Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

. Ουσία, Ενέργεια και Πρόσωπο

Δ. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
1. Διακρίσεις τών Καππαδοκών στο "είναι" τού Θεού
β. Ουσία, Ενέργεια και Πρόσωπο
 
Είδαμε τρεις βασικές διακρίσεις στην ορολογία, οι οποίες αναλύονται ακόμα περισσότερο με άλλες τρεις διακρίσεις  που συναντάμε στους Καππαδόκες Πατέρες και κυρίως στον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Οι διακρίσεις αυτές γίνονται με την εξής αφορμή. Οι Αρειανοί και μάλιστα οι Ευνομιανοί έθεσαν το ζήτημα στους Ορθοδόξους: Ο Υιός είναι δηλωτικός της ουσίας ή της ενέργειας του Θεού; Εάν έλεγαν οι Ορθόδοξοι ότι είναι δηλωτικός της ουσίας τότε δεν θα μπορούσαν να τον διακρίνουν από τον Πατέρα. Εάν έλεγαν ότι είναι όνομα ενέργειας τότε κινδύνευαν να δεχθούν ότι πρόκειται για κτίσμα. Μπροστά σ’ αυτή την πίεση ο Αγ. Γρηγόριος στον τρίτο Θεολογικό του λόγο τονίζει ότι ο Υιός δεν είναι ούτε ουσίας ούτε ενέργειας όνομα αλλά όνομα σχέσεως. Αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πώς διακρίνονται, πώς ορίζονται αυτά τα τρία ονόματα.
Ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος στο ίδιο σημείο αναφερόμενος σ’ αυτές τις τρεις διακρίσεις δίνει και τους ορισμούς του καθενός. Πρόκειται για λεπτές φιλοσοφικές έννοιες. Αλλά είναι πολύ σημαντικές οι διακρίσεις αυτές.
Ουσία λέει είναι κάτι «των καθε αυτών υφεστηκότων». Κάτι δηλ. για το οποίο μπορεί να γίνει λόγος ατομικά με αναφορά μόνο σ’ αυτό το αυθυπόστατο. Η ουσία του Θεού μπορεί να νοηθεί μόνη της. Αυτό θα πει «των καθε αυτών υφεστηκότων».
Η ενέργεια λέγει «είναι των εν ετέρω θεωρουμένων» ότι νοείται και βρίσκεται σε κάτι άλλο. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό το «εν ετέρω» θεωρούμενον, το συμβεβηκώς, όπως το ονομάζουμε, - γνωστό από την Ελληνική Φιλοσοφία - οδηγεί και αυτό στην έννοια της σχέσεως. Παρ’ όλα αυτά όπου αναφέρεται στο πρόσωπο ή στην υπόσταση και τα ονομάζει σχέση, το αντιδιαστέλλει σαφώς και από την ουσία και από την ενέργεια. Το πρόσωπο ή η υπόσταση δεν είναι ούτε ουσία ούτε ενέργεια. Τι είναι; Για να δούμε τι είναι, πρέπει να δούμε σε αναφορά με τα άλλα δυο, τι δεν είναι. Να δούμε εάν η ουσία είναι το αυθυπόστατο και καθαυτό υφεστηκώς και μπορεί επομένως να γίνει λόγος για την ουσία ενός όντος αυτής καθεαυτής. Ο Θεός είναι θεία ουσία. Η Θεία ουσία δεν είναι ανάγκη να συνδεθεί στη σκέψη μας με μια άλλη ουσία για να κάνουμε λόγο για την ουσία. Αφού δεν είναι ουσία, το πρόσωπο, είναι κάτι που δε νοείται μόνο του, δεν νοείται καθαυτό, δεν είναι το "καθαυτό υφεστικώς". Εάν ήταν το "καθαυτό υφεστηκώς" θα ήταν ουσία. Για να μην είναι λοιπόν ουσία, δεν νοείται μόνο του. Δεν μπορούμε να το απομονώσουμε. Για να κάνεις λόγο περί αυτού, θα πρέπει να αναφερθείς συγχρόνως και σε κάποιο άλλο ον. Δεν μπορείς μόνο σ’ αυτό να αναφερθείς. Ενώ στην ουσία μπορείς να αναφερθείς μόνο σε μια ουσία. Σ’ ένα πρόσωπο ή μια υπόσταση δεν μπορείς να αναφερθείς. Από την άλλη μεριά δεν είναι και ενέργεια. Και γιατί δεν είναι ενέργεια; Διότι δεν κοινωνείται με άλλα όντα., έτσι ώστε να μπορούμε να το βρούμε και αλλού. Κοιτάξτε τώρα αυτό το μυστηριώδες κατασκεύασμα.
Απ' τη μια μεριά χωρίς κοινωνία με άλλα όντα, χωρίς σχέση, δεν μπορεί να υπάρχει το πρόσωπο. Από την άλλη μεριά αυτό που είναι πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρχει σε ένα άλλο πρόσωπο. Ενώ η ενέργεια μπορεί να υπάρχει. Και η ενέργεια μπορεί να είναι κοινή. Και η φύση και η ουσία είναι κοινή. Όμως η ουσία μπορεί λογικά να καθορισθεί και μόνη της.
Αυτό είναι το δηλωτικό της ουσίας. Το πρόσωπο, λοιπόν, η υπόσταση δηλώνει μια ταυτότητα, ένα ον, το οποίο ενώ δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του, δεν μπορεί να νοηθεί μόνο του, συγχρόνως δεν μπορεί να ευρεθεί και αλλού. Ενώ δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του, συγχρόνως, δεν μπορεί να ευρεθεί αλλού εκτός του εαυτού του. Είναι δηλαδή τόσο μοναδικό, τόσο ανεπανάληπτο, τόσο το ίδιο, αυτό που είναι ο εαυτός του, ώστε κανένας άλλος δεν μπορεί να είναι αυτό που είναι αυτό. Ο Πατήρ δεν μπορεί να είναι ο Υιός ούτε Πνεύμα. Ο Υιός δεν μπορεί να είναι Πατήρ ούτε Πνεύμα. Οι έννοιες Πατήρ, Υιός και Πνεύμα δηλώνουν υποστάσεις, πρόσωπα, είναι τόσο μοναδικές και ανεπανάληπτες, που το παράδοξο και πολύ σημαντικό είναι ότι δεν ευρίσκονται ούτε εκεί στα όντα με τα οποία, εάν δεν έχουν σχέσεις, δεν βρίσκονται εις σχέση, δεν υπάρχουν. Διότι ο Πατήρ εάν δεν βρίσκεται εις σχέση με τον Υιό παύει να υπάρχει. Εντούτοις δεν είναι Υιός.
Αυτό είναι το πρόσωπο, η ταυτότητα που πηγάζει από σχέση, από κοινωνία και η οποία καταλήγει σε ακοινώνητα όντα με την έννοια ότι δεν μπορεί να βρεθεί το ένα ον μέσα στο άλλο, αλλά ούτε και χωρίς σχέση με το άλλο, διότι όταν διακοπεί η σχέση, διακόπτεται η ύπαρξη του προσώπου. Λοιπόν, εάν το πρόσωπο ή η υπόσταση δεν είναι ούτε ουσία ούτε ενέργεια, τότε πρέπει να  μην είναι ούτε αυθυπόστατο, δηλαδή να μπορεί να γίνει λόγος για αυτό, αυτό καθ’ ευατό, χωρίς αναφορά σε κάτι άλλο, αλλά ούτε και ενέργεια, με την έννοια ότι μπορεί να βρεθεί αυτό σε κάτι άλλο.
Π.χ. η ενέργεια του Θεού. -Ας πάρουμε μια απ’ τις ενέργειες- τη δύναμή Του. Η δύναμη ως ενέργεια μπορεί να ευρεθεί και στα τρία πρόσωπα και βρίσκεται και στα τρία πρόσωπα. Ακόμη βρίσκεται και εκτός, ενεργεί και εκτός του Θεού. Και αυτό είναι το συμβεβηκός, αυτό που μπορούμε να το βρούμε και εκτός της ουσία, η οποία έχει την ενέργεια, ενώ η ουσία διακρίνεται από την ενέργεια κατά το ότι δεν μπορούμε να τη βρούμε εκτός αυτής της ουσίας. Δεν μπορούμε την ουσία του Θεού να τη βρούμε στην κτίση. Μπορούμε όμως να βρούμε την ενέργεια του Θεού στη κτίση. Η ενέργεια είναι κάτι το οποίο κοινωνείται και εκτός της ουσίας.  Η ουσία δεν μπορεί, δηλώνει το αυθυπόστατο, δεν μπορεί να κατηγορηθεί εκτός εαυτής. Παύει να είναι ουσία αυτού του όντος.
Το πρόσωπο κοινωνείται; Και ναι και όχι. Το πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν υπάρχει κοινωνία και σχέση, δηλαδή αναφορά, προς άλλα πρόσωπα. Ένα πρόσωπο ίσον κανένα πρόσωπο. Μια ουσία εντάξει, και μια ενέργεια, ως αναφορά προς τα αποτελέσματά της. Ένα πρόσωπο, μια υπόσταση ίσον κανένα πρόσωπο. Άρα χρειάζεται κοινωνία για να έχουμε τα πρόσωπα. Αλλά στην κοινωνία αυτή, το κάθε πρόσωπο έχει τις λεγόμενες υποστατικές ιδιότητες (τις ιδιότητες τις προσωπικές), οι οποίες δεν κοινωνούνται. Δεν μπορεί να μεταδώσει ο Πατήρ την πατρότητα Του στον Υιό, ούτε την ιδιότητά Του. Αυτές οι υποστατικές ιδιότητες,  που είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ή η αγεννησία, η γέννηση και το εκπορευτό. Αυτά δεν κοινωνούνται, δεν μεταδίδονται. Γιατί; Διότι καθένας από τα πρόσωπα είναι μοναδική και ανεπανάληπτη ταυτότητα. Έτσι και υποκατασταθεί με κάτι άλλο, παύει να είναι η ταυτότητα η μοναδική. Γι' αυτό ως προς τη σχέση αυτή, η οποία δηλώνει την υπόσταση ή το πρόσωπο χρησιμοποιείται από τους πατέρες ή τους Καππαδόκες η έκφραση «το ίδιον».
Εκ πρώτης όψεως, «το ίδιον» φαίνεται να συγκρούεται με τη σχέση. Αφού ορίζουμε το πρόσωπο ως σχέση, πώς μπορούμε να το ορίζουμε συγχρόνως και ως ίδιον; Εντούτοις,  «το ίδιον» πηγάζει από τη σχέση.  Η σχέση είναι τέτοια που δημιουργεί ίδιον, που δημιουργεί μοναδικότητα, ίδιο, ακοινώνητο, που δεν μπορεί να κοινωνηθεί. Χωρίς όμως την κοινωνία με τα άλλα πρόσωπα, χωρίς τη σχέση δεν μπορεί να υπάρξει αυτό το ίδιο. Κι έτσι κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι μοναδικό, ανεπανάληπτο, αναντικατάστατο, ακριβώς διότι βρίσκεται σε αδιάκοπη κοινωνία και σχέση με άλλα πρόσωπα. Έτσι, αν κόψετε τη σχέση, χάσατε την υπόσταση. Επομένως, η κοινωνία είναι προϋπόθεση της υποστάσεως. Απ’ την άλλη μεριά, η κοινωνία αυτή δημιουργεί ιδιότητα, ίδια όντα, τα οποία έτσι και τα κοινωνήσετε, μεταδώσετε τις ιδιότητες του ενός στο άλλο τα χάνετε. Αυτά είναι οι βασικοί όροι και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται αυτοί οι όροι στην Πατερική Θεολογία.
Θα δούμε ποιες είναι οι βασικές αρχές στην εφαρμογή των όρων αυτών στην Τριαδολογία. Διότι καλά είναι όλα αυτά που είπαμε και ένας φιλόσοφος μπορεί να τα βρει κατά κάποιο τρόπο κατανοητά. Όταν όμως τα εφαρμόσουμε στην Τριαδολογία, τότε αρχίζει να διακόπτεται η συνέχεια της Ελληνικής Φιλοσοφίας.
Λοιπόν, ποιες βασικές αρχές εισάγουν οι πατέρες στην χρήση αυτών των όρων, τους οποίους αναλύουμε κατά την εφαρμογή τους στη Δογματική και κυρίως στο Δόγμα περί Θεού;
Πρώτη αρχή, την αναφέραμε ήδη προηγουμένως είναι ότι, το «τι» η ουσία ή η φύση δεν γνωρίζεται, δεν συλλαμβάνεται, δεν καταλαμβάνεται από τον νου. Και αυτό, βέβαια, κατά κάποιο τρόπο ο Νεοπλατωνισμός το δέχθηκε. Αλλά αποτελεί βασική αρχή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, της Ελληνικής σκέψεως, ότι την ουσία των όντων την γνωρίζουμε και μπορούμε να τη γνωρίσουμε με το νου, ο οποίος συλλαμβάνοντας τις ιδέες, οδηγείται στην ουσία των όντων.
Δηλαδή, για να γνωρίσω αυτό το τραπέζι στην ουσία του, στο «τι εστί», κατά την Ελληνική Φιλοσοφία, εάν μεν έχω πλατωνικές προδιαθέσεις, θα αναζητήσω την ιδέα του τραπεζιού, το ίδιο το τραπέζι. Το ίδιο το τραπέζι, όσο βέβαια και αν υπερβαίνει το πραγματικό τραπέζι, εντούτοις με το νου μου, ο οποίος νους υπερβαίνει τα όντα, τα όντα τα αντικειμενικά τα αποκαλυπτικά όντα, με το νου μου μπορώ να το πιάσω το ιδεατό τραπέζι. Όσο βέβαια ο νους μου είναι καθαρός, καθαρμένος από τα υλικά τόσο μπορεί να φθάσει και να συλλάβει τα νοερά, τα ιδεατά.
Εάν έχω Αριστοτελικές προδιαθέσεις, θα αντιζητήσω τότε την ουσία του τραπεζιού στην υλική του υπόσταση. Πίσω από αυτό το υλικό, το συγκεκριμένο τραπέζι, υπάρχουν ορισμένοι νόμοι φυσικοί που το κάνουν να είναι τραπέζι. Η σύλληψη αυτών των νόμων παύει δια του νου. Αλλά με την επεξεργασία των φυσικών και αντικειμενικών όντων και όχι ιδεατών η σύλληψη της ουσίας είναι δυνατή με έναν άλλο τρόπο.
Για τους Έλληνες Πατέρες - γιατί όταν πάμε στους Δυτικούς, έχουμε άλλη κατάσταση, θα δούμε στα προσεχή μας μαθήματα πώς τοποθετήθηκε η Δυτική Θεολογία πάνω στο θέμα αυτό. - Αλλά οι Ανατολικοί Πατέρες είναι σαφείς. Το «τι του Θεού», η ουσία του Θεού δεν μπορεί να συλληφθεί, να καταληφθεί δια του νου. «Άπειρον το Θείον και ακατάληπτον και έν μόνο αυτού καταληπτού η απειρία και η ακαταληψία αυτού» (Ιωάννη του Δαμασκηνού). Δεν μπορούμε να καταλάβουμε δια του νου. Διότι η κατάληψη προϋποθέτει ακριβώς την ενέργεια του νου.
Μια δεύτερη αρχή που εισάγουν οι Καππαδόκες Πατέρες και την τονίζει πρώτος ο Μ. Βασίλειος, είναι ότι δεν υπάρχει ουσία, δεν υπάρχει το τι χωρίς το όπως ή το πώς, την υπόσταση. Ουσία ανυπόστατος δεν υπάρχει, δεν είναι νοητή όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος. Γυμνή ουσία δεν υπάρχει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι στην οντολογία το «όπως εστί» παίρνει πρωταρχική θέση μαζί με το «τι εστί» μαζί με την ουσία.
Η Ελληνική Φιλοσοφία έδινε πάντα προτεραιότητα στο «τι εστί»  στην ουσία. Οι Καππαδόκες Πατέρες χρησιμοποιούν αυτήν την –θα έλεγε κανείς αριστοτελική- γιατί πράγματι εκεί ο Αριστοτέλης είναι πιο χρήσιμος στους Πατέρες από τον Πλάτωνα. Χρησιμοποιώντας την Αριστοτελική, την διάκριση μεταξύ πρώτης ουσίας και δευτέρας ουσίας. Με την πρώτη ουσία δηλώνει ο Αριστοτέλης το ειδικό, το συγκεκριμένο και δευτέρα ουσία δηλώνει το γενικό. Π.χ. πρώτη ουσία είναι οι Γιώργος, ο Κώστας, ο Γιάννης, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Η δευτέρα ουσία είναι το γενικό, η ανθρωπότητα, η ανθρώπινη φύση, η ανθρώπινη ουσία, η οποία υπάρχει και στον Κώστα και στο Γιώργο και στο Γιάννη. Η θεία ουσία δεν προηγείται των υποστάσεων, των προσώπων, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει γυμνή ουσία
Είναι αδύνατον να γίνει λόγος και στην ανθρώπινη ουσία π.χ. στους ανθρώπους, για μια ανθρωπότητα γενική, χωρίς να γίνει λόγος συγχρόνως για τους επιμέρους συγκεκριμένους ανθρώπους. Και στον Θεό τον ίδιο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ουσία του Θεού, χωρίς να γίνει λόγος συγχρόνως λόγος για τον τρόπο υπάρξεως, για το «όπως» ή για τα πρόσωπα ή για τις υποστάσεις. Έτσι η θεία ουσία δεν προηγείται λογικά των υποστάσεων. Διότι απλούστατα δεν μπορεί να υπάρξει γυμνή, ανυπόστατος.
Τρίτη αρχή: Ενώ η ουσία και η υπόσταση το «τι»  και το «πώς» δεν μπορούν να χωρισθούν, να αποχωρισθούν το ένα από το άλλο και να νοηθούν το ένα χωρίς το άλλο, επομένως ούτε υποστάσεις υπάρχουν ανούσιες, αλλά ούτε ουσία ανυπόστατος στον Θεό. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει κάτι που δίνει ένα είδος ιεραρχήσεως. Η ιεράρχηση προέρχεται από την έννοια της αιτιότητας. Ενώ δεν υπάρχει ουσία ανυπόστατος, ούτε υπόσταση ανούσιος, εντούτοις η ύπαρξη και της ουσίας και των υποστάσεων, όπως είναι έτσι συγχρόνως, δεν είναι αυτόματη. Έχει μια αιτία.
Την έννοια του αιτίου, της αιτιότητας στην ύπαρξη του Θεού είναι -επιμένω- από τα σημαντικότερα μέρη της Δογματικής και από τα πλέον παραγνωρισμένα, την εισάγουν οι Καππαδόκες Πατέρες και την εισάγουν για τους εξής λόγους:
Πρώτα σε αντιπαράθεση προς τους Νεοπλατωνικούς, οι οποίοι την απόρροια από το ένα στα πολλά - όλο αυτό το σύστημα των απορροών του Πλωτίνου - το θεωρούν αναγκαία και φυσική ανέλιξη του ενός. Βέβαια προς τα κάτω. Για αυτούς το ότι, το  είναι γίνεται πολλά και είναι κακό, γιατί υποβαθμίζεται το ον γινομένο πολλά άλλα. Αυτό γίνεται σαν είδος ανάγκης και χωρίς τη θέληση του ενός.
Απ’ την άλλη μεριά, είχαν οι Καππαδόκες πατέρες να αντιμετωπίσουν τους Ευνομιανούς, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μια αρχή, μια φιλοσοφική Θεολογική αρχή, πάνω στην οποία στήριζαν τον άκρο αρειανισμό τους, βάσει του οποίου «ο Υιός είναι κτιστός». Ποια ήταν η αρχή αυτή; Η αρχή ήταν ότι ουσία του Θεού και Πατήρ ταυτίζονται. Ο Πατήρ και η ουσία είναι το ίδιο πράγμα. Αφού ο Πατήρ είναι ο μόνος –κατά τη γενική αποδοχή και των Ορθοδόξων - είναι ο μόνος αγέννητος, κάθε τι που πέφτει έξω από την περιοχή του Πατρός, όπως είναι ο Υιός, ο οποίος γεννάται και δεν είναι αγέννητος, πέφτει αυτομάτως και έξω από την περιοχή της ουσίας, διότι η ουσία του Θεού εξαντλείται στον Πατέρα, ταυτίζεται μαζί του. Ήταν λοιπόν απαραίτητο, να γίνει αυτή η διάκριση μεταξύ της ουσίας από το ένα μέρος, του «τι εστίν»  και του «πώς εστίν» του Πατρός στην περίπτωση αυτή. «Άλλο Πατήρ, άλλο η ουσία».
Τίθεται το ερώτημα εάν ο Υιός γεννάται εκ της ουσίας του Πατρός ή εκ του Πατρός. Βεβαίως ο Πατήρ ανούσιος δεν μπορεί να υπάρχει. Και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, με βάση την Θεολογία του Αγ. Αθανασίου, τόνισε ότι γεννάται εκ της ουσίας του Πατρός. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε η ουσία είναι –όπως την εκφράζει ο Άγιος Αθανάσιος- καρπογόνος, παράγει ζωή. Εάν μείνουμε εκεί, θα πρέπει να πούμε τότε ότι η αιτία αυτής τη γονιμότητας παρατηρείται στην ζωή, στην ύπαρξη του Θεού. Η αιτία αυτή που εξηγεί τη γονιμότητα αυτή, είναι η ίδια η ουσία, αφού η ουσία είναι καρπογόνος, άρα γεννάει όπως κάθε καρπογόνος φύση γεννάει.
Όταν οι Καππαδόκες πατέρες εισάγουν την έννοια της αιτιότητας, του αιτίου, το κάνουν αυτό κτυπώντας συγχρόνως την ιδέα, ότι το αίτιο αυτής της γονιμότητας μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός του Πατρός. Ο Πατήρ είναι ο αίτιος. Όταν λένε ότι ο Πατήρ είναι ο αίτιος, αντιδιαστέλλουν τον Πατέρα σαφώς από την ουσία. Εάν δεν Τον αντιδιαστέλλουν, τότε πέφτουν στην παγίδα των Ευνομιανών. Δεν μπορεί να ταυτισθεί ο Πατήρ και η ουσία. Όταν λένε λοιπόν, ο μόνος αίτιος είναι ο Πατήρ και -όπως ξέρετε- πάνω σ’ αυτό στηρίχθηκε όλη η θεολογική αίρεση αργότερα σχετικά με το Filioque. Όταν λοιπόν, ο μόνος αίτιος είναι ο Πατήρ, τότε δεν αποκλείουμε απώς την στην περίπτωση του Filioque τον Υιό ως αίτιο, αλλά αποκρούουμε και την ουσία ως αίτιο. Το αίτιο είναι ο Πατήρ.
Επομένως αυτή η καρπογόνος ουσία, η θεία ουσία δεν παράγει αυτόματα και φυσικά, ως φυσική συνέπεια, την Τριαδική Ζωή. Την παράγει δια του Πατρός, δια ενός προσώπου και συνεπώς με την έννοια αυτή της αιτιότητας, τοποθετούμε τον Πατέρα ως πρόσωπο σε πρωταρχική μοίρα έναντι και των άλλων δυο προσώπων, τα οποία έχουν τις υποστάσεις τους στον Πατέρα και τις έχουν από τον Πατέρα. Δεν τις έχουν από τη φύση- αλλά και της ίδιας της φύσεως, η οποία υποστασιάζεται και αυτή δια του Πατρός και για αυτό το λόγο όλη η Τριαδική ζωή συντελείται εν ελευθερία. Δεν είναι απόρροια φυσικής ανάγκης.
Ο Μέγας Αθανάσιος που ήταν ο κύριος εισηγητής της ιδέας εκ της ουσίας του Πατρός και ο οποίος εισηγήθηκε και εκείνη την εικόνα της καρπογόνου ουσίας, είναι εκείνος ο οποίος λέγει και τα εξής πάρα πολύ σημαντικά. Λέγει σε μια φράση, διότι οι Αρειανοί τον πίεσαν σε αυτό το δίλημμα. "Ώστε λες είναι εκ της ουσίας και όχι εκ της βουλήσεως. Άρα κατά ανάγκην ο Υιός είναι Υιός".
Ουμενούν, λέει, δεν είναι κατ’ ανάγκην. Καίτοι δεν είναι, λέει, εκ της βουλήσεως, δεν είναι όμως και κατ’ ανάγκη. Και γιατί δεν είναι κατ’ ανάγκη; «Διότι θέλεται υπό του Πατρός αϊδίως και αιωνίως θέλεται εκ του Πατρός». Και το σημαντικό δεν είναι απλώς ότι ο Υιός θέλεται υπό του Πατρός, αλλά λέγει ο Αθανάσιος στον τρίτο κατά Αρειανών λόγο «ο Πατήρ και της ιδίας αυτού υποστάσεως εστί θελητής». Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι υπόσταση στον Αθανάσιο σημαίνει ακόμη ουσία – είναι μάλλον το ίδιο πράγμα- έχετε τη διπλή έννοια συγχρόνως ότι η ύπαρξη της ουσίας του Θεού, αλλά και της ουσίας του Πατρός του ιδίου, από την οποία πηγάζει ο Υιός και αυτή ακόμα θέλεται υπό του Πατρός και γι' αυτό υπάρχει. Δεν είναι αναγκαστική η ύπαρξη της ουσίας. «Ο Πατήρ της ιδίας αυτού υποστάσεως εστι θελητής». Θα σας διαβάσω όλο το χωρίο, γιατί έχει μεγάλη σημασία.
66. Αρ’ ούν επεί φύσει και μη εκ βουλήσεως εστιν ο Υιός,
ήδη και αθέλητός εστι τω Πατρί, και μη βουλομένου του Πατρός εστιν ο Υιός; Ουμενούν, αλλά και θελόμενος εστιν ο Υιός
παρά του Πατρός, και, ως αυτός φησιν. «Ο Πατήρ φιλεί τον
Υιόν, και πάντα δείκνυσιν αυτώ». Ως γαρ το είναι αγαθός ουκ
10 εκ βουλήσεως μεν ήρξατο, συ μην αβουλήτως και αθελήτως
εστίν αγαθός’ ό γαρ εστι, τούτο και θελητόν εστιν αυτώ. ούτω
και το είναι τον Υιόν, ει και μη εκ βουλήσεως ήρξατο, αλλ’ ουκ
αθέλητον, ουδέ παρά γνώμην εστίν αυτώ. Ώσπερ γαρ της ιδίας
υποστάσεως εστι θελητής, ούτω και ο Υιός, ίδιος ων αυτού της
15 ουσίας, ουκ αθέλητός εστιν αυτώ. Θελέσθω και φιλεέσθω τοίνυν
ο Υιός παρά του Πατρός και ούτω το θέλειν και το μη αβούλητον του Θεού τις ευσεβώς λογιζέσθω. Και γαρ ο Υιός τη θελήσει
ή θέλεται παρά του Πατρός, ταύτη και αυτός αγαπά, και
θέλει, και τιμά τον Πατέρα. και έν εστι θέλημα το εκ Πατρός εν
20 Υιώ, ως και εκ τούτου θεωρείσθαι τον Υιόν εν τω Πατρί, και
τον Πατέρα εν τω Υιώ. Μη μέντοι κατά Ουαλεντίνον προηγουμένην τις βούλησιν επεισαγέτω. μηδέ μέσον τις εαυτόν ωθείτω
του μόνου Πατρός προς τον μόνον Λόγον, προφάσει του βουλεύεσθαι. Μαίνοιτο γαρ αν τις μεταξύ τιθείς Πατρός και Υιού
25 βούλησιν και σκέψιν. Κα γαρ έτερόν εστι λέγειν, Βουλήσει γέγονεν, έτερον δε ότι Ίδιον φύσει τον Υιόν αυτού αγαπά και θέλει
αυτόν. Το μεν γαρ λέγειν, Εκ βουλήσεως γέγονε, πρώτον μεν
το μη είναί ποτε τούτον σημαίνει. έπτεια δε, και την επ’ άμφω
ροπήν έχει, καθάπερ είρηται. ώστε δύνασθαι τινα νοείν, ότι
ηδύνατο και μη βούλεσθαι τον Υιόν. Επί Υιού δε λέγειν, Ηδύνατο
5 και μη είναι, δυσσεβές εστι και φθάνον εις την του Πατρός
ουσίαν το τόλμημα. ει γε το ίδιον αυτής ηδύνατο μη είναι.
Όμοιον γαρ ως ει ελέγετο, Ηδύνατο και μη είναι αγαθός ο Πατήρ.
Αλλ’ ώσπερ αγαθός αεί και τη φύσει, ούτως αεί γεννητικός τη
φύσει ο Πατήρ. το δε λέγειν, Ο Πατήρ θέλει τον Υιόν, και,
10 Ο Λόγος θέλει τον Πατέρα, ου βούλησιν προηγουμένην δείκνυσιν, αλλά φύσεως γνησιότητα, και ουσίας ιδιότητα και ομοίωσιν γνωρίζει. Ως γαρ και επί του απαυγάσματος αν τις είποι
και του φωτός, ότι το απαύγασμα ουκ έχει μεν βούλησιν προηγουμένην εν τω φωτί. έστι δε φύσει αυτού γέννημα θελόμενον
15 παρά του φωτός, τού και γεννήσαντος αυτό, ουκ εν σκέψει βουλήσεως, αλλά φύσει και αληθεία. ούτω και επί του Πατρός και
του Υιού ορθώς αν τις είποι, ότι ο Πατήρ αγαπά και θέλει τον
Υιό, και ο Υιός αγαπά και θέλει τον Πατέρα.

Δεν σημαίνει λοιπόν το ότι είναι εκ της ουσίας του Πατρός, ότι ο Υιός του Θεού είναι κατ’ ανάγκην Υιός. Βάσει αυτής της αρχής που υπάρχει ήδη στον Μ. Αθανάσιο, οι Καππαδόκες προχωρούν στις λεπτές αυτές διακρίσεις: στη διάκριση της αιτιότητας, ότι αίτιος του Υιού είναι ο Πατήρ εφ’ όσον Αυτός ο ίδιος είναι ο θέλων – ο θελητής – της ιδίας Αυτού υποστάσεως.  Πόσο μάλλον περισσότερο είναι ο θελητής της υποστάσεως του Υιού.  Πηγαίνουμε στα όρια της οντολογίας, δεν μπορούμε να πάμε πιο πίσω. Ρωτούμε αν ο Θεός υπάρχει γιατί θέλει να υπάρχει, ή διότι δεν μπορεί παρά να υπάρχει; Και όταν λέμε ότι «και της ιδίας Αυτού υποστάσεως εστί θελητής», λέμε ότι υπάρχει γιατί θέλει να υπάρχει, και όχι γιατί δεν μπορεί παρά να υπάρχει.
Με βάση αυτή την αρχή του Αθανασίου, οι Καππαδόκες ονομάζουν τον Πατέρα το αίτιον: Αυτός φταίει, που υπάρχει ο Θεός  - Αυτός είναι ο αίτιος. Ο Πατήρ όμως δεν είναι η ουσία, δεν είναι δηλωτικό της ουσίας, δεν είναι όνομα ουσίας είναι όνομα προσώπου. Άρα το αίτιον του είναι, κείται στην ελευθερία του προσώπου, και στον Θεό, και δεν είναι αυτόματα και αναγκαστικό.
Το ότι ενδιαφέρονται ακριβώς αυτό να τονίζουν οι Καππαδόκες, περί την ελευθερία του Πατρός και την ελευθερία του Θεού, φαίνεται απ’ όσα λέει ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος στον τρίτο θεολογικό του λόγο.  Στο Νεοπλατωνικό χωρίο αυτό στρέφεται συγχρόνως και κατά των Ευνομιανών και κατά των Ελλήνων φιλοσόφων των Νεοπλατωνικών. Αναφέρεται κατά πάσαν πιθανότητα στους Νεοπλατωνικούς (αν και η έννοια αυτή του κρατήρος, ως υπέρχυσης της αγαθότητος, ότι ο Θεός είναι αγαθός και είναι σαν ένας κρατήρ που ξεχύνεται από αγαθότητα, υπάρχει και στον Πλάτωνα, αλλά ειδικά γίνεται λόγος εδώ περί πρώτου και δεύτερου αίτιου), η αναφορά γίνεται στον Πλωτίνο, ο οποίος το πρώτο και δεύτερο αίτιο – δηλαδή το «εν» που γίνεται πολλά το θεωρεί ως αθέλητον απόρροια φυσική, απόρροια φυσιολογική. Τότε λέγει εδώ ο Γρηγόριος: για μας αυτό είναι απαράδεκτο. Για ποιο λόγο είναι απαράδεκτο; «μη ποτέ ακούσιον την γέννησιν εισάγουμε».
Για μας, λέει ο Γρηγόριος, η γέννηση του Υιού δεν μπορεί να είναι ακούσια. Αν γίνει ακούσια, τότε εισάγουμε την έννοια αυτή την Πλατωνική, την Νεοπλατωνική, του πρώτου και δευτέρου αιτίου τής φυσικής εκχυλύσεως ότι η φύση είναι καρπογόνος, άρα γεννά. Αυτό είναι μια φυσική φυσιοκρατική αντίληψη. Περιέχει την αναγκαιότητα. Το ότι ενοχλεί το Γρηγόριο αυτή η ιδέα του Πλάτωνος δεν είναι άλλος λόγος παρά το ότι περιέχει το ακούσιο «ίνα μη ακούσιο την γέννηση του Υιού εισαγάγουμε». Επομένως, θέλει να τονίσει το εκούσιο της γεννήσεως του Υιού, διότι διαφορετικά φθάνουμε στο να πούμε ότι η Τριάς υπάρχει κατ' ανάγκη ως φυσική συνέπεια της ουσίας.
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος επιφέρει μια αλλαγή στο σύμβολο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και επιφέρει και άλλες μικρές αλλαγές. Τώρα, αν εισφέρει, αυτό είναι ιστορικό πρόβλημα από τα πλέον σκοτεινά και συζητούμενα. Το σύμβολο όπως το έχουμε σήμερα είναι της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου ή όχι. Όπως και να' χουν τα πράγματα ιστορικά η Β΄ Οικουμενική Σύνοδο δεν είναι άσχετη με το σύμβολο που έχουμε σήμερα εν χρήση, το οποίο λέγει ότι ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός. Στο σημείο αυτό, το σύμβολο της Νίκαιας, το οποίο υπόκειται ως βάση του Συμβόλου της Κων/πόλεως λέει: «εκ του Πατρός γεννηθέντα. Τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός…» Πού πήγε το «εκ της ουσίας του Πατρός»; Γιατί έφυγε; Γιατί μεταξύ 325 και 381 δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα προβλήματα και κατεφάνει πλέον ότι υπάρχει κίνδυνος να εκληφθεί ως αναγκαστική η γέννηση του Υιού, εάν πούμε εκ της ουσίας; Αυτό δεν σημαίνει ότι η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος αρνείται την Α΄. Σημαίνει ότι την ερμηνεύει σωστά, ότι έτσι έπρεπε να ερμηνευτεί και όχι αλλιώς, διότι οι Αρειανοί και Ευνομιανοί έδιναν ερμηνείες αναγκαστικότητας στη γέννηση του Υιού. Για να αποφύγει, λοιπόν, την αναγκαστικότητα επιτρέπει αυτήν την αλλαγή. Και άλλα πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για να δείξει πως βασική αρχή για τους Πατέρες είναι ότι, ενώ δεν υπάρχει ανυπόστατος ουσία και ανούσιος υπόσταση εν τούτοις, το αίτιο της υπάρξεως είναι το πρόσωπο του Πατρός, η υπόσταση του Πατρός. Και αυτό έχει ως σκοπό να απομακρύνει την ιδέα της αναγκαιότητας στην ύπαρξη του Θεού. Στην Τριαδική ύπαρξη εισαγάγει την έννοια της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου