α. Το "ότι", το "τι", και το "πώς" του Θεού
Υπάρχουν λεπτές διακρίσεις στο "τι είναι" του Θεού, οι οποίες πριν τους Καππαδόκες δεν υπήρχαν. Π.χ. η διάκριση μεταξύ ουσίας από το ένα μέρος και υποστάσεως από το άλλο, είναι κάτι που δεν το έχουμε, δεν το βλέπομε πριν τους Καππαδόκες πατέρες. Στον Άγιο Αθανάσιο ουσία και υπόσταση είναι το ίδιο. Και στην σύνοδο Αλεξανδρείας (360) και εκεί εναλλάσσονται αυτοί οι όροι, ουσία και υπόσταση. Επομένως, η πατερική θεολογία έχει την ιστορία της. Δεν είναι μονολιθική, δεν τους βάζουμε τους Πατέρες όλους έτσι σε ένα πηγάδι. Και αντλούμε από κει ευκαίρως, ακαίρως ό,τι μας συμφέρει. Για να φτιάξουμε μια δογματική θέση, πρέπει να παρακολουθούμε την ιστορία και τις ιστορικές εξελίξεις και επαναλαμβάνω ότι, πριν από τους Καππαδόκες πατέρες δεν έχουμε αυτές τις λεπτές διακρίσεις, οι οποίες είναι έκτοτε ουσιαστικές για τη Δογματική.
Κυρίως η διάκριση μεταξύ φύσεως από το ένα μέρος ή ουσίας, και υποστάσεως ή προσώπου από το άλλο. Τι σημαίνουν λοιπόν αυτοί οι όροι; Για να το δούμε αυτό το κάπως δύσκολο και πολύπλοκο θέμα, θα κάνουμε δύο βασικές παρατηρήσεις, θα κάνουμε δύο είδη διακρίσεων στην οντολογία, τα οποία πάλι οι Καππαδόκες πατέρες εισηγούνται. Οι διακρίσεις αυτές αφορούν στον τρόπο τον οποίο αναφερόμεθα στο "είναι" του Θεού, στην ύπαρξη του Θεού και είναι διακρίσεις οι οποίες δεν είναι αυθαίρετες αλλά έχουν το αντίκρισμά τους στη φιλοσοφία.
Στην πρώτη ομάδα διακρίσεων είναι οι εξής τρόποι, με τους οποίους αναφερόμεθα στο "είναι" γενικά και το εφαρμόζουμε στο είναι του Θεού.
Πρώτα είναι αυτό που ονομάζουν οι Καππαδόκες «ότι εστί». Το ότι εστί ο Θεός, είναι μια θέση που δηλώνει απλώς και μόνο ότι υπάρχει ο Θεός. Είναι ο τρόπος με τον οποίο καταφάσκουμε την ύπαρξη του Θεού και αποκλείουμε την ανυπαρξία του.
Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο αναφερόμεθα στο "είναι" του Θεού και στο "είναι" γενικά θα έλεγε κανείς, είναι το «τι εστί». Και αυτό στην περίπτωση του Θεού αναφέρεται στην ουσία του Θεού. Π.χ. εάν αναφερθούμε σε οτιδήποτε υπαρκτό αντικείμενο - σ’ αυτό το τραπέζι - άλλο είναι να πούμε ότι το τραπέζι υπάρχει, είναι το «ότι εστί» (και μ’ αυτό τον τρόπο αποκλείουμε το να μην υπάρχει το τραπέζι), και άλλο είναι να πούμε τι είναι το τραπέζι «τι εστί». Το «τι εστί», σύμφωνα με την πάγια αντίληψη της Ελληνικής Φιλοσοφίας, αναφέρεται στην ουσία του τραπεζιού. Το «τι εστί» λοιπόν είναι η ουσία.
Υπάρχει και ένας τρίτος τρόπος αναφοράς στα όντα και αυτός είναι κατά τους Καππαδόκες πατέρες το «όπως εστί», το οποίο μπορεί να λεχθεί απλώς , πώς εστί, και το οποίο δηλώνει αυτό που οι Καππαδόκες πατέρες ονομάζουν τρόπο υπάρξεως. Ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει αυτό το ον. Θα το δούμε αναλυτικά αυτό αμέσως και ειδικότερα με αναφορά στο είναι του Θεού.
Η διάκριση μεταξύ του «τι εστί» και του «πώς ή όπως εστί» τονίζεται από τους Καππαδόκες πατέρες και εισάγεται στην πατερική Θεολογία. Γίνεται το αντικείμενο, θα έλεγε κανείς, εκμεταλλεύσεως με την καλή έννοια, από το δημιουργικό μυαλό του Αγίου Μάξιμου Ομολογητού και στον Άγιο Μάξιμο, αυτά αντιστοιχούν το «τι εστί» με το "λόγο του είναι", και το «πώς ή όπως εστί» με τον "τρόπο του είναι". Ο Αγ. Μάξιμος στην περίπτωση αυτή ακολουθεί τους Καππαδόκες Πατέρες, οι οποίοι πρώτοι εισηγούνται σαφώς αυτές τις διακρίσεις και εμβαθύνει περισσότερο και με την δημιουργική του σκέψη προωθεί το θέμα αυτό της οντολογίας περισσότερο.
Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να δούμε, τι σημαίνουν αυτές οι τρεις διακρίσεις και πώς εφαρμόζονται στην περίπτωση του Θεού. Και πρώτα ας κοιτάξουμε το «ότι εστί». Το «ότι εστί» δηλώνει όπως είπα, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Θεός υπάρχει. Σημειωτέον ότι στην πατερική Θεολογία δεν έχουμε το πρόβλημα, εάν ο Θεός υπάρχει ή δεν υπάρχει, όπως το έχουμε σήμερα κυρίως με την εμφάνιση του αθεϊσμού, διότι και στην Ελληνική φιλοσοφία, η οποία ήταν ο κυριότερος αντίπαλος της πατερικής Θεολογίας δεν τίθεται ποτέ το θέμα με την μορφή του αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Οι Επικούρειοι ίσως κατά κάποιο τρόπο να έθεσαν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη του Θεού, αλλά ήταν στο περιθώριο κατά κάποιον τρόπο και η κύρια έτσι μάζα της Ελληνικής Φιλοσοφίας θεωρούσε ως δεδομένο ότι υπάρχει ο Θεός. Δεν ήταν, λοιπόν, το «ότι εστί» υπό συζήτηση και αμφισβήτηση. Εκείνο που είναι σημαντικό είναι ότι στην πατερική Θεολογία και κατ’ επέκταση κα στη δογματική μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ρήμα «είναι» προκειμένου περί του Θεού. Γιατί είναι σημαντικό αυτό; Είναι σημαντικό πρώτα ιστορικά, διότι στην εποχή των πατέρων με τον Νεοπλατωνισμό είχε εισαχθεί ένας άκρος αποφατισμός ως προς την οντολογία και αυτή είναι ίσως γνωστή σε πολλούς από σας, η θέση των Νεοπλατωνικών και του Πλωτίνου που εμφανίζεται με την φράση «επέκεινα της ουσίας».
Το "εν" που αντιπροσωπεύει θα έλεγε κανείς το αντίστοιχο του Θεού στο Νεοπλατωνισμό, είναι επέκεινα της ουσίας. Δεν μπορούμε να το ταυτίσουμε με το είναι, δεν μπορούμε το είναι να το χρησιμοποιήσουμε προκειμένου περί του ενός. Το χρησιμοποιούμε για την κατώτερη βαθμίδα, την παρακάτω βαθμίδα από το «εν» και συνεπώς έχουμε θα έλεγε κανείς μια αδυναμία χρησιμοποιήσεως της οντολογίας προκειμένου περί του ενός. Αυτήν την τοποθέτηση θα έλεγε κανείς της αποφατικής
Θεολογίας που, όπως σας είπα, είναι Νεοπλατωνική, τη βλέπει κανείς και αλλού, όχι με την Νεοπλατωνική της μορφή, αλλά εν πάση περιπτώσει βλέπει κανείς την τάση αυτή.
Τα συγγράμματα αυτά φέρουν το όνομα του Διονύσου του Αρεοπαγίτη. Και εκεί χρησιμοποιούνται φράσεις όπως υπερούσιος κτλ για να δηλώσουν ακριβώς ότι το είναι του Θεού, ότι ο Θεός, είναι πάνω, κείται επάνω από κάθε κατηγορία που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε οντολογική. Αυτό γιατί; Διότι ερμηνεύουν τώρα το «επέκεινα της ουσίας» με την έννοια του ότι όλες οι κατηγορίες που χρησιμοποιούμε, όλα τα ονόματα που χρησιμοποιούμε είναι παρμένα από την εμπειρία των κτιστών, από την πραγματικότητα των κτιστών.
Όντως και συνεπώς για να εφαρμοσθούν εις τον Θεό, θα πρέπει να υπερβεί κανείς την φύση τους την κοινή. Συνεπώς θα έλεγε κανείς ότι αυτό σημαίνει, ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε οντολογία για το είναι του Θεού. Αλλά αυτό θα ήταν λάθος. Διότι στην πατερική παράδοση (και το βλέπουμε σαφώς στους Καππαδόκες πατέρες), ο αποφατισμός δεν υπερβαίνει την οντολογία, δεν υπερβαίνει το είναι. Υπάρχει ένα σημαντικό χωρίο του Αγίου Βασιλείου στο έργο του «περί του Αγίου Πνεύματος» που λέγει ότι, αναφερόμενος στο: ήν-εν αυτή-ην ο λόγος κλπ, αυτό το «ην» λέγει, όσο και αν αναδράμεις την διάνοια δεν μπορείς να υπερβείς το ην. Δεν μπορείς να φθάσεις πέρα από το ην, πέρα από το είναι. Το ρήμα «είναι» συνεπώς, το ότι ο Θεός είναι, το «ότι εστί» όχι μόνο επιτρέπεται προκειμένου περί του Θεού στην Θεολογία, στην οντολογία αλλά και κυριολεκτείται μόνο στην περίπτωση του Θεού. Και απόδειξη του ότι κυριολεκτείται στην περίπτωση του Θεού, το είναι, (η οντολογία), είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιείται από τους πατέρες η έκφραση ότι «ο Θεός είναι το όντως ην». Δεν είναι πέραν, υπεράνω του είναι. Αυτός είναι το γνήσιο το όντως αληθινό είναι.
Ήδη στο δεύτερο αιώνα στον Ιουστίνο υπάρχει σαφής αυτή η χρήση. Αργότερα με βάση την έκφραση της Αγίας Γραφής της Παλαιάς Διαθήκης «εγώ ειμί ο ων» χρησιμοποιείται από τους Πατέρες πάλι για να δηλωθεί ότι ο Θεός είναι το «όντως ον» αυτός που έχει πραγματική ύπαρξη και περνάει αυτό μέσα στην καρδιά της Εκκλησίας, η οποία καρδιά με το νου μαζί εκφράζεται κυρίως στην Λειτουργία της Εκκλησίας. Η Λειτουργία της Εκκλησίας, η Θεία Ευχαριστία, ενώνει νου και καρδιά. Και η αναφορά στον Θεό εκεί δεν είναι φιλοσοφική, εμπεριέχει το στοιχείο της λατρείας της προσωπικής σχέσης της προσευχής.
Ο Θεός ως είναι, ως ο Ων, είναι αυτός που μπορούμε να του απευθυνόμεθα, να του μιλούμε στην προσευχή και μάλιστα στην Θεία Ευχαριστία, μέρος στην ευχή της αναφοράς, στην αρχή μάλιστα υπάρχει αυτή η δήλωση, η επίσημη δήλωση της Εκκλησίας, ότι ο Θεός είναι το πραγματικό, το αληθινό είναι. Άξιον και δίκαιον σε υμνείν σε ευλογείν σοι ευχαριστείν σε προσκυνείν εν παντί τόπω της Δεσποτίας σου. Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληττος αεί ων ωσαύτως ων». Η έκφραση «ωσαύτως ων» είναι γνωστή από τον Πλάτωνα ακόμη. Περιγράφεται ο ορισμός του είναι, του όπως, και δηλώνει ακριβώς το αμετάβλητο, αυτό που δεν αλλάζει. Το είναι λοιπόν πρέπει να είναι σταθερό, γιατί για τους αρχαίους Έλληνες ήταν πρόβλημα πάντοτε η φθορά. Και για ποιον δεν είναι;
Η φθορά και ο θάνατος αποδεικνύει τα όντα μη όντα, ψευδή απατηλά, δεν μπορείς δύο φορές να πηδήσεις το ίδιο το ποτάμι, τη στιγμή που το ονομάζει άξιο, αυτός είναι ο Άξιος. Ποια είναι η ουσία του Άξιου, ποιο είναι το σταθερό του, αφού αλλάξει διαρκώς και ποιος είναι ο καθένας μας, όταν πιστέψει στη φθορά και τελικά στον θάνατο. Και το μη είναι διεισδύει μέσα στα όντα και συνεπώς τα κάνει μη αληθινά. Αναζητούμε λοιπόν στην οντολογία, στο είναι, τη σταθερότητα το "ωσαύτως αεί και ωσαύτως είναι" και το βρίσκουμε αυτό μόνο στον Θεό. Και το ομολογούμε στην Θεία Ευχαριστία και στην Λειτουργία στην ώρα της αναφοράς στην λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Στην ευχή της αναφοράς που αρχίζει μετά το άξιον και δίκαιον. Αρχίζει μάλιστα με την έκφραση «ο ων» "Δέσποτα Θεέ και Κύριε Παντοκράτωρ…" Είναι λοιπόν έξω όχι μόνο από την Θεολογία της Εκκλησίας αλλά και από τη ζωή της Εκκλησίας, το να υποστηρίζει κανείς ότι δεν έχουμε οντολογία στην αναφορά μας στον Θεό. Αντιθέτως δεν μπορούμε να αναφερθούμε στον Θεό, χωρίς την έννοια του όντος, του αληθινού όντος, του όντως όντος και αυτό ακριβώς σημαίνει το «ότι εστί». Το «ότι εστί» λοιπόν δεν αμφισβητείται. Δεν είναι θέμα αποφατικής Θεολογίας. Το γνωρίζουμε, μάλιστα δε ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος σαφώς στο δεύτερο λόγο του τον Θεολογικό αναφέρεται στο «ότι εστί» και λέει ότι αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Είναι σαφές και από την μελέτη ακόμη και της φύσεως.
Ενώ λοιπόν στο «ότι εστί» δεν έχουμε άγνοια και αποφατισμό με την έννοια την οντολογική, στο «τι εστί» τα πράγματα αλλάζουν, το «τι εστί» δηλώνει όπως είπαμε την ουσία. Και εκεί ο Άγιος Γρηγόριος διακρίνοντας το «τι εστί» από το «ότι εστί» τονίζει ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία του Θεού. Το «τι εστί» του Θεού το αγνοούμε. Μάλιστα, εκεί προσπαθεί να δείξει πόσο δύσκολο είναι να γνωρίσουμε το τι, τη φύση, την ουσία οποιουδήποτε όντος. Και εκεί στο δεύτερο Θεολογικό του λόγο δείχνει πόσο δύσκολα είναι να γνωρίζουμε τα μυστήρια της φύσης, τα μυστήρια του ανθρώπου, το μυστήριο του ανθρώπινου οργανισμού. Όλα αυτά που αναφέρονται στο «τι εστί» υπερβαίνουν τη σύλληψη του ανθρώπινου νου. Πόσο μάλλον λέει το «τι εστί», δηλαδή η φύση, η ουσία του Θεού. Εκεί κανείς δεν μπορεί να τη γνωρίσει την ουσία. Μα, οι άγγελοι που είναι και αυτοί νοερά όντα; Ούτε αυτοί. Οι άγιοι που είναι κεκαθαρμένοι από την αμαρτία και τα πάθη; Ούτε αυτοί.
Την ουσία του Θεού ουδείς τη γνωρίζει. Η ουσία πάντως δηλώνει -θα δούμε στη συνέχεια και θα τα αναλύσουμε περισσότερο- αυτό το σταθερό και αμετάβλητο σε οποιοδήποτε ον. Γι' αυτό ο Άγιος Μάξιμος, όπως είπαμε, χρησιμοποιεί την έννοια του λόγου της φύσεως για να δηλώσει το αμετάβλητο και σταθερό σε κάθε ον, αυτό που κάνει δηλαδή να είναι αληθινό να υπάρχει. Διότι αλλιώς, αν του αφαιρέσεις τη σταθερότητα κινδυνεύεις να του αφαιρέσεις την αληθινή ύπαρξη. Θυμηθείτε πάντοτε αυτό που σας είπα ότι η φθορά αποτελεί τη γελοιοποίηση του όντος, το ψεύτισμα του όντος. Το αποδεικνύει απατηλό και ψευδές. Για αυτό η οντολογία φέρεται πάντοτε προς την σταθερότητα των όντων. Και για αυτό ο Μάξιμος, χρησιμοποιεί την έννοια «του λόγου της φύσεως» για να δηλώσει το τι σε κάθε ον είναι σταθερό και αμετάβλητο.
Αυτός είναι ο «λόγος» και αυτό το διακρίνει από τον τρόπο, ο οποίος είναι μεταβλητός, ο τρόπος του είναι, ο τρόπος της φύσεως, είναι μεταβλητός, ο λόγος της φύσεως ανταποκρίνεται στο «τι εστί», στην ουσία. Και θα δούμε περισσότερα για αυτό ευθύς αμέσως.
Η τρίτη κατηγορία, ο τρίτος τρόπος αναφοράς είναι το «όπως εστί» ή «πώς εστί». Είναι ίσως το πιο σημαντικό για την Θεολογία, διότι εδώ μπορούμε να κάνουμε λόγο για τα το «πώς εστί» ο Θεός. Κι αυτό οι Καππαδόκες Πατέρες το ονομάζουν τρόπο υπάρξεως του Θεού και διακρίνουν τρεις τρόπους υπάρξεως που αντιστοιχούν στα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν δηλώνουν το τι του Θεού, που είναι η ουσία του και για το οποίο φυσικά δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο, δηλώνουν το πώς του Θεού.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου