Β΄ ΠΕΡΙ ΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΩΣ
I. Περί γνώσεως
1. Γνώση πραγμάτων
|
Οι θεωρίες για τη λεγόμενη "φυσική αποκάλυψη" λένε πως ο άνθρωπος έχει μέσα του έμφυτη τη γνώση τού Θεού, την οποία καλλιεργεί περαιτέρω. Γεννάται δηλαδή ο άνθρωπος με τη γνώση τού Θεού. Άλλες πάλι θεωρίες λένε ότι δεν υπάρχει "φυσική αποκάλυψη" αλλά μόνο αποκάλυψη εκ μέρους τού Θεού απ' ευθείας. Είναι ένα δίλημμα που αναπτύχθηκε κυρίως μεταξύ Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών. Πρωτοστάτης τής απόψεως ότι δεν υπάρχει "φυσική αποκάλυψη" ήταν στη Δύση - και εξακολουθεί να είναι - ο Karl Barth.
Όπως και για άλλα θέματα, αυτό το πρόβλημα δεν υπάρχει μέσα στα πλαίσια τής δικής μας Ορθόδοξης παραδόσεως και σκέψεως. Θα ήθελα, πριν αρχίσουμε να μιλάμε συγκεκριμένα για τις πατερικές απόψεις, τις απόψεις τής Ορθοδόξου παραδόσεως στο θέμα τής γνώσεως τού Θεού, να θέσω γενικότερα το πρόβλημα τι είναι γνώση. Και εδώ θα αρχίσουμε εντελώς αντικειμενικά, ας πούμε, όχι ως θεολόγοι, αλλά ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, ως επιστήμονες, αν θέλετε.
Τι είναι γνώση;
Όταν λέμε ότι γνωρίζω κάτι, π.χ. το τραπέζι, αυτό σημαίνει ότι ενεργώ κατά τον εξής τρόπο: Το τραπέζι αυτό το εντοπίζω για να το ταυτίσω με τον εαυτό του. Ο Αριστοτέλης είχε εισηγηθεί αυτή τη βασική αρχή που έμεινε γνωστή ως το "τόδε τι" τού Αριστοτέλους. Όταν δείξεις προς κάτι και το ταυτίσεις και πεις ότι: αυτό είναι "αυτό" και όχι κάτι άλλο, τότε το γνωρίζεις. Δηλαδή η γνώση έχει πάντοτε σχέση με κάποια ταύτιση. Από τη στιγμή που χάνεται η ταυτότητα ενός αντικειμένου, χάνεται και η γνώση. Εάν αυτό το τραπέζι δεν είναι αυτό το τραπέζι αλλά άλλο, τότε δεν το γνωρίζω. Δεν μπορώ να το ταυτίσω, σημαίνει: "δεν μπορώ να το γνωρίσω". Επομένως, η ταυτότητα ενός αντικειμένου ή όντος, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη γνώση.
Τώρα, πώς ταυτίζουμε τα διάφορα αντικείμενα; (Αυτό έχει σχέση με τη γνωσιολογία της κάθε επιστήμης. Δεν μιλάμε τώρα ως θεολόγοι, αλλά, όπως είπαμε, γενικά). Και για να απλοποιήσω το πράγμα, σας θέτω το ερώτημα: «Με ποιο τρόπο ταυτίζω αυτό το τραπέζι και λέω συνεπώς ότι το γνωρίζω;»
Α. Ο τρόπος αυτός περιλαμβάνει σε πρώτη φάση μιαν αρνητική ενέργεια. Δηλαδή ταυτίζω αυτό το τραπέζι και λέω ότι είναι αυτό, αποκλείοντας κάτι άλλο. Δηλαδή λέω ότι το α είναι α και ότι δεν είναι β. Επομένως για να ορίσω το α, προσπαθώ να πω τι δεν είναι το α, κάνοντας μια απόκρουση ενός άλλου όντος. Όταν λέω ότι είναι αυτό, σημαίνει ότι δεν είναι εκείνο.
B. Η δεύτερη βασική ενέργεια που εμπεριέχεται στην πράξη τής γνώσης είναι - ακριβώς επειδή κάνω αυτόν τον αποκλεισμό τών άλλων αντικειμένω, - ότι είμαι υποχρεωμένος να θέσω όρια γύρω από το αντικείμενο γνώσεώς μου, να το ορίσω. (Προσέξτε, οι λέξεις έχουν σημασία). Τι σήμαίνει "ορισμός"; Ο ορισμός εμπεριέχει την έννοια τού όρου, τών ορίων που θέτω γύρω από ένα αντικείμενο. Το εντοπίζω αποκλείοντας άλλα, και θέτω όρια γύρω του.
Γ. Η τρίτη ενέργεια που κάνω και η οποία είναι συνέπεια τής δεύτερης, είναι ότι το περιγράφω (να μια λέξη πάλι που είναι γνωσιολογική, αλλά που σημαίνει ακριβώς αυτή την ταύτιση ενός αντικειμένου με τη μέθοδο τής απομονώσεώς του). Περιγραφή ενός αντικειμένου σημαίνει ότι γράφω πέριξ αυτού και κάνω ένα πλαίσιο. Λέω ότι το α είναι α, και δεν είναι β. και δι' αυτού τού τρόπου το γνωρίζω. Τώρα, πώς κάνω την περιγραφή; Την περιγραφή για να την κάνω, χρησιμοποιώ ορισμένες ιδιότητες, που έχει το αντικείμενο. Π.χ. αυτό το τραπέζι για να πω ότι το περιγράφω και το γνωρίζω περιγράφοντάς το, πρέπει να του δώσω ένα σχήμα. Εάν χάσει το σχήμα του, δηλαδή αυτό που ο χώρος και ο χρόνος μου επιτρέπει, θα πω ότι αυτό το τραπέζε είναι άλλο από εκείνο το τραπέζι. Το γνωρίζω ως άλλο. Φαντασθείτε εάν εκλείψει ο χώρος και ο χρόνος και εκλείψει και η δυνατότητα τής απομονώσεως και τής περιγραφής βάσει τού σχήματος τού τραπεζιού, και ενωθεί αυτό το τραπέζι με το άλλο το τραπέζι σε απόλυτο βαθμό, τότε δεν μπορώ πλέον να το γνωρίζω το τραπέζι. Η ταυτότητα χάνεται και δημιουργείται σύγχυση τών αντικειμένων. Χάνεται η γνώση.
Επομένως, η περιγραφή, με την έννοια αυτή τής χρησιμοποιήσεως τών ορίων που θέτει ο χώρος και ο χρόνος μεταξύ δύο αντικειμένων είναι απαραίτητο στοιχείο και πραγματοποιείται με βάση τις ιδιότητες που έχει ένα αντικείμενο (π.χ. το σχήμα του), και αυτό προχωρεί περισσότερο (ο Αριστοτέλης τα ανέλυσε όλα αυτά), με τις ιδιότητες τών αντικειμένων, οι οποίες προέρχονται από μια κρίση που εκφέρει το υποκείμενο τής γνώσεως. Δηλαδή λέω ότι αυτό το τραπέζι είναι τετράγωνο (καθώς προχωρεί η γνώση τού τραπεζιού ορίζω πλέον το σχήμα του και λέω ότι είναι τετράγωνο).
Αλλά από πού παίρνω την έννοια τού τετραγώνου; Είναι μια έννοια. Ο Πλάτων θα έλεγε ότι είναι μια ιδέα που παίρνουμε από τον μόνιμο κόσμο τών ιδεών και την εφαρμόζουμε στα αισθητά αντικείμενα. Ο Αριστοτέλης λέει ότι δεν είναι ιδέα, αλλά ιδιότητες που τις έχει το ίδιο το αντικείμενο. Έχουμε συνεπώς μέσα στο τραπέζι την ιδιότητα τού τετραγώνου.
Εν πάσει περιπτώσει, αυτό για να το πω τετράγωνο πρέπει να χρησιμοποιήσω ένα λογικό σχήμα, το οποίο δεν εφαρμόζεται μόνο στο τραπέζι αλλά είναι γενικότερο. Εφαρμόζεται και σε άλλα αντικείμενα. Δεν είναι μόνο το τραπέζι τετράγωνο. Εάν υποτεθεί ότι μόνο το τραπέζι στον κόσμο όλο είναι τετράγωνο, δεν θα μπορούσα να το πω τετράγωνο. Την έννοια τού τετραγώνου, τη δανείζομαι από εμπειρία άλλου αντικειμένου. Και θα φθάσουμε και σ' αυτό (και θα δείτε πόσο καίριο είναι αυτό όταν πρόκειται για τη γνωσιολογία τού Θεού, που είναι ένα μεγάλο πρόβλημα).
Εν πάσει περιπτώσει, τώρα είμαστε στο σημείο που περιγράφουμε το αντικείμενο χρησιμοποιώντας τις διάφορες ιδιότητές του, οι οποίες εκτός από το σχήμα, περιλαμβάνουν και χίλια δυο άλλα πράγματα. Όσο πιο πολλές είναι οι ιδιότητες που προσθέτω, τόσο πιο πολύ το γνωρίζω το αντικείμενο. Π.χ. είναι τετράγωνο. Μετά πάω στο χρώμα. Έχει αυτό το χρώμα. Μετά πάω σε διάφορα άλλα χαρακτηριστικά του. Και καταλήγω βάσει αυτών - και αυτό είναι το αμέσως επόμενο στοιχείο - στη δυνατότητα να χρησιμοποιήσω το αντικείμενο. Και ορίζω το αντικείμενο βάσει πλέον τής χρησιμότητάς του. Λέω ότι είναι τραπέζι, διότι κάθομαι και γράφω επάνω, ή τρώγω. Επομένως έχουμε πάντα μια λανθάνουσα χρησιμοθηρική πλευρά σε αυτή τη γνώση που προέρχεται από τον εντοπισμό τών ιδιοτήτων ενός αντικειμένου. Διότι οι ιδιότητες αυτές αμέσως προσφέρονται για χρήση. Είτε η χρήση αυτή είναι αισθητική, (π.χ. είναι ωραίο), είτε το αντικείμενο είναι εντελώς εκμεταλλεύσιμο από πλευράς πραγματιστικής, οπότε το χρησιμοποιώ για κάποιο σκοπό.
Επομένως, συνοψίζω, στη γνώση ενός αντικειμένου, για να το γνωρίσουμε, να το ταυτίσουμε, έχουμε αποκλεισμό άλλου αντικειμένου, περιγραφή βάσει ιδιοτήτων που έχει το αντικείμενο αυτό με τη βοήθεια τού χρόνου ή τού χώρου.
Διότι δεν ταυτίζουμε μόνο αντικείμενα που βλέπουμε με τα μάτια μας, αλλά ταυτίζουμε και αντικείμενα που δεν βλέπουμε. Τον πατέρα μου τον ταυτίζω, τον γνωρίζω. Δεν ζει. Ο χρόνος όμως κατέστησε δυνατή την απομόνωσή του από εμένα. Αλλιώς θα υπήρχε σύγχυση μεταξύ του πατέρα μου και εμού. Αν τα πράγματα ήταν συγκεχυμένα δεν θα τον γνώριζα ποτέ. Τον γνωρίζω χάρη σε αυτή την απόσταση που ο χώρος και ο χρόνος δημιουργεί, όπως είπαμε για το τραπέζι. Επομένως αυτή η περιγραφή που κάνω με τη βοήθεια του χώρου και του χρόνου, με βοηθάει να ξεχωρίζω ότι το α είναι α και δεν είναι β. Τα πράγματα λοιπόν τα γνωρίζω βάσει αυτής της διαδικασίας της περιγραφής, η οποία με οδηγεί στην επισήμανση των ιδιοτήτων. Και λόγω της επισημάνσεως των ιδιοτήτων, οδηγούμαι και στη δυνατότητα, όπως είπα, της αξιολογήσεώς τους, και της χρησιμοποιήσεώς τους. Λέω ότι αυτό το τραπέζι είναι μεγαλύτερο από το άλλο, είναι καλύτερο από το άλλο κ.ο.κ. Αυτή η σύγκριση που κάνω, προσφέρει και τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσω μετά. Να πω: «τώρα θέλω ένα μεγαλύτερο τραπέζι, δεν μου κάνει αυτό». Όλη αυτή η διαδικασία της γνώσεως ενυπάρχει μέσα σ’ αυτό που λέμε: «επιστημονική γνώση», η οποία εξαρτάται πάρα πολύ από το πολιτιστικό πεδίο και την πολιτιστική εποχή στην οποία ζει κανείς, για να δείτε ποιες από αυτές τις ιδιότητες αποτελούν χρήσιμες ιδιότητες. Π.χ. στην αρχαία Ελληνική εποχή που έδινε σημασία στην ομορφιά, η ιδιότητα του σχήματος, της ομορφιάς, ήταν η βασική ιδιότητα για να γνωρίσεις κάτι. Στη σημερινή εποχή και ιδίως στη Δύση (όπου και βλέπουμε πόσο υποφέρουν οι θεωρητικές επιστήμες), η γνώση συνοδεύεται από τη χρήση. Εάν δεν προσφέρεις με τη γνώση κάτι που να είναι χρήσιμο και να παράγει αποτελέσματα, δεν προσφέρεις τίποτα. Είναι σαν να μην γνωρίζεις. Δεν ενδιαφέρει αυτή η γνώση. Τι να μιλάμε τώρα για το Θεό, ή την τέχνη. Τι μας προσφέρει; Ποια είναι τα αποτελέσματα; Και σήμερα στην Αγγλία κινδυνεύουν να κλείσουν οι θεωρητικές Σχολές, διότι η φιλοσοφία που επικρατεί είναι, «τι ωφελείται η βιομηχανία από αυτές τις Σχολές;… Δώστε τα λεφτά στις Σχολές που παράγουν αποτέλεσμα». Και πώς παράγεται αποτέλεσμα; Από αυτή τη διαδικασία της γνώσεως, η οποία καθορίζει και περιγράφει τις ιδιότητες των αντικειμένων, τις εντοπίζει και επομένως προσφέρει τη δυνατότητα της χρήσεως και τη δυνατότητα της ωφέλειας μέσω της γνώσεως αυτής.
Λοιπόν, αυτή είναι βασικά η μέθοδος που χρησιμοποιεί κανείς στην επιστήμη. Παρ’ όλο που πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι μετά τον Αϊνστάϊν και κυρίως μετά τη σύγχρονη θεωρία των κβάντων έχουμε οπωσδήποτε μιαν αλλαγή της αντιλήψεως πώς ο ερευνητής, δηλαδή ο γνωρίζων, παίρνει μιαν απόσταση έναντι του αντικειμένου της γνώσεώς του. Διότι, όπως ξέρετε, η φυσική επιστήμη σήμερα πιστεύει ότι ο ερευνητής είναι εμπεπλεγμένος μέσα στη διαδικασία γνώσεως του αντικειμένου και επηρεάζει αυτή τη γνώση. Δηλαδή το να γνωρίζω ότι αυτό το τραπέζι είναι τετράγωνο δεν είναι θέμα απλώς εντοπισμού της ιδιότητας του τετραγώνου που έχει αυτό το τραπέζι. Αλλά ο πειραματιζόμενος επηρεάζει το αποτέλεσμα του πειράματος. Δεν είναι επομένως το πείραμα απλώς το «αντικείμενο» το οποίο έχει κάποιες ιδιότητες. Τις ιδιότητες τις δίνουμε και εμείς. Και η γνώση είναι συνάρτηση της δικής μας εμπλοκής μέσα σ’ αυτήν τη διαδικασία, σε σημείο που να αλλάζει εντελώς η γνώση. Δεν μπορούμε βέβαια να το αναπτύξουμε αυτό εδώ. Παρένθεση κάνουμε. Θέλω να πω όμως, ότι βασικά η κλασσική, η προ του Αϊνστάϊν και εν πολλοίς η κοινή αντίληψη περί γνώσεως, έχει αυτά τα στοιχεία που σας περιέγραψα. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου