Το Filioque στη Θεολογία και στην Οικονομία
Θα συνοψίσουμε την ορθόδοξη τοποθέτηση θεολογίας ως προς το Filioque κάνοντας τις εξής βασικές παρατηρήσεις.
Πρώτο: Ως προς την Οικονομία. Οικονομία είναι οι ενέργειες και οι πράξεις του Θεού στην ιστορία και στη δημιουργία. Δεχόμαστε και εμείς ότι το Άγιο Πνεύμα δίδεται, αποστέλλεται και από τον Υιό. Συνεπώς στο επίπεδο αυτό είναι δεκτό το Filioque, αλλά δεν μπορούμε να το δεχθούμε ως προς την αιωνία, αΐδια Τριάδα, όπου οι σχέσεις των προσώπων δεν είναι σχέσεις ενεργείας.
Ως προς την αιωνία και αΐδια Τριάδα δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι το Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, διότι εκεί έχουμε σχέσεις οντολογικές και έχουμε κατ’ ανάγκη ένα αίτιο, μόνο τον Πατέρα. Διότι, αν εισαγάγουμε δύο αίτια, τότε έχουμε οπωσδήποτε δυο Θεούς.
Στην οικονομία μπορεί να πει κανείς ότι είναι δεκτό το ότι το Πνεύμα εξαρτάται και από τον Υιό. Είναι δώρο που μας δίνεται από τον Υιό. Σ’ αυτό το επίπεδο μπορεί να μιλήσει κανείς όπως μίλησε ο Απόστολος Παύλος για το Πνεύμα του Χριστού. Εκπορεύεται μεν εκ του Πατρός, αλλά δίδεται από τον Υιό στην Οικονομία. Το εκπορεύεται αναφέρεται στην οντολογική εξάρτηση του Πνεύματος από τον Πατέρα στην αΐδια Τριάδα. Επομένως, το εκπορεύεται σχετίζεται με την αΐδια Τριάδα. Είναι οντολογική η σχέση και εκεί ο αίτιος είναι μόνος ένας: ο Πατήρ.
Στο επίπεδο της οικονομίας δεν έχουμε οντολογικές σχέσεις, αλλά είναι σχέσεις ενέργειας και ο Υιός δίδει το Πνεύμα. Επομένως, εδώ έχουμε ένα είδος Filioque ως προς την οικονομία.
Σε σχέση μ’ αυτό στη δύση έγινε σύγχυση ως προς τις δυο αυτές έννοιες. Το εκπορεύεται και το πέμπεται ή δίδεται μεταφράστηκαν στα λατινικά και τα δύο με το procedere ήδη από την αρχή, από τον 4ο αιώνα. Έτσι δημιουργήθηκε μια σύγχυση. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν αυτά τα δύο επίπεδα, ενώ στην Ανατολή τα δύο αυτά επίπεδα από την αρχή διακρίθηκαν και έτσι το εκπορεύεται περιορίσθηκε μόνο στο επίπεδο της αϊδίου οντολογικής Τριάδος και όχι στο επίπεδο της οικονομίας. Το Filioque από την αρχή στη Δύση χρησιμοποιήθηκε και για τα δύο επίπεδα. Έτσι δημιουργήθηκε η σύγχυση και το Filioque ακριβώς προήλθε από αυτή τη σύγχυση. Για την Ανατολή είναι απαραίτητη αυτή η διάκριση. Εάν κανείς κάνει αυτή τη διάκριση, μπορεί να δεχθεί το Filioque ως προς την οικονομία, αλλά το Filioque στην πραγματική του έννοια, όπως το έδωσε η Δύση, δεν αναφέρεται μόνο στην Οικονομία, αλλά και στην αΐδια Τριάδα. Εκεί έχουμε πρόβλημα. Γιατί μπορεί κανείς να μιλήσει για Filioque και στην αΐδια Τριάδα; Ας προσέξουμε τι προβλήματα παρουσίασε εδώ η Πατερική Θεολογία.
Τον 7ο αιώνα ο Άγιος Μάξιμος ρωτήθηκε -γιατί είχε αρχίσει να κυκλοφορεί αυτή η πληροφορία, ότι στη Δύση χρησιμοποιούν το Filioque- τι γνώμη είχε γι’ αυτό το πράγμα. Η απάντησή του ήταν ότι εξέτασε το ζήτημα και ότι η κατάσταση έχει ως εξής: Οι Ρωμαίοι, οι λατινόφωνοι δεν έχουν διαφορετικές λέξεις για να εκφράσουν αυτά τα δύο (το εκπορεύεται και το πέμπεται). Χρησιμοποιούν μόνο μια λέξη. Συνεπώς από εκεί προέρχεται μια σύγχυση. Και πρέπει εμείς οι Έλληνες, οι Ελληνόφωνοι να δείξουμε κατανόηση ως προς αυτό. Και να μη θεωρούμε ότι είναι αυτομάτως αίρεση το Filioque των Δυτικών, διότι όπως εξηγεί αναλυτικά στην "επιστολή προς Μαρίνο" το Filioque προέρχεται από τη σύγχυση αυτή.
Μέσα στην ίδια επιστολή ο Άγιος Μάξιμος λέει ότι στις συζητήσεις του με τους ίδιους τους Ρωμαίους για το θέμα αυτό, είδε ότι αναφέρονται και στον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας για να υποστηρίξουν το Filioque. Πράγματι ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας είχε γράψει ορισμένα πράγματα τα οποία δίνουν βάση στο Filioque. Έχουμε και μια μαρτυρία ότι δημιούργησε έντονη αντίδραση κάτι που είχε γράψει ο Κύριλλος για αυτό. Την αντίδραση του Θεοδωρήτου Κύρου, ο οποίος είναι οξύς και λέει ότι, εάν ο Κύριλλος εννοεί το Filioque, ως προς την οικονομία έχει καλώς, εάν όμως το εννοεί ως προς την αΐδια Τριάδα κάνει λάθος. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό.
Ο Κύριλλος φαίνεται ότι δεν το εννοούσε απλώς και μόνο ως προς την οικονομία, αλλά έκανε αναφορές και στην αΐδια Τριάδα. Δεν λέει, εκπορεύεται, η λέξη αυτή δεν χρησιμοποιείται. Χρησιμοποιούσε την έκφραση ότι το Πνεύμα εκφαίνεται, προέρχεται ουσιωδώς (ως προς την Ουσία) και εκ του Υιού. Επειδή η ουσία είναι κοινή και στα τρία Πρόσωπα, στο επίπεδο της Ουσίας προηγείται ο Υιός του Πνεύματος. Αλλά ως προς το Πρόσωπο του Πνεύματος σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα εκεί δεν μπορούμε να έχουμε Filioque, γιατί είναι μόνο ο Πατήρ ως Πρόσωπο το Αίτιο. Αυτό εκ πρώτης όψεως δεν είναι και τόσο σαφές.
Ένα χωρίο του Γρηγορίου Νύσσης διευκρινίζει ακόμη περισσότερο αυτό το ασαφές σημείο. Στο έργο του «ότι ουκ εισί τρεις Θεοί» λέει:
«Δεν αρνούμεθα τη διαφορά μεταξύ εκείνου που υπάρχει ως αιτίου και του εκ του αιτίου» Επομένως έχουμε ένα πράγμα το αίτιο και δεύτερο το εκ του αιτίου. Δύο επίπεδα βλέπει ο Άγιος Γρηγόριος στην προσωπική ύπαρξη του Θεού. Είναι το αίτιο και το εκ του αιτίου. Δηλαδή η ύπαρξη του Θεού δεν είναι κάτι απλό, να πει κανείς ότι απλώς υπάρχει ο Θεός. Η ύπαρξη του Θεού περιλαμβάνει κινητικότητα, κίνηση. Ακόμη και στο είναι του Θεού, στις οντολογικές σχέσεις υπάρχει αυτή η κινητικότητα. Δεν είναι αναίτιος ο Θεός, δεν υπάρχει αναιτίως. Το αίτιο βέβαια είναι μέσα στον ίδιο τον εαυτό του, αλλά γίνεται μια διάκριση μέσα στον ίδιο τον Θεό, μεταξύ του αιτίου και εκείνου που προέρχεται από το αίτιο.
«Υποστηρίζουμε τη διαφορά εκείνου που υπάρχει ως αίτιο και του εκ του αιτίου». Μ’ αυτό τον τρόπο και μόνο μπορούμε να εννοήσουμε ότι ένα πρόσωπο διακρίνεται από το άλλο. Δηλαδή με την πίστη ότι το ένα είναι αίτιο και το άλλο το εκ του αιτίου. Λέει «οι διακρίσεις των Προσώπων στην Αγία Τριάδα δεν μπορούν κατά άλλο τρόπο να γίνουν, παρά μόνο με αναφορά σ’ αυτήν την αιτιότητα.» Ως προς τη φύση, ως προς την ενέργεια δεν μπορούμε να κάνουμε διάκριση, αλλά την κάνουμε βάσει αυτής της αρχής της αιτιότητας. Είναι μια αρχή που οι Καππαδόκες εισήγαγαν. Προηγουμένως δεν την έχουμε σαφή στους Πατέρες.
Έχουμε λοιπόν τη δυνατότητα να διακρίνουμε τα πρόσωπα, διότι κάνουμε αυτή τη διάκριση μεταξύ αιτίου και αιτιατού. Και προχωρεί: «Ως προς εκείνο που είναι εκ του αιτίου, εκεί έχουμε μια άλλη διάκριση, ενώ ως προς το αίτιο είναι σαφές ότι είναι Πατήρ. Στο εκ του αιτίου αναγνωρίζουμε μια περαιτέρω διαφορά. Το ένα εκ των δύο προέρχεται αμέσως από το πρώτο». Χρησιμοποιεί την έκφραση «προσεχώς» που θα πει αμέσως, χωρίς καμιά μεσολάβηση. «Το ένα προέρχεται προσεχώς εκ του αιτίου και το άλλο δια μέσου εκείνου που προέρχεται προσεχώς από το πρώτο» Η διαφορά Υιού και Πνεύματος ως προς την εμφάνιση στην ύπαρξη, στην έλευση, στην ύπαρξη αυτών των δύο είναι ότι ο μεν Υιός προέρχεται προσεχώς εκ του Πατρός, εκ του αιτίου, το δε Πνεύμα προέρχεται δι’ εκείνου που προέρχεται προσεχώς, δηλαδή δια του Υιού.
Γιατί όμως κάνει αυτή τη διάκριση και παρατήρηση ο Γρηγόριος; Προχωρεί και λέει ότι «Έτσι κατά αυτόν τον τρόπο, η μεσιτεία, η μεσολάβηση του Υιού στη θεία ζωή, στη θεία ύπαρξη διαφυλάττει την ιδιότητά Του ως Μονογενούς» Για να παραμείνει ο Υιός ως ο Μονογενής, πρέπει να Του αναγνωρίσουμε αυτό το «προσεχώς», διότι αλλιώς θα είχαμε δύο Υιούς κατά κάποιο τρόπο. Ενώ λέει η φυσική, η ουσιώδης σχέση του Πνεύματος προς τον Πατέρα δεν καταργείται, διότι στον Υιό υπάρχει όλη η θεία φύση και συνεπώς στο ουσιωδώς, ως προς τη φύση, κοινωνεί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, ερχόμενο στην ύπαρξη δια της μεσολαβήσεως του Υιού.
Αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα είδος Filioque στο επίπεδο της αϊδίου υπάρξεως του Θεού, αλλά τόσο ο Υιός όσο και το Πνεύμα δεν είναι αίτια. Δηλαδή, ενώ ο Υιός μπορεί κατά κάποιο τρόπο να μεσολαβεί στο να έρθει στην ύπαρξη το Άγιο Πνεύμα, αυτό δεν κάνει τον Υιό αίτιο του Πνεύματος. Το αίτιο παραμένει ο Πατήρ.
Εάν συνοψίζοντας αυτά, θέλουμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα –διότι έχουμε εδώ πολύ λεπτές αποχρώσεις- Πρέπει να διατηρήσουμε την αρχή, την πίστη ότι μόνο ο Πατήρ είναι ο αίτιος και ότι ο Υιός με κανένα λόγο στο Filioque δεν μπορεί να νοηθεί ως συναίτιος της υπάρξεως του Πνεύματος.
Συνεπώς, ως προς το επίπεδο της οικονομίας δεν έχουμε προβλήματα. Ως προς το επίπεδο της αΐδιου Τριάδος έχουμε το πρόβλημα εάν η μεσολάβηση κατά κάποιο τρόπο του Υιού στην εκπόρευση του Πνεύματος, κάνει τον Υιό αίτιο ή όχι της υπάρξεως του Πνεύματος.
Ο Μάξιμος στην επιστολή «Προς Μαρίνον» τονίζει ότι το συζήτησε με τους Ρωμαίους της εποχής και διαπίστωσε ότι δεν εννοούν τον Υιό ως Αίτιο. Έτσι ο Μάξιμος απαλλάσσει τους Δυτικούς από την κατηγορία της αιρέσεως. Αυτά βέβαια συμβαίνουν κατά τον 7ο αιώνα. Αργότερα που το Filioque γίνεται σημαία εναντίον των Ορθοδόξων από τη Δύση, τότε τα πράγματα αλλάζουν και παίρνουν άλλη τροπή. Στις συζητήσεις που γίνονται, οι Δυτικοί δεν είναι διατεθειμένοι να αρνηθούν ότι ο Υιός είναι συναίτιος με τον Πατέρα στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και συνεπώς καταντά αίρεση το Filioque, γιατί δεν μπορεί κανείς να το δεχθεί.
Στην σύνοδο της Φλωρεντίας έγινε μια προσπάθεια να ενωθούν τα διεστώτα με την έκφραση «δι’ Υιού». Εάν γινόταν δεκτό και από τις δύο πλευρές, αντί να πούμε «εκ του Υιού», να πούμε «δι’ Υιού». Δηλαδή αυτή η μεσιτεία που λέει ο Γρηγόριος Νύσσης. Αλλά και αυτή η προσπάθεια ναυάγησε, διότι δεν ήταν διατεθειμένη καμιά από τις δύο πλευρές να πάρει σαφή θέση πάνω σ’ αυτό και η Δύση είχε πλέον σταθεροποιήσει την θέση της «εκ του Πατρός και εκ του Υιού» και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να υποχωρήσει πάνω σ’ αυτό και να το αντικαταστήσει με το «δια του Υιού».
Σήμερα γίνονται νέες προσπάθειες και είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς που θα οδηγήσουν αυτές. Ως Ορθόδοξοι θεολόγοι, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι κάθε προσπάθεια, οποιαδήποτε και να είναι, οπουδήποτε και να οδηγήσει δεν θα πρέπει να οδηγήσει στη συσκότιση αυτή της βασικής αρχής ότι μόνο ο Πατήρ είναι ο αίτιος στην ύπαρξη της Αγίας Τριάδος.
Έχει προταθεί και η ιδέα –κυρίως από ένα Ρώσο θεολόγο που ασχολήθηκε ειδικά με αυτό- από τον Bolotov ότι το Filioque πρέπει να θεωρηθεί ως θεολογούμενο. Υπάρχει η διάκριση την οποία αυτός κυρίως την εισήγαγε, ότι πολλές ιδέες δεν αποτελούν δόγματα, τα οποία επηρεάζουν τη σωτηρία του ανθρώπου. Αλλά αποτελούν θέματα προς συζήτηση, τα οποία ονομάστηκαν θεολογούμενα σε αντίθεση προς τα δόγματα που δεν είναι θεολογούμενα, δεν υπόκεινται σε συζήτηση.
Υπάρχει λοιπόν, η πρόταση να θεωρηθεί το Filioque θεολογούμενο, αλλά είναι μια πρόταση η οποία ούτε από Δυτικούς ούτε από τους Ανατολικούς έγινε δεκτή. Διότι και οι Δυτικοί ισχυρίζονται ακόμη –σήμερα αρχίζουν λίγο να απομακρύνονται από αυτή τη θέση, αλλά στο Μεσαίωνα το ισχυρίζονταν σαφώς- ότι το να μη πιστεύει κανείς στο Filioque είναι αίρεση και αποτελεί δόγμα το να πιστεύει κανείς στο Filioque. Επομένως, η έννοια του θεολογούμενου δεν έγινε δεκτή και επανέρχεται κάπου-κάπου στη συζήτηση σήμερα όπως και οι θέσεις του Bolotov, αλλά δεν φαίνεται να γίνεται πρόοδος στην κατεύθυνση αυτή.
Η θέση μας θα πρέπει να είναι ότι εφόσον ισχύουν οι όροι που αναφέραμε, το Filioque μπορεί να θεωρηθεί θεολογούμενο. Εμείς στην Ανατολή δεν έχουμε ανάγκη να το εισαγάγουμε, ενώ στη Δύση μπορούν να το χρησιμοποιούν, εάν το εννοούν με αυτό τον σωστό τρόπο που το εννοούσαν στον 7ο αιώνα. Εάν το θεωρούν κατά ένα τρόπο που θα έκανε τον Υιό συναίτιο του Πατέρα, τότε δεν έχουμε θεολογούμενο αλλά αίρεση, διότι τίθεται σε κίνδυνο η μοναρχία. Το ότι είναι μόνο ο Πατήρ αίτιος αυτό συνδέεται με το ότι στο Θεό έχουμε μια αρχή και η αρχή νοείται εδώ οντολογική. Δεν έχουμε δύο αίτια, δεν έχουμε δυο αρχές. Εφόσον έχουμε μοναρχία, έχουμε ένα αίτιο και αυτό συμπίπτει με τον Πατέρα. Τότε στην κυριολεξία Θεός είναι ο Πατήρ. Εάν εισαγάγουμε και δεύτερο αίτιο, τον Υιό, τότε κινδυνεύουμε να πέσουμε σε δύο Θεούς.
Η Δύση δεν αισθάνεται να έχει αυτό το πρόβλημα, διότι η μοναρχία για αυτούς δεν είναι ο ένας Πατήρ, αλλά η μία ουσία. Ο ένας Θεός για τους Δυτικούς είναι η μία ουσία και όχι το πρόσωπο του Πατρός. Συνεπώς, δεν κινδυνεύουν να χάσουν την μονοθεΐα, όταν λένε «και εκ του Υιού». Για την Δύση η μονοθεΐα εξαρτάται από τη μία ουσία του Θεού και όχι από το Πρόσωπο του Πατρός. Και αφού συμβαίνει αυτό, το Filioque δεν απειλεί τη μονοθεΐα τους, γιατί η μονοθεΐα τους δεν εξαρτάται από την έννοια του ενός Αιτίου. *
Κλείνουμε το Filioque βλέποντας πώς δημιουργήθηκε ιστορικά, με ποιους όρους θα μπορούσε να γίνει δεκτό, σε ποια σημεία γίνεται αίρεση και σε ποια σημεία μπορεί να αποτελέσει θεολογούμενο.
[*] Σημείωση ΟΟΔΕ: Φυσικά, το ότι οι Παπικοί δεν κατανοούν το πρόβλημα της πολυθεϊας που προκύπτει από το Φιλιόκβε, δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν υφίσταται. Αντιθέτως, από τη διαφοροποίηση αυτή, προκύπτει ένα ακόμα σοβαρότερο πρόβλημα: Αποδεικνύεται ότι οι Παπικοί στην πραγματικότητα, λατρεύουν ΑΛΛΟ ΘΕΟ από εμάς τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.
Ενώ για εμάς ο Θεός είναι ο Πατέρας, γι' αυτούς "θεός" είναι μια ΑΠΡΟΣΩΠΗ ΟΥΣΙΑ. Γιατί αν ως πρώτη αιτία δεν νοείται ο Πατέρας, τότε νοείται το απρόσωπο μιας δήθεν Τριαδικής ουσίας. Αυτό με τη σειρά του, πέραν της ειδωλολατρίας την οποία εισάγει στον Παπισμό, έχει όπως είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, σοβαρές προεκτάσεις στο ζήτημα των ενδοτριαδικών σχέσεων μεταξύ των Προσώπων, ακόμα και στο τι ακριβώς είναι το καθένα από Αυτά! Αλλοιώνεται πλήρως έτσι ολόκληρο το περιεχόμενο της Θεολογίας, και γίνεται αγνώριστο.
Επιπλέον, με το να θεωρηθεί ως "θεός" η Ουσία, δεν έχουμε υποταγή της ουσίας στο πρόσωπο, αλλά αντιθέτως, του προσώπου στην ουσία. Με άλλα λόγια, ο Πατέρας τότε, ΔΕΝ είναι αυτό που είναι επειδή το θέλει, αλλά επειδή τον υποχρεώνει η ουσία Του! Γίνεται κατανοητό έτσι το μέγεθος της βλασφημίας που εισάγει η Παπική θεώρηση περί Θεού. Έχουμε έναν "θεό" με εξάρτηση από την ουσία του, έναν ΔΟΥΛΟ ΘΕΟ, που λειτουργεί βάσει αναγκαιότητας και όχι βάσει ελευθερίας και βούλησης, σαν τους ενδοσυμπαντικούς "θεούς" των ειδωλολατρών, που ορίζονται από την "ειμαρμένη", και όχι από την ελευθερία βούλησης που διαθέτουν.
Δευτερεύουσες συνέπειες των ανωτέρω, (για να κατανοήσουμε το βάθος και τη σοβαρότητα του ζητήματος), είναι να καταργείται η ελευθερία ως απαραίτητο συστατικού της ομοίωσης με τον Θεό, και να καταρρέει ολόκληρο το σωτηριολογικό δόγμα της Χριστιανικής πίστης, συμπαρασύροντας φυσικά την αγάπη, (εφόσον και τα πρόσωπα της Θεότητας ορίζονται από την ουσία τους και όχι από αυτόβουλη αγάπη). Και καταλήγουμε στον θεό - κριτή - τιμωρό της Δύσης, που μόνο να τον φοβάται και να τον μισεί μπορεί κάποιος!
Για όλα τα ανωτέρω, (και για πολλά ακόμα που δεν χρειάζεται εδώ να αναπτύξουμε, μια και ήδη είπαμε αρκετά), τα οποία προκύπτουν από την αιρετική θεώρηση του θεού - ουσία του Αυγουστίνου, προκύπτει, ότι όχι μόνο δεν πρέπει να αποδεχθούμε οποιαδήποτε ένωση με του Παπικούς που αποδέχονται το Φιλιόκβε, αλλά πρέπει να απαιτήσουμε από αυτούς, να απορρίψουν και την Αυγουστίνια αντίληψη του θεού-ουσία, αν θέλουν να τους αποδεχθούμε και πάλι στην Εκκλησία του Χριστού.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου