Δεύτερο Μέρος της Δογματικής
E. ΠΕΡΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
4. Συνέπειες της πτώσεως του ανθρώπου
Μέχρι τώρα είδαμε Πως κατέστη δυνατή η πτώση του ανθρώπου. Η πτώση του ανθρώπου κατέστη δυνατή λόγω της ελευθερίας του. Το κακό λοιπόν μπήκε στον κόσμο λόγω της ελευθερίας. Αν δεν υπήρχε ελευθερία δεν θα υπήρχε κακό, δεν θα υπήρχε αμαρτία. Τα ζώα δεν αμαρτάνουν. Μπορεί να κάνουν τις ίδιες πράξεις που χαρακτηρίζονται αμαρτωλές για έναν άνθρωπο αλλά δεν είναι αμαρτωλές για ένα ζώο. Διότι δεν είναι η πράξη που καθιστά αμαρτωλό κάτι, είναι η άσκηση της ελευθερίας. Το ζώο δεν έχει ελευθερία. Συνεπώς ο άνθρωπος ασκώντας την ελευθερία του αμαρτάνει ή δεν αμαρτάνει.
Είπαμε ότι ήταν απαραίτητη για το κτιστό η ελευθερία. Είπαμε ακόμη ότι την ελευθερία αυτήν ο άνθρωπος την έχει κατ' αποκλειστικότητα μέσα στο κτιστό με την μορφή της συνδέσεως και του υλικού κόσμου με τον άκτιστο Θεό και όχι μόνο του άϋλου κόσμου, και ότι λόγω του ότι είναι ελευθερία που δόθηκε στο κτιστό και όχι στο άκτιστο, ασκείται με την μορφή της παραδοχής ή της απορρίψεως ενός δεδομένου γεγονότος, μιας δεδομένης καταστάσεως. Διότι το κτιστό ακριβώς αυτό είναι, είναι αυτό που αντιμετωπίζει δεδομένες καταστάσεις. Η διαφορά μεταξύ του κτιστού και του ακτίστου είναι ότι το άκτιστο φυσικά δεν έχει τίποτε δεδομένο σε αυτό, ό, τι υπάρχει προέρχεται από την δική του θέληση, δεν του το έφτιαξε κάποιος άλλος, αλλιώς δεν θα ήταν άκτιστο. Το κτιστό δεν θα ήταν κτιστό, αν δεν είχε δεδομένη την ύπαρξή του και επομένως και την ύπαρξη αυτού ο οποίος του έδωσε την ύπαρξη. Αυτό λοιπόν του δημιουργεί την ανάγκη ν ασκήσει την ελευθερία με το ναι ή με το όχι, με την παραδοχή ή την απόρριψη των δεδομένων καταστάσεων.
Θυμηθείτε τώρα τι είπαμε προηγουμένως, ότι είναι ανάγκη το κτιστό για να επιζήσει, για να ξεφύγει από το μηδέν, να βρίσκεται σε σχέση ενότητος με το άκτιστο. Δεν μπορεί διαφορετικά να ζήσει. Θυμηθείτε επίσης ότι ο άνθρωπος, δημιουργήθηκε ακριβώς για να πραγματοποιήσει αυτήν την ένωση του κτιστού με το άκτιστο· και ας έρθουμε στο θέμα που θίξαμε προηγουμένως, ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζοντας αυτήν την κλήση από τον Θεό, αποφάσισε να ασκήσει την ελευθερία του αρνητικά και είπε, όχι εγώ δεν ενώνω το κτιστό με το άκτιστο. Εγώ ενώνω το κτιστό με τον εαυτό μου. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της φράσεως της Γραφής ότι ο Αδάμ υπέκυψε στον πειρασμό να πει ότι θα γίνει αυτός θεός. Συνεπώς μετέφερε το κέντρο της αναφοράς που δημιουργεί την σχέση από τον άκτιστο Θεό, στον κτιστό εαυτό του. Θεοποίησε τον εαυτό του. Απέρριψε δηλαδή τον Θεό, είπε όχι στον δεδομένο Θεό, δεν είσαι για μένα δεδομένος, θα φτιάξω εγώ τον δικό μου θεό, που είμαι εγώ ο ίδιος. Όλα λοιπόν θα αναφέρονται σε μένα αντί να αναφέρονται σε Σένα, και με αυτόν τον τρόπο λέμε ότι έπεσε ο άνθρωπος. Έπεσε η κτίση όλη. Γιατί; Εδώ είναι τώρα η ανάλυση που πρέπει να κάνουμε για το γεγονός της πτώσεως.
Είπαμε ότι η κτίση θα σωζότανε μόνο αν ενωνότανε με τον Θεό, και ότι αυτό θα το έκανε μόνο ο άνθρωπος. Είπαμε και το γιατί. Τώρα που ο άνθρωπος αποφάσισε να στρέψει την κτίση όλη στον εαυτό του και να κάνει τον εαυτό του θεό, το έσχατο σημείο αναφοράς, δημιουργήθηκαν οι εξής συνέπειες: Η πρώτη ήταν ότι ο άνθρωπος πίστεψε ότι μπορεί αυτός την κτίση όλη να την εξουσιάζει ελεύθερα, σαν να ήτανε δική του δημιουργία, και συνεπώς δημιουργήθηκε αμέσως μια διαμάχη, μια αντίθεση μεταξύ του ανθρώπου και της φύσεως, μια έχθρα. Αυτή η έχθρα κατέστησε την φύση χώρο δυστυχίας του ανθρώπου, διότι δεν βρισκόταν πλέον σε αρμονία μαζί της. Αυτή η δυσαρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσεως ήταν η δυσαρμονία, η αντίθεση μεταξύ προσώπου και φύσεως, μεταξύ ελευθερίας και ανάγκης, και συνεπώς, δεν μπορούσε σε αυτόν τον κόσμο ο άνθρωπος να επιβιώσει παρά μόνο μαχόμενος, παλεύοντας εναντίον της φύσεως.
Η φύση από την άλλη μεριά, πήρε κι αυτή διαστάσεις προσωπικές, θα έλεγε κανείς, δηλαδή πήρε για τον ίδιο τον άνθρωπο διαστάσεις θεϊκές. Επειδή στην πάλη αυτήν με την φύση, έβλεπε τις αδυναμίες του έναντι αυτής, του δημιουργήθηκε αυτομάτως η συνείδηση της υπεροχής της φύσεως έναντί του. Όταν στην πάλη αυτή ηττάτο ο άνθρωπος, όταν νικούσε η φύση, αυτομάτως ο άνθρωπος αισθανόταν την υπεροχή της και έχοντας διώξει τον Θεό σαν το έσχατο σημείο αναφοράς, άρχισε να κάνει έσχατα σημεία αναφοράς πλέον, να απολυτοποιεί τις δυνάμεις της φύσεως. Έτσι η επόμενη συνέπεια της πτώσεως ήταν η ειδωλολατρία. Η διαμάχη λοιπόν του ανθρώπου με την φύση οδήγησε τελικά στην θεοποίηση της φύσεως. Όταν ένας κεραυνός π.χ. εμφανιζόταν απειλητικός και δεν μπορούσε να τον ελέγξει ο άνθρωπος με την δύναμή του, τον θεοποίησε. Και έτσι συνέβη αυτό που λέει η Γραφή ότι «αντήλλαξαν τον κτίστη με τα κτίσματα». Η κτίση πλέον θεοποιήθηκε. Καταλαβαίνετε λοιπόν Πως φθάσαμε στην θεοποίηση της κτίσεως, από πιο μονοπάτι προχωρούμε στις συνέπειες, οι οποίες είναι πραγματικά τραγικές για τον άνθρωπο, αλλά και για την ίδια την φύση. Επειδή ο άνθρωπος είναι κτιστός και η φύση περιμένει από τον άνθρωπο αυτή την αναφορά της στον άκτιστο Θεό για να επιζήσει, τώρα που ο άνθρωπος πήρε την θέση του Θεού και το μόνο σημείο αναφοράς της κτίσεως ήταν ο κτιστός άνθρωπος, δημιουργήθηκε για όλη την κτίση μια απάτη ως προς την ζωή και την ύπαρξη. Περιορίστηκε δηλαδή ο άνθρωπος και η κτίση όλη στην ζωή, η οποία υπαγορεύεται και κατευθύνεται από τους νόμους της φύσεως, την βιολογική ζωή, η οποία δίνει την εντύπωση της ζωής, της υπερβάσεως του θανάτου, αλλά στην πραγματικότητα οδηγεί στον θάνατο.
Έτσι η πτώση του ανθρώπου οδηγεί στην συνέπεια να χάσει ο άνθρωπος, να χάσει γενικά όλη η κτίση την έννοια της αλήθειας, την έννοια της αληθινής ζωής και να απατηθεί με την εντύπωση ότι αυτό που ονομάζει ζωή είναι ζωή, ενώ είναι θάνατος. Έτσι μπαίνει ο θάνατος σαν συνώνυμος της ζωής. Προσέξτε, αυτή είναι ίσως η τραγικότερη συνέπεια της πτώσεως, το ότι ο θάνατος μπαίνει σαν συνώνυμος της ζωής. Τι εννοώ με αυτό; Έχουμε την αφελή εντύπωση ότι ο θάνατος είναι ένα σημείο στο τέλος της ζωής του ανθρώπου. Λέμε ότι αυτός πέθανε σε ηλικία 90 ετών, σαν ο θάνατος να εμφανίστηκε στα 90 του χρόνια. Στην πραγματικότητα όμως αυτός ο άνθρωπος άρχισε να πεθαίνει από την ώρα που γεννήθηκε. Η Βιολογία θεωρεί τον θάνατο σαν μια διαδικασία που αρχίζει ταυτόχρονα με την γέννηση. Περισσότερο η σύγχρονη Βιολογία, οι τελευταίες θεωρίες περί γηράνσεως συνδέουν την γήρανση με την αναπαραγωγή. Στα ενόργανα όντα τουλάχιστον και ειδικότερα στα θηλαστικά αρχίζει ο κύκλος της γηράνσεως από την ώρα που θα φθάσει ο οργανισμός στο σημείο της δυνατότητας της αναπαραγωγής. Και είναι χαρακτηριστικό αυτό, διότι συνδέεται ακριβώς με το μυστήριο, το φαινόμενο της ζωής. Το φαινόμενο της ζωής έχει μέσα του το φαινόμενο του θανάτου. Η απάτη στην υπόθεση αυτή, η συσκότιση της αληθείας είναι ότι δίνεται η εντύπωση, και όταν λέω η εντύπωση εννοώ υπαρξιακά, βιωματικά, όλοι την ζούμε αυτήν την εντύπωση, ότι ζούμε. Καλύπτουμε την αλήθεια του θανάτου από τα μάτια μας. Μιλούμε τώρα με βιολογικές, οντολογικές κατηγορίες. Όταν πάμε στις ψυχολογικές κατηγορίες είναι ακόμη πιο σαφή τα πράγματα. Δεν θέλουμε καν να σκεφτούμε τον θάνατο, ή δεν μπορούμε ψυχολογικά. Αλλά δεν είναι το ψυχολογικό το σπουδαιότερο. Είναι το βιολογικό, το οντολογικό. Αυτά ήδη είναι διεργασίες μέσα στον οργανισμό που συμβαίνουν. Οι διεργασίες της φθοράς υπάρχουν, δεν τις βλέπουμε. Είναι έτσι φτιαγμένη η βιολογική ύπαρξη, ώστε να μην βλέπει την αλήθεια. Κι αν την δει, θα την δει μόνο ψυχολογικά, δεν μπορεί να τη δει οντολογικά. Δεν γίνεται, είναι έτσι τα πράγματα εκτός του ελέγχου μας.
Μπήκαμε λοιπόν σ' έναν κύκλο ψευδούς ζωής και γι' αυτό το Ευαγγέλιο μιλά περί αληθινής ζωής. Γιατί χρειάστηκε να γίνει αυτή η διάκριση; Λέμε αληθινή ζωή. Τι είναι αληθινή ζωή; Την έχουμε αποπνευματοποιήσει. Αυτές οι ελληνικές αντιλήψεις, δεν είναι Βιβλικές. Όταν μιλάει για αληθινή ζωή δεν εννοεί μια άλλη ζωή, όπως την λέμε πνευματική. Εννοεί μια ζωή που δεν πεθαίνει, μια ζωή που δεν υφίσταται αυτήν την απάτη της λεγομένης ζωής, η οποία οδηγεί στον θάνατο. Συνεπώς, η αληθινή ζωή είναι η ζωή, η οποία δεν αποδεικνύεται ψευδής, διότι δεν την νικά ο θάνατος. Η αληθινή ζωή πηγάζει από την Ανάσταση του Χριστού, από τον Χριστό, ακριβώς διότι εκεί ο φυσικός θάνατος, υπερβαίνεται. Δεν πρόκειται για παραθεώρηση του φυσικού θανάτου, για μια άλλη ζωή. Όχι. Η άλλη ζωή που λέμε στην κοινή γλώσσα είναι η προέκταση αυτής της ζωής, η αληθινή πλευρά αυτής της ζωής. Συνεπώς ο θάνατος, αυτή η απατηλή ζωή, που έχει μέσα της τον θάνατο, είναι απόρροια της πτώσεως και είναι κακός, απαράδεκτος. Δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί από χριστιανική άποψη ο θάνατος ως καλός.
Η υπέρβαση του θανάτου, λοιπόν, είναι το κατ' εξοχήν ευαγγέλιο, που έχει να προσφέρει η Εκκλησία. Ο Χριστός με την Ανάστασή Του, που σημαίνει υπέρβαση του φυσικού θανάτου, μας δίνει την πεποίθηση, την ελπίδα, ότι αυτό το μείγμα της αληθινής ζωής και της ψεύτικης, το οποίο ζούμε, θα ξεκαθαρίσει μια μέρα, μπορεί να ξεκαθαρισθεί, να φύγει το στοιχείο του θανάτου και να μείνει το στοιχείο της ζωής. Αυτή είναι η αληθινή και η αιώνιος ζωή, διότι η αληθινή ζωή είναι και αιώνιος ζωή. Η δε λέξη αιώνιος στην ΚΔ, στην Γραφή, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά προέκταση της σημερινής ζωής. Μόνο στον Πλατωνισμό το αιώνιο είναι αντιπαράθεση του τωρινού, ένα άλλο επίπεδο. Δεν έχουμε επίπεδα αυτού του είδους στην Βιβλική αντίληψη. Στην Βιβλική αντίληψη έχουμε ευθείες γραμμές. Ο χρόνος, συνεπώς η ιστορία, το σώμα και η πορεία αυτή της ύλης, του υλικού κόσμου, είναι ευλογημένο σημείο της δημιουργίας. Ενώ για τον Πλατωνισμό είναι κακό σημείο αυτό, αφού πρέπει να φύγουμε από τον χρόνο για να λυτρωθούμε, να πάμε σε άλλο επίπεδο, να πετάξουμε έξω από τον χρόνο. Και πολλοί Χριστιανοί, δυστυχώς, ερμηνεύουν τα πράγματα με αυτόν τον πλατωνικό τρόπο και μας λένε: Πέθανε αυτός; Μακάρισέ τον. Έφυγε από αυτόν τον ψεύτικο κόσμο. Έφυγε από τον χρόνο. Πήγε στην αιωνιότητα, όπου δεν υπάρχει χρόνος. Αυτά δεν είναι χριστιανικά. Η προσδοκία, λοιπόν, της Αναστάσεως είναι η προσδοκία ακριβώς της υπερβάσεως του θανάτου και της καθάρσεως της υπάρξεως, ώστε το ψευδές και το απατηλό να φύγει από την μέση.
Επανέρχομαι λοιπόν στον τρόπο, με τον οποίον μπήκε το απατηλό και το ψεύτικο, το οποίο έχει σχέση ακριβώς με το μηδέν, από το οποίο ξεκίνησε η δημιουργία. Φανταστείτε ότι έχουμε τον κόσμο, που προέρχεται από το μηδέν, δεν υπάρχει τίποτε πριν. Επομένως έχουμε μια οντότητα Α, η οποία δεν έχει να στηριχθεί πίσω της, δεν έχει προϋπαρξη. Αυτή η οντότητα στην δημιουργία αποτελεί πολλαπλότητα, διότι η δημιουργία δεν είναι ένα πράγμα, δεν έφτιαξε ο Θεός ένα ον, έφτιαξε πολλά. Η δημιουργία ξεκινά με πολλαπλότητα. Μεταξύ λοιπόν καθενός από αυτά τα στοιχεία παρεισδύει το μηδέν. Μεταξύ Α και Β, επειδή και το Β είναι κτιστό και κάθε συγκεκριμένο ον που δημιουργείται είναι κτιστό, υπάρχει απόσταση, διάσταση μεταξύ των όντων. Η διάσταση μεταξύ των όντων εκφράζεται στην κτίση με δύο στοιχεία. Με τον χώρο και τον χρόνο. Μεταξύ του Α και του Β ή του Β και του Γ υπάρχει οπωσδήποτε χώρος και χρόνος. Μεταξύ αυτών υπάρχει χώρος και χρόνος, που τους δίνει την υπόστασή τους, τα συνδέει μεταξύ τους αλλά και τα χωρίζει. Επενεργεί δηλαδή ο χώρος και ο χρόνος - κι εδώ είναι πάλι η απάτη που δημιουργείται - ταυτοχρόνως ως συνδετικός κρίκος και ως διαφορετικός παράγων. Πάρτε τον χώρο που έχουμε εμείς εδώ. Ο χώρος είναι το στοιχείο που μ ενώνει μαζί σας. Αν δεν υπάρχει ο χώρος, δεν μπορώ εγώ να ενωθώ μαζί σας, δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε. Ο ίδιος χώρος με την ίδια ενέργεια, την ενωτική, επενεργεί και διαιρετικά μαζί μας, διότι χάρη σε αυτόν τον χώρο εγώ μπορώ να χωρίσω τον εαυτό μου από σάς και να διαιρεθώ από σάς. Το ίδιο κάνει και ο χρόνος. Ο χρόνος μεταξύ του πατέρα μου και εμού είναι αυτός που με ενώνει με τον πατέρα μου, αλλά το ότι ο πατέρας μου ήταν κάποτε, ενώ εγώ είμαι τώρα, ο χρόνος που μεσολαβεί, με χώρισε από τον πατέρα μου. Αυτή η διείσδυση του χώρου και του χρόνου ως ενωτικού και συγχρόνως ως διαιρετικού στοιχείου, καθιστά όλα τα κτιστά όντα - και όλα αυτά ξεκινούν από το αρχικό μηδέν - τα καθιστά φθαρτά. Τι θα πει φθαρτά; Διαιρετά και υποκείμενα σε αποσύνθεση. Συνθέτει λοιπόν ο χώρος και ο χρόνος και αποσυνθέτει συγχρόνως τα όντα, και με αυτόν τον τρόπο επαληθεύεται αυτό που είπαμε προηγουμένως, η απάτη της ζωής. Δημιουργείται μια ζωή, η οποία διαποτίζεται από τον θάνατο, από την διαίρεση, διότι ο θάνατος τι είναι; Είναι ο χωρισμός, η φθορά, η αποσύνθεση της υπάρξεως. Εδώ έχουμε έναν σύνθετο κόσμο, ο οποίος με τον θάνατο διαλύεται. Το Α και το Β δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, το Β δεν επικοινωνεί με το Γ. Αλλά και το Β είναι σύνθετο, διότι αποτελείται από στοιχεία μικρότερα, κι όπως μέσα σε ένα θάνατο ενός ανθρώπου π.χ. έχουμε δύο πλευρές χωρισμού, η μία είναι ο χωρισμός μεταξύ του Α και του Β, ο προσωπικός χωρισμός, η άλλη είναι ότι το σύνολο, αυτό που λέγεται άνθρωπος Α, διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, και τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται διαλύονται και επέρχεται μια διάλυση της ενότητας, την οποία ο ίδιος ο χώρος και ο χρόνος εξασφάλισαν. Δηλαδή όλα τα όντα αυτά υπόκεινται στην επίδραση του μηδενός, από το οποίο ξεκίνησαν. Αυτό το σύνολο λοιπόν, που λέγεται κόσμος, και που ξεκινάει από το μηδέν, πρέπει να συνδεθεί με το σύνολο, το οποίο δεν έχει αυτές τις διαδικασίες, διότι ο Θεός μη ξεκινώντας από το μηδέν και μη ζώντας σε χώρο και χρόνο, δεν υπόκειται σε αυτήν την μοίρα. Και η μόνη αληθινή ζωή είναι εκεί, που δεν υπάρχει ο θάνατος.
Σαν συμπέρασμα θέλω να βγάλω ότι, κόβοντας τον δεσμό ο άνθρωπος, αφέθηκε σε αυτήν την μοίρα. Εξαπατήθηκε λοιπόν και απατάται νομίζοντας ότι ζει, ενώ πεθαίνει, νομίζοντας ότι με τον χρόνο και τον χώρο φτιάχνει κάτι. Έτσι εμφανίζεται η απάτη της ιστορίας, ότι δηλαδή μέσα στον χρόνο, στην ανέλιξη της ιστορίας εξασφαλίζεται η αιωνιότητα. Δεν γίνεται αυτό χωρίς να κλείσει κανείς τα μάτια στο πρόβλημα του θανάτου, να μην τον ενδιαφέρει δηλαδή αν όλα τα όντα φθείρονται και χαλούν, να ενδιαφέρεται για την ανθρωπότητα, αν θα επιζήσει, αλλά όχι για συγκεκριμένους ανθρώπους, αν θα επιζήσουν. Η Χριστιανική Δογματική όμως θα πρέπει να πάρει στα σοβαρά το γεγονός της φθοράς, το γεγονός του θανάτου του κάθε ανθρώπου, του κάθε όντος, να πιστέψει ότι όντως ο κόσμος υπόκειται στην φθορά και από κει και πέρα τι λύση θα δώσουμε σε αυτό το πρόβλημα είναι άλλο θέμα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου