Δεύτερο Μέρος της Δογματικής
Δ. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
2. Η μεταφορά τών όρων "ουσία", "ενέργεια" και "πρόσωπο" στη Θεολογία. (Το πρόβλημα τής ελευθερίας)
ΣΤ. Το δόγμα της Δημιουργίας
β. Η διόρθωση των Πλατωνικών ιδεών από τη Χριστιανική πίστη
Το δεύτερο ιστορικό στοιχείο στο οποίο αντιδρά η Εκκλησία δια του Συμβόλου της Πίστεως είναι η έννοια περί δημιουργίας, ο οποία κυκλοφορούσε στη φιλοσοφία της εποχής εκείνης ξεκινώντας από τον Πλατωνισμό και φθάνοντας μέχρι τον Νεοπλατωνισμό, ο οποίος είχε επιφέρει κι αυτός τις αλλοιώσεις του στον αρχικό Πλατωνισμό. Σας υπενθυμίζω τις βασικές θέσεις του Πλατωνισμού, στις οποίες αντιδρά η Εκκλησία με το Σύμβολο.
Ο καθαρός Πλατωνισμός εμφανίζεται στο έργο Τίμαιος του Πλάτωνα. Εκεί πράγματι ο Θεός καλείται Δημιουργός και Πατήρ συγχρόνως και Νους. Και συνεπώς εκεί, θα έλεγα σε σχέση με τον Γνωστικισμό, έχουμε συγγένεια της Χριστιανικής σκέψεως με τον Πλατωνισμό και όχι με τον Γνωστικισμό. Αλλά υπάρχουν και άλλα βασικά σημεία στα οποία η πατερική σκέψη διεφώνησε με τον πλατωνισμό και αυτά είναι τα εξής:
Πρώτα είναι η αντίληψη ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες. Δηλαδή ο Πλατωνισμός δεχόταν το θεό Δημιουργό κατ’ ανάγκην, διότι δεν μπορούσε να μη δώσει μορφή στις ιδέες οι οποίες προϋπήρχαν και στην ύλη. Έπρεπε να δώσει κάποια μορφή στο χάος. Ήταν υποχρεωμένος να δημιουργήσει τον κόσμο. Ήταν ανάγκη). Αυτή την αντίληψη η οποία εισήγε την έννοια της ανάγκης στη δημιουργία, την αντικατέστησε η Χριστιανική αντίληψη περί δημιουργίας με τη θέση ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ της ελευθέρας θελήσεως του Θεού και όχι κατ’ ανάγκην. Επί πλέον χρειάσθηκε για να αντιμετωπίσει τις πλατωνικές ιδέες περί δημιουργίας η Εκκλησία και η πατερική θεολογία να τονίσει την έννοια της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός. Να τονίσει δηλαδή ότι δεν υπήρχε προϋπάρχουσα ύλη ούτε μετά με τον Πλωτίνο, ο οποίος εμφανίζει τον κόσμο σαν μια προέκταση, απορροή, αυτών των σκέψεων του νου του Ενός, ο οποίος διαχέεται σε πολλά και ο κόσμος δημιουργείται από αυτή την απορροή των σκέψεων του Θεού. Αυτήν την αντίληψη περί δημιουργίας η Εκκλησία δεν μπορούσε να τη δεχθεί διότι πάλι θα σήμαινε ότι ο κόσμος κατά κάποιον τρόπο ήταν μια αναγκαία προέκταση της υπάρξεως του Θεού. Ο Θεός δηλαδή προεξέτεινε τον ίδιο τον εαυτό Του ή τις σκέψεις Του δημιουργώντας τον κόσμο και μ' αυτόν τον τρόπο ο Θεός κι ο κόσμος δένονται αιώνια και αδιάσπαστα κι ο κόσμος είναι κι αυτός κατά κάποιον τρόπο αιώνιος, όπως είναι κι ο Θεός.
Στον Ωριγένη έχουμε μια προσπάθεια να εκφρασθεί και το ένα και το άλλο μαζί, λέγοντας ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός αλλά η δημιουργία ήταν μια αιώνια πράξη του Θεού. Εισήγαγε δηλαδή την αιωνιότητα της δημιουργίας με το επιχείρημα ότι ο Θεός δεν μπορούσε να είναι παντοδύναμος αν δεν έχει αντικείμενα, πάνω στα οποία να ασκήσει την παντοδυναμία Του. Επομένως υπήρχε αιώνια μια μορφή δημιουργίας. Αλλά αυτό δημιούργησε προβλήματα κι επομένως και αυτό πρέπει να απορριφθεί. Μένουμε λοιπόν, μόνο με την αντίληψη ότι ο κόσμος δημιουργείται εκ του απολύτου μηδενός, δεν είναι προϋπαρκτός μέσα στη σκέψη του Θεού, αλλά είναι αποτέλεσμα της απολύτου ελευθέρας βουλήσεως του Θεού και "ην ποτε ότε ουκ ην", ήταν κάποτε που δεν υπήρχε, κι αυτό το εννοούμε με την απόλυτη έννοια. Δεν ήταν καν ο κόσμος ούτε στη σκέψη του Θεού.
Εδώ χρειάζεται πολλή επεξήγηση διότι δημιουργείται μια δυσκολία με την αντίληψη ότι η δημιουργία του κόσμου δια του Λόγου του Θεού ήταν "βουλή προαιώνιος" για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτή η προαιώνιος βουλή του Θεού συνεπάγεται κάποια αιωνιότητα του κόσμου; Συνεπάγεται; Ναι ή όχι; Είναι πάρα πολύ δύσκολο πρόβλημα. Ο Θεός δεν θέλησε τον κόσμο να υπάρχει κατά κάποιον τρόπο ξαφνικά. Χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει προϋπάρχουσες ιδέες, όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο.
Πρώτος αναπτύσσει την ιδέα αυτή της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός ο Θεόφιλος Αντιοχείας, ο οποίος επηρέασε πολύ τον Ειρηναίο. Ο Ειρηναίος βασίζει τη θεολογία του κατά μεγάλο μέρος στον Θεόφιλο Αντιοχείας. Στην "Προς Αυτόλυκον Επιστολή" 2,4 λέει ότι ο Θεός δημιούργησε εκ του μηδενός όσα ήθελε και όπως ήθελε. Ήταν συνεπώς συνδεδεμένη η έννοια της βουλήσεως της ελευθερίας του Θεού με την έννοια της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός. Ο δεν Ειρηναίος αναπτύσσει την έννοια αυτή διεξοδικά πλέον και μπαίνει στην πατερική θεολογία, την αναπτύσσει επίσης ο Τερτυλλιανός, ο Αθανάσιος, κλπ. Και εδραιώνεται η άποψη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν. Θα δούμε, όταν ερμηνεύσουμε το δόγμα της δημιουργίας, τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Τώρα κάνοντας ιστορία, πρέπει να πούμε ότι αυτή η ιδέα "εκ του μηδενός" πρέπει να εκληφθεί με τρόπο απόλυτο. Διότι, ιστορικά μιλώντας πάλι, την εποχή που αναπτύσσεται το Σύμβολο της Πίστεως, ο Πλατωνισμός είχε υποστεί ορισμένες αλλοιώσεις, οι οποίες εκ πρώτης όψεως έδιναν την εντύπωση πως ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες. Αυτό όμως δεν σήμαινε αυτομάτως ότι δημιούργησε εκ του μηδενός. Εκ του μηδενός δηλαδή με την απόλυτη έννοια.
Συγκεκριμένα ο μέσος Πλατωνισμός με τον Αλβίνο και ο Φίλων, απέρριψαν την αντίληψη, που συναντάμε στον Τίμαιο του Πλάτωνος, ότι ο Θεός δημιούργησε από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες. Είδαν ότι αυτό δεν συμβιβάζεται με τη Βίβλο και υπεστήριξαν την ιδέα ότι την ύλη τη δημιουργεί ο Θεός - και σ' αυτό ήσαν σύμφωνοι και οι Χριστιανοί- αλλά με τις ιδέες υπήρχε ένα πρόβλημα, επειδή εξακολουθούσαν να είναι πλατωνισταί, και δεν μπορούσαν να πουν ότι κι αυτές τις δημιούργησε ο Θεός. Βρήκαν σαν διέξοδο τη θέση ότι οι ιδέες ήσαν σκέψεις μέσα στο νου του Θεού. Αιώνιες σκέψεις. Απ' αυτές τις αιώνιες σκέψεις μέσα στο νου του Θεού, που τις αναπτύσσει ο Αλβίνος και κυρίως ο Φίλων, προέρχεται ο Νεοπλατωνισμός. Έτσι μπορούμε να πούμε συγχρόνως ότι ο κόσμος υπήρχε πάντοτε σαν μια αιώνια σκέψη μέσα στο Θεό.
Εκεί μόνο ο Άγιος Μάξιμος δίνει μια ολοκληρωμένη απάντηση τονίζοντας ότι ο Θεός για τον Οποίο δεν υπάρχει το πριν και το μετά στην αιώνιά Του ύπαρξη, θέλησε την ύπαρξη του κόσμου προαιώνια. Αλλά το ότι τη θέλησε προαιώνια δεν σημαίνει ότι και της έδωσε ύπαρξη αυτομάτως. Δηλαδή ο Μάξιμος κάνει αυτή τη διάκριση μεταξύ βουλήσεως και υπάρξεως. Θέλει μεν προαιώνια ο Θεός τον κόσμο να υπάρχει, αλλά όταν δημιουργείται ο κόσμος, δημιουργείται χωρίς αυτό να αποτελεί αναγκαία προέκταση της προαιωνιότητος της θελήσεως του Θεού. και ο Λόγος με τον οποίο και εν τω Οποίω δημιουργεί ο Θεός τον κόσμο είναι συνεπώς αυτός ο Ίδιος Λόγος με τον Οποίον αιώνια ο Θεός βρισκόταν στην αγαπητική σχέση Πατρός και Υιού, αλλά δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια της αγαπητικής σχέσεως Πατρός και Υιού η ύπαρξη του κόσμου, έστω και αν η βούληση για την ύπαρξη του κόσμου ήταν προαιώνια. Το σημαντικό του Αγίου Μαξίμου είναι η διάκριση μεταξύ θελήσεως και πραγματοποιήσεως της θελήσεως του Θεού. Αν δεν τα διακρίνουμε, τότε πρέπει να πούμε ότι έχει αιωνιότητα και ο κόσμος αφού η βουλή ήταν προαιώνια (βλ. Προς Θαλάσσιον 60, Άπορα).
Επομένως διακρίναμε α) σκέψη του Θεού, β) θέληση και γ) πραγματοποίηση της θελήσεως του Θεού. Οι Νεοπλατωνικοί έβλεπαν τις σκέψεις του Θεού αιώνιες και συνδέοντας τον κόσμο με τη σκέψη περί του κόσμου έκαναν και τον κόσμο αιώνιο. Η συμβολή του Μαξίμου ήταν ότι εισήγαγε τη θέληση του Θεού. Η θέληση να κάνει τον κόσμο είναι αιώνια. Διακρίνει όμως τη θέληση από την πραγματοποίηση της θελήσεως και έτσι αρνείται την αιωνιότητα του κόσμου.
Ο Θεός έχει τις σκέψεις του, ο κόσμος έχει τα διάφορα όντα που έχουν τους λόγους των όντων. Οι λόγοι των όντων συνδέονται με το σύνολο των σκέψεων του Θεού, που είναι ο ένας Λόγος του Θεού. Έχει όμως αυτούς τους λόγους των όντων μέσα του με τη μορφή των σκέψεων του Θεού. Είναι άκτιστοι βασικά λόγοι (βέβαια το να λέμε τους λόγους άκτιστους είναι αναχρονισμός για την εποχή του αρειανισμού και των Καππαδοκών, γιατί αυτά ξεκαθαρίσθηκαν μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο). Για τον Άρειο ο Λόγος βρισκόταν στην κατώτερη μοίρα, γιατί ανήκε στον κόσμο. Για τους μέχρι τον Άρειο χρόνους τον Λόγο τον τοποθετούσαν μεταξύ Θεού και κόσμου, αναλόγως του πώς ο καθένας αντιλαμβανόταν τα πράγματα. Πάντως μεταξύ Θεού και κόσμου. Η Σύνοδος της Νικαίας ήταν που μετέφερε οριστικά το Λόγο στην περιοχή του Ακτίστου. Παραμένει τώρα το τι γίνεται με τη σύνδεση των λόγων των όντων με τον Θεό. Γι' αυτό την έννοια του Λόγου δεν την ξανασυναντάμε μέχρι τον Μάξιμο. Την αποφεύγουν οι Πατέρες γιατί είναι επικίνδυνη.
Ο Μάξιμος κάνει αυτή την τολμηρή θεολογική ενέργεια να χρησιμοποιήσει την έννοια του Λόγου. Αλλά τώρα κάνει αυτή τη διάκριση. Ο Θεός έχει τον Λόγο Του, υπάρχει μια σχέση αγαπητική μεταξύ Πατρός και Υιού, μεταξύ Θεού και Λόγου. Ο κόσμος δημιουργείται εν τω Λόγω, δια του Λόγου.
Αλλά με το ότι χρησιμοποιεί την έννοια της θελήσεως πλέον για την ύπαρξη του κόσμου και όχι της κατ' ευθείαν γνωστικής προεκτάσεως των σκέψεων του Θεού στον κόσμο, αποφεύγει να πει ότι αυτή η σύνδεση είναι αναγκαστική σύνδεση. Γίνεται σύνδεση θελητική, δηλαδή σύνδεση ελεύθερη. Υπάρχει μια προαιώνια βουλή του Θεού αλλά η προαιώνια αυτή βουλή του Θεού πραγματοποιείται εν τω Λόγω, δια του Λόγου. Δηλαδή είναι βουλή, είναι θέληση και δεν είναι αναγκαία προέκταση των σκέψεων του Θεού. Θέλει ο Θεός κάποτε να δημιουργήσει τον κόσμο. Η αιώνια αυτή θέλησή Του δεν σημαίνει ότι η σκέψη Του προεκτείνεται αυτομάτως. Δεν είναι πλέον σκέψεις Του μέσα στον Νου του Θεού ο κόσμος. Γίνονται οι λόγοι των όντων, πλέον ταυτίζει τους λόγους με τα θελήματα του Θεού και όχι τις σκέψεις του Θεού. Ταυτίζονται θελήματα και λόγοι και προορισμοί. Οπότε αυτό είναι μια επανάσταση σε σχέση με τα προηγούμενα, που διευκολύνει στο να αποφύγουμε αυτή την προέκταση των σκέψεων του Θεού μέσα στον κόσμο. Διότι τα θελήματα συνεπάγονται την ελευθερία να γίνουν ή να μη γίνουν (και εκεί ακριβώς είναι η διάκριση μεταξύ πραγματοποιήσεως και μη πραγματοποιήσεως των θελημάτων). Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ μιας σκέψεως, η οποία ούτως ή άλλως πραγματοποιείται, πρέπει να πραγματοποιηθεί για να ολοκληρωθεί, και από την άλλη πλευρά του θελήματος, το οποίο επειδή είναι θέλημα δεν είναι αναγκαία συνέπεια της σκέψεως. Και επομένως το θέλημα, έστω και αν θα πραγματοποιηθεί, δεν συνδέει και δεν ταυτίζει την πραγματοποίηση με την πρόνοια, με την έννοια της σκέψεως. Το ότι το σκέφθηκε και το ότι το πραγματοποίησε, αυτά δεν ταυτίζονται, διότι ακριβώς πρόκειται περί θελημάτων.
Με το να ταυτίζει τα θελήματα με τους λόγους ο Μάξιμος αποφεύγει την αναγκαιότητα της δημιουργίας. Αποφεύγει δηλαδή το να ταυτίσει τους λόγους των όντων με τις σκέψεις στο Νου του Θεού. Με άλλα λόγια φεύγουμε από τον Πλατωνισμό, φεύγουμε από τον Φίλωνα και από τον Νεοπλατωνισμό, όπου ταυτίζονται οι λόγοι των όντων με τις σκέψεις του Θεού. Με τον Μάξιμο οι λόγοι ταυτίζονται με τα θελήματα του Θεού. Εδώ είναι η βασική διαφορά, είναι το καίριο σημείο: ταυτιζόμενοι οι λόγοι με τα θελήματα και όχι με τις σκέψεις του Θεού, κάνουν τον κόσμο αποτέλεσμα της θελήσεως του Θεού και όχι της σκέψεως του Θεού. Και επειδή είναι αποτέλεσμα της θελήσεως και όχι της σκέψεως, είναι και αποτέλεσμα ελευθερίας και όχι ανάγκης.
Συγκεφαλαιώνοντας τα βασικά σημεία πρέπει να πούμε ότι η έννοια της δημιουργίας ξεκινάει από αντίδραση στον Γνωστικισμό και στον Πλατωνισμό. Στον μεν Γνωστικισμό αντιδρά η Εκκλησία με το να τονίσει την ταύτιση Δημιουργού και Πατρός και την αμεσότητα της αναμίξεως του Θεού στη δημιουργία. Στον δε Πλατωνισμό αντιδρά αφ' ενός μεν στον καθαρό Πλατωνισμό του Πλάτωνα με το να τονίσει ότι "εκ του μηδενός" σημαίνει όχι από προϋπάρχουσα ύλη, ούτε εκ προϋπαρχουσών των ιδεών, αφ' ετέρου δε στον Μέσο Πλατωνισμό και στον Νεοπλατωνισμό αντιδρά με την άποψη ότι ο κόσμος ούτε και ως σκέψη δεν υπήρχε στον Νου του Θεού αιώνια, αλλά - όπως διευκρινίζεται πλέον με τον Μάξιμο - ως θελήματα του Θεού. Επειδή δε αυτά τα βουλήματα ταυτίσθηκαν με τον Λόγο του Θεού, με τον Υιό του Θεού, με την αγαπητική σχέση, πήραν κάποια βάση οντολογική και ο κόσμος έγινε πραγματική οντότητα, χωρίς όμως να αποτελούν αναγκαιότητα για τον Θεό.
Με άλλα λόγια αυτό που έκανε ο Μάξιμος ήταν να αναπτύξει φιλοσοφικά την άποψη του Αγίου Αθανασίου, ότι ο μεν Υιός υπάρχει λόγω της ουσίας του Πατρός, ο δε κόσμος υπάρχει λόγω της βουλήσεως του Πατρός. Σ' αυτό που μέχρι τότε ήταν ένα σχήμα ο Μάξιμος προσπάθησε να δώσει φιλοσοφική εξήγηση, και εν πάση περιπτώσει το αποτέλεσμα της προσπάθειας είναι πράγματι να δείξει ότι οι λόγοι των όντων είναι βουλήματα του Θεού (και επομένως ελεύθερα) και όχι σκέψεις του Θεού (με χαρακτήρα αναγκαστικό)[*].
* Σημείωση ΟΟΔΕ: Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να νοηθούν "σκέψεις" σε έναν Θεό Παντογνώστη και άχρονο; Οι σκέψεις είναι οι εν χρόνω διεργασίες ενός μη παντογνώστη νου! Σκέφτεται κάποιος που δεν γνωρίζει. Διαφορετικά δεν σκέφτεται, αλλά απλώς βούλεται.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου