με την εικόνα του νηπίου, που χρησιμοποιεί στο Α´ Κο 13,11· «ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην· ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου». Είναι πολύ νηπιώδης η κατάστασή μας εδώ στη γη. Δεν μας παρέχει τις προϋποθέσεις για να συλλάβουμε και να εννοήσουμε την πέραν του τάφου πραγματικότητα. Γι’ αυτό είναι υποτυπώδεις και ατελέστατες οι διάφορες εικόνες και παραστάσεις που χρησιμοποιεί η αγία Γραφή για τον παράδεισο, όπως η εικόνα του ωραίου κήπου, του βασιλικού γάμου, του πλουσίου δείπνου κτλ.

Με τις απλοϊκές αυτές παραστάσεις, που εκφράζουν την ευφροσύνη, τη χαρά και την απόλαυση στην επίγεια ζωή μας, προσπαθεί να μας δώσει μία εικόνα του ασύλληπτου υπερφυσικού μεγαλείου.

Με αντίστοιχες δυσάρεστες και φρικτές παραστάσεις της παρούσης ζωής, όπως σκοτάδι, φωτιά, σκουλήκια κτλ., προσπαθεί να μας δώσει την εικόνα της κολάσεως. Περισσότερα δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε, διότι δεν έχουμε ανάλογες παραστάσεις.



ε. Ανθρωπομορφικές οι περιγραφές

Ολες οι εκφράσεις και περιγραφές με τις οποίες αναφέρεται η αγία Γραφή στην κόλαση και στον παράδεισο είναι καθαρώς ανθρωπομορφικές.

Ανθρωποπρεπώς και όχι θεοπρεπώς εκφράζεται στις περιπτώσεις αυτές η αγία Γραφή, επισημαίνουν οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας. Τονίζουν όμως ότι οι ανθρωποπαθείς εικόνες προσφέρονται για την παχύτητα της δικής μας αντιλήψεως. «Επειδή ακούς για φωτιά», λέει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, «μη νομίσεις ότι είναι τέτοια εκείνη η φωτιά. Δεν είναι υλική σαν τη δική μας φωτιά, αλλά τέτοια που γνωρίζει ο Θεός».

Αργότερα, και μάλιστα στο μεσαίωνα, οι ανθρωποπαθείς παραστάσεις πλήθυναν και η φαντασία σχετικά μ’ αυτές οργίασε. Στο υλικό της ρητορείας προστέθηκε η ποιητική και η λοιπή καλλιτεχνική παραγωγή. Ολα αυτά ενέπνευσαν πλήθος αποκρύφων ιστοριών, που κυκλοφόρησαν σε φυλλάδια και όπου γίνονται φρικτές περιγραφές της κολάσεως.

Το αποτέλεσμα ήταν ο μεν λαός να τρομοκρατείται από τις περίεργες αυτές παραστάσεις, οι δε κάπως διανοούμενοι, που νομίζουν ότι είναι «καλλιεργημένοι άνθρωποι», να δυσανασχετούν και να διατυπώνουν το ερώτημα· «Είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά;». Τέλος, οι ορθολογιστές έδωσαν αρνητική απάντηση στο ερώτημα και μαζί με την τερατώδη εικόνα της κολάσεως απέρριψαν και τον ποθητό, πανωραίο και γλυκύτατο παράδεισο και τον ίδιο τον κριτή Θεό.
----------------

Παράδεισος και Κόλαση

του Στέργιου Ν. Σάκκου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου