Γ΄ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ
IΙ. Βασικές αρχές της Πατερικής διδασκαλίας
1. Μέχρι τους Καππαδόκες Πατέρες
|
Σ’ αυτό το μάθημα θα εξετάσουμε τα ιστορικά πλαίσια της αναπτύξεως του δόγματος περί Θεού στην Πατερική εποχή.
Σας υπενθυμίζω, ότι η Πατερική εποχή κληρονόμησε από την Βιβλική εποχή, αυτήν την Τριαδική διατύπωση: «Πίστη εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και επειδή αυτή η διατύπωση, η πίστη μάλλον, έπρεπε να γίνει δεκτή από κάθε Χριστιανό κατά το βάπτισμα – δεν ήταν δυνατόν δηλαδή να γίνει κανείς Χριστιανός χωρίς να περάσει απ’ την ομολογία αυτής της πίστεως – καταλαβαίνετε ότι ήταν αδύνατο εκ των υστέρων να ισχυρισθεί κανείς ότι απορρίπτει την Αγία Τριάδα, έτσι απερίφραστα.
Οι διαφορές ανέκυπταν ως προς την ερμηνεία αυτής της διατυπώσεως, αλλά και η διατύπωση αυτή καθ’ εαυτή γινόταν δεκτή και συνεπώς και η συζήτηση όλη γύρω από το δόγμα της Αγίας Τριάδος είχε πάντοτε αυτό τον περιορισμό. Δηλαδή όταν κανείς με τις θέσεις του έθετε εν αμφιβόλω αυτή την Τριαδική διατύπωση τότε αμέσως σταματούσε η συζήτηση. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε κανείς να το αρνηθεί.
Σας είπα στο προηγούμενο μάθημα πώς έφθασε η Εκκλησία στο σημείο αυτό και γιατί. Οι λόγοι είναι βαθύτατοι. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά από τη στιγμή που έγινε δεκτή η ειδική σχέση που είχε ο Χριστός με τον Θεό και ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας.
Τώρα επειδή η Πατερική εποχή κληρονόμησε αυτή την διατύπωση την Τριαδική, έπρεπε να κάνει δύο πράγματα. Να την ερμηνεύσει αυτή την διατύπωση κατά ένα τρόπο που θα απέκλειε ερμηνείες οι οποίες θα οδηγούσαν στην ειδωλολατρεία. Δηλαδή ερμηνείες της Τριαδικής αυτής διατυπώσεως οι οποίες θα έφερναν την έννοια περί Θεού μακριά από τις αρχές της Παλαιάς Διαθήκης του Θεού των Εβραίων, τις οποίες επισημάναμε στο περασμένο μάθημα. Λοιπόν έπρεπε στην ερμηνεία να ληφθεί υπ’ όψιν αυτό.
Το δεύτερο πράγμα που έπρεπε να γίνει, ήταν να δοθεί περιεχόμενο σ’ αυτή τη formula (διατύπωση), το οποίο να ερμηνεύει αυτή την πίστη κατά τρόπο που θα μπορούσε να σημαίνει κάτι για το πολιτιστικό περιβάλλον της εποχής των Πατέρων. Δηλαδή δεν μπορούσε – και προσέξτε, αυτό έχει μεγάλη σημασία για μας σήμερα, – δεν μπορούσε η Θεολογία και η Δογματική να είναι εσωτερική υπόθεση των ολίγων. Δηλαδή να λέμε εμείς, και να τα καταλαβαίνουμε εμείς, και να μη μας ενδιαφέρει αν έξω από μας αυτά εμφανίζονται σαν ανοησίες. Δεν ήταν αυτό το πνεύμα των Πατέρων. Το πνεύμα των Πατέρων ήταν όντως να μιλήσουν στην εποχή τους και να πουν πράγματα τα οποία να είχαν κάποιο νόημα για τους ανθρώπους της εποχής. Και αυτό προϋποθέτει μιαν ερμηνεία, μια προσπάθεια ερμηνείας του Δόγματος πάντοτε με τις κατηγορίες σκέψεως τις φιλοσοφικές της εποχής εκείνης που ήταν γνωστές και εκτός του Χριστιανισμού, και αυτό αφορούσε βέβαια τους μορφωμένους της εποχής εκείνης. Αλλά και με βιώματα τέτοια, τα οποία και στους απλούς ανθρώπους να έκαναν κατανοητή βιωματικά πλέον αυτή την πίστη, αυτή την έννοια περί Θεού. Αυτή την ερμηνεία θα πρέπει να εξετάσουμε τώρα εμείς ιστορικά πρώτα και μετά με αναφορά στο δικό μας τρόπο κατανοήσεως αυτού του δόγματος.
Τον Β΄ αιώνα μια προσπάθεια ερμηνείας αυτής της διατυπώσεως της Τριαδικής, η οποία επιχειρήθηκε κυρίως από τους Απολογητάς, ήταν η εξής: Ασχολούνται κυρίως με τον Λόγο, με το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και εθεώρησαν τον Λόγο σαν προβολή του ενός Θεού έξω από τον Εαυτό Του προκειμένου να δημιουργήσει τον κόσμο. Μ’ αυτό τον τρόπο άφηναν ασαφές το θέμα, εάν ο Λόγος ανήκει στην σφαίρα του Ακτίστου Θεού ή στην σφαίρα του κόσμου. Ήταν ασαφές, διότι όταν λέμε ότι ο Θεός γίνεται Τριάς ή εν πάση περιπτώσει αποκτά τον Λόγο, προκειμένου να βγει έξω από τον Εαυτό Του και να δημιουργήσει τον κόσμο, τότε συναρτούμε την ύπαρξη του Λόγου με την ύπαρξη του κόσμου. Αυτό είναι το πρόβλημα και το πρόβλημα αυτό φάνηκε σαφώς τον Δ΄ αιώνα με τον Αρειανισμό. Διότι εκεί τα πράγματα έφθασαν στο απροχώρητο, όταν ο Άρειος, ακολουθώντας αυτή την θεολογία του Λόγου έφθασε στο συμπέρασμα ότι ο Λόγος ανήκει στην σφαίρα του κτιστού κόσμου και όχι στην σφαίρα του Ακτίστου Θεού. Συνεπώς τον Β΄ αιώνα αυτή η έννοια και η ερμηνεία δημιούργησε προβλήματα.
Ένας από τους Απολογητές που έδωσε μια καλή κατεύθυνση, αλλά χωρίς να είναι ικανοποιητική ακόμη, ήταν ο Θεόφιλος Αντιοχείας τον Β΄ αιώνα, ο οποίος έκανε την διάκριση μεταξύ ενδιάθετου λόγου και προφορικού λόγου. Με το σχήμα αυτό προσπάθησε να πει, ότι – όπως λέει ο Ιουστίνος και όπως ήταν σύνηθες στον Β΄ αιώνα με τους Απολογητάς, - ναι μεν ο Λόγος είναι αυτή η προβολή του Θεού έξω από τον Εαυτόν Του για να δημιουργήσει τον κόσμο, αλλά προϋπήρχε όμως στον Θεό σαν ενδιάθετος Λόγος. Όπως δηλαδή έχουμε τον ενδιάθετο λόγο μέσα μας πριν μιλήσουμε και κάνουμε προφορικό τον λόγο μας, έτσι και ο Θεός πάντα είχε τον Λόγο, αλλά όταν επρόκειτο να δημιουργήσει τον κόσμο, τον ενδιάθετο αυτό Λόγο τον έκανε προφορικό. Ήταν ένας τρόπος να διασφαλισθεί από τον κόσμο. Αλλά δεν ήταν επαρκής αυτή η ερμηνεία, διότι πάλι άφηνε ανοιχτό το ερώτημα εάν μπορεί να υπάρξει ενδιάθετος λόγος χωρίς να έχει έκφραση προφορική, διότι παύει να είναι Λόγος.
Αυτή είναι μια προσπάθεια ερμηνείας. Μία άλλη προσπάθεια ερμηνείας ήταν αυτή που την ονομάσαμε τροπική: δηλαδή το να καταλάβουμε τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος σαν τρεις ρόλους, τρεις τρόπους εμφανίσεως του Θεού. Τρεις ρόλους τους οποίους ο Θεός διεδραμάτισε στην Παλαιά Διαθήκη ως Πατέρας, στην δε Καινή Διαθήκη ως Υιός, μετά δε την Καινή Διαθήκη, στην εποχή μας, ως Άγιο Πνεύμα. Και την θεωρία αυτήν την ανέπτυξε κυρίως ο Σαβέλλιος, στις αρχές του Γ΄ αιώνα, και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη Δύση. Αυτός κατήγετο από την Βόρειο Αφρική αλλά έδρασε περισσότερο στην Ρώμη, και η διδασκαλία του διαδόθηκε ταχύτατα και στην Ανατολή. Εδημιούργησε βέβαια ένα μεγάλο σάλο ο Σαβελλιανισμός, διότι δεν έγινε δεκτή η άποψη ότι ο Θεός, η Αγία Τριάδα, είναι τρεις ρόλοι, τρία προσωπεία, τα οποία έθεσε επάνω Του ο Ένας Θεός προκειμένου να παίξει κάποιο ρόλο στην ιστορία, έστω και προς χάριν μας.
Η Εκκλησία αντέδρασε τόσο έντονα στον Σαβελλιανισμό, ώστε και κάθε μορφή κρυπτοσαβελλιανισμού δημιουργούσε αμέσως οξύτατες αντιδράσεις, ιδίως στην Ανατολή. Και είναι χαρακτηριστικό ότι η Ανατολή πάντα έβλεπε την Δύση σ’ αυτήν την εποχή, τον Δ΄ αιώνα, με καχυποψία ως προς τον Σαβελλιανισμό. Οι Δυτικοί, δηλαδή, ήταν πρόθυμοι πάντα κάποιο είδος κρυπτοσαβελλιανισμού να υιοθετήσουν, ενώ οι Ανατολικοί επέμεναν ότι πρέπει οπωσδήποτε να ξεχωρίσουμε αυτά τα Τρία Πρόσωπα. Ήδη από τον Β΄ αιώνα με τους Απολογητάς, τοποθετήθηκε το θέμα έτσι σαφώς: Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι Τρία «αριθμώ», κατά τον αριθμό Τρία. Δηλαδή δεν πρόκειται για Ένα, για μια μονάδα, η οποία είτε πλατύνεται, όπως έλεγε ο Σαβέλλιος, και παίρνει τρεις μορφές, είτε οτιδήποτε άλλο ετερογενές στοιχείο στον Ένα Θεό, αλλά είναι εντοπισμένος αυτός ο αριθμός τρία, μέσα στην ίδια έννοια του Θεού. Δεν υπήρξε ποτέ με άλλα λόγια ο Θεός μόνος. Και έτσι έκαναν το μεγάλο βήμα οι Πατέρες να ξεχωρίσουν την έννοια του Ενός από την έννοια του Μόνου και έγινε αυτό διότι στον αρχαίο Ελληνισμό και στην αρχαία Ελληνική θρησκεία, ο Θεός εννοείτο ως Μονάς. Εννοώ την φιλοσοφική Ελληνική θρησκεία. Υπήρχε πάντα η λαϊκή, ο λαϊκός πολυθεϊσμός, αλλά ο πολυθεϊσμός ήταν σ’ ένα επίπεδο κατώτερο. Η πραγματική θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων ήταν μονοθεϊστική τελικά και πολύ μονοθεϊστική μάλιστα, ώστε το Απόλυτο ‘Ένα, να είναι μόνον ο Θεός. Και ο Νεοπλατωνισμός όπως ξέρετε ταυτίζει τον Θεό με το Ένα. Όταν τίθεται σε Χριστιανικά πλαίσια το ερώτημα περί Θεού, περί Ενός Θεού, δημιουργείται αυτό το ερώτημα, εάν ο Θεός είναι Μονάς Απόλυτη και τι σημαίνει να είναι Μονάς.
Ο Φίλων στον Α΄ αιώνα ερμηνεύει την μονοθεϊα, (παρ’ ότι ήταν Εβραίος, γιατί στο σημείο αυτό ήταν επηρεασμένος από την Ελληνική σκέψη απόλυτα), ερμηνεύει τον Ένα Θεό ως τον «όντως μόνον». Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο που κάνει στο σημείο εκείνο της Παλαιάς Διαθήκης που ομιλεί για τη δημιουργία της γυναικός. «Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον. Ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ’ αυτόν» (Γένεσις 2/β΄ 18). Σχολιάζοντας αυτό ο Φίλων λέει, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι μόνος, δεν επιτρέπεται να είναι μόνος, διότι μόνον ο Θεός είναι Μόνος. Δηλαδή ο Θεός ως Ένας είναι Μόνος. Καταλαβαίνετε ότι αυτό συγκρούεται ή μάλλον δημιουργεί το τεράστιο πρόβλημα της Αγίας Τριάδος, και πώς αντέδρασαν αμέσως οι Απολογητές. Αντέδρασαν οξύτατα σ’ αυτή την φιλωνική αντίληψη και είπαν ότι ο Θεός είναι Ένας, αλλά δεν είναι Μόνος. Αυτό καταλαβαίνετε ότι από άποψη φιλοσοφική και από άποψη υπαρξιακή φέρνει εντελώς καινούργιους δρόμους στην οντολογία. Και θα δούμε αργότερα τη σημασία του. Προς το παρόν σημειώστε ότι η Εκκλησία αποφάσισε νωρίς να δεχθεί μια μονοθεϊα η οποία να μην ταυτίζει τον Ένα Θεό με τον Μόνο Θεό. Ο Θεός δεν είναι μοναξιά, μοναχικός. Δεν υπήρξε ποτέ Μόνος. Πάντοτε ο αριθμός τρία αντιπροσώπευε πραγματικές οντότητες που βρισκόντουσαν σε προσωπική σχέση. Και όχι μία μονάδα που έπαιρνε διάφορα προσωπεία ή έπαιζε διαφόρους ρόλους. Επομένως αυτή η ευαισθησία ως προς την οντότητα του κάθε Προσώπου δημιούργησε οξύτατο το πρόβλημα της ερμηνείας, αν μη τι άλλο της φιλοσοφικής ερμηνείας και κατανοήσεως. Δηλαδή, όταν λένε οι Χριστιανοί αυτά τα πράγματα, λένε τι εννοούν, ή λένε μόνον ανοησίες και τα καταλαβαίνουν μεταξύ τους; Δεν μπορούσαν να τα’ αφήσουν έτσι το θέμα οι Πατέρες σ’ αυτή την νεφελώδη και συγκεχυμένη κατάσταση. Έγιναν λοιπόν προσπάθειες. Είναι πολύπλοκο το ιστορικό όλης αυτής της υποθέσεως. Αυτά είναι ήδη γνωστά από την Ιστορία των Δογμάτων. Θα αναφερθούμε στις κύριες φάσεις αυτής της προσπάθειας και θα επιμείνουμε στο αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας προς ερμηνείαν.
Πρώτα – πρώτα στο θέμα της ορολογίας, δημιουργήθηκαν τρομερά προβλήματα πώς θα ερμηνεύσουν, πώς θα το πουν, με τι λόγια θα το πουν, ότι ο Θεός είναι Τριάς. Είναι Ένας και συγχρόνως είναι Τρία Πρόσωπα, τρεις οντότητες, και όχι τρία προσωπεία. Καθαρά στο επίπεδο της ορολογίας, στο τέλος του Β΄ αιώνα ο Τερτυλιανός χρησιμοποιεί μία έκφραση στα Λατινικά, η οποία αποδεικνύεται εκ των υστέρων η αποφασιστική έφραση στην ορολογία. Χρησιμοποίησε την έκφραση: «una substantia, tres personae». Με το «substantia», ήθελε να δηλώσει τον Ένα Θεό, την ενότητα. Με τον όρο «personae» ήθελε να δηλώσει την Τριαδικότητα. Και αυτή η διατύπωση του Τερτυλιανού περνάει και στην Ανατολή στους Ελληνόφωνους Χριστιανούς, μέσω κυρίως του Ιππολύτου, ο οποίος επηρεάζεται από τον Τερτυλιανό, και ο οποίος όπως ξέρετε γεννήθηκε στη Ρώμη αλλά είναι Ελληνόφωνος και μεταφράζει αυτή την διατύπωση. Μεταφράζεται πλέον πώς; Εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα.
Η λέξη substantia στα Ελληνικά, μεταφράζεται ακριβώς ως «υπόστασις». Τα «personae» έχουν μεταφρασθεί ως πρόσωπα. Τώρα δημιουργούνται οι εξής δυσκολίες. Το να πούμε ότι είναι μία «υπόσταση» ο Θεός, σημαίνει ότι στον όρο «υπόσταση» δίνουμε οντολογικό περιεχόμενο. Άλλωστε πάντα είχε ο όρος «υπόστασις» οντολογικό περιεχόμενο. Δήλωνε το σταθερό είναι. Υπόσταση: «αυτό που στηρίζει το είναι», «κάθε ον στέκεται πάνω σε μία βάση». Αυτή η βάση είναι η υπόσταση. Πέρασε αυτός ο όρος στα Ελληνικά πολλές περιπέτειες μέσα απ’ τους αιώνες, αλλά βασικά είχε αυτή την έννοια. Όταν λέμε ότι ένα ουράνιο τόξο δεν έχει υπόσταση, είναι μεν φαινόμενο, αλλά χωρίς υπόσταση. Αντιθέτως ένα τραπέζι έχει υπόσταση διότι έχει βάση οντολογική. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το «υπόσταση» δηλώνει ότι ο Θεός όντως είναι Ένας, μία υπόσταση, αλλά τα πρόσωπα αμέσως δημιουργούν το πρόβλημα. Διότι η λέξη «πρόσωπο» στον αρχαίο Ελληνισμό σήμαινε το ίδιο με την λέξη: «προσωπείο». Η λέξη «πρόσωπο» στην αρχαία Ελλάδα προέρχεται από την ανατομική του έννοια φυσικά πρώτα, από το μέρος της κεφαλής που είναι «προς την όψιν». Αλλά πολύ γρήγορα γίνεται τεχνικός όρος, χρησιμοποιείται στο θέατρο από επίδραση μάλλον τελετουργική, και χρησιμοποιείται στο θέατρο, με την έννοια της μάσκας που φορούσε ο ηθοποιός, διότι οι ηθοποιοί φορούσαν μάσκα εκείνη την εποχή. Λοιπόν, πρόσωπο σημαίνει τη μάσκα που φορούσε ο ηθοποιός.
Αυτή η έννοια τώρα μεταφερόμενη στην Αγία Τριάδα, στα Ελληνικά καταλαβαίνετε τι κινδύνους αμέσως δημιουργεί: Σαβελλιανισμό. Πώς ήταν δυνατόν στην Ανατολή να γίνει δεκτή η formula αυτή του Τερτυλλιανού χωρίς επεξηγήσεις; Από τον Ωριγένη και πέρα είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται ο όρος «υπόστασις» αντί του όρου «πρόσωπο» στην Ανατολή και επομένως λέγαμε ότι ο Θεός είναι τρεις υποστάσεις. Μεταφραζόμενος όμως ο όρος «υπόστασις» στα Λατινικά δημιουργούσε αμέσως «tres substantiae», οπότε οι Λατινόφωνοι είχαν το πρόβλημα ότι αυτοί λέγανε «una substantia». Τώρα, “una substantia, tres sybstantiae” δεν πήγαινε, δεν μπορούσε να γίνει. Υπήρχε πρόβλημα λοιπόν συγχύσεως ορολογίας τεράστιο. Και το πρόβλημα της ορολογίας δεν ήταν απλώς θέμα διαφοράς γλώσσας, ήταν θέμα περιεχομένου των εννοιών αυτών, οι οποίες έπρεπε οπωσδήποτε για να γίνουν δεκτές να μην οδηγούν στον Σαβελλιανισμό κυρίως, και για την Ανατολή αυτό ήταν πάρα πολύ σοβαρό ζήτημα. Λοιπόν, τι έπρεπε να γίνει; Έγινε μια ολόκληρη ιστορία…
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου