ΠΕΡΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
7. Εκκλησιολογία
Κάναμε αναφορά στο κάπως δύσκολο θέμα, στο οποίο σκοντάφτουν όλοι με το δόγμα της Χαλκηδόνος, Πώς δηλαδή είναι δυνατόν να είναι τέλειος ο Χριστός χωρίς να έχει τέλειο πρόσωπο. Και αυτό προσπάθησα την προηγούμενη φορά να σας αναλύσω, λέγοντας τι είναι πρόσωπο, και πώς το πρόσωπο μπορεί να υπάρχει χωρίς να ταυτίζεται, να εξαντλείται σε μια φύση. Δηλαδή το να λέμε ότι, επειδή έχει ανθρώπινη φύση τέλεια ο Χριστός, πρέπει να έχει και πρόσωπο ανθρώπου, σημαίνει ότι υποτάσσουμε το πρόσωπο στην φύση και λέμε ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει φύση χωρίς να έχει δικό της πρόσωπο. Αλλά η φύση δεν έχει ποτέ δικό της πρόσωπο. Η φύση υποστασιάζεται σ' ένα πρόσωπο, υποστασιάζεται από το πρόσωπο, και επομένως ένα πρόσωπο μπορεί να υποστασιάσει περισσότερες από τη μία φύσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό συμβαίνει και με τα ανθρώπινα πρόσωπα, όπου ένα ανθρώπινο πρόσωπο δεν έχει μόνο την ανθρώπινη φύση. Σάς φαίνεται παράξενο αυτό, αλλά έχουμε και τη φύση των ζώων σε μεγάλο βαθμό. Είμαστε μέτοχοι της φύσεως, και της μη εμβίου φύσεως, της αψύχου φύσεως.
Η φύση λοιπόν δεν είναι αυτή που καθορίζει το πρόσωπο. Το πρόσωπο προσλαμβάνει την φύση. Συνεπώς το πρόσωπο του Υιού του Θεού, το οποίο έχει υποστασιάσει αιώνια την θεία φύση, προσλαμβάνει πλέον και υποστασιάζει και την ανθρώπινη φύση. Με τον τρόπο αυτόν η ανθρώπινη φύση, όχι μόνο δεν υποτιμάται, δεν μειώνεται, αλλά ανυψώνεται στην προσωπική κατάσταση, που έχει η θεία φύση. Ανυψώνεται δηλαδή στην κατάσταση του Θεού, και συνεπώς θεούται. Θεούται λοιπόν η ανθρώπινη φύση στον Χριστό όχι για άλλον λόγο αλλά διότι δεν έχει δική της υπόσταση. Αν δεν αποκτούσε δική της υπόσταση, δεν θα μπορούσε να θεωθεί. Άρα έχουμε ανθρωπολογικό μαξιμαλισμό και όχι μινιμαλισμό. Δεν υποτιμούμε τον άνθρωπο. Εκείνο που μας δυσκολεύει στην Χριστολογία να καταλάβουμε αυτό το μυστήριο των δύο φύσεων και του ενός προσώπου είναι η προϋπόθεση που έχουμε, α) ότι η φύση πρέπει να έχει και το δικό της πρόσωπο, όπως σας είπα, πράγμα το οποίο δεν είναι σωστό, και β) μια άλλη προϋπόθεση που έχουμε, ότι ο άνθρωπος, η ανθρώπινη φύση, έχει μια αυτονομία, την οποία δεν μπορεί να την ξεπεράσει. Είναι η δυτική αντίληψη για το φυσικό και το υπερφυσικό, που ξεχωρίζει αυτά τα δύο επίπεδα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορούμε να τα ενώσουμε. Βεβαίως το κτιστό και το άκτιστο ποτέ δεν μπορούν να υπερβούν τα όριά τους και το μεν άκτιστο να γίνει κτιστό, το δε κτιστό να γίνει άκτιστο, και συνεπώς η θέωση της ανθρώπινης φύσης, που γίνεται στον Χριστό, δεν σημαίνει ότι παύει να είναι ανθρώπινη και γίνεται θεία φύση. Αυτό είναι μια σοβαρή λεπτομέρεια. Ούτε η θεία φύση λόγω της υποστατικής ενώσεως γίνεται ανθρώπινη φύση. Κάθε φύση διατηρεί τα φυσικά χαρακτηριστικά της, αλλά ενούμενες οι δύο φύσεις στο ίδιο πρόσωπο, χωρίς να παύσουν, χωρίς να αλλάξουν από την άποψη της φύσεως, της ουσίας, αποκτούν η μια τα ιδιώματα της άλλης, και είναι αυτό που λέμε αντίδοσις ιδιωμάτων.
Η αντίδοσις ιδιωμάτων είναι ακριβώς αυτή που προέρχεται λόγω της υποστατικής ενώσεως, λόγω του ότι το πρόσωπο είναι ένα, και τα ιδιώματα εκφράζονται πάντοτε με το πρόσωπο και όχι μόνα τους. Δεν είναι δυνατόν, εφόσον έχουμε ένα πρόσωπο, να έχουμε χωριστές ιδιότητες, οι οποίες να μην εκφράζονται σαν ενιαίες. Ό,τι λοιπόν ο Χριστός ενεργεί και πράττει ως Θεός, γίνεται ιδίωμα και πραγματικότητα και της ανθρωπίνης φύσεως. Και ό,τι ενεργεί και πράττει ως άνθρωπος μεταφέρεται πλέον στην θεία φύση αλλά όχι ως φύση. Προσέξτε. Μεταφέρεται λόγω της υποστατικής ενώσεως, και συνεπώς αυτό δεν επηρεάζει τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Είναι μία συνέπεια αυτή του ότι μεταφέρεται λόγω της υποστατικής ενώσεως, λόγω του προσώπου και όχι λόγω των φύσεων. Διότι, αν οι φύσεις ενούμενες μετέδιδαν η μία στην άλλη τα ιδιώματά τους, τότε θα έπρεπε τα ιδιώματα αυτά, η αντίδοσις των ιδιωμάτων, να παρατηρηθεί και στα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, και στον Πατέρα και στο Πνεύμα, διότι και αυτά την ίδια φύση έχουν. Αν οι φύσεις είναι αυτές που ενώνονται και αντιδίδουν τα ιδιώματά τους, τότε, επαναλαμβάνω, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε, να πούμε ότι μόνο στο πρόσωπο του Χριστού, του Λόγου, του Υιού συμβαίνει αυτό. Και έτσι μόνον ο Υιός παραμένει πάντοτε και τώρα και εις τους αιώνες σαρκωμένος. Επαναλαμβάνω αυτήν την λεπτομέρεια, δεν σαρκούται ο Πατήρ, ούτε το Πνεύμα, και η θέωση της ανθρωπίνης φύσεως δεν είναι θέωση λόγω του ότι ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό γενικά, με την θεία φύση, αλλά είναι θέωση, διότι ενώνεται ο άνθρωπος με τον Υιό, δηλαδή είναι θέωση εν Χριστώ. Δεν πρόκειται για θέωση εκτός Χριστού. Αυτές οι λεπτομέρειες έχουν πολύ μεγάλη σημασία, διότι έχουν συνέπειες, στις οποίες πρέπει να περάσουμε.
Η συνέπεια η βασική είναι ότι α) ο Χριστός ο ίδιος παύει να είναι ένα άτομο, που δεν έχει μαζί Του την ανθρώπινη φύση και ανθρώπους. Δηλαδή η έννοια Χριστός είναι πλέον μια περιληπτική έννοια. Ο ένας έχει γίνει πολλοί, και αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό πλέον της ταυτότητος του Υιού. Δεν είναι και ούτε θα είναι ποτέ δυνατόν να διαχωρίσουμε τον Χριστό από το σώμα Του, που είναι η κοινωνία των Αγίων, των θεωθέντων. Ο Χριστός λοιπόν είναι μία περιληπτική έννοια, είναι κεφαλή μαζί με σώμα. Δεν είναι νοητός χωρίς το σώμα. Το δε σώμα δεν είναι ατομικό σώμα, αλλά είναι το σώμα της Εκκλησίας, το σώμα των Αγίων. Συνεπώς δεν μπορούμε να κάνουμε Χριστολογία χωρίς Εκκλησιολογία. Δεν υπάρχει Χριστός χωρίς Εκκλησία. Δεν υπάρχει Χριστός χωρίς σώμα. Αυτό είναι η μια συνέπεια.
Η άλλη συνέπεια, από την άλλη πλευρά του νομίσματος, είναι ότι και ο άνθρωπος που θέλει να θεωθεί, που θεούται, δεν μπορεί να σχετισθεί με την θεότητα, με την θεία φύση, δηλαδή, παρά δια του προσώπου του Υιού, του Χριστού. Συνεπώς, θέωση εκτός Χριστού δεν υπάρχει.
Μια τρίτη συνέπεια που βγαίνει από τις δύο αυτές, αν συνδυαστούν, είναι ότι δεν υπάρχει θέωση εκτός της Εκκλησίας, διότι δεν υπάρχει Εκκλησία εκτός Χριστού και δεν υπάρχει Χριστός χωρίς Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι μέρος της ταυτότητος του Χριστού, της προσωπικής Του ταυτότητος.
Έτσι λοιπόν Χριστολογία, Εκκλησιολογία και θέωση του ανθρώπου αποτελούν μια πραγματικότητα, και συνεπώς η έννοια Χριστός για μας είναι αδιανόητη εκτός της Εκκλησίας. Από την άλλη μεριά και η έννοια της Εκκλησίας τώρα επηρεάζεται από όλα αυτά και σημαίνει πλέον μια πραγματικότητα Χριστοκεντρική. Χριστολογική, σημαίνει το ίδιο το σώμα του Χριστού, το οποίο υπάρχει μετά την Ανάσταση και θα υπάρχει δια παντός. Άρα η Εκκλησία δεν είναι μία κατάσταση μεταξύ της Αναστάσεως και των εσχάτων, όπως την δέχθηκαν πάρα πολλοί δυτικοί, αλλά η Εκκλησία συνεχίζεται και μετά την Δευτέρα Παρουσία.
Δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο η Εκκλησία παρά η ίδια η βασιλεία του Θεού, η οποία θα επικρατήσει με την Δευτέρα Παρουσία. Τώρα οι συνέπειες για την Εκκλησιολογία είναι πολύ σοβαρές. Όπως ο Χριστός δεν μπορεί να υπάρξει πλέον χωρίς Εκκλησία, έτσι και η ταυτότητα της Εκκλησίας δεν είναι άλλη από την ταυτότητα του Χριστού. Η Εκκλησία συνεπώς, δεν είναι μια κοινότητα, που μπορούμε να την νοήσουμε σε αντιπαράθεση με τον Χριστό. Ο Χριστός δεν στέκεται ενώπιος ενωπίω της Εκκλησίας, αλλά είναι το ίδιο το εγώ της Εκκλησίας. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, η Εκκλησία είναι Αγία, διότι "Εις Άγιος, Εις Κύριος". Παρά την αμαρτωλότητα των μελών της Εκκλησίας είναι Αγία, διότι η ταυτότητά της η προσωπική, δεν είναι άλλη από την ταυτότητα την προσωπική του Χριστού. Για να το δούμε αυτό στην εμπειρία μας, στην ύπαρξη, δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε σοβαρά το τι γίνεται κυρίως μέσα στην Θεία Ευχαριστία, διότι στην Θεία Ευχαριστία πραγματώνεται το σώμα του Χριστού ως Εκκλησία, και η Εκκλησία πραγματώνεται ως σώμα του Χριστού. Εκεί, αν θέσει κανείς το ερώτημα, ποιος προσεύχεται στην Θεία Ευχαριστία; προσεύχεται η Εκκλησία; Η απάντηση είναι όχι. Προσεύχεται ο Χριστός. Ο Χριστός βέβαια δεν μπορεί να χωρισθεί από την Εκκλησία. Προσεύχεται ως Εκκλησία, άρα η Εκκλησία προσεύχεται ως Χριστός. Αυτό είναι χαρακτηριστικό ιδιαίτερο της Θείας Ευχαριστίας, ότι η ευχαριστιακή αναφορά αυτή είναι κατ' εξοχήν Ευχαριστία. Η ευχή της αναφοράς αρχίζει με το "Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω" και συνέχεια. Λοιπόν η ευχή αυτή της αναφοράς αναφέρεται στον Πατέρα.
Στην Λειτουργία του Μ. Βασιλείου είναι σαφές ότι είναι μόνον ο Πατήρ, ο οποίος δέχεται την ευχή της αναφοράς. Του Χρυσοστόμου - όπως οι Λειτουργιολόγοι έχουν επισημάνει - μετά τον Δ΄ αιώνα υπέστη κάποια αλλαγή η αναφορά και προστέθηκε η φράση: "Συ, (δηλαδή ο Πατήρ) και ο Μονογενής Σου Υιός και το Πνεύμα Σου το Άγιον". Μπαίνει ολόκληρη η Αγία Τριάδα. Αλλά η αρχική ευχαριστιακή αναφορά είναι προσευχή προς τον Πατέρα. Γι' αυτό και είναι μέγιστο λάθος αυτό που κάνουν οι κληρικοί και στο Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω στρέφονται προς την εικόνα του Χριστού. Είναι τεράστιο δογματικό λάθος. Το Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω είναι η έναρξη της Ευχαριστίας. Το ευχαριστήσωμεν δεν είναι να πούμε "ευχαριστώ", έτσι εθιμοτυπικά, είναι να αρχίσουμε εκείνη την ώρα την ευχή που λέει: "Άξιον και δίκαιον". Από κει και πέρα αρχίζει η Ευχαριστία, η οποία όμως, όπως φαίνεται από την ευχή της αναφοράς, απευθύνεται στον Πατέρα.
Θα μου πείτε: "τι σημασία έχει;"
Δεν είναι θέμα θεότητος! Διότι εν τοιαύτη περιπτώσει η διάκριση των προσώπων δεν πρέπει να έχει καμία σημασία. Η διάκριση των προσώπων είναι τόσο σημαντική για την Ορθόδοξη Θεολογία, που έκαναν αγώνες οι Καππαδόκες να διατηρήσουν αυτήν την διάκριση των προσώπων. Λοιπόν, ό, τι κάνει ο Υιός στην Λειτουργία δεν είναι το ίδιο μ' αυτό που κάνει ο Πατήρ, ούτε το ίδιο με αυτό που κάνει το Πνεύμα. Το κάθε πρόσωπο κάνει διαφορετικό έργο σε όλη την Οικονομία και αυτό το έργο μεταφέρεται στην Ευχαριστία. Λοιπόν ο Πατήρ δέχεται και, όπως λέει ο Παύλος, τελικώς ο Υιός θα τα προσαγάγει όλα στον Πατέρα. Γιατί; Διότι από τον Πατέρα ξεκινά, όπως είπαμε, το σχέδιο της Οικονομίας. Είναι η ευδοκία του Πατρός, δεν είναι η ευδοκία του Υιού. Το κάθε πρόσωπο έχει τον δικό του σημαντικό, διακριτικό ρόλο. Από την ευδοκία του Πατρός ξεκινά η Οικονομία και στον Πατέρα καταλήγει. Ο Υιός εκτελεί την ευδοκία του Πατρός τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος και αναφέρει πλέον στον Πατέρα όλη την Οικονομία, όλους μας, ό, τι προσλαμβάνει μέσα στην Οικονομία, το Σώμα Του, το φέρνει, το προσάγει στον Πατέρα. Η Ευχαριστία είναι ακριβώς αυτή η προσαγωγή, αυτή η προσφορά του σώματος του Χριστού στον Πατέρα, η εσχατολογική και τελική προσφορά είναι η αναφορά στον Πατέρα.
Γι' αυτό λοιπόν, στην Θεία Ευχαριστία και μάλιστα την στιγμή της αναφοράς δεν προσεύχεται η Εκκλησία μόνη της. Προσεύχεται ο Χριστός ως κεφαλή του σώματος, που φέρνει αυτήν την Οικονομία στον Πατέρα. Αυτή η κίνηση, η οποία έχει εξασθενίσει στην Θεία Λειτουργία, στην συνείδηση εν πάση περιπτώσει των Ορθοδόξων και των κληρικών, είναι πολύ σημαντική για το θέμα μας, διότι δείχνει ότι η Εκκλησία δεν έχει, όπως είπα, δικό της "εγώ" την στιγμή εκείνη. Όταν ομιλεί προς τον Πατέρα, δεν ομιλεί ως Εκκλησία, ομιλεί ως Χριστός. Ο Υιός ομιλεί. Αυτός άλλωστε είναι και ο μόνος, ο οποίος μπορεί να εισακουσθεί από τον Πατέρα. Γι' αυτό και η Θεία Ευχαριστία διαφέρει από όλες τις άλλες τελετές και ακολουθίες, διότι στην Θεία Ευχαριστία ο Θεός βλέπει τον ίδιο τον Υιό Του και μας βλέπει όλους ως υιούς εν τω προσώπω του Υιού Του. Και γι' αυτό πρέπει να είμαστε βαπτισμένοι για να είμαστε μέλη της Ευχαριστίας. Δεν μπορεί ο καθένας να ενσωματωθεί στην ευχαριστιακή αυτή σχέση, διότι δεν έχει αποκτήσει την υιοθεσία, που δίνει το βάπτισμα. Αυτή η υιοθεσία του Βαπτίσματος μας καθιστά πλέον υιούς εν τω Ενί και Μονογεννή Υιώ του Θεού. Συνεπώς, ο Υιός μας φέρνει μπροστά στον θρόνο του Πατρός, ο Πατήρ μας αποδέχεται ως μέλη του Υιού Του και με αυτόν τον τρόπο ενωνόμαστε με τον Θεό. Ενωνόμαστε λοιπόν εν Χριστώ, και αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία στην μεγάλη αυτή στιγμή της αναφοράς δεν έχει δική της ταυτότητα. Και γι' αυτό, όταν λέει: "Τα άγια τοις αγίοις" απαντά χωρίς καμία δυσκολία και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αρνείται ότι είναι άγιοι αυτοί που θα μετάσχουν ή θα γίνουν άγιοι, δεν είναι άρνηση όταν λέει: "Είς άγιος". Δεν είναι σαν να λέμε Αυτός είναι άγιος εμείς δεν είμαστε. Όχι. Δεν υπάρχει αρνητική πλευρά στην έκφραση αυτή. Υπονοείται μ' αυτήν την φράση, με την απάντηση του "Εις άγιος", ότι "ένας είναι ο άγιος, όπως ένας είναι και ο Υιός, αλλά εν Αυτώ και εμείς γινόμαστε άγιοι και εμείς γινόμαστε υιοί του Θεού εν Αυτώ".
Αυτός λοιπόν μας προσκομίζει στον Πατέρα και Αυτός ομιλεί προς τον Πατέρα και προσεύχεται στην ευχαριστιακή Λειτουργία. Ο Υιός. Βεβαίως ο Χριστός είναι αόρατος. Δεν είναι αισθητή η παρουσία Του στην Λειτουργία. Γι' αυτό ο προσφέρων την Θεία Ευχαριστία, ο επίσκοπος στην αρχαία Εκκλησία και κατ' επέκτασιν και εν ονοματί του και ο πρεσβύτερος, είναι πλέον εικόνα του Χριστού μέσα σ' αυτήν την λειτουργική σύναξη, το λειτουργικό πλαίσιο, είναι αυτός, ο οποίος ανακεφαλαιώνει, ενσωματώνει, κάνει ένα σώμα ολόκληρη την Εκκλησία και την αναφέρει στον Πατέρα. Και έτσι δημιουργείται ένα άλλο μυστήριο, ένα άλλο παράδοξο, ότι ενώ η Θεία Ευχαριστία προσφέρεται από τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο, εκείνος - στην ευχή του Χερουβικού - λέει ότι: "Συ ει ο προσφέρων, ο Χριστός". Δηλαδή ενώ στα μάτια του λαού προσφέρων είναι ο επίσκοπος, ο επίσκοπος βλέπει ότι ο πραγματικός προσφέρων είναι ο Χριστός. Και έτσι γίνεται μια ταύτιση μεταξύ του λειτουργού και του Χριστού, η οποία όμως επιτρέπει πάντοτε την διάκριση, διότι ο λειτουργός είναι άνθρωπος και συνεπώς, ενώ ταυτίζεται λειτουργικά με το πρόσωπο του Χριστού, δεν παύει να έχει συνείδηση του ότι δεν είναι αυτός ο Χριστός και γι' αυτό και προσεύχεται προς τον Χριστό ως τον προσφέροντα, σαν αυτός να μην ήταν ο προσφέρων, ενώ είναι ο προσφέρων. Και δημιουργείται λοιπόν μέσα στην Λειτουργία μια διαλεκτική σχέση, θα λέγαμε, μεταξύ λειτουργού και Χριστού και αυτή η διαλεκτική σχέση υπόκειται στο βάθος της έννοιας της εικόνος.
Η εικόνα είναι διαλεκτική. Δείχνει κάτι το οποίο δεν είναι παρόν ωσάν να ήταν παρόν. Ο Χριστός λοιπόν εν τω προσώπω της εικόνος Του, που είναι ο λειτουργός εκείνη την στιγμή, είναι παρών, αλλά με μια διαλεκτική σχέση, η οποία επιτρέπει στον λειτουργό να διακρίνει τον εαυτό του από τον Χριστό, και αυτή η διαλεκτική σχέση εκφράζεται με την προσευχή που κάνει πλέον ο λειτουργός προς τον Χριστό. Γι' αυτό η ευχή του Χερουβικού, είναι ευχή προς τον Χριστό, που είναι η μόνη ευχή της λειτουργίας που είναι προς τον Χριστό. Οι άλλες ευχές είναι είτε προς την Αγία Τριάδα είτε προς τον Πατέρα μόνο, διότι είναι ευχές που προϋποθέτουν αυτήν την ταύτιση μεταξύ Χριστού και Εκκλησίας, η οποία πλέον δημιουργεί διάλογο όχι μεταξύ Εκκλησίας και Χριστού, τέτοιος διάλογος δεν υπάρχει στην Ευχαριστία, αλλά μεταξύ, από το ένα μέρος της Εκκλησίας και Χριστού και από το άλλο του Πατρός. Τώρα, τον ΙΒ΄ αιώνα έγινε μια μεγάλη διαμάχη γύρω από αυτό το θέμα, στην οποία κύριο ρόλο θεολογικό διαδραμάτισε ο Νικόλαος Μεθώνης. Η διαμάχη ήταν ακριβώς βασισμένη σε αυτό που είπαμε τώρα. Ο Χριστός προσφέρει την Θεία Ευχαριστία και την δέχεται ο Πατήρ. Δεν την δέχεται και ο Υιός; Δηλαδή ο Υιός μόνο προσφέρει; Δεν αποδέχεται την Ευχαριστία; Η απάντηση που δόθηκε από τον Νικόλαο Μεθώνης και που επικράτησε, ήταν ότι ο Χριστός δέχεται επίσης την Θεία Ευχαριστία, δεν την προσφέρει μονάχα. Ο λόγος είναι πολύ σοβαρός, διότι κάθε αντίληψη ότι ο Πατήρ μπορεί να ενεργήσει κατά κάποιον τρόπο χωρίς την παρουσία του Υιού και του Πνεύματος, θα σήμαινε διαίρεση μέσα στην Αγία Τριάδα. Είναι βασικό Πατερικό αξίωμα ότι τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν χωρίζουν ποτέ. Και στην Οικονομία και στην ενσάρκωση ακόμα μαζί είναι, αλλά δεν σαρκούνται όλα. Εδώ τώρα είναι μεγάλη λεπτομέρεια ότι ο Υιός μεν δέχεται, μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, την Θεία Ευχαριστία, αλλά σε διάκριση από τον Πατέρα και το Πνεύμα. Αυτός συγχρόνως και προσφέρει. Είναι πολύ σοβαρό θέμα η διάκριση των προσώπων, γι' αυτό και το "Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω" δεν πρέπει να λέγεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού.
Είναι σημαντικό το ότι τελικά η Οικονομία όλη ανακεφαλαιώνεται στο Πρόσωπο του Χριστού και ότι καταλήγει στο πρόσωπο του Πατρός. Ότι ο Πατήρ δεν προσφέρει. Τι να προσφέρει; Σε ποιον να προσφέρει; Αν μιλάμε για φύσεις όλα αυτά μπερδεύονται, Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε τις διακρίσεις αυτές. Αλλά προσέξτε, η Θεία Λειτουργία είναι αποκαλυπτική στο σημείο αυτό. Είναι πολύ προσεκτική στον χειρισμό της διακρίσεως των προσώπων. Αλλά εμείς έχουμε δημιουργήσει μια ευσέβεια λειτουργική ερήμην της διακρίσεως των προσώπων. Προσευχόμαστε στον Θεό. Αυτό είναι τόσο επικίνδυνο, ώστε μπορεί να οδηγήσει σε μια αχρήστευση της Τριαδικής Θεολογίας. Γίνεται πλέον η Τριαδική Θεολογία ένα δόγμα, το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Όχι, δεν μπορούμε στην Λειτουργία να ξεχάσουμε το Τριαδικό δόγμα. Εάν υπάρχει διάκριση των προσώπων, αυτή πρέπει να εφαρμοστεί συνειδητά. Να ξέρω ότι προσεύχομαι εν ονόματι του Χριστού, ότι ο Χριστός προσεύχεται μαζί μου, ότι ο λειτουργός είναι εικόνα του Χριστού εκείνη την ώρα και δεν είναι αυτός που λειτουργεί, ότι ο Χριστός προσφέρει.
Έτσι διατυπώνεται η ευχή: "Συ ει ο προσφέρων και ο προσφερόμενος και ο προσδεχόμενος και διαδιδόμενος" συγχρόνως. Αλλά ο Χριστός και όχι ο Πατήρ, όχι η θεία φύση, όχι αυτή. Ο Υιός. Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού, χάρη στην οποία σωζόμαστε, διότι και εμείς γινόμαστε αποδεκτοί από τον Πατέρα ως υιοί. Η Εκκλησία λοιπόν είναι αυτό το μυστήριο της ανακεφαλαιώσεως, της ενσωματώσεως όλων, που δια του Βαπτίσματος έγιναν υιοί, και δια μέσου αυτών, της φύσεως, την οποίαν φέρουν μαζί τους, και δι' αυτού του τρόπου της εισόδου μας στην σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού. Αυτή είναι η θέωση και τίποτε άλλο. Γι' αυτό η θέωση προσφέρεται κατ' εξοχήν στην Θεία Ευχαριστία. Ο Χριστός λοιπόν χωρίς Εκκλησία δεν νοείται, η Εκκλησία δεν νοείται χωρίς Χριστό, η θέωση δεν νοείται χωρίς Εκκλησία. Ο Πατήρ δέχεται το σώμα αυτό που προσφέρει ο Χριστός εν τη Ευχαριστία, ο Υιός τώρα και προσφέρει και δέχεται. Προσφέρει στο μέτρο που είναι ενωμένος με την ανθρώπινη φύση, αποδέχεται στο μέτρο που είναι ενωμένος με τον Πατέρα.
Όλα αυτά τα λέμε για να δηλώσουμε σαφώς και κατηγορηματικώς ότι η Εκκλησία δεν έχει δικό της εγώ, δεν έχει δική της ταυτότητα αλλά η ταυτότητά της είναι ο Χριστός. Αυτό συνδέεται βέβαια με την Χριστολογία και με όλη αυτήν την ιστορία του ενός προσώπου και των δύο φύσεων. Από όλα αυτά βγαίνει επίσης το συμπέρασμα ότι ο,τιδήποτε συμβαίνει ή υπάρχει μέσα στην Εκκλησία, εκκλησιαστικοποιείται, καθίσταται Εκκλησία στον βαθμό και στο μέτρο που αναφέρεται στον Πατέρα εν Χριστώ, κυρίως και κατ' εξοχήν την στιγμή της Θείας Ευχαριστίας. Ό,τι λοιπόν προσκομίζει ο άνθρωπος είτε ως φύση την φέρει επάνω του με την φυσική του παρουσία, πάει εκεί και φέρνει αυτό το σώμα, το οποίο σώμα είναι μέτοχο ολόκληρου του κτιστού κόσμου. Συνεπώς, φέρνει τον κτιστό κόσμο μέσα του, τον πάει εκεί είτε με τα δώρα που προσφέρει, τον άρτο και τον οίνο, είτε με ο,τιδήποτε μέσα στα πλαίσια της Θείας Ευχαριστίας προσφέρει ο άνθρωπος, όλα αυτά γίνονται σώμα Χριστού. Δεν είναι πλέον ανθρώπινα, ούτε μπορούμε αυτά να τα εξετάσουμε κοινωνιολογικά ή οικονομολογικά ή νομικά. Δεν υπόκεινται αυτά σε νόμους και αρχές που διέπουν την κτιστή φύση. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της ακτίστου φύσεως. Προσλαμβάνονται, αγιάζονται, γίνονται ιερά και με αυτόν τον τρόπο μετέχουν και αυτά στην σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού. Αυτό ακριβώς κάνει και τους λειτουργούς και κυρίως τον επίσκοπο, ο οποίος προϊσταται όλης αυτής της συνάξεως και της προσφοράς, τους κάνει αγίους με την έννοια του: "Εις άγιος". Όλα αγιάζονται μέσα στην Θεία Ευχαριστία και κατεξοχήν αυτός που προσφέρει την Θεία Ευχαριστία, που είναι η εικόνα του ίδιου του προσφέροντος, του Χριστού. Συνεπώς η ζωή της Εκκλησίας μέσα στην Θεία Ευχαριστία, η δομή της Εκκλησίας στην Θεία Ευχαριστία, τα λειτουργήματα, οι λειτουργοί, όλα αυτά δεν μπορούν να κριθούν με κριτήρια του κτιστού. Δεν μπορούν να κριθούν με κριτήρια κοινωνικά, κοινωνιολογικά. Η Εκκλησία βέβαια, έχει και μια ζωή, η οποία επεκτείνεται και έξω από την Θεία Ευχαριστία. Και εκεί μπορούν να παρεισφρήσουν στοιχεία που μπορεί να μην είναι στην ουσία τους στοιχεία αυτής της σχέσεως, η οποία τα καθιστά ιερά και άγια. Αλλά δεδομένου ότι αυτά τα στοιχεία ή μάλλον, εάν και εφ όσον αυτά τα στοιχεία συνδέονται και μπορούν να συνδεθούν και πάλι κατά κάποιον τρόπο με την Θεία Ευχαριστία, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινωνικής ή άλλης κτιστής πραγματικότητος. Αυτή είναι η έννοια λοιπόν, όχι μόνο της Χριστοκεντρικότητος της Εκκλησίας αλλά και της επισκοποκεντρικότητος.
Επειδή το εγώ της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και επειδή τον Χριστό στην Θεία Ευχαριστία τον εικονίζει ο επίσκοπος, γι' αυτόν τον λόγο ο επίσκοπος πήρε στην Εκκλησία αυτήν την πάρα πολύ αποφασιστική θέση και έγινε ο κριτής όλης της ζωής της Εκκλησίας περιλαμβανομένης και της υλικής πλευράς, η οποία υλική πλευρά προέρχεται από την σύνδεσή της με την Θεία Ευχαριστία. Ό,τι προσφέρει ο άνθρωπος για να γίνει Θεία Ευχαριστία, αυτό περνάει οπωσδήποτε από τα χέρια του επισκόπου, διότι όλη η Θεία Ευχαριστία περνάει από τα χέρια του επισκόπου. Είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να εικονίσουμε την παρουσία του Χριστού. Δεν είναι δυνατόν να φθάσουμε στην προτεσταντική αντίληψη, η οποία δεν χρειάζεται τον εικονισμό αυτό. Η προτεσταντική αντίληψη θεωρεί την κοινότητα σαν κάτι που προσεύχεται σαν σύνολο ατόμων, τα οποία προσεύχονται το καθένα προς τον Θεό. Συναντιώνται απλώς για να προσευχηθούν, αλλά ο καθένας προσεύχεται μόνος του. Μαζί με τους άλλους, αλλά δεν περνάει η προσευχή από ένα κοινό στόμα. Αυτό το κοινό στόμα για εμάς, για την Εκκλησιολογία που αναλύουμε τώρα, δεν είναι ανθρώπινο. Είναι ο Χριστός, διότι ανθρώπινο στόμα δεν ακούει ο Θεός. Ή εν πάση περιπτώσει, μέσα στην Θεία Ευχαριστία διαφέρει η προσευχή από τις προσευχές εκτός της Θείας Ευχαριστίας, με τις οποίες μπορεί ένα ανθρώπινο στόμα να προσεύχεται στο Θεό. Στην Θεία Ευχαριστία δεν προσεύχεται το ανθρώπινο στόμα. Προσεύχεται το στόμα του Υιού, γι' αυτό και κάνει την Θεία Ευχαριστία τόσο εισακουστή και σημαντική στον Πατέρα. Διαφέρει η Θεία Ευχαριστία από τις άλλες προσευχές και ο λαός το ξέρει αυτό. Ο λαός πάει για να κάνει Λειτουργία, για να δώσει στην Λειτουργία τα ονόματα. Άλλο είναι η Λειτουργία, άλλο τα εκτός της Λειτουργίας. Τα εκτός της Λειτουργίας δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, την ίδια αξία. Τα εντός της Θείας Ευχαριστίας, εκείνα περνούν από την σχέση αυτή Πατρός και Υιού, και ο Υιός είναι αυτός που τα αναλαμβάνει επάνω Του, διότι αυτό είναι η Θεία Ευχαριστία. Το σώμα του Χριστού πραγματοποιείται. Αυτός αναλαμβάνει επάνω Του τα αιτήματα, τα δώρα των ανθρώπων και τα δίνει στον Πατέρα. Επομένως αυτά που συμβαίνουν εκείνη την ώρα μέσα στην Θεία Ευχαριστία, συμβαίνουν από τον ίδιο τον Χριστό. Δεν είναι συνεπώς ο επίσκοπος ένας λειτουργός εκ παραλλήλου υφιστάμενος με τον Χριστό. Είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και όλη η αμφίεση, και όλη η ψαλμωδία και όλος ο τρόπος, με τον οποίον ο λαός βλέπει τον επίσκοπο και κατ' επέκταση τον πρεσβύτερο, όλα αυτά δείχνουν ότι τον θεωρεί εικόνα του Χριστού. Και οι εικόνες του Χριστού παριστάνονται με αυτόν τον τρόπο. Από εκεί ξεκίνησε η εξουσία του επισκόπου σ' όλα τα θέματα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου