Δεύτερο Μέρος της Δογματικής
E. ΠΕΡΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
5. Χριστολογία
Είδαμε λοιπόν ότι η κτίση σαν δημιούργημα που ήταν από το μηδέν, είχε μέσα της την φθορά και τον θάνατο. Εξηγήσαμε γιατί και Πώς. Το ότι προήρχετο από το μηδέν αναπόφευκτα είχε τον θάνατο, διότι ο θάνατος είναι η διάσπαση και η διαίρεση των όντων. Είδαμε επίσης ότι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί, να ξεπεραστεί ο θάνατος, θα ήταν η διαρκής κοινωνία και σχέση του κτιστού με το άκτιστο. Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ο άνθρωπος και δημιουργήθηκε στο τέλος, όταν πια είχε ολοκληρωθεί η δημιουργία, ακριβώς σαν κρίκος μεταξύ του υλικού κόσμου και του Θεού. Είδαμε το προνόμιο του ανθρώπου εν σχέσει με τα άλλα λογικά και ελεύθερα όντα, όπως είναι οι άγγελοι. Το προνόμιο είναι ακριβώς το ότι μετέχει και του υλικού κόσμου και αυτό τον καθιστά ικανό να ενώνει το κτιστό με το άκτιστο, να ενώνει και τον υλικό κόσμο. Συνεπώς δια του ανθρώπου και μόνον θα μπορούσε να ξεπερασθεί ο θάνατος, ο θάνατος για όλη την κτίση. Διότι, επαναλαμβάνω, αυτό το πολύ σημαντικό, το οποίο ξεχνούμε, ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι που αφορά μόνον τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνος του. Πεθαίνει, διότι υπάρχει θάνατος σ' όλη την κτίση. Συνεπώς, για να ξεπερασθεί ο θάνατος για τον άνθρωπο, θα πρέπει να ξεπερασθεί συγχρόνως για όλη την κτίση. Μια κτίση που πεθαίνει ως προς όλα τα όντα της τα υλικά, εκτός από τον άνθρωπο είναι αδιανόητη. Αν δεν μεταμορφωθεί η κτίση ολόκληρη, ώστε να μην πεθαίνει τίποτε, δεν μπορεί να υπάρξει αθανασία του ανθρώπου.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε δύο λάθη, τα οποία ξεκίνησαν από την Δύση με τον Αυγουστίνο, και παρεισέφρησαν και σε μας τους Ορθοδόξους. Το ένα λάθος είναι να πιστέψουμε ότι ο θάνατος μπήκε σαν τιμωρία για την πτώση του ανθρώπου, κάτι που ο Θεός επέβαλε για να τιμωρήσει τον άνθρωπο, διότι έπεσε, χωρίς να υπάρχει προηγουμένως στην κτίση ο θάνατος. Αυτό είναι λάθος. Δεν εισήγαγε τον θάνατο ο Θεός σαν τιμωρία. Ο θάνατος ήταν φυσιολογική κατάσταση του κτιστού. Διότι εξηγήσαμε ήδη αυτό το πολύ δύσκολο θέμα, η εκ του μηδενός δημιουργία συνεπάγεται την διείσδυση του μηδενός μέσα στα όντα. Συνεπώς, προ της ελεύσεως και της πτώσεως του ανθρώπου, ο θάνατος ήταν πραγματικότητα για την κτίση. Δεν εισάγεται ο θάνατος με την πτώση του ανθρώπου. Αυτό που εισάγεται με την πτώση είναι η αδυναμία πλέον να γίνει υπέρβαση του θανάτου, καθίσταται δηλαδή ανίκανη η κτίση να αποφύγει τον θάνατο. Γι' αυτό ο θάνατος καθίσταται πλέον χαρακτηριστικό της κτίσεως μόνιμο. Ένα λάθος είναι αυτό. Και αυτήν την λανθασμένη θέση την εισήγαγε ο Αυγουστίνος με μια ερμηνεία της Π.Δ., η οποία βέβαια δίνει αυτό το δικαίωμα, αλλά στους Έλληνες Πατέρες ποτέ δεν ερμηνεύτηκε μ' αυτόν τον τρόπο η Π.Δ. στο σημείο αυτό.
Το άλλο λάθος είναι ότι πάλι ο Αυγουστίνος με την επίδραση του Πλατωνισμού, δέχθηκε την αθανασία, η οποία δίνεται ως σωτηρία της κτίσεως και του ανθρώπου, σαν υπόθεση αθανασίας της ψυχής του ανθρώπου. Δηλαδή στα έσχατα, όταν ο θάνατος καταργηθεί, αυτό θα σημάνει ότι οι ψυχές των ανθρώπων θα ζουν, και τα σώματα ίσως των ανθρώπων θα ζουν, αλλά στον υπόλοιπο κόσμο η φύση θα υφίσταται το θάνατο. Αυτό είναι λάθος πάλι. Θα πρέπει να δούμε τον θάνατο, όπως είπαμε, σαν φαινόμενο ενιαίο σε όλη την κτίση. Έτσι η Θεολογία θα μπορέσει να μιλήσει με την Βιολογία, διότι διαφορετικά η Θεολογία κάνει μυθολογία για την Βιολογία. Η Βιολογία βλέπει τον θάνατο σαν ενιαίο φαινόμενο. Όπως πεθαίνει μια γάτα, πεθαίνει και ένας άνθρωπος. Για τους ίδιους λόγους πεθαίνουν και τα δύο. Και όπως είπαμε η διαδικασία του θανάτου, είναι συμφυής με τη γέννηση. Λοιπόν, είναι γενικό βιολογικό φαινόμενο ο θάνατος και για να ξεπερασθεί, χρειάζεται να ξεπερασθεί για όλην την κτίση. Γενικά να μεταμορφωθεί η κτίση. Λοιπόν η πτώση του ανθρώπου κατέστησε αδύνατη αυτήν την μεταμόρφωση της κτίσεως, για τους λόγους που είπαμε και που αναφέρουμε πάλι με συντομία.
Ο άνθρωπος, σαν κρίκος μεταξύ Θεού και της κτίσεως, θα ανέφερε όλη την δημιουργία στον Θεό και σε μια κοινωνία της δημιουργίας με τον Θεό, θα ζούσε ο κόσμος αιώνια. Αυτήν την αποστολή ο άνθρωπος την αρνήθηκε. Αντί να αναφέρει την κτίση στον Δημιουργό για να ενώσει την κτίση με τον Θεό, κάνοντας τον εαυτό του χάριτι θεό, ανέφερε την κτίση στον εαυτό του. Αλλά επειδή ο ίδιος ήταν κτιστός, ανέφερε τελικά την κτίση σε ένα κτιστό ον. Ο θάνατος, συνεπώς, ήταν αναπόφευκτος για την κτίση. Δεν μπορούσε να ξεπερασθεί ο θάνατος, διότι είναι εγγενής στο κτιστό. Δημιουργήθηκε λοιπόν με την πτώση του ανθρώπου μια αδυναμία υπερβάσεως του θανάτου και μια ψευδής ζωή, δηλαδή δημιουργήθηκε αυτή η βιολογική ζωή, η οποία από το πρώτο της κύτταρο περιέχει τον θάνατο. Εάν έχουμε υπόψη μας όλη αυτήν την παθολογία της κτίσεως, που επιφέρει τον θάνατο, αυτήν την αρρώστια της κτίσεως, βλέπουμε πως και η θεραπεία αυτής της καταστάσεως θα πρέπει να είναι ανάλογη με την αρρώστια. Δεν μπορείς να δώσεις σε έναν άρρωστο φάρμακο χωρίς να κάνεις διάγνωση. Η διάγνωση λοιπόν είναι πολύ σημαντική, πρέπει να γίνει σωστά. Ελπίζω στα μαθήματά μας τα τελευταία, η διάγνωση να έχει γίνει επαρκώς, ώστε να πάμε τώρα στο πρόβλημα της θεραπείας.
Η θεραπεία είναι ακριβώς η σωτηρία του κόσμου. Εδώ, πρώτα μερικές γενικές παρατηρήσεις. Όταν έχεις έναν άρρωστο, με την διάγνωση αυτή που κάνουμε, που έχει το πρόβλημα αυτό, δεν θα ασχοληθείς με τίποτε άλλο παρά με την θεραπεία του προβλήματος αυτού. Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι, όπως είδαμε, ο θάνατος. Το κατεξοχήν πρόβλημα. Συνεπώς, η σωτηρία δεν μπορεί να αναφέρεται τελικά σε τίποτε άλλο παρά στην υπέρβαση του θανάτου. Το λέω αυτό, διότι υπάρχει μεγάλη σύγχυση ως προς το τι είναι σωτηρία και από τι σωζόμαστε. Η σύγχυση δημιουργήθηκε από το ότι δεν είδαμε αυτήν την διάγνωση, αλλά ξεκινήσαμε από προϋποθέσεις ηθικές και δικανικές. Είδαμε δηλαδή την πτώση του ανθρώπου σαν παράπτωμα, σαν ανυπακοή - και όταν λέω είδαμε, πάλι ξεκινούν αυτά από τον Αυγουστίνο - και νομίσαμε ότι η αιτία του κακού, νομίσαμε ότι η ρίζα του κακού είναι το παράπτωμα, η ανυπακοή, ενώ αυτό δεν είναι η αιτία, δεν είναι η ρίζα του κακού . Το κακό αυτό, δηλαδή ο θάνατος, υπήρχε σαν δυνατότητα και πριν. Αυτό που έκανε η ανυπακοή είναι να μην καταστεί δυνατή η θεραπεία του κακού, η υπέρβαση του κακού, που υπήρχε ήδη. Λοιπόν με την υπακοή δεν λύνεται το πρόβλημα αυτομάτως. Οι Έλληνες Πατέρες ήταν πολύ ευαίσθητοι στο σημείο αυτό. Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει σαφώς ότι, αν το πρόβλημα της παραπτώσεως του Αδάμ ήταν πρόβλημα αφέσεως αμαρτιών, θα μπορούσε ο Θεός να τον συγχωρήσει· θα μπορούσε ο Αδάμ να μετανοήσει, να κλάψει - και πράγματι έκλαψε, βγήκε από τον Παράδεισο και έκλαψε πικρώς - μετάνοιωσε ο Αδάμ γι' αυτό που έκανε. Θα μπορούσε και ο Θεός να τον συγχωρήσει και όλα θα ήταν καλά. Αλλά ολόκληρο βιβλίο γράφει ο Μ. Αθανάσιος για να δείξει ότι δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Δεν έφθανε αυτό. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν να έρθει ο Λόγος, όπως λέει, να σαρκωθεί, για να ενωθεί πάλι το κτιστό με το άκτιστο. Δεν ήταν δηλαδή το πρόβλημα η υπακοή και η ανυπακοή, δεν ήταν ηθικό το πρόβλημα αλλά οντολογικό. Έπρεπε να γίνει αυτή η ένωση του κτιστού με το άκτιστο, για να γίνει υπέρβαση του θανάτου.
Συνεπώς, η σωτηρία δεν είναι θέμα ηθικής. Δεν είναι θέμα να κάνεις ή να μην κάνεις κάτι. Η σωτηρία είναι θέμα σχέσεως, ενώσεως προσωπικής, και όπως είπαμε ο άνθρωπος έχει το προνόμιο αυτό της σωματικής, της υλικής ενώσεως. Πρέπει και το σώμα, η ύλη, να μετέχει σ' αυτήν την ένωση. Ο ψυχοσωματικός κόσμος ολόκληρος και φυσικά δι' αυτού όλη η κτίση, διότι συνδεόμεθα ψυχοσωματικά με όλη την κτίση.
(Κάνω μια παρένθεση και επανέρχομαι σ ένα θέμα που ήδη θίξαμε. Χωρίσαμε την επιστήμη σε Βοτανική και Ζωολογία και λέμε ότι η Βοτανική ασχολείται με τα λουλούδια, η Ζωολογία με τις μέλισσες. Αυτό ήταν λάθος, και σήμερα αρχίζει σιγά - σιγά να το αναγνωρίζει η επιστήμη, διότι η μέλισσα πηγαίνει στο λουλούδι, παίρνει την γύρη, γονιμοποιεί το λουλούδι, τρέφεται απ' αυτήν την γύρη, επομένως μεταξύ της μέλισσας και του λουλουδιού υπάρχει ένας οργανικός δεσμός, που αν δεν τον λάβεις υπ' όψιν σου δεν μπορείς να καταλάβεις τίποτα από όσα γίνονται. Δεν μπορείς να καταλάβεις την μέλισσα, αν δεν καταλάβεις το λουλούδι ούτε το λουλούδι, αν δεν καταλάβεις την μέλισσα. Δηλαδή Βοτανολογία και Ζωολογία αποτελούν μια ενότητα. Πρέπει να φύγουμε απ' αυτήν την κατακερματισμένη θεώρηση των όντων. Χάθηκε η ενότητα των όντων με την επιστημονική μέθοδο που ακολουθούμε).
Το είπα αυτό για να καταλάβετε ότι ο άνθρωπος κι όχι ένας άγγελος ήταν αυτός, που θα ένωνε όλη την κτίση. Γιατί; Γιατί έχει ψυχοσωματική ενότητα ο άνθρωπος με τον Θεό και θα μπορούσε συνεπώς, δι' αυτής της ενώσεως όλη η κτίση να σωθεί. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι δεν είναι δικανικό ούτε ηθικό το θέμα. Και η σωτηρία, συνεπώς, δεν είναι σωτηρία από τις αμαρτίες και τα παραπτώματα του Αδάμ, του κάθε Αδάμ, αλλά είναι σωτηρία από την αρρώστια αυτή, τον θάνατο, η οποία σωτηρία έρχεται με την ένωση του κτιστού με το άκτιστο. Μια ένωση που θα συμπεριλάβει όλη την υλική δημιουργία και όλες, τις υλικές, σωματικές ενέργειες.
Το συμπέρασμα από όλο αυτό είναι: πρώτον, για να σωθεί ο κόσμος έπρεπε οπωσδήποτε να μεσολαβήσει ο άνθρωπος. Κανένα άλλο ον δεν μπορούσε να σώσει τον κόσμο. Ούτε ο Θεός μόνος Του. Δεν υπήρχε τρόπος να πει ο Θεός από μακριά: σώζεσθε. Θα μπορούσε να είναι θέμα ηθικό, δικανικό, θέμα παραπτώματος, ο Θεός να συγχωρήσει από μακριά τον άνθρωπο. Ούτε άγγελος μπορούσε να σώσει τον κόσμο, διότι δεν έχει σωματική οντότητα. Δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει την υλική κτίση. Το ότι λοιπόν χρειάστηκε για την σωτηρία να γίνει ο Θεός άνθρωπος, και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, είναι αποτέλεσμα μιας λογικής σαν αυτή που αναπτύξαμε. Και δεν είναι απλώς θέμα το ότι έπεσε ο άνθρωπος και δια του ανθρώπου πρέπει να σωθεί, και αν δεν έπεφτε ο άνθρωπος πάλι δι' αυτού θα γινόταν η υπέρβαση του θανάτου. Εδώ ο Άγιος Μάξιμος π.χ. είναι σαφής, όταν λέει ότι η ενσάρκωση θα γινότανε και αν δεν έπεφτε ο άνθρωπος. Ήταν αδιανόητο αυτός ο κόσμος να ξεπεράσει την εγγενή στην φύση του φθορά και τον θάνατο. Εγγενή φθορά, που δεν ήρθε με την πτώση του ανθρώπου. Ήταν αδύνατο να το ξεπεράσει αυτό, αν ο άνθρωπος δεν ένωνε εν τω προσώπω του την υλική κτίση με τον άκτιστο Θεό. Πρώτο, λοιπόν, βασικό συμπέρασμα ή παρατήρηση, είναι ότι ο άνθρωπος είναι το καίριο σημείο, πάνω στο οποίο συντελείται η σωτηρία.
Επομένως η πρώτη προϋπόθεση, το πρώτο στοιχείο για την σωτηρία είναι η μεσολάβηση του ανθρώπου. Το δεύτερο στοιχείο είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος με την πτώση του αλλά και πριν από την πτώση του, με το να είναι κτιστός δεν ήταν δυνατόν μόνος του να προχωρήσει στην υπέρβαση του θανάτου. Η υπέρβαση του θανάτου δεν μπορούσε να γίνει μόνη της από το κτιστό. Ιδίως όταν έπεσε ο άνθρωπος και έγινε δέσμιος πλέον αυτής της ψεύτικης ζωής - διότι η βιολογική ζωή, όπως είδαμε, είναι ψευδής, περιέχει μέσα της τον θάνατο - από την ώρα εκείνη λοιπόν που ενεπλάκη ο άνθρωπος σ' αυτό το κύκλωμα, ζωή - θάνατος, δεν ήταν δυνατόν να βγει από εκεί μόνος του, και συνεπώς θα έπρεπε να αναληφθεί μια πρωτοβουλία, μια επέμβαση από το άκτιστο, το οποίο δεν είναι μπλεγμένο σ αυτήν την διαδικασία της ψεύτικης ζωής.
Δύο λοιπόν στοιχεία, η πρωτοβουλία από το άκτιστο και το άλλο στοιχείο ότι θα έπρεπε να είναι μια ένωση μεταξύ κτιστού και ακτίστου και όχι απλώς μια υπακοή ή μια συγχώρηση. Και αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν στο μυστήριο του Χριστού, της σαρκώσεως του Λόγου.
Το ότι η σωτηρία του κτιστού, του κόσμου, η σωτηρία από τον θάνατο, μπορεί να βρεθεί μόνο στον Χριστό, οφείλεται στο ότι μόνο εκεί συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις που είπαμε. Ο Χριστός είναι άνθρωπος. Δεν έγινε άγγελος, δεν έγινε ο,τιδήποτε άλλο, αλλά άνθρωπος. Ο Χριστός είναι Θεός - και πρέπει να είναι Θεός στην υποστασή Του για να μην είναι εξ αρχής μπλεγμένος μέσα σ αυτόν τον φαύλο κύκλο της ζωής και του θανάτου, που είπαμε - και με αυτές τις προϋποθέσεις δεν υπήρχε άλλη λύση για το πρόβλημα του κτιστού, από την σάρκωση του Λόγου.
Η σάρκωση του Λόγου, η Χριστολογία, όπως την λέμε, πρέπει και αυτή να ικανοποιεί αυτές τις προϋποθέσεις. Η μια προϋπόθεση είναι να είναι σάρκωση ανθρώπου, ο οποίος να μην έχει προσωπική υπόσταση κτιστού, αλλά να έχει υπόσταση ακτίστου. Η δεύτερη προϋπόθεση, σαν συνέπεια της πρώτης, είναι να μην γεννηθεί αυτός ο Σωτήρ με τον τρόπο που γεννάται ο κτιστός άνθρωπος. Συνεπώς, το δόγμα της συλλήψεως του Χριστού κατά τρόπο μη βιολογικό, δηλαδή όπως γράφουν τα Ευαγγέλια: εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, είναι ουσιαστικό στοιχείο στην πίστη αυτή, διότι αν ο Χριστός εγεννάτο μέσω του βιολογικού κύκλου, με τον οποίον γεννιόμαστε εμείς, τότε θα ήταν δέσμιος αυτής της ανακυκλήσεως, αυτής της ψευδούς ζωής, που έχει μέσα της τον θάνατο και δεν θα μπορούσε να προσφέρει την λύση. Η εκ παρθένου σύλληψη λοιπόν του Χριστού, είναι ουσιαστικό στοιχείο της Δογματικής, δεν μπορούμε να το παραμερίσουμε. Και όταν ληφθεί υπ' όψιν αυτό, μετά τίθεται το θέμα, γιατί η εκ παρθένου σύλληψη του Κυρίου έγινε με τον τρόπο που έγινε, δηλαδή εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Ο λόγος είναι ότι δεν ήταν απλώς απαραίτητο να αναλάβει το άκτιστο την πρωτοβουλία και ο Χριστός να ήταν άκτιστος στην υποστασή Του, αλλά ήταν επίσης απαραίτητο όλη αυτή η διαδικασία να γίνει ελεύθερα. Ελεύθερα από την πλευρά του Λόγου, που σαρκώθηκε, και ελεύθερα από την πλευρά του ανθρώπου. Διότι δεν ήταν νοητό, αφού άφησε ο Θεός ελεύθερο τον Αδάμ να πραγματώσει το σχέδιο της σωτηρίας, και εκείνος ελεύθερα αρνήθηκε να το πραγματώσει, δεν ήταν νοητό σ αυτήν την φάση που θέλει ο Θεός να διορθώσει την κατάσταση, να άρει την ελευθερία και να επέμβει κατά τρόπο ανελεύθερο. Να πει δηλαδή ο Θεός, θέλει δεν θέλει ο Αδάμ, θέλει δεν θέλει ο άνθρωπος, επεμβαίνω και σώζω τον κόσμο.
Το ότι τηρήθηκε ο κανών, ο όρος της ελευθερίας, αυτό το βλέπουμε στον τρόπο με τον οποίο έγινε η ενσάρκωση, και κυρίως στον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε η Παναγία. Εδώ θα πρέπει να επιμείνουμε, να τονίσουμε την σημασία του ρόλου της Παναγίας, η οποία σημασία συνίσταται στο Ναι που είπε στην κλήση του Θεού για την πραγμάτωση αυτού του μυστηρίου του Χριστού. Το Ναι της Παναγίας, ήταν η έκφραση της ελευθερίας του ανθρώπου, η συγκατάνευση, η συναίνεση της ελευθερίας του ανθρώπου στην πρωτοβουλία αυτή του Θεού. Και γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι μπορούσε η Παναγία να πει όχι, και βέβαια η πρόσκληση εκ μέρους του Θεού να προσφέρει η Παναγία τον εαυτό της για ένα τέτοιο σχέδιο προσκρούει φυσιολογικά στην λογική σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα περίμενε κανείς το φυσιολογικό, το λογικό να ήταν μια άρνηση της Παναγίας, διότι δεν ήτανε λογικό χωρίς υπέρβαση της λογικής, χωρίς πίστη, όπως την ορίσαμε προ ολίγου, να συγκατανεύσει η Παναγία σε αυτήν την κλήση του Θεού. Συνεπώς, ο Αδάμ εν τη ελευθερία του επιζεί και στην περίπτωση του Χριστού. Ο Χριστός γίνεται πλέον ο άνθρωπος, ο Αδάμ, ο οποίος από την ίδια του την σύσταση την βιολογική ας πούμε, δεν είναι ένα αναγκαστικό ον, το οποίο δουλεύει στην ανάγκη, αλλά είναι ένα ελεύθερο ον, ένα ον το οποίο πηγάζει από μια ελεύθερη συγκατάνευση, συναίνεση του ανθρώπου. Το ότι συνεπώς γεννάται κατ' αυτόν τον τρόπο ο Χριστός είναι και αυτό μια προϋπόθεση για να ισχύσει όλο αυτό που είπαμε μέχρι τώρα στην Δογματική, δηλαδή η προσωπική σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου. Η ενσάρκωση του Χριστού συνεπώς, διαφέρει από τις διάφορες ενσαρκώσεις, που παρατηρούμε σε άλλες θρησκείες, και από τις διάφορες γεννήσεις και αναγεννήσεις των θεών δια μέσου των φυσικών φαινομένων, διότι όλες αυτές οι γεννήσεις, οι Θεογονίες και οι οποιεσδήποτε γεννήσεις στις θρησκείες είναι αναγκαστικές, δεν στηρίζονται σε μια ελεύθερη προσωπική συγκατάθεση εκ μέρους του ανθρώπου. Στηρίζονται πάνω σε φυσικούς νόμους.
Ο Χριστός γεννάται κατ' αυτόν τον τρόπον, χωρίς να παρεμβαίνουν οι φυσικοί νόμοι, όχι απλώς για να δείξει την δύναμή Του, ότι είναι Θεός, διότι πολλοί το ερμηνεύουν κατ' αυτόν τον τρόπο, αλλά γιατί μια μη θαυματουργική γέννησή Του θα σήμαινε την συμμόρφωση στην ανάγκη των βιολογικών νόμων της φύσεως. Δεν θα ήταν προϊόν ελευθερίας η γέννηση του Χριστού, το πρόσωπο του Χριστού. Και έτσι θα φεύγαμε από εκείνη την αρχική κατάσταση, στην οποία, όπως είπαμε, τ' άφησε όλα ο Θεός στην ελευθερία, σε σημείο που ο Αδάμ ανέτρεψε όλα τα σχέδιά Του. Ό,τι είχε σκεφτεί ο Θεός ανετράπη εξαιτίας της ελευθερίας του Αδάμ. Αυτή λοιπόν η ελευθερία της Παναγίας να συγκατανεύσει, είναι μια ελευθερία, η οποία συνεχίζεται σ' όλο το μυστήριο του Χριστού, σ' όλο το μυστήριο της σωτηρίας. Και θα την παρακολουθήσουμε τώρα σε στενή σχέση με το τι συνέβη στην ενσάρκωση του Χριστού μετά την σύλληψή Του, μετά την γεννησή Του, την βιολογική, μέχρι την Αναστασή Του, και επίσης το τι συμβαίνει σ' αυτό το μυστήριο της σωτηρίας και μετά την Ανάσταση του Χριστού. Θα δούμε ότι ο παράγων ελευθερία τηρείται απαρεγκλίτως σ' όλες τις μεγάλες φάσεις του μυστηρίου της σωτηρίας.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου